Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020















MARC MOULIN 

PLACEBO













Jazz-Rock-Funk Fusion Pioneers










Με ηγέτη τον καινοτόμο παίκτη του keyboard Marc Moulin, αυτή η πρωτοπόρα μπάντα από το Βέλγιο έπαιξε fusion μουσική στις αρχές των 70'ς αγγίζοντας την jazz, την funk και την rock, με τα τρία άλμπουμ τους να είναι ιδιαιτέρως σπάνια και περιζήτητα στις μέρες μας. Παρακάτω ακολουθεί η ιστορία αυτού του τόσο πρωτοποριακού μουσικού και της δουλειάς του με άλλους χαρισματικούς μουσικούς. Τα τραγούδια καλύπτουν σχεδόν όλη την δισκογραφία τους και είναι σκόρπια ανάμεσα στο κείμενο.


Inner City Blues (1971)




O Marc Moulin γεννήθηκε στις Βρυξέλλες το 1942. Ο πατέρας του ήταν κοινωνιολόγος και συγγραφέας, η μητέρα του δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και ποιήτρια και οι δυο τους όμως λάτρευαν την jazz. "Επηρεάστηκα από τους γονείς μου, που άκουγαν πολύ jazz, πράγμα ασυνήθιστο για ανθρώπους της γενιάς τους", είπε στο περιοδικό Jazz in Time το 1992. "Επομένως άρχισα με jazz, αλλά υπήρχαν πράγματα που μου άρεσαν στην rock-ιδιαίτερα τα μέρη που μου θύμιζαν την jazz. Οι πρώτοι δίσκοι του Elvis Presley είναι μάλλον τριμερείς και υπήρχε επίσης ένας τριμερής ρυθμός στην δουλειά του Bill Haley και μου άρεσε πάρα πολύ ο Jerry Lee Lewis. Η rock που μου άρεσε περισσότερο ήταν μαύρη μουσική-προτιμούσα τον Fats Domino και τον Little Richard από τον Elvis. Έτσι διασκέδαζα και με την jazz και με την rock παράλληλα, αντιθέτως με τους περισσότερους ανθρώπους, που άκουγαν ή το ένα ή το άλλο".


Dag Madam Merci (1974)





Για τα γενέθλια στα 8 του χρόνια ο πατέρας του του έδωσε το πρώτο του jazz LP, το Tenderly από τον Oscar Peterson και στα 9 του χρόνια άρχισε να μαθαίνει πιάνο: "Δεν ήμουν πολύ ταλαντούχος, αλλά λάτρευα την μουσική και ενθουσιαζόμουν στην ιδέα να παίζω σε μπάντα. Όταν ήμουν παιδί, πήγα διακοπές στην Ιταλία με τους γονείς μου. Στο ξενοδοχείο υπήρχε μία ορχήστρα με μπλε σακάκια που έπαιζαν αθάνατα αριστουργήματα της Ιταλικής μουσικής των 50'ς και ήμουν ενθουσιασμένος από την διάδραση ανάμεσα στους μουσικούς. Έτσι μου ήρθε η ιδέα να παίξω σε μπάντα που με οδήγησε στην μουσική-το πνεύμα της ομάδας, η συνεργασία, ίσως ακόμα και οι διαμάχες...Σκέφτηκα ότι αν είχα μέλλον ως μουσικός, δεν ήταν σαν πιανίστας, αλλά σαν συνθέτης. Πάντα αναζητούσα νέες τάσεις στη μουσική".


Humpty Dumpty (1971)





Το Βέλγιο είχε μία εκπληκτικά γόνιμη jazz σκηνή την περίοδο εκείνη, η οποία προωθείτο από πολυάριθμους Αμερικανούς μουσικούς που θα έμεναν στην Ευρώπη μετά την θητεία τους στο στρατό. Ο Moulin σχημάτισε το πρώτο jazz τρίο στα τέλη των 50'ς και στο τρίτο ετήσιο Comblain Jazz Festival τον Ιούλιο του 1961 κέρδισαν βραβεία ως η καλύτερη μπάντα και καλύτερος σολίστας (Moulin), παίζοντας μαζί με τους Kenny Clarke, Sacha Distel, Diana Dors και άλλους. "Για μία μικρή μπάντα το να κερδίσει ένα βραβείο είναι πολύ μεγάλη ανταμοιβή", ανακαλεί. "Κερδίζοντας βραβείο ως καλύτερος σολίστας τράβηξα την προσοχή πάνω μου και με βοήθησε να κερδίσω την εμπιστοσύνη ως πιανίστας για μερικά χρόνια. Μπόρεσα λοιπόν μετά να στρατολογηθώ στο κουιντέτο του Alex Scorier, το οποίο ήταν πολύ ενεργό τότε. Σε αυτή την μπάντα συνάντησα τον τρομπετίστα Richard Rousselet και έμαθα να παίζω σε γκρουπ. Δεν παρουσιάζαμε ορίτζιναλ υλικό, αλλά θέματα από Horace Silver, Miles Davis..."


Polk (1973)





O Rousselet θυμάται: "Πριν γνωρίσω τον Marc, έπαιζα με πιανίστες μεγαλύτερους μου σε ηλικία και φανερά έμαθα πολλά από την εμπειρία τους. Μετά το 1962, χάρη στον Alex Scorier, γνωρίστηκα με τον Marc Moulin. Ήμουν πολύ ευτυχής να συναντήσω κάποιον της γενιάς μου (ήμουν δύο χρόνια πιο μεγάλος) ο οποίος είχε ένα διαφορετικό μουσικό όραμα από τους πιανίστες με τους οποίους είχα μέχρι τότε παίξει. Είχαν ένα background και γνώση της παράδοσης της jazz, αλλά η άποψη του Marc ήταν εναρμονισμένη στο μέλλον. Ο Marc ήταν πολύ ενημερωμένος όσον αφορά στην παράδοση, αλλά στις αρχές των 60'ς ήδη μιλούσε για τον Herbie Hancock και τον McCoy Tyner και θα πηγαίναμε στον Miles Davis όποτε έπαιζε στις Βρυξέλλες. Χάρη στον Marc, η προσοχή μου στράφηκε σε νέους τρόπους προσέγγισης της jazz-να παίζουμε τις συνθέσεις, να εξελίξουμε μελωδίες, να αυτοσχεδιάσουμε...Μετά από αυτό παίξαμε πολύ σε κουαρτέτα, σε κουιντέτα. Σχεδόν ποτέ δεν σταματήσαμε να παίζουμε μαζί."


Aria (1971)





O Rousselet θυμάται καλά την τεράστια συλλογή από jazz LP που συγκέντρωνε ο Moulin στο πέρασμα των χρόνων, όπως επίσης την περιέργεια του για την εξέλιξη των τάσεων που προέρχονταν από την jazz, την rock και την pop κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 60. Επίσης θυμάται μία σημαντική περίσταση: το απόγευμα της 27 Οκτωβρίου του 1967, αυτός και ο Moulin έπαιζαν σε ένα κουαρτέτο σε ένα κλαμπ των Βρυξελλών που λεγόταν Blue Note, όταν ο Herbie Hancock, ο Tony Williams και ο Ron Carter μπήκαν μέσα. Οι τρεις Αμερικανοί παρακολούθησαν όλη την παράσταση και μετά ο Moulin πλησίασε το τραπέζι τους με κάποια χαρτιά με δουλειές του Hancock, τις οποίες είχε απομαγνητοφωνήσει με το αυτί και ο Hancock με ευγένεια του υπέδειξε κάποια μικρά λάθη. (Την επόμενη μέρα, ο Hancock, ο Williams και ο Carter συμμετείχαν με τον Miles Davis και τον Wayne Shorter στο κονσέρτο στην Αμβέρσα, που θα γινόταν η ιστορική ηχογράφηση Live In Europe 1967). 


Balek (1973)





"Συχνά έπαιζα στο Blue Note με τον Benoît Quersin", συνεχίζει ο Moulin. "Είχε πολύ δουλειά ως ραδιοφωνικός παραγωγός, που ειδικευόταν στην jazz. Πρότεινε να παίξω μαζί του καθώς δεν ήξερα μόνο την jazz, αλλά ενδιαφερόμουν επίσης για την rock. Είχε μία ιδέα στο μυαλό του για πολύ καιρό: να φτιάξει ένα πρόγραμμα που θα αναμίγνυε διάφορα μουσικά γένη. Επίσης πιστεύω ότι είχε προβλέψει την μουσική επανάσταση στα τέλη των 60'ς και τον αντίκτυπο που επρόκειτο να έχει στην rock και στην jazz. Στην αρχή, δεν μου άρεσε να δουλεύω στο ραδιόφωνο, αλλά τελικά το βρήκα πολύ συναρπαστικό". Το πρώτο ραδιοφωνικό σόου του Moulin, Cap de Nuit, άρχισε να εκπέμπει το 1967 και ήταν σε παραγωγή και παρουσίαση από τον ίδιο. Η εκπομπή από 10:45 μέχρι 11:45 κάθε βράδυ, αποδείχτηκε μία πηγή από μουσικές ανακαλύψεις για πολλούς νεαρούς Βέλγους, δίνοντας πρόσβαση σε νέους ήχους, όπως Mothers Of invention, Jimi Hendrix, The Fugs, The Grateful Dead και πολλούς ακόμη, με παρόμοιο τρόπο που έκανε τα σόου του στην Αγγλία ο John Peel.


S.U.S. (1974)





Η εμπειρία αυτή άσκησε επιρροή στην εξέλιξη του Moulin ως συγγραφέας: "Όταν άρχισα να κάνω τις εκπομπές στο Βελγικό ραδιόφωνο, κατάλαβα ότι αυτό προοιώνιζε το τέλος της καριέρας μου ως μουσικός της jazz. Ήξερα ότι δεν θα είχα αρκετό χρόνο να κάνω εξάσκηση στο πιάνο πια-και η jazz απαιτεί από τους μουσικούς της να εξασκούνται πολύ. Δεν είχα τέτοιο χάρισμα ώστε να παίζω χωρίς να κάνω καθημερινά εξάσκηση. Ο Hancock μπορούσε να το κάνει, όχι εγώ! Από την άλλη, το να γράφεις μουσική δεν απαιτεί φυσική προσπάθεια-μπορείς να συνθέσεις στο μπάνιο σου, στο αυτοκίνητο...Είναι μόνο απαραίτητο να ενημερώνεσαι για τις νέες μουσικές τάσεις και παραλάμβανα τόνους δίσκους, τους οποίους και άκουγα και οι οποίοι με έκαναν να αντιδρώ ως ακροατής". Επίσης αντιδρούσε ως μουσικός παίζοντας με τους Philip Catherine Quartet, κάνοντας την πρώτη του ηχογράφηση στο LP Jazz Goes Swinging, των St. Tropez Jazz Octett (ηχογραφημένο στην Ολλανδία τον Δεκέμβριο του 1968 και έχοντας κυκλοφορήσει την επόμενη χρονιά σε Γερμανία και Ιταλία) και εμφανίστηκε με ένα ιδιαιτέρως σπάνιο 45άρι με τίτλο "Mona Call" / "Waterproof" (Disques Vogue VB 159), που έκανε με το όνομα Kiosk, που εξυπηρέτησε σαν θέμα μία εβδομαδιαία ραδιοφωνική εκπομπή.


Showbiz Suite (1971)





Το 1970 λαχταρούσε να φτιάξει μία μπάντα και αποφάσισε να την ονομάσει Placebo, επειδή του άρεσε η μετάφραση στα Λατινικά (I will please) και για τον ορισμό του ως φαρμακευτική αγωγή που δεν περιέχει ενεργά συστατικά, αλλά θεραπεύει τους ανθρώπους επειδή πιστεύουν σε αυτό-ένα κόνσεπτ που ήθελε να το μεταφέρει στην μουσική. Αρκετά από τα μέλη του τραβήχτηκαν από το γκρουπ του Alex Scorier και ο Richard Rousselet θυμάται έντονα τις ανταλλαγές που οδήγησαν στην γέννηση του: "O Marc μας είπε, 'έχω μία ιδέα! Θα ξεκινήσουμε κάτι καινούριο!' Μου έστειλε όπως και στους άλλους μουσικούς το ρεπερτόριο του πρώτου άλμπουμ των Placebo. Είπε, 'Ρίξτε μία ματιά, ακούστε τον Marvin Gaye, οδεύουμε προς καινούρια πράγματα!' Μέσα στα θέματα που μας έδωσε, ο Marc μας άφησε να αυτοσχεδιάσουμε, στο πνεύμα του Miles και του Kind Of Blue."


Plotseling (1974)






Εκτός από τον Rousselet, οι μουσικοί που προσέγγισε ο Moulin ήταν όλοι επιβεβαιωμένοι παίκτες της jazz, που τους γνώριζε πολύ καιρό, οι περισσότεροι μεγαλύτεροι από αυτόν: ο Nicolas Fissette (1928-2009) στην τρομπέτα, ο Johnny Dover (1929-2002) στο βαρύτονο σαξόφωνο και στο κλαρινέτο, ο Alex Scorier (1931-), στο σοπράνο σαξόφωνο και στο φλάουτο, ο Nick Kletchkovsky (πέθανε το 2000) στο μπάσο και ο Freddy Rottier (1926-1995) στα ντραμς. Σχηματίζοντας ένα σύνολο με τόσο έμπειρους παίκτες, ο Moulin σκόπευε να δημιουργήσει ένα περιβάλλον στο οποίο οι παρτενέρ του θα μπορούσαν και να καταλάβουν τις προθέσεις του και να είναι ανοιχτοί στην καινοτομία.


Red Net (1973)





Σύμφωνα με τον Bruno Castelluci (ντράμερ στο 3ο τους άλμπουμ), ο Moulin σκόπευε να δημιουργήσει μία μουσική παρόμοια με των Soft Machine, αλλά πιο κοντά στην jazz παρά στην rock, η οποία θα καθρέπτιζε τους σύγχρονους πειραματισμούς του Miles Davis και του Herbie Hancock. Ο Castelluci παραθέτει το "Ostinato (Suite for Angela)", το Afro / electric jazz-funk κομμάτι που ανοίγει το δίσκο Mwandishi του Hancock, το 1971, ως μία σίγουρη επιρροή στον ήχο των Placebo. Ερωτώμενος για την εξέλιξη της jazz από το περιοδικό Clés Pour La Musique τον Ιανουάριο του 1971, ο Moulin σχολίασε: "Είναι μία εξέλιξη που λαμβάνει χώρα πολύ αργά. Πραγματικά, ένας πολύ σημαντικός παράγοντας στην πρόοδο της jazz είναι τι αφομοιώνει από άλλα γένη. Είναι ένας ουσιαστικός παράγοντας που οδηγεί σε ένα ανυποχώρητο φαινόμενο: τον οικουμενισμό των διαφόρων ειδών μουσικής!" Πάνω από 20 χρόνια μετά, εξέφρασε τις σκέψεις του στο περιοδικό Jazz In Time: "Είπα στον εαυτό μου ότι ήθελα να γράψω για ένα μεγαλύτερο σχήμα με κανονισμένες πρόβες. Ήμουν λίγο εξουθενωμένος από αυτή την φόρμουλα: να παίζεις το θέμα γρήγορα, να αυτοσχεδιάζεις για κάνα μισάωρο, να επαναλαμβάνεις το θέμα στο τέλος. Είχα επίσης βαρεθεί με τα κουιντέτα που έπαιζαν το θέμα και έπειτα προσέγγιζαν το πολύ προβλέψιμο σχέδιο να αυτοσχεδιάσουν με τρομπέτα, σαξόφωνο, μπάσο και ντραμς. Ήθελα να αφήσω χώρο για συνθέσεις και να αποφασίσω ποιο όργανο έπρεπε να αυτοσχεδιάσει και πότε αυτός ο αυτοσχεδιασμός θα γινόταν. Οι Placebo δημιουργήθηκαν γύρω από αυτή την ιδέα-θα ήταν η μπάντα όπου κάθε κομμάτι θα ήταν διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Ήθελα το πρότζεκτ να είναι ελεύθερο και όχι βαρετό. Το όνειρο μου ήταν πάντα η jazz να μπορούσε να εκτιμηθεί από mainstream κοινό".


Bosso (1974)





Με αυτό στο μυαλό, ενθάρρυνε τους συντρόφους του να εκσυγχρονίσουν τον εξοπλισμό τους και να προσαρμοστούν σε πιο μοντέρνα μουσικά στυλ. Για τον Rousselet, "Η μεγάλη διαφορά ήταν στο ρυθμικό μέρος, το οποίο ακουγόταν διαφορετικό από αυτά της jazz. Ο Freddy Rottier είχε καταλάβει ακριβώς τι ζητούσε ο Marc και ο Nick Kletchkovsky ήδη έπαιζε ηλεκτρικό μπάσο. Μου είπε, ΄Richard, χρειάζεται να κάνεις την τρομπέτα σου ηλεκτρική! Πρόκειται να παίξεις σαν τον Miles Davis!΄ Μετά αγόρασα ένα Dynacord echo unit, ένα wah-wah pedal και ένα Varitone. Όλα αυτά ήταν πρωτόγνωρα για μένα!" Ο Moulin στο μεταξύ, απέκτησε ένα Mini-Moog και επίσης έπαιζε ένα ηλεκτρικό πιάνο.


Only Nineteen (1973)






Χάρη στις επαφές του, ο Moulin γρήγορα εξασφάλισε μία συμφωνία με την CBS και η δουλειά του στο ραδιόφωνο του επέτρεψε να χρησιμοποιήσει τα στούντιο του RTBF (Belgian Radio & Television) για να φτιάξει το υλικό του. Οι αρχικές πρόβες της μπάντας επομένως έγιναν με μία σίγουρη άνεση, με την πολυτέλεια να είσαι ικανός να κάνεις ηχογραφήσεις άμεσα (το "Humpty Dumpty", το τρακ που χαίρει μεγάλης εκτίμησης και κλείνει το δίσκο Ball Of Eyes, ηχογραφήθηκε εκεί). Ο Rousselet περιγράφει τις πρόβες: "Ο Marc έγραψε τα πάντα με το χέρι-καθώς επειδή είχαμε τέσσερις κόρνες, δυο τρομπέτες και δύο σαξόφωνα, αν δεν σχεδιαζόταν τίποτα, θα χαραμίζαμε πολύ χρόνο. Ήξερε ακριβώς τι ήθελε, αλλά ήθελε κι από εμάς να συμμετέχουμε επίσης και πάντα έδινε προσοχή στις επισημάνσεις και τις προτάσεις μας. Οι Placebo ήταν ένα γκρουπ και η έννοια του γκρουπ ήταν σημαντική και υπογράμμιζε την συλλογική μας δουλειά".


You Got Me Hummin' (1971)






Η μπάντα άρχισε να παίζει live το 1971, ιδιαίτερα στο Montreux Festival στην Ελβετία, τον Ιούνιο, όπου ο Rousselet κέρδισε το βραβείο καλύτερου σολίστα για πνευστό, από τον διεθνή τύπο. Δύο μήνες αργότερα, τον Αύγουστο, ηχογράφησαν το Ball Of Eyes στο Cathy Studio, που ανήκε στον τραγουδιστή Marc Aryan (το οποίο ο Rousselet θυμάται ως 'το λιγότερο οργανωμένο από τα στούντιο που χρησιμοποίησαν οι Placebo από εκεί και πέρα΄). Στην παραγωγή του άλμπουμ καθόταν ο Jean Huysmans, πρώην μπασίστας στους The Cousins, μία Βελγική μπάντα που είχε ένα χιτ το 1960 με το "Kili Watch". "Ήμουν στην παραγωγή για την CBS και γνώριζα τον Marc , έτσι ήταν φυσικό να μου ζητήσει να κάνω την παραγωγή στο άλμπουμ τους", λέει. "Είχαμε μερικές συναντήσεις και παρακολούθησα μερικές πρόβες τους. Ο Marc είχε πολύ σωστά τοποθετημένες απόψεις όσον αφορά στο πρότζεκτ τους, αν και είχα φτιάξει στο μυαλό μου την επιλογή των οργάνων και μαζί είχαμε μεγάλες συζητήσεις για τον ήχο (τόνοι, προσαρμογή του ήχου, κλπ). Οι μουσικοί που χρησιμοποίησε ήταν παίκτες της jazz, όπως επίσης και session που συχνά είχαν συνεργασίες με τις παραγωγές της CBS. Ο Marc ήταν ήδη πολύ γνωστός, έτσι η εταιρεία του είχε αφήσει απόλυτη ελευθερία".


N.W. (1974)





Μαζί με το δικό τους υβρίδιο της jazz και rock, οι Placebo έπιασαν δύο πολύ γνωστά τραγούδια της soul, το "Inner City Blues" του Marvin Gaye και το "You Got Me Hummin’", των Isaac Hayes και David Porter. Αυτά συμπεριλήφθηκαν με την ελπίδα να τραβήξουν την προσοχή και παρουσίασαν φωνητικά από τον Guy Theisen (της Βελγικής μπάντας Carriage Company). "Ο Guy ήταν μηχανικός στο στούντιο", λέει ο Huysmans. "Ο Marc αναζητούσε απελπισμένα κάποιον να τραγουδήσει και ακόμα δεν είχε βρει το κατάλληλο άτομο, έτσι ήταν τυχερό που ο Guy βρισκόταν εκεί". (Ο Moulin ήταν ευτυχής, αλλά ο Theisen ποτέ δεν εμφανίστηκε live με τους Placebo και ήταν η προσθήκη στο σύντομο τραγουδάκι του Alex Scorier "Oh La La", το οποίο ακούγεται πολύ διαφορετικό από το υπόλοιπο LP. Ο λόγος ήταν ότι ο Scorier διεύθυνε μία υψηλής εμπορικότητας μπάντα και ο Moulin πρότεινε να εμφανιστεί με κάτι σε εκείνο το πνεύμα για τα τελευταία 50 δευτερόλεπτα του άλμπουμ, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του σουρεαλιστικού χιούμορ του που θα διατηρούσε σε όλη του την καριέρα.


Ball of Eyes (1971)





Το Ball Of Eyes έγινε από τον Ολλανδικό βραχίονα της CBS στα τέλη του 1971 και εμφανίστηκε με ένα σουρεαλιστικό εξώφυλλο.

 "Το εξώφυλλο δείχνει μία μπάλα με μάτια από αρκουδάκια, κολλημένα μαζί, από τον συλλέκτη της jazz Robert Pernet, που δούλευε στην εταιρεία World Music", εξηγεί ο Jean Huysmans. "Εκείνη την περίοδο ενδιαφερόμουν πολύ για την φωτογραφία, έτσι ο Marc το έδωσε σε μένα και όταν το είδε αποφάσισε να ονομάσει το άλμπουμ Ball Of Eyes". Για να το υποστηρίξουν οι Placebo έκαναν πολλές εμφανίσεις στο Βέλγιο, όπως επίσης στην Ολλανδία, Γερμανία, Γαλλία και Ελβετία. Όπως το θέτει ο Huysmans, "Όλοι το είχαν για τρομερό άλμπουμ, αν και δεν πήγε πολύ καλά στις πωλήσεις". Ο Rousselet ανακαλεί τα σετ των τραγουδιών που έπαιζαν στα live που περιλάμβαναν πολλά νέα κομμάτια, με τον σκοπό να τους προετοιμάσει για ένα δεύτερο άλμπουμ. Μία εμφάνιση τους που έχει διασωθεί από τηλεοπτικό σόου του Βελγίου, από τον Αύγουστο του 1972, τους δείχνει να παίζουν το "Planes" και το "Showbiz Suite" από το Ball Of Eyes, όπως επίσης το "Only Nineteen", το οποίο θα εμφανιζόταν στο δεύτερο άλμπουμ τους, που ηχογράφησαν τον Απρίλιο του 1973. Το πλάνο δείχνει ξεκάθαρα ότι οι Placebo ήταν στην εμπροσθοφυλακή της jazz-rock τάσης που συνάντησε την μεγαλύτερη δημοφιλία της με μπάντες όπως οι Mahavishnu Orchestra, οι Weather Report και οι Return To Forever

Το ρεπερτόριο των Placebo είχε επεκταθεί αξιοσημείωτα κατά την περίοδο 1972-73 και ηχογράφησαν το δεύτερο άλμπουμ τους στο Start Studio στο Buizingen τον Απρίλιο του 1973. "Η CBS ήταν μία μεγάλη εταιρεία, η οποία δεν έδιωχνε καλλιτέχνη, εάν οι πωλήσεις δεν ήταν άμεσα ικανοποιητικές", λέει ο Huysmans. Όπως εξηγεί ο Rousselet, "Ο Marc επέλεξε το στούντιο Start επειδή ήξερε όλο και πιο πολύ που ήθελε να πάει μουσικά και έτσι σε αυτό το στούντιο είχε περισσότερο χώρο για ηχογράφηση, περισσότερα τρακς κλπ. Καθώς ο πρώτος δίσκος είχε πουλήσει καλά, η εταιρεία ήταν πρόθυμη να ρίξει περισσότερα χρήματα για ακόμα καλύτερο αποτέλεσμα". Guest μουσικοί αυτή τη φορά ήταν ο κιθαρίστας Francis Weyer (πιο γνωστός ως Francis Goya) των JJ Band και ο τρομπονίστας Frans Van Dijk. Όλα τα τρακς είχαν παιχθεί σε κονσέρτο πριν ηχογραφηθούν, με την εξαίρεση του "Phalène", το οποίο είχε γραφτεί για ένα έργο (Phalène Phalène) του André Drossart και ηχογραφήθηκε live στην παράσταση του έργου το 1972 (τα χειροκροτήματα του πλήθους μπορούν να ακουστούν). Πιο πειραματικό και αφηρημένο από το Ball Of Eyes, το άλμπουμ έχει επίσης έντονες funk επιρροές, ιδιαιτέρως στο groovy "Balek", το οποίο βγήκε σαν single στην Ολλανδία λίγο αργότερα (με μία βερσιόν του "Phalène" στην άλλη πλευρά).

Απλά ονομαζόμενο 1973, το άλμπουμ εμφανίστηκε σε άλλο ένα αστραφτερό εξώφυλλο, επίσης φωτογραφημένο από τον Jean Huysmans. "Μου άρεσε να κάνω τις φωτογραφίες μου να φαίνονται αφηρημένες χρησιμοποιώντας φακό μακρο", εξηγεί. "Το αντικείμενο στο εξώφυλλο του 1973 είναι ένα κομμάτι από καμένο πλυντήριο που είδα καθώς περπατούσα κοντά σε ένα σκουπιδότοπο". 

"Νομίζω το 1973 ότι είναι πολύ καλύτερο από το πρώτο άλμπουμ. Είναι πιο ευκολοάκουστο και οι πωλήσεις του πήγαν καλύτερα, αν και μέσω εξειδικευμένων καταστημάτων και ακόμα κι αν ήταν απαραίτητο να το προωθήσουμε πολύ". Ο Rousselet επιβεβαιώνει, "Το 1973 πούλησε πολύ καλά, έτσι ο Marc μπορούσε να μας ζητήσει οτιδήποτε ήθελε για το τρίτο άλμπουμ".


Μετά από περισσότερες εμφανίσεις τους, το 3ο άλμπουμ των Placebo ηχογραφήθηκε στο Studio Madeleine στις Βρυξέλλες τον Φεβρουάριο του 1974, με την επίβλεψη του Roland Leclercq (ενός από τους καλύτερους μηχανικούς εκείνη την εποχή) με απόντα τον Huysmans, που είχε αφήσει την CBS μετά την κυκλοφορία του 1973. Πολυάριθμοι guest πήραν μέρος στα sessions, συμπεριλαμβανομένου του κιθαρίστα Philip Catherine, το οποίο ο Moulin ήξερε από τις αρχές της δεκαετίας του 60 (και είχαν πρόσφατα συνεργαστεί στο σόλο άλμπουμ του Stream). Ο μπασίστας Yvan De Souter και ο ντράμερ Garcia Morales ήταν από τους JJ Band, αν και ο Bruno Castellucci αντικατέστησε τον Morales σε κάποια sessions. Ο γιός του Moulin, Denis ήταν 10 χρονών την εποχή της ηχογράφησης και παρακολούθησε κάποια από τα sessions. "Θυμάμαι ότι στον πατέρα μου άρεσε να παρεμβαίνει και ήταν πολύ ακριβής στις συνθέσεις", λέει. "Είναι αστείο, επειδή ήταν λιγότερο ακριβής στην pop καριέρα που θα ακολουθούσε αργότερα, όπου ήταν πιο ανοιχτός στον πειραματισμό. Αλλά εκείνες τις μέρες ο χρόνος του στούντιο ήταν ακριβός και αναγκαζόταν να ξοδεύει όσο λιγότερο ήταν δυνατόν". 


Bolkwush (1973)





Ίσως εξαιτίας αυτού, το Placebo έρχεται πολύ κοντά στο να φτάσει στο στόχο που είχε βάλει στο μυαλό του ο Moulin σχηματίζοντας την μπάντα: να ενσωματώσουν funk και pop επιρροές σε μία κυρίως jazz βάση, με δεμένες συνθέσεις που ωστόσο άφηναν χώρο στον αυτοσχεδιασμό. Ιδιαιτέρως, έχει χαρακτηριστικά σόλο ηλεκτρικής κιθάρας, όπως και εντυπωσιακό σόλο στα ντραμς από τον Morales στο "Plotseling" (που σημαίνει ΄ξαφνικά΄ στα Φλαμανδικά. Δυστυχώς, παρά το ότι θεωρείται από πολλούς η καλύτερη δουλειά τους, το Placebo ήταν το τελευταίο τους άλμπουμ (εμφανίστηκε στην Harvest της ΕΜΙ, στην Γαλλία, όχι στην Ολλανδία αυτή τη φορά).Παρόλα αυτά είχε ένα αντίκτυπο στην τοπική σκηνή, εμπνέοντας μπάντες όπως οι Cosa Nostra από την Αμβέρσα (1971-1973), οι Open Sky Unit από την Λιέγη (1973-74), οι Solis Lacus από τις Βρυξέλλες (1973-75), με την συμμετοχή του Richard Rousselet και οι Abraxis (1975-77). Μετά την κυκλοφορία του τρίτου LP, ο Moulin (που ποτέ δεν άδειαζε από ιδέες) αμέσως έβαλε πλώρη για ένα νέο πρότζεκτ: Sam’Suffy, με τον Rousselet στην τρομπέτα και τον Morales στα ντραμς. Το όνομα τους είναι λογοπαίγνιο του Γαλλικού όρου 'me suffit΄, που σημαίνει ΄είμαι ευτυχισμένος με ότι έχω΄. Επίσης ο Moulin σκόπευε το όνομα να είναι μία δήλωση: Οι Placebo είχαν υπάρξει μία 8μελής μπάντα, αλλά τώρα ενδιαφερόταν να δουλέψει μέσα σε ένα πολύ μικρότερο σχήμα. Το μοναδικό άλμπουμ της μπάντας ηχογραφήθηκε στο Morgan Studio στις Βρυξέλλες τον Δεκέμβριο του 1974. Δείχνοντας ένα λιγότερο ενδιαφέρον αλλά ακόμα jazzy ήχο, το Sam’Suffy κυκλοφόρησε στην CBS το 1975. Τον ίδιο χρόνο, ο Moulin απότομα επανασύνδεσε τους Placebo για να ηχογραφήσουν ένα τέταρτο LP, το οποίο παραμένει ακυκλοφόρητο. Εκείνη την περίοδο ήθελε να επικεντρωθεί στο Mini-Moog, έτσι πήρε ένα jazz πιανίστα, τον Michel Herr (ο οποίος θυμάται ότι σε κάποια κονσέρτα έπαιρναν και τρίτο παίκτη keyboard, τον Marc Hollander, τον ιδρυτή των Crammed Discs, στο όργανο).


Hop Hop (1974)






Παρόλα αυτά, ο Rousselet λέει ότι αυτός και ο Moulin αισθάνονταν ότι έπρεπε να συνεχίσουν την συνεργασία τους όσο πήγαινε. "Προς το 1976, η jazz για τον Marc άρχισε άσκοπα να γίνεται περίπλοκη", λέει ο Alain Debaisieux, ένας στενός συνεργάτης του στα 80'ς και μετά. "Ήθελε να πάει σε πράγματα όπως το "Take Five" του Dave Brubeck. Συχνά έλεγε ότι είχε τεράστιο αντίκτυπο στην jazz-είναι το στάνταρ που όλοι γνωρίζουν". Σε ένα βαθμό η αδυναμία να κάτσουν ΄ακίνητοι΄ έγινε αιτία για την διάλυση των Placebo: "Ο Marc ήταν πολύ εκλεκτικός και χρειαζόταν αρκετές καριέρες" λέει ο Debaisieux. "Όταν ο χρόνος του άρχιζε να σπαταλιέται από μία δραστηριότητα έπρεπε να αναζητήσει καταφύγιο σε κάτι άλλο. Ήταν το ίδιο με την jazz, την pop, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, την δημοσιογραφία ακόμα και την συγγραφή θεατρικών έργων στα τέλη της ζωής του".


Phalene (1973)






Το 1979 ο Moulin πήγε σε μία νέα μουσική κατεύθυνση, αρχίζοντας ένα ηλεκτρονικό τρίο, τους Telex, οι οποίοι είχαν ένα διεθνές χιτ με το "Moskow Diskow" και είχαν ακόμα και το Βέλγιο εκπροσωπήσει στην Eurovision το 1980 στην Χάγη (όπου η ειρωνική τους παρουσίαση ξάφνιασε το κοινό που τους κατάταξε στην προτελευταία θέση). Μετά ο Moulin επινόησε ένα νέο κόνσεπτ για το ραδιόφωνο, το Radio Cité, που μεταδόθηκε στα FM, μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο, χωρίς καμία διακοπή σχεδόν της μουσικής και αντανακλούσε την αναδυόμενη χορευτική μουσική σκηνή. Στα 80'ς ο Moulin δούλεψε επίσης ως παραγωγός δίσκων και δημοσιογράφος, κάνοντας συνεντεύξεις σε πολλούς γνωστούς του μουσικούς. Η αναγνωρισιμότητα των Placebo, στο μεταξύ, άρχισε να μεγαλώνει. "Υπήρχε πάντοτε ένα ενδιαφέρον προς τα βινύλια τους", λέει ο Debaisieux. "Bootlegs κυκλοφορούσαν για χρόνια και το 1996 ο Marc είπε στον εαυτό του, ΄Ίσως θα μπορούσα να τα κυκλοφορήσω ξανά!΄ Οι master tapes είχαν χαθεί (το σύνηθες πρόβλημα), έτσι ήταν απαραίτητη η χρήση ορίτζιναλ LP-βγάλαμε γρατζουνιές και θορύβους με διάφορα εργαλεία της εποχής". Το αποτέλεσμα ήταν η κυκλοφορία το 1999 ενός compilation από 15 κομμάτια με τίτλο Placebo Sessions 1971-1974, του οποίου το οπισθόφυλλο είχε την χιουμοριστική οδηγία: ΄Οι Placebo του Marc Moulin δεν πρέπει να συγχέονται με την σύγχρονη Αγγλική μπάντα με το ίδιο όνομα΄. 


Temse (1973)






Το 2006 εμφανίστηκε ένα δεύτερο compilation, αυτή τη φορά στην φημισμένη Blue Note, με τίτλο Placebo Years 1971-1974 (περιέχοντας λιγότερα κομμάτια από το προηγούμενο σετ, με πολύ μίξη). Δυστυχώς, ο Moulin υπέκυψε από καρκίνο του λάρυγγα τον Σεπτέμβριο του 2008, αλλά ελπίζουμε ότι το ακυκλοφόρητο 4ο άλμπουμ των Placebo τελικά θα δει το φως της ημέρας. Ο ενθουσιασμός για την καινοτόμα μουσική των Placebo παραμένει υψηλός, με τα ορίτζιναλ άλμπουμ τους να πωλούνται με τετραψήφια νούμερα. "Συχνά λαμβάνω μηνύματα από DJs στην Αμερική που είναι εντυπωσιασμένοι από τους Placebo", ολοκληρώνει ο Denis Moulin. "Ο πατέρας μου ήταν πάντα έκπληκτος για τον θόρυβο που προξενούσαν οι Placebo και είμαι σίγουρος ότι θα το έβρισκε θαυμάσιο αυτό στις μέρες μας".  




ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαβάστε/Ακούστε επίσης