Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Κυριακή 30 Ιουνίου 2019





OPO



Fine Dutch Folk




Έχουμε ξαναπεί ότι η Ολλανδία εκτός από την παραγωγή σπανίων ειδών τουλίπας φημίζεται και για την μουσική σκηνή της. Η μπάντα που έχουμε την χαρά να ακούμε παράγει πολύ πειστικά παραδοσιακή Αγγλική και Ιρλανδική folk. Ονομάζονταν OPO.

Sally Free and Easy (1975)




Η δεύτερη αναβίωση της folk που θέριεψε την δεκαετία του '60 έδωσε ζωή στην λεγόμενη contemporary folk. Και η εξέλιξη που ακολούθησε την ανάμιξή της με την rock, όπως ήταν φυσικό δεν συνέβη μονάχα στην Αγγλία και στην Αμερική. Όπως με τόσα άλλα γένη έτσι και με αυτό, δόθηκε έμπνευση σε μουσικούς άλλων χωρών να κινηθούν σε αυτό το χώρο σε τέτοιο σημείο που θα μπέρδευε κανείς τις χώρες που έπαιξαν παραδοσιακή Αγγλική folk. Ένα τέτοιο τρανταχτό παράδειγμα έχουμε αυτή την φορά.

Illusion and Reality (1975)




Όταν λέμε αναβίωση της folk εννοούμε το ανανεωμένο ενδιαφέρον για την παραδοσιακή αυτή μουσική. Η πρώτη τέτοια αναβίωση συνέβη στην Αγγλική folk περί το 1890 έως 1920. Ο όρος folk στις αρχές του 21ου αιώνα κατέληξε να σημαίνει τον χώρο που κινήθηκαν μουσικά ο Αμερικανός Bob Dylan ή ο Σκωτσέζος Donovan. Με την λογική αυτή ολοκληρώθηκε και μία διαδικασία κατά την οποία με τον όρο folk music δεν εννοείτο μόνο η παραδοσιακή folk.

Don Oiche Ud Im Beithil (1975)




Στην πραγματικότητα μικρότερες, παρόμοιες αναβιώσεις συνέβηκαν σε άλλες χώρες και σε άλλους χρόνους, όμως ο όρος folk δεν χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τυπικά την νέα μουσική που δημιουργήθηκε κατά την διάρκεια αυτών των αναβιώσεων. Αυτό το είδος της folk που φτιάχθηκε περιλαμβάνει αναμιγμένα γένη, όπως folk rock, folk metal κλπ. Η μπάντα που ακούμε παίζει ευήκοη folk Αγγλική και Ιρλανδική, χρησιμοποιώντας παραδοσιακά όργανα όπως Ιρλανδική άρπα, tin whistle, μαντολίνα και dulcimer, με ιδιαίτερη επιτυχία.

The Lowlands Of Holland (1975)




Ένα γκρουπ που συγκρίνεται με τους Tudor Lodge, καθώς γυναικεία και αντρικά φωνητικά αναμιγνύονται με μία καταπληκτική ονειρική αρμονία για να δώσουν ένα αποτέλεσμα που σε κάνουν να αναρωτιέσαι: Μα πώς είναι δυνατόν Ολλανδοί να ακούγονται σαν τους Fairport Convention και τους Pentangle;

Twilight (1977)





Ένα δεύτερο άλμπουμ ακολούθησε δύο χρόνια αργότερα. Το OPO 2 περιέχει παραδοσιακά folk τραγούδια, αλλά και κάποιες διασκευές όπως το Soho του Bert Jansch.

Soho (1977)




Μετά από αυτό το δεύτερο άλμπουμ η πολύ αξιόλογη αυτή μπάντα εξαφανίζεται, χωρίς να αφήσει ίχνη. Τα δύο υπέροχα άλμπουμ που κυκλοφόρησαν στην Stoof, θεωρούνταν πολύ σπάνια από τους συλλέκτες του είδους.

Morning Song (1977)




Πίσω σε εκείνη την μαγευτική εποχή των John Renbourn, Bert Jansch και Ashley Hutchings,  φτιάχθηκαν πράγματι τρομερά πράγματα, όσον αφορά στην folk και folk rock, όμως βλέπουμε ότι αργότερα τα ίδια ή και διαφορετικά θέματα ακούγονται εξίσου καλά. Ή να τολμήσω να πώ καλύτερα;

OPO

Οι OPO ήταν οι:
Evert Elderson (φωνητικά, ακουστική κιθάρα, μαντολίνο, dulcimer, harmonium),
Theo harrewijn (φωνητικά, κοντραμπάσο, Irish harp, φλάουτο),
Han Schaeffer (φωνητικά, ακουστική κιθάρα),
Lenneke de Vries (φωνητικά, φλάουτο, tin whistle)

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019




DANCER




Unknown Progressive Rock





Η περίπτωση της μπάντας που θα ασχοληθούμε μέσα από τις ελάχιστες πληροφορίες που διατίθενται, είναι αξιόλογη για την μουσικότητα που τους διακρίνει. Έπαιξαν για πολύ λίγο χρόνο πίσω στις αρχές της δεκαετίας του '70 με ένα στυλ που άνετα μπορεί να χαρακτηριστεί progressive rock.

Tales of the Riverbank (1972)



Διαλύθηκαν σχεδόν αμέσως μετά την ηχογράφηση του μοναδικού τους άλμπουμ που έμπνευση πήρε όπως τόσα άλλα από την ιστορία που μπορείτε να δείτε εδώ.
Οι Dancer ήταν μία μπάντα από το Isle of Wight που σχηματίστηκε αρχές του '70 και που μέσα στο lineup της είχε τον Anthony Minghella μετέπειτα βραβευμένο με όσκαρ σκηνοθέτη της ταινίας "O Άγγλος Ασθενής" (1996). Τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ ήταν οι Mike Jolliffe στα φωνητικά και κιθάρα, ο οποίος πριν ένα χρόνο έπαιζε στο folk γκρουπ Shide & AcornGerry Cahill στην κιθάρα και στο φλάουτο, Paul Athey στα ντραμς και Mike Cuffe στο μπάσο.

America Wood (1972)



Το 1972 τους ανακάλυψε ο πρώην μάνατζερ των Black Sabbath, Wilf Pine και κάτω από την καθοδήγηση του Tony McPhee (κιθαρίστας στους Groundhogs) κατάφεραν να ηχογραφήσουν 7 κομμάτια που έμελλε να κυκλοφορήσουν 30 χρόνια μετά την ηχογράφηση. O Tony McPhee παίζει το σόλο στο τέλος στο ομώνυμο κομμάτι. Το γκρουπ σύντομα μετά την ηχογράφηση αυτή διαλύθηκε και η πολύ ωραία μουσική που έπαιξαν κατέληξε στο ράφι.

Morning (1972)



Το 2000 όπως λέει ο μπασίστας Mike Cuffe, πληροφορήθηκε ότι βρέθηκαν στο σπίτι φίλου δύο κασσέτες με τίτλο "Dancer-Tales of the Riverbank - Olympia Studios". Ο ίδιος με μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να μετατρέψει το υλικό σε ψηφιακή μορφή. Επίσης ανακάλυψε ότι μέρος της μίας κασσέτας είχε ηχογραφηθεί εκ νέου από τον John Peel.

Mac's Cafe (1972)



Σκόπευε να μοιράσει το αποτέλεσμα που ακούμε μόνο στα μέλη του γκρουπ, αλλά η πολύ καλή και ιδιαίτερη δισκογραφική Kissing Spell πήρε το CD και το κυκλοφόρησε τo 2001 (ευτυχώς για τους λάτρεις του progressive rock).

Fairhill Affair (1972)



Το τραγούδι που ανοίγει το δίσκο και είναι μακροσκελές (11-λεπτο), ξεκινάει με ακουστική κιθάρα για να μπει το mellotron, το πιάνο και το φλάουτο, πριν η ηλεκτρική κιθάρα, τα ντραμς και τα φωνητικά δημιουργήσουν ένα χαλαρό μελωδικό πέρασμα. Το δε τραγούδι που κλείνει το άλμπουμ θα σας κάνει να πιστέψετε ότι πρόκειται για κάποιο χαμένο τρακ των Jethro Tull.

Mind the Houses (1972)



Το υπόλοιπο άλμπουμ μπορεί να χαρακτηριστεί ασσύμετρο, υπάρχουν πολλές ταμπέλες που θα μπορούσαν να μπουν κάτω από το στυλ που έπαιξε το γκρουπ, όμως τα λόγια είναι φτωχά για να περιγράψουν την ομορφιά που αναδύεται μέσα από αυτό το από λίγους ακουσμένο άλμπουμ.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 

Κυριακή 23 Ιουνίου 2019



JOY OF COOKING



Laid-Back West Coast Rock



Ήταν σπάνια η περίπτωση του γκρουπ που θα ασχοληθούμε σήμερα. Rock γκρουπ αποτελούμενο από δύο γυναίκες και τρεις άνδρες, με ηγέτιδες τις δύο γυναίκες, δεν ήταν κάτι που θα συναντούσε κάποιος εύκολα ακόμα και στις μέρες μας. Πόσο μάλλον όταν αυτές οι γυναίκες δεν τραγουδούσαν μόνο. Έχουμε λοιπόν την Toni να φέρνει το folk στοιχείο στην δουλειά τους (αν και μπορεί να μπει όποια ώρα θέλει στον όποιο ρυθμό), ενώ η Terry φέρνει την bluesy, jazzy πλευρά της, και τα αναμιγνύουν σε ένα τέλειο αποτέλεσμα. Ας τους ακούσουμε:


ALBUM BY ALBUM


Joy of Cooking (Capitol ST 661, με εσώφυλλο) 2/71



Αυτό είναι το ντεμπούτο άλμπουμ ενός μικρού γκρουπ που σήκωναν κύματα στην Δυτική Ακτή για λίγο καιρό. Προσγειωμένοι σε ένα blues / folk / rock στυλ πρόκειται για ένα χαριτωμένο άλμπουμ που κέρδισε την πεποίθηση των κριτικών ότι το γκρουπ είναι ταλαντούχο και διαθέτει μία δυναμική για εξέλιξη.

Down My Dream (1971)



H Terry Garthwaite και η Toni Brown κατέχουν την τραγουδοποιία σε αυτό το γκρουπ και μοιράζονται τα φωνητικά, τοποθετούμενες η μία απέναντι στην άλλη, για να πετύχουν έναν ήχο ανέμελης folk και γλυκιάς country-ίσως συνδυάζοντας τα καλύτερα στοιχεία αυτών των δύο γενών σε μία μουσική μοναδική και στηριζόμενη σε μερικούς άριστους στίχους...Κάτι υπάρχει για τον καθένα σε αυτό το ιδιαίτερα ευήκοο και με ποικιλία άλμπουμ...Τα χρόνια που έκαναν τοπικά συναυλίες με ελεύθερη είσοδο και εμφανιζόμενοι ως τρίτα-τέταρτα ονόματα ξεπληρώθηκαν και με το παραπάνω...

Dancing Couple (1971)



Έχουν μία παράξενη ενορχήστρωση-ρυθμική κιθάρα, μπάσο, keyboard, congas και ντραμς. Πιάνουν ένα ήρεμο bluesy κομμάτι και το "τεντώνουν" με κάποια σόλο και ντουέτα, φέρνοντάς το πάλι πίσω πριν ξεφύγει. Και δεν υπάρχουν stars. Η Terry Garthwaite τραγουδάει και χειρίζεται την ρυθμική κιθάρα, ενώ η Toni Brown την καλύπτει με αρμονίες και τραγουδάει lead σε πολλά κομμάτια, παίζοντας τόσο γλυκά και funky το πιάνο / όργανο, άλλοτε σαν σόλο και άλλοτε κάνοντας backing στην απίστευτη δουλειά του Ron Wilson με τα congas. Ακόμα και τα σόλο με τα ντραμς τους είναι ενδιαφέροντα!

Brownsville / Mockingbird (1971)



Τα κορίτσια των Joy of Cooking φαίνεται να έχουν αδικηθεί από το αντίθετο φύλο γενικά, αφημένες ξεκρέμαστες με μωρά να ταίσουν, πληγωμένες, μόνες και αποθαρρυμένες. Σκεπτόμενοι αυτό το υπό συζήτηση θέμα και την κοινοτοπία των τόνων στους οποίους ταίριαξαν τα απεγνωσμένα φωνητικά, καταφέρνουν να διατηρήσουν ένα χαρωπό, γεμάτο ενέργεια τόνο καθόλη την διάρκεια σαν να τραγουδούν για την μοίρα τους με αξιόλογο γούστο. Αξίζει να ακουστούν γι'αυτό, καθώς και για τον ευφυή χλευασμό με τον οποίο (όπως οι The Supremes) υποσκάπτουν την αυτολύπηση, με μειλίχιο τρόπο και πάντα εναρμονισμένες απέναντι σε περιποιημένες συνθέσεις.

Hush (1971)



Οι Joy of Cooking ήταν μία τρομερή μπάντα της οποίας η θέση στην ιστορία της rock έχει με κάποιο τρόπο αγνοηθεί τελείως. Τον καιρό που αυτό το άλμπουμ κυκλοφόρησε ήταν το μόνο γκρουπ της rock αποτελούμενο από γυναίκες και άντρες και με ηγέτες γυναίκες, έχοντας την Terry και την Toni να γράφουν τα τραγούδια και να παίζουν όργανα. Αν και είχαν συγκεκριμένες ρίζες στη folk οι Joy of Cooking ήταν απόλυτα rock 'n' roll μπάντα, απελευθερωμένοι με ένα πρωτόγνωρο τζαμ στο 7-λεπτο "Did You Go Downtown?". Αυτό το άλμπουμ είναι μελωδικό, είναι σκληρό, έχει πολλές διαθέσεις και χρώματα και αν και τα κομμάτια είναι μεγάλα, ποτέ δεν τα αισθάνεσαι να ξεφεύγουν από τον έλεγχο. Το παίξιμο στο πιάνο της Brown και οι δύο ντράμερ της μπάντας (ο ένας έπαιξε περισσότερο congas) δίνουν ένα σταθερό ρυθμό που κρατάει αυτά τα μεγάλα σε διάρκεια τραγούδια σε ευχάριστα grooves.

Toni & Terry


O μεσοαστικός φεμινισμός τους είναι μία αποκάλυψη σε ένα κόσμο ψευτο-κουλτουριάρικων στίχων. Οι Garthwaite και Brown δεν εμφανίζονται ως μέρος συγκεκριμένου πολιτικού κινήματος. Απλά στέκονται στο ύψος τους απέναντι σε τρομερές αντιξοότητες. Οι στίχοι για τα λυόμενα σπίτια και για την κακομεταχείριση από τους συζύγους έχουν μία δυναμική αυθεντικότητα και η προσοχή τους (ενισχυόμενη στο επόμενο άλμπουμ τους) στις περιβαλλοντικές ανησυχίες είναι χρόνια μπροστά. Μία μπάντα από τις καλύτερες της δεκαετίας του '70 που πρέπει να την μάθει όλος ο κόσμος που του αρέσει η rock μουσική.

Did You Go Downtown? (1971)



H κριτική φήμη των Joy of Cooking υπερείχε των πωλήσεων τους, κυρίως χάριν στους κριτικούς της εποχής που έμεναν άφωνοι στο θέαμα μίας μπάντας που ηγούνταν δύο θηλυκά (και οι δύο χαρισματικές ερμηνεύτριες, τραγουδοποιοί και παίχτριες). Πριν ακούσω την μουσική τους, θα φανταζόμουν πάντοτε ότι ήταν country-rock, αλλά (παρά την country χροιά στις φωνές τους) το "εμπόρευμά" τους ήταν χαλαρή rock της Δυτικής Ακτής. Όχι ψυχεδελικοί, αλλά πολύ στην χίπικη εποχή. Κανένα κομμάτι δεν είναι εξελιγμένο από τεχνολογικής πλευράς, αλλά η μπάντα πετυχαίνει να δημιουργήσει μερικά σχεδόν υπνωτικά grooves σε κομμάτια κοντά οκτώ λεπτών.


Closer To the Ground (Capitol SMAS-828) 10/71



Ακολουθώντας το ντεμπούτο άλμπουμ τους που "σιγόβρασε" στα Εθνικά pop charts, οι Joy of Cooking επέστρεψαν με το follow-up άλμπουμ τους που έδειξε ότι πράγματι το γκρουπ τα αναμιγνύει όλα μαζί. Εδώ το γκρουπ έχει εξελίξει ένα χαρακτηριστικό ήχο με συνεκτικούς ρυθμούς που συμπληρώνουν τα δυναμικά φωνητικά.

Closer to the Ground (1971)



Αν ο πρώτος δίσκος τους είχε ένα ελάττωμα, ήταν ότι σε μεγάλη έκταση το ίδιο groove διαχεόταν από κομμάτι σε κομμάτι. Εδώ στο δεύτερο άλμπουμ τους υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλία και έτσι έδειχνε ότι τα καλύτερα θα έρχονταν. Η Terry πάλι τραγουδάει στα περισσότερα τρακς και εδώ προσωπικά μου αρέσει περισσότερο από κάθε άλλο άλμπουμ.

Blues For a Friend (1971)



"Όπως πολλές άλλες σημαντικές θηλυκές παρουσίες του rock 'n' roll (The Pretenders, Patti Smith και Liz Phair), οι Joy of Cooking ποτέ δεν θα έκαναν ένα τόσο καλό άλμπουμ όσο το ντεμπούτο τους" έγραψε ένας κριτικός κάποτε. Πάντως το Closer To the Ground είναι πολύ καλό άλμπουμ. Το τζαμ με το πιάνο στο ομώνυμο κομμάτι είναι καυτό και μοναδικό και οι στίχοι κυριολεκτικά είναι πολύ ταιριαστοί όσο περίπου και στο ντεμπούτο τους, ιδιαίτερα καθώς, όπως ο τίτλος του άλμπουμ δείχνει, το γυρίζουν στις περιβαλλοντικές ευαισθησίες. Το πρόβλημα είναι ένα είδος κόπωσης. Η Garthwaite έγραψε μόνο δύο τραγούδια εδώ και η Brown δεν ήταν πράγματι ικανή να κρατήσει την υψηλή ποιότητα στο υπόλοιπο άλμπουμ. Ήταν οι καλύτερες όταν μοιράζονταν εξίσου τα πράγματα, ιδιαίτερα όταν η πιό ήπια soft folk πλευρά της Brown ζωντάνευε σημαντικά από τα blues-rock vibes της Garthwaite.

A Thousand Miles (1971)



Αυτό θεωρείται γενικά κατώτερο από το ντεμπούτο άλμπουμ τους, αλλά στην πραγματικότητα ίσως κάποιοι εκτιμήσουν περισσότερο τον πιό rock ήχο αυτού του άλμπουμ. Σε κάποιες στιγμές θυμίζει πιό hard σχήματα της Δυτικής Ακτής όπως οι Stoneground, αν και είναι πιό θηλυκοί στην αίσθηση και η περίφημη και περίτεχνη δουλειά στα keyboard προσθέτει μία εκπληκτική progressive αιχμή στο περισσότερο υλικό.

The War You Left (1971)



Castles (Capitol 11050, με εσώφυλλο) 3/72



Οι Joy of Cooking είναι ένα γκρουπ γεμάτο φρέσκες ιδέες και ηχηρότητα. Η Terry Garthwaite κατέχει μία από τις πιό διακριτικά αισθαντικές φωνές στην rock. Τα τραγούδια τους είναι ωραία ρυθμικά και βασικά απλά. Αν και η Garthwaite ήταν ακόμα μία φορά ικανή να προσφέρει μόνο δύο τραγούδια, το Castles ήταν μία βελτίωση σε σχέση με το προηγούμενο άλμπουμ. Παρουσιάζοντας ένα πολύ συνεπές σετ τραγουδιών και μερικά που ήταν πολύ αιχμαλωτιστικά, αν και προφανώς όχι αρκετά ώστε να δώσουν στο γκρουπ το άπιαστο χιτ. Κάποιες εμπλουτισμένες συνθέσεις (που περιλαμβάνουν περιστασιακά πνευστά) δεν προσθέτουν αλήθεια πολλά. Ο ήχος από το ντεμπούτο τους είναι μάλλον προτιμότερος.

Beginning Tomorrow (1972)



Αλλά το Castles είναι αρκετά καλό για να κάνει την επερχόμενη διάλυσή τους πράγματι άδικη. Ένα τέταρτο άλμπουμ ηχογραφείτο και δεν κυκλοφόρησε και τόσο η Brown όσο και η Garthwaite συνέχισαν για απογοητευτικές σόλο καριέρες. Παρόλα αυτά, τα τρία άλμπουμ των Joy of Cooking (και σε κάποια έκταση, δύο εντελώς διαφορετικά άλμπουμ από μία επανένωσή τους που ήρθαν αργότερα), είναι απόδειξη ότι ένα γκρουπ που ηγούνταν δύο γυναίκες μπορούσε να δώσει πολύ ποιοτική μουσική. Το τρίτο και τελευταίο άλμπουμ από το ορίτζιναλ lineup είναι μουσικά παρόμοιο με το προκάτοχό του και ακόμα μία φορά η άριστη μουσικότητά τους και η υψηλού επιπέδου τραγουδοποιία λάμπουν μέσα σε αυτό.




TONI BROWN & TERRY GARTHWAITE

Cross Country (Capitol 11137)1973




Η Terry Garthwaite και η Toni Browne έχουν αφήσει το ρυθμό της Δυτικής Ακτής (για αυτό το άλμπουμ τουλάχιστον) και έκαναν ένα country άλμπουμ στα στούντιο Cinderella στο Τennessee. Και η Toni έχει εμφανιστεί με δύο αξέχαστα κομμάτια στο αγαπημένο της θέμα, του πόσο φρικτή μπορεί να γίνει η ζωή μιάς γυναίκας με έναν άνδρα, στο "Hey Little Girl" και στο "I Don't Want to Live Here". Αυτό μπορεί να ακούγεται σαν καταθλιπτικό θέμα για να επιστρέψουν, αλλά η Toni έχει μία έφεση για μελωδίες και ένα τόνο ανθεκτικότητας που δίνει στα τραγούδια της μία ελκυστική αξιοπρέπεια. Υπάρχει μία χαλαρή, μη δομημένη αίσθηση σε αυτό το άλμπουμ, η οποία μερικές φορές έχει αντίκτυπο την περιπλάνηση στα τραγούδια. Είναι εκπληκτικό ότι ο ήχος παραμένει ίδιος, όπως στα προηγούμενα άλμπουμ τους, αν και οι μουσικοί είναι διαφορετικοί.

Midnight Blues (1973)



Αν και οι Joy of Cooking έχουν διαλυθεί οι ηγέτιδές τους ταξίδεψαν στο Nashville για να ηχογραφήσουν αυτό το άλμπουμ με άσσους της country, session μουσικούς. Είναι εντελώς διαφορετικό από τους Joy of Cooking, φανερά, αλλά δείχνει ότι είναι σε μεγάλη φόρμα και βγαίνει πιό rock παρά country. Το "Midnight Blues", είναι ένα από τα καλύτερά τους τραγούδια και δείχνουν αρκετή έμπνευση να το κάνουν ένα απολαυστικό άκουσμα, εξίσου καλό με αυτά του Closer To the Ground.

I Want to Be the One (1973)



Ηχογραφημένο ταυτόχρονα με το ακυκλοφόρητο τέταρτο άλμπουμ των Joy of Cooking, αυτό είναι πιό πολύ της Brown παρά της Garthwaite, μιάς και η Brown έχει γράψει σχεδόν τα πάντα. Όπως συμπεραίνουμε από τον τίτλο είναι περισσότερο country προσανατολισμένο, μα βιολιά και pedal steel κιθάρες να αντικαθιστούν το χαλαρό West Coast τζαμ. Παρόλα αυτά η τραγουδοποιία είναι εξίσου υψηλών στάνταρ και στα καλύτερά του ("I Want to Be the One" και "I've Made Up My Mind") ισάξιο με αυτά των Joy of Cooking.

I Don't Want Nobody ('Ceptin You) (1973)

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019



THE HOBBITS



Psychedelic Sunshine Pop




Οι The Hobbits ήταν το sunshine pop / folk-rock σχήμα του τραγουδιστή και τραγουδοποιού Jimmy Curtiss, ενός από τους σημαντικότερους της εποχής, που είχε δραστηριοποιηθεί στο χώρο νωρίτερα από την δεκαετία του '60. Γράφοντας το δικό του ορίτζιναλ υλικό, μετακινήθηκε στην ψυχεδέλεια και στην folk, όμως όσο κι αν αποτελούσε ένα cult ίνδαλμα, ποτέ δεν μπόρεσε να κάνει σημαντική εμπορική επιτυχία. Ας δούμε λίγο την δουλειά που έκαναν:


ALBUM BY ALBUM


Down to Middle Earth (Decca DL 74920) 10/67




Καλό υλικό που λάμπει, με ωραία παραγωγή και ενδιαφέροντα φωνητικά κάνουν αυτό το άλμπουμ ένα από αυτά που θα διασκεδάσετε να ακούσετε. Υπάρχει rock, ρυθμικό παίξιμο και slow υλικό όλο ορίτζιναλ και πολύ εμπορικό. Τα "Down to Middle Earth", "Break Away" και "Sunny Day Girl" το κάνουν ένα εξαιρετικά δυνατό ντεμπούτο άλμπουμ για τους The Hobbits.

Down to Middle Earth (1967)



Η μουσική στο πρώτο άλμπουμ των The Hobbits είναι straight rock με ελαφρά ενοχλητικούς στίχους και όχι ιδιαίτερα επαγγελματικές συνθέσεις ή ερμηνείες. Όμως οι The Hobbits είναι ένα καλό γκρουπ και το άλμπουμ αξίζει να ακουστεί.

Out of My Mind (1967)



Το πνευματικό τέκνο ενός Jimmy Curtiss, ο οποίος έκανε τρία άλμπουμ με τους The Hobbits, χρησιμοποιώντας διαφορετικούς μουσικούς κάθε φορά. Η ψυχεδελική τάση των καιρών είναι αναίσχυντη, αρχής γενομένης από το πολυτελώς σχεδιασμένο εξώφυλλο, αλλά σε αρκετή έκταση ο δίσκος τα καταφέρνει. Αν αγνοήσεις τον κυνισμό που βγάζει το άλμπουμ, αξίζει να ακουστεί και σχεδόν σίγουρα κάποια από τα τρακς θα βάλετε στην λίστα των αγαπημένων σας.

Sunny Day Girl (1967)



Ένα πρώτης τάξεως ψυχεδελικό pop LP με έμφαση (ασυνήθιστα) τόσο στην ψυχεδελική, όσο και στην pop πλευρά της εξίσωσης.

Treats (1967)



Το "Treats" με την fuzz κιθάρα είναι ίσως το καλύτερο που έχει ο δίσκος αυτός να προσφέρει, αλλά κάθε κομμάτι έχει ωραίο τόνο και δυνατή ενορχήστρωση.

The Hobbits


Men & Doors (The Hobbits Communicate) (Decca DL 5009 / 75009) 5/68



Οι The Hobbits αλήθεια κερδίζουν θέση σαν μέλη στην ιεραρχία της rock με το δεύτερο LP τους, ένα λυρικό και ευφυές άλμπουμ, σημαδεμένο με αδιάκοπη αρμονία και δυνατή παραγωγή. Τα "Men & Doors", "Let Me Make My Own Mistakes" και "Will You Be Ready For Tomorrow" ανάμεσα σε άλλα είναι νορμάλ δείγματα της ανάμιξης από το γκρουπ, της rock, της folk και της pop που όλες μαζί κάνουν ένα πακέτο από ενθυμητικούς τόνους που δεν πρέπει να χάσει κάποιος και έξυπνους στίχους που σηκώνουν τους The Hobbits στα charts.

Artificial Face (1968)



Γενικώς περιγραφόμενο ως "popsike" μέσα στα χρόνια, αυτό είναι το δεύτερο από τα τρία άλμπουμ που έκανε το γκρουπ, επικεντρωμένο στο θέμα του Tolkien. Λόγω θέματος θα έπρεπε να υπάρχουν τεράστιες ποσότητες ιδεών και εμπνεύσεων για να αντληθούν, αλλά οποιαδήποτε σύνδεση με τον Tolkien τελειώνει βασικά στην λέξη Hobbits.

Will You Be Ready For Tomorrow (1968)



Όποιος αναζητά συγχρονισμένα, επεξεργασμένα φωνητικά και τα υπόλοιπα μάλλον θα απογοητευτεί. Είναι κανονική pop, αν και το "Strawberry Children" και το ομώνυμο κομμάτι είναι λίγα βήματα εντός του ψυχεδελικού εδάφους. Καλά δομημένο με εξαιρετική παραγωγή και συνθέσεις. Όχι για όσους ψάχνουν κάτι πέραν της sunshine pop.

Men and Doors (1968)




Το δεύτερο LP τους είναι πολύ πιό ήπιο από το ντεμπούτο. Μπαλάντες και pop με πλούσιες φωνητικές αρμονίες, σαρωτικές ενορχηστρώσεις και μερικά ψυχεδελικά στοιχεία. Ενώ πρόκειται για ένα αξιόλογο άλμπουμ του είδους, δεν είναι μέρος του πρώτου, παρά κάποιες διακυμάνσεις (που περιλαμβάνουν τον οδυρμό της τραγουδίστριας στο μελοδραματικό "Feeling").

Strawberry Children (1968)




Highlight το ταξιδιάρικο "Strawberry Children" που κυριαρχούν σιτάρ και μπόνγκος.

The Hobbits



THE NEW HOBBITS

Back From Middle Earth (Perception PLP 10) 1970



Αυτό, το τρίτο άλμπουμ των Hobbits είναι τόσο σπάνιο που για χρόνια φήμες ήθελαν να μην υπάρχει. Πολύ κακό για κάποιους κριτικούς που οι φήμες δεν ήταν σωστές, επειδή σύμφωνα με την άποψή τους είναι βαρετό, "μην διατηρώντας έστω τις ήπιες ψυχεδελικές τάσεις που έκαναν τα προηγούμενα άλμπουμ τους ιδιαίτερα. Πρόκειται για αδιάφορη soft rock που γίνεται χειρότερη από κλαψιάρικες τάσεις και ένα σωρό γλυκές αρμονίες, κάποιες από τις οποίες είναι ευκρινώς εκτός τόνου".

Growin' Old (1969)



Πολύ λίγες κόπιες έχουν βγεί και φαίνεται ότι ποτέ δεν σχεδιάστηκε για να πουλήσει. Είναι ένα 24λεπτο σε διάρκεια άλμπουμ, στο οποίο δύο κομμάτια του λέγεται ότι είναι κλεμένα από ένα single του '68.

Love Can Set You Free (1969)



Το τρίτο και τελευταίο τους άλμπουμ (που για κάποιο λόγο κυκλοφόρησε με το όνομα του γκρουπ αλλαγμένο σε "The New Hobbits" είναι pop όπως και τα προηγούμενα.

Woman So Worried (1969)



Η πρωταρχική διαφορά είναι ότι είναι πολύ, πολύ σπάνιο άλμπουμ, πράγμα που μας κάνει να υποθέτουμε ότι αποσύρθηκε αμέσως μετά την κυκλοφορία του.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2019



SOPWITH CAMEL



Almost Psychedelic





Πριν από πολλά χρόνια στα τέλη του 1965, ο Peter Kraemer, που ήταν ο lead vocalist της μπάντας μας, ζούσε στο περίφημο Βικτωριανού ρυθμού επιβλητικό σπίτι στο Haight-Ashbury, στο υπόγειο του οποίου βρισκόταν μία αίθουσα χορού, όπου μαζεύονταν και έκαναν πρόβες οι Big Brother and the Holding Company. Στην ολάνθιστη εκείνη εποχή της αντικουλτούρας, ο καθείς ήθελε να μετέχει σε μιά μπάντα και ο Kraemer δεν ήταν η εξαίρεση. Μαζί με τον κιθαρίστα Terry MacNeil, έγραψαν κάποια τραγούδια και αφού πρόσθεσαν τον κιθαρίστα William Sievers, τον ντράμερ Norman Mayell και τον μπασίστα Martin Beard, έφτιαξαν το αεροπλανικό τους γκρουπ και άρχισαν να παίζουν στο θρυλικό Matrix, την πρώτη σκηνή στο Σαν Φρανσίσκο, που παρουσίαζαν την δουλειά τους όλα τα μεγάλα σχήματα της ψυχεδέλειας. Το Matrix, που ανήκε στον ιδρυτή των Jefferson Airplane.

Orange Peel (1973)




Sopwith Camel (Kama Sutra KLP / KLPS 8060) 8/67



Αν και αποκαλούνται γκρουπ του Σαν Φρανσίσκο, δεν είναι μέρος αυτού του άμορφου φαινομένου γνωστού ως "Sound of San Fransisco". Επέλεξαν να μην συμμετέχουν και δεν θα έπρεπε να κρίνονται ως τοπικό γκρουπ...Οι Sopwith Camel έρχονται από ένα παλαιότερο και πιό funky χώρο, από ότι συνήθως βλέπουμε σε ένα rock 'n' roll γκρουπ...Το "Cellophane Woman" είναι σαφώς ορίτζιναλ, χρησιμοποιώντας και blues μοτίβα και ηλεκτρονικά. Πολύ διαφορετικό από τα υπόλοιπα του άλμπουμ...Καθόλη την διάρκεια του σετ βρίσκεις περιστασιακά κομμάτια light αλλά καλόγουστης κιθάρας...Σαν σύνολο ο δίσκος δεν είναι ακριβώς εύκολο να κατηγοριοποιηθεί, αλλά ήταν μία καλή αρχή. Οι τόνοι είναι όλοι ορίτζιναλ, μεγάλο τμήμα από την ενορχήστρωση αν δεν πούμε ότι πρόκειται περί βιρτουόζων μουσικών, είναι φρέσκοι και η παραγωγή και σύνθεση είναι ακριβείς και funky.

Hello, Hello (1967)



Το γκρουπ ειδικεύεται σε ένα είδος αναβίωσης του στυλ του Rudy Vallee (1920). Σε μερικά τρακς αλήθεια, ακούγονται σαν τους Bing Crosby & The Rythm Boys να τραγουδούν με συνοδεία rock μπάντας. Προτιμώ τις άλλες πλευρές του στυλ τους (το "Cellophane Woman" είναι ένα καλό παράδειγμα), αλλά φανερά έχουν βρει ένα επιτυχημένο εμπορικό τέχνασμα και ποιός μπορεί να τους κατηγορήσει επειδή το εκμεταλεύονται στο έπακρον; Αν έχεις πιάσει τον εαυτό σου να έχει δύσκολες στιγμές βαδίζοντας στη λεωφόρο της rock μουσικής και αισθάνεσαι ότι ακόμα κρύβεις σε κάποιες βαθύτερες εσοχές της ψυχής σου για την rock, ό,τι αισθανόταν ο μεγάλος Gatsby για την Daisy, τότε οι Sopwith Camel είναι ένα γκρουπ για σένα.

Cellophane Woman (1967)



Είναι περισσότερο ταλαντούχοι και ευέλικτοι από ότι τα single τους είχαν δείξει. Στο πρώτο τους άλμπουμ επιδεικνύουν τα διάσημα, γραφικά παλαιομοδίτικα φωνητικά τους στο "Hello Hello", το "Little Orphan Annie", το "Things That I Could Do With You" και το "Postcard From Jamaica". Αλλά πολλά αυτιά θα μείνουν έκπληκτα με το πόσο όμορφα ροκάρουν, όπως μαρτυρούν τα "Frantic Desolation" και "Cellophane Woman". Επίσης παρουσιάζουν ένα όμορφο μπαρόκ τόνο στο "Maybe In a Dream", τραγουδούν Barbershop αρμονίες (κάτι σαν ακαπέλα) στο "Walk In the Park" και μας πάνε στο "The Great Morpheum". Ολόκληρο το άλμπουμ είναι μία ευχαρίστηση και συνιστάται σαν το outsider του 1968.

Maybe In a Dream (1967)



Στο μπροστινό μέρος του άλμπουμ υπάρχει ένα αυτοκόλλητο που γράφει: "θυμήσου το Hello, Hello". Ακούστε με, αν το ακούσετε μιά φορά δεν είναι εύκολο να ξεχαστεί. Γιατί όμως υπενθύμιζε στο εμπορικό κοινό ότι μέσα υπήρχε το νο26 των top40 χιτ; Δεν ήταν εμπορικοί οι λόγοι. Είναι αδύνατον ακόμα και στις μέρες μας ένας Αμερικανός λάτρης των 60'ς να έχει ξεχάσει το συγκεκριμένο κομμάτι. Μιλάμε ήταν το πρώτο-πρώτο κομμάτι από την ψυχεδελική σκηνή του Σαν Φρανσίσκο και από κάθε άλλο μεγάλο σχήμα, που μπήκε στα top40. Απλά διότι την περίοδο που βγήκε ο δίσκος βρήκε το γκρουπ να έχει διαλυθεί. Με μία φωνή με απειλητική χροιά, ξεπερνώντας κατά πολύ ό,τι ο Peter Lorre ήταν ικανός να κάνει, ο lead singer (απροσδιόριστος) προσφέρει το αντικείμενο του ενδιαφέροντός του, μία φέτα μανταρίνι και υπόσχεται ότι "will never treat you mean". Σχεδόν τόσο παράξενο είναι το "Little Orphan Annie", το απόκοσμο έπος της Annie και της σκυλίτσας της Sandy που ταξιδεύουν γύρω στην εξοχή σε κοντέινερ, ενώ η Sandy μασουλάει κόκκαλα.

The Great Morpheum / Postcard From Jamaica (1967)



Μία υπενθύμιση ότι δεν ειδικεύονταν όλες οι μπάντες του Σαν Φρανσίσκο εκείνης της εποχής στην ψυχεδέλεια. Αυτό το κουιντέτο έπαιξε σε κάθε μεγάλη σκηνή στην πόλη, μοιράστηκε τις σκηνές με όλα τα μεγάλα σχήματα της περιόδου και υπήρξε ένα από τα πρώτα που υπέγραψαν συμβόλαιο και το πρώτο που είχε ένα χιτ single-αλλά το ντεμπούτο τους εμφανίστηκε σαν μία προσπάθεια να μιμηθούν την επιτυχία των ομόσταυλων The Lovin' Spoonful. Έτσι είναι εν μέρει επιτυχημένοι με τόσα νέου τύπου κομμάτια (το νο 26 χιτ "Hello, Hello", το "Little Orphan Annie", το "Walk in the Park" κλπ).

Frantic Desolation (1967)



Για πολλούς το καλύτερο κομμάτι είναι το συγκρατημένο rock θέμα "Frantic Desolation", στο οποίο ο κιθαρίστας Terry MacNeil απελευθερώνεται λιγάκι, αν και τα με ψυχεδελική χροιά "Maybe in a Dream" και "Cellophane Woman" και το μελωδικό "Postcard From Jamaica" είναι επίσης καλά. Ο ντράμερ τους Norman Mayell πήγε στους Blue Cheer το 1970 και επίσης έπαιξε στο "Spirit in the Sky" του Norman Greenbaum.

Sopwith Camel



The Miraculous Hump Returns From the Moon (Reprise MS 2108) 9/73



Έξι χρόνια μετά, οι Sopwith Camel για σύντομο χρονικό διάστημα επανενώθηκαν (χωρίς τον κιθαρίστα William Sievers ή Truckaway) για να κάνουν ακόμα ένα άλμπουμ με τον παλιό τους παραγωγό Erik Jacobsen. Το αποτέλεσμα είναι αγνώριστο σε σχέση με το ντεμπούτο τους, με ένα μειωμένο στοιχείο καινοτομίας αλλά με δυνατότερη ταυτότητα.

Dancin' Wizard (1973)



Το άλμπουμ είναι σε ένα αέρινο Καλιφορνέζικο στυλ, των αρχών του '70, με πολύ σαξόφωνο και ηλεκτρικό πιάνο, αλλά καμία country επιρροή, όπως ας πούμε οι Eagles ή οι Poco.

Fazon (1973)



Καλύτερα τρακς το κυματιστό, φευγάτο κομμάτι που ανοίγει "Fazon" και το χαριτωμένο με νύξη σιτάρ "Dancin' Wizard".

Sleazy Street (1973)



Αν και μερικά τραγούδια είναι αρκετά πιό αδύναμα, μεγάλο μέρος του σετ ασκεί μία νωθρή γοητεία. Οι Sopwith Camel ίσως "κάηκαν" νωρίς εξαιτίας του top40 χιτ τους, όταν ακόμη έψαχναν να βρούν τον εαυτό τους. Θα μου πείτε βέβαια και οι Beau Brummels έκαναν χιτ νωρίς. Ναι μεν, αλλά οι Beau Brummels ήταν ένα pop γκρουπ με λαμπερή εμφάνιση, δεν ντύνονταν σαν χίπυς. Πιο σίγουρα, η δημοφιλία τους λόγω του "Hello, Hello" δεν στάθηκε δυνατόν να τους κάνει όσο δημοφιλείς ήταν οι υπόλοιπες μπάντες του Σαν Φρανσίσκο, αν και υπήρξαν από τις πρώτες. Ήταν επειδή επέλεξαν να μην αποτελέσουν μέρος της καθαρά ψυχεδελικής σκηνής.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ


Σάββατο 15 Ιουνίου 2019




BEACON STREET UNION 



Psychedelic Unknowns




Τη δεκαετία του ΄60, τη δεκαετία των μεγάλων μουσικών πειραματισμών, σε όλο το Δυτικό κόσμο, συντελούνταν μια κοσμογένεση σε ό,τι αφορούσε τα μουσικά πράγματα. Χιλιάδες μικρά και μεγάλα συγκροτήματα γεννιόταν ή “έσβηναν” καθημερινά, αφήνοντας, για λίγο ή πολύ, το στίγμα τους. Ειδικά στην Αμερική, ως πιο αχανής χώρα με πολλές “κλειστές” κοινωνίες, κάθε πόλη και περιοχή “έχτιζε” τον δικό της ήχο και είχε το δικό της μουσικό προσανατολισμό. Έτσι για παράδειγμα είχαμε τον ήχο της East Coast, του Texas ή τον περίφημο San Francisco Sound. Από αυτό δεν θα μπορούσε να λείψει και η περιοχή της Βοστώνης.
       Εκεί λοιπόν, στο δεύτερο μισό των ΄60ς, δημιουργείται ο λεγόμενος Bosstown Sound ή αλλιώς Boston Sound. Επρόκειτο βασικά για μια στρατηγική προώθησης underground μουσικών καλλιτεχνών και συγκροτημάτων από αυτή την πόλη. Η ιδέα άνηκε στον ανεξάρτητο παραγωγό Alan Lorber, με την φιλοδοξία του να μπορέσει να ανταγωνιστεί τον δημοφιλή – για εκείνη την εποχή – “Sound of San Francisco”. Πατώντας πάνω στην ψυχεδέλεια και το acid rock, κατάφερε τελικά να προσελκύσει μεγάλο μέρος της τοπικής νεολαίας, με μπάντες όπως οι Ultimate Spinach, οι Chameleon Church, οι Phluph και οι Orpheus. Σε αυτό όμως το άρθρο θα ασχοληθούμε με ένα άλλο γκρουπ, αρκετά σημαντικό κι αξιόλογο της εποχής εκείνης. Τους Beacon Street Union (BSU).


Beautiful Delilah (1968)



Παρακάτω θα δούμε την πορεία τους, τα singles και τα albums που κυκλοφόρησαν. Επίσης θα μάθουμε από πρώτο χέρι αρκετές ιστορίες για αυτούς, μέσα από μία συνέντευξη του ντράμερ της μπάντας, Dick Weisberg.
      Η μπάντα βασικά ‘στήθηκε’ από τον κιμπορντίστα Bob (Rhodes) Rosenblatt, το καλοκαίρι του 1966. Επιστράτευσε δύο φίλους του από το κολλέγιο, τους Wayne Ulaky (μπάσο) και John Lincoln Wright (φωνητικά). Επίσης πήρε μαζί του τους παλιούς τους φίλους Paul Tartachny (κιθάρα) και Dick Weisberg (ντραμς). “Εγώ, ο Bob και ο Paul πηγαίναμε μαζί στο Γυμνάσιο του Malden”, λέει σε συνέντευξή του ο Dick Weisberg. “To Malden είναι μια πόλη περίπου 9 μίλια βόρεια της Βοστώνης. Ο John καταγόταν από το Sanford – Maine ενώ ο Wayne από το Salem του New Hampshire. ‘Ολοι όμως είχαμε ως έδρα τη Βοστώνη”. “O Bob ήταν αυτός που μας ένωσε όλους. Είχε μεγάλο όραμα για την μπάντα μας. Όλοι φυσικά παίζαμε προτύτερα σε μικρές μπάντες, αλλά όχι τόσο στα σοβαρά όσο είχε οραματιστεί ο Bob. Είχε θέσει τον πήχυ αρκετά ψηλά”. Η μουσική τους στην αρχή περιοριζόταν σε διασκευές γνωστών επιτυχιών. Όμως η κοινή τους αγάπη: τα blues. Οι επιρροές τους πολλές. Αρχικά οι Yardbirds με το άλμπουμ τους Little Games. Όπως και οι τοπικοί hard rock ήρωες The Remains, αλλά και οι “γείτονες” (από την Ν. Υόρκη) The Blues Project. Χωρίς να ξεχνούν φυσικά τα στάνταρντς των Kinks, των Beatles και των Stones. Μεγάλο ρόλο επίσης έπαιξαν και οι υπνωτικοί ρυθμοί των Velvet Underground και σίγουρα όλοι οι πειραματισμοί της εποχής με την ψυχεδέλεια.

Blue Avenue (1968)



      Ακόμη και το όνομα του γκρουπ έχει να κάνει με τον τόπο τους. “Θέλαμε ένα όνομα που να αντιπροσωπεύει την Βοστώνη αλλά και αυτό που ήμασταν”, θυμάται ο Dick. “Beacon Street ονομάζεται μια μεγάλη οδός στην πόλη αυτή. Επίσης μας άρεσε το ‘Union’ με τη διπλή του σημασία: της δυνατής φιλίας αλλά και κέντρο δράσης του τοπικού κολλεγίου. Τέσσερις από εμάς ήμασταν φοιτητές στη Βοστώνη εκείνη την εποχή, οπότε το όνομα μας φάνηκε πολύ …δίκαιο”.

Green Destroys the Gold (1968)


       Οι πρώτες τους παραστάσεις γινόταν σε μπαράκια της Βοστώνης. Όμως, το κοινό των μπαρ επιδείκνυε πολύ μικρή ανοχή για τους μουσικούς πειραματισμούς που έκανε η μπάντα. Έτσι, με τον καιρό, άρχισαν να βρίσκουν πιο ενθουσιώδες το κοινό στα καμπ των κολλεγίων.  Έπαιζαν επίσης και σε ολοένα και μεγαλύτερες αίθουσες και κλαμπ. Άνοιγαν τώρα συναυλίες των Buffalo Springfield, των Blues Project και του Jerry Lee Lewis. Ήταν αυτοί που προσλήφθηκαν ως  ‘backing  band’  του Chuck Berry αλλά και του Screaming Jay Hawkins, όταν κάποτε αυτοί προσκλήθηκαν στην πόλη τους. Έχοντας γίνει γνωστοί ως οι τοπικοί μύστες της ψυχεδελικής και πειραματικής σκηνής, βρήκαν μάλιστα μόνιμο ‘κατάλυμα’ στο ‘Boston Tea Party’, στην πρώτη ψυχεδελική αίθουσα χορού της πόλης, όπως τροποποιήθηκε μια εγκαταλελλημένη συναγωγή στην οδό East Berkeley. Ένα θρυλικό κλαμπ, απ΄όπου πέρασαν πολλά μεγάλα αστέρια της εποχής, τοπικά και μη.
        Με τον καιρό η μπάντα άρχισε να μην παίζει μόνο διασκευές κι άρχισε να πειραματίζεται με δικό της υλικό. “Ο Wayne ήταν ο πρώτος που έφερε για πρόβα ένα δικό του κομμάτι. Νομίζω ήταν το ‘Green Destroys The Gold’. Ήταν πολύ υπερήφανος για αυτό ”, μας λέει ο Weisberg. “Και φυσικά όλοι μας ενθουσιαστήκαμε. Ήταν μια καλή αρχή για να δείξουμε ποιοί πραγματικά ήμαστε. Είχαμε τώρα μια ευκαιρία να αποδείξουμε μόνοι μας τι αξίζουμε. Έτσι και στα live μας βγαίναμε με άλλον αέρα. Αυτό μας διαφοροποιούσε πλέον από άλλα γκρουπάκια που έπιαζαν μόνο διασκευές. (…) Ο Wayne ήταν αυτός που έγραφε αρχικά τα περισσότερα τραγούδια, όπως πχ. και το ‘My Love Is’. Οι υπόλοιποι ανταποκρινόμασταν αμέσως με εξαιρετικά ομαδικό πνεύμα. Πολλές φορές είχαμε κι εμείς κάποιες ιδέες και γενικά ο καθένας μας συνέσφερε με όποιον τρόπο μπορούσε. Με μια ιδέα, με ένα riff, με ένα ρυθμικό παίξιμο. Με τον καιρό άρχισε να βοηθά στους στίχους και ο John”, ήταν τα λόγια του Dick.

My Love Is (1968)


       Tον Ιούνιο του 1967 η μπάντα αποφασίζει να ανοίξει τα φτερά της, σκεπτόμενη πλέον επαγγελματικά. Μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, όπου το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να βρει μέρη να παίξει ώστε να γίνει γνωστή. Έτσι παίζει σε clubs όπως τα ‘The Bitter End’, ‘Café Wha’ και ‘The Scene’. Στο τελευταίο μάλιστα, μετά από πέντε εβδομάδες συνεχών παραστάσεων, συναντούν τον ανεξάρτητο παραγωγό κι ατζέντη Wes Farrell, ο οποίος δείχνει εντονότατο ενδιαφέρον για τη μουσική τους. Έτσι τα μέλη της σύντομα βρίσκονται σε στούντιο, δουλεύοντας πάνω σε υλικό που θα προοριζόταν για το πρώτο τους άλμπουμ. Ο Farrell είχε ήδη συμφωνήσει για την μπάντα με την ‘MGM Records’ και τους έβαλε να υπογράψουν, δελεάζοντάς τους με το ντεμπούτο άλμπουμ τους. Δεν ήξεραν όμως ότι η MGM θα τους “έκανε πακέτο” με δύο άλλα βοστωνέζικα γκρουπ, τους Orpheus και τους Ultimate Spinach. Και τα δύο αυτά βρισκόταν κάτω από τον παραγωγό-ατζέντη Alan Lorber. “Δεν  είχαμε ιδέα”, έλεγε ο Dick. “Νομίζαμε ότι θα πορευόμασταν ή θα διαφημιζόμασταν ως ανεξάρτητη μπάντα. Όταν καταλάβαμε τι έγινε, ήταν αργά. Δεν ήμασταν καθόλου χαρούμενοι για αυτό”.

Sportin' Life (1968)


       Άρχισαν λοιπόν να ηχογραφούν αρχικά στα Mirasound Studios και κατόπιν στα Mayfair Studios της Ν. Υόρκης. Ο Weisberg θα πει αργότερα: “Ο Farrell ήταν ο παραγωγός μας κι είχε τον απόλυτο έλεγχο. Εμείς τότε δεν είχαμε ιδέα για τις διαδικασίες της παραγωγής και της ηχογράφησης. Ενώ είχαμε συνηθίσει να ήμαστε μια live μπάντα, εντούτοις αναγκαζόμασταν να ηχογραφούμε ένας ένας με το όργανό του. Η αλήθεια είναι ότι το τελικό αποτέλεσμα, ο παραγόμενος ήχος, δεν μας ενθουσίασε. Το αντίθετο μάλιστα”. Παρόλα αυτά, τον Γενάρη του 1968 κυκλοφορεί το πολυαναμενόμενο ντεμπούτο άλμπουμ τους, το The Eyes of the Beacon Street Union. (Σημείωση: ακριβώς μόλις πριν το πρώτο άλμπουμ των Ultimate Spinach). Κι ως μέλος του “Bosstown Sound” και της προώθησης που είχε από την MGM, η μπάντα τουλάχιστον απολαμβάνει μεγάλη διαφήμιση και δημοτικότητα, σε εθνικό πλέον δίκτυο. Αρκετά τοπικά περιοδικά της εποχής κάνουν στο άλμπουμ διθυραμβικές κριτικές. Παίζει σε πολλά ραδιόφωνα σε αρκετές πολιτείες: Cleveland, Philadelphia, Washington, Miami και Detroit – ειρωνικά, όχι τόσο στην Βοστώνη. Μια σειρά παραστάσεων, σε διάφορα μέρη, αρχίζουν να λαμβάνουν χώρα. Σε όλη τη Βόρεια Αμερική μέχρι και τον Καναδά, παράλληλα με εμφανίσεις στην τηλεόραση. “Στα πλαίσια της υποστήριξης του άλμπουμ η MGM μας πήγε παντού”, λέει ο Dick.  Πρώτη μας στάση ήταν το Detroit, όπου παίξαμε μαζί με τους MC5. Επίσης πήγαμε στο Chicago, στο Miami, στο  Los Angeles, στο Seattle, στο Vancouver και στην Washington, όπου ‘ανοίξαμε’ για τους Who. Τελικά επιστρέψαμε στη Νέα Υόρκη και στο ‘The Scene’ του Steve Paul, εκεί που μας βρήκε ο Farrell”.

Mystic Mourning (1968)


       Εμπορικά, το άλμπουμ πήγε σχετικά καλά, με ικανοποιητικές πωλήσεις. Έφτασε μέχρι το Νο. 75, την άνοιξη του ΄68. Μουσικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν μία μίξη από hard rock με blues/jazz στοιχεία και αρκετή ψυχεδέλεια. Η πιο “κακή” κριτική θα έρθει από το περιοδικό “Rolling Stone”: “Στο άλμπουμ οι περισσότερες αρετές του γκρουπ έχουν χαθεί και μας δίνεται μερικό πολύ αδέξιο υλικό, που από ερμηνεία και παραγωγή είναι πολύ φτωχό” (6/4/1968).  Κατά τα άλλα, για τον ακροατή, νομίζω ότι ο ήχος τους μπορεί και ενθουσιάζει. Τα κομμάτια είναι αρκετά αξιόλογα και το καθένα έχει την δική του ‘προσωπικότητα’. Έτσι στο γλυκόπικρο "My Love Is", αν και αρχίζει με όμορφη, τέλεια αρμονία, μετά τα τύμπανα τινάζονται μπρος-πίσω ανάμεσα στα ηχεία για να γαργαλήσουν το αφτί του ακροατή. Το "Beautiful Delilah" αρχίζει με φωνητικά στο αριστερό ηχείο, μετά το γυρίζει στο δεξί, ενώ ο ρυθμός και το πιάνο εξοστρακίζονται δεξιά και αριστερά. Θυμίζει έντονα Chuck Berry με τόνους των Kinks. Το "Sportin' Life" παρουσιάζει μία αργή, σκοτεινή κιθάρα, είναι ένας bluesy ήχος που μετακινείται από δεξιά στα αριστερά και πίσω πάλι. Γενικά παίζουν πολύ με τα δίδυμα στέρεο ηχεία και ο ήχος τους είναι πολύ φρέσκος (ίσως ο πιό φρέσκος από την στιγμή που οι Hendrix Experience και οι Cream έφεραν τον ήχο του τρίο σε ακρόαση), δείχνοντας μερικές επιρροές. Το "Mystic Mourning" ξεκινά με ένα σόλο μπάσο αλά Jefferson Airplane. Ίσως όμως σε κάποιους να θυμίζει και τους The 13th Floor Elevators. Το "Green…" είναι ένα γρήγορο, hard rock θέμα που δείχνει ότι ο νέος ήχος έχει τις ρίζες του στα παλιά. Το "Sportin' Life" είναι ένα slow, hard blues, που έχει αληθινές σχέσεις στο background του με την folk. Φτάνει στο απόγειό του με το "South End Incident”. Προσωπικά όμως θεωρώ καλύτερο κομμάτι του δίσκου το υποβολιμαίο και υπνωτικό "The Prophet".

The Prophet (1968)


      Τον Απρίλη της ίδιας χρονιάς οι BSU κυκλοφορούν σε single μία διασκευή του “Blue Suede Shoes”, του Carl Perkins. Σε δυναμικό κι ωμό rock ‘n’ roll στιλ. Εδώ δείχνουν καθαρά το πώς θα μπορούσε να είναι πραγματικά ο ήχος τους, αφού αυτή τη φορά ο Wes Farrell τους άφησε να δημιουργήσουν μόνοι τους, χωρίς τα δικά του “κόλπα”.

Blue Suede Shoes (1968) 




      Μετά την επιστροφή, από τα συνεχόμενα live, στην Νέα Υόρκη, η μπάντα αναγκάζεται, κατά κάποιο τρόπο, να μπει ξανά στο στούντιο Record Plant στο Manhattan, για να ηχογραφήσει άρον άρον το δεύτερο άλμπουμ της. Χωρίς καθόλου ξεκούραση αρχίζουν την δουλειά, αυτή τη φορά με μηχανικό ήχου τον Eddie Kramer. Λόγω έλλειψης επαρκούς υλικού, από τη μια η μπάντα προσπαθεί να ‘στήσει’ γρήγορα μικρής διάρκειας τραγουδάκια, με μια session αισθητική. Από την άλλη ο Farrell, έχοντας αποτύχει το αρχικό του σχέδιο για ένα concept album, καταφεύγει σε παλαιότερο ηχογραφημένο υλικό του γκρουπ. Ένα τέτοιο ήταν και η εκτέλεση της – πριν 4 ετών – επιτυχίας των Them, “Baby, Please Dont Go”. Εδώ η μπάντα δείχνει τα δόντια της και δίνει ένα στίγμα του τι ενέργεια μπορεί να βγάλει πάνω στη σκηνή.

Baby, Please Don’t Go (1968)


      Με τίτλο The Clown Died in Marvin Gardens κυκλοφορεί τον Αύγουστο του ΄68 και το δεύτερο άλμπουμ της μπάντας. Οι BSU που έκαναν καλή είσοδο στα chart με το ντεμπούτο τους, έχουν εδώ ένα ακόμη καλύτερο. O ήχος σύγχρονος για την εποχή του, όπως μαρτυρά και το αρχικό, ομώνυμο κομμάτι με έντονο jazzy στυλ. Ξεχωρίζουν στον δίσκο, εκτός από το 16λεπτο “Baby, Please Dont Go”, δύο ορχηστρικά κομμάτια: Το  "Clown's Overture" και η δραματική μπαλάντα, σχετικά με την απώλεια της παιδικής ηλικίας, το "Angus of Aberdeen". Πιο ενδιαφέρον, ίσως, το απολύτως εξωγήινο "May I Light Your Cigarette?". Ένας μονόλογος, αλά Morrison, του Wright, που όμως δεν βγάζει πουθενά.

The Clown Died in Marvin Gardens (1968)


       Ας σημειωθεί εδώ  μία extra λεπτομέρεια, όσον αφορά το εξώφυλλο του δίσκου: Ο “Clown” που είναι στη φωτογραφία είναι ο ίδιος που χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες του άλμπουμ  ‘Strange Days’ των Doors, από τον φωτογράφο Joel Brodsky.

The Clown's Overture (1968)


        Το 1969, με ακόμη ένα άλμπουμ στα σκαριά, οι BSU ετοιμάζονται να ξαναμπούνε στο στούντιο. Αυτή τη φορά είναι αποφασισμένοι να επιστρέψουν στις ‘ρίζες’ τους, καθώς πάντα νιώθουν ότι είναι μια live ροκ μπάντα. Το υλικό τους έτοιμο, λιτό κι απέριττο. Μία πρώτη ηχογράφηση που τολμούν, το “ Kickin’ It Back To You”, σύνθεση των Wright/Rhodes/Ulaky, αποτελεί και την τελευταία τους ως Beacon Street Union. Και αυτό για τον εξής λόγο: Θέλοντας να κρατήσουν αποστάσεις από το πατρονάρισμα “Bosstown” και να προσπαθήσουν να αποστασιοποιηθούν από τον επιβαλλόμενο ήχο, τα μέλη του γκρουπ αποφάσισαν να “αλλάξουν ταυτότητα”, να αναγεννηθούν δηλαδή, αρχίζοντας από την αλλάγή του ονόματός τους. Έτσι διαλύονται ως Beacon Street Union και ξαναδημιουργούνται αυτή τη φορά ως Eagle ! Κι αυτή δεν ήταν η μοναδική αλλαγή. Την άνοιξη του ΄69, ο Bob “Rhodes” Rosenblatt αποφασίζει να γυρίσει στο κολλέγιο και να τελειώσει τη Νομική. Ο Paul Tartachny επίσης έφυγε κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων. Μια κίνηση που έκανε τον Wayne Ulaky να έρθει στις κιθάρες και να προσλάβει ως νέο μπασίστα τον Άγγλο Bobby Hastings. Με αυτό το line-up και με καινούριο όνομα οι Eagle γίνονται πλέον αυτό που πάντα ήθελαν να είναι: Μια μπάντα με καθαρόαιμο ροκ ήχο που θα αποφεύγει πια τις ‘περίεργες’ ενορχηστρώσεις και τα εφέ στο στούντιο, που τους επέβαλλε ο Farrell στα προηγούμενά τους άλμπουμ.

Eagle - Kickin’ It Back To You (1970)



       Ακολουθούν αρκετές συναυλίες ώστε να γίνουν αποδεκτοί με το νέο τους όνομα. Σε μία από αυτές, τον Αύγουστο του 1970, οι Eagle ανοίγουν την συναυλία της Janis Joplin, στο Harvard. Έμελλε να ήταν και η τελευταία εμφάνισή της, πριν τον θάνατό της, τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς.   Εντωμεταξύ είχε ήδη κυκλοφορήσει και το νέο τους άλμπουμ, το πρώτο  και το τελευταίο, υπό το όνομα Eagle. To Come Under Nancy's Tent. Εδώ παρουσιάζονται αρκετά απελευθερωμένοι από το προηγούμενο όνομα και τις συνοδευτικές υποχρεώσεις στον Bosstown ήχο, δηλαδή την ανάγκη να ακούγονται σαν ψυχεδελική μπάντα της Δυτικής Ακτής. Έγιναν η rock 'n' roll μπάντα που πάντα ήταν και δημιούργησαν όχι μόνο το καλύτερο άλμπουμ τους αλλά πιθανώς το καλύτερο άλμπουμ της Βοστώνης εκείνη την περίοδο. Αυτό είναι μία φυσική προέκταση του garage rock σε απλό και απέρριτο rock 'n' roll. Ακούγεται σαν 50ς, 60ς και 70ς χωρίς να είναι δήθεν.

City Girl (1970)


       Μουσικά το άλμπουμ αποτελεί αληθινά μια αξιολογότατη προσπάθεια. Τα τραγούδια έχουν επιτέλους έναν καθαρό στόχο, χωρίς τα απαραίτητα – όπως συνέβαινε παλαιότερα – ψυχεδελικά τελειώματα. Υπάρχει μία νύξη των τοπικών θρύλων (όπως των The Remains), αλλά αυτό ροκάρει πιο… hard. Από το "Pack Up", εμπνευσμένο από τον Bo Diddley (που περιλαμβάνει wah-wah, υστερικά φωνητικά και τρελό παίξιμο μπάσο), στο με πνευστά απομίμηση των 50ς "Dance On Little Beauty", στο "Snake in the Grass" και επιπλέον συμπεριλαμβανομένων δύο folky rock τραγουδιών, το άλμπουμ αυτό είναι γεμάτο αδρεναλίνη, όπως κάθε punk ή hard rock άλμπουμ και χωρίς καθόλου παραμόρφωση στην κιθάρα. Είναι επίσης ένα από τα ελάχιστα άλμπουμ με ρίζες από την παράδοση που επιτυγχάνει ολοκληρωτικά με ορίτζιναλ κομμάτια. Ένας συναρπαστικός και με ποικιλία δίσκος. Το κομμάτι που ανοίγει "Come in, It's All For Free" είναι ένα ωμό pop-rock, ένα στυλ που ελάχιστες μεγάλες μπάντες προσπαθούσαν να πιάσουν εκείνη την περίοδο (βλέπε Cherokee). Το άλμπουμ περιέχει blue-eyed soul ("Kicking It Back"), δυναμικά pop ("Separated") και χαριτωμένα country-rock ("Brown Hair").


Pack Up (1970)


        Τα τελευταία τους single που ηχογράφησαν ήταν τα  "Lord Why Is it So Hard" και "Can’t Find My Fingers" (1970), με τον Charlie Vatalaro στο σαξόφωνο. Μέσα στο ίδιο έτος η μπάντας μοιραία διαλύθηκε. Ο καθένας πήρε το δρόμο του. Όμως είτε ως Eagle είτε ως Beacon Street Union άφησαν το στίγμα τους στη μουσική. Υπήρξαν μια πραγματική ροκ μπάντα, με τα καλά και τα κακά τους. Είχαν μεταξύ τους μια χημεία που ίσως δεν ήταν πάντα τόσο αρμονική αλλά σίγουρα ήταν έντονη, ήταν αληθινή. Μάλωναν και διαφωνούσαν μεταξύ τους, μερικές φορές αποξενώνονταν εντελώς αλλά πάντα ήταν αφοσιωμένοι στην αποστολή τους: να ροκάρουν δυνατά και να μην κοιτούν πίσω.  Όπως έλεγε κι ο Dick Weisberg : “Συνεχώς είχαμε διαφωνίες για τα μουσικά στυλ και διαπραγματευόμασταν για κάθε ‘κατεύθυνση’ στο κάθε κομμάτι. Μερικές φορές μαλώναμε κιόλας, την ώρα μάλιστα που παίζαμε. Το ζητούμενο όμως ήταν πάντα η ίδια η μουσική κι αυτό νομίζω το καταφέραμε καλά. Παίζαμε μαζί με τεράστια ενέργεια και …ξεδιάντροπη αυτοπεποίθηση. Ήμασταν νέοι και ήμασταν αλαζόνες. Είχαμε ένα όνειρο και …σχεδόν… έγινε πραγματικότητα”.

Beacon Street Union

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

Διαβάστε/Ακούστε επίσης