Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Κυριακή 28 Ιουλίου 2019



DILLARD & CLARK



What A Fantastic Expedition




Προερχόμενοι από γκρουπ θρύλους (The Byrds / The Dillards) σχημάτισαν μία μπάντα που έπαιξε δημιουργικά country and western συνδυάζοντάς την με bluegrass, folk και άλλα είδη. Στάθηκαν ικανοί να κάνουν μόνο δύο άλμπουμ, όμως-όπως έγραψαν σχεδόν όλες οι κριτικές-μιλάμε για αληθινά αριστουργήματα. Ας δούμε και ας ακούσουμε την φανταστική εξόρμησή τους...

Out On the Side (1968)



The Fantastic Expedition Of...(A&M SP 4158) 10/68




Πιθανόν χωρίς να γνωρίζουν σε τι μουσικό έδαφος βρίσκονταν στην A&M συνέχισαν με ένα όργιο συμβολαίων με country-rock καλλιτέχνες, αρκετοί από τους οποίους είχαν θητεύσει στους The Byrds στο παρελθόν...Το πρώτο από αυτά τα γκρουπ που κυκλοφόρησε δίσκο είναι οι Dillard & Clark. Το άλμπουμ τους περιέχει το είδος της country μουσικής που ακούς όταν έχεις έναν rock παραγωγό (Larry Marks) και καλλιτέχνες που έχουν διαφορετική εμπειρία στο background τους. Είναι οπωσδήποτε C&W, αλλά αν ακούσετε θα διαπιστώσετε επιρροές rock, gospel και άλλες. Παρά το ότι υπάρχουν μόνο 9 κομμάτια, αυτός ο δίσκος μπορεί να προσφέρει πάνω από 28 λεπτά περισσότερο από μέτρια μουσική. Είναι αρκετά επηρεασμένος από σύγχρονες για την εποχή του επιρροές ικανές να τον κάνουν αποδεκτό από κάποιον που δεν γουστάρει την straight country. Αλλά αυτό επίσης αποκαλύπτει ένα από τα τρωτά του σημεία. Έχει κάνει τόσους συμβιβασμούς και γι'αυτό είναι τόσο αψεγάδιαστος.

Train Leaves Here This Mornin' (1968)



Ένα σπουδαίο άλμπουμ στην παράδοση της C&W (Country & Western). Γραμμένο, ερμηνευμένο και σε συνθέσεις του Gene Clark και του Doug Dillard, το άλμπουμ εμφανίζεται ακόμα καλύτερο, παρά την απουσία της παραδοσιακής μουσικής του Nashville. Tα τραγούδια του είναι γεμάτα χιούμορ και απλοικές αλήθειες. Οι Dillard & Clark είναι ικανοί να μεταφέρουν μία απίστευτη αίσθηση country, πιό εκλεπτυσμένη. Για να συνάδουν με την νέα τότε πολιτική των δισκογραφικών, οι "non group" μουσικοί επίσης αφθονούν σε αυτή την κυκλοφορία. Ο Chris Hillman είναι ένας διάσημος τέτοιος, που συναντά τον αδελφό του από τους The Byrds, στο Fantastic Expedition. Αυτό το LP συνδυάζει την συγγραφή, τα φωνητικά και το ταλέντο στα μουσικά όργανα του Doug Dillard, του Gene Clark και του Bernie Leadon. Η μουσική είναι αισθαντικά light, country bluegrass με ένα folk-rock τραγουδιστικό στυλ. Όλα τα κομμάτια είναι ενδιαφέροντα, μία αποδεκτή country μουσική με σύγχρονη φύση.

She Darked the Sun (1968)



Κατά ένα τρόπο ο κανόνας της κλασικής country-rock περιλαμβάνει το Sweetheart of the Rodeo, τους Burritos, τον Gram Parsons, το Harvest του Neil Young, ακόμα και το Nashville Skyline (Dylan), αλλά όχι αυτό το άλμπουμ, που είναι ξεχασμένο πιά έχοντας μείνει ανέκδοτο για πολλά χρόνια, παρά το γεγονός ότι πάντα το αγαπούσαν οι κριτικοί και οι ελάχιστοι φαν που το είχαν ακούσει. Είναι πιθανόν κάποιος να μην παραδεχτεί ότι ο Gene Clark με αυτό, αλλά και με τα σόλο άλμπουμ του αποδείχτηκε ισοδύναμος με τον Roger McGuinn. Εδώ έχουμε σημαντική μουσική που δεν ακούγεται σαν το Wheatstraw Suite των The Dillards ή τις country-rock ηχογραφήσεις των The Byrds (αν και ο Clark μιμείται εντυπωσιακά τον Roger McGuinn σε μερικά κομμάτια). Το περισσότερο μέρος του δεν έχει ντραμς, ενώ αναμιγνύει country και folk με ακουστικές κιθάρες, μπάντζο και μία χαλαρωτική αίσθηση που αντανακλά την προσμονή του στυλ των 70'ς της μουσικής από την Δυτική Ακτή που θα γινόταν πολύ πιό εμπορική στο μέλλον από γκρουπ όπως οι The Eagles. Είναι ένας μοναδικός ήχος για την εποχή, με πιθανώς καλύτερη περιγραφή ως folk με country ενορχήστρωση. Είναι τρομερός δίσκος, με λαμπρές αρμονίες, τρομερό μπάντζο από τον Dillard καθώς και μαντολίνο, τραγούδια που δίνουν μία χαλαρωτική αίσθηση, παρά το γεγονός ότι παίζονται με ένταση. Μία αέναη αίσθηση.

With Care From Someone (1968)



Για τους περισσότερους φαν του Gene Clark με τους The Byrds και πιό πέρα, αυτός ο πρώτος δίσκος των Dillard & Clark κατέχει μία θέση ειδικής λατρείας. Από όταν άφησε τους The Byrds στις αρχές του '66 η καριέρα του Δον Ζουάν Clark που οδηγούσε ferrari, δεν απογειώθηκε ακριβώς. Κι όμως το The Fantastic Expedition τον βρίσκει σε χαλαρή αλλά υπέρλαμπρη φόρμα σαν τραγουδιστή αλλά και σαν τραγουδοποιό, περιτριγυρισμένο από ένα γκρουπ (συμπεριλαμβανομένου του Doug Dillard από τους The Dillards), τον Bernie Leadon (με μία λαμπρή πορεία μέχρι τους The Eagles) και τον Chris Hillman (που ακόμα ήταν στους The Byrds), με τους οποίους συντονίζεται τέλεια. Μεταξύ τους ηχογραφούν ένα τρομερό δίσκο, μία φανταστική ανάμιξη bluegrass, folk και pop, που ακόμα και σήμερα ακούγεται φρέσκος. Oι Dillard & Clark ιδιαιτέρως, εκείνο τον καιρό έβγαιναν έρποντας από πολλά μπαρ (τα live τους ήταν πολύ ανοργάνωτα), αλλά ανάμεσα στα χανγκόβερ και στα τσιγαριλίκια η μπάντα ανακάλυψε μίαδιαύγεια στο στούντιο, που ελάχιστοι άλλοι κατάφερναν να έχουν.

Radio Song (1968)



Το κομμάτι που ανοίγει το δίσκο "Out On the Side", που ακούγεται λίγο διαφορετικό από τα υπόλοιπα (πιθανώς ηχογραφημένο νωρίτερα ή αργότερα), αρχίζει αμέσως με ένα πολύ αργό, αλλά ιδιαιτέρως επιδραστικό country groove, ένα εικονικό σχέδιο του πώς θα ακούγονταν μετέπειτα μπάντες, όπως οι The Jayhawks και οι Teenage Fanclub-πριν πάει σε μία κορύφωση από ντραμς, επίμονη κιθάρα και όργανο. Από εκεί και μετά, το vibe είναι κυρίως ακουστικό και η ποιότητα ποτέ δεν πέφτει καθώς τρέχουν ανάμεσα σε επιτυχημένες βερσιόν κλασικών θεμάτων όπως το "She Darked the Sun", το "Train Leave Here This Morning" και το "The Radio Song" (ακόμα και το μόνο όχι ορίτζιναλ, μία χαρούμενη διασκευή του "Git It on Brother" του Lester Flatt. Υπάρχει μία αίσθηση παιχνιδιάρικης διάθεσης καθ'όλη την διάρκεια που κάνει τον δίσκο τον πιό χαρούμενο που ηχογράφησε ποτέ ο Clark (υπάρχει τελικά κάτι προκλητικά μελαγχολικό γύρω από την γραφή του, ιδιαίτερα όταν τραγούδησε με την βαρύτονη λυπητερή φωνή του). Αν κάποιος έπρεπε να βρεί ένα λάθος με αυτό το άλμπουμ, αυτό θα μπορούσε να είναι η μικρή του διάρκεια-το ορίτζιναλ με εννέα τραγούδια, διαρκεί λίγο πάνω από 30 λεπτά (αν και με τόση ποικιλία μέσα του είναι δύσκολο να αισθανθείς εξαπατημένος). Ωστόσο, από την στιγμή που όλες οι επανεκδόσεις έχουν ενσωματώσει τρία μπόνους τρακς, είναι άσκοπο να φανταστούμε το άλμπουμ χωρίς αυτά. Το "Don't Be Cruel" είναι μία μάλλον επιπόλαια διασκευή του Elvis, αλλά το "Lyin' Down the Middle" και το "Why Not Your Baby?" είναι εύκολα τόσο καλά όσο οτιδήποτε άλλο ορίτζιναλ σε αυτό το δίσκο. Αυτό το "Why Not Your Baby?" ένα highlight της καριέρας του Clark, μεταφέρει τον ακροατή σε ένα πάρτυ στο Laurel Canyon, όπου o σωματώδης πρώην Byrds παρατηρεί το πρώην κορίτσι του να φαίνεται πανέμορφο και δυστυχισμένο. "...come tell your friend what's wrong with you..." Eυφυέστατο!!

Why Not Your Baby? (1968)




Through the Morning, Through the Night (A&M SP 4203) 8/69



To πρώτο άλμπουμ ήταν μικρής διάρκειας, γλυκό και ακουστικό με χαλαρή μουσική. Από τότε έχουν στραφεί στον ηλεκτρισμό (ή το λιγότερο στη χρήση ενισχυτή), πρόσθεσαν τον Jon Corneal στα ντραμς και ένα κορίτσι να μοιράζεται το τραγούδι με ένα όμορφο country όνομα, Donna Washburn, δανείστηκαν τον Sneaky Pete από τους Burritos για την pedal steel και για δέστε το δεύτερο άλμπουμ τους. Οι προστιθέμενες διακρίσεις βρίσκονται παντού. Από το εξώφυλλο διαμέσου της επιλογής των τόνων στο όλο επίπεδο του ενθουσιασμού και στις ατομικές εμφανίσεις είναι σχεδόν πρώτης τάξεως.

Polly (1969)



Το πολυαναμενόμενο follow-up τους είναι μία δεξιοτεχνική παρουσίαση αυθεντικής country-rock. Το υλικό ποίκιλε και ήταν επίμονα υψηλής ποιότητας, κυμαινόμενο από το "So Sad" των The Everly Brothers στο "Don't Let Me Down" των Beatles, τον παραδοσιακό ύμνο "I Bowed My Head and Cried Holy" και κάποια εξαιρετικά κομμάτια του Gene Clark. Καθώς η αποδοχή της country-rock μεγάλωνε, έτσι φαινόταν ότι θα μεγάλωνε και η αναγνώριση αυτού του υπέροχου γκρουπ.
Αυτό το 2ο άλμπουμ τους έχει μία παρόμοια αίσθηση, αλλά υπάρχει η προσθήκη της Donna Washburn στα backing vocals (πλην του "Rocky Top" που κάνει lead) και προσθέτει μία ωραία ποικιλία στην προσέγγιση των κομματιών. Ο δίσκος έγινε πολύ σύντομα μετά τον πρώτο. Ο Clark φαίνεται πως έχει κορεστεί σαν γραφή, γράφοντας μόνο 5 από τα 11 τρακς του άλμπουμ. Οι διασκευές μοιάζουν να έχουν σκοπό την αποζημίωση του ακροατή, έχοντας επιλεγεί πολύ προσεκτικά, ιδαιτέρως εκείνες που ανταπεξέρχονται στις φωνητικές ικανότητες του γκρουπ (η διασκευή των The Everly Brothers "So Sad" προοιωνίζει την περίφημη βερσιόν του "Love Hurts" από τον Gram Parsons και την Emmylou Harris στο Grievous Angel και η βερσιόν τους του "Don't Let Me Down" των Beatles είναι μαγική.

Don't Let Me Down (1969)



Γενικά είναι ένα καλό άλμπουμ, αλλά λίγο απογοητευτικό αν λάβουμε υπόψη που είχε ανεβάσει τον πήχυ το ντεμπούτο τους. Mε μεγάλη εξάρτηση από δανεικό υλικό, ο κληρονόμος του The Fantastic Expedition είναι αναπόφευκτα λιγότερο ικανοποιητικό άλμπουμ, αλλά στα καλύτερά του καταφέρνει να προσπεράσει τον προκάτοχό του. Ο Dillard που μοιράστηκε 4 credits στο ροηγούμενο άλμπουμ, συνεισφέρει μόνο με την επιδεξιότητά του στα όργανα, ενώ ο Leadon (που μοιράστηκε 5) είχε αποτύχει να πάει με τον Hillman στους The Flying Burrito Brothers (απλά έχουν credits κι οι δυό τους σαν "special pickers").

So Sad (1969)



Η δημοσιότητα που πήρε το κορίτσι του Dillard, Donna Washburn συχνά αναφέρεται σαν καταλύτης για την διάλυση αυτού του γκρουπ, αλλά όποιος φοβάται μία φάση σε στυλ Yoko μάλλον θα ξαφνιαστεί ευχάριστα. Η πεντακάθαρη φωνή της είναι τρομερή-όπως και το παρουσιαστικό της-ιδιαίτερα στο ομώνυμο κομμάτι (ένα υπέροχο ντουέτο που σου κόβει την ανάσα) και επίσης στο "So Sad" του Don Everly. Αυτό το "So Sad" είναι μία από τις δύο φοβερές διασκευές εδώ, η άλλη είναι το"Don't Let Me Down" του Lennon, με ένα υπέροχο βιολί από τον Byron Berline. Ίσως είναι αιρετικό, αλλά για κάποιους ίσως ακούγονται καλύτερα από τα ορίτζιναλ. Το "Kansas City Southern". που αντανακλά στην παιδική ηλικία του Clark ροκάρει, ενώ το "Polly" (If a lone bird could speak, he'd tell me all the places you've been) ίσως να είναι το peak της γραφής του Clark.

Through the Morning, Through the Night (1969)



Δεν είναι έκπληξη λοιπόν που ο Robert Plant και η Alisson Kraus επέλεξαν να το συμπεριλάβουν (όπως επίσης και το "Through the Morning, Through the Night" στο πολυζητημένο τους Raising Sand. Μεγάλες σόλο δουλειές έρχονταν για τον Clark, ακόμα κι αν η εμπορική επιτυχία θα εξακολουθούσε να βαδίζει αντίθετα από την κριτική του φήμη. Ωστόσο ο Doug Dillard ποτέ δεν ορθοπόδησε ξανά, αν και το "Lady of the North", ένα ακόμα τραγούδι που συν-έγραψε με τον Clark θα γινόταν ένα ταιριαστό κλείσιμο στον δίσκο No Other (1974).

Four Walls (1969)



Παρεμπιπτόντως ενώ το πρώτο άλμπουμ του γκρουπ είχε κρυμμένες αναφορές στα ναρκωτικά στους στίχους ("rolling", "hash" και "passing it on"), το εξώφυλλο αυτού του δίσκου "βγάζει μάτι".

Doug Dillard - Gene Clark
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019



THE GREATEST SHOW ON EARTH




Psychedelic Proto-Progressive Horn Rock



Ήταν κάποτε ένας Αμερικανός σόουμαν που λεγόταν Phineas T. Barnum, ο οποίος δημιούργησε το "Greatest Show On Earth" το 1871. Αυτός συνδύασε ένα γιγαντιαίων διαστάσεων περιοδεύον τσίρκο μαζί με θηρία και ανθρώπινα "τέρατα" και γύρισε τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως επίσης και το Λονδίνο το 1889. Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε στις μέρες μας, ο κόσμος θα το υποδεχόταν ως κάτι κακόγουστο. Ωστόσο, αυτό θα ήταν απίθανο να συμβεί για την μπάντα μας, που επέλεξε να υιοθετήσει το όνομα αυτού του παράξενου θίασου.

Love Magnet (1970)



H μπάντα μας ήταν επινόηση δύο ταλαντούχων αδελφών του Garth και του Norman Watt-Roy. Κι αν τα ονόματα αυτά μπορεί να θυμίζουν κάτι, ας πούμε δύο λόγια γι'αυτούς. Ο Norman ήταν ο μπασίστας που κάλυψε το "Hit Me With Your Rythm Stick" του Ian Dury. Ο Garth είναι ένας κιθαρίστας και τραγουδιστής που έχει βρεθεί σε πολλά σχήματα από τα πολύ καλά της Αγγλίας.
Ο Norman είχε μακρά καριέρα στην μουσική πριν γίνει ένας από τους Blockheads. Γεννημένος το 1951 στην Ινδία, μετακόμισε με τους γονείς του και τον μεγαλύτερο αδελφό του Garth το 1954 στην Αγγλία. Η μουσική ήταν η πρώτη αγάπη και των δύο αδελφών. Ο Νοrman διδάχτηκε κιθάρα από τον πατέρα του στα δέκα του και έμαθε να παίζει με το αυτί. Έπαιξε σε σχολικά γκρουπ μαζί με τον αδελφό του, που ήταν ήδη επιδέξιος ως τραγουδιστής και κιθαρίστας. Στα 15 του ο Norman ξεκίνησε να ειδικεύεται στο μπάσο και στα 16 του έκανε τουρ μαζί με τον Garth στην Γερμανία με μπάντες.
Το 1967 τα ταλαντούχα αδέλφια σχημάτισαν ένα τετραμελές γκρουπ που ονομάστηκε The Living Daylights, με τον Norman στο μπάσο και στα φωνητικά και τον Garth στην κιθάρα και φωνητικά. Παίξανε στα blues κλαμπ του Λονδίνου και έβγαλαν δύο singles το 1967, σε παραγωγή Caleb Quaye  συμπεριλαμβανομένου του "Let's Live For Today" στην Philips. Το 1968, τα αδέλφια έκαναν την επόμενη κίνηση να σχηματίσουν μία οκταμελή μπάντα, με μέτρια φήμη τους The Greatest Show On Earth.

Again and Again (1970)



Σε αυτό το σχήμα ήταν οι Mick Deacon στο όργανο, ο Ron Prudence στα ντραμς και τρεις πνευστοί ο Dick Hanson, o Tex Philpotts και ο Ian Aitcheson. Ο lead singer τους ήταν ο Αμερικανός Ozzie Lane από την Νέα Ορλεάνη. Ένα χρόνο αργότερα ο Ozzie έφυγε και αντικαταστάθηκε από τον Colin Horton-Jennings, που έπαιζε και κιθάρα, μπόνγκος και φλάουτο. Το γκρουπ έκανε τουρ στις Αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις στην Γερμανία, όπου συχνά έκαναν backing σε Αμερικανούς soul τραγουδιστές, όπως τον Sonny Burke. Κατά την διάρκεια του 1969 η μπάντα "κλείστηκε" για να παίζει στο Maddocks Club.

Borderline (1970)



Η εντυπωσιακή τους μίξη R&B soul, jazz και progressive rock έπεσε στην αντίληψη της Harvest, θυγατρικής της EMI στον τομέα progressive, που υπέγραψε με την μπάντα και κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους single "Real Cool World" / "Again and Again" τον Φεβρουάριο του 1970. Αν και ποτέ δεν έγινε χιτ στην Αγγλία, πούλησε πολύ καλά στην Ευρώπη, ιδιαιτέρως στην Γερμανία. Επίσης ήταν #1 στην Ελβετία. Και τα δύο κομμάτια μπήκαν στο ντεμπούτο άλμπουμ τους Horizons, που κυκλοφόρησε στην Harvest τον Μάρτιο του 1970. To The Going's Easy ήταν το δεύτερο άλμπουμ τους και το "Tell the Story" έγινε single τον Σεπτέμβριο του 1970. Στην δεύτερη πλευρά ήταν το "Mountain Song", το οποίο βρίσκεται και στο CD της επανέκδοσης της δουλειάς τους. Το άλμπουμ ήταν σε παραγωγή του Jonathan Peel και έχει πολύ καλές ορίτζιναλ συνθέσεις και η μπάντα κάνει ευφάνταστη χρήση των πνευστών της. Ένα από τα καλύτερα ορίτζιναλ κομμάτια το "Magic Woman Touch" διασκευάστηκε αργότερα από τους The Hollies και κυκλοφόρησε σαν single.

Day of the Lady (1970)



Παρά την φιλόδοξη κριτική, το άλμπουμ αυτό απέτυχε να πάρει θέση στα charts και η έλλειψη επιτυχίας συνέβαλε στην διάλυση της μπάντας στα μέσα του 1971. Ο Garth Watt-Roy πήγε στους Fuzzy Duck και αργότερα έκανε sessions με τους East of Eden και την Bonnie Tyler. Επίσης ήταν μέλος των Marmalade, The Q-Tips και The Barron Knights και έκανε guest εμφανίσεις σαν τραγουδιστής με τους Steamhammer. Τα άλλα πρώην μέλη των Greatest Show, Ron Prudence, Ian Aitcheson και Tex Philpotts παράτησαν εντελώς την μουσική. Ο Colin Horton-Jennings πήγε στους Chaser και μετά στους Taggett, οι οποίοι κυκλοφόρησαν ένα ομώνυμο LP για την EMI το 1974. Ο Dick Hanson, ο τρομπετίστας, έγινε session παίκτης και ηχογράφησε με τους The Blues Band, τον Graham Parker, τον Dave Edmunds, την Kirsty McColl και τον Shakin' Stevens. O Mike Deacon πήγε στους Vinegar Joe και μετά έγινε μέλος των Suzi Quatro Band και των Darts.

The Leader (1970)



Στο μεταξύ ο Norman Watt-Roy πήγε με τους Μick Travis, Stewart Francis και Graham Maitland σε ένα άλλο γκρουπ που λεγόταν Glencoe. Το 1972 ο Jon Tumbull, πρώην κιθαρίστας των Skip Bifferty πήγε επίσης στο γκρουπ αυτό, το οποίο έβγαλε δύο άλμπουμ το Glencoe και το The Spirit of Glencoe, πριν την διάλυσή του το 1974. Μετά ο Norman συνέχισε για να σχηματίσει μία μπάντα που λεγόταν Loving Awareness τον Μάρτιο του 1974 με τους Mick Gallagher στα keyboards, τον Jon Tumbull στην κιθάρα και τον Charley Charles στα ντραμς. Με αυτό το γκρουπ κυκλοφόρησε ένα δίσκο ομώνυμο το 1976. Ύστερα από αρκετές εμφανίσεις, ο Jon Tumbull τραυμάτισε το χέρι του. Τότε η μπάντα καταστάλλαξε σε στούντιο δουλειά. Εκεί συνάντησαν τον πιανίστα και συνθέτη Chaz Jankel και προσλήφθηκαν να κάνουν την backing band στον Ian Dury στο ντεμπούτο άλμπουμ του New Boots and Panties, το 1977. Το σχήμα πιά λεγόταν Ian Dury & the Blockheads. Ο Norman Watt-Roy έπαιξε fender jazz bass και τώρα γνωρίζουμε ποιός παίκτης είναι αυτός που κρύβεται πίσω από το επιδέξιο μπάσο στο "Hit Me With Your Rythm Stick".

Magic Woman Touch (1970)



Μοιάζει απίθανο να περιμένει κανείς μία επανένωση από το πολύ όμορφο αυτό γκρουπ που λεγόταν The Greatest Show On Earth, αλλά τουλάχιστον μπορούμε να ακούμε την μουσική τους.



The Greatest Show On Earth

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019



THE CHILDREN



Psychedelic Sunshine Pop




Rebirth (Cinema 0001 / Atco SD33 271) 1968



Το ντεμπούτο και μοναδικό άλμπουμ τους με σοφιστικέ ψυχεδελικό rock έλαμψε από τα φωνητικά της Cassel Webb και την εναλλαγή της σε αυτά με τον Louis Cabaza. Αρχικά στην Cinema, οι The Children ωριμάζουν χάρη στα πολύ όμορφα "Beautiful", "Sitting On a Flower", "I'll Be Your Sunshine" και γενικά ό,τι έπαιξαν στο άλμπουμ τους αυτό καμία σχέση δεν έχει με τις μπάντες από τις οποίες προήλθαν. Η ποικιλία μέσα στο άλμπουμ δουλεύει ενάντια στην συνεκτικότητα, αλλά αυτό είναι ένα καλό LP και τις περισσότερες φορές αλήθεια ακούγεται εντυπωσιακό.

Beautiful (1968)



Με βαριά ενορχήστρωση pop-psych άλμπουμ από αυτό το σχήμα από το Τέξας σε παραγωγή Lelan Rogers, το οποίο παρουσιάζει μικτά φωνητικά και-χωρίς έκπληξη-επιρροές από Jefferson Airplane και Beatles. Αρχικά εμφανίστηκε ως ιδιωτική έκδοση από την Cinema πριν αναλάβει η Atlantic για μεγαλύτερα πράγματα.
H μπάντα έχει τις ρίζες της σε δύο garage σχήματα από το San Antonio του Τέξας το 1965. Oι The Stoics σχηματίστηκαν την άνοιξη του 1965. Ο κιθαρίστας William Ash και ο Rufus Quillian ήταν παιδιά μεγαλοαστών, ενώ ο τραγουδιστής Al Acosta, ο ντράμερ Sam Allen και ο μπασίστας Michel Marechal ήρθαν από την Ισπανική κυρίως βορειοανατολική πλευρά της πόλης. Όλους ωστόσο, τους ένωνε η αγάπη για τους Rolling Stones και τους Τhe Kinks. Η μπάντα κυκλοφόρησε ένα single (το "Hate") στις αρχές του 1967, μόλις πριν διαλυθούν στα δύο εξαιτίας μίας διαφωνίας.

Dreaming Slave (1968)



Δεν ήταν πριν ο William Ash προσκληθεί να πάει στους Argyles, οι οποίοι είχαν επίσης σχηματιστεί την άνοιξη του 1965, με τον Stephen Perron στην κιθάρα και στα φωνητικά, τον Louis Cabaza στο όργανο και το πιάνο, τον lead guitarist Chris Holzaus, τον μπασίστα Benny Treiber και τον ντράμερ Steve Anderson. Όπως οι Τhe Stoics, ήταν μία garage μπάντα, αλλά γρήγορα έκαναν προόδους στην σκηνή, παίρνοντας τον ρόλο της κύριας μπάντας στο Blue Note Lounge το 1966, καθώς οι προκάτοχοί τους Τhe Sir Douglas Quintet είχαν προχωρήσει για μεγαλύτερα πράγματα. Αργότερα μέσα στο χρόνο, το γκρουπ μπήκε σε στούντιο στο Houston για να ηχογραφήσουν το πρώτο τους single, "White Lightnin'." Συνέχισαν το τουρ γύρω από το νότιο Τέξας μέχρι την κυκλοφορία ενός δεύτερου single, μία βερσιόν του "Still in Love With You Baby" των Τhe Beau Brummels.

Sitting On a Flower (1968)



Σε αυτό το σημείο, μία φιλονικία μεταξύ του Holzaus και των υπολοίπων έκανε τον  Holzaus να φύγει και οι Argyles απέκτησαν τον Ash, ο οποίος με τη σειρά του έναν νέο ντράμερ τον Andrew Szuch Jr. για να αντικαταστήσουν τον Anderson. Η Cassell Webb επίσης πήγε στην μπάντα και μετατράπηκαν στους Τhe Mind's Eye. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το single, "Help, I'm Lost,", αλλά και το άνοιγμα ενός ιδιόκτητου ψυχεδελικού κλαμπ. Όμως με πολλές υποθέσεις με LSD το κλαμπ έκλεισε και οι The Mind's Eye έφυγαν για την Καλιφόρνια. Ο Treiber, ένας φίλος της αδελφής του επίσης Τεξανού Mike Nesmith (βλέπε The Monkees), προετοίμασε το έδαφος για την μπάντα μας για να συζητήσουν με τον Nesmith την πιθανότητα να γίνει παραγωγός τους, αλλά επειδή ο  Nesmith είχε ήδη τόσες πολλές υποχρεώσεις τους ανέλαβε ο Davy Jones. Ο Jones τσακώθηκε με τον Treiber όμως και αντικαταστάθηκε από τον παλαιό συμπαίκτη του Ash, τον μπασίστα Michel Marechal. To lineup αποκαταστάθηκε και η μπάντα αποφάσισε να αλλάξει και το όνομά της επίσης. Μόλις είχαν γεννηθεί οι The Children.

I'll Be Your Sunshine (1968)



Οι The Children έπαιζαν σε όλες τις δημοφιλείς σκηνές στο Sunset Boulevard, αλλά χρειάζονταν οπωσδήποτε χρήματα και αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω στο Τέξας. Στο Houston, υπέγραψαν με την Cinema Records, και εισήλθαν στο στούντιο με τον Leland Rogers για να ηχογραφήσουν το μοναδικό τους LP, Rebirth. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε το 1968 και είναι ένα από τα πιό καλά ψυχεδελικά άλμπουμ που ήρθαν από το Τέξας. Η μεγαλύτερη εταιρεία Atco τους ανέλαβε για να προχωρήσουν σε εθνικό επίπεδο τον ίδιο χρόνο. Το lineup αλλάζει πάλι τότε, καθώς ο Perron κολλάει ηπατίτιδα από την σύριγγα της ηρωίνης. Ο Ash, φεύγει για την Ιαπωνία με την οικογένειά του και τον αντικαθιστά ο Kenny Cordray. Ο Jim Newhouse παίρνει την θέση του Zsuch, μετά από ατύχημα που είχε με αυτοκίνητο ο Zsuch. Το καλοκαίρι του 1969 οι Τhe Children μπαίνουν ξανά στο στούντιο
για να ηχογραφήσουν ένα νέο single, μία βερσιόν του "Pills" του Bo Diddley. Ο Perron και ο Cordray συνέγραψαν και ηχογράφησαν το "Francene", το οποίο αργότερα ηχογραφήθηκε από τους ZZ Top, με τον Billy Gibbons. Η μπάντα άρχισε να ψάχνει για ένα καινούριο συμβόλαιο. Τελικά ο Lou Adler είδε την μπάντα live και υπέγραψε μαζί τους στην Dunhill Records. Οι The Children ταξίδεψαν πάλι στην Καλιφόρνια και άρχισαν να ηχογραφούν το δεύτερο άλμπουμ τους στην Ode.

Francene (1969)



Αν και έγιναν ότι χρειαζόταν για το LP του 1970, το άλμπουμ ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Δύο 45άρια το "From the Very Start" και το "Fire Ring," κυκλοφόρησαν από την Ode, με το πρώτο να γίνεται ένα μικρό hit. Η μπάντα επέστρεψε στο Houston, ο Cabaza έφυγε και οι υπόλοιποι αποφάσισαν να πάνε σε ένα καταστροφικό τουρ με τους B.B. King και ZZ Top, παρά να επιστρέψουν στην Καλιφόρνια για το επερχόμενο σόου που είχε σχεδιάσει γι'αυτούς ο Adler. Η μπάντα μας διαλύθηκε τελικά το 1971.

From the Very Start (1970)


Δεν χωράει αμφιβολία ότι το "Rebirth" απαιτεί επαναλαμβανόμενο άκουσμα και έχει βάθος που δεν βρίσκεται εύκολα σε ψυχεδελικά γκρουπ (από τα άγνωστα). Το "Maypole" είναι ένα καλό παράδειγμα, αντιπαραβάλλοντας όμορφα μία παιχνιδιάρικη, παιδική αθωώτητα με μία ανατρεπτική, απειλητική χροιά.

Maypole (1968)




Υπάρχουν αληθινά αιχμαλωτιστικά κομμάτια εδώ και πολύ ενθυμητικά επίσης και μία θαυμαστή ποικιλία, από την σπαραξικάρδια μπαλάντα "I'll Be Your Sunshine" στο πιό επιθετικό "Dreaming Slave" με τα περίτεχνα μπαρόκ στοιχεία και το διαμαντάκι "Beautiful", που ακούγεται σαν τους Mandrake Memorial.

Pictorial (1968)



Και το άλμπουμ κλείνει με το επικό "Pictorial", ένα εκπληκτικά heavy, εφτάλεπτο θέμα που ακούγεται σαν να πρόκειται για διαφορετική μπάντα, ακόμα ένα υπέροχο κομμάτι. Oι Τεξανοί Τhe Children ήταν ένα θαυμαστό γκρουπ που διέθεταν το χάρισμα για να κάνουν πολύ μεγαλύτερα πράγματα, αν όλα είχαν γίνει διαφορετικά.


ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Σάββατο 20 Ιουλίου 2019



BEAD GAME




Hidden Gems




Για πολλούς η ανακάλυψη της μουσικής που έπαιξαν οι Bead Game αποτελεί φόρο τιμής σε μία πολύ μεγαλύτερη μπάντα. Αυτή των Steely Dan, πράγμα ευαπόδεικτο καθώς το ορίτζιναλ lineup των Dan περιλαμβάνει τον Jim Hodder των Bead Game στα ντραμς και στα φωνητικά. H ζεστή φωνή του Hodder κοσμεί το ωραιότατο "Midnite Cruiser", από το ντεμπούτο άλμπουμ των Steely Dan, Can't Buy a Thrill, το οποίο έγινε ένα μικρό κλασικό θέμα χάρη στην ευαίσθητη φωνή του Hodder. Ο Jim Hodder επίσης τραγούδησε το ντεμπούτο single των Steely Dan, Dallas (1972), το οποίο παραμένει σπάνιο, μην έχοντας μπεί στο box set του γκρουπ. Το Dallas και το εξίσου σπάνιο "Sail the Waterway" στην δεύτερη πλευρά παρουσιάστηκαν αργότερα μόνο στην Αγγλία σε EP με τίτλο Plus Four το 1977. Όπως το "Midnite Cruiser", το Dallas παρουσιάζει το μελαγχολικό φωνητικό στυλ του Hodder, το οποίο κολακεύει την αποδιοργανωμένη pedal steel στο ξεχασμένο αυτό πιά διαμάντι.
Δεν είναι επομένως να απορεί κανείς που οι φαν των Steely Dan, όπως πολλοί από εμάς ίσως, έχουν την παρόρμηση να αναζητήσουν αυτή την μυστηριώδη φιγούρα με αισθήματα λύπης που στο follow-up άλμπουμ των Steely Dan, Countdown to Ecstasy, που παρουσιάζει τον Jim Hodder στα ντραμς, μας αρνείται τα φωνητικά. Κανείς δεν αρνείται την καλή φωνή του Donald Fagan, αλλά πώς θα ακουγόταν για παράδειγμα το "Pearl of the Quarter" με τον Jim Hodder στο τιμόνι; Πρέπει λοιπόν να κοιτάξουμε λίγο πιό πίσω και να ανακαλύψουμε τους Bead Game.

Lady (1970)



Όπως πολλές μπάντες οι Bead Game είναι ένα αποτέλεσμα που συνθέτουν όλα τα μέλη της. Δεν έχουμε one man show, αλλά ένα ικανοποιητικό συνεταιρισμό με κάθε μέλος να συνεισφέρει εξίσου για να δημιουργηθεί ένας μοναδικός ήχος. Τα μέλη που ηχογράφησαν το ντεμπούτο τους Welcome, που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1970, αποτελούνταν από τον Robert Gass (keyboards), τον John Sheldon (lead guitar), τον Lassie Sachs (μπάσο), τον Kenny Westland-Haag (ρυθμική κιθάρα) και τον Jim Hodder (φωνητικά και ντραμς). Δυστυχώς ο Jim Hodder πέθανε το 1990 από πνιγμό. Η ιστορία του γκρουπ προέρχεται από τον Robert Gass και τον John Sheldon, όπως επίσης τον πρώην μάνατζερ του γκρουπ Ray Paret.
Η μπάντα μας λοιπόν αρχικά σχηματίστηκε από τον Robert Gass και τον John Leone το 1968.
Ο Robert που γεννήθηκε στο Newton, πάντα ενδιαφερόταν για την μουσική. Ξεκίνησε ακορντεόν στα 5 χρόνια του και έγινε ένας μετρίως κλασικός μουσικός. Σπούδασε πιάνο και σύνθεση στο New England και μετά στο Harvard. "Παράτησα την κλασική για το rock 'n' roll" θυμάται. Αρχικά η μπάντα ήταν μία μπάντα του Harvard. Ο John Leone ήταν ο lead singer και παίκτης της άρπας, ήταν η κινητήρια δύναμη της μπάντας. Η Tina (άγνωστο επώνυμο) ήταν η άλλη lead singer τους. "Έπαιξα Hammond και ντράμερ ήταν ο Joe D'Amico. Κιθαρίστας ήταν ο Will Dick, ένα καλό παιδί. Δεν παίξαμε περισσότερες από μερικές παραστάσεις πριν η Tina φύγει και έρθει ο Lassie Sachs".
Το όνομα της μπάντας πηγάζει από το βιβλίο "The Glass Bead Game" του Herman Hesse.
"Ήταν ένα πολύ δημοφιλές και επιδραστικό βιβλίο εκείνη την εποχή. Η Ανατολική πνευματικότητα και η γιόγκα ήταν πολύ δημοφιλή τότε και το βιβλίο του Hesse ήταν σημαντικό στην αύξηση της δημοτικότητας. Είναι μάλλον πολύ εμπεριστατωμένο, ιδιαίτερο βιβλίο, αλλά μην ξεχνάμε ότι τα ορίτζιναλ μέλη ήταν μαθητές στο Harvard".
Η πρώτη τους παράσταση, σε ένα άρθρο της Harvard Crimson (καθημερινής μαθητικής εφημερίδας) το 1969, περιγράφεται: "Beautiful People Dope All You Need Is Love Stoned Hippier Than Thou Band". "Όταν πήγαμε εκεί σε αυτό το μέρος σαν σοφίτα με τρομερές background φωτογραφίες και μία πολύ μικρή σκηνή, με καλωσόρισε διαχυτικά μία από αυτές τις Νεουορκέζες κοπέλες του χώρου της μόδας με ένα πολύ όμορφο πρόσωπο και ένα μαύρισμα λες και είχε έρθει από διακοπές στα Γκαλαπάγκος", έγραφε στο άρθρο ο John Leone.
Με φανερή απογοήτευση, η ηγετική θέση του Leone στη μπάντα ήταν για λίγο καιρό. Ωστόσο αυτή η πρώιμη ενσάρκωση είχε μαζέψει πολλά θετικά feedback, σύμφωνα με την Harvard Crimson, σε άρθρο της το 1968: "Η πενταμελής μπάντα, στα καλύτερά της, δημιουργεί ένα επινοητικό ήχο, βαθιά βουτηγμένο στον ήχο των blues που ανθούν στις μέρες μας. Οι επιρροές διαφέρουν: δύο μέλη ορκίζονται στη soul σκηνή, δύο άλλα έχουν δυνατά αισθήματα για τους The Doors-o John Leone τους μισεί γι'αυτό, ενώ ο Bob Gass, ένας ωραίος παίκτης του οργάνου τους αγαπάει. Αλλά όλοι τους μοιράζονται μία κοινή αφοσίωση στην μουσική τους και ως αποτέλεσμα η Vanguard τους έχει πλησιάσει για ένα συμβόλαιο".

Punchin' Judy (1970)



Ήταν λίγο μετά την αποχώρηση του John, που ο κιθαρίστας Will Dick "έπρεπε να φύγει". Μετά τα πράγματα έγιναν ομιχλώδη. Ο Robert ανακαλεί ότι ο John Sheldon ήταν το επόμενο μέλος, ενώ ο ίδιος ο Sheldon πιστεύει ότι ήταν το τελικό μέλος, καθώς εξηγεί το παρελθόν του και πώς συστήθηκε στην μπάντα:"Γεννήθηκα στο Cambridge. Ξεκίνησα στα 13 μου να μαθαίνω κιθάρα, από τον James Taylor, ένα οικογενειακό φίλο που ερχόταν Σαββατοκύριακα σπίτι μας. Η πρώτη μου μπάντα ήταν οι The Spektres στα 14 μου και μετά οι Growth στα 16 μου. Μετά χαλάρωσα λίγο και μου έκανε οντισιόν ο Van Morrison την άνοιξη του 1968. Έπαιξα με την μπάντα του μόλις πριν κυκλοφορήσει το Astral Weeks. Συνάντησα τον Robert Gass σε μία πιτσαρία. Έψαχνε κιθαρίστα για τους Bead Game. Δεν θυμάμαι ποιός μας είχε φέρει σε επαφή. Με κάλεσε σε οντισιόν για την θέση. Στην οντισιόν δεν υπήρχε lead singer και ο Jim Hodder ήταν ο ντράμερ. Ο Lassie και ο Kenny ήταν εκεί και δεν τους είχαα συναντήσει ποτέ πριν. Έπαιξα μερικά τραγούδια μαζί τους. Ο Jimmy είπε σε όλους: "Μου αρέσει πάρα πολύ". Με κάλεσαν και σε άλλη μία πρόβα. Αργότερα ο Robert μου είπε πως μόνο ο Jimmy νόμιζε ότι ήμουν αρκετά καλός, οι υπόλοιποι δεν ήταν και τόσο σίγουροι. Κάναμε οντισιόν μερικούς lead singers. Ένας από αυτούς ήταν απλά απατεώνας. Μετά από την οντισιόν ήρθε με φίλους του και μας έκλεψαν τον εξοπλισμό μας. Αυτή ήταν η αρχή αυτού που έμεινε γνωστό ως "η κατάρα των Bead Game". O Jimmy έγινε κατά λάθος lead singer μας".
Παρά την διατήρηση του ορίτζιναλ ονόματος Bead Game, τα τέσσερα νέα μέλη είχαν ένα αποφασιστικό αποτέλεσμα στον ήχο της μπάντας και στην συγγραφή των θεμάτων, όπως εξηγεί ο Robert: "
Το ορίτζιναλ υλικό των Bead Game ήταν πολύ αδύναμο και ο Lassie και ο Kenny έγραφαν καλά τραγούδια. Καταλάβαμε ότι θα μας πήγαιναν στο επόμενο επίπεδο. Τα πρώτα δύο τραγούδια που μας δίδαξαν ήταν το "Punchin'Judy" (που μπήκε στο Welcome) και το "Dr. Spinach" που δεν ηχογραφήσαμε. Ο John συμφωνεί: "Ο Kenny ήταν μία ιδιοφυία που έγραφε τραγούδια. Τον έβαζες σε ένα δωμάτιο με λίγο καλό χόρτο και μερικές ώρες αργότερα είχες μία ντουζίνα από τρομερά θέματα".

Slipping (1970)



Ο Ray Paret άκουσε την μπάντα που έκανε πρόβες δίπλα στο γραφείο του και όπως λέει ήταν υπέροχοι, έτσι αποφάσισαν να δουλέψουν μαζί. Aυτός οργάνωσε έναν αριθμό live, αφού πρώτα όπως θυμάται ο John μας είχε κλείσει σαν support μπάντα στους Jethro Tull και στους The Allman Brothers. Για μία τέτοια παράσταση άσκησε κριτική η Harvard Crimson to 1969:
"Πολύ ελάχιστα rock γκρουπ, από τα οποία ακόμα πιό λίγα Αμερικάνικα καταφέρνουν να κάνουν μουσική που όχι μόνο είναι περίπλοκη στην μουσική δομή της, αλλά στον ίδιο χρόνο διατηρεί την ενστικτώδη δυναμική που κάποιος βιώνει με το αληθινό rock 'n' roll. Οι Bead Game είναι ένα από τα πιό ωραία γκρουπ της rock στη χώρα μας, ακριβώς επειδή η μουσική τους είναι αυτή η απίστευτη σύνθεση της πολυπλοκότητας και της δυναμικής. Το τυπικό τραγούδι ξεκινάει με ένα απαλό όργανο στην εισαγωγή που μετά παραλαμβάνουν οι άλλοι και το μεταμορφώνουν μέσα από μία σειρά αλλαγών στην δομή και μουσικά. Για παράδειγμα στο "Punchin' Judy" κάθε μέλος του γκρουπ κάνει ένα σόλο (το σόλο του Lassie Sachs στο μπάσο είναι έξοχο), ενώ οι υπόλοιποι στο background κρατάνε την μελωδική γραμμή σε μία φθίνουσα βερσιόν. Οι δύο βασικοί, ο Gass στο όργανο και ο Sheldon στην κιθάρα, είναι αξιόλογοι μουσικοί. Ο Bobby Gass, τελειόφοιτος του Harvard, με κλασική εκπαίδευση φέρνει όλη την ακρίβεια και την επιδεξιότητα μίας εκλεπτυσμένης τεχνικής στον κόσμο της rock που όπως φαίνεται έχει επίσης απορροφήσει. Το ξεπέταγμα των Bead Game σαν rock γκρουπ συντριπτικής δύναμης και επιμονής, είναι σαν να βλέπουμε ένα supergroup να μεγαλώνει στην αυλή μας. Θα έμοιαζε σχεδόν εγκληματικό να τους προσπεράσει κανείς".
Ήταν κάπου τότε που χτύπησε η τραγωδία, όπως ανακαλεί ο John: "Ήμασταν στο χώρο που κάναμε πρόβες στη Βοστώνη, στα Amphion στούντιο του Ray Paret, περιμένοντας να παίξουμε για ένα πράκτορα. Ο Lassie είχε αργήσει πολύ. Μετά από κάποια ώρα χτύπησε το τηλέφωνο. Απάντησε ο Ken, έγινε μία παύση και είπε: "Holy shit!" Έκλεισε το τηλέφωνο και είπε "μαχαίρωσαν τον Lassie. Πεθαίνει στο νοσοκομείο". Όλο αυτό έγινε πριν την ηχογράφηση του Welcome. Οδήγησα έως το νοσοκομείο το επόμενο πρωί. Ο Lassie την είχε γλυτώσει. Μου είπε ότι καθώς περπάταγε για το στούντιο, τον περικύκλωσαν ένα γκρουπ από παιδιά που με τα την απειλή μαχαιριού ζήταγαν να τους δώσει ότι χρήματα είχε. Κατά την διάρκεια της ανάκαμψής του, ήρθε ο Walter Powers, ένας μπασίστας που ήταν γνωστός από την συμμετοχή του στην τοπική μπάντα The Lost". Ήταν επίσης τότε που εταιρείες δίσκων άρχισαν να δίνουν σημασία και μία ιδιαιτέρως πρόσφερε αμοιβή για να δουλέψουμε σε ένα σάουντρακ ταινίας. Το συμβόλαιο που υπογράψαμε ήταν με την AVCO-Embassy μία μεγάλη εταιρεία ταινιών που μόλις άρχιζε και μία δισκογραφική επίσης. Μέρος της συμφωνίας ήταν να είμαστε στην μεγάλη ταινία The People Next Door με την Julie Harris και τον Eli Wallach".
Ωστόσο πριν τα φώτα λάμψουν, η πρώτη τους δουλειά ήταν η ηχογράφηση του ντεμπούτο τους, Welcome που ξεκίνησε στα τέλη του 1969 στην Νέα Υόρκη, υπό την καθοδήγηση του παραγωγού Gary Kannon (αργότερα γνωστού ως Gary Katz, στην δόξα των Steely Dan). O John μας λέει την ιστορία: "Κατά την διάρκεια της ηχογράφησης του Welcome, μέναμε σε δύο διαφορετικά ξενοδοχεία. Πρώτα ήταν το Travelodge, μετά το Park Plaza. Στην πραγματικότητα είχα σχέση με μία υπάλληλο, έτσι έμενα μαζί της καμιά φορά. Θυμάμαι μεγάλα, εξουθενωτικά sessions που άρχιζαν στις 8 το πρωί και συνεχίζονταν έως τις 2 τη νύχτα, όταν ο Hendrix θα ερχόταν να ηχογραφήσει με τον Buddy Miles ό,τι θα γινόταν το LP Band of Gypsies. Ενδιαφέρον ήταν, ενώ ηχογραφούσαμε το "Mora", ο ενισχυτής μου άρχισε να βγάζει καπνούς. Ο μηχανικός μου είπε να χρησιμοποιήσω έναν από τους Marshalls του Jimi, που ήταν ακουμπισμένος σε ένα τοίχο. Υπήρχε πάντα πολύ καλό χόρτο στα sessions, αλλά προτιμούσα την μπύρα. Το ψυγείο ήταν γεμάτο κουτιά Miller. Εν τω μεταξύ χρησιμοποιώντας τον ενισχυτή του Hendrix θυμάμαι να μπαίνει μέσα, να βγάζει την κιθάρα, να κάθεται σε μία γωνία του στούντιο και να παίζει...ούτε καν την σύνδεσε. Θυμάμαι να σκέφτομαι: "Αυτό ακούγεται ακριβώς σαν τον Jimi!" Κάτι θυμάμαι να του λέω, αλλά ντρεπόμουν τόσο πολύ.
Στα τέλη των sessions τον Δεκέμβριο, η μπάντα έπρεπε να πάει στη Φλόριντα να παίξει για μία εβδομάδα στο Μαιάμι. Το πρόβλημα ήταν ότι τα φωνητικά δεν είχαν τελειώσει. Ο Jimmy Hodder έμεινε πίσω να κάνει lead vocals, ενώ εμείς πηγαίναμε στην Φλόριντα. Αυτός ήρθε αργότερα".
Ο Ray επίσης ανακαλεί:
"Τα sessions της ηχογράφησης για το Welcome ήταν μία φανταστική εμπειρία για τα μέλη  της μπάντας που θα γνώριζαν μερικούς από τους μεγαλύτερους σταρ της εποχής. Αυτό που δεν ήξεραν ήταν ότι ήμουν φίλος με τον Hendrix από τις αρχικές του μέρες στο Αμερικανικό κύκλωμα της R&B και μετά ανανεώσαμε τη φιλία μαςόταν επέστρεψε στην Αμερική μετά το πρώτο του άλμπουμ. Μερικές νύχτες μετά τις ηχογραφήσεις με τους Bead Game έβγαινα με τον Buddy και τον Jimi (ήξερα τον Buddy από τους Electric Flag- στην πραγματικότητα προσπάθησα να ανασχηματίσω αυτή την μπάντα στα τέλη του '80 και είχαμε μία καλή συμφωνία για δίσκο, αλλά ο Buddy έγινε πλεονέκτης και δεν συνέβη ποτέ). Θα ακούγαμε τα τραγούδια από τους Bead Game και οι δυό τους θα "έφευγαν" από αυτό που άκουγαν. Ο Buddy δεν μπορούσε να σταματήσει να μιλάει για τον Jimmy-τους έφερα πράγματι σε επαφή όταν τα φωνητικά τέλειωσαν.

Wax Circus (1970)



Το τραγούδι που ανοίγει το δίσκο "Punchin' Judy δείχνει τις δυνάμεις της μπάντας και βάζει τον τόνο. Αρχίζοντας με τζαζοειδή εισαγωγή, τα φωνητικά του Jim Hodder σφραγίζουν την αυθεντικότητά τους με μία δυνατή, αλλά ζεστή έκφραση. Το κομμάτι έχει επίσης διάφορες πολυπλοκότητες. Μία πλατφόρμα για κάθε μέλος ατομικά να εξερευνήσει τα ταλέντα του. To σόλο της κιθάρας του John Sheldon, το πιό αξιοσημείωτο highlight περιγράφηκε με ενθουσιασμό από την Harvard Crimson.
Το επόμενο "Lady" αλλάζει το mood. Μία αργή, ονειρική μπαλάντα, με κεντρικό θέμα την μπαρόκ harpsichord του Robert Gass, η οποία δημιουργεί μία ταπετσαρία ήχου πάνω στην οποία η υπόλοιπη μπάντα προσφέρει ακομπανιαμέντο. Tα φωνητικά του Jim Hodder είναι παρόμοια με την δουλειά του στους Steely Dan, γεμάτα με ντροπαλή νοσταλγία που τονίζεται από background φωνητικά με εφέ ηχούς.
Το Wax Circus προσφέρει ένα περισσότερο progressive ηχητικό τοπίο. Αυτό το περίπλοκο μουσικά κομμάτι έχει σχεδόν απότομες αλλαγές στο ρυθμό (συγκοπή) και στα στυλ και επιτρέπει την ελευθερία στην μπάντα να εξερευνήσουν τα ατομικά τους σόλο ο καθείς. Λυρικά το τραγούδι έχει μία παράξενη ανεπαίσθητη αίσθηση που ταιριάζει τις ψυχεδελικές πινελιές. Μία ιστορία ενός "ταξιδιού" που περιγράφει μία επίσκεψη σε ένα περίεργο κλαμπ μέσα στο οποίο ο πρωταγωνιστής παρασύρεται και δεν μπορεί να φύγει. Αν και όχι τόσο πετυχημένο το Wax Circus υπογραμμίζει την πειραματική πλευρά των Bead Game και το επιδέξιο παίξιμό τους.

Mora (1970)



Κλείνοντας την πρώτη πλευρά, το "Mora" αρχίζει με ένα μπάσο από τον Lassie Sachs σαν  ατμομηχανή, για να ξεδιπλωθεί μετά με ένα αιθέριο σόλο από τον John Sheldon. Τα αέρινα φωνητικά του Hodder προσθέτουν σε αυτό το δραματικό ηχητικό τοπίο, που εδραιώνεται με τον απόμακρο κυματοειδή ήχο από το όργανο του Robert Gass. Λυρικά το τραγούδι έχει κλασικό μοτίβο-ένα God child ή πνεύμα που "sings the ships on to the rocks under the new moon". Το κομμάτι "Natural Song" που ανοίγει την δεύτερη πλευρά προσφέρει μία πιό συμβατική δομή. Αυτό το straight rock θέμα παρουσιάζει μία δυνατή σαν να διατάζει φωνή από τον Hodder και καυστικές κιθαριστικές πινελιές από τον Jim Sheldon. Αν και κανένα single δεν κυκλοφόρησε από το Welcome, το "Natural Song" είναι ο δυνατότερος υποψήφιος. Δυναμικό, καλά δομημένο για τα ερτζιανά.

Natural Song (1970)



Το "Country Girls" είναι το πιό διαφορετικό κομμάτι του άλμπουμ, αλλά το πιό αναγνωρίσιμο σε στυλ. Καθώς συμπεραίνει ο τίτλος το θέμα έχει μία country rock γεύση, που τονίζεται από την αργή κιθαριστική εισαγωγή και τις αρμονίες που σκεπάζουν τα ντελικάτα φωνητικά του Jim Hodder. Παρά τον κανόνα αυτόν ο Robert Gass παρέχει έναν ελιγμό με ένα μπαρόκ σόλο από την harpsichord. Αυτό το πείραμα των στυλ ήδη είχε πλήρως γίνει αντιληπτό στο ρηξικέλευθο country rock classic The Fantastic Expedition of Dillard & Clark το 1968.

Country Girls (1970)



Το soul funk "Amos & Andy" προσθέτει άλλη μία διάσταση στον ήχο των Bead Game. Παρά την πολυπλοκότητα και την ακρίβεια μεγάλου μέρους από το άλμπουμ, η μπάντα εμφανίζεται να ευχαριστιέται αυτό το χαλαρό παιχνίδισμα, κάνοντάς το άλλο ένα highlight του άλμπουμ και αποτυπώνοντας την κατεύθυνση που θα έπαιρναν στο δεύτερο καταδικασμένο τους άλμπουμ. Εδραιωμένο από την μπασογραμμή του Lassie, οι υπόλοιποι της μπάντας διαπρέπουν προσθέτοντας στο επιδραστικό groove. Τα κεφάτα φωνητικά του Hodder είναι τα πιό εκφραστικά του.

Amos & Andy (1970)



Το άλμπουμ κλείνει με το υποδειγματικό "Slipping". Από τη ντελικάτη εισαγωγή με Hammond και τα αργά με εφέ ηχούς φωνητικά του Hodder αυτό στην αρχή εμφανίζεται να είναι άλλη μία γλυκιά μπαλάντα. Ωστόσο το κομμάτι έχει πολλές αλλαγές και μεταβαίνει σε τμήματα με υψηλό τέμπο πριν επιστρέψει στην ονειρική ενδοσκόπηση. Καταφέρνει λοιπόν αντίθετα με το "Wax Circus" που ακολούθησε το ίδιο πείραμα, να ξεφύγει από τις κακοτοπιές και να σταθεί ως ένα από τα καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ. Με το άλμπουμ φτιαγμένο στα τέλη του 1969 η Avco Embassy δεν σπατάλησε χρόνο και το Welcome έφτασε στα δισκοπωλεία τον Μάρτιο του 1970, αποσπώντας μιά ζεστή κριτική από το Billboard:



Παρουσιάζοντας μία ειδυλλιακή συνέρευση από λουλουδιασμένες κληματίδες και πεταλούδες, το εξώφυλλο είναι ένα από τα πιό ασυνήθιστα στην ιστορία της rock. O Robert ανακαλεί πώς γεννήθηκε το κόνσεπτ: "Πιστεύω ότι ο Kenny έφερε το κομμάτι του κεντήματος που μπήκε στο εξώφυλλο του άλμπουμ. Το όνομα Welcome προέκυψε από το συγκεκριμένο κέντημα. Ήταν γραμμένο πάνω του". Παρά τις καλές κριτικές η Avco επέλεξε να μην κυκλοφορήσει ένα single από το Welcome πράγμα που σφράγισε την μοίρα του. Ωστόσο, ο Robert και ο John θυμούνται ότι αρχικά αυτός ήταν ο σκοπός. Ο John λέει: "Θυμάμαι να πηγαίνουμε στην Νέα Υόρκη για το ρεμίξ του "Natural Song" για να γίνει single, αλλά τελικά δεν βγήκε τίποτα". Ο Robert λέει: "Υπογράψαμε με την TRO-μία προωθητική εταιρεία. Αυτοί πήραν το "Country Girls" και το έβαλαν σε ένα βιβλίο με δημοφιλή τραγούδια". Όπως μας λέει ο Ray Paret, "TRO σήμαινε The Richmond Organization και κάναμε μία συμφωνία για τους The Bead Game-αλήθεια πίστευαν στην γραφή των τραγουδιών τους και ξόδεψαν πολλά χρήματα βοηθώντας την προώθηση της μπάντας-αυτό ήταν εντελώς ασυνήθιστο για τέτοιες εταιρείες". Η Avco εμφανίζεται να έχει αποφασίσει να επικεντρωθεί στο αρχικό πρότζεκτ για την μπάντα, να χρησιμοποιήσει την μουσική τους για το soundtrack για την καινούρια τους ταινία όπως επίσης και να τους παρουσιάσει λίγο σαν ηθοποιούς στο μέλλον.

The People Next Door


Και η ταινία ήταν το "The People Next Door", που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1970, με πρωταγωνιστές τον Eli Wallach (φημισμένο για τους ρόλους του σε γουέστερν) και την Julie Harris. Ωστόσο ο κύριος ρόλος στο έργο ήταν της Deborah Winters που παίζει μία τινέιτζερ που πιάνεται μέσα στην εποχή της αντικουλτούρας και θέλει να πειραματιστεί όπως πολλοί της γενιάς της. Οι Bead Game λάμπουν στην αρχή της ταινίας, όπου εμφανίζεται η μπάντα με τον ηθοποιό Stephen McHattie να παριστάνει τον lead singer, να παίζει μία βερσιόν του "Sweet Medusa" μπροστά από τον γέρο ιδιοκτήτη ενός κλαμπ, ενώ η ηθοποιός Deborah Winters παρακολουθεί νευρικά. Πάντως η ταινία, αν και δεν προσέλκυσε ενήλικο ή νεαρό κοινό είναι γεγονός ότι έχει κάτι πολύ σπάνιο. Σε αυτήν μπορεί να βρει κανείς σε βίντεο κάποιο ίχνος από μπάντες της εποχής έτσι οι Bead Game αποτελούν ένα ανεκτίμητο ντοκουμέντο. Για να ταυτιστεί με την ταινία η Avco κυκλοφόρησε ένα soundtrack LP το οποίο παρουσιάζει το εντυπωσιακό "Sweet Medusa" και ένα instrumental ("My Life in Review"). Επίσης η Avco έβγαλε το "Sweet Medusa" ως το πρώτο και μοναδικό single. Δύο βερσιόν εμφανίστηκαν στην αγορά. Η μία περιλάμβανε το "Sweet Medusa" και στις δύο πλευρές, ενώ η άλλη, πολύ πιό σπάνια, παρουσιάζει το "Country Girls" στην δεύτερη πλευρά. Και οι δύο βερσιόνς έγιναν με την ελπίδα να προξενήσουν το ραδιοφωνικό ενδιαφέρον και για τα δύο τραγούδια.
Aυτή ήταν μία πρακτική των εταιρειών δηλαδή να τυπώνεται ένας περιορισμένος αριθμός για διανομή στην τοπική αγορά, στους ραδιοφωνικούς σταθμούς και στον μουσικό τύπο με την ελπίδα ότι ένας ή περισσότεροι από αυτούς τους αποδέκτες θα παίξουν το τραγούδι, θα χτίσουν ένα κοινό και μετά θα παράξουν περισσότερους για αυτόν τον αποδέκτη. Γι'αυτό και πιό συχνά από οποιαδήποτε άλλη περίοδο τα single και τα LP ακόμα εκείνης της εποχής έχουν τυπωμένο "promo" στα εξώφυλλα. Αυτός βέβαια ήταν και ο λόγος που αδίκως χάθηκαν τόσα καλά νέα γκρουπ εκείνης της εποχής.

Sweet Medusa (1970)



Το "Sweet Medusa" είναι ένα πανέμορφο ψυχεδελικό θέμα και παρά το ότι παρουσίαζαν κάποιους σκηνοθετημένους στίχους-"I walk among the pimpernels and towers made of light", το παίξιμο είναι άψογο και τα φωνητικά του Jim Hodder λάμπουν με έναν νοσταλγικό ρομαντισμό. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι πολλοί θεωρούν αυτό το κομμάτι ως το απόγειο της μπάντας, παρά το γεγονός ότι το τραγούδι δεν ήταν δική τους ιδέα. Γραμμένο από την συγγραφική ομάδα των Larry Weiss και Scott David English, οι οποίοι αργότερα συνέχισαν για πολύ μεγαλύτερη επιτυχία γράφοντας το "Rhinestone Cowboy" για τον Glen Campell και το "Mandy" για τον Barry Manilow. Με μία ελαττωματική ταινία και ένα LP που δεν πούλαγε δεν ήταν μακριά η στιγμή που η Avco θα τράβαγε το χαλί κάτω από τα πόδια τους. Χωρίς δισκογραφική η μπάντα αποφάσισε να χρηματοδοτήσουν οι ίδιοι ένα δεύτερο LP. Εκείνη την περίοδο ήταν επίσης που η μπάντα μας είχε μία πρόταση να συνεισφέρουν σε ένα δίσκο των Freedom Express, οι οποίοι ουσιαστικά ήταν το κομμάτι των πνευστών του soul σχήματος του Buddy Miles. Η Mercury πρόσφερε στα τρία μέλη των Freedom Express τα συμβόλαιά τους και οι Bead Game προσεγγίστηκαν για να κάνουν την backing band. Βλέπετε οι τρεις μουσικοί των Freedom Express είχαν έρθει σε ρήξη με τον Buddy Miles, για λόγους που είχαν να κάνουν με το συμβόλαιο και η Mercury αποφάσισε να βγάλει ένα άλμπουμ των Buddy Miles and the Freedom Express χωρίς τον Buddy Miles. Κάνανε λοιπόν την ηχογράφηση του Easy Ridin' που κυκλοφόρησε στην Mercury. Στην πραγματικότητα έκαναν αρκετές εμφανίσεις ως Bead Game ανοίγοντας τις συναυλίες των Freedom Express και ύστερα έπαιρναν θέση πίσω από αυτούς κάνοντας την backing band. Το αποτέλεσμα ήταν ο δίσκος Easy Ridin' μία ανάμιξη από jazz, soul και rock που αν πρωτοακούσει κανείς δεν θα θυμηθεί το υλικό των Bead Game. Το LP παρουσιάζει μία επιλογή από διασκευές γνωστών θεμάτων όπως τα κλασικά "Born to Be Wild" και "The Pusher" των Steppenwolf. Αν και οι ήρωές μας βρέθηκαν στο LP αυτό και εμφανίζονταν στο εξώφυλλο, αυτό ήταν ένα πρότζεκτ που δεν είχε διάρκεια. Χωρίς τον πρώην ηγέτη τους Buddy Miles, ο οποίος τότε απολάμβανε τα φώτα της δημοσιότητας στους Band of Gypsies του Jimi Hendrix, η μαγεία δεν ήταν παρούσα.


Easy Ridin'


Η ηχογράφηση του δεύτερου LP τους έγινε στα στούντιο που είχε ηχογραφηθεί και το Easy Ridin'. Σύμφωνα με τον John και τον Robert τον καιρό της ηχογράφησης το άλμπουμ δεν είχε τίτλο αν και όταν τελικά κυκλοφόρησε 26 χρόνια αργότερα το 1996, το είπαν Baptism, όπως είναι και ο τίτλος ενός τραγουδιού. Τα άτομα πίσω από αυτή την κυκλοφορία δεν είναι η μπάντα μας, αλλά οι μηχανικοί Lou Cassella και Erik Lindgren της Arf Arf Records. Έχοντας κυκλοφορήσει σε περιορισμένα αντίτυπα (900 κόπιες), το άλμπουμ μπορεί να βρεθεί στο Ebay και αλλού σε μία νορμάλ τιμή.

Baptism (1996)



Η περιορισμένη κυκλοφορία και η μορφή του μόνο σε βινύλλιο έκανε απαγορευτικό αυτό το ξεχασμένο διαμάντι να ακουστεί. Το Baptism προσφέρει μία σημαντική στροφή στο στυλ σε ένα πιό εμπορικό ήχο και είναι άδικο που καμία εταιρεία δεν το κυκλοφόρησε στις μέρες του. Το "Water Boy" είναι ένα αριστούργημα παρόμοιο στον παλμό με το "Sweet Medusa" αλλά χωρίς τα κλισέ. Ενώ πολύ από το Welcome ήταν ένα πείραμα από στυλ που βρίσκονταν δίπλα-δίπλα, το Baptism είναι μία πολύ πιό εκλεπτυσμένη υπόθεση.

Water Boy (1996)



Η ακουστική κιθάρα οδήγησε το "20 Dollars Bill" να ανεβάσει το τέμπο και σύστησε τον συνθέτη Kenny Westland-Haag στα φωνητικά για πρώτη φορά. Το κομμάτι έχει ένα χαλαρό αίσθημα jazz funk που θυμίζει το "Amos & Andy" από το Welcome.
Το "Sweet Love" βασίζεται στο πιάνο και είναι μία τζαζοειδής μπαλάντα που ακούγεται περισσότερο σαν Steely Dan παρά σαν το Welcome των Bead Game. Το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου προσφέρει τα δεύτερα φωνητικά του Kenny Westland-Haag σε αυτή την ντελικάτη μπαλάντα. Αν και τον καιρό της ηχογράφησης το άλμπουμ δεν είχε τίτλο, το "Baptism" είναι μία εμπνευσμένη επιλογή καθώς πολλά από τα τραγούδια εξερευνούν θέμα σε σχέση με το νερό και λυρικά και μουσικά.
Το "Mr Sorry" είναι άλλο ένα αντιπροσωπευτικό για την γλυκόπικρη, παραπονιάρικη φωνή του Hodder. Αρχίζοντας με ένα απλό πιάνο και φωνητικά το κομμάτι χτίζεται και χτίζεται σε ένα κρεσέντο αλλά διατηρεί το mood τέλεια. Με 6,5 λεπτά διάρκεια και με πολλούς τρόπους αυτό είναι το απόγειο του άλμπουμ.

Mr Sorry (1996)



Η δεύτερη πλευρά αρχίζει με το "Rollerskatin' Baby", που σηκώνει το τέμπο και αλλάζει το mood.To "She's On the Rollin'Pin" άλλο ένα με τα φωνητικά του Kenny Westland-Haag με Honky Tonk πιάνο και ένα σόλο από τον John Sheldon. Το "Steamballin'" ακολουθεί ένα πολύ παρόμοιο παλμό, αλλά είναι πιό country που έχει ομοιότητες με τους Creedence Clearwater Revival.
Κρατώντας το τέμπο το "What A Day" είναι ένα γκόσπελ, με παλαμάκια, με μία δυνατή φωνή από τον Jim Hodder και πλούσια χορωδία που ακούγεται σαν background φωνητικά. Ακόμα μία αλλαγή του στυλ, που δείχνει πόσο ολοκληρωμένοι και ευέλικτοι έχουν γίνει πιά.
Αυτά τα 4 πρώτα κομμάτια της 2ης πλευράς ακούγονται σαν από μία διαφορετική μπάντα από αυτή που ηχογράφησε το Welcome ένα χρόνο πριν. Το "This is True" επιστρέφει στο άκουσμα της 1ης πλευράς. Η τέλεια φωνή του Hodder δίνει μία αιθέρια ποιότητα και η ενορχήστρωση είναι παρομοίως εκπληκτική.

Sweet Love (1996)



Το άλμπουμ κλείνει με το "Nude Bathin'" βασισμένο σε πιάνο, λίγο περισσότερο από ένα λεπτό σε διάρκεια. Το εξώφυλλο του άλμπουμ είναι από ένα έργο ενός θείου του John, που ήταν επαγγελματίας ζωγράφος. Με την ολοκλήρωση της ηχογράφησης του άλμπουμ η μπάντα μας δεν μπορούσε να βρεί μία εταιρεία που να ενδιαφέρεται και ο Robert Gass κάπου τότε άφησε την μπάντα. Αν και τα δύο άλμπουμ ηχογραφήθηκαν μέσα σε ένα χρόνο, είναι εντελώς διαφορετικά, πράγμα που κατά την γνώμη μου πρέπει να επιδοκιμαστεί. Η επινοητικότητά τους είναι απλό να διακριθεί και οι Bead Game είχαν το ταλέντο να γίνουν μία μεγάλη μπάντα αν τους δινόταν περισσότερος χρόνος για να αναμιχθούν σε όλο αυτό. Το Baptism επιβεβαιώνει ότι ήταν περισσότερο από έτοιμοι να ηγηθούν στην αλλαγή των μουσικών στυλ στις αρχές του 1970 και θα είχαν κάνει μία εμπορική έκρηξη αν τους είχε δοθεί η ευκαιρία.

Jim Hodder (1947-1990)


ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019



ROCKET FROM THE TOMBS




Punk Rock Pioneers (Part 1)




ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Έχει γραφτεί τόσο συχνά που έχει γίνει κλισέ: Η punk είχε το λυτρωτικό αποτέλεσμα να σπάσει τον εδραιωμένο μηχανισμό παραγωγής σταρ των δισκογραφικών. Ο καθένας τώρα θα μπορούσε να κάνει δίσκο. Σχεδόν όλοι, φαίνεται, έκαναν. Είτε πιστεύετε όλο αυτό είτε όχι, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η επανάσταση της punk rock έσπειρε μία τεράστια μάζα από βινύλλιο, ισότιμη με τις εκρήξεις του rockabilly και της garage rock δεκαετίες πριν. Εάν ο στόχος ήταν το στάτους των αντι-σταρ, ωστόσο, πολλά από αυτά τα σχήματα το πέτυχαν.
Η πλήρης ποσότητα των κυκλοφοριών βεβαίωνε ότι πολλά punk γκρουπ θα ήταν σχετικά άγνωστα, με την επιρροή τους δύσκολα να έχει αναγνωριστεί. ΄Οπως με άλλα είδη cult καλλιτεχνών, θα έπαιρνε δύο γεμάτες δεκαετίες πριν πολλοί από αυτούς ανακαλυφθούν από ένα ευρύ κοινό ενημερωμένων rock ακροατών. Όπως κάθε άλλο γένος, η punk έσπειρε ένα πλήθος από γκρουπ χωρίς ελπίδα, τα οποία έκαναν δύσκολο να ανιχνεύσει κανείς τα πραγματικά μοναδικά στο είδος γκρουπ. Ακόμα κι όσοι δεν θέλουν την punk (και υπάρχουν πολλοί που δεν την θέλουν, ακόμα κι ανάμεσα στους συλλέκτες της rock) θα πρέπει να παραδεχτούν ότι υπήρξε περισσότερη ποικιλία, από ότι φαινόταν σε μία πρώτη ματιά. Υπάρχουν πολλά γκρουπ που θα άξιζε να μπουν σε αυτή την κατηγορία που θα παρουσιάσω στην στήλη Punk Rock Pioneers. Ήδη μπορώ να ακούσω διαμαρτυρίες από τους λάτρεις του γένους: "Που είναι οι Eater, οι the Electric Eels, οι the Sleepers, οι Crime, οι the Nuns, οι Wreckless Eric ή οι the Adverts;" Χωρίς να θίξω τα σχήματα του no-wave, όπως οι James Chance, τους επιθετικούς Άγγλους με το ειρωνικό όνομα Pop Group ή μπάντες όπως οι Swell Maps.
Ότι έχουμε σε αυτή την στήλη, είναι μία διατομή των punk γκρουπ από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Αν υπάρχει κάποιος κοινός παρονομαστής, είναι ότι απολύτως όλοι (με εξαίρεση ένα γκρουπ) δεν προσπάθησαν να παίξουν punk σαν αρτιστική έκφραση. Η punk συνέβη να είναι αυτό μέσω του οποίου βρήκαν την αρχική τους ώθηση. Όλοι τους αναμίχθηκαν σε κάτι εντελώς διαφορετικό και απρόσμενο, προεκτείνοντας τα όρια της punk rock μέχρι που έγινε κάτι πιό ενδιαφέρον.
Πάμε να ξεκινήσουμε:

Rocket From the Tombs



Μία από τις πιό επιδραστικές Αμερικανικές μπάντες των 70'ς που ποτέ δεν κυκλοφόρησαν δίσκο παρά 15+ χρόνια μετά την διάλυσή τους. Οι Rocket From the Tombs από το Cleveland, γεφύρωσαν την πρώιμη hard/glam rock με την punk/new wave περίοδο. Έγραψαν και τραγούδησαν για την αποξένωση των νέων και τον μοντέρνο εκβιομηχανισμό με απροκάλυπτους, επιθετικούς όρους όταν το μεγαλύτερο μέρος της Αμερικής άκουγε Peter Frampton και Barry White.
Ο τραγουδιστής David Thomas θα συνέχιζε για να γίνει το στήριγμα των Pere Ubu, μίας από τις μακροβιότερες και πιό σεβαστές πειραματικές new wave μπάντες. Ο Cheetah Chrome και ο Stiv Bators, οι οποίοι πήγαν αργότερα στο γκρουπ στις μέρες που δεν ήταν πιά τόσο δυνατό, πήραν το δρόμο-σε μία βλακώδη κίνηση-για τους Dead Boys. To απατηλό σώμα της δουλειάς του Peter Laughner ήταν αρκετό για να κερδίσει ο τραγουδοποιός και τραγουδιστής ένα cult status ολόδικο του πριν τον θάνατό του το 1977 στα είκοσί του χρόνια. Κι όμως οι περισσότεροι φανατικοί της punk/new wave δεν έχουν ποτέ ακούσει για αυτή τη μπάντα, η οποία κατάφερε μόνο μερικές πρωτόγονες ιδιωτικές ηχογραφήσεις και κασέτες με live πριν την διάλυσή τους το 1975.

Ain't It Fun (1974)




Η παράξενη μίξη των Rocket από τους The Stooges, το heavy metal, τον Lou Reed και τον θρασύ πειραματισμό ήταν το μεγαλύτερο όπλο τους αλλά και η απόλυτη πτώση τους. Πιθανώς ήταν too much να περιμένει κανείς τόσο διαφορετικά είδη από αταίριαστα ταλέντα να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο για πολύ. Ένα ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα ίσως ήταν ότι έπαιζαν εναλλακτική μουσική πριν εφευρεθεί ο όρος αυτός ή το punk ή το new wave. Kατά μία αίσθηση, είναι εκπληκτικό που η μπάντα πήγε τόσο μακριά, αν αναλογιστούμε ότι οι Rocket From the Tombs θεωρούνταν κάτι σαν αστεία μπάντα. Ο David Thomas είχε ήδη μία φήμη στο Cleveland σαν κριτικός για τον τοπικό μουσικό τύπο, όταν σχηματίστηκε η μπάντα στα μέσα του 1974. Τα πρώτα σετ τους γέμιζαν με διασκευές από τα 50'ς και 60'ς, με διάσπαρτα κωμικά (το "Hey Joe" για παράδειγμα θα άλλαζε σε "Hey Punk". Η μπάντα άρχισε να γίνεται πιό σοβαρή όσον αφορά στο υλικό τους με την είσοδο του κιθαρίστα (και συναδέλφου κριτικού της rock) Peter Laughner, ενός τραγουδοποιού-τραγουδιστή επηρεασμένου βαθύτατα από τον Lou Reed.
Μέσα σε ένα διάστημα μηνών στην πραγματικότητα, οι Rocket From the Tombs είχαν πλήρως ανανεωθεί. Μόνο ο Thomas παρέμεινε από το ορίτζιναλ γκρουπ. Ο ορίτζιναλ μπασίστας Kim Zonneville ή Charlie Wiener, αποχώρησε για να σχηματίσει (απίστευτα!!) μία κωμική Country Western μπάντα. Στο lineup μπήκε ο ντράμερ Johnny Madansky, ο κιθαρίστας Gene O'Connor και ο μπασίστας Craig Bell (ο οποίος είχε παίξει με ένα άλλο underground σχήμα τους Mirrors). Έφυγε η διακωμώδηση, την θέση της πήρε η τραχειά, εκλεκτική rock με μία έμφαση σε ορίτζιναλ υλικό. Αυτό το λιγότερο δεν θα ήταν δύσκολο να γίνει μιάς και όλοι έγραφαν μέσα στην μπάντα, με την εξαίρεση του Madansky. Σύμφωνα με τον Thomas: "Το κοινό έδαφος ήταν οι The Stooges και οι MC5. Όλοι συμφωνούσαμε με αυτό. Οι τρεις από εμάς (Thomas, Laughner και Bell) ήμασταν αφιερωμένοι στη rock και προερχόμασταν από την επαγγελματική μεσαία τάξη. Ο Madansky και ο O'Connor (ή Cheetah Chrome) ήταν στο heavy metal και προέρχονταν από πρότζεκτς. Το μοναδικό κοινό έδαφος ήταν η αγάπη της hard groove rock και overdrive δυναμικές. Η τάση για οτιδήποτε άλλο υπέκυπτε στην όποια προτεραιότητα είχαμε".

So Cold (1974)



Ο Bell προσθέτει: "Νομίζω ότι το lineup David, Peter, Cheetah, Johnny και εγώ, ήταν οι μόνοι και πραγματικοί Rocket From the Tombs, επειδή ήμασταν οι μόνοι που αλήθεια πιστεύαμε ότι κάναμε και δεν βλέπαμε το γκρουπ ως ανέκδοτο ή part-time. Όταν βρισκόμασταν μαζί φέρναμε πολύ διαφορετικές ιδέες για ανάμιξηO Cheetah και ο Johnny ήταν βυθισμένοι ολοκληρωτικά στο metal στυλ των KISS, εκείνων των ημερών ενώ εγώ ερχόμουν από τους Mirrors, όπου παίζαμε όπως οι The Velvet Underground μαζί με δόσεις φιλελευθερισμού από τον Syd Barrett και τους The Kinks. Ο David ήταν πολύ διανοούμενος και πεισματάρης, βασικά τίποτα από ότι άκουσμα ύπηρχε τότε δεν του άρεσε. Ο Peter ήταν στην μέση όλων αυτών. Τον θαύμαζα για την ικανότητά του να πηγαίνει από τον Robert Johnson στον Gene Simmons και να τα φέρνει όλα μαζί με τέτοιο συνεκτικό τρόπο που ήταν η βάση του πώς θα ήταν ο ορίτζιναλ ήχος των Rocket From the Tombs".
Οι Rocket From the Tombs επίσης πήραν κάποια λυρική βοήθεια από την γυναίκα του Laughner, Charlotte Pressler, η ίδια τοπική ποιητής και μουσικός. Όλο αυτό καταλαβαίνετε ήταν πολύ καιρό πριν οι do it yourself κυκλοφορίες γίνουν κοινότοπος, αλλά δεν ήταν πολύ πριν η μπάντα ηχογραφούσε μία κασέτα με demo στο μέρος που έκαναν πρόβες με άλλα underground σχήματα του Cleveland. Φτιαγμένη σε δύο νύχτες του Φεβρουαρίου του 1975, ποτέ δεν προοριζόταν ως μία επαγγελματική δήλωση. Όχι ότι θα γινόταν αποδεκτή στο CBS σε κάθε περίπτωση. Υπερβολική παραμόρφωση ακύρωνε κάθε ελπίδα για μία ισορροπημένη μίξη ή ποικιλόμορφες συχνότητες. Κι όμως αυτή είναι η μουσική πάνω στην οποία έχει χτιστεί ο θρύλος των Rocket, για το ασυνήθιστο υλικό, αλλά και για τον αποπνικτικά ωμό αυθορμητισμό όταν έπαιζαν. Η μπάντα είχε καταφέρει να συνδυάσει τις ποικιλόχρωμες επιρροές της σε κάτι που το 1975 δεν είχε όνομα ούτε σημείο αναφοράς. Οι πρώιμοι Stooges ίσως ήταν ένα σημείο αναφοράς, αλλά με πιό άγρια, πιό απελπισμένη κλίση στο μηδενιστικό "Life Stinks" ή με μία δόση πειραματισμού στο "Thirty Seconds Over Tokyo".

Muckraker (1974)



To "Final Solution" ήταν η πιό φιλόδοξη ώθηση μέσα στην καρδιά του ανθρώπινου σκοταδιού. Αυτά τα δύο θα γίνονταν κάποια από τα πιό επιδραστικά τρακς στο Αμερικανικό new wave, όταν το επαναηχογράφησαν για τους πρώιμους Pere Ubu. Οι βερσιόν των Rocket ήταν πολύ πιό rock προσανατολισμένες και με κάποια αίσθηση πιό δυναμικές, αν και όχι τόσο τεχνικά επεξεργασμένες σε όρους παραγωγής, όπως τα remake. Ο λιγότερο τεχνικός, πιό rock ήχος της μπάντας αντιπροσωπεύθηκε από τέσσερα τραγούδια που αργότερα θα γίνονταν ξανά από τους The Dead Boys-το "Down in Flames", το "What Love Is", το "Ain't It Fun" και το "Never Kill Myself Again" (το τελευταίο από τα οποία οι The Dead Boys μετονόμασαν σε "Caught With the Meat in My Mouth").
Υπερβολικός εφηβικός θυμός; Ίσως. Κι όμως το highlight του σετ δεν ήταν οι τόνοι του meat, αλλά του θρηνητικού, σχεδόν folky "Ain't It Fun". Με την πολύ αληθινή αίσθηση της σπατάλης και της μετάνοιας για την νεανική κατάχρηση. Γραμμένο από τον Peter και τον Cheetah ήταν ίσως η καλύτερη προσπάθεια του Laughner στο να ταιριάξει το τρυφερό και συνάμα σκληρό ήθος του είδωλού του Lou Reed. Εκ των υστέρων είναι διπλά στοιχειωτικό μοιάζοντας να προοιωνίζει τον πρώιμο από τα ναρκωτικά θάνατο του Laughner με ένα ψυχρό ρεαλισμό. Σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα, έφτασε στα αυτιά πολύ-πολύ κόσμου-αν και ο Laughner ίσως με κανένα τρόπο δεν θα εκτιμούσε-όταν διασκευάστηκε από τους Guns n' Roses.
Η κασέτα μεταδόθηκε στον δημοφιλή τοπικό rock σταθμό WMMS, όπου ο Laughner αποφάνθηκε ότι "οι περισσότεροι δίσκοι σήμερα γίνονται με φόρμουλα" και προέτρεψε τους ακροατές να φτιάξουν δικές τους μπάντες και να κάνουν τη δική τους μουσική. Κάποιο επιπλέον υλικό ηχογραφήθηκε live στην Agora στο Cleveland (και παρουσιάζει τον Don Evans σαν προσωρινή αντικατάσταση του Madansky), ακούστηκε στον αέρα του WMMS λίγο αργότερα, παρουσιάζοντας το πιό "κακόφημο" θέμα τους "Final Solution", τον απόλυτο ύμνο της νεανικής απογοήτευσης και θα γινόταν ξανά ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους του πρώιμου ρεπερτορίου των Pere Ubu σε ένα λιγότερο rock προσανατολισμένο remake.

Final Solution (1974)



Αν και αυτές οι κασέτες ήταν κάπως μακριά από αποδεκτές στούντιο συνθήκες, παρέμειναν τα μόνα ντοκουμέντα των Rocket From the Tombs, διατηρημένες ως ράδιο μεταδόσεις και κυκλοφόρησαν για 20 χρόνια ανάμεσα σε λυσσασμένους συλλέκτες της underground rock. "Όταν κάναμε την κασέτα δεν είχαμε ιδέα ότι θα γινόμασταν γέφυρα από το ένα στυλ της rock στο άλλο", λέει ο Bell. "Aπλά βάζαμε στην κασέτα ότι αισθανόμασταν σαν δυνατό rock 'n' roll ήχο με στίχους που δεν ήταν το συνηθισμένο "baby baby wanna fuckya all night long". Ζούσαμε στο Cleveland και η επιρροή μας ήταν ότι αν πρόκειται να παίξεις rock έπρεπε να "κοπανάει" και αυτό κάναμε όσο καλύτερα μπορούσαμε. Είχαμε τόσο διαφορετικές επιρροές που μερικές φορές γινόταν μάχη για να χαλιναγωγήσουμε τις ιδέες και να ολοκληρώσουμε ένα τραγούδι".
Αν ήταν αυτό το θέμα, δεν μας κάνει έκπληξη ότι εσωτερικές διαμάχες άρχισαν να φθείρουν το γκρουπ. Τα μοναδικά φωνητικά του Thomas-με μία "πνιγμένη" ποιότητα που θα τον έκανε να ακούγεται σαν ένας πιό άτονος Captain Beefheart-δεν είχαν την ομόφωνη εκτίμηση της υπόλοιπης μπάντας. Ο Stiv Bators, ένας μακράν πιό συμβατικός τραγουδιστής rock, στρατολογήθηκε για να πάρει τα περισσότερα από τα lead vocals. Ο Thomas, ιδρυτής της μπάντας, "μειώθηκε" στο να παίζει όργανο, σαξόφωνο και να τραγουδάει το "Thirty Seconds Over Tokyo". Από την πλευρά του Thomas, αυτή η αναδιοργάνωση όχι μόνο άλλαξε τις δυναμικές της μπάντας, αλλά έκανε ζημιά στην ίδια την μουσική. "Thomas-Laughner-Bell-O'Connor-Madansky ήταν το καλύτερο lineup" ισχυρίζεται. "Ήταν αυτό που έγραψε όλα τα τραγούδια, συμπεριλαμβανομένων κι αυτών που αργότερα πιστώθηκαν στους Dead Boys. Ήταν το πιό ισορροπημένο και είχε στόχο. Η εκδοχή των Rocket From the Tombs πριν ήταν μεταβατική. Οι εκδοχές μετά διαλύθηκαν. Ο Madansky έφυγε και τον αντικατέστησε ο Wayne Strick και πήραμε τον Stiv Bators για να τραγουδήσει, πράγμα που ήταν το τέλος όλου αυτού. Η ισορροπία χάθηκε και γινόταν κάτι συνηθισμένο. Ότι ήταν καλό για τους Rocket From the Tombs ήταν η τάση ανάμεσα στον Peter τον Craig και εμένα, όσο και ανάμεσα στους O'Connor και Madansky".
Αφού έκαναν support στους άγνωστους τότε Television στο Cleveland στα μέσα του '75, οι Rocket From the Tombs διαλύθηκαν. Ο Bators, o O'Connor και ο Madansky σχημάτισαν τους Dead Boys, που υιοθέτησαν μία Rocket From the Tombs αισθητική σε μία punk μπάντα της κακιάς ώρας, που είχε ένα μικρό ποσοστό επιτυχίας και δημοφιλίας. Ο Thomas σχημάτισε τους Pere Ubu, που δημιούργησαν ένα γρήγορο και κρίσιμο κύμα με τα δύο πρώτα single τους, πιό τεχνικά και ανατριχιαστικά remake των "Thirty Seconds Over Tokyo" και "Final Solution".

Amphetamine (1974)



Οι Pere Ubu στην πραγματικότητα είναι ακόμα δυνατοί στις μέρες μας, μετά από αρκετές αλλαγές στο lineup και περιοδικές διακοπές. Για τις διαφορές ανάμεσα στους Rocket/Pere Ubu βερσιόνς των τραγουδιών από το ρεπερτόριο των Rocket From the Tombs, ο Thomas παρατηρεί, "Εξελίχθηκαν. Αυτό συμβαίνει όταν εξερευνείς. Σου αρέσει να κοιτάς τα πράγματα με διαφορετικούς τρόπους. Επίσης οι Pere Ubu ήταν μαζί τρεις εβδομάδες όταν ηχογραφήσαμε το "Tokyo", για παράδειγμα, ενώ οι Rocket ήταν μαζί ένα χρόνο ή και περισσότερο όταν έκαναν αυτές τις ηχογραφήσεις. Οι άνθρωποι στους Pere Ubu ήταν διαφορετικοί και είχαν διαφορετικές φιλοδοξίες".
O Laughner ήταν στην πρώτη ενσάρκωση των Pere Ubu, αλλά άφησε την μπάντα λίγο πριν τον θάνατό του το 1977. Πάντοτε, όπως κάποιος που έζησε και έπαιξε το rock 'n' roll, έφτασε τόσο κοντά στο τέλος, για το οποίο έγραψε στα τραγούδια του. Εν μέρει σαν αποτέλεσμα μερικών σόλο ηχογραφήσεων, προσέλκυσε ένα μικρό cult κοινό. "Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω στο χρόνο και να αλλάξω οτιδήποτε νομίζω θα είχα γίνει πιό δυναμικός στα αισθήματά μου, όσον αφορά στην απομάκρυνση του David ως lead singer και στην έλευση του Stiv", λέει σήμερα ο Bell. "Δεν συμφώνησα με αυτό τότε, αλλά δεν είπα τίποτα και το μετανιώνω. Αν είχαμε αντιπαρέλθει εκείνο το πρόβλημα και είχαμε συνεχίσει στο μονοπάτι που βαδίζαμε, θα είχαμε αλήθεια κάνει μουσική που θα ήταν βιώσιμη σήμερα. Νομίζω ότι έπρεπε να κυνηγήσουμε κάποιες περιοχές που οι Pere Ubu έκαναν, αλλά όχι με τέτοιο αρτιστικό επίπεδο. Θα είχαμε συνδυάσει την δύναμη και την άποψη 
των The Dead Boys χωρίς τις ανώριμες ιδέες τους".
O Thomas είναι απαξιωτικός στην ιδέα ότι οι Rocket From the Tombs ήταν πολύ μπροστά από την εποχή τους. "Κανείς δεν είναι μπροστά από το χρόνο. Η μπάντα ποτέ δεν θα κράταγε. Οι διαφορές μας ήταν μνημειώδεις. Σίγουρα όταν η ισορροπία των τάσεων στο γκρουπ χάθηκε o χρόνος μας ήταν μετρημένος. Το γκρουπ Thomas-Laughner-Bell-O'Connor-Madansky θα μπορούσε να έχει επιβιώσει 2-3 χρόνια πριν διαλυθεί, αλλά ο Madansky έφυγε, έτσι είναι άσκοπο να κάνουμε εικασίες...Δεν ήταν ένα διερευνητικό γκρουπ. Οι Pere Ubu φτιάχθηκαν για να εξερευνήσουν και να επιβιώσουν. Οι Rocket From the Tombs όχι".

Seventeen (1974)



Ο Bell δεν είναι τόσο σίγουρος. "Ήμασταν τόσο μπροστά από την εποχή μας; Ήμασταν εντελώς έξω από την εποχή μας. Παίξαμε μόνο πέντε φορές, αλλά όλοι έπεσαν ξεροί...τόσο πολύ που δεν ήξεραν πώς να το διαχειριστούν. Είχαμε σπουδαίο κοινό στα σόου μας και νομίζω θα μπορούσαμε να είχαμε μία μακρά και επιτυχημένη πορεία αν απλά μπορούσαμε να έχουμε αντιληφθεί το τι είχαμε εκείνη την στιγμή στα χέρια μας. Ήμασταν σε κενό αέρα εκείνη την εποχή και ήμασταν κλασικοί τύποι που αμφιβάλουν για τον εαυτό τους, πράγμα που ήταν ο κύριος λόγος που δεν μπορέσαμε να κρατήσουμε την πορεία της μπάντας. Αν είχαμε κάποιο είδος υποστήριξης και ενθάρρυνσης στην αρχή, νομίζω θα είχαμε μεγαλύτερο αντίκτυπο εκείνη την περίοδο. Είχαμε όλα τα είδη των ιδεών να αιωρούνται τριγύρω από την μπάντα και εκείνη την περίοδο θα είχαμε την ελευθερία να εξερευνήσουμε αυτές τις λεωφόρους, επειδή η αγορά δεν ήταν τόσο περιοριστική όπως έχει τώρα γίνει. Νομίζω ότι αν ακούσετε τις υπάρχουσες ηχογραφήσεις θα ακούσετε μία μπάντα που επιθυμούσε να πάρει ακραία ρίσκα, επειδή αισθανθήκαμε ότι θα μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα και τον ίδιο χρόνο να μην αφήσουμε το κοινό μας πίσω".
Μέρος του λόγου που οι Rocket From the Tombs διατηρούν τέτοιο μυστικισμό είναι ότι οι ηχογραφήσεις είναι τόσο δύσκολο να βρεθούν. Για χρόνια, ήταν διαθέσιμες σαν κασέτα μόνο, κυκλοφορώντας μόνο σε όσους συλλέκτες γνώριζαν. Μερικές τελικά έγιναν το 1990 κόπιες κάπου 600 στον αριθμό με το όνομα Life Stinks, που είναι επίσης δύσκολο να εντοπίσει κανείς σήμερα. Κάποιες επίσης βρήκαν τη θέση τους στο box set των Pere Ubu από την Geffen.

Never Gonna Kill Myself Again (1974)



Όσον αφορά στο όνομα Rocket From the Tombs είναι ένα ταιριαστό όνομα για μία μπάντα που το κληροδότημά της έχει τέτοια δυναμική, ακόμα μέχρι το σημείο να προκαλέσει ρήγμα στην επιφάνεια της γής.   


ΣΥΝΙΣΤΩΜΕΝΗ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ
Life Stinks (1990, Jack Slack)



Αυτό δεν είναι πολύ ευκολότερο να βρεθεί σε σχέση με τις bootleg tapes των demo του γκρουπ και των μεταδόσεων στο ραδιόφωνο, από τις οποίες αυτή η μικρή ανεξάρτητη εταιρεία άντλησε. Αν μπορείτε να το βρείτε, ωστόσο (ή τις κασέτες), είναι ουσιαστικό να ακουστεί από όποιον ενδιαφέρεται για τις ρίζες του punk και του new wave, συμπεριλαμβανομένων διαφορετικών βερσιόν από πολύ υλικό που κατέληξε στους πρώτους δίσκους των Pere Ubu και των The Dead Boys.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Διαβάστε/Ακούστε επίσης