Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Τρίτη 30 Ιουνίου 2020









U.S. APPLE CORPS









Christian Gospel Psych / Hard Rock 










Οι U.S. Apple Corps ήταν μία Αμερικανική Christian psych/hard-rock μπάντα. Έβγαλαν δύο δίσκους την δεκαετία του 70, στους οποίους πάντρευαν την gospel με την rock, χρησιμοποιώντας κλασικά gospel, όπως για παράδειγμα το "Swing Low Sweet Chariot", ένα American Negro spiritual θέμα από το 1860.

Dead (1976)







U.S. Apple Corps (SSS International 12) 1970




Αυτό το παράξενο άλμπουμ αποτελείται από παραδοσιακά γκόσπελ φτιαγμένα για να παιχτούν από rock μπάντα. Τέτοια κλασικά όπως το "Swing Low, Sweet Chariot" και το "Down By the Riverside" ακούγονται πολύ δυνατά σε αργό ρυθμό, από ένα γκρουπ του Nashville που υπερβαίνει τα εσκαμμένα. Και ο συνολικός χρόνος που διαρκεί είναι πολύ λίγος, κάτω από 26 λεπτά. 

Ain't It Like Him (1970)






Παρά όλα αυτά ο δίσκος αποκτά ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί μία πρωτοποριακή στροφή στην gospel. Βλέπετε η gospel ήταν τότε ουσιαστικά το μόνο είδος μαύρης μουσικής που ακόμα δεν είχε πειραχτεί από λευκούς μουσικούς.
Δυναμική gospel-rock με μεγάλη έμφαση στην rock. Η μπάντα ακουμπάει καλά στην hard rock και έχει leads στην κιθάρα να θυμίζουν πολύ Southern rock, ενώ η μαύρη γυναίκα που ακούγεται να τραγουδάει και η gospel χορωδία μπορούν να φανερώσουν το είδος εκ των προτέρων.

Swing Low Sweet Chariot (1970)






Αυτό είναι ένα πολύ καλό άλμπουμ, όμως είναι επίσης πολύ μικρό σε διάρκεια. Περιλαμβάνει πόστερ, που στην πραγματικότητα είναι ένα γιγάντιο διπλωμένο φύλλο που περιέχει τους στίχους, χωρίς τίποτα άλλο στο πίσω μέρος. Οι κόπιες που το προμόταραν είχαν μπλε χρώμα βινύλιο, αλλά δεν είναι σπανιότερες από αυτές με το μαύρο βινύλιο.

Will the Circle Be Unbroken (1970)






Let the Music Take Your Mind (SSS International PLP 504) 1976






Κυκλοφορώντας έξι χρόνια μετά το ντεμπούτο τους (το πιθανότερο είναι να είχε ηχογραφηθεί κάπου στις αρχές των 70ς), το δεύτερο και τελικό άλμπουμ τους, είναι σε ένα παρόμοιο στυλ.

Elijah Stone (1976)






Καταρχήν είναι πιο διακριτικό, ωστόσο με μεγαλύτερη έμφαση στην σύνθεση και πιο πολύ ανδρικά φωνητικά. Υπάρχουν κάποια πολύ καλά τραγούδια εδώ, ιδιαίτερα το σχεδόν 7-λεπτο "Dead", με την τριπλή lead guitar, το οποίο κλείνει την Α' πλευρά. Ένα πραγματικά υπέροχο ψυχεδελικό εξώφυλλο συμπληρώνει την εικόνα.

That's What My Man Is For (1976)






Σε αντίθεση με το ντεμπούτο τους, εδώ το γκρουπ έχει γράψει ορίτζιναλ υλικό. Μουσικά είναι πιο heavy αλλά και με μεγαλύτερη ποικιλία (τσεκάρετε το blues "That's What My Man Is For"). Ο Bryant Sterling ή Dennis Bryant που τραγουδάει είναι μόλις 15 χρονών.

Silverfield Lady (1976)

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020










THE ROCKETS











Great Unknowns













Είναι εύκολο να δει κανείς γιατί οι The Rockets προσέλκυσαν την προσοχή του Neil Young. Και ήταν την εποχή του Everybody Knows This Is Nowhere το 1969, που έγιναν Crazy Horse και η χημεία των μελών της μπάντας με τον Neil Young κράτησε περισσότερο από τρεις δεκαετίες.

Pills Blues (1968)






The Rockets (White Whale WWS 7116) 7/68





H μπάντα που σύντομα θα γινόταν Crazy Horse ήταν μία ανυπέρβλητη μπάντα σε αυτή την αρχική της μορφή. Κάποια από τα τραγούδια (ιδιαίτερα τα κομμάτια που ανοίγουν και στις δύο πλευρές) θυμίζουν το είδος της μουσικής που έπαιξαν με τον Neil Young και η πλειοψηφία του δίσκου είναι moody δημιουργική ψυχεδελική rock.

Won't You Say You'll Stay (1968)






Ήταν τυπικό εκείνης της εποχής για τις μπάντες που δεν είχαν περιστροφές, αλλά ντόμπρα ένστικτα να προσαρμόζονται στις νέες τάσεις (οι Family και οι Traffic είναι καλό παράδειγμα), αλλά αυτή η μπάντα δεν χρησιμοποιεί κόλπα στο στούντιο για να φτιάξει κάποια κατά τα άλλα νορμάλ τραγούδια. Είναι ολόκληρη νοοτροπία και ήχος: η χρήση του ηλεκτρικού βιολιού ως κυρίου οργάνου (Bobby Notkoff), οι παράξενες αφοπλιστικές στιγμές στα τραγούδια που σε κάνουν να τα θυμάσαι (τσεκάρετε το "Mr. Chips'"), το groove που δίνει σχήμα στα μεγαλύτερης διάρκειας κομμάτια και μία δυνατή pop αίσθηση (που θα εξαφανιστεί στα χρόνια με τον Young) όλα δημιουργούν ένα μοναδικό και ενθυμητικό ήχο-και είναι πολύ καλό το κάθε τραγούδι, τόσο, όσο αυτά των εξαιρετικών Crazy Horse. Τα καλύτερα από τα κομμάτια είναι το "Let Me Go", με ένα άφοβο βιολί να κάνει τζαμ, αλλά και το hard-psych "Pills Blues". Ένα μικρής διάρκειας άλμπουμ 28 και κάτι λεπτών, αλλά ελάχιστο μέρος του ξεφεύγει από την τελειότητα.

Mr. Chips (1968)






O lead vocalist Danny Whitten μαζί με τον κιθαρίστα Leon Whitsell έγραψαν σχεδόν μισά-μισά τα τραγούδια. Διακρίνεται ένας προσανατολισμένος περισσότερο στην blues-rock ήχος με ψυχεδελικές πινελιές. 
Το άλμπουμ τους κυκλοφόρησε στην White Whale, με έδρα το Los Angeles το 1968, την εταιρεία που καθιερώθηκε με το "Happy Together" των Turtles. Ήταν το 1964 που ο Danny Whitten (κιθάρα/φωνητικά) και ο Billy Talbot (μπάσο/φωνητικά) είχαν κάνει το γκρουπ Danny & the Memories και είχαν βγάλει ένα single, το "Can't Help Loving That Girl of Mine", που δεν πήγε πουθενά.
O ντράμερ Ralph Molina μπήκε στην μπάντα τους το 1966 και μετακόμισαν στο San Fransisco, όπου οι εμφανίσεις τους πήγαν καλά και το σχήμα ενισχύθηκε με την προσθήκη των αδελφών George και Leon Whitsell στην κιθάρα. Επίσης πρόσθεσαν τον με κλασική εκπαίδευση βιολονίστα Bobby Notkoff, ο οποίος δεν είχε καμία σχέση με το rock 'n' roll, αλλά ήταν πρόθυμος να μάθει. Με αυτό το lineup επέστρεψαν στο Los Angeles για να δοκιμάσουν την τύχη τους.

Let Me Go (1968)






Ο Neil Young ήταν χωρίς έκπληξη ένας από τους μεγαλύτερους φαν του γκρουπ και διασκέδαζε πολύ να κάνει τζαμ μαζί τους, όταν δεν ήταν σε τουρ ή στο στούντιο με τους Buffalo Springfield.
Ο οργανίστας Barry Goldberg (The Electric Flag), στρατολογήθηκε για να κάνει την παραγωγή του άλμπουμ. Το άλμπουμ έλαμψε με την Α' πλευρά να πιστώνεται ολόκληρη στον Whitten, ενώ την Β' πλευρά με τα ψυχεδελικά blues στον Whitsell.
Αλλά η μοίρα είχε άλλα σχέδια για την μπάντα. Ο Neil Young ήθελε μία μπάντα και μετά το Everybody Knows This Is Nowhere, στο οποίο είχε πάρει τους Whitten, Talbot και Molina και τον Notkoff σε ένα τρακ, τους ήθελε. Και δεν το συζητούσε καθόλου.

I Won't Always Be Around (1968)






Οι Τhe Rockets δεν έσκιζαν στα charts και έτσι με τις ευλογίες των υπολοίπων οι Danny, Billy και Ralph πέρασαν στην ιστορία σαν τα τρία τέταρτα των Neil Young & Crazy Horse.
O Danny Whitten πέθανε το 1972 στα 29 χρόνια του από ναρκωτικά. Ο George Whitsell πήρε προσωρινά την θέση του κιθαρίστα στους Crazy Horse, μέχρι να εμφανιστεί ο Frank "Pancho" Sampedro το 1975.
Το Τhe Rockets είναι ένας μικρός σε διάρκεια δίσκος, ένα μικρό δείγμα του τι θα ακολουθούσε-και στην περίπτωση του Danny Whitten, μία γλυκόπικρη υπενθύμιση του τι θα μπορούσε να είχε γίνει αν συνέχιζε να υπάρχει στην μπάντα.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Κυριακή 28 Ιουνίου 2020











TEE & CARA











Between Acid Folk and 

New York Tin Pan Alley Pop






In a more innocent time-when peace and love was still a viable option-on a street in New York City, two teenagers sit by a fire hydrant...all thrift store chic and childish knowing. Eating sandwiches, sipping Coke, looking shyly, hopefully at the camera...the perfect faded snapshot of the way things were.
(Από το οπισθόφυλλο του δίσκου)

A Hard Day's Night (1968)





Ο Tee Sapoff και η Cara Beckenstein ήταν ένα ντουέτο εφήβων (18 και 16 ετών αντίστοιχα) και έβγαλαν ένα άλμπουμ που αποτελείται από ήρεμες, γλυκές μπαλάντες που συνοδεύονται από ακουστική κιθάρα, έγχορδα, βιμπράφωνο, κλαρινέτο και φλάουτο. Τραγουδούν πολύ ευχάριστα και έχουν ένα ζεστό ήχο. 

As They Are (United Artists UAS 6683) 1968






Ήταν ένα πολύ ωραίο νεαρό ζευγάρι που διέθετε τα νιάτα και το ταλέντο. Ο Tee είχε σπουδάσει και έπαιζε κιθάρα από όταν αποφοίτησε από το σχολείο και διέθετε πολύ καλή μουσικότητα. Η Cara μόλις 16 χρονών, ξεκίνησε να παίζει πιάνο σχεδόν τότε που ξεκίνησε να παίζει με τις κούκλες. Αλλά μετά από πολλή σκέψη παράτησε το πιάνο για την κιθάρα, την οποία εκτός κάποια μαθήματα έμαθε μόνη της να παίζει.

Don't Ask Me Why (1968)






Συναντήθηκαν στο John Adams highschool της Νέας Υόρκης και συνειδητοποίησαν την δυναμική που είχαν σαν σχήμα. Μάλιστα αρχικά ξεκίνησαν σαν τρίο με ένα ακόμα συμμαθητή τους, γρήγορα όμως είδαν ότι δεν ταίριαζαν οι τρεις φωνές και αποφάσισαν να συνεχίσουν ως ντουέτο.

Keeping Track (1968)






Εκτός των ικανοτήτων τους στα όργανα και στην φωνή μπορούσαν να γράφουν. Στο As They Are υπάρχουν μόνο δύο διασκευές. Αυτή του "A Hard Day's Night" των Beatles και μία ακόμα, αυτή του κλασικού "I Got Plenty of Nuttin'" του Gershwin (από την ταινία Porgy and Bess).

I Got Plenty of Nuttin' (1968)






Όχι ιδιαίτερα ντελικάτο άλμπουμ, αλλά και με τίποτα ασυνήθιστο ή χαρακτηριστικό και ίσως να ακουγόταν ελαφρώς παρωχημένο από εκείνη την εποχή που κυκλοφόρησε. Έγραψαν οχτώ από τα 10 τραγούδια του δίσκου, αλλά εδώ υπάρχει ένα ωραιότατο, ευφάνταστο και μοναδικό "A Hard Day's Night", μία διασκευή στο στανταράκι των Beatles που κάνει αίσθηση σε όσους το ακούν για πρώτη φορά.

Waiting List (1968)






Το εξώφυλλο του άλμπουμ τους δείχνει να μασουλάνε σάντουιτς καθισμένους σε ένα πεζοδρόμιο της Νέας Υόρκης, με τα στόματα γεμάτα.

I Don't Think I Know Her (1968)






Τραγουδούν για τον έρωτα και τις ανθρώπινες σχέσεις με ένα πολύ ήρεμο και μερικές φορές λυπητερό τρόπο. Λέγοντας αυτά λοιπόν, μπορείτε να τους ακούσετε με ευχαρίστηση, καθώς κάποια τέτοια σχήματα καταδικάστηκαν στην αφάνεια.

Just Thinkin' (1968)

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Σάββατο 27 Ιουνίου 2020











TANGERINE ZOO










Psychedelic Unknowns











Οι Tangerine Zoo ήταν ένα Αμερικανικό ψυχεδελικό γκρουπ από το Swansea της Μασαχουσέτης, που φτιάχθηκε το 1966. Συμπεριλαμβάνονται στον Bosstown Sound και μαθεύτηκαν χρόνια μετά την διάλυση τους εξαιτίας της συλλεκτικής μανίας. Λέγεται ότι τους είχε επιβληθεί να μην συμμετάσχουν στο Woodstock, αν και είχαν προσκληθεί να παίξουν εκεί.

Crystalescent Heaven (1968)






Tangerine Zoo (Mainstream 56109 / S6107) 3/68






Οι Tangerine Zoo, ένα γκρουπ από την New England, το πήγαν απίστευτα καλά στο ντεμπούτο άλμπουμ τους. Ενώ οκτώ από τα εννέα τραγούδια είναι ορίτζιναλ υλικό, το mood δημιουργείται μάλλον από το δανεικό κομμάτι, το "Gloria", το οποίο και ανοίγει το άλμπουμ και διαρκεί 6 περίπου λεπτά! Tα "The Flight" και "One More Heartache" ροκάρουν καλά, ενώ τα "Please Don't Set Me Free" και "Crystalescent Heaven" είναι πολύ όμορφα slow κομμάτια.

Please Don't Set Me Free (1968)






Αρχίζοντας με ακόμα μία παρατεταμένη βερσιόν του "Gloria", μάλλον δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα, αλλά μερικά από τα κομμάτια που ακολουθούν έχουν να προσφέρουν πραγματάκια. Το "The Flight" έχει ένα φρικαρισμένο παίξιμο στο όργανο και fuzz κιθάρα και τα φαλσέτο φωνητικά είναι μία ωραία πινελιά, κάνοντας το ένα φρικαρισμένο pop κομμάτι, παρά ακόμα ένα heavy ψυχεδελικό. Ο κιθαρίστας δεν ντρέπεται να χρησιμοποιήσει παραμόρφωση, πράγμα που δεν είναι κακό. Μεγάλο μέρος είναι κοινότοπος, αλλά γενικά θα διασκεδάσετε ακούγοντας, αν και δεν είναι κάτι το ξεχωριστό.

The Flight (1968)






Ένα γκρουπ που φαίνεται ότι έχει δουλέψει σκληρά και του οποίου ο ήχος κυριαρχείται από το στροβιλισμό του heavy οργάνου. Αυτό μπορεί άμεσα να αποδειχθεί από το πρώτο κιόλας τρακ του "Gloria", με την fuzz κιθάρα. Μία αποδεκτή βερσιόν ενός τραγουδιού που το έχουν κυριολεκτικά "ξεσκίσει" στις διασκευές. Το "Nature's Children" είναι πιθανόν το καλύτερο τρακ του άλμπουμ, γνωστό από την εποχή που το γκρουπ μας λεγόταν The Kidds.

Nature's Children (1968)






Ακόμα διατηρεί την garage πανκ ενέργεια του, αλλά εδώ έχει ενδυθεί έναν ψυχεδελικό μανδύα, με δυνατές πινελιές από την παραγωγή. Ακολουθώντας το αν όχι ισάξιο είναι το "Crystalescent Heaven", του οποίου οι ταξιδιάρικοι στίχοι ακούγονται σαν να επιπλέουν πάνω στο επιδέξιο όργανο που βρίσκεται διακριτικά πίσω, με τις δυνατές αρμονίες και τα φωνητικά. Κατά τα άλλα δεν υπάρχει τίποτα μεμπτό με τα υπόλοιπα κομμάτια (μερικά από τα οποία άνετα συγκρίνονται με τους Vanilla Fudge), απλά τους λείπει αυτό το κάτι. Είναι ένα ατόφιο άλμπουμ και τους πιστώνεται ότι έχουν γράψει σχεδόν τα πάντα. Το πιθανότερο μάλλον να ακούγονταν φανταστικά live, πράγμα που δεν στάθηκε δυνατόν να γίνει στο στούντιο. Σε γενικές γραμμές αξίζει να ακουστεί σίγουρα.


Outside Looking In (Mainstream 6116) 12/68





Το δεύτερο άλμπουμ τους έχει μεγαλύτερη ποικιλία. Έχει τα συνηθισμένα ξεσπάσματα της fuzz κιθάρας, δραματικό ήχο στο όργανο, ανατολίτικες επιρροές κλπ, αλλά επίσης και μελωδικό μπάσο και pop προσανατολισμένο τραγούδισμα που τους κάνει να ξεχωρίζουν από άλλες μέτριες hard rock μπάντες.

Can't You See (1968)






Το απίστευτο είναι πώς καταφέρνουν να μπλέκουν στοιχεία της hard rock με στοιχεία της soft rock χωρίς να μπερδεύουν τον ακροατή. Το αγαπημένο μου "Wake Up Sun", έχει ένα σόλο με παραμόρφωση στην κιθάρα και μία ξεκάθαρη επιρροή από την εποχή του "Great Banana Hoax" των Electric Prunes. Όπως και στο πρώτο άλμπουμ έχουν ορισμένες μαγευτικές στιγμές. Νομίζω ένα compilation από τα καλύτερα τραγούδια και των δύο δίσκων θα ήταν ότι πρέπει. Και δεν έχω δει αν όντως έχει γίνει.

Wake Up Sun (1968)






Ένα ολοκληρωμένο ψυχεδελικό άλμπουμ, με ατμοσφαιρικό όργανο που στροβιλίζεται με ένα μοναδικό τρόπο στην καρδιά των περισσοτέρων κομματιών. Υπάρχει μία δυνατή Αγγλόφιλη παρουσία, που αντιπροσωπεύεται από μία εξαιρετική βερσιόν του "Another Morning" των Moody Blues.

Another Morning (1968)






Η επιρροή από τους Moodies βρίσκεται σε όλο το άλμπουμ στην πραγματικότητα, ιδιαιτέρως στο "Confusion", που αρχίζει με ομιλία σαν να ακούς τον Justin Hayward, ενώ κατόπιν ροκάρει μοιάζοντας σαν να πλανιέται σε ένα σύννεφο LSD με στίχους, ωραία φωνητικά και fuzz κιθάρα.

Confusion (1968)






Το σχεδόν 10-λεπτο "Young Dream" έίναι μία γενναία προσπάθεια που δεν "πιάνει" απόλυτα. Κάνει κοιλιά κάπου στη μέση του και μοιάζει "λίγο" για την διάχυτη αίσθηση του δράματος που μεταφέρει.

You I Love (1968)






Το παίξιμο τους είναι επιδέξιο (ιδιαιτέρως του οργανίστα και του ρυθμικού κιθαρίστα), καθώς ταιριάζει σε γκρουπ που συχνά άνοιγε για μεγάλα ονόματα. Η τραγουδοποιία είναι επίμονη, αν και της λείπει αυτή η ζωτική, αλλά συχνά απροσδιόριστη λάμψη που ξεχωρίζει το καλό από το υπέροχο.



ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020









QUINTESSENCE 








Hippie Indian Prog








Πολλοί δρόμοι στη ροκ και ποπ μουσική από τη δεκαετία του '60 οδηγούν πίσω στους Beatles και στη γόνιμη διασταύρωση της ινδικής μουσικής με το δυτικό ροκ. Αμέσως μετά την ιστορική και σύντομη διαμονή των Fab Four σε ένα κοινόβιο στην Ινδία με τον Maharishi Mahesh Yogi ως γκουρού τους, έγινε το μεγάλο “μπαμ”. Αλλά κι έπειτα, μόλις ο George Harrison ηχογράφησε το διάσημο "Within You Without You" στο άλμπουμ Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band, το τζίνι βγήκε έξω από το μπουκάλι: Ξαφνικά ο κάθε μουσικός ενσωμάτωσε κάποιο είδος ινδικής αναφοράς στη μουσική του. Όμως ενώ μερικοί ήταν ικανοποιημένοι με το να βρουν απλώς έναν πνευματικό γκουρού, άλλοι, όπως οι Quintessence, έδωσαν άλλη έκταση στο θέμα κι ανέπτυξαν ένα δικό τους μοναδικό μείγμα τζαζ και ψυχεδελικού ροκ με προοδευτικές πινελιές, όλες  με μουσικές επιρροές από την Ινδία, συμπεριλαμβανομένων αμιγώς ινδικών τραγουδιών και φυσικά με όργανα όπως το σιτάρ και τα χαρακτηριστικά κρουστά.

Notting Hill Gate (1969)   




Στα τέλη ακόμη των ΄60s και στις αρχές των '70s, το progressive rock δεν είχε βρει ακόμη τα στάνταρντ του και κινούνταν σε πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις. Υπήρχε πρώτα η υπερβολικά κλασική επιρροή των Emerson, Lake & Palmer, που τελικά  κατέληξε σε “υπερφυσικές” παραστάσεις, που όμως έγιναν πολύ περίπλοκες για να τις καταλαβαίνουν και να τις απολαμβάνουν οι περιστασιακοί ροκ φαν. Έπειτα υπήρχαν οι μπάντες που έγιναν βαρύτερες και πιο προσανατολισμένες στα hard rock τραγούδια όπως π.χ. οι Deep Purple. Τέλος υπήρξαν και τα συγκροτήματα που είχαν τη θρησκεία στο επίκεντρό τους - κυρίως ανατολικές θρησκείες – όπως οι Incredible String Band και οι Quintessence. Οι τελευταίοι ειδικά βρέθηκαν στο κέντρο αυτής της τελευταίας κατηγορίας, με όλα τα μέλη, εκτός από το κοινό ενδιαφέρον τους για την ινδική μουσική να δηλώνουν πιστοί του ινδουισμού, πράγμα αρκετά ασυνήθιστο εκείνη την εποχή για τους Δυτικούς.

Bliss Trip (1972) 





Οι ρίζες τους βρισκόταν στην κοινότητα των χίπις στο Ladbroke Grove στο Notting Hill. Αυτό το μέρος αποτελούσε για το Λονδίνο ό,τι περίπου το Haight-Ashbury στο Σαν Φρανσίσκο. Σχηματίστηκαν τον Απρίλιο του 1969 από τον Raja Ram (Ron Rothfield), έναν Αυστραλό τραγουδιστή κι εκπαιδευόμενο jazz φλαουτίστα. Αυτός είχε συναντήσει τον Αμερικανό μπασίστα Richard 'Shambhu Babaji' Vaughan στην Ελλάδα και μετά και οι δύο μετακόμισαν στο Λονδίνο το 1968. Από την άλλη υπήρχε και κάποιος Phil 'Shiva' Jones, επίσης Αυστραλός. Αυτός, με την επωνυμία Phil Jones & The Unknown Blues, είχε κάνει μια επιτυχία με το "If I had A Ticket" στο Festival Records το 1967, μαζί με το "Pick A Bale Of Cotton" του Leadbelly. Μετά από μερικά singles και δύο σόλο προσπάθειες το 1968, ήρθε στην Αγγλία, ακολουθώντας τα μονοπάτια ενός πνευματικού γκουρού. Αυτός ο τελευταίος, ήταν ο Swami Ambikananda, ο οποίος έδωσε στα μέλη των Quintessence τα πνευματικά τους ονόματα κι έπαιξε βασικό ρόλο στη φιλοσοφία και τον τρόπο ζωής τους καθ 'όλη τη διάρκειά τους.

Halleluja (1972) 





Ο Raja Ram, κάπου τον Μάρτη του ’69, είχε βάλει μια αγγελία στην Melody Maker, ψάχνοντας για μουσικούς με ειδίκευση στη jazz-rock. Δύο ήταν τα βασικά κριτήριά του για να στήσει την μπάντα των ονείρων του: το ένα ήταν η ψυχή τους, το άλλο ο… ταχυδρομικός κώδικάς τους ! «Ήθελα όλοι να ζουν στην ίδια περιοχή, από το Ladbroke Grove», είχε πει ο ίδιος, «καθώς υπάρχει μια υπέροχη ατμόσφαιρα γειτονιάς γύρω μου και ήθελα να το κρατήσω αυτό στην ομάδα. Ήθελα να είμαι σε θέση να τους συναντώ εύκολα και να μπαινοβγαίνω στα σπίτια τους… Πιστεύω ότι όλοι προσπαθούμε να βρούμε τον Θεό.  Ήθελα να ξεφύγω από τα εγκόσμια, την καθημερινή φασαρία…».Τελικά απάντησαν περίπου 200 άτομα. Ανάμεσά τους κι αυτά που χρειάστηκε ο Raja Ram: Πρώτα πρώτα ο Jeremy ‘Jake’ Milton, Καναδός ντράμερ, εξπέρ στη jazz, πρώην μέλος των Junior’s Eyes. Έπειτα ο Allan Mostert, ένα παιδί θαύμα στη lead κιθάρα από τον Μαυρίκιο καθώς και ένας Βρετανός - επιτέλους - ο Dave ‘Maha Dev’ Codling, παίκτης της ρυθμικής κιθάρας. Τέλος, το σχήμα θα έκλεινε με τον συμμαθητή του Allan, τον Sambhu Babaji (Baba) στο μπάσο. Αν προσθέσουμε και τον Phil 'Shiva' Jones στα φωνητικά /πλήκτρα / κρουστά και φυσικά τον Raja Ram, σε φλάουτο /βιολί / κρουστά, το σεξτέτο ήταν έτοιμο. Τόσο έτοιμο, που ύστερα από κάποιες πρόβες ήρθαν αμέσως οι πρώτες συναυλίες και σχεδόν ταυτόχρονα οι πρώτες ηχογραφήσεις για το δισκογραφικό τους ντεμπούτο !

 Pearl And Bird (1969) 





Μέχρι τη στιγμή της πρώτης συναυλίας τους, οι Quintessence - που διαφημίστηκαν αρκετά στον μουσικό τύπο τότε - είχαν ήδη υπογράψει στην ‘Island Records’, είχαν αγοράσει δικό τους βαν κι είχαν κλείσει ήδη τις επόμενες τους παραστάσεις με τεράστια ονόματα της εποχής, όπως με τους Free, τους Family, τους Mott The Hoople, ακόμη και με τους Pink Floyd. Σε λίγες εβδομάδες θα έμπαιναν στο στούντιο, να ηχογραφήσουν το πρώτο τους άλμπουμ, το In Blissful Company, με τον δικό τους George Martin: Έναν ταλαντούχο παραγωγό με το όνομα John Barham, ο οποίος αργότερα θα εργαζόταν και σε πολλά άλμπουμ του George Harrison. Το όνομα της μπάντας, επιλεγμένο από τον ιδρυτή της, τον Raja Ram, που αν και το συγκρότημα που αποτελείτο από έξι μέλη, παρέπεμπε σε κουιντέτο: “Quintessence”.

Manco Capac (1969)





Πριν το τέλος λοιπόν το 1969 κυκλοφορεί το ντεμπούτο τους. Το άλμπουμ περιείχε οκτώ κομμάτια – όλα προσανατολισμένα στη ροκ αλλά με συνδυασμό τζαζ και ινδικών στοιχείων. “Indo-rock”, το χαρακτηρίζουν πολλοί, καθώς κυριαρχεί μεταξύ άλλων το σιτάρ, το φλάουτο και τα χαρακτηριστικά “ινδικά” κρουστά. Οι κιθάρες προσφέρουν τον κατάλληλο ρυθμό για  ροκ καταστάσεις ενώ περιστασιακά ξεσπούν σε σόλο, όπως π.χ. ακούγεται στο "Manco Capac". Επίσης ένα κομμάτι το οποίο βρήκε μεγαλύτερη απήχηση ήταν αυτό με τίτλο "Notting Hill Gate", το οποίο αργότερα κυκλοφόρησε κι ως single.  Ένα αφιέρωμα στην κοινότητα των hippie. Μια δυτικότροπη ινδική ψυχεδέλεια. Ομοίως και το τελευταίο  κομμάτι της Α’ πλευράς, το "Chant", οδηγεί τον ακροατή σε ένα ψυχεδελικό ταξίδι, σε ένα άσραμ για μοναδικό μουσικό διαλογισμό.

Chant (1969) 





Το "Giants" που ανοίγει το άλμπουμ παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον μείγμα ινδικής ψυχεδελικής ποπ. Σίγουρα ένα από τα πιο “δύσκολα” μέρη του άλμπουμ. Μια κοινή σύνθεση από τον Raja Ram, τον Shiva και τον Stanley Barr, αποτέλεσε το “μανιφέστο” των Quintessence σε τεσσεράμισι λεπτά. Ένα ανατριχιαστικό, χαρούμενο μπουκέτο δυναμικής ενέργειας και επιβλητικής αλληλεπίδρασης κιθάρας μεταξύ Dave και Alan. Λυρικά, βρίσκεται σε ένα μυστικιστικό παρελθόν, όπου οι “υπεράνθρωποι” γίγαντες περιπλανήθηκαν, μια υπαινιγμό της Παλαιάς Διαθήκης Νεφίλιμ ή οι αρχαίοι “Entish”, οι γίγαντες της Βρετανίας που αναφέρονται κι από τον JRR Tolkien στους γνωστούς ήρωες της Μέσης Γης. Αμέσως, ο κόσμος των Quintessence μετατρέπεται εξαρχής σε μία περιπέτεια μυστηρίου, ίντριγκας και ενθουσιασμού.

Giants (1969) 





Ο παραγωγός John Barham θα ήταν αναπόσπαστο κομμάτι τους στα δυόμισι (!) από τα τρία Island LP της μπάντας. Ήταν αυτός που θα απεικόνιζε τη μαγεία τους στη σκηνή, στις υπέροχες στούντιο ηχογραφήσεις, με εμπνευσμένες πινελιές - όπως στο πρώτο άλμπουμ - την προσθήκη του oboe και της γυναικείας χορωδίας ("Chant") και πολλά άλλα τέτοια κόλπα. «Ο John ήταν ακριβώς αυτό που χρειάστηκε το συγκρότημα για να εκφράσει τα καλύτερα τους Quintessence», λέει ο Phil. «Η εξαιρετική ικανότητά του να ανακτά και να δημιουργεί ήχους από τους αιθέρες πήγε τη μουσική μας σε μια υπερβατική διάσταση. Ήταν μια τεράστια ώθηση στην παραγωγή μας και παραμένει καλός φίλος μου μέχρι σήμερα ».
Το Blissful Company θα ήταν από κάθε άποψη, ένα επίτευγμα ορόσημο. Συνοδευόμενο με μία ακριβή συσκευασία του άλμπουμ. Εσωτερικά με φωτογραφίες Ινδών θεών και το οραματιζόμενο άσραμ της μπάντας. Οι Quintessence αντιπροσώπευαν πλέον στο κοινό έναν εναλλακτικό τρόπο ύπαρξης.
Το επόμενο άλμπουμ θα το κυκλοφορήσουν το 1970 και θα έχει ως τίτλο το όνομά τους. Εδώ υπάρχει μια σαφής τάση και μια πνευματική προσπάθεια για προσηλυτισμό, κάτι όχι τόσο συνηθισμένο στην ποπ μουσική, ακόμη και σε εκείνη την εποχή των χίπις. Τα καλά σημεία; Μια ανεξέλεγκτη, γνήσια επιθυμία να αντικατοπτρίζει τα ιδανικά της εποχής και να χρησιμοποιεί τη μουσική της ως εργαλείο για την επίτευξή τους, καθώς και την προθυμία να συνδυάσει πτυχές της τζαζ, της ινδικής μουσικής και της θρησκευτικής επίκλησης σε μια συνολική ψυχεδελική-προοδευτική ροκ δομή (εμφανής ο συνδυασμός φλάουτου και acid rock κιθάρας). Τα κακά σημεία; Η απουσία συμβατικών μορφών τραγουδιού, που επιδεινώθηκε από την τάση του συγκροτήματος να αγωνίζεται σε άμορφα περάσματα με τζαμαρίσματα, αν και στην πραγματικότητα κανένα από τα κομμάτια εδώ δεν ξεπερνά τα έξι λεπτά. Σίγουρα είναι εκλεκτικό, με μια ατμόσφαιρα υπερβατισμού, αν και η ηχογράφηση είναι αρκετά επαγγελματική. Χαρακτηριστικό τραγούδι το εναρκτήριο "Jesus, Buddha, Moses, Gauranga".

Jesus, Buddha, Moses, Gauranga (1970) 





To όραμα της μπάντας κι ο διαρκής πόθος τους ήταν να κάνουν κάποτε μία όπερα / ορατόριο, όπου θα έπαιζε μία ινδική ορχήστρα συνοδευόμενη από Θιβετιανούς μουσικούς. Θα ήταν βασισμένο σε ένα πνευματικό ταξίδι από το Ladbroke Grove προς την Ανατολή. Αυτό προσπαθούσαν να εκπληρώσουν στις παραστάσεις τους, αλλά δεν έγινε ποτέ ολοκληρωμένα. Το κομμάτι "High on Mt. Kailash (Excerpt From Opera)" ήταν ό,τι πιο κοντά σε αυτό – τουλάχιστον σε studio version – κι ένα από τα πιο υποσχόμενα του L.P.

High on Mt. Kailash (1970) 






Το Dive Deep, το τρίτο τους άλμπουμ, ηχογραφήθηκε στα στούντιο της Island, σε μια εποχή που οι Led Zeppelin δούλευαν στο τέταρτο άλμπουμ τους. Θα ήταν μία επιτυχημένη δουλειά τους. Κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1971, και προωθήθηκε με μια παράσταση στο δημαρχείο, μια ραδιοφωνική συναυλία (sessions) στο BBC και μια άλλη εμφάνιση στην τηλεόραση. Εν τω μεταξύ πρωτύτερα, μία ακόμη συναυλία στο Δημαρχείο του St Pancras - με τους Pete Townshend και Keith Moon στο κοινό - ηχογραφήθηκε από την Island και γυρίστηκε για την εκπομπή Disco 2 του BBC. Ένα απόσπασμα από αυτή την παράσταση θα επιλεγεί προσεκτικά από τον John Barham για να το κυκλοφορήσει με το το δεύτερο LP τους. Εκείνη την περίοδο επίσης οι Quintessence είχαν ανοίξει συναυλίες των CCR στο Albert Hall, των Who στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ και των Grateful Dead στην πρώτη τους συναυλία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Πάντως η αλήθεια είναι ότι έπαιρναν μέρος σε πολλά φεστιβάλ, σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων του Montreux, του “Dutch Woodstock” στο Kralingen, καθώς και σε πολλές ραδιοφωνικές εκπομπές του BBC.

St. Pancras (Live) (1971) 





Το άλμπουμ ήταν ίσως περισσότερο ουσιαστικό από τα προηγούμενα, με μακριά ορχηστρικά περάσματα, κάποτε με καθορισμένα θέματα ενώ άλλες φορές ακούγονταν σαν το συγκρότημα να είχε κάποιο σκοπό βαθύτερο. Δεν φοβόταν αυτή τη φορά  να “τεντώσουν” τα τραγούδια τους στα όρια των δέκα λεπτών. Υπάρχουν μόνο έξι κομμάτια, από τα οποία το "Epitaph for Tomorrow" να έχει ένα  σόλο κιθάρας να τρέχει μέσα του και το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο πρόδρομος των Tubular Bells. Επίσης ακούμε στο τελευταίο κομμάτι, το "Sri Ram Chant," να γίνεται εκτεταμένη αλλά αριστουργηματική χρήση του σιτάρ. Γενικά ακούμε πολύ φλάουτο, ινδικούς ρυθμούς και “μάντρα” που αναφέρουν τον Κρίσνα σε κάθε ευκαιρία. Πολύ απλούστερο το κομμάτι του τίτλου, το "Dive Deep", το οποίο ανοίγει το άλμπουμ και αφιερώνεται περισσότερο στους χίπις της δεκαετίας του '60, αλλά και  στην prog και στην θρησκευτική ροκ. Αυτό οδήγησε στο 11-λεπτο κομμάτι "Dance for the One" με έξι λεπτά εισαγωγή φλάουτου, χωρίς ποτέ να ακουστεί μια γνωστή - στους δυτικούς τουλάχιστον - μελωδία. Το ‘Dive Deep’, ήταν το τελευταίο τους άλμπουμ με την Island πριν δοκιμάσουν την τύχη τους στη νεοσύστατη ‘Neon’ (μέρος του ομίλου RCA).

Dive Deep (1971) 





Αλλά και τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους οι Quintessence “άνοιξαν” ένα μικρό φεστιβάλ - το πρώτο - στην περιοχή του Glastonbury. Αν και το πρώτο όνομα θα ήταν οι Kinks, τελικά στη θέση τους ήρθε ο Marc Bolan. Περίπου 1500 άτομα εμφανίστηκαν τότε. Την επόμενη χρονιά όμως , στην εκδήλωση – η οποία κινηματογραφήθηκε ως ταινία με τίτλο “Glastonbury Fayre” – θα ήταν παρόντα περίπου 12.000 άτομα, και για άλλη μια φορά θα έπαιζαν οι Quintessence. Ο Phil «Shiva» Jones θυμάται: «Οι δύο πρώτες συναυλίες του Glastonbury ήταν καταπληκτικές. Χιλιάδες άνθρωποι ταξίδεψαν από κοντά ή και από αρκετά μακριά, για να είναι μέρος αυτών των εκδηλώσεων. Και είχα την ευκαιρία να επιστρέψω για την 40η επέτειό του, ως οι μοναδικοί καλλιτέχνες που έκαναν την πρώτη, δεύτερη και 40η. Θα ήταν μια μεγάλη τιμή». Έτσι μπόρεσε τελικά επανενωθεί με τον John Barham στη συναυλία και μετά να κάνουν το live άλμπουμ Rebirth: Live At Glastonbury.

Giants (live at Glastonbury, 1971) 






Το Νοέμβριο του 1971 θα γίνει η κυκλοφορία του single "Sweet Jesus", ένα απίθανο ντεμπούτο για την RCA, με b-side το "You Never Stay The Same". Αυτό θα εμφανιζόταν ξανά ως "Vishnu Narain" στο επόμενο LP τους Self, μέσω της RCA, το οποίο κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1972. O Raja Ram είχε αποκαλύψει στο NME, τον Νοέμβριο του '71: «Έχουμε ήδη εργαστεί ( στο Self) για περίπου ένα χρόνο, επειδή ξεκινήσαμε να το ηχογραφούμε πριν από το Dive Deep. Πιστεύουμε ότι δεν έπρεπε να βιαστούμε γιατί θέλαμε να το κάνουμε καλύτερο ...». Υπήρχαν στούντιο (στα Olympic Studios) και live κομμάτια. Το μισό άλμπουμ είχε ηχογραφηθεί στο Πανεπιστήμιο του Έξετερ, τον Δεκέμβριο του ‘71. Από εκεί π.χ. έχουμε τα "Freedom"  και "Water Goddess".

Water Goddess - LIVE (1972) 






Αναμφίβολα το πιο γνωστό και δημοφιλές τραγούδι του άλμπουμ ήταν το εναρκτήριο "Cosmic Surfer". Ωστόσο η μπάντα είχε ήδη αρχίσει να παραπαίει και να δημιουργούνται εντάσεις. Αυτή η μη αδειοδότηση μέσω των δισκογραφικών τους για συναυλίες στην Αμερική – πράγμα που ίσως τους άλλαζε ολόκληρη την καριέρα τους – τους είχε τελικά αποβεί μοιραία…

Cosmic Surfer (1972) 






Με τον καιρό, η μαγική αύρα που κάποτε περιέβαλε την μπάντα είχε εξαφανιστεί εδώ και πολύ καιρό. Κι ένα ακόμη άλμπουμ, όπως το Self δεν επρόκειτο να διορθώσει την παρακμή τους. Το Indweller της ίδιας χρονιάς (1972) θα ήταν το πέμπτο και τελευταίο τους άλμπουμ, και μάλιστα χωρίς τους Maha Dev και Shiva Jones οι οποίοι είχαν ήδη αποχωρήσει.  Ένα κύκνειο άσμα όπου οι υπόλοιποι τέσσερις αναλαμβάνουν όλο το βάρος. Αλλά τα πράγματα προς την οριστική διάλυση είχαν πάρει τον δρόμο τους.

Indweller (1972) 






Οι προαναφερόμενοι Phil και ο Dave, εν τω μεταξύ, είχαν ήδη δημιουργήσει από κοινού ένα νέο συγκρότημα: τους Kala. Αυτοί ηχογράφησαν μέσα στο 1973 ένα άλμπουμ, ένα single και μερικά live κομμάτια στο ‘Marquee’. Αργότερα σε συνέντευξή του ο Phil έλεγε: « Με βάση όσα έχουν μοιραστεί οι άνθρωποι μαζί μου με την πάροδο των ετών, οι Quintessence υπήρξαν για αυτούς ένας καταλύτης που βοήθησε στην επέκταση των πνευματικών τους οριζόντων. Πολλοί θαυμαστές μου έχουν πει ότι αυτή η μπάντα τους άλλαξε κυριολεκτικά τη ζωή τους. Δυστυχώς το να κοιτάς τώρα πίσω και να βλέπεις πόσα άτομα εμπνεύστηκαν και ακολούθησαν τους Quintessence είναι πραγματικά ταπεινωτικό. Αναμφίβολα ήταν το έντονο πάθος και η αφοσίωση του πνευματικού μας δασκάλου Swami Ambikananda αυτό που μας ενέπνευσε και μας επέτρεψε να βγούμε στο mainstream ροκ μουσικό χώρο και να εκφράσουμε λυρικά την αναζωογονητική ιδέα της πνευματικής αυτοπραγμάτευσης».

Midnight Mode (1969) 






Για κάποιους που θα ήθελαν να ξεκινήσουν άμεσα με αυτή την μπάντα, υπάρχει μια ανθολογία, μία πολύ καλή συλλογή, η Move Into The Light (Complete Island Recordings 1969-1971) του 2017, με επιλογές από  τα τρία πρώτα τους άλμπουμ. Σε διπλό CD με αρκετά εύστοχες επιλογές, bonus tracks καθώς και ακυκλοφόρητα singles.  Ίσως ένας ανυποψίαστος ακροατής, στο πρώτο του άκουσμα να υποστεί ένα πολιτισμικό σοκ.






Είναι αξιοσημείωτο πώς η μουσική που γράφτηκε πριν από μισό αιώνα μπορεί να ακούγεται τόσο φρέσκια ​​και πρωτότυπη σήμερα. Εκπλήσσει ότι οι Quintessence ακούγονται τόσο ευχάριστα ακόμη και στις μέρες μας. Κι αν νομίζετε ότι ένα μείγμα ινδικής μουσικής και ψυχεδέλειας θα σας ταίριαζε μουσικά, πρέπει σίγουρα να τους ανακαλύψετε.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020











A CASSETE THAT REALLY SHAKE ME DOWN 

(B Side)










Γράφει ο Δημήτρης Μπουντούρης

Υπάρχουν ώρες που αποζητάς την ηρεμία, την ησυχία, την γαλήνη, ώρες που οι σκέψεις σου σε ταξιδεύουν μακριά, ώρες που κάνεις τον απολογισμό σου, ενθαρρύνεις ή κατακρίνεις τον εαυτό σου, παίρνεις γενναίες αποφάσεις, γελάς, κλαις, εκφράζεσαι ακραία και δεν θες να δεις κανέναν.
Εκείνες τις ώρες θες μόνο την αγαπημένη σου μουσική να σε συντροφεύει, κάτι σαν μουσική υπόκρουση, μουσικό χαλί στις σκέψεις σου. Τίποτε άλλο.
Δεν παίζει ρόλο αν το τραγούδι έχει ευχάριστη ή δυσάρεστη μελωδία. Αρκεί να σε εξιτάρει.
Τέτοια τραγούδια περιέχει η β πλευρά της κασέτας, τραγούδια άγνωστα ή ψιλοάγνωστα ή γνωστά στο ευρύ κοινό, τραγούδια που εμένα με ταξιδεύουν εκεί που επιθυμώ.


2nd side - The unknown side


1. Golden earrings - Gandalf








Ανοίγοντας τον δίσκο και ακούγοντας τις πρώτες στροφές ήξερα ότι έχω πέσει σε διαμάντι και απόρησα, που οι Gandalf δεν κυκλοφόρησαν στα τέλη των 60s και κάτι άλλο. Οι πεταλούδες πετούνε ελεύθερες και παρασέρνουν τον ακροατή με τις πρώτες νότες σε μακρινά ταξίδια. Ψυχεδέλεια, ψυχεδέλεια, ψυχεδέλεια που ξεκίνησε το 1965 από τους Rahgoos που όταν υπέγραψαν συμβόλαιο στην Capitol (1967), έπρεπε να βρουν ένα πιο πιασάρικο όνομα. Με τα πολλά αφού απορρίφθηκε η πρόταση της εταιρίας αλλά και πολλές δικές τους, το group πήρε το όνομα από το βιβλίο ‘’Hobbit’’ που διάβαζε ο ντράμερ Davey Bauer. Ο Davey πρότεινε το ‘’ Gandalf and the Wizzards’’ και έμεινε τελικά το όνομα που τους έμαθα.
Το τραγούδι αποτελεί διασκευή, μιας και ο δίσκος περιέχει μόνο 2 δικά τους τραγούδια συνθέσεις του κιθαρίστα Peter Sando. Η πρώτη εκτέλεση είναι του 1947 από την Peggy Lee και την ορχήστρα του Dave Barbour. Το τραγούδι πήγε ένα επίπεδο παραπάνω, βασισμένο στο ψυχεδελικό χαλί του οργάνου του Frank Hubach και της φωνής του Peter Sando συνοδευόμενα από τα υπόλοιπα όργανα αλλά και εμπλουτισμένα, κατόπιν πρότασης του παραγωγού τους, με έξτρα έγχορδα και τον ήχο του ανέμου.


2. Workshop – Hunger!








Άλλη μια μπάντα του US και αυτή με ένα lp στο ενεργητικό της αλλά ιστορικό και συλλεκτικό. Ξεκίνησε από το Portland αλλά σύντομα – αφού κέρδισε σε τοπικό διαγωνισμό - μετακινήθηκε και έπαιξε σε αρκετά clubs στο LA μαζί με αρκετά γνωστά ονόματα της εποχής. Το μοναδικό τους lp κατόπιν πιέσεως της εταιρίας, ηχογραφήθηκε 2 φορές (68 και 69) και στην 2η εμπλουτίστηκε με την κιθάρα του Ed King (Strawberry Alarm Clock).
Σε πολλά σημεία της μουσικής τους κινούνται στο μεταίχμιο μεταξύ heavy ψυχεδέλειας και hard rock. Στο Workshop βέβαια έχουμε μια όμορφη ψυχεδελική μελωδία, η οποία πατάει στο όργανο του Mike Parkison που κάποιες στιγμές ουρλιάζει γλυκά χωρίς εξάρσεις, έτσι ώστε να συμπληρώνει αρμονικά τη φωνή του Mike Lane που είναι ο βασικός συνθέτης του τραγουδιού. Αρκετά λυπημένος και μελαγχολικός ήχος αλλά από τα top κομμάτια της μπάντας.
Όπως γράφτηκε σε άρθρο της εποχής, ήταν πολύ δύσκολο να είσαι μέλος των Hunger διότι αυτό περιελάμβανε, πολύ κούραση λόγω των πολλών μετακινήσεων και συναυλιών, πολύ ξενύχτι, κυνήγι για να βγουν τα έξοδα, κλέψιμο των οργάνων της μπάντας και πολλά άλλα. Από την άλλη πολλοί θα ήθελαν να είναι μέλη της μπάντας διότι στη βραχύβια πορεία τους έβγαλαν ένα δίσκο που αποτέλεσε βασικό κομμάτι της ψυχεδελικής σκηνής της εποχής. 


3. Forget -Serpent Power







Εκπληκτικός ήχος του San Francisco με ένα album στην κατοχή τους (1967). Το ότι το όνομα των Serpent Power δεν στέκει καμαρωτό δίπλα στους Doors, στους Love ή στους Jefferson Airplane, είναι μία από τις αδικίες που συναντάμε στον κόσμο της μουσικής.
Πανέμορφη ψυχεδελική folk που πατούσε στην ποίηση του David Meltzer (κιθάρα, φωνητικά, φυσαρμόνικα) και στην υπέροχη μοναδική και μαγευτική φωνή της γυναίκας του Tina. Τους ανακάλυψε (1966) ο manager των Country Joe and the Fish, Ed Denton, ο οποίος και τους προώθησε στην Vanguard. Τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας ήταν από τους Grass Roots ο Denny Ellis (lead κιθάρα) και David Stenson (μπάσο) και οι John Payne (όργανο) και Clark Coolidge (ντραμς)..
Όμορφες συνθέσεις, όργανο που οργιάζει, ουράνια κιθαριστική ψυχεδέλεια, ζωντανοί καθηλωτικοί στίχοι, μπιτάτα αλλά και συνοδευτικά ντραμς, στοιχεία ανατολής και υπέροχο πάντρεμα με την δύση, όμορφες απαγγελίες, σε οδηγούν σε ένα υπέροχο μουσικό μονοπάτι το οποίο λες και έχει μαγική σκόνη δεν θες να τελειώσει ποτέ.
Δυστυχώς για το κοινό τους έμειναν στο ένα και μοναδικό lp.


4. Can’t you see – Open Mind









Ένα lp και για τους Λονδρέζους Open Mind (ex Apaches, ex Drag Set) που έχει μείνει στα ιστορικά ψυχεδελικά albums. Το όνομα τους το πήραν έπειτα από πρόταση της μητέρας του μπασίστα Timothy Dufeu, με το σκεπτικό ότι για να καταλάβει τον τρόπο ζωής του γιού της έπρεπε να είναι ανοιχτόμυαλη. Ο σχεδιασμός του εξώφυλλου, με το κεφάλι του Ηνίοχου των Δελφών και από μέσα να βγαίνουν τα μέλη, προέκυψε από συζητήσεις του Timothy με τους σχεδιαστές της Philips. Οι drug vision - based στίχοι, ήταν των Mike Brancaccio (κιθάρα, φωνή, πιάνο) και Terry Schindler (κιθάρα, φωνή).
Η έμπνευση των τραγουδιών βασιζόταν σε συλλογή Γαλλικών sci-fi comics.
Είχαν UK ψυχεδελικό ήχο και έπαιξαν σε όλα τα γνωστά clubs της Αγγλίας παρέα με μεγάλους μουσικούς (Floyd, Electric Prunes, Alexis Korner κλπ). To ‘’Can’t you see’’ ξεκινάει ρυθμικά με έντονο το λυρικό στοιχείο και 3 ακόρντα στις κιθάρες, η κιθάρα φτάνοντας στη μέση, sitarίζει ακολουθώντας τις εξάρσεις της φωνής του Schindler και κλείνει πάλι ομαλά αφήνοντας τον ακροατή σε μια ιδεατή αγαλλίαση.


5. Granny takes a trip – Purple Gang 









Το 1965 εγκαινιάστηκε στο 488 της King’s Road η μπουτίκ με το παράξενο όνομα ‘’Granny Takes a Trip’’, η οποία κινήθηκε στην λογική του πολυτελούς avant-garde ενδύματος. Σύμφωνα με τους εκκεντρικούς ιδιοκτήτες της (έναν γραφίστα και μια ηθοποιό φανατική συλλέκτρια ρούχων εποχής) το όνομα αντιπροσώπευε τις ιδέες τους: To ‘’Granny’’ συμβόλιζε την επιρροή του ιστορικού παρελθόντος στην τέχνη και την μόδα και  το ‘’Trip’’ την πολυχρωμία του χίπικου κινήματος, αλλά και το LSD.
Η ψυχεδελική μουσική αντηχούσε δυνατά σε όλο χώρο και βομβάρδιζε τα τύμπανα σου. Ο αέρας ήταν βαρύς από το πατσουλί καθώς και από τα αρώματα που η αστυνομία αποκαλούσε ‘’certain substances’’. Μετά από λίγο ένιωθες περικυκλωμένος από μια μοβ λάμψη, μέσα στην οποία διέκρινες μερικά ακίνητα σχήματα που μάλλον ήταν τα ρούχα. Αλλά δεν τολμούσες να ρωτήσεις.
Το 1967, οι Purple Gang ηχογράφησαν και κυκλοφόρησαν σε single ένα τραγούδι εμπνευσμένο από τη μπουτίκ, με το όνομά της για τίτλο του. Το single πάτωσε γιατί οι ραδιοφωνικοί σταθμοί και ειδικά το BBC δεν το έπαιζαν, θεωρώντας το trip, ευθεία αναφορά στο LSD. Το lp κυκλοφόρησε το 68, περιέχει και τα 2 singles του group και το όμορφο εξώφυλλο παραπέμπει ξεκάθαρα στον τίτλο του. Τα μέλη του group κρυμμένα και έτοιμα να ‘’χτυπήσουν’’ τις νεαρές Αγγλίδες που πλησιάζουν. Η ‘’γιαγιά’’ λοιπόν ξεκινάει χαρούμενα υπό τους ήχους όλων των οργάνων θυμίζοντας παιχνίδι που ξεκινάει να κουρδίζεται και στη συνέχεια το κάθε όργανο αφού σολάρει, δίνει τη θέση του στο άλλο, από το μπάντζο του Ank Langley και το μαντολίνο του Gerry Robinson, στη φυσαρμόνικα του Joe Beard, την κανάτα του Langley και πάλι από την αρχή. Ένας ευχάριστος και δημιουργικός ψυχεδελικός ήχος που δένει αρμονικά με την φωνή του Pete Walker και τους στίχους του οργανίστα Geoff Bowyer.
Για την ιστορία το όνομα τους προέρχεται από συμμορία του Detroit, μιας και είχαν συμφωνήσει με τον manager τους, να έχουν εμφάνιση που παρέπεμπε σε gangsters του 30.



6. Rainbow chaser - Nirvana








Εκτός από τους γνωστούς Nirvana του χαρισματικού Cobain υπήρχαν και οι Άγγλοι Nirvana που δημιουργήθηκαν το 65 στο Λονδίνο και που αποζημιώθηκαν για να αφήσουν τον Cobain να χρησιμοποιήσει το ίδιο όνομα στο group του. Το ασπρόμαυρο 2ο τους lp στην Island χαρακτηρίζεται συλλεκτικό και η τιμή του εκτοξεύεται, το πρώτο τους lp (The Story Of Simon Simopath, 1967), είναι εύκολο να βρεθεί και έχει υπέροχα κομμάτια. Δημιουργοί ο Ιρλανδός Patrick Campbell-Lyons (φωνή, κιθάρες) και ο Έλληνας Alex Spyropoulos (φωνή, κιθάρες, όργανο). Ο Σπυρόπουλος συμμετείχε στη συνέχεια στον Εξαδάχτυλο του Πουλικάκου. Το group που δημιούργησαν για να μπορούν να παίξουν και να προωθήσουν τη μουσική τους στο κοινό, ονομάστηκε Nirvana Ensemble.
Αγγλική σκηνή άρα αγγλική ψυχεδέλεια, με στοιχεία Αναγεννησιακού Baroque, παραδοσιακής folk, jazz επιρροές, συνθέσεις με τσέλο, harpsichord, βιολιά, φλάουτα, βάση στη μελωδία και παραμυθένιους στίχους.
Το ‘’Rainbow Chaser’’ που ανοίγει το 2ο lp και υπάρχει και σε single (1968), το μόνο που σκαρφάλωσε στα charts, πλούσια και επική ψυχεδελική σύνθεση με ονειρική ενορχήστρωση και πλειάδα πνευστών και εγχόρδων να γεμίζουν το κομμάτι και να συνοδεύουν τις φωνές, ενέπνευσε τον Salvador Dali κατά τη διάρκεια που παιζόταν να ζωγραφίσει πίνακα του. Παράλληλα κρατάει την πρωτιά στο ότι είναι το πρώτο Αγγλικό κομμάτι που χρησιμοποιεί την τεχνική ‘’phasing’’ (flanging), τεχνική όπου ο ήχος φαίνεται να γυρίζει από μέσα προς τα έξω, που αργότερα χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον σε ψυχεδελικά και μη τραγούδια.


7. Trip thru hell Pt II - C. A. Quintet 







Στην πλευρά της Αμερικής κατά κόρον χρήση της τεχνικής ‘’phasing’’ έκαναν οι C.A Quintet και το lp ‘’Trip Thru Hell’’ (1969). Όταν μιλάμε για την μπάντα αναφερόμαστε ουσιαστικά στο συγκεκριμένο lp και σε ένα live του 71 με 3 κομμάτια και πολλούς αυτοσχεδιασμούς. Όταν βγήκε το πρώτο lp στα 60s, πούλησε την πρώτη μέρα 600-700 κόπιες στην Μινεάπολη από όπου και η καταγωγή του μπασίστα Ken Erwin και της παρέας του. Συνολικά και για διαφόρους λόγους (μικρή δισκογραφική, απουσία manager, έλλειψη ενδιαφέροντος από τον παραγωγό κλπ) το lp πούλησε τότε συνολικά γύρω στα 1000 κομμάτια και δεν ξέφυγε από τα στενά όρια της Μινεάπολης. Όταν όμως έγινε η ανατύπωση στα 80s και ακούστηκε στο ευρύ κοινό, τοποθετήθηκε στα διαμάντια της ψυχεδελικής σκηνής, έγινε συλλεκτικό και έφτασε κόπια του να πουλιέται μέχρι και 1500 δολάρια.
Η δημιουργία του ήταν αποκλειστικά του Erwin, ο οποίος έχοντας στο μυαλό του την καθημερινή κόλαση του καθενός με την ευρεία και τη στενή έννοια, έντυσε στιχουργικά και μουσικά τη σκέψη του και μέσα στο κόκκινο απόκοσμο εξώφυλλο, προσφέρει ένα ψυχεδελικό αριστούργημα. Ψυχεδελικά σόλα, όργανο που κλαίει και ουρλιάζει, φωνή πολλών οκτάβων, ουρλιαχτά, απόκοσμοι στίχοι και ήχοι, σε μεταφέρουν σε άλλους κόσμους.
Το lp ανοίγουν και κλείνουν τα ομώνυμα κομμάτια, το 9λεπτο οργανικό Pt I το οποίο σε εισάγει στη κόλαση και το επικό Pt II με την εκπληκτική φωνή του σοπράνο Toni Crockett που σε μαρς ρυθμό σε ξεναγεί για τελευταία φορά σε όλα τα μέρη της κόλασης, σε σταματάει για λίγα δευτερόλεπτα σκέψης από την αγαπημένη σου γωνιά και στο τέλος σε αποχαιρετά με όλα τα όργανα στο μέγιστο και τις τιμές που σου αρμόζουν.


8. Street singer – Clear light 







L.A. ξανά και άλλο ένα διαμάντι ξεπήδησε το 1966 κάτω από την σκέπη της Electra. Ένα πετυχημένο lp και στη συνέχεια η διάλυση με μέλη της μπάντας να συμμετάσχουν σε lps μεγάλων της εποχής (Doors, Crosby Still Nash κλπ). Τον Σεπτέμβριο του 67 βγάζουν το μοναδικό τους lp με παραγωγό τον Paul Rothchild, γνωστό από την δουλειά του με τους Doors και τους Love. Η μπάντα έπαιζε με 2 ντράμερ το οποίο βέβαια δεν έβρισκε σύμφωνη την παραγωγή αλλά τελικά καταγράφηκε σε βινύλιο. Η χαρακτηριστική τους επιτυχία είναι το ‘’Black roses’’ (1966), το οποίο είχαν γράψει πριν γίνουν Clear Light, όταν ακόμα έκαναν εμφανίσεις ως Brain Train.
Αφού οριστικοποιήθηκε η σύνθεση με keyboards, μια κιθάρα, 2 ντραμς και άλλη φωνή, έβγαλαν το lp το οποίο περιείχε νέα version του ’’Black roses’’ και 2 τραγούδια του κιθαρίστα Bob Seal ("With All in Mind" και "They Who Have Nothing’’).
Το αποτέλεσμα ήταν, όλα τα παραπάνω να στριμωχτούν σε λεπτεπίλεπτα, παράξενα για τα δεδομένα της εποχής, μικρά ψυχεδελικά διαμαντάκια που δύσκολα ξεπερνούσαν τα 2,5 – 3 λεπτά (εκτός του "Mr Blue").
Το ‘’Street Singer’’ σε υπνωτίζει με τα κλασσικά ψυχεδελικά μοτίβα στα keyboards και τα drums, σε ταξιδεύει ο τόνος της φωνής του De Young, σε φορτώνει η fuzz κιθάρα του Seal και το δυνατό μπασάρισμα του Lubahn, μέχρι να σε αναλάβει εξ ολοκλήρου ο Seal και να τελειώσει το τραγούδι έχοντας σε, κρεμάμενο από τις χορδές του.


9. I’m on my way (a patch of blue) - US 69







Μπάντα από το Connecticut με λίγες πληροφορίες να είναι γνωστές. Αποτελούνταν από 2 Αμερικάνους και 3 Μεξικάνους. Έβγαλαν ένα lp (Yesterday’s Folks, 1969) και ένα single με το πρώτο τους όνομα (Mustard Family). Στην μπάντα έπαιζαν τα αδέρφια De Palma Bob (σαξόφωνο, φλάουτο) και Don (keyboards, τρομπέτα, πιάνο), ο Bill Cartier (ντραμς), ο Bill Durso (κιθάρα, φωνητικά) και ο Gil Nelson (σαξόφωνο, μπάσο, φλάουτο). Ο frontman του group Bill Durso είναι αυτός που τους μάζεψε, έγραψε τους στίχους και έδωσε το όνομα στο group, από τον Route 69.
Η μπάντα ανακατεύει τα ψυχεδελικά στοιχεία της Αμερικής με ανατολίτικες επιρροές βασιζόμενες κυρίως στο sitar και καλυμμένες με jazz και soul επιρροές. Πολύ δυνατά ψυχεδελικά ακούσματα ντυμένα με φευγάτο στίχο και πλειάδα οργάνων.
Το lp αποτέλεσε τη μεγαλύτερη επιτυχία της Buddah Records.


10. Sweet moving – Mecki Mark Men







Σουηδικό διαμάντι που άξια έπαιξε μαζί με τον Zappa (1968) αλλά και τον Hendrix (1969) στις συναυλίες τους στη Στοκχόλμη. Δημιούργημα του keyboardist και τραγουδιστή Mecki Bodemark, με επιρροές από Hendrix, Iron Butterfly και Vanilla Fudge, έδωσαν τα διαπιστευτήρια τους από το πρώτο τους ομώνυμο lp (1967), με το χαρακτηριστικό πορτοκαλί χρώμα. Μετά την καθιέρωση στη χώρα τους, έκαναν tour στο US (1969), άρεσαν και έπαιξαν με όλους τους γίγαντες της εποχής (Byrds, Sly & the Family Stone, Jethro Tull κλπ). Η περιοδεία τελείωσε απότομα, διότι είχαν βίζα για 6 εβδομάδες αλλά κάθισαν 3 μήνες. Για να μπορέσουν να γυρίσουν πίσω επενέβη ο manager τους με τον οποίο συμφώνησαν να πληρώσει τα έξοδα τους και να τον ξεχρεώσουν δίνοντας του τα έσοδα από τον 3ο τους δίσκο (Marathon). Καθαρή ταξιδιάρικη ψυχεδέλεια με κάποιες R&B επιρροές, τραβηγμένα σόλα που χτυπάνε κατευθείαν στο σημείο του εγκεφάλου που δίνει τις εντολές, φαζαριστές wah-wah κιθάρες, άγρια φωνητικά και το Hammond του Mecki που το ακούς να πιάνει τον ήχο της κιθάρας του Hendrix.
Και τα επόμενα 2 lp τους (1969-1971) κινούνταν μεταξύ ψυχεδέλειας acid και progressive rock, με τον Mecki να μοιράζεται την βρώμικη δουλειά με τον αξιόλογο κιθαρίστα Kenny Hakansson.

Διαβάστε/Ακούστε επίσης