Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020






ETERNITY'S CHILDREN





Psychedelic Sunshine Pop





Οι Eternity's Children σχηματίστηκαν στο Cleveland το 1965 από τον τραγουδιστή και παίκτη του keyboard Bruce Blackman και τον ντράμερ Roy Whittaker. Στο ντουέτο προστέθηκαν οι Johnny Walker (lead guitar), Jerry Bounds (ρυθμική κιθάρα) και ο μπασίστας Charlie Ross. Η μπάντα αρχικά είχε το όνομα The Phantoms και το 1966 πήγαν στο Biloxi όπου ανέλαβαν καθήκοντα να κάνουν backing σε διάφορους καλλιτέχνες όπως ο Charlie Rich και ο B.J. Thomas. Με την προσθήκη της τοπικής τραγουδίστριας της folk Linda Lawley, η μπάντα άλλαξε το όνομα της.

Again Again (1968)





Eternity's Children (Tower T-5123) 6/68




Αυτό το γκρουπ έχει ένα πολύ καλό ήχο φωνητικά και είχαν ήδη ανεβάσει στα chart το single τους "Mrs. Bluebird", το οποίο και περιλαμβάνεται στο άλμπουμ. Αν σας αρέσει να ακούτε τον ήχο του είδους των The Association ή των Mamas & Papas, θα το ευχαριστηθείτε.

Mrs. Bluebird (1968)





Εδώ έχουμε mainstream soft-pop, αλλά με παραγωγή και συνθέσεις με εντυπωσιακή καθαρότητα και φροντίδα και πολύ όμορφα τραγουδισμένη. Τα highlights κυμαίνονται από το ονειρικό, απόκοσμο "Again Again" μέχρι στο ήπιο lounge-pop "My Happiness Day" και στο δεξιοτεχνικό popsike "Mrs. Bluebird" (με ένα τρομερό fuzz κιθαριστικό σόλο).

My Happiness Day (1968)





Το backing ενσωματώνει εύγευστους χρωματισμούς στην παραγωγή και απρόσμενη ενορχήστρωση και όλο αυτό συνεισφέρει στο να χαρακτηριστεί αυτός ο δίσκος ως must-have των φαν του στυλ-ακόμα κι αν το κουαρτέτο είχε περιορισμένη συνεισφορά. Ο φοβερός Curt Boettcher αναμίχθηκε στην παραγωγή παρεμπιπτόντως και το δικό του "You Know I'll Find a Way" περιλαμβάνεται στο σετ.

You Know I'll Find a Way (1968)





Σε συν-παραγωγή από τον θρυλικό Curt Boettcher, αυτό το άλμπουμ είναι το είδος της πλούσιας, χαλαρής ψυχεδελικής pop που θα περιμένατε.

Little Boy (1968)




Αλλά χωρίς καμία συνεισφορά όσον αφορά στην τραγουδοποιία από την μπάντα, δεν δείχνει πολλή από την προσωπικότητα της μπάντας και δεν μπορούμε να πούμε ότι θα μείνει κάτι στο μυαλό αφού το ακούσουμε.

Rupert White (1968)





Η μάλλον πρόχειρη φύση του πρότζεκτ επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το "Rupert White" είναι απλώς ένα παλαιό single από ένα άλλο πρότζεκτ του Boettcher, τους The Chocolate Tunnel, με overdub νέα φωνητικά από την μπάντα, ενώ το "You Know I'll Find a Way" (επίσης μέσα στο Present Tense των Sagittarius) φανερά δεν παρουσιάζει καθόλου τους The Eternity's Children.






Timeless (Capitol 6302) 1969 (Μόνο στον Καναδά)





Εγκαταλείποντας τον Boettcher και παίρνοντας τον έλεγχο της μοίρας τους η μπάντα μας άρχισε να γράφει το δικό της υλικό.

Look Away (1969)




Αλλά η Tower ακύρωσε την Αμερικανική κυκλοφορία του δεύτερου και τελικού τους άλμπουμ. Στην συνέχεια έγινε στον Καναδά, όπου πούλησε σε πολύ μικρές ποσότητες, κάνοντας το ένα από τα σπανιότερα άλμπουμ της μεγάλης δισκογραφικής από τον Καναδά.

Christina in My Dreams (1969)




Ωστόσο, αν και πιο δυναμικό και πιο ανεβαστικό από το ντεμπούτο τους, δεν είναι πια σημαντικό, έτσι αποτυγχάνει να δικαιολογήσει την τόσο ακριβή τιμή του. Παρεμπιπτόντως ποτέ δεν έχω δει καν πρωτότυπη κόπια να πωλείται.

Gypsy Minstrel Man (1969)




Οι ψυχεδελικές χροιές βρίσκονται στο background σε σχέση με το ντεμπούτο τους. Το γκρουπ μας είχε την δυναμική να γράψει και να ερμηνεύσει δικό του υλικό. Του στοίχισε όμως με την διάλυση του, από την στιγμή που το άλμπουμ δεν κυκλοφόρησε καν στην Αμερική. 

I Wanna Be With You (1969)




Οι Eternity's Children δεν κυκλοφόρησαν ποτέ άλλο LP, αν και είχαν ηχογραφήσει διάφορα single που δεν είχαν πάει πουθενά. Με διάφορα lineup παρέμειναν να παρουσιάζουν κατά την διάρκεια των 70'ς.



ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020





EMILY





Haunted Psych Folk





Emily (EMI Pathe' C064-11896) 1971 (Μόνο στη Γαλλία)





H 16χρονη Emily Bindiger πιάνει όλους τους τόνους και διαθέτει μία πολύ αισθαντική φωνή, αλλά δεν τραγουδάει με πολύ στυλ. Οι δυναμικές συνθέσεις και η μουσικότητα θα σε αποζημιώσουν, αν και πηγαίνουν την τραγουδοποιία της σε κατευθύνσεις που αμφιβάλω αν η ίδια είχε οραματιστεί.

Old Lace (To John) (1971)





Ως αποτέλεσμα, έχουμε 10 λεπτά από επίμονο φλάουτο στο "Old Lace", το υπέροχα δραματικό, αλλόκοτο "Jesus Said" και ένα αριθμό άλλων θεμάτων που λάμπουν με αιθέριο πνεύμα. Λίγα παιχνιδιάρικα τραγούδια της ακούγονται καλύτερα από τα συνηθισμένα που ακούμε. Το να χρησιμοποιήσει prog μουσικούς σαν backing μπάντα ήταν είτε μία στ'αλήθεια εμπνευσμένη ιδέα ή μία πραγματικά ευτυχής συγκυρία.

Jesus Said (1971)





Εξαιτίας της κυκλοφορίας μόνο στην Γαλλία αυτός ο δίσκος πέρασε αθέατος από τα ραντάρ των απανταχού συλλεκτών για μεγάλο χρονικό διάστημα, πράγμα που σημαίνει ότι είχε την τάση να τύχει ιδιαίτερης διαφήμισης από τις δισκογραφικές. Είναι τρομερός μεν, αλλά προσέξτε αν περιμένετε ότι θα είναι καλύτερος από τα ήδη καθιερωμένα ως κορυφαία στο γένος. Η Bindiger συνέχισε σε μία ενδιαφέρουσα καριέρα ως ενήλικας, σαν ηθοποιός, τραγουδοποιός και a capella τραγουδίστρια.

Song For Steven (1971)





Η Αμερικανίδα τραγουδίστρια Emily Bindiger είναι περισσότερο γνωστή για την δουλειά της σαν session μουσικός και στα soundtrack ταινιών, αλλά στα 16 της χρόνια ηχογράφησε αυτό το άλμπουμ όλο με δικό της υλικό στην Γαλλία. Παρά κάνα-δυο τραγούδια με country χροιά, είναι ένα αριστούργημα-γεμάτο με στοιχειωτικά λυπητερά τραγούδια, με απόκοσμες μπαρόκ ενορχηστρώσεις και μερικώς συγκρατημένο, όμως δυναμικό backing από την τοπική prog rock μπάντα Dynastie Crisis.

My Mother's House (1971)





Το μεγαλύτερο μέρος των στίχων αφορά σε πνευματική αναζήτηση και σε υπαρξιακά σφάλματα, με μία θρησκευτική πλευρά σε διάφορα κομμάτια (όπως οι τίτλοι δείχνουν στα "Confession", "Jesus Said" και "Born Again").

Born Again (1971)





Γενικά είναι μάλλον παρόμοιο με τα πρώτα δύο άλμπουμ της Γαλλίδας τραγουδοποιού / τραγουδίστριας Catherine Lara (της οποίας το 2ο άλμπουμ από το 1972 είναι η πρότασή μου ως ένα από τα καλύτερα acid folk LP όλων των εποχών). Υπάρχουν ελάχιστες αδύνατες στιγμές, αλλά τα εξέχοντα κομμάτια είναι αυτό που ανοίγει τον δίσκο "Confession",

Song of Decision (1971)





το νεκρικό "Song of Decision" και το καταπληκτικό κομμάτι που κλείνει το άλμπουμ "Old Lace"-ένα 10λεπτο ψυχεδελικό folk συναρπαστικό θέμα που ακούγεται σαν κάποιο φανταστικό fusion ανάμεσα στους Trees και στους Jethro Tull. Ένα τρομερό εξώφυλλο, που απεικονίζει την αδύνατη, με μεγάλα μάτια Bindiger να είναι ντυμένη με ένα Βικτοριανό φόρεμα και να ποζάρει με ένα Penny-farthing ποδήλατο στο δάσος το σούρουπο, συμπληρώνει το όλο σκηνικό (και αντανακλά τέλεια το αίσθημα που μεταφέρει το περιεχόμενο του).

Confession (1971)





Χωρίς έκπληξη αυτό το άλμπουμ έγινε ένα πολύ ακριβό άλμπουμ καθώς όλο και περισσότεροι μάθαιναν γι'αυτό.



ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020





MAYFLY






Fine Dutch Folk






Ένας και μοναδικός ήταν ο δίσκος που κυκλοφόρησαν οι Mayfly από την παραθαλάσσια πόλη του Bergen της Βόρειας Ολλανδίας το 1973. Το γκρουπ σχηματίστηκε το 1970 ως Guruperide, αλλά μετονομάστηκε το 1971. Η μπάντα μας από τότε, άρχισε να επιδεικνύει σημαντική ανάπτυξη.
Το αριστούργημα "From Now On", που ανοίγει τον δίσκο, με τα ντελικάτα φωνητικά του Maarten Min και τα λαμπρά μέρη του Arie de Geus (ηλεκτρικό και ακουστικό βιολί, πιάνο) επισκιάζονται ελαφρώς από το ρυθμικό μέρος από τους Onno Verbürg (ρυθμική κιθάρα) και Huub Nijhuis (τσέλο, μπάσο).

From Now On (1973)






Κύριοι τραγουδοποιοί της μπάντας ήταν ο κιθαρίστας και τραγουδιστής Gustaaf Verburg και ο κρουστός Ide Min, οι οποίοι έγραψαν και τους στίχους και έκαναν και καθήκοντα ως μηχανικοί ήχου στο στούντιο (σπίτι). Ο αδελφός του Ide, Maarten Min, ήταν ο lead singer της μπάντας μας. Μία demo ηχογράφηση του "Blue sofa" κατέληξε στο γραφείο του παραγωγού Martin Duiser, ο οποίος διέκρινε κάτι αξιόλογο σ'αυτό.

Blue Sofa (1972)






Έτσι έγινε το πρώτο single των Mayfly, που οδήγησε σε ένα υπέροχο άλμπουμ και μερικά single ακόμα. Στο "Symptoms of Summer", η έμφαση δίνεται στον ευγενή κλασικισμό (το πιτσικάτο παίξιμο (τσίμπημα των χορδών) είναι το υπόβαθρο για τα περάσματα με το φλάουτο του εξαιρετικού Rinus Groeneveld).

Symptoms of Summer (1973)






 Οι ηχογραφήσεις για το LP διήρκεσαν τρεις εβδομάδες στο Soundpush Studio στο Blaricum. Ο συνδυασμός ενός παραδοσιακού rock lineup με όργανα όπως βιολί, τσέλο, φλάουτο και ακουστικές κιθάρες είχε σαν αποτέλεσμα ένα χαλαρό folk-rock ήχο, με σημεία αναφοράς Αγγλικές μπάντες ιδιαιτέρως. Το LP έλαβε πολύ καλές κριτικές, όμως πούλησε μέτρια. Νότες σαν να ακούς τους Beatles βρίσκονται αρμονικά στο μεγαλύτερο μέρος του εξαιρετικού "Dawn of an Old Man's Life" και αδρανώς απορροφούνται στο δραματικό "The Smell of It" με country χροιές.

Dawn of an Old Man's Life (1973)






Χάρη στην ανεξέλεγκτη δημιουργική τους ενέργεια, τα παιδιά από την επαρχία απέσπασαν την προσοχή του Ολλανδικού κλάδου της δισκογραφικής Ariola Records. Αμέσως μετά ένα συμβόλαιο για τρία single ακολουθούμενα από ένα LP συνέβη. Και όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν καλά. Όμως οι εγκέφαλοι των Mayfly - Gustaaf Verbürg (κιθάρα, πιάνο, φωνητικά) και Ide Min (κρουστά, ηλεκτρονικά εφέ, στίχοι), άρχισαν ξαφνικά να μην μπορούν να εκφραστούν. Μέσα στο νοικιασμένο με την ώρα στούντιο GTB στην Χάγη δεν ήταν δυνατόν γι'αυτούς να επιτευχθεί η ατμόσφαιρα που είχαν σκοπό να κάνουν. Στα μονοπάτια της παραδοσιακής folk είναι το "Lemoncake" και δραματικό το σαν βαριετέ "The Stable".

The Stable (1973)






"Λοιπόν, τι προτείνετε εσείς;" ρώτησε κουρασμένα ο παραγωγός Martin Duiser. "Θα κάνουμε την ηχογράφηση στο σπίτι μας", ανακοίνωσαν όλοι μαζί. "Είστε εντελώς τρελοί; Πώς θα γίνει κάτι τέτοιο στο σπίτι σας;" "Πολύ απλά. Έχουμε εξοπλισμό εκεί και θα είμαστε πολύ πιο άνετα να δημιουργήσουμε". Ο Martin Duiser, αρχίζει να αποδεσμεύεται σιγά-σιγά, αλλά ο νεαρός Gustaaf τον πείθει ότι όλα θα γίνουν σωστά. Αποτέλεσμα ήταν έξι τρελαμένα παιδιά να κλειδωθούν στην σοφίτα του σπιτιού του Ide Min στο Bergen και δουλεύοντας αμέτρητες ώρες να δημιουργήσουν ένα υπέροχο υλικό που με υπερηφάνεια το παρουσίασαν...


The Smell of It (1973)






Το σετ τους διαρκεί μόλις 36 λεπτά. Παρόλα αυτά, αυτό το σχεδόν μισάωρο περιέχει 11 θαυμάσια, ώριμα, ισορροπημένα και απίστευτα ελκυστικά τραγούδια. Στο ορχηστρικό ιντερλούδιο "Intermezzo" επιδεικνύονται οι επιδεξιότητες του βιολονίστα de Geus,

Intermezzo (1973)






ενώ το "Secondhand Dream" εγγυάται ότι θα προκαλέσει αισθήματα οίκτου σε οποιονδήποτε.

Secondhand Dream (1973)






Ο συνδυασμός της μελωδικής pop παράδοσης των Beatles, με τις συναρπαστικές folk ιστορίες στο πνεύμα των Magna Carta και οι ιμπρεσιονιστικοί στίχοι έχουν ένα ευεργετικό αποτέλεσμα σε όσους ακούνε.  Η απλή, φυσική φιλοσοφία των θεμάτων των Ολλανδών (από την αλλαγή των εποχών του χρόνου μέχρι τις εμμονές των ανθρώπων καθώς γερνάνε) λαμβάνει ένα πολυτελέστατο ηχητικό τοπίο.

Signed By the Time (1973)






Το single "Blue Sofa" εισέρχεται στα απόρρητα της ευφυίας των Lennon και McCartney, ενώ ο δίσκος κλείνει με το "She Leaveth Me" και το "Topless Bertha".

Topless Bertha (1973)






Έχουμε στο παρελθόν δει τους επίσης Ολλανδούς OPO. Εδώ απλώς επιβεβαιώνουμε ότι τελικά οι Ολλανδοί πράγματι έχουν μία εκπληκτική μουσική σκηνή. Εξαιρετική, γοητευτική και αέρινη δουλειά με πολύ καλό γούστο. Καθαρή απόλαυση για κάθε λάτρη της μουσικής.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020






MARK-ALMOND





Great Unknowns






Έχοντας συναντηθεί στο στούντιο, στα sessions της cult μπάντας John Mayall's Bluesbreakers, ο John Mark (φωνητικά, κιθάρα, ντραμς) και ο Johnny Αlmond (πνευστά, φωνητικά, κρουστά) γρήγορα ανακάλυψαν ότι είχαν παρόμοιες μουσικές προτιμήσεις. Εκείνο τον καιρό, και οι δύο είχαν μία δημιουργική πορεία χαραγμένη. Ο Mark μαζί με τον Mick Jagger είχαν κάνει την παραγωγή στις αρχικές ηχογραφήσεις της Marianne Faithfull, σχεδίασε το ρεπερτόριο της και συνέχισε να κάνει περιοδείες σαν επαγγελματίας κιθαρίστας. Το 1969, είχε αναγνωριστεί για την συμμετοχή του στο πρότζεκτ με το όνομα Sweet Thursday, ενώ ο Αlmond (πριν στους The Alan Price Set καθώς και στους Zoot Money's Big Roll Band) ενεργά προώθησε το δικό του ensemble Music Machine. Την ίδια εποχή, ήταν και οι δύο στους Bluesbreakers. Το 1970, είπαν αντίο στον Mayall και ξεκίνησαν ένα ταξίδι με το όνομα Mark - Almond.

Love (1971)
(Renaissance / Prelude / Pickup / Hotel Backstage) 




Οι δηλωμένες jazz-rocky φιλοδοξίες των δύο φίλων προσέλκυσαν έμπειρους παίκτες-τον μπασίστα Roger Sutton (των Nucleus) και τον οργανίστα Tommy Eyre (Riff Raff, Zzebra). Ακόμα περισσότερο, αντίθετα με το background άλλων fusion σχημάτων της Αλβιόνας, το κουαρτέτο έμοιαζε σαν μαύρο πρόβατο. Η τρεμουλιαστή πραότητα των αρμονιών, η επιτόνιση και οι φανερές μη Αγγλικές εικόνες, αμέσως καθόριζαν το ιδιαίτερο στάτους στο οποίο οι μουσικοί αυτοί έμειναν κατά την διάρκεια ολόκληρου του ταξιδιού τους.

Mark-Almond (Blue Thumb Records, BTS-27), 1971




Το ντεμπούτο άλμπουμ τους είναι η απόλυτη ωδή στην ωριμότητα. Η ατμόσφαιρα ενός ζεστού Αμερικανικού φθινοπώρου, το άρωμα του καπνού, η ευχαρίστηση στην γεύση του παλιού κρασιού, τα ξεχορταριασμένα μονοπάτια στον κήπο...

The City (1971)
Grass And Concrete / Taxi To Brooklyn / Speak Easy It's A Whiskey Scene




Η ερμηνεία στο "The Ghetto" που ανοίγει τον δίσκο είναι μινιμαλιστική σε όρους σύνθεσης: πιάνο, σαξόφωνο, μπάσο και περιστασιακά χορωδία gospel. Απίθανο να καταλάβει κανείς ότι είναι Άγγλοι. Μπορούν να κρύβονται επιμελώς. Ή ίδια αίσθηση έρχεται στο τρίπτυχο "The City" - (Grass and Concrete / Taxi to Brooklyn / Speak Easy It's a Whiskey Scene). Jazz έχουμε εδώ με ψυχεδελικές πινελιές και ενισχυμένη με στοιχεία rumba και υπαινικτικά εσωτερικό μονόλογο.

The Ghetto (1971)




Όχι και το καλύτερο υλικό για πάρτι. Έτσι, η μουσική βιομηχανία ΄έκοψε κρίνα μυρωμένα΄. Κατ'αρχήν ένα σχήμα χωρίς ντράμερ αντιτίθεται a priori στα mainstream και όχι μόνο standards της rock. Ακούστε το "Tramp and the Young Girl" για παράδειγμα. Στοχαστικό, με φολκλορικό στυλ. Σαν να ακούς Nick Drake περιτριγυρισμένο με ακουστικά στοιχεία και ενισχυμένο με φλάουτο με ηλεκτρονικό εφέ, ηλεκτρικό πιανάκι...ένα τέλειο κομμάτι να φορέσεις τα ακουστικά σου και να πέσεις στο κρεβάτι.

Tramp and the Young Girl (1971)




Στο "Love" ξεκινάμε από την ηρεμία του Αναγεννησιακού μουσικού τοπίου, για να καταλήξουμε στην υστερία. Τελικά το "Song for You", είναι ένα είδος μαύρης jazz soul στιλιστικά εκτός γενικής γραμμής.
Γενικά, πρόκειται για μία ακραία ασυνήθιστη κυκλοφορία μακριά από την mainstream rock. Παρόλα αυτά, σας συμβουλεύω να το εκτιμήσετε αυτό το LP, όπως και τα επόμενα από αυτό το τρομερό δίδυμο. Ίσως υποκύψετε και εσείς στην γοητεία που έχουν κρυμμένη μέσα τους.



Mark-Almond II (Blue Thumb Records, BTS 32), 1971



Στο ίδιο μοτίβο με το ντεμπούτο άλμπουμ τους κι αυτό είναι χωρισμένο σε ενότητες. Ξεκινάει με το:

The Sausalito Bay Suite (1971)

The Bridge




Εννοεί αυτή του San Fransisco Bay...Και μεταφερόμαστε νοερά εκεί, στον χρωματιστό και φωτεινό κόσμο που μας πηγαίνουν τα ευφάνταστα και αισθαντικά φωνητικά του Jon Mark.
Και είναι λίγο αργότερα που η θάλασσα χάνεται από τα μάτια της φαντασίας μας και αρχίζει ένα γρήγορο θέμα όπου ο Johnnie Almond αναλαμβάνει με ένα σόλο στο σαξόφωνο να μας αλλάξει το σκηνικό σε νυχτερινό με τον Tommy Eyre να παίζει με μεγάλη επιδεξιότητα το πιάνο του.

The Bay




Μιλάμε για το San Fransisco Bay...Χαλαρά ακούσματα, σχεδόν ληθαργικά σε κάνουν να σκέφτεσαι ότι βρίσκεσαι καθηλωμένος στον καναπέ και μάταια προσπαθείς να κουνηθείς. Στην ουσία δεν θέλεις, καθώς σκέφτεσαι τις εικόνες που η γεμάτη συναίσθημα φωνή του Jon Mark σε πηγαίνει. Ένα μελαγχολικό δωμάτιο σε παραθαλάσσιο condo, τα παράθυρα ανοιχτά, το κρεβάτι άστρωτο με την καλοκαιρινή αύρα να κάνει τους μελωδούς να χτυπάνε.
Solitude
Ότι ατμόσφαιρα έχει δημιουργηθεί μέχρι τώρα εξελίσσεται και βρίσκεσαι σε μία κατάσταση ονειρική, να αιωρείσαι ακούγοντας την καθηλωτική και παραστατική φωνή του Jon Mark συνοδευόμενη από το εκλεκτό σαξόφωνο του Almond και το πιάνο του Tommy Eyre.
Friends
Τέλος φτάνουμε σε μία ταπεινή και μικρή σε διάρκεια μπαλάντα με τα εγκάρδια φωνητικά του Jon Mark να συνοδεύονται μόνο από την ακουστική του κιθάρα. Μαγεμένοι στίχοι μοιάζουν να έρχονται από τον αιθέριο κόσμο στον υλικό μας κόσμο προς δική μας τέρψη και απόλαυση.




Journey Through New England (1971)

One Way Sunday





Πάλι εδώ οι στίχοι είναι υπέροχοι, καθώς ο Jon περιγράφει τις σπαραξικάρδιες πλευρές του να κάνει περιοδεία με την μπάντα του έχοντας αφήσει τα αγαπημένα του πρόσωπα στο σπίτι.
"Here in the morning light I stand, with a suitcase, and a guitar in my hand"...
Το κομμάτι κλείνει με ένα αλήθεια επιδέξιο σόλο στο φλάουτο από τον Almond.
"Maybe when my travelling days are through, I will come on back and stay at home with you"...
Sunset
Ένα σκυθρωπό κομμάτι που απεικονίζει την απομόνωση, την απόγνωση και την μοναξιά...Οι στίχοι γραμμένοι από τον Roger Sutton που παίζει πολύ ατμοσφαιρικά το μπάσο του. Θαυμαστά ονειρικά τοπία, ζωηρά επινοημένα και απεικονισμένα από αυτό το αξιοθαύμαστο ensemble από ταλαντούχους μουσικούς, που με κάποιο είδος μαγικών αιχμαλωτίζουν αυτή την μελαγχολική διάθεση.
Ballad of a Man
Καταλήγουμε τελικά σε αυτό το θέμα γραμμένο από τον Jon Mark, που ανοίγει με ένα καταπληκτικό σόλο σαξόφωνο από τον Johnnie Almond.
Καλογραμμένοι στίχοι καθώς ο Jon Mark αναπολεί τον επιπόλαιο τρόπο ζωής ενός νέου, που καταλήγει τελικά στην ακολασία.



Rising (Columbia KC 31917), 1972




Εδώ δεν έχουμε ακριβώς jazz, ούτε ακριβώς rock, αλλά κατά κάποιο τρόπο μία ανάμιξη των δύο. Όχι σαν αυτές των Miles Davis και John McLaughlin, αλλά κάτι πιο αιθέριο και μέσα στο πάθος.

Monday Bluesong (1972)




Ίσως το "Monday Bluesong" να είναι από τα πιο λυπητερά θέματα που έχω ακούσει για χαμένο έρωτα, με την βοήθεια της φωνής του Jon Mark που ακούγεται σαν να έχει παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια.

I'll Be Leaving Soon (1972)




Το "Song for a Sad Musician" είναι ένα free form τραγούδι για τις σχέσεις αγάπης και μίσους ενός μουσικού με τον δρόμο. Το "Organ Grinder" και το "I'll Be Leaving Soon"  απλά δύο πολύ γλυκά θέματα και τελικά το "What Am I Living For" ένα τραγούδι που σε κάνει να αναρωτιέσαι για ποιο λόγο ζούμε όταν τα πάντα σε απογοητεύουν.

The Little Prince (1972)




Ο αδύναμος κρίκος για κάποιους είναι το τραγούδι που ανοίγει την Β΄ πλευρά του δίσκου "Riding Free". Όμως το groove επανέρχεται με το jazz fusion "The Little Prince", ακολουθούμενο από το "The Phoenix", που όμως δεν έχουν την επίδραση που έχει η Α΄ πλευρά.



Mark Almond 73 (Columbia, KC 32486), 1973




Το άλμπουμ παρουσιάζει μία live πλευρά και μία στουντιακή. Εδώ έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε τον πραγματικό τους ήχο. Και το σχήμα είναι πια σεπτέτο. Μέσα βρίσκεται ο ντράμερ του Charlie Mingus, Donnie Richmond. Highlight το "What am i Living for". Στην στουντιακή πλευρά το "Lonely Girl" ένα θέμα με Latin groove και την θεραπευτική φωνή του Jon Mark, υπέροχο με τον μοναδικό Johny Almond στο σαξόφωνο.

What Am I Living For (1973)




Μετά από αυτό το άλμπουμ, οι δρόμοι των δύο χωρίζονται με τον Mark να κάνει ένα σόλο άλμπουμ Song for a friend (1975).




Τον ίδιο χρόνο σμίγουν ξανά με αποτέλεσμα τον πολύ ωραίο δίσκο To the Heart (1976).

To The Heart (ABC Records (ABCL 5183), 1976



Εδώ μέσα ντραμς παίζει ο ένας και μοναδικός Billy Cobham. Κι εδώ υπάρχει η καλύτερη εκτέλεση του κλασικού του Billy Joel:

Medley: New York State Of Mind /  Return To The City (1976)




Ένα συμβόλαιο με την A&M το 1978 θα φέρει το άλμπουμ Other People's Rooms. Κανένα από τα δύο τελευταία άλμπουμ δεν τα κατάφερε με αποτέλεσμα το ντουέτο να διαλυθεί. Στα μέσα της δεκαετίας του '80 χωρίζουν ξανά για να επανασυνδεθούν το 1996.

Jon Mark



O Jon Mark μετακόμισε στην Νέα Ζηλανδία στα μέσα της δεκαετίας του '80 όπου ζει ακόμα και έκανε πολλές σόλο ambient ηχογραφήσεις, ηχογραφήσεις folk όπως και παραδοσιακά Κέλτικα με άλλους καλλιτέχνες, καθώς επίσης και παραγωγές σε άλλους καλλιτέχνες. Μία κυκλοφορία με Θιβετιανούς ψαλμούς που ηχογράφησε με την σύζυγό του Thelma Burchell κέρδισε ένα βραβείο Grammy το 2004.

Johnny Almond

Ο Johnny Almond είχε διαλέξει να ζήσει στον αγαπημένο του κόλπο στο San Francisco. Συχνά θα ξάφνιαζε τους ιδιοκτήτες των κλαμπ, που θα είχαν την ευκαιρία να τον ακούσουν να παίζει το μαγικό του σαξόφωνο. Ο Johnny Almond πέθανε το 2009 χτυπημένος από τον καρκίνο.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020




GARY FARR 





Singers / Songwriters of 60's & 70's





Έχοντας εμφανιστεί σε αμέτρητα R&B κλαμπ σαν ηγέτης των T-Bones, στα τέλη της δεκαετίας του '60 ο Gary Farr είχε επανακαθορίσει τον εαυτό του ως χιπι τραγουδοποιός / τραγουδιστής.

Take Something With You (UK, 1969)




Αυτό είναι το ντεμπούτο του στην προβληματική Marmalade αρκετά αργότερα από τον καιρό που είχε ηχογραφηθεί και βούλιαξε σαν πέτρα. Του άξιζαν βέβαια πολλά περισσότερα.

Green (1969)




Τα τραγούδια του είναι ομοιόμορφα ατμοσφαιρικά, καλά δομημένα και δυναμικά και πράγματι είναι ένας φανταστικός 12χορδος κιθαρίστας. Υφή προστέθηκε από τους μουσικούς που κάνουν backing και συμπεριλαμβάνουν τον Meic Stevens και μέλη των Τhe Blossom Toes και των Mighty Baby, που η βοήθεια τους κάνει κάθε τραγούδι να αξίζει επαναλαμβανόμενα ακούσματα.

Two Separate Paths Together (1969)




Οι καλύτερες συνθέσεις του εδώ είναι το "Don't Know Why You Bother Child", τα στοιχειωτικά "Green", "Curtain Of Sleep", "Why Not". Τραγουδάει με χαρακτηριστική δύναμη αλλά δεν πείθει στο είδος της πολιτικοποιημένης folk που ο Dylan καθιέρωσε στην νεανική κουλτούρα των 60'ς. Είναι περισσότερο πειστικός στους στοχασμούς που κάνει για πράγματα της καθημερινότητας.

Curtain of Sleep (1969)



Ο Farr δεν φοβήθηκε να ακολουθήσει τα μονοπάτια στα οποία τον κατεβάζουν αυτά τα τραγούδια. Ίσως να μην ήταν μία αψεγάδιαστη προσπάθεια, όμως αυτές οι μικρές ατέλειες κάνουν τον καλλιτέχνη μοναδικό. Ακούστε το πάθος του σε κάθε τραγούδι.

Why Not (1969)




Strange Fruit (UK, 1970)




Είναι η δεύτερη προσπάθεια του και είναι μία μαγεία. 10 τραγούδια που έχουν να επιδείξουν αξιοζήλευτη ποικιλία. Το "In The Mud" θα σας κάνει να θέλετε να το ακούτε επαναλαμβανόμενα.

In the Mud (1970)




To "Strange Fruit" είναι ένα διαμαντάκι στον κατάλογο των τραγουδιών του Farr και είναι μία συγκλονιστική ερμηνεία του κλασικού της Billie Hοliday.

Revolution Of The Season (1970)




To "Revolution Of The Season" ξεχώρισε από το άλμπουμ ως single, αλλά δυστυχώς δεν έλαβε την προσοχή που του άξιζε. Τα "About This Time Of Year" και "Proverbs Of Heaven And Hell" στέκονται ανάμεσα στα καλύτερα τραγούδια του γένους αυτού (τραγουδοποιός / τραγουδιστής). Στο "Margie" συνεισφέρει ο Richard Thompson (Fairport Convention) στην υπέροχη κιθάρα.

About This Time Of Year (1970)



Τα μέλη των Mighty Baby, Ian Whiteman, Roger Powell και Mick Evans επίσης κάνουν τέλεια δουλειά εδώ. Πιάνο και φλάουτο από τον Whiteman, ρυθμικό μέρος από τους άλλους δύο.

Proverbs Of Heaven And Hell (1970)




Addressed to the Censors of Love (UK, 1973)




Το 1973, του δίνεται η ευκαιρία να ηχογραφήσει στην Αμερική. Ο ένας από τους παραγωγούς του δίσκου ήταν ο Jerry Wexler, που είχε δουλέψει στο παρελθόν με θρύλους της soul, όπως ο Ray Charles και η Aretha Franklin.

Wailing wall / Muggsey the lard / Faith with a face (1972)



Η πρακτική που είχε εφαρμόσει στο παρελθόν για την Dusty Springfield, δηλαδή να ταιριάξει τους λευκούς τραγουδιστές με τις R&B ευαισθησίες με τους μουσικούς του Αμερικανικού νότου, εφαρμόστηκε και στην περίπτωση του Farr, με αποτέλεσμα την ηχογράφηση αυτού του άλμπουμ στα Muscle Shoals Sound της Αλαμπάμα.

Mexican Sun (1972)



Βλέπουμε λοιπόν ένα αποτέλεσμα στον ήχο πιο soul-rock, αλλά και με πινελιές jazz και Tex-Mex. Όλα γραμμένα από τον Farr πλην ενός ("I'm a King Bee") του Slim Harpo, ένα θέμα που παραπέμπει στο παρελθόν του με τους T-Bones.

I'm a King Bee (1972)



Αυτό το άλμπουμ ασφαλώς ήταν που έλαβε την μεγαλύτερη έκθεση στην Αμερική. Ένα από τα σπανιότερα LP της Atlantic, που μετά την εμπορική αποτυχία του, ο Farr δεν κυκλοφόρησε ποτέ άλλο άλμπουμ μέχρι τον θάνατο του το 1994.



ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020




FUZZY DUCK





Hard Rock Unknowns






Τα μέλη των Fuzzy Duck είχαν παίξει με τους Andromeda, τους The End, τους Piblokto και τον Arthur Brown, αλλά υπέγραψαν σε μία εταιρεία που την ενδιέφεραν περισσότερο ο Tom Jones και ο Engelbert Humperdinck, παρά οι μαλλιαροί hard rockers. Έχοντας ηχογραφήσει ένα μη γνωστό άλμπουμ και εμφανιστεί ελάχιστες φορές διαλύθηκαν σε λιγότερο από ένα χρόνο. Μαθαίνουμε την ιστορία τους σε βάθος...

Time Will Be Your Doctor (1971)




Ο Grahame White γεννήθηκε το 1949 και μεγάλωσε στο New Haw του Surrey. Ο ξάδελφος του Colin Pattenden (αργότερα στους Manfred Mann’s Earth Band) ανακαλεί ότι αυτός και ο Grahame ήταν "περισσότερο σαν αδέλφια παρά σαν ξαδέλφια" και οι δύο θα έπαιζαν σε κονσέρτα στο Fulbrook County Secondary School.





Ο Grahame άρχισε να δείχνει ταλέντο στην κιθάρα, ενώ ο Colin έκανε πρόοδο στο μπάσο. Η πρώτη τους μπάντα λεγόταν Roy & the Aztecs, μετά από την οποία σχημάτισαν τους Tekneeks στις αρχές του 1964, μαζί με τους Peter Bills και Phil Edwards, παίζοντας διασκευές των Beatles, Stones και Kinks όπως επίσης και blues. "Είχαμε ένα κορίτσι που λεγόταν Leslie, έτσι μετονομαστήκαμε σε Les Tekneeks, αλλά όσο μπορώ να θυμηθώ ποτέ δεν εμφανιστήκαμε μαζί, καθώς αυτή ήταν πολύ αναξιόπιστη", λέει ο Peter.




"Ωστόσο, πήγαμε για μία οντισιόν για το τηλεοπτικό σόου Opportunity Knocks στο Manchester και αργότερα την ίδια χρονιά πήγαμε στο τηλεοπτικό σόου".
Έχοντας αποτύχει να τους "χτυπήσει η ευκαιρία", το 1966 ο Colin και ο Grahame έπαιζαν σε μία παμπ στο Walton-on-Thames όταν ένας άνδρας που λεγόταν Tony Cartwright πλησίασε. Εξήγησε ότι δούλεψε με τον τραγουδοποιό και μάνατζερ Gordon Mills και ρώτησε αν θα τους ενδιέφερε να κάνουν backing σε ένα ανερχόμενο τραγουδιστή που λεγόταν Engelbert Humperdinck, με τον οποίο ο Mills είχε υπογράψει. Αυτοί αποδέχτηκαν και σύντομα έπαιζαν μαζί του live και στο στούντιο. Ο Mills είχε γεννηθεί στην Ινδία το 1935, αλλά μεγάλωσε στη Νότια Ουαλία, όπου είχε παίξει στις αρχές της δεκαετίας του '60, πριν ανακαλύψει τη φλέβα χρυσού το 1964, στο πρόσωπο του Tom Jones, για τον οποίο έγραψε αρκετά χιτ, συμπεριλαμβανομένου του "It’s Not Unusual".




Συγκεντρώνοντας περισσότερα πλούτη με την επιτυχία του Humperdinck, ο Mills έγινε σύμμαχος των Grahame και Colin και άρχισε να δίνει στον Grahame έξτρα δουλειά να κάνει backing σχημάτων με χιτάκια, όπως ο Leapy Lee και ο Solomon Kane.
Το καλοκαίρι του 1970, ο Mills είχε προσθέσει τον Gilbert O’Sullivan και αποφάσισε να ξεκινήσει την δική του εταιρεία (Management, Agency & Music), με την Decca στον τομέα των δίσκων. Η πρώτη τους κυκλοφορία ήταν το "I Hear You Knocking" του Dave Edmunds, που κυκλοφόρησε εκείνο τον Οκτώβριο και έφτασε νο1 τον Δεκέμβριο. Ανυπομονώντας να χτίσει σε αυτό τον θρίαμβο, ο Mills αποφάσισε να βγει επίσης στην πολύ επικερδή αγορά της heavy rock. Όπως το θέτει η χήρα του Grahame, Christine, "Το να κάνει backing σε pop τραγουδιστές δεν ήταν ότι ζητούσε ο Grahame. Του άρεσαν οι Deep Purple, ο Hendrix, ο Eric Clapton, ο Alvin Lee και ο Jimmy Page, όπως επίσης κάποια από τα παλιά pop, έτσι ο Gordon τον πήρε για να φτιάξουν μαζί τους Fuzzy Duck".
Με αποστολή να στρατολογήσει μέλη για την μπάντα, ο πρώτος σταθμός του Grahame, ήταν ο οργανίστας Roy Sharland, μία επαφή που έγινε από ένα roadie που ήξεραν και οι δύο και λεγόταν Francis Treason.




Γεννημένος στο Hampstead το 1950, ο Roy φαινόταν να προορίζεται να γίνει μουσικός. "Η μητέρα μου ήταν φανταστική παίκτρια στο πιάνο-βγήκε για να παίξει ακόμα κι όταν ήταν 8 μηνών έγκυος σε μένα, έτσι βρέθηκα μέσα στην μουσική πριν ακόμα γεννηθώ. Ξεκίνησα τυπική κλασική εκπαίδευση στην ηλικία των 6 χρόνων μου και στα 12 άρχισα να ανακαλύπτω όλους τους Αμερικανούς παίκτες της jazz-Jimmy Smith, Shirley Scott, Richard Holmes, κλπ. Μετά οι Beatles και οι Stones ξεκίνησαν όταν ήμουν στον πρώτο χρόνο στο senior school. Μισούσα την κλασική μουσική, αλλά μου άρεσε η jazz και το rock’n’roll πήγε χέρι-χέρι μαζί της".
Ο Roy έπαιζε μπάσο σε σχολικές μπάντες, αλλά η σχέση του με αυτό έφτασε σε ένα ξαφνικό τέλος:"Έχτιζα ένα σωρό, αλλά η μητέρα μου αηδίασε από όλο το χαμό στο μπροστινό δωμάτιο, έτσι μου πούλησε τον εξοπλισμό και μου αγόρασε το πρώτο μου όργανο (Hammond). Ήταν ένα είδος έκπληξης!" Δεν ήταν μόνο το φημισμένο στούντιο της Decca στο τέλος του δρόμου που γεννήθηκε ο Roy, αλλά ήταν και το φημισμένο nightclub Klooks Kleek. "Πήγα στο Klooks πολλές φορές", λέει ο Roy. "Θυμάμαι να βλέπω τον Brian Auger εκεί-τι τύπος αλήθεια!" Καθώς η εφηβεία του προχωρούσε, ο Roy άρχισε να παίρνει την μουσική πιο σοβαρά. "Στα τέλη του '67 έμπλεξα με τον Bill Bruford, πριν φτιάξει τους Yes, αλλά η μπάντα μας δεν απογειώθηκε". Αντί γι αυτό έπαιξε για μία περίοδο με τον Ian Hunter (αργότερα των Mott The Hoople) και τον Mick Strode (πριν στους Band Of Joy του Robert Plant) σε ένα σχήμα που λεγόταν Pendulum. Μέσω διασυνδέσεων του Strode με τον Plant, το καλοκαίρι του 1968 είχε αναφερθεί ότι οι Pendulum θα πήγαιναν στην Αμερική και θα παρουσιάζονταν ως Τhe New Yardbirds, για να κλείσουν τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από το συμβόλαιο τους, αλλά δεν έγινε κάτι τέτοιο.
Αντί γι'αυτό ο Roy πήγε στους Piblokto, του Pete Brown, με το Beat Instrumental να αναφέρει τον Σεπτέμβριο του 1968 ότι ήταν ένας υπερήφανος κάτοχος ενός Hammond B2. "Οι Piblokto σχηματίστηκαν στο μπροστινό δωμάτιο της μητέρας μου", εξηγεί ο Roy. "Το πρώτο-πρώτο τζαμ ήμουν εγώ στο όργανο, ο Laurie Allen στα ντραμς και ο Pete Brown στην τρομπέτα". Όταν αυτό απέτυχε ο Roy είχε σύντομη θητεία σε ένα ή δύο άλλα σχήματα, πριν κάνει οντισιόν για τους Spice (που έκαναν εμφανίσεις γύρω από το Λονδίνο από το 1967) μέχρι το τέλος του 1969. "Χρειάζονταν έναν παίκτη του keyboard, αλλά το Hammond μου έπεσε κάτω από το πίσω μέρος του βαν και έσπασε στον δρόμο για την οντισιόν. Είπαν: ΄φτιάξτο και έλα ξανά΄-αλλά εκείνο τον χρόνο ο Ken Hensley πήρε την θέση αυτή για την παράσταση και οι Spice συνέχισαν για να γίνουν οι Uriah Heep"

Mrs. Prout (1971)





Ο Roy μετά πιάστηκε από τον Arthur Brown, ο οποίος αντάλλασσε στάτους pop star για μία εκκεντρική ύπαρξη στους Puddletown. "Ήμουν ο οργανίστας στην μπάντα του Puddletown Express για το πρώτο μισό του 1970-πήρα την θέση επειδή ένας φίλος μου ήταν roadie του γκρουπ. Ο Arthur έμπαινε σε αυτό που είχε μπει ο Captain Beefheart και κάναμε κάποιες λίγες εμφανίσεις, αλλά μετά από έξι μήνες ήθελα να επιστρέψω στο Λονδίνο, παρά να παραμείνω εκεί". Μετά για σύντομο χρονικό διάστημα έπαιξε με τον Steve Hillage σε μία αρχική βερσιόν των Canterbury Khan, προτού ακούσει μία ενδιαφέρουσα ευκαιρία στις αρχές του 1971: "Ο roadie που με πήγε στον Arthur είπε ότι υπήρχε μία παράσταση που ερχόταν με πλήρη επαγγελματική κάλυψη-μάνατζμεντ, δισκογραφική και ηχογράφηση. Οι Led Zeppelin ήταν τεράστιοι τότε και ο Gordon Mills ήθελε να φτιάξει μία rock μπάντα, έτσι τηλεφώνησε στον πρώτο κιθαρίστα με μακριά μαλλιά που ήξερε και αυτός ήταν ο Grahame White, που με βρήκε και μου είπε ότι ήταν στην μπάντα".
O Roy πρότεινε να προσθέσουν τον Paul Francis, τον οποίο γνώριζε μέσω του Ian Buisel, πρώην lead guitarist των Tony Jackson & the Vibrations.




"Έπαιζα από όταν ήμουν 5 ή 6" λέει ο Paul, ο οποίος γεννήθηκε στο Kent το 1947, αλλά μεγάλωσε στο Croydon. "Υπήρχε μία σχολική παραγωγή και ήθελαν ένα μαθητή να παίξει ντραμς με ένα συγκεκριμένο ρυθμό. Σκέφτηκα, ΄ίσως να μπορώ να το κάνω΄. Μετά χτίστηκαν τα θεμέλια. Είχα κάνει κάποια μαθήματα σε ένα μικρό μουσικό εργαστήρι στο Croydon και μετά πήγα να δουλέψω εκεί ένα Σαββατιάτικο πρωινό. Ήμουν γύρω στα 14, διδάσκοντας σύγχρονα pop μοτίβα σε άλλους ανθρώπους".
Τέτοια ήταν η πρόοδος του Paul που έγινε επαγγελματίας στα 15 του, λαμβάνοντας ειδική απαλλαγή να αφήσει το σχολείο πρόωρα. Έχοντας πάει στους Τhe Chessmen, που έπαιξαν σε στυλ Shadows, διασκευές ορχηστρικών και δημοφιλών rock’n’roll, στις αρχές του 1963, βρέθηκε σε μία περιοδεία να κάνει backing στον Rolf Harris, για το οποίο η μπάντα άλλαξε το όνομα της σε Τhe Diggeroos. (Παρεμπιπτόντως ο Paul δεν έχει να πει κακή κουβέντα για τον Harris). Όταν όλο αυτό ξεθύμανε, πήγε στο Barking για να βρει τους Bobby Cristo & the Rebels, που βιαστικά μετονομάστηκαν σε Bobby Rio & the Revelles: "Η μπάντα είχε μία συμφωνία με την Decca και ηχογράφησε τρία singles με τον Joe Meek. Κράτησε γύρω στους 18 μήνες". Τον Αύγουστο του 1964 πήγε στην νέα μπάντα του πρώην μπασίστα των Searchers, Tony Jackson, που έγινε γνωστή ως Tony Jackson & the Vibrations. Οι The Searchers ήταν τεράστιοι εκείνη την εποχή, κάνοντας αυτό το σχήμα μία απρόσμενη επιτυχία για τον νεαρό ντράμερ.
"Εκείνη ήταν η μέρα που όλα άλλαξαν για μένα", λέει ο Paul. "Την επόμενη εβδομάδα ήμουν στο στούντιο, με singles για να ηχογραφήσουμε και είχαμε κλείσει σε τηλεοπτικά σόου. Υπήρχαν πολλά κομμάτια στον μουσικό τύπο, το "Bye Bye Baby" έφτασε περίπου νο25 στα charts τον Οκτώβριο και κάναμε περιοδείες με ανθρώπους σαν τους Τhe Hollies. Η πρώτη περιοδεία ήταν απίστευτη-δεν ήμουν συνηθισμένος να βλέπω κορίτσια να στριγγλίζουν και ανθρώπους να προσπαθούν να πιάσουν τα ρούχα μου. Ήταν οι μέρες που δεν υπήρχε ασφάλεια και το κοινό θα μας τραβούσε κάτω από την σκηνή. Ήταν παράξενο, αλλά είχε μεγάλη πλάκα". Παρά τις υστερικές έφηβες και κάποια επιτυχία στην χώρα, τα επτά singles που ακολούθησαν, όλα απέτυχαν να πάρουν θέση στα chart στην Αγγλία και διαλύθηκαν το 1967. Ο Paul τότε πήγε σε ένα soul σχήμα που λεγόταν Τhe Stewart James Inspiration για δυο χρόνια, κυκλοφορώντας ένα single ως Pepper τον Ιούλιο του 1968 ("We’ll Make It Together" / "(Look Out) I’m On The Way Down", Pye 7N 17569-και οι δυο πλευρές γραμμένες από τον Harry Vanda και τον George Young των Τhe Easybeats).

Afternoon Out (1971)




Ο Paul επίσης ανέλαβε session δουλειά, μέσω της οποίας ο αριθμός του τηλεφώνου του βρήκε τον δρόμο για τον Chris Dreja. Ο Chris Dreja τον ήθελε να παίξει στους Τhe New Yardbirds και είπε ακόμα και στο Beat Instrumental εκείνο το καλοκαίρι ότι η υποτιθέμενη μπάντα είχε αρχίσει να ηχογραφεί με τον Paul, ο οποίος δεν είχε ούτε καν συναντηθεί με τον Jimmy Page τότε! Αντί αυτού όταν τέλειωσε το έτος ο Paul αντικατέστησε τον Hugh Attwooll στους Τhe End, αν και δεν είχε εμφανισθεί στο σε ιδιαίτερη εκτίμηση άλμπουμ τους Introspection, που περίμενε να κυκλοφορήσει, ενώ ο σπόνσορας της μπάντας και παραγωγός Bill Wyman έλυνε οικονομικές υποθέσεις με τον τρομοκρατημένο Allen Klein. Σε σύγχυση από τις καθυστερήσεις οι Τhe End πέρασαν το 1969 και 1970 πηγαινοερχόμενοι μεταξύ Αγγλίας και Ισπανίας, όπου μεταμορφώθηκαν στους Tucky Buzzard με την προσθήκη του δυναμικού τραγουδιστή Jim Henderson.
Είχαν πιάσει δουλειές ως μπάντα δημοφιλών κλαμπ της Μαδρίτης, έκαναν μία θητεία 6 εβδομάδων στην Ίμπιζα, κάνοντας backing στον τοπικό σταρ Miguel Rios στο LP του Unidos και ηχογράφησαν το δικό τους LP Coming On Again για την τοπική δισκογραφική Hispavox, αλλά καθώς το 1970 έφτανε στο τέλος του, μία αίσθηση έλλειψης ενδιαφέροντος υπέβοσκε.





Το Coming On Again δεν είχε κυκλοφορήσει (τελικά εμφανίστηκε το 1971) και μία πολυκαιρισμένη Αμερικανική συμφωνία με την Capitol αποτύγχανε να υλοποιηθεί, ακόμα κι αν η μπάντα είχε μέχρι τότε ηχογραφήσει ένα δεύτερο, ομότιτλο LP πίσω στο Λονδίνο. "Είχαμε ένα χορό κάνοντας το άλμπουμ και είχαμε πολύ live δουλειά στην Ισπανία παίζοντας υλικό αλά Led Zeppelin, αλλά τίποτα δεν συνέβη με τους Tucky στην Αγγλία. Στο τέλος του 1970, τρελαινόμουν. Τον Δεκέμβριο ο Grahame με πλησίασε για να φτιάξουμε μαζί μία μπάντα, λέγοντας ότι ο Gordon Mills ήθελε να πάει σε αυτή την heavy σκηνή και να ξεχυθεί στις αγορές. Δίστασα, αλλά είμαι ένας από τους ανθρώπους που δεν μπορούν να αρχίσουν το νέο έτος κάνοντας τα ίδια πράγματα, έτσι σκέφτηκα ΄θα το κάνω!΄ Θυμάμαι τον Bill Wyman να μου τηλεφωνεί και να με ρωτάει αν ήμουν σίγουρος και απάντησα πως ήμουν".
O Grahame είχε βρει έναν υπέροχο οργανίστα και ντράμερ με ευκολία, αλλά το να εντοπίσει ένα κατάλληλο μπασίστα δεν ήταν τόσο εύκολο. Επομένως έβαλε μία αγγελία στα πίσω φύλλα της Melody Maker στα τέλη του 1970 και μία ανταπόκριση ήρθε από τον Mick Hawkesworth.




"Το μεγαλύτερο μέρος της οικογένειας μου (από την γενιά των γονιών μου) έπαιζαν κάτι", λέει ο Mick, ο οποίος γεννήθηκε στο Clapham το 1948. "Ο θείος μου είχε ένα κατάστημα και πουλούσε δίσκους και μουσικά όργανα."
Αν και μελετηρός μαθητής που αρίστευσε στην μηχανική (και κέρδισε το παρατσούκλι ΄Doc΄), ο Mick άφησε το σχολείο στα 15 του. "Δεν μπορώ να θυμηθώ σε ποιά ηλικία βρισκόμουν όταν αγόρασα την πρώτη μου κιθάρα-πιθανόν στα 16. Ένας Ιταλός που λεγόταν Guy Mascolo ζούσε στον ίδιο δρόμο όπως οι φίλοι μου και συνήθιζε να κάνει εξάσκηση με ένα φίλο του που λεγόταν David Montague. Αγόρασα μία κιθάρα και είπαν, ΄μην παίζεις αυτό το πράγμα-παίξε αυτό΄ και μου έδωσε ένα μπάσο. Από εκείνη την στιγμή, ήμουν προορισμένος να γίνω μπασίστας".
Σχετικά με τις επιρροές του, ο Mick λέει "Μεγάλωσα με το είδος της μουσικής που δεν μου άρεσε! Δεν ενδιαφερόμουν για το rock’n’roll πλην του Eddie Cochran. Μου άρεσαν οι Beatles ωστόσο δεν τρελαινόμουν κιόλας γι'αυτούς, αλλά όταν οι Stones εμφανίστηκαν η ωμή τους ενέργεια μου έκανε αίσθηση. Με έκανε να παίζω blues". Ο Mick σχημάτισε την πρώτη του μπάντα, τους Mailtown Blues, με τους παλιούς συμμαθητές του Dick Hannay, Dave Rhymer, Jim Rhymer και Sid Perry. "Συνήθιζα να κάνω εξάσκηση στο μπάσο ίσως για 4 ώρες την νύχτα. Είχα μία ακόρεστη όρεξη για να μάθω και ήταν ένα μακρύ ταξίδι γεμάτο ανακαλύψεις. Άρχισα να πηγαίνω στην πόλη να βλέπω διάφορους ανθρώπους να παίζουν και δεχόμουν συνέχεια επιρροές. Όταν πρωτο-άκουσα τον Jack Bruce, έμεινα με ανοιχτό το στόμα. Πίστεψα ότι ήταν θαυμάσιος, αρχικά επειδή ήταν ο πρώτος τύπος που ανέλαβε ένα ρόλο, που δεν ήταν απλά το μπάσο στο background. Θυμάμαι ένα τραγούδι που τραγούδησε, το "Early In The Morning" (μιλάει για το τρακ στον δίσκο των Graham Bond Organisation, The Sound Of 65 που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1965), ήταν μία αποκάλυψη σε όρους του μπάσου που ήταν τόσο συνεπές στην μίξη. Μπορούσε να είναι πολύ μελωδικό όπως επίσης ρυθμικό και αυτό έκανε στ'αλήθεια αίσθηση. Πίστεψα ότι αυτό έπρεπε να κάνω".
Όταν ο κιθαρίστας Dick Hannay άφησε τους Mailtown Blues, ο John Cann έκανε οντισιόν για την θέση. Αυτός και ο Mick έγιναν γρήγορα φίλοι και το 1967 πήγε να ζήσει με τον Mick στο πατρικό του στο Clapham. Το μουσικό ζευγάρι άρχισε να σχεδιάζει να κάνει τζαμ και να ηχογραφούν μαζί και δύο πράγματα επέζησαν από εκείνο τον καιρό-ένα δισκάκι των Mailtown Blues που παρουσιάζει το "I Will Girl" και το "South Bound" και άλλο ένα που πιστώνεται στους Light (οι οποίοι αποτελούνταν σχεδόν από τους ίδιους μουσικούς), που περιείχε τα "I Just Wanna Live My Life" και "Fred The Mouse".

Country Boy (1971)





Το καλοκαίρι του 1967 ωστόσο, ο John πήγε στους The Attack, παραμένοντας μαζί τους για κάτι λιγότερο από χρόνο καθώς ενδύθηκαν την επιτυχία της ψυχεδελικής pop. Κατά την απουσία του John, ο Mick απάντησε σε μία αγγελία στην Melody Maker και πήγε σε μία μπάντα που λεγόταν London, μαζί με τον κιθαρίστα Rod Roach (αργότερα στους Horse και στους Saturnalia) και τον ντράμερ Gerry Conway (καταξιωμένο για την δουλειά του στους Fotheringay, Cat Stevens και Fairport Convention). Ο Gerry γρήγορα αποχώρησε, αφήνοντας τους άλλους να βρουν αντικατάσταση στο πρόσωπο του Jack McCulloch, που ήταν στους Magic Mixture. "Εκείνη την εποχή, χωρίσαμε τους δρόμους με τον μάνατζερ μας και δουλεύαμε ασταμάτητα για να πάρουμε παραστάσεις και ούτω καθεξής", λέει ο Mick. "Βασικά το πράγμα σταμάτησε, μεγάλο κρίμα, καθώς ο Rod ήταν πραγματικά καλός παίκτης με ιδιαίτερο στυλ και τα πηγαίναμε πολύ καλά".
Οι The Attack επίσης διαλύθηκαν το καλοκαίρι του 1968, ωθώντας τον Mick και τον John Cann να πάρουν μέρος σε ένα session ηχογράφησης με τους παιδικούς φίλους του Mick, Guy Mascolo και David Montague. "Μας πλησίασαν και μας ρώτησαν αν φανταζόμασταν να ηχογραφούσαμε ένα άλμπουμ με τα τραγούδια τους", λέει ο Mick. "Εμείς είπαμε, ότι θα το κάνουμε το session, αλλά όχι σαν να έχει κυκλοφορήσει με το όνομα μας, επειδή είναι εντελώς αντίθετο με ότι θέλαμε να κάνουμε! Ηχογραφήσαμε ολόκληρο το άλμπουμ σε μία μέρα και φαίνεται!" Το αποτέλεσμα πιστώθηκε στους Five Day Week Straw People και εμφανίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1968 στην Saga, το οποίο η Melody Maker καταδίκασε ως ΄μονότονο φωνητικά και βαρετό γκρουπ΄. Απτόητοι, τον Οκτώβριο, ο Mick and John σχημάτισαν τους Andromeda μαζί, αρχικά με τον Jack McCulloch στα ντραμς.
Δίνοντας επίμονα παραστάσεις, το τρίο προσέλκυσε την προσοχή του John Peel, που θεωρείται ότι υπέγραψε μαζί τους στην δική του εταιρεία Dandelion, μόνο για να χάσει το ενδιαφέρον του όταν ο McCulloch έφυγε και πήγε στη θέση του ο Ian McLane. Η μπάντα τελικά υπέγραψε στην RCA και κυκλοφόρησε ένα single τον Ιούνιο του 1969 ("Go Your Way" / "Keep Out Cos I’m Dying", RCA 1854), ακολουθούμενο από ένα ομότιτλο άλμπουμ τον Σεπτέμβριο. Ωστόσο, η έλλειψη άμεσης επιτυχίας έφερε σύγχυση στον John: "Μετά το άλμπουμ ακόμα δίναμε μικρές παραστάσεις και άρχισε να γίνεται ανήσυχος και νευρικός. Κάναμε όλα τα είδη γελοίου διαφορετικού στυλ υλικού και σκεφτόμουν ΄γιατί να μην μπορείς να είσαι λιγάκι πιο υπομονετικός;΄ Για μόνο ένα άλμπουμ που είχαμε βγάλει, πίστευα ότι ήταν εντάξει, αλλά αυτός έμοιαζε να λιγουρεύεται επιτυχία από την μια μέρα στην άλλη".





Τελικά, η μπάντα προσπάθησε ένα δεύτερο κιθαρίστα, τον Doug Jerebine (γνωστό καλύτερα ως Jesse Harper): "Ήταν αλήθεια σπουδαίος παίκτης και έγραφε καλά κομμάτια, έτσι δεν θυμάμαι για ποιόν λόγο δεν δούλεψε. Ήταν πολύπλοκος τύπος-όχι πολύ προβλέψιμος. Τελευταία φορά που τον είδα, εμφανίστηκε στο κατώφλι μου με ξυρισμένο κεφάλι και εντελώς ξυπόλητος...." Ο John άφησε τους Andromeda και στην αλλαγή της δεκαετίας, πήγε στους Atomic Rooster τον Φεβρουάριο του 1970 και γεύτηκε την επιτυχία που ποθούσε. Με ελάχιστες κλεισμένες δουλειές με τους Andromeda, ο Mick έφτιαξε ένα προσχέδιο στον Rod Roach τον Ιανουάριο του 1970, μετά από το οποίο αποφάσισε μία νέα στρατηγική. "Πάντα λάτρευα την μουσική από την κλασική κιθάρα", λέει. "Μπορεί να γίνει στοιχειωτική και πολύ όμορφη στ'αλήθεια, όπως κάθε άλλη μουσική φόρμα. Ήθελα να βρω ένα παίκτη κλασικής κιθάρας και να σχηματίσω μία μπάντα".
Έτσι, ο Gerry Conway τον έφερε σε επαφή με τον Jonathan Xavier Coudrille. "Είμαι από την Κορνουάλη, αλλά μετακόμισα στο Λονδίνο στα μέσα του '60 και παντρεύτηκα μία Αμερικανίδα", λέει. "Αρχικά έλαβα εκπαίδευση ως καλλιτέχνης και αποβλήθηκα από δύο art schools. Όταν ο Poli Palmer αποφάσισε να αφήσει τους Eclection, μπήκα για να αναλάβω τα keyboards και ο Gerry ήταν ένας υπέροχος ντράμερ. Μετά από αυτό έγινα μουσικός διευθυντής της παλαιάς Southern Television Company, αλλά επίσης έπαιξα κλασική κιθάρα, έτσι ο Mick τηλεφώνησε και ρώτησε αν ήθελα να παίξω μαζί του σε μία νέα rock μπάντα. Μου ζήτησε να περιγράψω τον εαυτό μου και ήταν πολύ ανακουφισμένος όταν έμαθε ότι είχα μακριά μαλλιά και μούσια! Προσπαθήσαμε να κάνουμε κάτι με τον Rod Price, που έπαιξε κιθάρα με τους Black Cat Bones και τους Foghat και τον θαυμάσιο Tony Fernandez, ο οποίος συνέχισε για να παίξει ντραμς στους Τhe Strawbs και στον Rick Wakeman. Αποκαλούσαμε την μπάντα μας Late November ή Late November Nose. Τους χρησιμοποίησα σε μερικά sessions για την τηλεόραση, έτσι ηχογραφήσαμε πολύ στο Southampton, αλλά δυστυχώς δεν μας δόθηκε κανένα δισκογραφικό συμβόλαιο". Ο Mick προσθέτει, "Κάναμε πρόβες και λίγο ηχογραφήσαμε, αλλά ήταν δύσκολο να κάνουμε οτιδήποτε, επειδή δεν είχαμε όλο τον εξοπλισμό, δεν είχαμε μάνατζερ ή ενδιαφέρον από δισκογραφική. Έγινε παύση, αλλά ο Jonathan και εγώ παραμείναμε σε επαφή". Ήταν σε αυτή τη συγκυρία που ο Mick εντόπισε την αγγελία του Grahame στην Melody Maker. Όπως θυμάται ο Roy, "Ένα ταξί εμφανίστηκε και ο Mick βγήκε έξω με όλο του το υλικό για το πρώτο τζαμ που θα είχαμε με τους Fuzzy Duck".

More Than I Am (1971)




Με το line-up τους συμπληρωμένο, το κουαρτέτο χρειαζόταν ένα όνομα. "Η γυναίκα μου εμφανίστηκε με το Fuzzy Duck, επειδή ήταν ένα αστείο σαρδάμ της εποχής όταν ήθελες να πεις για κάποιον ΄does he fuck?΄, λέει γελώντας ο Jonathan Coudrille. "Πίστεψαν ότι ήταν καταπληκτικό". Μπορεί να είχε αποτέλεσμα ένα πονηρό χαμόγελο εκείνη την εποχή, αλλά ο Roy μετανιώνει την απόφαση σήμερα. "Αν είχαμε την ευκαιρία να αρχίσουμε αυτό πάλι από την αρχή, θα επέμενα να μην ονομαζόμασταν έτσι. Ήταν κωμικό και αν έμπαινες σε αυτό το τρυπάκι, δεν μπορούσες να το δεις αλλιώς. Μπορεί να έκανε τους άλλους να χαμογελούν, αλλά ποτέ δεν σε έπαιρναν στα σοβαρά". Αν και είχαν ένα έτοιμο συμβόλαιο με την MAM, το lifestyle των πιο διάσημων πελατών του Gordon Mills δεν υλοποιούνταν για τους Fuzzy Duck. "Δεν έριχνε πολλά λεφτά στη μπάντα", λέει ο Mick. "Πληρωνόμασταν μία προκαταβολή, αλλά το μόνο που μπορούσε να καλύψει ήταν το νοίκι μας. Επίσης πλήρωνε για το βαν της μεταφοράς, (που είχαμε φτιάξει με αεροπορικά καθίσματα κλπ) και αγόρασε τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό των Andromeda, και από όλα σημαντικότερο, η MAM δήλωσε ότι ο εξοπλισμός μου δεν έκανε για την δουλειά και ζήτησε αν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος ενισχυτής που μου άρεσε. Οι βλάκες! Να πώς πήρα τον πρώτο μου Acoustic 360. Ήταν ακόμα καλύτερος από ότι θα φανταζόμουν και τους χρησιμοποιώ αποκλειστικά από τότε".
Η πρώτη κυκλοφορία του Gilbert O’Sullivan στην MAM, "Nothing Rhymed", είχε φτάσει στα top ten τον Δεκέμβριο του 1970 και-ίσως κυκλοφορώντας αυτό είχε σταθεί τυχερός με ένα ρυθμικό μέρος δυναμίτη-ο Mills έστειλε τον Mick και τον Paul να παίξουν στο επόμενο single του, "Underneath The Blanket Go". "Ο Mills ήταν απίστευτος", λέει ο Mick. "Προσπαθούσαμε να ΄βρεθούμε΄ μέσα στα τραγούδια, αλλά μέσα σε 20 δευτερόλεπτα θα τον ακούγαμε από την ενδοσυννενόηση να μας λέει ότι δεν ήταν σωστό. Μου ζήτησε να παίξω με πένα, του είπα ότι δεν μπορούσα και είχαμε ένα άγριο τσακωμό. Αλήθεια μας έκανε μπούλινγκ". Ο Paul τον θυμάται ως "ένα πρακτικό και σοβαρό τύπο, τελείως ΄μαύρο ή άσπρο΄ όσον αφορά στις απόψεις του. Είχε πολύ μεγάλη επιτυχία και ζούσε σε ένα εκθαμβωτικό σπίτι στο Weybridge που είχε ακόμα και ιδιωτικό ζωολογικό κήπο στον κήπο του μαζί με προσωπικό! Θυμάμαι να πηγαίνω σπίτι του για μία συνάντηση ένα βράδυ και αυτόν να μου λέει, ΄συγγνώμη, κάτι μου έτυχε και πρέπει να βγω έξω-σε πειράζει να προσέχεις την κόρη μου για δυο ώρες;΄"

In Our Time (1971)




Πέρα από την αποδιοργάνωση στα session, το κουαρτέτο έκανε μαζί ένα σετ ορίτζιναλ υλικό και γρήγορα  δεμένο. "Ένας από τους λόγους που μου άρεσε ότι έκαναν ήταν ότι πήραν τον ίδιο δρόμο με τους Andromeda", λέει ο Mick. Η τραγουδοποιία μοιραζόταν σε όλα τα μέλη, με τον Mick να δουλεύει μόνος και τον Paul να φέρνει ένα τραγούδι από τους Tucky Buzzard, το "Time Will Be Your Doctor", που είχε γράψει με τους Nicky Graham και Dave Brown της μπάντας. "Ο Paul και εγώ ήμασταν η γραφή", θυμάται ο Roy."Συνηθίζαμε να ανεβαίνουμε στο Hampstead Heath με μία κιθάρα και να μεταφέρουμε τις ιδέες μας στα keyboards και να βάζουμε τον Grahame να τις τραγουδήσει".
Μόνο τρεις μήνες αφού έσμιξαν, τον Απρίλιο του 1971, οι Fuzzy Duck ηχογράφησαν το άλμπουμ τους στο μικρότερο δωμάτιο των Olympic με τον Mills μόνο κατ'όνομα στην παραγωγή. (Οι The Who δούλευαν το Who’s Next στο μεγαλύτερο στούντιο τον ίδιο χρόνο). "Το Led Zeppelin III ήταν έξω και πιστεύαμε ότι θα ευνοούσαμε την τύχη μας να πούμε ότι θέλαμε να ηχογραφήσουμε στο στούντιο που είχε ηχογραφηθεί κι αυτό", λέει ο Mick. "Δεν νομίζω ο Mills να έριξε πολλά χρήματα ωστόσο-πηγαίναμε νωρίς το βραδάκι και συνεχίζαμε ως τις μικρές ώρες. Την πρώτη μέρα ηχογραφούσαμε το "Time Will Be Your Doctor" και αυτός έκανε το ίδιο πράγμα όπως στα session του Gilbert O’Sullivan-μας σταμάτησε στα μισά και μας έκανε μπούλινγκ. Δεν κάναμε τίποτα την πρώτη μέρα εκτός του να τον ΄γράφουμε΄ εντελώς, έτσι έφυγε και είπε να το κάνουμε μόνοι μας".
Αφημένοι στις δικές τους τακτικές, στην παραγωγή βοήθησε ο μηχανικός Keith Harwood και τρεις τεχνικοί, τους οποίους ομόφωνα η μπάντα επαινεί. "Είχαμε τον απόλυτο έλεγχο, αλήθεια-εμείς κάναμε την παραγωγή", λέει ο Paul. "Ο Gordon πρότεινε κάποια πράγματα, αλλά ακούστηκαν απαίσια έτσι κατά κάποιο τρόπο μας άφησε. Ο Keith ήταν ευφυΐα στο να βρίσκει τον σωστό ήχο. Μας άρεσε τόσο πολύ". Παρόλα αυτά προσπαθώντας να βρουν τον σωστό ήχο της κιθάρας για τον Grahame δυσκόλεψαν τα sessions. "Ίσως προσπαθούσε να εμφανιστεί με ένα δικό του ήχο, αλλά φαινόταν ότι δυσκολευόταν να τον βρει", σχολιάζει ο Mick. "Προσπαθήσαμε διάφορα πράγματα και ο ήχος που κατέληξε να ακούγεται ήταν πολύ καλός-πολύ περισσότερο καθαρός από αυτόν που έβγαζαν οι περισσότεροι κιθαρίστες της εποχής".
Ο Mick στο μεταξύ, έχει κρέντιτ ως παίκτης ΄cricket bat΄ στο "In Our Time". Αυτό ήταν στην πραγματικότητα ένα όργανο που είχε σχεδιάσει μόνος του το 1969 (σε συνάρτηση με το παρατσούκλι του ΄Doc΄).

Just Look Around You (1971)




 "Ήταν ένα πείραμα, περισσότερο από κάθε τι άλλο", λέει. "Συγκεκριμένες μπάντες χρησιμοποιούσαν ηλεκτρικά τσέλο και είχαν τόσο πλούσιο ήχο, που αναρωτιόμουν αν θα ήταν δυνατόν να φτιάξω ένα. Ήμουν πολύ χαρούμενος με αυτό σε όρους παραγόμενου ήχου, αλλά ποτέ δεν το έπαιξα πάνω στη σκηνή. Δεν ήταν αλήθεια τόσο εύκολο να παιχτεί-είναι πολύ ατσούμπαλο". Όσο για τα φωνητικά, ο Roy σχολιάζει ότι "Ο Grahame είχε μία φοβερή φωνή, αν και δεν ήταν πολύ σέξι, όπως δεν ήταν και του Mick. Την πρώτη φορά που τραγούδησα στο στούντιο, είπαν ότι ακουγόμουν σαν γέρικη αγελάδα, έτσι με αποκαλούσαν Daisy, που έγινε Daze!" Ο Roy επίσης έκανε ένα duck whistle στο τελικό τραγούδι, "A Word From Big D", που ο Paul περιγράφει ως "απλώς ένα τζαμ στο στούντιο-που, ειρωνικά, έπαιξε αρκετές φορές στο Radio 1 από την Annie Nightingale". Το ολοκληρωμένο LP αποφεύγει τα κλισέ χάρη μίας φρέσκιας, ωμής προσέγγισης, με αξιοσημείωτη μουσικότητα σε όλη την διάρκεια του. Στέκεται ως μία από τις πιο δυνατές κυκλοφορίες της hard rock της εποχής. "Βασικά το κάναμε live στο στούντιο-τα φωνητικά και μερικά overdubs μπήκαν μετά", λέει ο Roy. "Υπήρχαν λάθη, αλλά επισκιάστηκαν από την ενέργεια της μπάντας και έτσι τα κρατήσαμε μέσα".
Με το άλμπουμ στο καλάθι, η μπάντα προετοιμάστηκε για live εμφανίσεις-αλλά, παράξενα, μόνο μία μπορεί να εντοπιστεί, καθώς η άνοιξη του 1971 έδινε την θέση της στο καλοκαίρι, στο κλαμπ London’s Bumpers στα μέσα Απριλίου. Ο Paul βρήκε αυτήν την έλλειψη δυναμικής ιδιαίτερα ανησυχητική, δοθέντος ότι είχε φύγει από τους Tucky Buzzard για αυτόν ακριβώς το λόγο και ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος να αποδεχτεί την πρόσκληση του Bill Wyman να πάνε με τον Grahame στη Γαλλία τον Μάιο και να παίξουν σε κάποια sessions που έκανε σαν παραγωγός για τον John Walker. "Ήταν το γαμήλιο πάρτι του Mick Jagger τότε", λέει ο Paul, "και πήγαμε με ένα ιδιωτικό αεροσκάφος με τον Paul McCartney και τον Ringo Starr. Μας πήγαν στην reception και εκεί ήταν ο Stephen Stills και ένας Θεός ξέρει ποιος άλλος. Αυτό φρίκαρε εντελώς τον Grahame!"

Double Time Woman (1971)




Πίσω στην πατρίδα, ρωγμές άρχισαν να εμφανίζονται στην νεοσύστατη μπάντα, με τον Grahame να παρουσιάζεται σαν μια πιο ήσυχη και πιο σοβαρή προσωπικότητα από τα υπόλοιπα μέλη. "Οι Fuzzy Duck ήταν μια εντελώς καθαρή από ναρκωτικά μπάντα, αλλά ο Grahame ήταν αλήθεια πεντακάθαρος", λέει ο Roy. "Δεν τον θυμάμαι καν να πίνει μια μπύρα! Δεν ταίριαζε με εμάς". Καθώς το καλοκαίρι προχωρούσε, έγινε φανερό ότι κάτι έπρεπε να γίνει. "Έφτασε στο σημείο που δεν ταίριαζε κοινωνικά με τους υπόλοιπους και έπρεπε να του λέμε πώς να πιάσει τον ήχο που θέλαμε", λέει ο Mick. "Όταν έφτανε η ώρα της πρόβας ή της ηχογράφησης, έπρεπε να του πούμε τον ήχο που ζητούσαμε και φαινόταν πολύ δύσκολη δουλειά, αν και ήταν τρομερά καλός κιθαρίστας". Ο Paul το θέτει ως "Πιστεύαμε ότι ο Grahame  δεν ήταν σωστός και ότι θα έπρεπε να αλλάξουμε κιθαρίστα. Ήταν λυπηρό γι'αυτόν, αλλά είχε χάσει λιγάκι την επαφή και χρειαζόταν να κάνουμε κάτι. Πιστεύαμε ότι οι ήχοι στο στούντιο δεν ήταν σωστοί-αν και όταν ακούω εκείνες τις ηχογραφήσεις, ακούω έναν τέλειο κιθαρίστα".
Χωρίς την γνώση του Grahame, τα άλλα μέλη άρχισαν να αναλογίζονται για να προσθέσουν κάποιον άλλο. "Ρίχναμε ιδέες, σκεπτόμενοι ότι ίσως έπρεπε να πάρουμε ένα πέμπτο μέλος", ανακαλεί ο Mick. "Αισθανθήκαμε ένοχοι που είπαμε στον Grahame ότι δεν θέλαμε να παίξει πια μαζί μας". Ο Paul λέει "Βασικά ψάχναμε κάποιον άλλον Steve Marriott". Ένας κατάλληλος υποψήφιος υλοποιήθηκε στο πρόσωπο του Garth Watt-Roy. "Κλείσαμε ένα μέρος για τις οντισιόν¨, λέει ο Mick. "Είχαμε έναν τύπο με καταπληκτικό παρουσιαστικό που έπαιζε σαν ηλίθιος και άλλον ένα που έμοιαζε σαν υπάλληλος τράπεζας και έπαιζε φανταστικά. Τελικά εμφανίστηκε ο Garth. Μπορούσε να παίξει πολύ καλά και είχε μία καλή φωνή. Έπιασε όλα τα προαπαιτούμενα, αλήθεια". Αν και είχαν βρει αντικαταστάτη, υπήρχε ακόμη κάποια σύγχυση για το ποιος ήταν στην μπάντα και ποιος όχι. Σύμφωνα με τον μάνατζερ των Fuzzy Duck, Barry ‘Stirling’ Nash, "Πήγα στο στούντιο με τον Garth να ακούσουμε τις κασέτες-και αν το άλμπουμ είχε βγει, δεν θα χρειαζόταν να πάμε στο στούντιο να το ακούσουμε. Τον θυμάμαι να λέει, ΄Τι είναι αυτό;', καθώς είχαν ήδη κιθαρίστα".

One More Hour (1971)




Για τον Roy, "Ο Grahame ήταν ένας φανταστικός παίκτης και μπορούσε να κάνει πολύ καλό αρμονικό υλικό, αλλά έπρεπε να πάρουμε αυτή την απαίσια απόφαση. Θα μείνουμε στα παλιά ή θα πάμε με τον Garth;" Έχοντας αποφασίσει το δεύτερο, τα άλλα μέλη ενημέρωσαν τον Grahame εκείνο το καλοκαίρι, αρκετά πριν το άλμπουμ κυκλοφορήσει. Ξεκάθαρα διωγμένος δεν ήταν ότι θα ανέμενε ο Grahame όταν είχε φτιάξει την μπάντα λίγους μήνες πριν. "Ξέρω ότι δεν χάρηκε με αυτό τότε¨, λέει η χήρα του Christine, "αλλά δεν ήταν ιδιαίτερα περήφανος για τους Fuzzy Duck. Έφτιαξε την μπάντα επειδή του το ζήτησε ο Gordon Mills, αλλά δεν ήταν πολύ άνετος με αυτό. Δεν είχε αλήθεια κάνει τέτοιο πράγμα πριν και δεν ήταν οργανωτικός-απλά του άρεσε να παίζει. Δεν νομίζω ότι ο Gordon τους υποστήριξε καθόλου". Ο Mick ολοκληρώνει "ο Grahame ήταν αλήθεια ωραίος τύπος, αλλά η μπάντα είναι μία δεμένη ομάδα και αν υπάρχει ένας αδύναμος κρίκος αποκαλύπτεται πολύ γρήγορα. Είτε το αφήνεις ή κάνεις κάτι γι'αυτό-και εμείς κάναμε κάτι γι'αυτό. Υποθέτω σε κάποια έκταση πιθανώς κατηγορήσαμε τους εαυτούς μας επειδή δεν ήμασταν πιο πετυχημένοι. Αισθανθήκαμε ότι τα πράγματα ξεθώριαζαν".
Ο Garth Watt-Roy γεννήθηκε στη Βομβάη το 1947 και μετακόμισε στην Αγγλία το 1954, ζώντας στο Highbury, στο Λονδίνο για 4 χρόνια πριν η οικογένεια του εγκατασταθεί στο Harlow, στο Essex. "Πρώιμες επιρροές ήταν οι Τhe  Shadows και οι Τhe Beatles", λέει. "Άρχισα με ουκουλέλε, το οποίο μου δίδαξε ο πατέρας μου, μετά πήγα στην κιθάρα. Έχοντας καλό αυτί, μπορούσα να διδάξω τον εαυτό μου και να το προχωρήσω παραπέρα. Ήμασταν μία πολύ μουσική οικογένεια". Πραγματικά, ο αδελφός του Garth, ο Norman πήγε μαζί του στους Τhe Living Daylights, που κυκλοφόρησαν ένα 45άρι στην Philips το 1967 πριν μεταμορφωθούν στους Τhe Greatest Show On Earth, κυκλοφορώντας δύο LP στην Harvest τον Μάρτιο και τον Οκτώβριο του 1970. Αλλά το 1971 ο Garth δεν είχε τίποτα να κάνει και με χαρά αποδέχτηκε την προσφορά μίας θέσης στους Fuzzy Duck: "Είχα μετακινηθεί πίσω στο Βόρειο Λονδίνο και με τον Paul Francis ζούσαμε 10 λεπτά μακριά ο ένας από τον άλλο. Ποτέ δεν ήμουν στην μπάντα όταν ήταν ο Grahame". Για τον Mick, "Ήμασταν πολύ ευτυχείς με τον Garth, αλλά το υλικό που έγραψε ήταν μικρότερο και πιο δυναμικό και άρχισα να μην μπορώ να περιπλανιέμαι σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Θα ήταν σπουδαίο αν θα μπορούσαμε να συνδυάσουμε και τα δύο στοιχεία της μπάντας".

A Word From Big D (1971)




Αν και ο Paul δηλώνει ότι "Η MAM έχασε το ενδιαφέρον όταν αντικαταστήσαμε τον Grahame-είχαν συνδέσει όλη την μπάντα γύρω από αυτόν", ο Gordon Mills τους έστειλε πίσω στο στούντιο να κάνουν ένα single. Στην καρέκλα του παραγωγού αυτή την φορά ήταν ο φημισμένος τρομπετίστας της jazz, Mike Cotton. "Η MAM του ανέθεσε εμάς", λέει ο Paul. "Ήταν ένας πολύ ευχάριστος τύπος και έμοιαζε να γνωρίζει τι κάνει. Φυσικά, ήρθε από ένα πολύ διαφορετικό μουσικό background σε σχέση με ότι κάναμε εμείς, αλλά κατέληξε πολύ καλά". Ο Cotton ήταν σωστά τοποθετημένος για να καταλάβει την πάλη των άγνωστων rock γκρουπ, καθώς μόλις είχε διαλύσει την δική του μπάντα τους Satisfaction. "Ήμουν στην επιστροφή από μία παράσταση, όταν έπεσα πάνω στον Dave Morris, ο οποίος ήταν μπούκερ στο πρακτορείο Harold Davison και επίσης δούλεψε για την MAM", λέει. "Ο Dave με ρώτησε με τι ασχολούμουν και εγώ απάντησα, "Λοιπόν για την επόμενη εβδομάδα με τίποτα", έτσι κανόνισε να συναντήσω τον Geoffrey Everitt, τον διευθυντή της MAM (έναν αξιαγάπητο άνθρωπο που διηύθυνε το Radio Luxembourg για χρόνια) και ο Geoffrey μου πρόσφερε μία δουλειά να προμοτάρω τους Fuzzy Duck. Θυμάμαι να φτιάχνω πόστερ, που κολλάγαμε παντού και πήραμε λίγο ραδιοφωνικό αέρα, αλλά δεν μπορείς να ξοδεύεις πέντε μέρες την εβδομάδα διαφημίζοντας κάποιους που ακόμα δεν είχαν γίνει γνωστοί έτσι η MAM άρχισε να μου ζητάει να κάνω άλλα πράγματα, συμπεριλαμβανομένου του να κάνω την παραγωγή του single τους. Πιστεύω ότι ήταν μία άριστη μπάντα, πολύ καλοί μουσικοί-αλλά ορδές νέων γκρουπ ξεπετάγονταν εκείνη την εποχή και το pomp-rock ερχόταν, έτσι ήταν πολύ δύσκολο να ακουστεί κανείς. Επίσης η MAM ίσως δεν ήταν η καλύτερη εταιρεία για τους Fuzzy Duck, καθώς ο Gordon Mills ήταν τόσο απασχολημένος με τον Gilbert O’Sullivan που ποτέ δεν είχε χρόνο να σκεφτεί κανέναν άλλο".
Το 45άρι κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1971. Η Α' πλευρά με το "Double Time Woman", γραμμένο από τον Garth και η Β' πλευρά "Just Look Around You", παρμένο από το μέχρι τότε ακυκλοφόρητο άλμπουμ. Για να το προωθήσουν, η MAM είχε την φαεινή ιδέα να πάει τα παιδιά σε μία φάρμα για φωτογράφηση. Το "Double Time Woman" παρουσιάστηκε στην έκδοση του Οκτωβρίου του Record Song Book, που τύπωσε τους στίχους μαζί με ένα μικρό μέρος της μπάντας, οι οποίοι επίσης ηχογράφησαν τρία τραγούδια για την εκπομπή Sounds Of The Seventies του BBC Radio 1, την 16 Αυγούστου. Αυτά ήταν το "Double Time Woman", το "Country Boy" (τραγουδισμένο από τον Grahame στο άλμπουμ και πιθανότατα δοσμένο από τον  Garth εδώ) και ένα του Mick που ποτέ δεν ηχογραφήθηκε άλλη φορά, το "Time For Changes". Ο Paul θυμάται τον Noel Edmonds να διαφημίζει το τραγούδι καθημερινά στο σόου του Radio One, αλλά οι αναμενόμενες πωλήσεις δεν ακολούθησαν.
Το άλμπουμ εμφανίστηκε στα τέλη Αυγούστου με ένα εξώφυλλο σχεδιασμένο από τον παλαιό φίλο του Mick, Jonathan Xavier Coudrille.





"Ο Mick και τα παιδιά περιέγραψαν τι ήθελαν και εγώ απλά ζωγράφισα λίγα πράγματα", εξηγεί. "Θα έλεγαν, ΄πρέπει να έχει τσαλακωμένο βελούδινο παντελόνι καμπάνα και ένα Αφγανικό γιλέκο και πρέπει να καπνίζει και κάτι...σε χαρτί από γλυκόριζα΄". Το αποτέλεσμα είναι σίγουρα λαμπερό, αν και ίσως έμοιαζε αναχρονιστικό για το 1971, προκαλώντας συνειρμούς χίπικου σκηνικού αρκετών χρόνων πριν. Ο Roy θυμάται ότι "Ο Jonathan έκανε φανταστική δουλειά, αλλά δεν ήταν σοβαρή-και εμείς ήμασταν πολύ σοβαροί παίκτες. Αν δεν ήξερες την μπάντα και κοίταζες το εξώφυλλο, δεν απεικόνιζε αυτό που ήμασταν". Για να προωθήσουμε το LP, ο Paul ανακαλεί "κολλάγαμε μαζικά πόστερ παντού", ενώ ο Mick  λέει, "Υπήρχαν πόστερ στις κυλιόμενες σκάλες στον υπόγειο σιδηρόδρομο-κι αυτό ήταν η διαφήμιση". Μία μακρόχρονη φήμη έλεγε ότι οι ορίτζιναλ κόπιες είχαν μαζί και το πόστερ και ο Mick θυμάται "να είμαστε στα γραφεία της MAM και νομίζω ο Paul να πιάνει την κουβέντα με κάποια για μερικές κόπιες και όλες είχαν μέσα πόστερ". Ωστόσο, ούτε μία κόπια δεν έχει γίνει γνωστό ότι έχει έρθει στο φως που μέσα της να έχει το πόστερ και η μοναδική κόπια με πόστερ που είναι γνωστό ότι υπάρχει είναι του Paul.
Οι κριτικές ήταν σε μεγάλο μέρος θετικές. ΄Κάνουν πολύ ενεργητικό ήχο, πιο πολύ με την lead guitar και το όργανο΄, από την NME, ενώ το Beat Instrumental σημείωνε ότι ΄μοιάζει να έχουν αποφύγει τις περισσότερες παγίδες απομίμησης στις οποίες πέφτουν τα περισσότερα νέα γκρουπ΄. Για το Hi-Fi News, ΄Αυτή η τετράδα παίρνει μία θετική χαρά να δημιουργούν εγκάρδια, ζεστή rock, την οποία μοιράζουν με φανερό χιούμορ΄ και το Gramophone σχολίασε τον ΄δυναμικό ορχηστρικό ήχο του γκρουπ΄. Ωστόσο η Record Mirror επισήμανε το τρομερό όνομα και συμπλήρωσε ΄η μουσικότητα είναι αξιέπαινη, αλλά με τόσα πολλά καλά άλμπουμ τριγύρω μπορείς να το προσπεράσεις αυτό΄. Ήταν συμβουλή που οι αναγνώστες της πήραν πολύ ζεστά, αν και ο Mick σημειώνει, "Έκαναν 500 κόπιες και δεν θα τους ένοιαζε να τις βγάλουν, έτσι δεν είναι περίεργο που δεν πούλησε-κανείς δεν είχε ακούσει για εμάς! Δεν θα πίστευα ότι δεν θα μας διαφήμιζαν. Δεν υπάρχει περίπτωση να κάνεις ένα άλμπουμ και να περιμένεις να πουλήσει μόνο του. Ήταν τόσο ωραίο το εξώφυλλο επίσης. Αλλά ο Gordon Mills δεν θα γνώριζε ένα heavy rock σχήμα, αν πέρναγε από τα χέρια του. Μόνο να κοίταζε τις άλλες εταιρείες που είχαν να κάνουν με μπάντες όπως εμείς εκείνο τον καιρό, θα ήταν φανερό ότι έπρεπε να κάνει κάτι για να ΄σπρώξει΄. Τόσο κοντόφθαλμος".





Παρά την περιορισμένη υποστήριξη από την εταιρεία, η μπάντα έδωσε έναν αριθμό παραστάσεων για να υποστηρίξει το άλμπουμ. "Δεν κάναμε πάρα πολλές παραστάσεις", λέει ο Mick. "Πήγαμε σε μερικά κολέγια και πανεπιστήμια έξω από το Λονδίνο, αλλά δεν συγκρίνεται με την εποχή των Andromeda. Είχαμε πολύ πλάκα στον δρόμο, ωστόσο-ο Roy πάντα θα είχε μαζί του την σφυρίχτρα με τον ήχο παπιού και μερικές φορές έκανε ολόκληρη κουβέντα χρησιμοποιώντας την σφυρίχτρα!" Ο Barry Nash συμφωνεί ότι "Μπορώ να σκεφτώ μόνο μια χούφτα παραστάσεις. Η πρώτη με τον Garth ήταν στο Café des Artistes, ένα μικρό κελάρι στο Fulham και μία άλλη στο Leeds, όπου θυμάμαι ότι συναντήσαμε τον Jack Bruce". Έπαιξαν στο Winter Gardens στο Malvern την επόμενη νύχτα και άλλες γνωστές παραστάσεις περιλάμβαναν αυτή στο Temple στο Λονδίνο την 7 Αυγούστου (μαζί με τους Dando Shaft), στο Norwich Lad’s Club (κάνοντας support στους Canned Heat) και στο London’s Roundhouse τον Οκτώβριο στις 31 (κάνοντας support στους Barclay James Harvest). Για τον Garth, "οι Fuzzy Duck ήταν μία καλή live μπάντα και είχε μία καλή χημεία στην σκηνή" και όλοι συμφωνούν που δεν έδιναν παραστάσεις συχνότερα. Πριν διαγράψει τις επενδύσεις που έκανε σε αυτούς, ο Gordon Mills επέβαλε στην μπάντα να ηχογραφήσει ένα τραγουδάκι που λεγόταν "Big Brass Band", γραμμένο από τους Αμερικανούς τραγουδοποιούς Walt Meskell και Timothy Martin. "Το ακούσαμε και συμφωνήσαμε ότι ήταν ένα αξιοπρεπές τραγούδι", λέει ο Mick. "Τον αφήσαμε μέχρι και την παραγωγή να κάνει-τώρα δεν μας έκανε πια μπούλινγκ! Το τρακ πήγε υπέροχα και ήμασταν πολύ χαρούμενοι με τα overdubs. Μετά το δολοφόνησε προσθέτοντας αυτό το απαίσιο μέρος με τα χάλκινα. Ήταν session μουσικοί, δεν είχαν ιδέα και ήταν φανερό. Αισθάνεσαι ότι θα ήταν πιο χαρούμενοι αν έπαιζαν στην παμπ παρακάτω-χωρίς ενθουσιασμό, χωρία ζωντάνια, ένα φρικτό χάλκινο μέρος".Όπως το θέτει ο Roy, "ήταν επίπονο να κάνεις αυτό το τραγούδι και όλη η μπάντα νίπτει τας χείρας για αυτό". Όπως γίνεται συχνά, η Β' πλευρά, "One More Hour", ήταν το δυνατότερο κομμάτι, που περιείχε το επιθετικό στυλ της κιθάρας του Garth.
Ο δίσκος κυκλοφόρησε στις 5 Νοεμβρίου και η εμφάνιση του γκρουπ εκείνη την νύχτα έμελλε να είναι η τελευταία τους. "Ήταν στο Chelsea Art School", λέει ο Roy. Χωρίς ραδιοφωνικό αέρα ή το ενδιαφέρον του τύπου και με ένα χαρτί με ελάχιστες παραστάσεις για να κάνουν, η μοίρα των Fuzzy Duck ήταν προδιαγεγραμμένη. "Όταν το "Big Brass Band" δεν έκανε τίποτα, όλα χάλασαν", λέει ο Paul. "Ο Gordon έχασε το ενδιαφέρον του και από τότε εμείς δεν μπορούσαμε οικονομικά να υποστηρίξουμε την προσπάθεια μας".
Για τον Mick, "Το single βγήκε και δεν συνέβη τίποτα. Ο Garth αποκαρδιώθηκε και έφυγε και αυτό ήταν και το τέλος της μπάντας". Ένα ακόμα τρακ από το δεύτερο lineup, "No Name Face", έχει επιπλεύσει από τότε, που δείχνει ότι η αναθεωρημένη μπάντα θα πρέπει να είχε στα σκαριά ένα δυνατό άλμπουμ, αλλά απλά δεν έγινε ποτέ.
Τα μέλη της μπάντας έκαναν το ασυνήθιστο βήμα να βάλουν στην Melody Maker τον Νοέμβριο του 1971 μία αγγελία, που ανακοίνωνε την διαθεσιμότητα του καθενός ξεχωριστά για προσφορές, με ένα σχέδιο του Jonathan Coudrille, που έδειχνε το πτώμα της πάπιας που άλλοτε κοσμούσε το εξώφυλλο του άλμπουμ τους.





Ο Paul ανακαλεί να δίνουν παράσταση με τον Garth, με το όνομα Garth για σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά υποχώρησαν σε session δουλειά, που συνεχίστηκε ενώ η μπάντα ακόμα υπήρχε. Ο Paul συνέχισε για να δουλέψει με τους Tranquillity, τους Maggie Bell, τον Steve Harley και πολλούς άλλους. Ο Roy έπαιξε σε πολυάριθμες μπάντες συμπεριλαμβανομένων των Soho Jets, που έκαναν ένα ακυκλοφόρητο άλμπουμ το 1975, πριν φύγει μακριά από την μουσική. Ο Mick έπαιξε με τον Alvin Lee, ανάμεσα σε άλλους και τώρα ζει στο Devon. Έχει μιλήσει στον Jonathan για να αναβιώσουν την κλασική κιθαριστική rock μπάντα που σίγησε το 1969. Ο Garth έπαιξε με τους East Of Eden, ανάμεσα σε άλλους, ενώ ο Grahame πήγε στους Capability Brown, με τους οποίους ήταν πιο ευτυχισμένος, σύμφωνα με την Christine. Δυστυχώς υπέκυψε στον καρκίνο το 2008. Όσο για τον Gordon Mills, έχοντας στρέψει τα ενδιαφέροντα της MAM μακριά από την μουσική πέθανε από καρκίνο το 1986, έχοντας διαλυθεί τα τελευταία του χρόνια από την μακριά δικαστική διαμάχη με τον Gilbert O’Sullivan (που τελικά κέρδισε 7 λίρες!!! σε απλήρωτα δικαιώματα). Δεν εμφανίστηκε ποτέ να σχολιάσει δημοσίως το βραχύβιο πέρασμα του από την hard rock.




Οι Mick, Paul και Roy έχουν συναντηθεί περιστασιακά για να ηχογραφήσουν νέο υλικό, που μπορεί τελικά να δει το φως της μέρας. Κοιτάζοντας πίσω στην σύντομη ζωή των Fuzzy Duck, ο Roy λέει, "Αν είχαμε μείνει μαζί, θα είχαμε ένα απίστευτο σχήμα-αλλά έγινε όλο αυτό χαοτικό. Υπήρχε ένα τεράστιο ποσοστό ταλέντου και ζωτικότητας στο γκρουπ, όπως επίσης ενδιαφέρον να κάνει πράγματα, αλλά νομίζω ότι φουντάραμε, αποκαλώντας την μπάντα μας με αυτό το όνομα". Για τον Garth, "Τα 46 και βάλε χρόνια μου στο δρόμο ήταν υπέροχα. Υπήρξαν τρομερές στιγμές, δεν έχω παράπονο, κοιτάζω πίσω με νοσταλγία. Συνάντησα και έπαιξα με πολλούς τρομερούς μουσικούς. Αισθάνομαι ευλογημένος να έχω καταφέρει όλα αυτά, και έζησα το όνειρο". Όσο για τον Mick,, "Ήταν μία από τις αγαπημένες μου μπάντες-όλοι ήμασταν αλήθεια πολύ καλά μεταξύ μας. Ήταν μία ευτυχισμένη μπάντα. Θα ήταν το άλμπουμ μας δημοφιλές σήμερα, αν είχαν τυπώσει χιλιάδες κόπιες; Ποιός ξέρει; Αλλά το βρίσκω κολακευτικό να μας ακούει ακόμα ο κόσμος".

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Διαβάστε/Ακούστε επίσης