Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019






LINK WRAY




 “RUMBLE”: The Power Chord



Μια χαρακτηριστική σκηνή από την ταινία “Pulp Fiction”: Ο Vincent Vega (a.k.a. John Travolta) και η κυρία Mia Wallace (a.k.a. Uma Thurman) κάθονται σε ένα τραπέζι στο μπαρ “Jack Rabbit Slim's”. Εκεί ο σερβιτόρος τους φέρνει αυτά που παρήγγειλαν:  Ένα “Martin & Lewis” milkshake για αυτήν κι ένα Vanilla Coke ποτό για αυτόν. Ο Vincent τότε ζητά να δοκιμάσει από το milkshake της Mia ώστε να δει τι το ιδιαίτερο έχει και κοστίζει το εξωφρενικό ποσό των... 5 δολαρίων. Δοκιμάζει, κάνει έναν μορφασμό και τη στιγμή που πάει να ξαναδοκιμάσει… ‘πέφτει’ το riff ενός τραγουδιού. Τρία απλά ακόρντα: D – D – E. Το τραγούδι αυτό είναι το “Rumble” του Link Wray.

Pulp Fiction Scene (1994)


      Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Quentin Tarantino το κάνει αυτό κι ούτε μόνο σε αυτή την ταινία. Ως γνήσιος μουσικόφιλος και φανατικός rocker έχει προσφέρει πολλά στην υπόθεση αναβίωσης της παλιάς καλής μουσικής. Πόσα δεν έχουν μάθει τα εκατομμύρια των πιστών του από τα soundtracks των ταινιών του! Στη συγκεκριμένη περίπτωση φέρνει στην επιφάνεια - από την αφάνεια - μία μεγάλη επιτυχία, από το 1958 παρακαλώ, κάνοντάς της γνωστή - ξανά - στις νεότερες γενιές και σε όλον τον πλανήτη. Τι το ιδιαίτερο όμως με αυτό το τραγούδι και ποιος τελικά είναι αυτός ο Link Wray;
      Ο Wray έμεινε στην ιστορία της μουσικής βασικά για τρία πράγματα:
1) Υπήρξε ο εφευρέτης της λεγόμενης “power chord”, της βάσης όλης της hard rock
2) Ήταν ο πρώτος μουσικός που χρησιμοποίησε - εσκεμμένα - την παραμόρφωση (distortion) και την ανατροφοδότηση (feedback) ως εφέ στην ηλεκτρική κιθάρα
3) Αναφέρεται ως ο  πρώτος συνθέτης instrumental τραγουδιού που απαγορεύτηκε στο ραδιόφωνο! Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:

Comanche (1959)

     
         Ο Fred Lincoln Wray γεννήθηκε στο Dunn της Βόρειας Καρολίνας το 1929, τη χρονιά του μεγάλου Κραχ. Οι γονείς ήταν ήταν μιγάδες Ινδιάνοι, της φυλής των Shawnee. Τα παιδικά του χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. “Έπρεπε να πάω στη δουλειά όταν ήμουν 10 χρονών για να βοηθήσω  την οικογένεια”, έλεγε ο Link. “Τότε ήταν μια διαφορετική εποχή, ξέρετε, κατά τη διάρκεια των ημερών  της Ku Klux Klan (KKK)”.  Ζούσε σε μια φτωχή γειτονιά με μαύρους  κι ερυθρόδερμους όπου δεχόταν συχνά τις περίεργες επισκέψεις της ΚΚΚ. Αναγκαζόταν κι αυτός κι η οικογενειά του να κρύβονται για αρκετό καιρό κάτω από τα πατώματα ξένων σπιτιών για να αποφύγουν τέτοιου είδους επιθέσεις. Όταν ο Wray έγινε περίπου 8 ετών, ένας πολυταξιδευμένος μαύρος κιθαρίστας- ο ίδιος τον είχε ονομάσει ‘Hambone’ -  του έμαθε να παίζει blues, δίνοντάς του μαθήματα κιθάρας, δείχνοντας στο νεαρό αγόρι μερικά ακόρντα και πώς να παίζει slide guitar. Όταν ο πατέρας του Wray αργότερα έπιασε δουλειά στα ναυπηγεία του Πόρτσμουθ της Βιρτζίνια, όλη η οικογένεια αργότερα μετακόμισε εκεί, πράγμα που για τον νεαρό Link ήταν μια αναπάντεχη αλλά ευπρόσδεκτη εξέλιξη. "Ήταν σαν να μεταβαίνεις από έναν αρχαίο κόσμο σε έναν άλλον, σύγχρονο", θα έλεγε σε έναν δημοσιογράφο, χρόνια αργότερα. "Δεν μπορούσα να το πιστέψω . Ξαφνικά θα μπορούσα να ανάψω μια σόμπα αερίου, θα μπορούσα να πατήσω έναν διακόπτη και να… ο ηλεκτρισμός. Πρωτόγνωρα πράγματα για μένα”.
      Η αγάπη του για τη μουσική - κι ιδιαίτερα για την κιθάρα - ήταν ανέκαθεν μεγάλη. Είχε όμως κάποιο οργανικό πρόβλημα που σχετιζόταν κυρίως με τον τρόπο γέννησής του. Έτσι δεν μπορούσε να είναι αρκετά ‘γρήγορος’ – όσο θα ήθελε τουλάχιστον. Επίσης του είχε μείνει και κάποιο ποσοστό βαρηκοΐας. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τον καλούν στο στρατό - στη Β.Κορέα – όπου παθαίνει φυματίωση. Το αποτέλεσμα είναι να του αφαιρέσουν τελικά μεγάλο μέρος του αριστερού του πνεύμονα. Παράλληλα οι γιατροί του συνιστούν μια ήρεμη ζωή και να μην ασχοληθεί με την μουσική, αν ήθελε τη ζωή του. Του είπαν μάλιστα, κατά λέξη, ότι δεν θα μπορούσε να τραγουδήσει ξανά. Ο Wray φυσικά ούτε να το σκέπτεται αυτό. Αφού δεν μπορούσε να γίνει ο Chet Atkins, το είδωλό του, ούτε κάποιος βιρτουόζος της γρήγορης ηλεκτρικής κιθάρας, θα έπρεπε να ασχοληθεί κυρίως με την ποιότητα του ήχου. “Έψαχνα για τον δικό μου ήχο", είχε πει. Και τελικά τα κατάφερε.

Ace of Spades (1965)


      Οι πρώτες του μπάντες ήταν με τα αδέρφια του και τα ξαδέρφια του. Ο μεγάλος αδερφός του, ο Vernon, είχε δημιουργήσει μια μπάντα με τον μικρότερο αδερφό, τον Doug, παίζοντας τύμπανα και έναν ξάδερφο, τον Brentley "Shorty" Horton, στο μπάσο. Η μπάντα πέρασε από χίλια κύματα, με ονόματα όπως Lucky Wray &The Lazy Pine Wranglers  ή Lucky Wray & ThePalomino Ranch Hands. Έπαιζαν κυρίως country και  hillbilly. Οι επιλογές εκείνη την εποχή δεν ήταν πολλές για τους νεαρούς επίδοξους μουσικούς. Πολλοί αποφάσιζαν να μοιάσουν στα πρότυπα των καιρών, όπως τον Perry Como τον Hank Williams. Επιπλέον, τότε, πριν το 1956, δεν υπήρχε η φρενίτιδα του rock ‘n’ roll ούτε ήταν παντού διαδεδομένος ο όρος. Η μπάντα του Link, στο τέλος του 1955, μετακομίζει στην Ουάσιγκτον, όπου κάνει μια αποτυχημένη απόπειρα για καταγραφή ενός δίσκου, στην τοπική δισκογραφική εταιρεία ‘Kay’. Ένα-δυο χρόνια αργότερα όμως τα πράγματα άλλαξαν άρδην στη μουσική σκηνή της χώρας. Το 1957, όταν ο Presley έγινε ‘φαινόμενο’, ο 28χρονος Wray μπήκε στη σκηνή της ροκ. Άρχισε να παίρνει τα πράγματα στα χέρια του. Επικεντρώθηκε με όλες του τις δυνάμεις στην κιθάρα και προσπαθούσε να βρει τον ήχο του, αλλά και την ταυτότητά του γενικότερα.  Αυτή τη φορά το συγκρότημα, που  είχε καταλήξει σε τρίο,  άλλαξε το όνομά του σε Ray Men. Ακόμη κι ο μεγάλος του αδερφός αλλάζει το όνομά του σε Ray Vernon. O Link εξοπλισμένος με μια Gibson Les Paul του ‘53, έναν δυναμικό ενισχυτή Premier και ένα μαύρο δερμάτινο μπουφάν - αλά Elvis – κάνει το μεγάλο ‘μπάσιμο’ στο χώρο. Και να πώς έγινε:
       Τον Γενάρη του 1958, η μπάντα έπαιζε σε μια σειρά παραστάσεων στο Fredericksberg της Βιρτζίνια. Αυτές τις ‘χορευτικές βραδιές’ τις διοργάνωνε ένας γνωστός dj της εποχής, ο Milt Grant. Αυτός κάποια στιγμή ζήτησε από το συγκρότημα να παίξουν το “The Stroll”, μια επιτυχία του ΄57, των The Diamonds. Κανένα όμως από τα μέλη της μπάντας δεν ήξερε καλά το κομμάτι κι απλώς προσπαθούσαν να το προσεγγίσουν όπως μπορούσαν. Κάποια στιγμή, κάποιος έσπρωξε το μικρόφωνο μπροστά απ΄τον ενισχυτή του Link και βγήκε ένας αλλοπρόσαλος αλλά ενδιαφέρων ήχος. Οι χορευτές σταμάτησαν, όμως γοητεύτηκαν με τον περίεργο ήχο και σε λίγο άρχισαν να τον ζητάνε επίμονα. Κάπως έτσι ο Link εκείνο το βράδυ άρχισε να δουλεύει ένα instrumental που αρχικά του έδωσαν τον τίτλο "Oddball". Το ηχογράφησαν μάλιστα σε ένα demo τo οποίo το περιέφεραν από εταιρεία σε εταιρεία, μήπως και βρούνε κάποιον ‘αγοραστή’ και κάνουν συμβόλαιο. Ωστόσο, όταν προσπάθησαν να το ηχογραφήσουν σε στούντιο, δεν μπόρεσαν να επαναλάβουν τον ήχο που είχαν στον χορό, κι αυτό απογοητεύσε ιδιαίτερα τον Link Wray. Άρχισε τότε να μετακινεί τα ηχεία και τα μικρόφωνα τριγύρω μήπως και πάρει το feedback που έψαχνε, ενώ στη συνέχεια πήρε ένα μολύβι και άρχισε να κάνει τρύπες στο ηχείο του ενισχυτή για να παράξει τον ήχο που ήθελε. Αυτό που έκανε ο Wray μες στην απογοήτευσή του ήταν "να εφεύρει" έναν νέο ήχο, έναν ήχο που αργότερα θα αποκαλούσε "fuzztone".

The Fuzz (1965)


       Η μπάντα πήγε το "Oddball" στην ‘Capitol’ και στη ‘Decca Records’, οι οποίες το απέρριψαν. Δεν το έβαλαν όμως κάτω. Μέσω του Milt Grant έδωσαν το demo στον Archie Bleyer, διευθυντή της ‘Cadence Records’ με έδρα τη Νέα Υόρκη. Όταν ο Bleyer άκουσε για πρώτη φορά το τραγούδι, το μίσησε κι αυτό και τον νέο ήχο που είχε δημιουργήσει ο Link Wray. Παρ’ όλα αυτά, τους άφησε και ηχογράφησαν κάποια demos, χωρίς να είναι σίγουρος τι θα συμβεί στη συνέχεια. Η κόρη του Bleyer και μερικοί από τους φίλους της, όμως, άκουσαν το τραγούδι και τους άρεσε.. Σύμφωνα με μια εκδοχή ήταν αυτή που πρότεινε να το ονομάσουνε "Rumble" γιατί της θύμιζε μία δημοφιλή σκηνή με μάχη συμμοριών του δρόμου, της Νέας Υόρκης από την ταινία ‘West Side Story’. Η ταινία είχε κάνει το ντεμπούτο της στο Μπρόντγουεϊ το 1957 και το "rumble" ήταν τότε ο δημοφιλής slang όρος για την πάλη των συμμοριών. Σε κάθε περίπτωση, το κομμάτι πήρε τον τίτλο "Rumble" και ο Bleyer αποφάσισε να το κυκλοφορήσει από την εταιρεία του παρά τις όποιες αντιρρήσεις του. Εξάλλου, όπως  έλεγε κι ίδιος: "Rumble, Schmumble, ποιος νοιάζεται, όταν πρόκειται για ένα hit”;

Rumble (1958)


       Όταν κυκλοφόρησε το single, έκανε μεγάλο πάταγο. Η νεολαία το λάτρεψε. Πούλησε περίπου 4 εκατομμύρια αντίτυπα. Έφτασε μέχρι το Νο. 16 των charts. Πολλοί όμως ραδιοφωνικοί σταθμοί φοβήθηκαν να το παίξουν. Σε μια εποχή εθνικής υστερίας σχετικά με τη νεανική εγκληματικότητα, κάποιοι συντηρητικοί κύκλοι ένοιωσαν μια έμμεση απειλή από αυτό το κομμάτι. ‘Ετσι αρκετοί deejays, ειδικά στις μεγάλες πόλεις (και φυσικά στη Νέα Υόρκη, όπως και στη Βοστώνη) απαγόρευσαν το τραγούδι. Το όνομα και μόνο, προκαλούσε, όπως έλεγαν, εξάρσεις της εφηβικής βίας. Φυσικά έπαιζε ρόλο και ο ‘σέξι’ ήχος της κιθάρας του Link – όσο κι αν δεν το ανάφεραν. Αυτό ήταν που στην πραγματικότητα διέγειρε τους νέους κι οι ‘υπεύθυνοι’ το ήξεραν καλά. Τέλος πάντων, με όλα αυτά, το “Rumble” έγινε το πρώτο κομμάτι που, αν και δεν είχε στίχους, κατάφερε να λογοκριθεί, μόνο και μόνο για τη μουσική του και να αποκλειστεί από μια μεγάλη μερίδα του ραδιοφώνου της Αμερικής.
Ο Bleyer σύντομα κατηγορήθηκε από μια μερίδα κριτικών για "προώθηση των εφηβικών συμμοριών". Ωστόσο, ο Bleyer σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να "καθαρίσει" τον Link Wray και την ομάδα του, στέλνοντας τους στο Nashville, υπό την καθοδήγηση της ομάδας παραγωγής των Everly Brothers. Αλλά στα αδέλφια Wray δεν άρεσε καθόλου αυτή η ιδέα και αποφάσισαν να αποχωρήσουν από την ‘Cadence’, υπογράφοντας στην ‘Epic Records’. Η ‘Epic’ σκέφτηκε ότι ο Link Wray και οι Ray Men θα μπορούσαν να συναγωνιστούν τον Duane Eddy και τους Rebels και ο Wray αντέγραψε αυτό το στυλ στο κομμάτι "Dixie Doodle". Του επέτρεψε να παίζει και να ηχογραφεί την αγαπημένη του R & B υπό την προϋπόθεση ότι επίσης θα έκανε δύο ενορχηστρωμένες εκδόσεις των "Clair De Lune" και "Danny Boy". Η καλύτερη στιγμή του Wray με την εταιρεία ήταν άλλο ένα instrumental χιτ, το "Rawhide", το 1959, στο οποίο αυτοσχεδίαζε ήδη με τη νέα του κιθάρα, μια Danelectro Longhorn, αφήνοντας πίσω την Les Paul. To τραγούδι έφτασε μέχρι το Νο.23, έκανε αίσθηση, αλλά ήταν και το τελευταίο με την ‘Epic’, πριν ο Vernon δημιουργήσει την δική του δισκογραφική, την ‘Rumble Records’.

Raw-Hide (1959)


       Μέχρι το 1960, ο Wray τραγουδούσε στους δίσκους του, με μια ασυνήθιστα ‘ραγισμένη’ φωνή. Βελτίωσε την εικόνα του με τα, γεμάτο τζελ, μαύρα μαλλιά, τα μαύρα γυαλιά ηλίου, το μαύρο δερμάτινο μπουφάν και το μαύρο παντελόνι, ενώ κάποιες φορές φορούσε και μία ινδιάνικη κορδέλα στο κεφάλι του. Το μουσικό του στιλ ήταν, σχεδόν πάντα, το instrumental δυναμικό rockabilly. Το επόμενο μεγάλο χιτ κυκλοφόρησε από την ‘Rumble’ και ήταν το "Jack the Ripper". Κάποιοι μπορεί να το θυμούνται κι απ΄το soundrack της ταινίας των ΄80ς, "Breathless", με πρωταγωνιστή τον Richard Gere. Στη συνέχεια ‘μετακόμισαν’ στην ‘Swan Records’. Εκεί ηχογράφησαν από το 1963 έως το 1967, κυρίως singles  όπως τα "The Sweeper", "Good Rockin 'Tonight" και ένα cover του "Theme Batman". Σιγά-σιγά όμως ο Link, απογοητευμένος, άρχισε να εγκαταλείπει και τελικά απομονώθηκε σε ένα οικογενειακό αγρόκτημα στο Accokeek, στο Μέριλαντ, όπου μετέτρεψε μια αποθήκη σε ένα μικρό στούντιο. Εκεί σκάρωσε το άλμπουμ Link Wray (1971), στο οποίο έγραψε κυρίως για τις απογοητεύσεις του.

Jack the Ripper (1961)


     Περήφανος για την ινδιάνικη καταγωγή του, ο Wray συχνά μιλούσε για την φυλή του σε παραστάσεις και συνεντεύξεις. Τρία από τα τραγούδια που ερμήνευσε φέρουν ονόματα ινδιάνικων φυλών: «Shawnee", "Apache", και "Comanche". Μέχρι το 1960, ο Wray τραγουδούσε στους δίσκους του, με μια ασυνήθιστη ραγισμένη φωνή. Το 1977 ο Wray συνεργάστηκε με τον Robert Gordon για τα άλμπουμ Robert Gordon with Link Wray και Fresh Fish Special (1978).  Ήταν καλά άλμπουμ, αλλά οι ζωντανές εμφανίσεις τους, ήταν ακόμη πιο συναρπαστικές. Έβγαλε ένα άλμπουμ με βαρύτερο ήχο, το Bullshot (1979), όπου περιλάμβανε μία ‘ήσυχη’ έκδοση του "Don't" του Elvis Presley. Το καταπληκτικό Live at the Paradiso του Άμστερνταμ, που ηχογραφήθηκε το 1979, αλλά κυκλοφόρησε το 1982, δείχνει πόσο δυνατός θα μπορούσε να είναι στη σκηνή. Εκεί έπαιξε και το "I Saw Her Standing There" των Beatles. Το 1980 ο Link γνώρισε μια Δανέζα ιστορικό των Ιθαγενών της Αμερικής, την παντρεύτηκε (4ος γάμος) και μετοίκησε στη Κοπεγχάγη της Δανίας. Ζούνε με τον γιο τους σε ένα τριώροφο σπίτι, σε ένα νησί όπου έζησε κάποτε κι ο Hans Christian Andersen.
Τελικά πέθανε το 2005 στα 76 του, από καρδιακή ανεπάρκεια.

The Swag (1958)


      Για το τι αντίκτυπο και ποιες οι επιρροές είχε το “Rumble”, ό,τι και να πούμε θα είναι λίγο. Ανήκει σ΄αυτά τα κομμάτια που επηρέασαν στα μέγιστα την μετέπειτα ροκ μουσική. Αναμφισβήτητα πρώτο στην κατηγορία instrumental. Ο ‘βρώμικος’ και σέξι ήχος της κιθάρας του Wray ακούγεται σαν κάτι που φαντάζει με προφήτη, προτού έρθουν τα σπουδαία και μεγάλα πράγματα στη μουσική. Ακόμη και σήμερα οι κριτικοί της μουσικής το αναφέρουν ως “το πιο επικίνδυνο  instrumental blues vamp που έχει καταγραφεί ποτέ”. Κι ο Link Wray, ως ο μεγάλος πρωτοπόρος του hard rock, του heavy metal, του punk. Το περιοδικό Rolling Stone τον κατατάσσει στη θέση Νο. 67 στη λίστα με τους 100 σπουδαιότερους κιθαρίστες. Και το “Rumble” το αναφέρει ως το τραγούδι με το σπουδαιότερο D ακόρντο κιθάρας στην μουσική ιστορία! Χωρίς το “Rumble” του, ίσως και να μην υπήρχε το ροκ όπως το ξέρουμε σήμερα! Κι αυτό δεν είναι καθόλου υπερβολή. Μεγάλα, ιερά τέρατα της rock αναφέρουν - συνήθως πρώτο - το “Rumble” ως την πρώτη και μεγάλη επιρροή τους για να ασχοληθούν με την μουσική. Ο Bob Dylan το θεωρεί ως ένα από τα μεγαλύτερα ροκ instrumental που έγιναν ποτέ. Ο Pete Townshend είχε πει κάποτε:  Αυτός  είναι ο Βασιλιάς. Aν δεν ήταν o Link Wray και το Rumble δεν θα είχα πάρει ποτέ κιθάρα”. O Jimmy Page χαρακτήρισε το κομμάτι ως “η κρίσιμη στιγμή” για την εξέλιξη στο παίξιμο της κιθάρας του. Ανάλογες δηλώσεις σχετικά με την επιρροή πάνω τους έκαναν κατά καιρούς και οι Jimmie Hendrix, Bruce Springsteen, Ray Davies, Mark E. Smith και Jeff Beck. Ο Neil Young σχολίασε: "Αν θα μπορούσα να επιστρέψω στο παρελθόν και να δω μια συναυλία, αυτή θα ήταν ο Link Wray και οι Ray Men". Πιο χαρακτηριστική όλων είναι η δήλωση του αθυρόστομου Iggy Pop, ο οποίος αποδίδει στο εν λόγω κομμάτι την αιτία για την οποία έγινε μουσικός. Πιτσιρικάς, όταν το άκουσε βροντοφώναξε: “Fuck it, I’m going to be a musician”!

Jimmy Page talking about “Rumble”

       Οπότε, μετά από όλα τα παραπάνω, θα πρέπει να αναγνωρίσετε ότι δεν είναι μόνο το "Misirlou" η παλιά, μεγάλη επιτυχία που θύμισε, γνώρισε και επέβαλε μέσω των ταινιών του - κυρίως με το ‘Pulp Fiction’ - ο δαιμόνιος σκηνοθέτης Quentin Tarantino. Θα ξέρετε πλέον ότι υπάρχει και το - σαφώς ανώτερο - “Rumble” (μαζί με το "Ace of Spades", πάλι του Wray, στην ίδια ταινία). Ένα μεγάλο “ευχαριστώ” λοιπόν στον Quentin!

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019




MEDICINE HEAD



Two Man Band 



Το ντουέτο των John Fiddler και Peter Hope-Evans, ξεκίνησε στο Stafford προς τα τέλη της δεκαετίας του '60, όταν οι δύο νέοι συναντήθηκαν στο σχολείο. Υπήρξαν και οι δύο επαναστάτες, άκουγαν τα blues και αντάλλασαν απόψεις για τραγούδια, τέχνη και ποίηση. Κανείς από τους δύο δεν είχε πριν θητεία σε μπάντα, αλλά ούτε και καμία πρόθεση είχαν να κάνουν μία δική τους, καθώς εν μέρει δεν ήξεραν κάποιον άλλο που θα έπαιρνε μέρος σε αυτή και εν μέρει και οι δύο ήταν οπαδοί του "one man band", έτσι ξεκίνησαν με μία μπότα (ντραμς), κιθάρα, φυσαρμόνικα, jaw's harp, καθώς και ότι υλικό θα μπορούσε να παράγει ήχο κρουστών. Έτσι φτιάχτηκε το ντουέτο.

You and Me (1972)


Χωρίς να έχουν κάνει καμία ηχογράφηση, πήγαιναν στα κλαμπ και ρωτούσαν αν θα μπορούσαν να παίξουν. Έτσι συνέχισαν για αρκετό καιρό, προσελκύοντας κοινό, που θα κατέφθανε για να ακούσει ένα τόσο απίστευτο ρεπερτόριο, όσο απίστευτος ήταν και ο εξοπλισμός τους από μουσικά όργανα. Το καλοκαίρι του '69 το κοινό τους είχε κτιστεί. "Ο Peel μας είδε να παίζουμε και ενδιαφέρθηκε για το πώς είχαμε στήσει το γκρουπ και για τον ήχο μας, έτσι μας ζήτησε να του στείλουμε ένα demo". Μέχρι τότε οι ήρωές μας είχαν βγάλει μόνο μία κασέτα πρωτόγονη, αλλά ο Peel ενθουσιάστηκε τόσο, όσο να την βάλει να ακουστεί από όλους όσους μπορούσε: Τον Lennon, τον Εric Clapton τον Pete Townsend και άλλους ακόμα.

His Guiding Hand (1969)


Ήδη ήταν απόφασή του να υπογράψει με το ντουέτο μας, αλλά ήταν η πρόταση του John Lennon να κυκλοφορήσει σαν single ένα από τα τραγούδια της πρωτόγονης εκείνης κασέτας που είχε ακούσει. Το "His Guiding Hand" κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1969 και μέχρι το τέλος της χρονιάς, οι Medicine Head είχαν ηχογραφήσει το πρώτο τους άλμπουμ, το οποίο κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1970.

New Bottles Old Medicine (Dandelion Records 63757, 1970)


Επίσης το γκρουπ κυκλοφόρησε αρκετά single και άλμπουμ πριν υπογράψουν με άλλη δισκογραφική όπου είχαν λίγο μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία. Αυτό είναι ουσιαστικά ένα live στούντιο άλμπουμ. Τα τραγούδια είναι συνδυασμός folk και blues. Το ντουέτο είναι επηρεασμένο από τον Jesse Fuller (με το μοναδικό στυλ), τον John Lee Hooker και τον Bob Dylan ανάμεσα σε άλλους. Ο ήχος τους συνδυάζει τον ήχο Αγγλικής folk και blues του Σικάγο. Κάποιες φορές δε, ο ήχος τους είναι τόσο πλήρης που μπερδεύεσαι εύκολα και νομίζεις ότι ακούς μία πλήρη μπάντα, μένοντας έκπληκτος όταν συνειδητοποιείς ότι πρόκειται για δύο ανθρώπους.

When Night Falls (1970)


Μερικές φορές τα φωνητικά είναι ήσυχα, σχεδόν σαν να είναι σκέψεις, όχι λόγια με την ενορχήστρωση να αποτελείται από διακριτική κιθάρα και διάφορα κρουστά, όλα να ταιριάζουν τέλεια με τους στίχους. Στο instrumental "Do It Now" (ανάμεσα σε άλλα) o Hope Evans ακούγεται με την φυσαρμόνικα σαν να προέρχεται από το South Side του Σικάγο. Το "Fire Under Mountain" ακούγεται πολύ bluesy εξαιτίας της παραμόρφωσης της φυσαρμόνικας, τα επίμονα κρουστά και τα φωνητικά που μοιάζουν σαν ο Fiddler να τραγουδάει από vintage μικρόφωνο. Αυτή είναι μουσική που μόνο από τα τέλη του '60 αρχές '70 θα μπορούσε να προέρχεται, όταν Αγγλία (και Αμερική) έδιναν ζωή σε πολλά μοναδικά γκρουπ/'ηχους.

Fire Under Mountain (1970)


Οι Medicine Head ποτέ δεν ήταν δημοφιλείς σε μεγάλη κλίμακα. Για ακροατές που τους αρέσει ο συνδυασμός των folk στίχων με μία αίσθηση από Σικάγο, αυτός ο δίσκος αξίζει να ψαχτεί. Ο ήχος τους μοναδικός για την εποχή που ο πειραματισμός και το τέντωμα των μουσικών ορίων ήταν κάτι το νορμάλ. Ο ήχος τους θα σκαρφαλώσει πάνω σας και αυτό είναι πολύ καλό. Όταν πέθανε ο John Peel βρέθηκε στο σπίτι του ένα κουτί. Μέσα είχε ηχογραφήσεις από καλλιτέχνες για τους οποίους έτρεφε μεγάλη εκτίμηση. Ανάμεσά τους και δύο των Medicine Head. Αυτό το άλμπουμ θα σας πεί το γιατί.

Goin' Home (1970)


To 1971 το "(And The) Pictures in the Sky" έγινε το πρώτο τους Αγγλικό χιτ. Ο Fiddler το έγραψε στα καμαρίνια πριν από μία εμφάνισή τους στα Midlands. Άρχισε λοιπόν να παίζει εκείνη την νύχτα και ο Peter σιγοντάριζε με την Jaw's Harp. Το κοινό στο άκουσμα αυτό ξετρελάθηκε και ζητούσε να το ακούει ξανά και ξανά. Δώστε βάση στην mouth harp του Hope-Evans.

(And The) Pictures in the Sky (1971)



Heavy On the Drum (Dandelion Records DAN 8005, 1971)


Την ίδια χρονιά έγινε και το δεύτερο άλμπουμ των MH, έχοντας στο μπάσο τον Keith Relf (πριν στους Yardbirds, αλλά και ιδρυτής των Renaissance (στην πρώτη μορφή τους πριν την Annie Haslam, lead singer ήταν η αδελφή του Relf). Το άλμπουμ γίνεται κι αυτό στην Dandelion του John Peel. Τα περισσότερα κομμάτια είναι απλά καθηλωτικά.

Once There Was A Day (1971)


Πολλοί (αντίθετα με εμένα) βρίσκουν το πρώτο άλμπουμ να είναι καλύτερο από ό,τι ακολούθησε. Εν μέρει έχουν δίκιο, καθώς το ορίτζιναλ ντουέτο, άρα και ήχος δεν υφίσταται πιά μετά από το ντεμπούτο.

Dark Side of the Moon (Dandelion Records 2310 166, 1972)


Στο τρίτο τους άλμπουμ που έχουμε εδώ, ο Evans έχει φύγει, μέχρι το 1972 που επέστρεψε. Αυτό το σετ περιλαμβάνει ένα lineup αποτελούμενο από τον Fiddler (κιθάρα, φωνητικά, πιάνο), τον Keith Relf στο μπάσο και τον John Davies στα ντραμς. H Dandelion του John Peel είναι η εταιρεία στην οποία θα ηχογραφηθεί και αυτό το άλμπουμ (και είναι αλήθεια το τελευταίο σε αυτήν). Η Dandelion είναι μία εταιρεία που έχει τραβήξει τους περισσότερους από τους συλλέκτες σε μεταγενέστερη εποχή, παρά αγοραστές στην εποχή που υπήρχε. Το ντουέτο χρωστάει πολλά στον John Peel. Θα τους έπαιρνε στα σόου που έκανε σαν DJ, όπου θα έπαιζαν και μετά θα μοιραζόταν μαζί τους το κέρδος του.

Back to the Wall (1972)


Το άλμπουμ πιθανόν έγινε γνωστό λόγω τίτλου, εκτός της υπέροχης μουσικής που περιέχει. Ευτυχώς για τους Pink Floyd, που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τον ίδιο τίτλο για το δικό τους άλμπουμ, το άλμπουμ των Medicine Head δεν πήγε πουθενά εμπορικά, έτσι οι Floyd ήταν ασφαλείς να χρησιμοποιήσουν μετά από όλα αυτά τον τίτλο, καταργώντας τον ήδη δοθέντα τίτλο Eclipse.

You Can Make It Here (1972)


Ακούστε προσεκτικά αυτό το άλμπουμ. Θα με θυμηθείτε, ο ήχος δεν είναι συνέχεια του πρώτου άλμπουμ, αλλά ο ωμός ανεπιτήδευτος ήχος και η αίσθηση βρίσκονται ακόμα εδώ. Η παραμόρφωση στην κιθάρα του Fiddler και τα χαλαρά φωνητικά είναι ακόμα εδώ και με μόνο ένα μπάσο και ντραμς (και overdubbed πιάνο από τον Fiddler) η αίσθηση θυμίζει τον ορίτζιναλ ήχο των Medicine Head. Προσωπικά πιστεύω ότι αν δεν είχε ακουστεί το πρώτο άλμπουμ και ήταν αυτό το ντεμπούτο τους θα είχε αγκαλιαστεί από πολλούς ανθρώπους. Αρχίστε να ακούτε και θα διαπιστώσετε ότι θα μείνετε κολλημένοι να ακούτε μέχρι το τέλος του δίσκου.

In Your Eyes (1972)


Αν και ήταν η τελευταία δουλειά του γκρουπ στην Dandelion, οι Medicine Head μεταφέρθηκαν στην μητρική της εταιρεία την Polydor και το γκρουπ τώρα άρχισε να σημειώνει μία περίοδο μεγάλης επιτυχίας. Το One And One Is One ήταν το επόμενο άλμπουμ τους, που κυκλοφόρησε τέλη του 1972.

One & One Is One (Polydor 2310 248, 2310248, 1973)


Την άνοιξη του επόμενου χρόνου, το ομώνυμο κομμάτι έπιασε το νο3 στα Αγγλικά chart. Ήταν επηρεασμένοι από τον Fats Domino, όπως ανακαλεί ο Fiddler. Την πορεία στα chart ακολούθησε και το "Rising Sun", που για λίγο δεν μπήκε στα top 10, για να συνεχίσουν την εισβολή στα chart με το "Slip And Slide".

One & One Is One (1973)


Φαινόταν ότι δεν υπήρχε καμία άλλη τέτοια μπάντα στον πλανήτη που να μπορούσε να τους πλησιάσει. Δυστυχώς όμως δεν ήταν όλα τόσο καλά. Όπως ο Fiddler μας λέει "ο Peter και εγώ απομακρυνθήκαμε ο ένας από τον άλλο. Ήταν αδέξια η απόφαση να διευρύνουμε την μπάντα στρατολογώντας μουσικούς. Ο Tony Ashton ανέλαβε τον ρόλο του παραγωγού και ήταν καταπληκτικός. Ένας τρομερός χαρακτήρας. Πρότεινε να φέρει ένα ντράμερ και ένα μπασίστα, ενώ ο ίδιος θα έπαιζε keyboards. Μετά προσθέσαμε τρείς κατά τις περιοδείες μας. Το πρώτο μας lineup ήταν ο Rob Townsend, o George Ford και ο πρώην κιθαρίστας των Freedom Roger Saunders. Αργότερα ο Charlie McCracken (Taste/Rory Gallagher) αντικατέστησε τον George, που πήγε στους Cockney Rebel. Αλλά το αποτέλεσμα ήταν ο Peter να αισθανθεί ότι παραμερίζεται. Ενώ πριν ο ρόλος του ήταν πιό ουσιαστικός τώρα γινόταν απλά ο harp player, πράγμα που δεν του άρεσε καθόλου. Ούτε όμως και σε μένα άρεσε. Το κοινό μας, μας είχε λατρέψει γι'αυτό που ήμασταν τότε. Ένα ντουέτο". Η ανησυχία του σχετικά με την πορεία του γκρουπ σκιάζει ακόμα και το Thru A Five LP τους.

Thru A Five (Polydor 2383 272, 2383272, 1974)



Παρά το γεγονός ότι παρουσιάζει τέτοια διαμαντάκια όπως το "Cajun Kick", το "White Dove" και το "Indian Queen", μαζί με δύο χιτ, ο Fiddler αργότερα έλεγε λυπημένος ότι μόνο το "Slip And Slide" ήταν καλός δίσκος εκείνης της περιόδου. Αν και η μπάντα σημείωνε μεγάλα χιτ, κανένα από τα LP δεν μπήκε στα chart.

White Dove (1974)


Ο Fiddler έλεγε "το κοινό μας ήταν πιό pop τώρα, ακολουθώντας τα single, πράγμα στο οποίο ήμασταν αντίθετοι. Ποτέ δεν επιστρέψαμε στο παλιό στάτους των LP μας, μέχρι που επανενωθήκαμε ως ντουέτο". Αυτό συνέβη την άνοιξη του 1975, περίοδο στην οποία η καριέρα τους ακινητοποιήθηκε, ως συνέπεια μίας ΄άρρωστης' απόφασης να παρατήσουν την Polydor για την WWA, μία φιλόδοξη δισκογραφική που ξεκίνησε με μεγάλες προσδοκίες και ένα ρόστερ από σταρ (Black Sabbath, Gentle Giant), αλλά κατέρρευσε μέσα σε λίγους μήνες. Οι Sabbath επιβίωσαν, ωστόσο για πολλούς άλλους πελάτες της, αυτό ήταν και το τέλος του μουσικού τους ταξιδιού. "Ήταν μιά καταστροφή και αποδέχομαι την όποια κατηγορία για ότι συνέβη. Σκεφτόμουν ότι θα μας βοηθούσαν να πάμε στην Αμερική. Ότι θα ήταν για το καλό μας". Μόνο ένα single "Mama Come Out" ήταν highlight την περίοδο στην WWA.

Mama Come Out (1975)


Εγκαταλείποντας το σχήμα της μπάντας, ο Fiddler και ο Hope-Evans έγιναν πάλι ντουέτο το φθινόπωρο του 1975, δίνοντας συναυλίες και εμφανιζόμενοι, πριν πάνε στην Barn στα μέσα του 1976. "Εκεί είχαμε αυτό που πάντα μας έλειπε. Ένα καλό manager" μας πληροφορεί ο Fiddler. Ένα νέο single το "It's Natural", εμφανίστηκε στην Barn εκείνο τον Ιούλιο και συγκέντρωσε αρκετό ενδιαφέρον, ώστε να πολιορκήσει τα χαμηλά όρια των chart της Αγγλίας. Ένα άλμπουμ το Two Man Band προγραμματίστηκε να κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο και αυτό με καλή πρόβλεψη για το μέλλον.

Two Man Band (Barn Records Ltd 2314 102, 1976)


"Όλα πήγαιναν περίφημα" λέει ο Fiddler. "Δεν μας ένοιαζε που βρισκόμαστε στη μέση αυτού του ξεσπάσματος της punk. Και μετά ο Peter άπλά αποφάσισε να φύγει". Ο Fiddler προσπάθησε να τον μεταπείσει αλλά μάταια. "Ήξερα ότι δεν ήταν πιά με την καρδιά του στην μπάντα. Χρειαζόταν να προχωρήσει, όπως πιθανώς και εγώ. Ίσως δεν μπορούσαμε να φτιάξουμε πιά ότι είχαμε διαλύσει".

River of Tears (1976)


Ο Hope-Evans πήγε σε session δουλειές ηχογραφώντας με τον Pete Townsend και άλλους. Αλλά επίσης πήρε το πτυχίο στη φιλοσοφία και έτσι στράφηκε προς τον ρόλο του δασκάλου. Στο μεταξύ ο Fiddler καλώντας τον Roger Saunders και στρατολογώντας τον keyboard player Morgan Fisher, ηχογράφησαν ως Medicine Head ένα session τριών τραγουδιών για το σόου του John Peel. Αλλά έχοντας ήδη κυκλοφορήσει το τελικό single τους "Me And Suzie", λίγο πριν τα Χριστούγεννα, οι Medicine Head χαιρέτισαν τον Απρίλιο της νέας χρονιάς. Και αυτό ήταν το τέλος μιάς εποχής.
Ο Fiddler συνέχισε τις επιτυχίες και μία σόλο καριέρα που συνεχίζει μέχρι και στις μέρες μας. Εδώ είναι η σελίδα του John Fiddler: http://www.john-fiddler.co.uk/
Απευθύνομαι σε όσους διέθεσαν χρόνο να διαβάσουν αυτά τα λίγα που γράφτηκαν για μία τόσο μεγάλη μπάντα...δύο ατόμων. Μπείτε στην διαδικασία να τους ψάξετε. Αξίζει τον χρόνο.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ


Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019





THE WEST COAST POP ART EXPERIMENTAL BAND


Psychedelic Unknowns



Οι The West Coast Pop Art Experimental Band ήταν ένα γκρουπ που έπαιξαν μουσική μέχρι το 1970, έχοντας σχηματιστεί από το 1965. Το είδος της μουσικής που έπαιξαν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως Avant-Garde Experimental Psychedelic Folkish Rock. Μπερδευτήκατε; Ένα αντιπροσωπευτικό West-Coast Psychedelia γκρουπ, που το μόνο ψεγάδι του ήταν οι προτιμήσεις του ιδρυτή του Bob Markley σε ανήλικα κορίτσια. Του Markley, ενός playboy που με χρήματα φέρεται να εξαγόρασε την συμμετοχή του στην μπάντα Laughing Wind, της οποίας και το όνομα άλλαξε. Ας περάσουμε όμως στην δουλειά που έκαναν.

Eighteen Is Over The Hill (1968)



ALBUM BY ALBUM



Volume One (Fifo M-101)1966


Εάν οι West Coast Pop Art Experimental Band δεν κυκλοφορούσαν άλλο δίσκο, το Volume One (που εμφανίστηκε στις αρχές του 1966, ένα χρόνο πριν το πρώτο τους LP στην Reprise), θα ήταν ακόμα ένα κλασικό μικρής εμβέλειας. Ακόμα, παρά το στάτους του ως ένας από τους σπανιότερους και πλέον συλλεκτικούς δίσκους, παραμένει μία εμβρυονική δουλειά. Η ορμή για πειραματισμό και το να παίρνουν ρίσκο είναι εμφανή μέσα από αυτόν, αλλά για το μεγαλύτερο μέρος η μουσικότητα είναι αδούλευτη και η παραγωγή lo-fi (Low Fidelity). Είναι καλύτερα να το δεί κανείς σαν ένα συναρπαστικό ντοκουμέντο της μετάβασης του γκρουπ από τα όνειρα της εφηβικής κρεβατοκάμαρας σε μία rock μπάντα που έχει πλέον ανοίξει τα φτερά της, όπως επίσης σαν ένα λεύκωμα από επιρροές που θα στιγμάτιζαν την μεταγενέστερη δουλειά τους. Για τους φαν του garage-rock υπάρχουν ωμές, εμπνευσμένες ερμηνείες του "Louie, Louie" και του "You Really Got Me" των the Kinks, ενώ η επιρροή από τον Dylan είναι έκδηλη με διασκευές όπως το "It's All Over Now, Baby Blue" (που ανοίγει με ένα κλέψιμο από το "For Your Love"), μία παραμόρφωση από το "She Belongs To Me" και μία ξεδιάντροπη απομίμηση στο "Insanity". Το τρακ που ξεχωρίζει ωστόσο είναι το "I Won't Hurt You" (ένα από τα δύο τραγούδια που θα ξαναηχογραφείτο για το ντεμπούτο τους στην μεγαλύτερη δισκογραφική). Είναι το "λουλούδιασμα" του γκρουπ όσον αφορά στο λυρικό βάθος, που θα τους συντηρούσε σε όλη τους την πορεία. Το ορίτζιναλ LP τυπώθηκε σε μικρές ποσότητες, μία (αλήθεια) ανεκτίμητη ποσότητα σε μία υποτυπώδη θήκη. Η επανέκδοση από την Sundazed προσθέτει έξτρα κομμάτια αν και όχι όλα της ίδιας περιόδου.


Part One (Reprise R / RS 6247) 2/67


Απόκοσμοι θρήνοι, απίστευτες φασαρίες από νότες και απαλά, όμορφα φωνητικά έκαναν αυτό το LP για πολλούς λάτρεις και όχι μόνο, το καλύτερο ορίτζιναλ LP που έχουν ακούσει. Το τεράστιο "I Won't Hurt You" είναι ένας κεραυνός ήσυχης ερμηνείας. Η απεραντοσύνη του ήχου που δημιουργήθηκε εδώ είναι σχεδόν συντριπτική. Ένας κριτικός περιγράφει τους West Coast Pop Art Experimental Band "σαν να δημιουργούν συνεχόμενους "wall of sound" ("wall of sound" : used to describe high volume, saturation, or distortion in music). Σίγουρα υπάρχουν περισσότερες διασκευές από τα ορίτζιναλ (6 έναντι 5) και ακόμα και μία τελευταία το "Will You Walk With Me?" είναι μία τεχνική κλεψιά του "Morning Dew" της Bonnie Dobson, αλλά η επιλογή και εκτέλεση του υλικού είναι εμπνευσμένη καθόλη την διάρκεια, με κάθετι δοσμένο με την αλάθητη σφραγίδα των WCPAEB. Το τραγούδι που ανοίγει "Shifting Sands" έχει μία υπνωτική μπασογραμμή και αντηχεί το
ταμπουρίνο, τονισμένο από στρατιωτικά τύμπανα, παθιασμένη κιθάρα και τα θρηνητικά φωνητικά του Shaun Harris να δημιουργούν ένα ψυχεδελικό αποτέλεσμα, αν και γράφτηκε από τον Baker Knight, (ο οποίος είχε επίσης γράψει για τον Ricky Nelson, και τον Elvis), σαν ερωτικό ταγούδι.

If You Want This Love (1967)


Το άλλο θέμα που έγραψε ο Knight είναι το "If You Want This Love". Το γκρουπ ωστόσο ήταν εξίσου προετοιμασμένο να πάρει από τους καλύτερους νέους τραγουδοποιούς της περιόδου: Το "Here's Where You Belong" του PF Sloan παρουσιάζει μία απλουστευμένη χορωδία για να δημιουργήσει ένα μεγαλοπρεπή ύμνο. Το "High Coin" του Van Dyke Parks γίνεται ένα ορχηστρικό country και πιό ιδιαίτερο από όλα το "Help I'm A Rock" του Frank Zappa, επιτυχημένα ενσωματώνει και το επόμενο στο Freak Out!, "It Can't Happen Here", σε ένα οικονομικό χρόνο 4.25', ενώ δεν χάνει σε τίποτα από την σουρεαλιστική τρέλα του ορίτζιναλ. Ωστόσο για όλα τα τραγούδια που δανείστηκαν, οι WCPAEB θα αποδεικνύονταν ισάξιοι των εμπνεύσεών τους. Το "Transparent Day" είναι ένα συναρπαστικό pop τραγούδι (που ίσως αν ήταν το βασικό τρακ θα είχε εξυπηρετήσει καλύτερα το γκρουπ), ενώ το "1906" συσχετίζει την εμπειρία ενός σκύλου κατά τον μεγάλο σεισμό του Σαν Φραντζίσκο, πάνω από μία φρενήρη έφοδο fuzz κιθάρας. Δύο κομμάτια, πάνω απ'όλα, επιδεικνύουν τις διαφορετικές δυνάμεις στην δουλειά που γίνεται μέσα στη μπάντα. Για το μεγαλύτερο μέρος του το "Leiyla" θυμίζει τον ρυθμό των Yardbirds στο "You Can't Judge A Book By Looking At the Cover" του Willie Dixon-πριν την απροσδόκητη εισβολή από μία καντάτα του Μπαχ παιγμένη με ακουστική κιθάρα. Mετά υπάρχει το "I Won't Hurt You", ένα αραχνούφαντο θέμα που φέρνει στο μυαλό εφηβική λαχτάρα προωθούμενο από μία φανταχτερή μελωδία.

I Won't Hurt You (1967)


Ήταν κάποια από αυτά τα τραγούδια αποτέλεσμα χρήσης ναρκωτικών; Ήταν σκηνοθετημένα περισσότερο από ψυχεδελικά; Ήταν cool? Ποιός νοιάζεται; Είναι ευφυές άλμπουμ και πρόλαβε το ντεμπούτο των the Velvet Underground κατά ένα μήνα.


Volume Two (Reprise R / RS 6270) 11/67


Οι WCPAEB έχουν περιγραφεί (από κάποιους που ξέρουν περισσότερα), ως η επιτομή ενός "συνηθισμένου ψυχεδελικού γκρουπ". Ωραία, αν η σκέψη σας ως προς το "συνηθισμένο" είναι ένας 30άρης και βάλε, που απέχει από το ποτό με ένα άρρωστο ενδιαφέρον στα κορίτσια στην εφηβεία, μουγκρίζοντας ανισόρροπη ποίηση από έναν τηλεβόα, ενώ οι νεώτεροί του bandmates δίνουν acid κιθαρογραμμές πάνω από Λατινική λειτουργία (και αυτό είναι το κομμάτι που ανοίγει το δίσκο), τότε μην ψάχνετε πιό πολύ. Εδώ είστε!

In the Arena (1968)


Η δήλωση στο οπισθόφυλλο του δίσκου που αναγράφει ΄Breaking Through΄ περήφανα δηλώνει ότι "κάθε τραγούδι σε αυτό το άλμπουμ έχει γραφτεί, έχει γίνει σύνθεση, έχει τραγουδιστεί και παιχτεί από το γκρουπ"-που μοιάζει σαν μίζερος κομπασμός μέχρι να αναλογιστεί κανείς ότι εκείνο τον καιρό κανείς δεν ήθελε να κατηγορηθεί ότι είναι σαν τους the Monkees (συμπεριλαμβανομένων των the Monkees). Η αναζήτηση για αυθεντική rock μουσική ήταν ενεργή και ένας σίγουρος Robert Markley την ενίσχυσε συνοδευόμενος (με ποικίλους βαθμούς ενθουσιασμού και κατανόησης) από τους υπόλοιπους στο γκρουπ. Όπως πολλά δεύτερα άλμπουμ το Volume Two είναι και λιγότερο πειθαρχημένο και περισσότερο ολοκληρωμένο τεχνικά από το προκάτοχο άλμπουμ. Η πρώτη πλευρά έχει τα δυνατότερα θέματα προσφέροντας ένα ατμοσφαιρικό ταξίδι μέσα από αποκαλυπτικά οράματα ("In the Arena", "Suppose They Give A War and No One Comes") και ονειρικά ερωτικά / εξωτικά ("Buddha", "Smell of Incense"), πριν έρθει η σύγκρουση μέσα στην θυελώδη παραμόρφωση και στο κλείσιμο με κλασική κιθάρα στο "Overture". Η δεύτερη πλευρά είναι περισσότερο ανάμικτη. Το "Unfree Child" έχει μία ενδιαφέρουσα εισαγωγή με επιβραδυνόμενα ντραμς, αλλά υπόσχεται περισσότερα από αυτά που παραδίδει (εκτός αν πιαστούν οι διαθέσεις του Markley για τα νεαρά κορίτσια στην εφηβεία). Το "Carte Blanche" (αφιερωμένο στην αδελφή του παππού της Paris Hilton) είναι ένα κομμάτι με βιρτουόζικη κιθάρα. Το "Delicate Fawn" δείχνει το γκρουπ σέ πιό εύθραστες στιγμές και το τραγούδι που κλείνει "Tracy Had a Hard Day Sunday"-αφιερωμένο σε ένα κορίτσι που κρύβει την χρήση ναρκωτικών που έκανε το Σαββατοκύριακο από τους γονείς της, αλλά ακόμα είναι φρικαρισμένη την Δευτέρα-είναι ένα jazz χροιάς αριστούργημα (διασκευασμένο και από τους The Clientele). Πολύς σεβασμός οφείλει να αποδοθεί στον Joe Sidore (ένα βετεράνο μηχανικό/παραγωγό από το Pushin' Too Hard των The Seeds και το Psychotic Reaction των The Count V's) για την σταθερή του προσέγγιση στις ανορθόδοξες ιδέες του γκρουπ. Όταν ο Markley (έχοντας ήδη τραγουδήσει μέσα από ένα μεγάφωνο) πρότεινε να χρησιμοποιήσουν ένα koto (Ιαπωνικό έγχορδο), μία ήσυχη Γιαπωνέζα προσκλήθηκε στο στούντιο για να δώσει την καθοριστική πινελιά στο "Smell of Incense", το οποίο με την κυματιστή μελωδία, το ρέοντα ντραμς, την επική fuzz κιθάρα και τους μεθυστικούς στίχους, φαντάζει ως ένα ανώτατο παράδειγμα ψυχεδελικής rock (ή pop).

Smell of Incense (1968)


Το "Suppose They Give a War" είναι ένα άλλο καταπληκτικό επίτευγμα. Παρά τον εξωφρενικό ισχυρισμό στους στίχους που αρχίζει "This is an African tribal chant that we wrote...", το τραγούδι που δένεται με την ευφυή slow-funk μπασογραμμή του Shaun Harris (τόσο πιασάρικη που είναι να απορείς πώς ποτέ δεν αντιγράφηκε), εκπληρώνει την υπόσχεσή του με μία στρατιά κακόφωνων κρουστών, διάφορα τσιριχτά, ανατολίτικης χροιάς ηλεκτρική κιθάρα και φράσεις από έναν εμβληματικό λόγο του Franklin D. Roosevelt ("I have seen war...") που ο Markley αποδίδει με όλη την δραματική αλαζονεία πριν το κομμάτι σβήσει μέσα στα κλάματα ενός νεογέννητου.

Suppose They Give A War and No One Comes (1968)


Αναμφισβήτητα όπως υποστηρίζουν αυτοί που...ξέρουν πρόκειται για "συνηθισμένη ψυχεδελική μουσική".


Vol.III-A Child's Guide To Good & Evil (Reprise R / RS 6298) 5/68


Αν υπήρχε ποτέ η πιθανότητα (λέμε τώρα) να περάσετε από ένα σκονισμένο ράφι με δίσκους και να βρείτε αυτόν τον δίσκο...κλέψτε τον, σαν να πρόκειται για κερδοφόρο λαχείο και αρχίστε να τρέχετε. Με τόνους όπως το "Eighteen Is Over the Hill", το "Our Drummer Always Plays In the Nude" και το  "A Child of a Few Hours Is Burning to Death" πώς θα μπορούσες να έχεις κάνει λάθος; Κι αν αυτό δεν είναι αρκετό πηγαίνετε στο κομμάτι που κλείνει τον δίσκο και λέγεται "Anniversary of World War III". Δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα λεπτό...σιωπής. Αυτές είναι οι ρίζες του "I'm a runaway son of the nuclear A-bomb" του Iggy και αυτό είναι το σημαντικό. Για κάθε φαν της ψυχεδελικής μουσικής αυτό το άλμπουμ θέτει ένα ενδιαφέρον ερώτημα: ΄είναι αλήθεια πιθανόν μία δουλειά τέτοιας τρελής ομορφιάς να έχει εμφανιστεί κάτω από την επίβλεψη ενός τόσο προβληματικού χαρακτήρα όπως ο Bob Markley;".

Watch Yourself (1968)


Παρά τις αποφασιστικές προσπάθειες κάποιων (κυρίως των άλλων μελών) να τον δυσφημίσουν, υπήρξε αναμφίβολα κάτι που είχε να κάνει με τον Markley. Σπανίως έχει ένας τίτλος άλμπουμ και εξώφυλλο (από τον Jon Van Hamersveld, που σχεδίασε επίσης τα εξώφυλλα των Crown of Creation, Magical Mystery Tour και Exile On Main Street) συμπεριλάβει τόσο τέλεια τα τραγούδια μέσα- μία μίξη αθωότητας και κακίας. Για παράδειγμα το "A Child of a Few Hours Is Burning to Death" θα μπορούσε να αξιολογηθεί μόνο με την δυναμική του τίτλου του σαν το πιό ευδιάκριτο αντιπολεμικό τραγούδι που έχει ηχογραφηθεί ποτέ-ένα συμπέρασμα που σίγουρα επιβεβαιώνεται από τους στίχους για τις ναπάλμ "good for women and children" και την εκρηκτική χορωδία, όπου ο Μarkley απαγγέλει χαρούμενα "We should have called Suzie and Bobby, they like to watch fires!". Χωρίς αμφιβολία αυτός ήταν ένας παράγοντας (μαζί με το θαυμάσιο riff του Ron Morgan), που έπεισε τους Dead Weather του Jack White να κυκλοφορήσουν την δική τους πιστή διασκευή το 2008.

A Child of A Few Hours Is Burning to Death (1968)


Η αποθέωση συμβαίνει κατά την διάρκεια του "As the World Rises & Falls", μία ποιητική αφήγηση που εξελίσσεται σε ένα τσακωμό ανάμεσα σε δύο παιδιά σε μία παραλία, μέσα από μία προειδοποίηση ενάντια στην αποπλάνηση από ενήλικο. ('You have a woman's shape, thunderbolts at your fingertips...'). Ενώ ο Morgan μία φορά ακόμη ωθεί το τραγούδι με το απίστευτο ακουστικό μοτίβο του, ο Shaun Harris τραγουδάει τους στίχους του Markley σαν να του έχουν βάλει πιστόλι στον κρόταφο. Δεν θα ήταν εύκολο να βρίσκεσαι σε μία μπάντα με τον Markley, αλλά σίγουρα θα προκαλούσε τρομερά αποτελέσματα.

As the World Rises & Falls (1968)


Παρεμπιπτόντως η θεωρία ότι οι Γερμανικές κόπιες έχουν την κανονική σειρά στα κομμάτια είναι ενδιαφέρουσα. Αλλά η αλήθεια είναι μάλλον πιό πεζή. Το πιό πιθανό σενάριο είναι ότι οι Αμερικανικές αλλάχτηκαν την τελευταία στιγμή (όπως μερικές κόπιες από το LP των Gandalf επίσης παίζουν σε λάθος σειρά τα κομμάτια) και η Reprise δεν ήταν προετοιμασμένη να επανατυπώσει τα εξώφυλλα. Στο μεταξύ οι Γερμανοί με Τευτονική νοοτροπία, απλά κανόνισαν εκ νέου την τύπωση να ταιριάζει, σβήνοντας το σιωπηλό "The Anniversary of World War III" (που επίσης εξαφανίστηκε και από το εξώφυλλο) στην πορεία.


Where's My Daddy? (Amos AAS 7004) 7/69


Σχεδόν ο καθένας μοιάζει να συμφωνεί ότι αυτό το LP είναι απογοήτευση μετά το A Child's Guide, αλλά οι γνώμες παραμένουν διχασμένες ως προς το πόσο. Προσωπικά αν και λάτρης της συχνά απαιτητικής (με την έννοια της δύσκολης) μουσικής τους, αλλά και των ιδεών τους, βρίσκω πολύ από αυτό το άλμπουμ αδέξιο. Το εξώφυλλο δύσκολα βοηθάει. Για γκρουπ που πάντοτε πανηγύριζε με ανησυχητικές εικόνες (που το λιγότερο είχαν ένα αέρα μυστηρίου) η φωτογραφία ενός όμορφου, ξυπόλητου ορφανού να κρατάει μία κούκλα και να κάθεται δίπλα από ένα τσακισμένο κουτί μπύρας-ιδιαίτερα όταν συνδεθεί με τον τίτλο του άλμπουμ, πρέπει να φέρνει διάφορους συνειρμούς. Φεύγοντας από τις πρώτες εντυπώσεις, ο δίσκος ακούγεται σε μεγάλο μέρος σαν να μην έχουν κάνει πρόβες, με όχι καλή παραγωγή και έλλειψη ζεστασιάς, αλλά και ρηχός σε σχέση με τους προκατόχους του.

My Dog Back Home (1969)


Υπάρχουν ελαφρυντικά ωστόσο: τα γενναία σόλο του Ron Morgan, (τελευταία του δουλειά στη μπάντα), μία ακόμα δυναμική μπασογραμμή του Shaun Harris στο "Give Me Your Lovething" (που θυμίζει από το Volume Two το "Suppose They Give A War and No One Comes") και ονειρικά φωνητικά στο "My Dog Back Home". Το "Free As A Bird" (τελευταίο single του γκρουπ) και το "Inside / Outside" περιέχουν και εκθέτουν τις θαυμαστές αρμονίες του γκρουπ, αν και αργότερα θα ακούγονταν ακόμα καλύτερα όταν ξανα-ηχογραφήθηκαν για το κύκνειο άσμα τους, το σόλο LP του Markley A Group.

Inside / Outside (1969)


Αλλού οι στίχοι είναι συχνά παράξενοι, αλλά έχουν έλλειψη αξιόλογου μουσικού πλαισίου, έτσι στα αυτιά μου τουλάχιστον τείνουν να είναι flat.


MARKLEY A Group (Forward ST-F 1007, with insert) 10/69


Το σόλο άλμπουμ του Bob Markley είναι μία περίεργη υπόθεση. Το τελευταίο LP των West Coast Pop Art Experimental Band σε όλα εκτός του ονόματος, ήταν επίσης το πρώτο τους μετά το ντεμπούτο τους στη Reprise, που παρουσίαζε το ορίτζιναλ lineup του γκρουπ συμπεριλαμβανομένων των τεραστίων ταλέντων του Michael Lloyd. Οι γνώμες φαίνεται να διχάζονται στο αν αυτό αποτέλεσε το τελευταίο καρφί στο φέρετρο μετά το απογοητευτικό Where's My Daddy? (σίγουρα έχει λίγα από το μυστικιστικό βάθος του τελευταίου LP στη Reprise) ή μία επιστροφή στις απλούστερες μελωδικές δυναμικές της πρώιμης δουλειάς τους.

Little Ruby Rain (1969)




Με τυπική αδυναμία να αντιληφθώ, η αλήθεια βρίσκεται κάπου ανάμεσα. Το εξώφυλλο είναι ιδιαίτερα αδιάφορο, θυμίζοντας ένα από εκείνα τα ευκολοάκουστα compilation που γεμίζουν τα ράφια, ενώ το οπισθόφυλλο αποκαλύπτει τέσσερα πορτρέτα που δείχνουν το γκρουπ σοβαρό, να βαριέται, χαμένο ή (στην περίπτωση του Markley) απλά creepy. Ο δίσκος απέχει μακράν από την τελειότητα, αλλά για εμένα τα highlights (που πέφτουν κυρίως στην πρώτη πλευρά) κυμαίνονται ανάμεσα στις καλύτερες στιγμές των WCPAEB, με πιασάρικα riff και έξοχες μελωδίες που σφραγίζουν αποπροσανατολισμένους στίχους και πικρές αλήθειες. (Ένα παράλληλο LP πρέπει να ήταν το Loaded, κύκνειο άσμα των Velvet Underground, που παρουσίαζε διάφορες "ηλιόλουστες" συνθέσεις, που συχνά μοιάζουν χιλιοακουσμένες σε αυτούς που λατρεύουν την πιό αφιλόξενη, πιό πειραματική πρώιμη δουλειά τους).

Sarah the Sad Spirit (1969)


Το τραγούδι που ανοίγει τον δίσκο "Booker T & His Electric Shock" δίνει τον τόνο. Ένα φαινομενικά ανευλαβές θέμα που τα βάζει με το σύστημα πνευματικής υγείας, βασίζεται στην πραγματικότητα στις βασανιστικές εμπειρίες του Dan Harris κατά την περίοδο που ήταν σε ίδρυμα για μανιοκατάθλιψη. Ομοίως το "Roger The Rocket Ship" έχει μία κομψή μέτρια και σκόπιμα χαζή χορωδία ("I'm Rocket the Roger Ship") που δανείζει ένα επιπόλαιο αέρα στους στίχους που είναι στ'αλήθεια μία λιτανεία παράνοιας. Υπάρχουν επίσης στιγμές μεγαλειώδους ομορφιάς: η μπαλάντα "Little Ruby Rain" με αυτοπεποίθηση τραγουδισμένη από τον Lloyd, πάνω από τις μεγαλοπρεπείς συνθέσεις των εγχόρδων είναι μία τρυφερή περισυλλογή για την χαμένη αθωότητα και στέκεται μαζί με το "As the World Rises and Falls" ως οι πιό ποιητικοί στίχοι του Markley. Δυστυχώς μετά το "Sarah the Sad Spirit" μεγάλο μέρος από τη δεύτερη πλευρά έχει έλλειψη λυρικού βάθους ή μουσικού περιεχομένου και ΄σώζεται΄ μόνο από το αρμονικό "Inside / Outside", ένα κατώτερο αυτού που είχε εμφανιστεί στο Where's My Daddy?.



Ενώ τα άλλα μέλη της μπάντας θα συνέχιζαν να κυκλοφορούν δίσκους με διάφορετικούς βαθμούς επιτυχίας ο καθείς, αυτή ήταν η τελευταία εμφάνιση του Markley σε δίσκο, πριν ένα τραγικό κατήφορο που ακόμα και τα πιό δυσοίωνα τραγούδια του δεν θα μπορούσαν να προβλέψουν.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019



ANNETTE PEACOCK



Great Unknowns




Δεν προβλέπεται (το πιό σύνηθες) κάποιο βραβείο όταν πρωτοπορείς στην μουσική. Η ταλαντούχος συνθέτης, τραγουδίστρια, πολυοργανίστρια, καινοτόμος στην επεξεργασία της φωνής και πρωτοπόρος στα συνθεσάιζερ, Annette Peacock αυτό μάλλον το γνωρίζει καλύτερα από τους περισσότερους. "Αισθάνομαι" είπε γελώντας σε συνέντευξή της "ότι κάνω το σωστό πράγμα στον σωστό χρόνο, αλλά μετά καταλήγει να βρίσκεται 20 έως 40 χρόνια πιό μπροστά".

One Way (1972)


Το 2012 επανεκδόθηκε το υπέροχο άλμπουμ της I'm the One. Ψυχεδελικό funk, συνθεσάιζερ διακοσμημένο με jazz, στοιχεία στο στυλ τραγουδιστής/τραγουδοποιός και φουτουριστικά blues.
Δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί κάτι τέτοιο ε; Και το 2014 η δική της δισκογραφική Ironic επανεκδίδει το The Bigger The Love The Greater The Hate με τον Paul Bley, που ηχογραφήθηκε το 1968, καθώς και το I Belong To A World That's Destroying Itself.
Γενημμένη το 1941, συνέθετε μουσική και πειραματιζόταν στο πιάνο της πριν καν αρχίσει το σχολείο. Αναμίχθηκε από νεαρή ηλικία στην εναλλακτική κουλτούρα, για παράδειγμα συμμετείχε στα πειράματα του Dr. Leary (1961), παίρνοντας ελεγχόμενα LSD, με σκοπό την επιρροή στην τέχνη. Όπως μας λέει η ψυχεδελική κατάσταση του μυαλού με τον ήχο σίγουρα συνδέονται. Έκανε δε περιοδείες με τον Albert Ayler και την μπάντα του μόλις στην ηλικία των 20 χρόνων. Ο πιανίστας Paul Bley άρχισε να ηχογραφεί τις συνθέσεις της στα μέσα της δεκαετίας του '60. Αφού άκουσε το άλμπουμ του Walter Carlos, Switched On Bach, αποφάσισε να γίνει η πρώτη καλλιτέχνης που θα ηχογραφούσε ό,τι είδε σαν σοβαρή νέα μουσική, με την χρήση ενός νέου οργάνου, έτσι πήγε να επισκεφτεί τον Robert Moog με σκοπό να τον πείσει να της δωρίσει ένα από τα πρωτότυπα μηχανήματα που είχε εφεύρει. Κάτι που κατάφερε. Αποφασισμένη να μην δώσει καμία σημασία στα εμπορικά ενδιαφέροντα, οδηγήθηκε σε αρκετά μεγάλες περιόδους που δεν έβγαλε δίσκους, ίσως ακόμα ένας λόγος που παρέμεινε άγνωστη. Ωστόσο με τις σχετικά πρόσφατες επανεκδόσεις και το γεγονός ότι τότε δούλευε σε καινούριο άλμπουμ, κάποιος θα ήλπιζε ότι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι θα είχαν τα αυτιά τους ανοιχτά στο μοναδικό της μουσικό όραμα. Το όραμα της Annette Peacock. Μίας μουσικής ιδιοφυίας, μίας αληθινής καινοτόμου στον ήχο. Του free-form τραγουδιού. Της εξέλιξης από τον Ornette Coleman στον Albert Ayler και στο free-form τραγούδι, που ήταν free τόσο αρμονικά όσο και ρυθμικά. Δηλαδή ένα νέο γένος.

I'm the One (1972)


Ακολουθεί μία αναδρομή στην από πολλούς άγνωστη δουλειά της Annette Peacock, με ιδιαίτερη μνεία σαφώς στους αρχικούς της δίσκους.


ALBUM BY ALBUM


I'm the One (RCA 4578, with inner) 1/72


Προσοχή στην πνευματική και ψυχική σας υγεία. Έρχεται η Annette Peacock! Από την trout mask του Captain Beefheart είχε να εκτεθεί το κοινό σε τέτοιους παράξενους ήχους, όπως αυτοί που έχουμε εδώ. Ουσιαστικά αυτή η κυκλοφορία είναι η συγκινητική ιστορία ενός νέου κοριτσιού και του Moog συνθεσάιζερ της. Τι είναι τόσο σπέσιαλ σχετικά με την μουσική ενός συνθεσάιζερ θα ρωτούσε κάποιος. Λοιπόν να σας πω εδώ, ότι η Annette δεν χρησιμοποιεί το moog μόνο για να παίξει μουσική, αλλά και για να τραγουδήσει μέσα από ένα. Το στυλ της βρίσκεται κάπου ανάμεσα στη funky soul και στο σάουντρακ της ταινίας Forbidden Planet (για όσους δεν γνωρίζουν, το σάουντρακ αυτής της ταινίας θεωρείται πρόδρομος της ηλεκτρονικής μουσικής. Τίποτα παρόμοιο δεν είχε γίνει μέχρι τότε (1956). Η Annette περιγράφει το άλμπουμ ως "ένα άλμπουμ για τον έρωτα"-είναι μία φαντασμαγορική συλλογή από εντελώς εξωγήινους ήχους. Το δυναμικό εφέ της φωνής περασμένης από το συνθεσάιζερ κρατάει τον ακροατή τρομακτικά υπνωτισμένο κάποιες φορές. Ένα από τα πιό αντισυμβατικά άλμπουμ στο γένος αυτού που αποκαλούμε τραγουδιστής/τραγουδοποιός. Η Peacock τραγουδάει και γράφει τραγούδια εδώ, αλλά επίσης χρησιμοποιεί την φωνή της σαν όργανο, περνώντας την μέσα από διάφορα ηλεκτρονικά και κάνοντάς την να ακούγεται σαν συστοιχία από συνθεσάιζερ. Οι εσωτερικές σημειώσεις του δίσκου μας λένε ότι "ο πόνος και η ευχαρίστηση είναι ισάξια αλλά διαφορετικά. Κανένα δεν είναι καλύτερο από το άλλο". Μία δήλωση που πρακτικά περιγράφει την μίξη σε αυτό το άλμπουμ της avant-garde με το σπαραξικάρδιο συναίσθημα και την funk. Τραγουδάει με απίστευτη δύναμη και πάθος στο ομώνυμο κομμάτι που ανοίγει το δίσκο, που είναι εν μέρει avant-garde και εν μέρει συμβατική μπαλάντα. Το βρίσκω συναρπαστικό και συγκινητικό, αλλά μερικοί ίσως παλέψουν για να το πάρουν στα σοβαρά. Ένα πράγμα είναι σίγουρο. Τίποτα άλλο εκείνη την εποχή δεν ακούγεται έτσι.


Annette Peacock

Το επόμενο κομμάτι "Seven Days" ξεκόβει από τον πειραματισμό και είναι μία κανονική μπαλάντα. Το "Pony" ένα τεμπέλικο funky θέμα με ήχους από συνθεσάιζερ στο background και η πρώτη πλευρά κλείνει με το "Been & Gone", ένα αργό blues. Η δεύτερη πλευρά είναι περισσότερο πειραματική, αλλά έχει μία εκπληκτικά τρυφερή και παθιασμένη διασκευή του "Love Me Tender".  Το άλμπουμ ποτέ δεν είναι δυσάρεστο να το ακούς (ή λιγότερο από ενδιαφέρον), αν και περιστασιακά σχοινοβατεί στο χείλος της αυταρέσκειας, όπως στο τελευταίο κομμάτι "Did You Hear Me, Mommy?" Για όσους δεν τους αρέσει η jazz αυτό είναι ένα άλμπουμ της Peacock για να πάρουν. Ενώ υπάρχουν πάντα στοιχεία jazz σε ένα αριθμό τρακς, το όλο στυλ αναμιγνύει την rock και τα στοιχεία του στυλ τραγουδιστή/τραγουδοποιού, με τα περισσότερα τραγούδια να κυριαρχούνται από ηλεκτρονικά εφέ. Με τον δικό της τρόπο η Peacock ήταν τόσο σημαντική ως πρωτοπόρος της ηλεκτρονικής μουσικής, όπως οι Fifty Foot Hose, οι United States of America ή οι White Noise και αυτό το άλμπουμ ακούγεται φρέσκο ακόμα και σήμερα. Ένα εντυπωσιακό μεταλλικό πράσινο και κόκκινο εξώφυλλο συμπληρώνει το αποτέλεσμα (αν και δεν υπάρχει στην επανέκδοση). Το εάν είναι το καλύτερό της άλμπουμ είναι ανοιχτό για διάλογο. Φαντάζομαι ότι αυτό θα ήταν το αγαπημένο πολλών ακροατών, αλλά στα αυτιά κάποιων το X-Dreams (1978) είναι πιθανόν η καλύτερη συλλογή τραγουδιών (όχι μόνο για την αληθινά υπέροχη μπαλάντα "Too Much In the Skies" ή την ευφυέστατη διασκευή του "Don't Be Cruel" του Elvis, που μετατρέπει ένα ασήμαντο ποπ τραγούδι σε ένα αριστούργημα).


Dual Unity (Freedom 2385 105) 1972 (με τον Paul Bley)


Η πρώτη πλευρά περιλαμβάνει ένα κομμάτι το "MJ", το οποίο προσεκτικά αποφεύγει τους σκόπελους του αυτοσχεδιασμού της jazz και τον ηλεκτρονικό πειραματισμό. Για το μεγαλύτερο μέρος του είναι γαλήνιο, μινιμαλιστικό κομμάτι με την Peacock να παίζει (ασυνήθιστα για αυτήν) μπάσο παρά keyboards και αγγίζει σχεδόν τον αρχικό θα έλεγα new-age ήχο. Το μεγαλύτερο μέρος της δεύτερης πλευράς προσφέρει το είδος της φλύαρης κακοφωνίας που θα περιμένατε πριν επαναλάβει το θέμα από το "MJ" και είναι λιγότερο ευκολοάκουστο, αλλά σαν σύνολο το άλμπουμ είναι ολοκληρωμένο και περιπετειώδες.

Dual Unity (1972)




X-Dreams (Aura, AUL 702  NP) 1978


Αυτός ο δίσκος έχει μία τεράστια δυναμική που προέρχεται εν μέρει από τα αυθεντικά φωνητικά της Annette και εν μέρει από τους πολυάριθμους session μουσικούς με την άψογη μουσικότητα, που συνεισφέρουν και που μόνο τυχαίοι δεν μπορούν να θεωρηθούν. Μεταξύ άλλων, ο Bill Brufford (Yes, King Crimson), ο Mick Ronson (Bowie), Chris Spedding (Nucleus), Rick Marotta (Todd Rundgren), Peter Lemer (Gilgamesh), Jim Mullen (Pete Brown & Piblokto!). Από το τραγούδι που ανοίγει τον δίσκο, το υπέροχο "My Mama Never Taught Me How to Cook", που αναφέρει "Daddy never taught me how to suck-seed" και καταλήγει "Hey man/my destiny is not to serve/I'm a woman/and my destiny is to create".

My Mama Never Taught Me How to Cook (1978)


το 11λεπτο "Real & Defined Androgenes" ένα από τα πιό σέξυ τραγούδια που έχει γραφτεί ποτέ και διάφορα κομμάτια σοφιστικέ ή ρομαντικές jazz/pop μπαλάντες. Όπως αυτή για παράδειγμα:

This Feel Within (1978)


Η Annette Peacock συνέχισε με αρκετούς ακόμα δίσκους, αποδεικνύοντας ότι μετά από 40 χρόνια έχει ακόμα την ικανότητα και την διάθεση να κάνει υπέροχη μουσική.

Too Much In the Skies (1978)


ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Διαβάστε/Ακούστε επίσης