LINK WRAY
“RUMBLE”: The Power Chord
Μια χαρακτηριστική σκηνή από την ταινία “Pulp Fiction”: Ο Vincent Vega (a.k.a. John Travolta) και η
κυρία Mia Wallace
(a.k.a. Uma Thurman) κάθονται σε ένα
τραπέζι στο μπαρ “Jack Rabbit Slim's”. Εκεί ο σερβιτόρος
τους φέρνει αυτά που παρήγγειλαν: Ένα
“Martin & Lewis” milkshake για αυτήν κι ένα Vanilla Coke ποτό για αυτόν. Ο
Vincent τότε ζητά να δοκιμάσει από το milkshake της Mia ώστε να δει τι το
ιδιαίτερο έχει και κοστίζει το εξωφρενικό ποσό των... 5 δολαρίων. Δοκιμάζει,
κάνει έναν μορφασμό και τη στιγμή που πάει να ξαναδοκιμάσει… ‘πέφτει’ το riff
ενός τραγουδιού. Τρία απλά ακόρντα: D – D – E. Το τραγούδι αυτό είναι το
“Rumble” του Link Wray.
Pulp Fiction Scene (1994)
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Quentin Tarantino
το κάνει αυτό κι ούτε μόνο σε αυτή την ταινία. Ως γνήσιος μουσικόφιλος και
φανατικός rocker έχει προσφέρει πολλά στην υπόθεση αναβίωσης της παλιάς καλής
μουσικής. Πόσα δεν έχουν μάθει τα εκατομμύρια των πιστών του από τα soundtracks
των ταινιών του! Στη συγκεκριμένη περίπτωση φέρνει στην επιφάνεια - από την
αφάνεια - μία μεγάλη επιτυχία, από το 1958 παρακαλώ, κάνοντάς της γνωστή - ξανά
- στις νεότερες γενιές και σε όλον τον πλανήτη. Τι το ιδιαίτερο όμως με αυτό το
τραγούδι και ποιος τελικά είναι αυτός ο Link Wray;
Ο Wray έμεινε
στην ιστορία της μουσικής βασικά για τρία πράγματα:
1) Υπήρξε ο εφευρέτης της λεγόμενης “power chord”, της βάσης όλης της hard rock
2) Ήταν ο πρώτος μουσικός που χρησιμοποίησε - εσκεμμένα - την παραμόρφωση (distortion) και την ανατροφοδότηση (feedback) ως εφέ στην ηλεκτρική κιθάρα
3) Αναφέρεται ως ο πρώτος συνθέτης instrumental τραγουδιού που απαγορεύτηκε στο ραδιόφωνο! Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
1) Υπήρξε ο εφευρέτης της λεγόμενης “power chord”, της βάσης όλης της hard rock
2) Ήταν ο πρώτος μουσικός που χρησιμοποίησε - εσκεμμένα - την παραμόρφωση (distortion) και την ανατροφοδότηση (feedback) ως εφέ στην ηλεκτρική κιθάρα
3) Αναφέρεται ως ο πρώτος συνθέτης instrumental τραγουδιού που απαγορεύτηκε στο ραδιόφωνο! Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Comanche (1959)
Ο
Fred Lincoln Wray γεννήθηκε στο Dunn της Βόρειας Καρολίνας το 1929, τη χρονιά
του μεγάλου Κραχ. Οι γονείς ήταν ήταν μιγάδες Ινδιάνοι, της φυλής των Shawnee.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. “Έπρεπε να πάω στη δουλειά όταν ήμουν
10 χρονών για να βοηθήσω την οικογένεια”,
έλεγε ο Link. “Τότε ήταν μια διαφορετική εποχή, ξέρετε, κατά τη διάρκεια των
ημερών της Ku Klux Klan (KKK)”. Ζούσε σε μια φτωχή γειτονιά με μαύρους κι ερυθρόδερμους όπου δεχόταν συχνά τις
περίεργες επισκέψεις της ΚΚΚ. Αναγκαζόταν κι αυτός κι η οικογενειά του να
κρύβονται για αρκετό καιρό κάτω από τα πατώματα ξένων σπιτιών για να αποφύγουν
τέτοιου είδους επιθέσεις. Όταν ο Wray έγινε περίπου 8 ετών, ένας πολυταξιδευμένος
μαύρος κιθαρίστας- ο ίδιος τον είχε ονομάσει ‘Hambone’ - του έμαθε να παίζει blues, δίνοντάς του
μαθήματα κιθάρας, δείχνοντας στο νεαρό αγόρι μερικά ακόρντα και πώς να παίζει
slide guitar. Όταν
ο πατέρας του Wray αργότερα έπιασε δουλειά στα ναυπηγεία του Πόρτσμουθ της
Βιρτζίνια, όλη η οικογένεια αργότερα μετακόμισε εκεί, πράγμα που για τον
νεαρό Link ήταν μια αναπάντεχη αλλά ευπρόσδεκτη εξέλιξη. "Ήταν σαν να
μεταβαίνεις από έναν αρχαίο κόσμο σε έναν άλλον, σύγχρονο", θα έλεγε σε
έναν δημοσιογράφο, χρόνια αργότερα. "Δεν μπορούσα να το πιστέψω . Ξαφνικά
θα μπορούσα να ανάψω μια σόμπα αερίου, θα μπορούσα να πατήσω έναν διακόπτη και να…
ο ηλεκτρισμός. Πρωτόγνωρα πράγματα για μένα”.
Η αγάπη του για
τη μουσική - κι ιδιαίτερα για την κιθάρα - ήταν ανέκαθεν μεγάλη. Είχε όμως
κάποιο οργανικό πρόβλημα που σχετιζόταν κυρίως με τον τρόπο γέννησής του. Έτσι
δεν μπορούσε να είναι αρκετά ‘γρήγορος’ – όσο θα ήθελε τουλάχιστον. Επίσης του
είχε μείνει και κάποιο ποσοστό βαρηκοΐας. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τον
καλούν στο στρατό - στη Β.Κορέα – όπου παθαίνει φυματίωση. Το αποτέλεσμα είναι
να του αφαιρέσουν τελικά μεγάλο μέρος του αριστερού του πνεύμονα. Παράλληλα οι
γιατροί του συνιστούν μια ήρεμη ζωή και να μην ασχοληθεί με την μουσική, αν
ήθελε τη ζωή του. Του είπαν μάλιστα, κατά λέξη, ότι δεν θα μπορούσε να
τραγουδήσει ξανά. Ο Wray φυσικά ούτε να το σκέπτεται αυτό. Αφού δεν μπορούσε να
γίνει ο Chet Atkins, το είδωλό του, ούτε κάποιος βιρτουόζος της γρήγορης
ηλεκτρικής κιθάρας, θα έπρεπε να ασχοληθεί κυρίως με την ποιότητα του ήχου. “Έψαχνα
για τον δικό μου ήχο", είχε πει. Και τελικά τα κατάφερε.
Ace of Spades (1965)
Οι πρώτες του μπάντες ήταν με τα
αδέρφια του και τα ξαδέρφια του. Ο μεγάλος αδερφός του, ο Vernon, είχε δημιουργήσει
μια μπάντα με τον μικρότερο αδερφό, τον Doug, παίζοντας τύμπανα και έναν
ξάδερφο, τον Brentley "Shorty" Horton, στο μπάσο. Η μπάντα πέρασε από
χίλια κύματα, με ονόματα όπως Lucky Wray &The Lazy Pine Wranglers ή Lucky Wray & ThePalomino Ranch Hands. Έπαιζαν
κυρίως country και hillbilly. Οι
επιλογές εκείνη την εποχή δεν ήταν πολλές για τους νεαρούς επίδοξους μουσικούς.
Πολλοί αποφάσιζαν να μοιάσουν στα πρότυπα των καιρών, όπως τον Perry
Como τον Hank Williams. Επιπλέον, τότε, πριν το 1956, δεν υπήρχε η
φρενίτιδα του rock ‘n’ roll ούτε ήταν παντού διαδεδομένος ο όρος. Η μπάντα του
Link, στο τέλος του 1955, μετακομίζει στην Ουάσιγκτον, όπου κάνει μια
αποτυχημένη απόπειρα για καταγραφή ενός δίσκου, στην τοπική δισκογραφική
εταιρεία ‘Kay’. Ένα-δυο χρόνια αργότερα όμως τα πράγματα άλλαξαν άρδην στη
μουσική σκηνή της χώρας. Το 1957, όταν ο Presley έγινε ‘φαινόμενο’, ο 28χρονος
Wray μπήκε στη σκηνή της ροκ. Άρχισε να παίρνει τα πράγματα στα χέρια του.
Επικεντρώθηκε με όλες του τις δυνάμεις στην κιθάρα και προσπαθούσε να βρει τον
ήχο του, αλλά και την ταυτότητά του γενικότερα.
Αυτή τη φορά το συγκρότημα, που
είχε καταλήξει σε τρίο, άλλαξε το
όνομά του σε Ray Men. Ακόμη κι ο μεγάλος του αδερφός αλλάζει το όνομά του
σε Ray Vernon. O Link εξοπλισμένος με μια Gibson Les Paul του ‘53, έναν
δυναμικό ενισχυτή Premier και ένα μαύρο δερμάτινο μπουφάν - αλά Elvis –
κάνει το μεγάλο ‘μπάσιμο’ στο χώρο. Και να πώς έγινε:
Τον Γενάρη του 1958, η μπάντα έπαιζε σε μια
σειρά παραστάσεων στο Fredericksberg της Βιρτζίνια. Αυτές τις ‘χορευτικές
βραδιές’ τις διοργάνωνε ένας γνωστός dj της εποχής, ο Milt Grant. Αυτός κάποια
στιγμή ζήτησε από το συγκρότημα να παίξουν το “The Stroll”, μια επιτυχία του
΄57, των The Diamonds. Κανένα όμως από τα μέλη της μπάντας δεν ήξερε καλά το
κομμάτι κι απλώς προσπαθούσαν να το προσεγγίσουν όπως μπορούσαν. Κάποια στιγμή,
κάποιος έσπρωξε το μικρόφωνο μπροστά απ΄τον ενισχυτή του Link και βγήκε ένας
αλλοπρόσαλος αλλά ενδιαφέρων ήχος. Οι χορευτές σταμάτησαν, όμως γοητεύτηκαν με
τον περίεργο ήχο και σε λίγο άρχισαν να τον ζητάνε επίμονα. Κάπως έτσι ο Link
εκείνο το βράδυ άρχισε να δουλεύει ένα instrumental που αρχικά του έδωσαν τον
τίτλο "Oddball". Το ηχογράφησαν μάλιστα σε ένα demo τo οποίo το
περιέφεραν από εταιρεία σε εταιρεία, μήπως και βρούνε κάποιον ‘αγοραστή’ και
κάνουν συμβόλαιο. Ωστόσο, όταν προσπάθησαν να το ηχογραφήσουν σε στούντιο, δεν
μπόρεσαν να επαναλάβουν τον ήχο που είχαν στον χορό, κι αυτό απογοητεύσε ιδιαίτερα
τον Link Wray. Άρχισε τότε να μετακινεί τα ηχεία και τα μικρόφωνα τριγύρω
μήπως και πάρει το feedback που έψαχνε, ενώ στη συνέχεια πήρε ένα μολύβι και
άρχισε να κάνει τρύπες στο ηχείο του ενισχυτή για να παράξει τον ήχο που
ήθελε. Αυτό που έκανε ο Wray μες στην απογοήτευσή του ήταν "να
εφεύρει" έναν νέο ήχο, έναν ήχο που αργότερα θα αποκαλούσε
"fuzztone".
The Fuzz (1965)
Η μπάντα πήγε το
"Oddball" στην ‘Capitol’ και στη ‘Decca Records’, οι οποίες το
απέρριψαν. Δεν το έβαλαν όμως κάτω. Μέσω του Milt Grant έδωσαν το demo στον
Archie Bleyer, διευθυντή της ‘Cadence Records’ με έδρα τη Νέα Υόρκη. Όταν ο
Bleyer άκουσε για πρώτη φορά το τραγούδι, το μίσησε κι αυτό και τον νέο ήχο που
είχε δημιουργήσει ο Link Wray. Παρ’ όλα αυτά, τους άφησε και ηχογράφησαν
κάποια demos, χωρίς να είναι σίγουρος τι θα συμβεί στη συνέχεια. Η κόρη του
Bleyer και μερικοί από τους φίλους της, όμως, άκουσαν το τραγούδι και τους άρεσε.. Σύμφωνα
με μια εκδοχή ήταν αυτή που πρότεινε να το ονομάσουνε "Rumble" γιατί
της θύμιζε μία δημοφιλή σκηνή με μάχη
συμμοριών του δρόμου, της Νέας Υόρκης από την ταινία ‘West Side Story’. Η
ταινία είχε κάνει το ντεμπούτο της στο Μπρόντγουεϊ το 1957 και το "rumble"
ήταν τότε ο δημοφιλής slang όρος για την πάλη των συμμοριών. Σε κάθε περίπτωση,
το κομμάτι πήρε τον τίτλο "Rumble" και ο Bleyer αποφάσισε να το
κυκλοφορήσει από την εταιρεία του παρά τις όποιες αντιρρήσεις του. Εξάλλου, όπως έλεγε κι ίδιος: "Rumble, Schmumble,
ποιος νοιάζεται, όταν πρόκειται για ένα hit”;
Rumble (1958)
Όταν
κυκλοφόρησε το single, έκανε μεγάλο πάταγο. Η νεολαία το λάτρεψε. Πούλησε περίπου 4 εκατομμύρια
αντίτυπα. Έφτασε μέχρι το Νο. 16 των charts. Πολλοί όμως ραδιοφωνικοί
σταθμοί φοβήθηκαν να το παίξουν. Σε μια εποχή εθνικής υστερίας σχετικά με τη
νεανική εγκληματικότητα, κάποιοι συντηρητικοί κύκλοι ένοιωσαν μια έμμεση απειλή
από αυτό το κομμάτι. ‘Ετσι αρκετοί deejays, ειδικά στις μεγάλες πόλεις (και
φυσικά στη Νέα Υόρκη, όπως και στη Βοστώνη) απαγόρευσαν το τραγούδι. Το όνομα
και μόνο, προκαλούσε, όπως έλεγαν, εξάρσεις της εφηβικής βίας. Φυσικά έπαιζε
ρόλο και ο ‘σέξι’ ήχος της κιθάρας του Link – όσο κι αν δεν το ανάφεραν. Αυτό
ήταν που στην πραγματικότητα διέγειρε τους νέους κι οι ‘υπεύθυνοι’ το ήξεραν
καλά. Τέλος πάντων, με όλα αυτά, το “Rumble” έγινε το πρώτο κομμάτι που, αν και
δεν είχε στίχους, κατάφερε να λογοκριθεί, μόνο και μόνο για τη μουσική του και
να αποκλειστεί από μια μεγάλη μερίδα του ραδιοφώνου της Αμερικής.
Ο Bleyer σύντομα κατηγορήθηκε από μια μερίδα κριτικών για "προώθηση
των εφηβικών συμμοριών". Ωστόσο, ο Bleyer σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να
"καθαρίσει" τον Link Wray και την ομάδα του, στέλνοντας τους στο
Nashville, υπό την καθοδήγηση της ομάδας παραγωγής των Everly
Brothers. Αλλά στα αδέλφια Wray δεν άρεσε καθόλου αυτή η ιδέα και
αποφάσισαν να αποχωρήσουν από την ‘Cadence’, υπογράφοντας στην ‘Epic Records’. Η
‘Epic’ σκέφτηκε ότι ο Link Wray και οι Ray Men θα μπορούσαν να συναγωνιστούν
τον Duane Eddy και τους Rebels και ο Wray αντέγραψε αυτό το στυλ στο κομμάτι "Dixie
Doodle". Του επέτρεψε να παίζει και να ηχογραφεί την αγαπημένη του R &
B υπό την προϋπόθεση ότι επίσης θα έκανε δύο ενορχηστρωμένες εκδόσεις των
"Clair De Lune" και "Danny Boy". Η καλύτερη στιγμή του
Wray με την εταιρεία ήταν άλλο ένα instrumental χιτ, το "Rawhide", το
1959, στο οποίο αυτοσχεδίαζε ήδη με τη
νέα του κιθάρα, μια Danelectro Longhorn, αφήνοντας πίσω την Les Paul. To τραγούδι
έφτασε μέχρι το Νο.23, έκανε αίσθηση, αλλά ήταν και το τελευταίο με την ‘Epic’,
πριν ο Vernon δημιουργήσει την δική του δισκογραφική, την ‘Rumble Records’.
Raw-Hide (1959)
Μέχρι το 1960,
ο Wray τραγουδούσε στους δίσκους του, με μια ασυνήθιστα ‘ραγισμένη’ φωνή.
Βελτίωσε την εικόνα του με τα, γεμάτο τζελ, μαύρα μαλλιά, τα μαύρα γυαλιά
ηλίου, το μαύρο δερμάτινο μπουφάν και το μαύρο παντελόνι, ενώ κάποιες φορές
φορούσε και μία ινδιάνικη κορδέλα στο κεφάλι του. Το μουσικό του στιλ ήταν,
σχεδόν πάντα, το instrumental δυναμικό rockabilly. Το επόμενο μεγάλο χιτ
κυκλοφόρησε από την ‘Rumble’ και ήταν το "Jack the Ripper". Κάποιοι
μπορεί να το θυμούνται κι απ΄το soundrack της ταινίας των ΄80ς, "Breathless",
με πρωταγωνιστή τον Richard Gere. Στη συνέχεια ‘μετακόμισαν’ στην ‘Swan Records’.
Εκεί ηχογράφησαν από το 1963 έως το 1967, κυρίως singles όπως τα "The Sweeper", "Good
Rockin 'Tonight" και ένα cover του "Theme Batman". Σιγά-σιγά όμως ο Link, απογοητευμένος, άρχισε να εγκαταλείπει και τελικά απομονώθηκε
σε ένα οικογενειακό αγρόκτημα στο Accokeek, στο Μέριλαντ, όπου μετέτρεψε μια
αποθήκη σε ένα μικρό στούντιο. Εκεί σκάρωσε το άλμπουμ Link Wray (1971), στο
οποίο έγραψε κυρίως για τις απογοητεύσεις του.
Jack the Ripper (1961)
Περήφανος για την ινδιάνικη καταγωγή
του, ο Wray συχνά μιλούσε για την φυλή του σε παραστάσεις και συνεντεύξεις.
Τρία από τα τραγούδια που ερμήνευσε φέρουν ονόματα ινδιάνικων φυλών: «Shawnee",
"Apache", και "Comanche". Μέχρι το 1960, ο Wray τραγουδούσε στους
δίσκους του, με μια ασυνήθιστη ραγισμένη φωνή. Το 1977 ο Wray συνεργάστηκε με τον Robert Gordon για τα άλμπουμ Robert Gordon with Link Wray και Fresh Fish Special (1978). Ήταν καλά άλμπουμ, αλλά οι
ζωντανές εμφανίσεις τους, ήταν ακόμη πιο συναρπαστικές. Έβγαλε ένα άλμπουμ με
βαρύτερο ήχο, το Bullshot (1979), όπου περιλάμβανε μία ‘ήσυχη’ έκδοση
του "Don't" του Elvis Presley. Το
καταπληκτικό Live at the Paradiso του Άμστερνταμ,
που ηχογραφήθηκε το 1979, αλλά κυκλοφόρησε το 1982, δείχνει πόσο δυνατός θα
μπορούσε να είναι στη σκηνή. Εκεί έπαιξε και το "I Saw Her
Standing There" των Beatles. Το 1980 ο Link γνώρισε μια Δανέζα
ιστορικό των Ιθαγενών της Αμερικής, την παντρεύτηκε (4ος γάμος) και μετοίκησε
στη Κοπεγχάγη της Δανίας. Ζούνε με τον γιο τους σε ένα τριώροφο σπίτι, σε ένα
νησί όπου έζησε κάποτε κι ο Hans Christian Andersen.
Τελικά πέθανε το 2005 στα 76 του, από καρδιακή ανεπάρκεια.
Τελικά πέθανε το 2005 στα 76 του, από καρδιακή ανεπάρκεια.
The Swag (1958)
Για το τι αντίκτυπο
και ποιες οι επιρροές είχε το “Rumble”, ό,τι και να πούμε θα είναι λίγο. Ανήκει
σ΄αυτά τα κομμάτια που επηρέασαν στα μέγιστα την μετέπειτα ροκ μουσική. Αναμφισβήτητα
πρώτο στην κατηγορία instrumental. Ο ‘βρώμικος’ και σέξι ήχος της κιθάρας του
Wray ακούγεται σαν κάτι που φαντάζει με προφήτη, προτού έρθουν τα σπουδαία και
μεγάλα πράγματα στη μουσική. Ακόμη και σήμερα οι κριτικοί της μουσικής το αναφέρουν
ως “το πιο επικίνδυνο instrumental blues
vamp που έχει καταγραφεί ποτέ”. Κι ο Link Wray, ως ο μεγάλος πρωτοπόρος του hard rock, του heavy metal, του punk. Το
περιοδικό Rolling Stone τον κατατάσσει στη θέση Νο. 67 στη λίστα με τους 100
σπουδαιότερους κιθαρίστες. Και το “Rumble” το αναφέρει ως το τραγούδι με το
σπουδαιότερο D ακόρντο κιθάρας στην μουσική ιστορία! Χωρίς το “Rumble” του, ίσως και να μην υπήρχε το ροκ όπως το ξέρουμε σήμερα! Κι αυτό δεν είναι καθόλου υπερβολή. Μεγάλα,
ιερά τέρατα της rock αναφέρουν - συνήθως πρώτο - το “Rumble” ως την πρώτη και
μεγάλη επιρροή τους για να ασχοληθούν με την μουσική. Ο Bob Dylan το θεωρεί ως ένα
από τα μεγαλύτερα ροκ instrumental που έγιναν ποτέ. Ο Pete Townshend είχε
πει κάποτε: “Αυτός είναι ο Βασιλιάς. Aν δεν ήταν o Link Wray και
το Rumble δεν θα είχα πάρει ποτέ κιθάρα”. O Jimmy Page χαρακτήρισε το κομμάτι
ως “η κρίσιμη στιγμή” για την εξέλιξη στο παίξιμο της κιθάρας του. Ανάλογες
δηλώσεις σχετικά με την επιρροή πάνω τους έκαναν κατά καιρούς και οι Jimmie Hendrix,
Bruce Springsteen, Ray Davies, Mark E. Smith και Jeff Beck. Ο Neil
Young σχολίασε: "Αν θα μπορούσα να επιστρέψω στο παρελθόν και να δω μια συναυλία,
αυτή θα ήταν ο Link Wray και οι Ray Men". Πιο χαρακτηριστική όλων
είναι η δήλωση του αθυρόστομου Iggy Pop, ο οποίος αποδίδει στο εν λόγω κομμάτι
την αιτία για την οποία έγινε μουσικός. Πιτσιρικάς, όταν το άκουσε βροντοφώναξε:
“Fuck it, I’m going to be a musician”!
Jimmy Page talking about “Rumble”
Οπότε, μετά από
όλα τα παραπάνω, θα πρέπει να αναγνωρίσετε ότι δεν είναι μόνο το "Misirlou"
η παλιά, μεγάλη επιτυχία που θύμισε, γνώρισε και επέβαλε μέσω των ταινιών του -
κυρίως με το ‘Pulp Fiction’ - ο δαιμόνιος σκηνοθέτης Quentin Tarantino. Θα
ξέρετε πλέον ότι υπάρχει και το - σαφώς ανώτερο - “Rumble” (μαζί με το "Ace
of Spades", πάλι του Wray, στην ίδια ταινία). Ένα μεγάλο “ευχαριστώ” λοιπόν
στον Quentin!
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου