Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2024




PLUM NELLY



Deceptive Lines




From the depths of Minnetta and Lane, through the cellars of the two Maltese Falcons come yesterday's, today's and tomorrow's most stately primeval instinct. Strong armed missionaires with Thorlike visions of resounding plumage mark the way for this solitary bird of prey who can be found locked in his own sinister maze of music. Spiritually breaking the chains that bind and surround angels and demons alike, these very same constituents remain to this date perceptive in feeling, redundant in anguish yet still deceptive in line. Undaunted by virgin lambs, states of moral creeds, autumn stones and among other things one another, they continue to clinically await. Until then, they artfully succeed in existing as Plum Nelly as their sound approaches midnight, the devilish beginning. 

Patrick Salvo


Deception

                                  

Plum Nelly - Deceptive Lines (Capitol Records – ST-692) 1971

Ίσως ήταν το πρώτο κύμα της Αγγλικής ροκ που έσπειρε τους σπόρους για να δημιουργηθεί το hard rock γκρουπ που έμελλε να ονομαστεί Plum Nelly. Πέντε νέοι μουσικοί χτυπήθηκαν από το μικρόβιο της ροκ μουσικής κάπου στο 1965 και το πλήγμα ήταν μοιραία μη αναστρέψιμο. 
Γεννημένος στο Queens και μεγαλωμένος στο Brooklyn ο Ric Prince προσποιείτο τον σκληρό στα μαθητικά του χρόνια, για να επιβιώσει από τις κακόφημες συμμορίες που δρούσαν στην περιοχή του. Η μητέρα του τραγουδούσε επαγγελματικά και της άρεσε πολύ η rock 'n' roll, στην οποία τον σύστησε στην τρυφερή ηλικία των 3 ετών. Ποιητές όπως ο Dylan και ο Poe τον τρόμαζαν. Παράλληλα όμως αυτό ήταν και κάτι που τον εξίταρε. Μουσική για αυτόν ήταν ό,τι μετέδιδαν ο Lennon, o Bowie ή οι Stooges, αλλά επίσης του άρεσαν πολύ οι Γερμανοί και οι Ρώσοι κλασικοί συνθέτες, πράγματα ασυμβίβαστα μεταξύ τους. Από τα 12 χρόνια του έπαιζε μουσική με παιδιά από την γειτονιά του, περισσότερο στα υπόγεια των σπιτιών τους. Χωρίς τυπική εκπαίδευση, αν εξαιρέσεις κάποια μαθήματα κιθάρας. Αργότερα άρχισε να κάνει παρέα με την δημοφιλή τοπική μπάντα, που λεγόταν Creedmore State. Αυτοί όταν έπαιζαν λεγόταν ότι ήταν σαν να άκουγες Cream. Εκτιμώντας την τεράστια φωνητική του δυνατότητα, του ζήτησαν να γίνει lead singer τους. Όλοι ήταν έφηβοι και είχαν πολύ μακριά μαλλιά. Έγραφαν τραγούδια, έκαναν πρόβες και προετοιμάζονταν να κάνουν κάτι μεγάλο. Οι Creedmore State αντανακλούσαν τα συναισθήματα και τις απόψεις των νέων εκείνα τα χρόνια. Δεν προσποιούνταν όταν έπαιζαν και δεν έκαναν καμία προσπάθεια να ηχογραφήσουν ή να παίξουν οτιδήποτε που δεν θα μπορούσε να παιχτεί ακριβώς το ίδιο live. Η ιδεολογία τους ήταν ότι αν έχει κάποιος μουσικός την ενέργεια και την δημιουργικότητα, αυτό μπορεί να φανεί μέσα από την μουσική του. Οι Creedmore State είχαν και την ενέργεια και την δημιουργικότητα. Και αυτό μπορεί ήδη να το ακούτε.

Demon

                                  

Ο Ric Prince στα φωνητικά και στα keyboards έγινε ένας από τους κύριους γραφείς του γκρουπ. Την τεράστια φωνητική ικανότητα του Prince συμπλήρωνε ένας συναρπαστικός παίκτης ο John (Earl) Walker, ο οποίος φανερά αισθανόταν ότι το μόνο πράγμα για το οποίο είχε έρθει σε αυτόν τον κόσμο ήταν για να παίζει κιθάρα. Στην σκηνή φαινόταν τελείως βυθισμένος στο μουσικό του όργανο. Την δεύτερη κιθάρα υπηρετούσε ο Steve Ress, ο οποίος έκανε και φωνητικά. Ο Ress, ένας υπέρμαχος των country blues και της hard rock, έπαιζε επίσης εξάχορδη ακουστική και slide. Αυτός που κρατούσε "μαζί" το γκρουπ ήταν ο Peter Harris, ο οποίος έπαιζε μπάσο και παρείχε επιπλέον φωνητικά. Ο Harris ένας φανταστικός μπασίστας, αισθανόταν ότι το μπάσο θα έπρεπε να μιλάει, τόσο χαρακτηριστικά, όσο κάθε όργανο μέσα στο γκρουπ. Φρόντιζε πολύ τα δικά του μέρη σε κάθε τραγούδι και ήταν κατά κάποιο τρόπο επηρεασμένος από την Ανατολίτικη μουσική. Επιπλέον έπαιζε κόντρα μπάσο, εξάχορδο και οκτάχορδο μπάσο. Τέλος, ντραμς έπαιζε ο Christopher Lloyd. Όπως και τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ ήταν επηρεασμένος από την καλύτερη Αγγλική ροκ. Επιπρόσθετα έπαιζε chimes, conga και timbales. Στην ουσία μπορούσε χτυπώντας κι ένα πλαστικό κύπελλο να το κάνει να ακούγεται ευχάριστα. 

Sail Away

                                 

Αυτό το πενταμελές σχήμα λοιπόν δεν γνώριζε όρια είτε στο στούντιο είτε στην σκηνή. Ο Ric Prince γνώριζε τους ιδιοκτήτες (τα αδέλφια Arnie και Nicky Ungano) ενός τόσο θρυλικού κλαμπ της εποχής, που διάσημα ονόματα συνωστίζονταν για να παρουσιάσουν σε αυτό. Όταν τους άκουσαν να παίζουν τα αδέλφια Ungano τους πρότειναν να γίνουν οι μάνατζερ τους. Και για να έχουν την ευκαιρία να τους ακούσουν οι δισκογραφικές, τους έκαναν και μπάντα του κλαμπ. Θα έπαιζαν μπροστά σε διάσημα ονόματα της ροκ από όλο τον κόσμο, καθώς και σε επικεφαλής των μεγαλυτέρων δισκογραφικών. Σούπερ σταρς, όπως μέλη των Beatles και Led Zeppelin θα πήγαιναν εκεί για να ακούσουν τα αγαπημένα τους γκρουπ. Έτσι το γκρουπ μας βρέθηκε να παρουσιάζει με ονόματα όπως Rod Stewart & The Faces, Alice Cooper, Buddy Guy, Savoy Brown, Mountain, Black Sabbath, King Crimson, Kinks, Fleetwood Mac, Deep Purple, Jimi Hendrix, Iggy Pop & The Stooges, B.B. King, Joe Cocker, Spooky Tooth, Bo Diddley, Muddy Waters, Allman Brothers, Free, Van Morrison και άλλους. Κι όλα αυτά μέσα σε ένα μικρό σκοτεινό κλαμπ, κάτι που φαντάζει εντελώς απίθανο στις μέρες μας. Ο Ahmet Ertegün, πρόεδρος της Atlantic και o Robert Stigwood, της φήμης των Cream και των Bee Gees, έκαναν ένα ταξίδι για να τους δουν και να τους προτείνουν ένα συμβόλαιο. Όπως έκανε και η A&M Records και η Columbia, όμως τελικά υπέγραψαν με την Capitol Records.

Carry On

                                   

Έπειτα από μερικούς μήνες γεμάτους εμπειρία, είχαν πια τα τραγούδια που χρειάζονταν για να ηχογραφήσουν ένα άλμπουμ. Τότε έγινε και η αλλαγή του ονόματος τους σε Plum Nelly. Τον Νοέμβριο του 1970 μπήκαν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το Deceptive Lines. Κατά το πρώτο μέρος της δεκαετίας του εβδομήντα περιόδευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζοντας συγκροτήματα όπως οι Bo Diddley, BB King, Buddy Guy, The Kinks, Savoy Brown, John Mayall, Fleetwood Mac, Rod Stewart and The Faces, Joe Cocker, Muddy Waters, Terry Reid και μοιράστηκαν την σκηνή στο Carnegie Hall, στο οποίο κατέληξε μία περιοδεία που έκαναν με τον Joe Walsh και τους The James Gang. Το Deceptive Lines δυστυχώς ήταν η μόνη κληρονομιά που μας άφησαν. Ηχογραφημένο στα Capitol East Studios, μας προσφέρει έξι hard rock συνθέσεις με κάποιες progressive αποχρώσεις. Το άλμπουμ ξεκινά με το "Deception" με τον θρύλο του jazz φλάουτου Jeremy Steig να τους ενισχύει. Γενικά όπου ακούμε φλάουτο παίζει ο Steig. Το τραγούδι ταλαντεύεται ανάμεσα σε Led Zeppelin, για τη φωνητική προσέγγιση, και πρώιμους Crimson, για το βουκολικό φλάουτο. Το "Carry On" ήταν ένα καθαρό hard rock θέμα με εξαιρετική κιθάρα και διάφορες εναλλαγές ρυθμού. Για το "Demon" δεν μπορεί να πει κανείς αρκετά. Σου δημιουργεί την αίσθηση ότι το ήξερες από πάντα. Το "Lonely Man's Cry", είναι μια μπαλάντα που περιλαμβάνει τη συμμετοχή των The Sweet Inspirations, ενός φωνητικού γκρουπ με επικεφαλής την Cissy Houston, μητέρα της Whitney, το οποίο υποστήριξε μουσικούς όπως ο Elvis Presley (από το 1968 έως το θάνατό του το 1977), η Aretha Franklin, ο Wilson Pickett, ο Herbie Mann, η Nina Simone, ο Solomon Burke και ο Chuck Jackson.

Lonely Man's Cry

                                   

Το "Sail Away" επιστρέφει στα hard rock riff με πολυάριθμες ρυθμικές αλλαγές. Το άλμπουμ κλείνει με το «Never Done», το πιο εμπορικό τραγούδι της ηχογράφησης. Από εκείνα τα χρόνια το άλμπουμ Deceptive Lines έχει γίνει λιγάκι θρυλικό στους συλλεκτικούς κύκλους. Το γκρουπ το 1974 μετακόμισε στο Λος Άντζελες, με τον Peter Harris να αντικαθίσταται από τον Bob Feit που θα έμενε για μερικούς μήνες μέχρι να έρθει ο John Murphy. Ο τελευταίος θα άφηνε το συγκρότημα στα τέλη του '75 με την είσοδο του Rick Rheinish. Το συγκρότημα θα διαλυθεί το 1976 και ο John Earl Walker θα σχηματίσει αργότερα τους The John Earl Walker Band. Ο Ric Prince, που είχε ήδη αντικατασταθεί από τον Kenny Kerr, θα προσέφερε τα πολύτιμα φωνητικά του στους Black Widow, ένα ακόμα hard rock γκρουπ των αρχών της δεκαετίας του '70 και στους "unsung heroes" Pandora, των οποίων το υλικό που είχαν ηχογραφήσει από το 1974, θάφτηκε για πολλά χρόνια, μέχρι να βγει στην επιφάνεια.

Never Done

                                    

Τίποτα το παραπλανητικό δεν υπάρχει σε αυτό το άλμπουμ παρά μόνο ο τίτλος του. Επίσης παραπλανητική φαντάζει η πληροφορία ότι ένα τόσο μεγάλης αξίας γκρουπ σε ταλέντο αλλά και σε μουσικότητα, έκανε μόνο ένα άλμπουμ, μέσα στο οποίο υπάρχει υλικό μόνο ορίτζιναλ και λαμπρό, παρά τις hard (σαν γρανίτης) rock ρίζες του.



ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Διαβάστε/Ακούστε επίσης