Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019



J.J. CALE 


The Captain of Minimal (part 1)



     Αν οι μουσικοί δεν μετριώνταν από τον αριθμό των δίσκων που πούλησαν αλλά από τον αριθμό των συνομηλίκων τους που επηρέασαν, τότε ο J.J. Cale θα φιγουράριζε δικαιωματικά στις πρώτες θέσεις. Επίσης, αν οι καλύτεροι κι επιδραστικότεροι κιθαρίστες ψηφίζονταν από επιτροπές συνομηλίκων των, και πάλι ο Cale θα ήταν από τους πρώτους στις σχετικές  λίστες. Κι όμως, ακόμη και οι συνάδελφοί του, επειδή ακριβώς τον ήξεραν καλά, δεν τον ανέδειξαν σ’ όλα αυτά τα φανταχτερά κι εμποροποιημένα κλισέ, χαρακτηρίζοντάς τον, απλώς ως “ The Captain of minimal “.
     Η μόνη λίστα που ίσως τον βρείτε είναι αυτή με τους μεγαλύτερους αντι-σταρ της μουσικής. Θα μου πείτε ότι υπάρχουν πάρα πολλοί τέτοιοι, ειδικά στη σύγχρονη ροκ μουσική. Ναι, αλλά σε σχέση με την προσφορά και την επιρροή του Cale, ελάχιστοι. Στο παρακάτω άρθρο θα δούμε κάποια στοιχεία στη ζωή και στη μουσική του, γνωστά, άγνωστα ή …περισσότερο άγνωστα, που αναδεικνύουν πανηγυρικά τον παραπάνω χαρακτηρισμό, πλημμυρισμένο από γνωστά, νοσταλγικά τραγούδια του.

Sensitive Kind


     Κι ας αρχίσουμε από το όνομά του. Το J.J. Πολλοί ίσως νομίζουν ότι το μικρό του όνομα είναι Jean-Jacques ή κάτι τέτοιο. Κάνουν λάθος. Γεννήθηκε, το 1938, ως John Weldon Cale. Και μ΄αυτό ήταν γνωστός μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Τότε, το 1966, ο ιδιοκτήτης του φημισμένου ‘Whisky a Go Go’, Elmer Valentine, του πρότεινε να αλλάξει το όνομά του σε  “J.J.” για να μην τον μπερδεύουν με τον - πιο γνωστό και πρωτοποριακό - John Cale των Velvet Underground! Του έλεγε κι ότι θα φαινόταν και πιο ωραίο στη μαρκίζα. Και τελικά το κράτησε… 
     Tα παιδικά του χρόνια δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Μεγάλωσε στην Tulsa της Οκλαχόμα και αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 1956. Ως νεαρός άρχισε να μαθαίνει κιθάρα, έχοντας ως βασικά ακούσματα την jazz και το R’n’B. Aνέφερε συχνά τον κιθαρίστα του Elvis Presley, τον Scotty Moore, ως μεγάλη επιρροή στο δικό του παίξιμο. Δήλωνε φαν του μεγάλου τζαζίστα Mose Allison (η έμπνευσή του στο “Cocaine”). Αλλά και τους Chet Atkins, Les Paul,  Clarence 'Gatemouth' Brown και Chuck Berry ως αρχικά του είδωλα στη κιθάρα. “Προσπαθώντας να τους μιμηθώ, κάπου ‘χάθηκα’ και το έκανα δικό μου”, έλεγε. Κι ούτε ξεκίνησε όπως οι περισσότεροι με το όνειρο του ροκ-σταρ:  Όταν άρχισα να παίζω πρώτη φορά κιθάρα ήμουν πολύ νέος. Ήταν κάτι σαν τον αθλητισμό ή το σχολείο, τα συνήθη πράγματα που κάνει ένα παιδί. Δεν ήταν σίγουρα αυτό που ήθελα να κάνω τότε για το υπόλοιπο της ζωής μου. Παρασύρθηκα με τον καιρό στο επαγγελματικό κομμάτι της μουσικής”, θυμόταν σε μια απ΄τις σπάνιες συνεντεύξεις που είχε δώσει. Εντούτις το σαράκι της μουσικής δούλευε μέσα του. Σχηματίζει σε τρυφερή ηλικία διάφορες rockabilly μπάντες, με ονόματα όπως Johnnie Cale & The Valentines και The Johnny Cale Quintet. Παίζει επίσης και στην μπάντα του φίλου του Russell Bridges (πρόκειται για τον - μετέπειτα - Leon Russell! ) The Starlighters.
     Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο, έκανε την στρατιωτική του θητεία, σπουδάζοντας παράλληλα στο Ινστιτούτο Τεχνικής Αεροπορίας στο Champaign του Ιλινόις. “Δεν ήθελα πραγματικά να κρατάω όπλο, γι 'αυτό μπήκα στην Πολεμική Αεροπορία και έτσι πήρα την τεχνική κατάρτιση, μαθαίνοντας πολλά πράγματα για τα ηλεκτρονικά". Πράγματι οι γνώσεις του απέκτησε εκεί ο Cale, σχετικά με τη μίξη και την ηχογράφηση, αποδείχτηκαν ότι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του ξεχωριστού ήχου των στούντιο άλμπουμ του.

Cajun Moon (1974)


       Συνέχισε να ζει στο σπίτι των γονιών του και μετά την απόλυσή του από την Αεροπορία. Εκεί κατασκευάζει ένα αυτοσχέδιο στούντιο και πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά. Μαθαίνει νέα όργανα, ανακαλύπτει τεχνικές, πειραματίζεται στην προηγμένη ηχοληψία, ψάχνει να βρει τον προσωπικό του ήχο. Παράλληλα όμως συνειδητοποιεί μέσα στη φτώχεια του ότι το παν είναι να έχεις δουλειά. “Πάντα θεωρούσα τον εαυτό μου κυρίως ως κιθαρίστα. Αλλά νωρίς κατάλαβα ότι το παίξιμο της κιθάρας δεν θα έβαζε τόσο πολύ φαγητό στο τραπέζι όσο το τραγούδι. Ο μέσος άνθρωπος καταλαβαίνει το τραγούδι πολύ καλύτερα από ό, τι παίζει κιθάρα. Είμαι κιθαρίστας που στράφηκε στο τραγούδι για να πληρώσει το ενοίκιο”, παραδέχθηκε ωμά, αργότερα. Εκτός από τον Russell, κάνει παρέα και με τους David Gates (Bread), τον μπασίστα Carl Radle και τον ντράμερ Jimmy Karstein. Πολλοί απ΄αυτούς, μαζί με τον Cale, θεωρούνται ως οι ‘ιδρυτές’ ενός μουσικού ιδιώματος, του λεγόμενου “Tulsa Sound”. Μία συγχώνευση blues, jazz, shuffling, country και Western Swing. "Το πετρέλαιο ήταν η μεγαλύτερη επιχείρηση στην Tulsa", θυμάται, "και υπήρχε αρκετή νυχτερινή ζωή για μια μικρή πόλη. Δεν θα μπορούσατε ποτέ να κάνετε χρήματα, αλλά θα μπορούσατε πάντα να βρείτε ένα μέρος για να παίξετε. Έτσι υπήρχαν πολλά rock 'n' roll, rythm'n' blues, country 'n' western music εκείΈπαιξα σε πολλά νυχτερινά κέντρα μέσα και γύρω από την Tulsa μέχρι που ήμουν περίπου 22, 24 ετών. Tότε άρχισα να ταξιδεύω”… 


I Got The Same Old Blues (1974)


     Το 1964, με προτροπή του Russell, μετακομίζει στο L.A. όπου βρίσκει κανονική εργασία ως μηχανικός σε στούντιο ηχογραφήσεων. "Αυτό με έμπασε στα πράγματα", θυμάται. "Μπορούσα να δω τι πραγματικά συνέβαινε με τα τραγούδια και τη διαδικασία εγγραφής.  Ήμουν μηχανικός και όλοι οι μουσικοί χρειάζονταν έναν μηχανικό εκείνη την εποχή και αυτό με έβαλε σε επαφή με πολλούς ανθρώπους”.Συγχρόνως όμως κάνει και δικά του πράγματα. Το πιο περιζήτητο έργο του Cale από την εποχή εκείνη ήταν το ψευδο-ψυχεδελικό του έργο, A Trip Down The Sunset Strip (1967), ένα άλμπουμ παραγωγής Snuff Garrett, με μία μπάντα oνόματι The Leathercoated Minds. Περιλάμβανε ψυχεδελικά covers σε χιτάκια εκείνης της περιόδου (όπως τα “Eight Miles High”- The Birds,” Over Under Sideways Down“ - The Yardbirds, “ Sunshine Superman “- Donovan, “ Mr. Tambourine Man “- Dylan ή “Along Comes Mary“ - The Association).  Έγινε στα πλαίσια του πειραματισμού και της - άστοχης - προσπάθειάς του να ενταχθεί στην σκηνή της Καλιφόρνιας της εποχής. Αργότερα το αποκήρυξε και, κατά δήλωσή του, παραδέχθηκε ότι το όλο project ήταν “τρομερό “,  “αρκετά λυπηρό ” κι υπό την επίδραση LSD.  Έφτασε τελικά να πει ότι “το μισώ αυτό το άλμπουμ “.
   Στη δουλειά του, στο στούντιο, αν και διαπρέπει (μην ξεχνάμε ότι ηχοφράφησε καλλιτέχνες όπως τον Freddie King και τον Bobby "Blue" Bland) και εφευρίσκει ένα σύστημα ηλεκτρονικών μηχανημάτων ντραμς, καταλαβαίνει ότι τα λεφτά είναι λίγα για να συνεχίσει. Απογοητεύεται, πουλάει ακόμη και την κιθάρα του κι επιστρέφει πίσω στην Tulsa όπου εντάχθηκε σε μια μπάντα με τον ντόπιο μουσικό Don White. Προλαβαίνει όμως να ηχογραφήσει κάποια κομμάτια του, τρία singles για την εταιρεία Liberty, τα οποία πάτωσαν εμπορικά. Το ένα απ΄αυτά ήταν το τραγούδι που θα άλλαζε την καριέρα και τη ζωή του, το “After Midnight”.

After Midnight (1972) 


    To ‘‘After Midnight’’ ήταν αναμφίβολα ένα ιδιαίτερο και χαρακτηριστικό τραγούδι του Cale, άσχετα αν αποτέλεσε και το πρώτο του demo. Χαρακτηρίζεται από το ρυθμό και το ύφος των blues καθώς και τη ξεσηκωτική ενορχήστρωσή του. Tα είχε όλα: δυναμικό ρυθμό, πιασάρικη μελωδία που παραπέμπει σε gospel, καλή ερμηνεία κι ένα μικρό, πλην όμως αποτελεσματικό, κιθαριστικό σόλο. Κι αυτό το τραγούδι έμελλε να γίνει το σήμα κατατεθέν ενός άλλου μεγάλου κιθαρίστα, του Eric Clapton. Και να πώς: Αφού είχε γίνει διάσημος με σούπερ μπάντες, όπως The YardbirdsJohn Mayall & the BluesbreakersCream και Blind Faith, και λίγο καιρό πριν τους Derek & the Dominoes, ο Clapton αποφάσισε ότι ήταν ώρα να κάνει το πρώτο του solo άλμπουμ. Μπαίνει λοιπόν στα Olympic Studios του Λονδίνου - σε μια ομολογουμένως άσχημη προσωπική περίοδο - και με συμπαραστάτη και παραγωγό τον Delaney Bramlett (των Delaney & Bonnie and Friends), στα τέλη του ΄69 και αρχές του ΄70, αρχίζει τις ηχογραφήσεις για τον δίσκο με τίτλο το όνομά του. Εκεί όμως συμμετείχαν και οι παλιόφιλοι του J.J. Cale, οι Carl Radle και Leon Russell. Ο Radle έπαιξε το συγκεκριμένο κομμάτι στον Delaney, αυτός ενθουσιάστηκε και με τη σειρά του το πρότεινε στον Eric. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ήταν το πρώτο single του άλμπουμ και κατάφερε να φτάσει ως το Νο 18 των Η.Π.Α. Η μεγαλύτερη προσωπική επιτυχία του Clapton ως τότε. Ακουγόταν παντού, σε όλα τα ραδιόφωνα, βρετανικά κι αμερικάνικα…

Eric Clapton - After Midnight (1970)


     Η ειρωνία είναι ότι ο ίδιος ο συνθέτης του δεν είχε την παραμικρή ιδέα για όλο αυτό ! Για την ακρίβεια του το ‘πρόλαβε’ ο φίλος του - και σαξοφωνίστας των Rolling StonesBobby Keys, όταν του τηλεφώνησε ένα βράδυ και του είπε τα νέα, αλλά δεν τον πίστεψε. "Είπα, εντάξει, Bobby, ξέρεις ότι είναι τρεις το πρωί εδώ, τηλεφωνησέ μου την ημέρα. Δεν τον πίστευα μέχρι έξι μήνες αργότερα, όταν το άκουσα. Ήταν σαν να ανακαλύπτεις πετρέλαιο στην αυλή σου”. Και πράγματι. Το πρωτάκουσε κι αυτός, όπως ο περισσότερος κόσμος, τυχαία στο ραδιόφωνο. “Την πρώτη φορά που το άκουσα ήταν στο ραδιόφωνο, στο αυτοκίνητό μου, καθώς οδηγούσα. Έπαθα σοκ. Αμέσως πάρκαρα στην άκρη του δρόμου και το απολάμβανα. Ίσως γιατί δεν είχα ακούσει τίποτε δικό μου στο ραδιόφωνο μέχρι τότε… “, θυμάται χρόνια μετά ο Cale. Και φυσικά δεν τον πείραξε καθόλου το ότι όλα έγιναν χωρίς την άδειά του. "Όχι, δεν με ενοχλεί", παραδέχτηκε κυνικά, γελώντας, σε συνέντευξη του (που δημοσιεύτηκε και στην ιστοσελίδα του). "Αυτό που είναι πολύ ωραίο είναι όταν παίρνεις μια επιταγή.".” Ήμουν φτωχός μέχρι θανάτου. Τα χρήματα τα χρειαζόμουν όσο τίποτε άλλο”. 
         O Clapton θα συνέχιζε να παίρνει τραγούδια από τον Cale, όπως το "Cocaine", (άλλωστε τα ‘Slowhand’και ‘461 Ocean Boulevard’, τα θεωρούσε έναν ‘φόρο τιμής’ στον J.J. Cale), το "I'll Make Love To You Anytime" (στο Backless, 1978) και το "Travelin’ 'Light" (στο Reptile, 2001) κ.α. Ανέκαθεν τον εκτιμούσε και τον σέβονταν σαν να ήταν ο πνευματικός του πατέρας. Παραδέχεται ότι ο μεγάλος τραγουδοποιός της Tulsa υπήρξε μεγάλο ορόσημο στην καριέρα του και στη ζωή του γενικότερα. "Έχει μια απίστευτη έμπνευση σε μένα. Τα τραγούδια του είναι πραγματικά ‘αεράτα’, ελαφριά, όλα σχετικά με τη φινέτσα. Είναι σχεδόν σαν να ψιθυρίζει στο αυτί σας... Δεν ξέρω πώς το κάνει. Είναι μια έξυπνη τεχνική...“. “ Εκείνο τον καιρό (σ.σ. το 1970) ήμουν κουρασμένος με το να είμαι κιθαρίστας“ , έγραψε ο Clapton στην αυτοβιογραφία του.  " Άρχιζα να ακολουθώ το παράδειγμα του J.J. Cale ", υπονοώντας την μετάβασή του σε πιο χαμηλό και ‘χαλαρό’ στυλ, του πρώτου σόλο άλμπουμ του. “Ήθελα να επιστρέψω στα θεμελιώδη στοιχεία και ήταν σίγουρα ένας φονταμενταλιστής, ήταν ο φάρος μου. Εξακολουθώ να τον σκέφτομαι ως τον μεγαλύτερο αδελφό μου, κατά κάποιο τρόπο", έλεγε. "Ο μεγαλύτερος αδελφός που δεν είχα πραγματικά. Μουσικά φαινόταν σαν να βγήκαμε από τον ίδιο τόπο".  Έφτασε, ως γνωστόν, στο σημείο να πει: “Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ήτανε ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες στην ιστορία του ροκ “.

Travelin’ Light (1976)


    Αλλά κι ο Cale δε φάνηκε ποτέ αχάριστος με τον Eric. Ίσα ίσα, από την πλευρά του, ήταν πάντα ευγνώμων για τον αντίκτυπο που είχε η  αγάπη του Clapton για την δουλειά του στη δική του καριέρα. Σε  συνέντευξή του στο The Associate Press το 2006, παραδέχτηκε: “Πιθανώς να πουλούσα παπούτσια σήμερα αν δεν ήταν ο Eric” !
      Το 1970 μετακομίζει στο Nashville. Εκεί ο φίλος του και παραγωγός Audie Ashworth προσπαθεί να τον πείσει ότι ήταν καιρός να βγάλει κι αυτός το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ, ώστε να καρπωθεί και τον αντίκτυπο του “After Midnight”. Τελικά πείθεται και ηχογραφεί τα τραγούδια του με τη βοήθεια πολλών πετυχημένων μουσικών, συμπεριλαμβανομένου του παραγωγού του Neil Young, David Briggs. Ήδη ο βρετανός παραγωγός Denny Cordell και ο Leon Russell τον είχαν πείσει να υπογράψει στην εταιρεία του τελευταίου, την Shelter Records. Έτσι, το 1972, κυκλοφορεί (από την Shelter για τις Η.Π.Α. και από την A & M για το Ηνωμένο Βασίλειο) το ιστορικό ντεμπούτο του Cale, με τον τίτλο Naturally. “ Ήμουν ένας γέρος 32 ετών όταν έκανα το πρώτο μου άλμπουμ. ", έλεγε ο  Cale. Η πρώτη και ίσως η καλύτερη δουλειά του. Όλα τα κομμάτια ένα κι ένα. Το άλμπουμ αποτελούσε μία αποτύπωση της μουσικής, έτσι όπως την βίωνε ο συνθέτης της. Ένα ιδιότυπο μείγμα από κάντρυ, μπλουζ, R & B και rockabilly. Εδώ καταγράφεται για πρώτη φορά, εκτός απ΄το μουσικό, το ‘φωνητικό ύφος’ του Cale, που θα τον συνοδεύει για όλη του τη ζωή. Πέρα από την πολυαναμενόμενη original εκδοχή του “After Midnight”, εδώ υπάρχουν πλήθος τραγουδιών που παρακίνησαν πολλούς καλλιτέχνες και μπάντες να τα διασκευάσουν. Πρώτο και καλύτερο το πασίγνωστο (κυρίως από το cover, του 1974, των Lynyrd Skynyrd) "Call Me The Breeze". Το διασκεύασαν πάρα πολλοί, μεταξύ των άλλων και οι Johnny Cash, Alan Price και πιο πρόσφατα ο John Mayer.

Call Me The Breeze LIVE (1972)


   Στο Naturally βρίσκουμε το "Bringing it Back", που το διασκεύασαν οι Kansas στο ντεμπούτο άλμπουμ τους, το 1974. ‘Οπως και το "Clyde", που το ηχογράφησαν και οι Dr. Hook and the Medicine Show κι αργότερα, το 1980, ο Waylon Jennings. Εδώ υπάρχει και το ‘γλαφυρό’  “Magnolia”, το οποίο έγινε με τον καιρό από τα πιο αγαπητά στους φαν του Cale και το ζητούσαν διακαώς σε κάθε live. Κι αυτό έγινε αργότερα cover από καλλιτέχνες όπως οι Poco, Jose Feliciano, Lucinda Williams, Beck και Iron and Wine. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του άλμπουμ είναι ίσως ότι σ΄αυτό βρίσκεται και το μοναδικό Top 40 hit του J.J. Cale, που έφτασε μόλις στο Νο. 22 στο αμερικανικό Billboard Hot 100. Αυτό είναι το "Crazy Mama", η πρώτη και τελευταία μεγαλύτερη προσωπική επιτυχία του. Μεγάλη ειρωνία αν σκεφτούμε πόσα τραγούδια του ‘χτύπησαν’ υψηλότερες θέσεις αλλά με διασκευές άλλων. Η άλλη ειρωνία είναι ότι το κομμάτι ήταν B’ side, όταν για A’ side επιλέχθηκε το “Magnolia”! Κλείνοντας μ΄αυτό το κομμάτι αξίζει να αναφερθεί ότι ήταν  και το αγαπημένο του Neil Young. Έχει δηλώσει ότι ήταν ένα από τα πέντε τραγούδια που τον επηρέασαν περισσότερο ως τραγουδοποιό. “Το τραγούδι είναι τόσο αληθινό, λιτό και άμεσο. Η κιθάρα του J.J. είναι μια τεράστια επιρροή για μένα". Ο ίδιος μάλιστα δήλωσε επίσης ότι “όταν σκέφτομαι μεγάλους κιθαρίστες, σκέφτομαι αμέσως τον Jimi Hendrix και τον J.J. Cale. Δεν υπάρχει κανένας καλύτερος από αυτόν”.

Crazy Mama (1972)


     Ένας κορυφαίος κιθαρίστας του Nashville, ο Mac Gayden, παίζει εδώ την χαρακτηριστική wah-wah slide κιθάρα. Λίγο αργότερα εντάχθηκε στη μπάντα του Cale. Σε μια περιοδεία μάλιστα, βγαίνοντας support για τους Black Oak Arkansas, στο Baton Rouge, το μεθυσμένο εφηβικό ακροατήριο, άρχισε να ρίχνει μπουκάλια στη σκηνή εκνευρίζοντας φοβερά τον Gayden. Για να τους απωθήσει γύρισε τους ενισχυτές σε πλήρη ισχύ προς το μέρος τους. Είχε όμως και ο Cale απάντηση σ΄αυτό: την επομένη, ‘ανοίγοντας’ για τους Quicksilver Messenger Service, έβαλε ανάποδα το σκαμνί του κι έπαιξε όλο το live με την πλάτη γυρισμένη στο πλήθος.



     Μετά από αυτή την επιτυχία στο ντεμπούτο του, ο Cale τα επόμενα χρόνια αρχίζει να χτίζει μεθοδικά τον μύθο του... 


 (ΤΕΛΟΣ Α' ΜΕΡΟΥΣ )



ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαβάστε/Ακούστε επίσης