Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Τρίτη 30 Απριλίου 2019


LIVIN' BLUES


Blues Rock Explosion



Η έκρηξη της blues rock στην Αγγλία πυροδότησε και άλλες παρόμοιες εκρήξεις σε άλλες Ευρωπαικές (και όχι μόνο) χώρες. Μία από αυτές ήταν η Ολλανδία. Εκεί εκτός από το να καλλιεργούν σπάνια είδη τουλίπας φαίνεται πως κάποιοι είχαν το χάρισμα να παίζουν εξαιρετικά τα blues. Μία από τις καλύτερες blues μπάντες της Ολλανδίας ήταν οι Livin' Blues.

Ain't No Use Crying (1973)



Η αρχή για αυτούς έγινε το 1967 όταν ακόμα λέγονταν Andy Star & the Stripes και μέλη ήταν οι Ted Oberg (κιθάρα), o Ruud Franssen (μπάσο), o Bjorn Pool (φωνητικά) και ο Niek Dijkhuis (ντραμς). Τον επόμενο χρόνο ήρθαν στην μπάντα και οι John Lagrand (φυσαρμόνικα) και ο Nicko Christiansen (φωνητικά και σαξόφωνο), ο οποίος αργότερα θα αντικαθιστούσε τον Bjorn Pool. Τον ίδιο χρόνο άλλες δύο αλλαγές συνέβησαν, όταν ο Gerard Strotbaum αντικατέστησε τον Franssen και ο Cesar Zuiderwijk ήρθε στα ντραμς. Η μπάντα άρχισε να λαμβάνει αναγνωρισιμότητα ολοένα και περισσότερο, οδηγώντας σε ένα συμβόλαιο με την Phonogram, εκείνη την εποχή εταιρεία αντάξια της Decca. Το 1969 άνοιγαν για τους Fleetwood Mac, κατά την διάρκεια περιοδείας τους.

Black Night (1972)



Κατόπιν δύο μη επιτυχημένων single έγιναν ορισμένες ακόμα αντικαταστάσεις, ο Strotbaum αντικαταστάθηκε από τον Henk Smitskamp. Με το lineup που προέκυψε ηχογραφήθηκε το εξαιρετικό Hell's Session το 1969.

One Night Blues (1969)



Το 1970 ο Smitskamp αντικαταστάθηκε από τον Ruud van Buuren (πρώην Groep 1850). Όταν ο Zuiderwijk πήγε στους  Golden Earring, ο Dick Beekman πήρε τη θέση του ντράμερ. Φαινόταν σαν οι Livin' Blues να αλλάζουν κάθε χρόνο ντράμερ. Το τραγούδι τους "Wang Dang Doodle" έγινε διεθνές χιτ. Τότε η μπάντα ξεκίνησε να κάνει περιοδεία στην Ευρώπη. Ύστερα ακόμη ένας ντράμερ, ο John Le Jeune θήτευσε μόλις για ένα άλμπουμ. Με το "LB Boogie" είχαν το δεύτερο διεθνές τους χιτ και έκαναν το πρώτο τους τουρ στην Πολωνία, όπου εκεί έγιναν η πιό επιτυχημένη μπάντα.

Wang Dang Doodle (1970)



Ο Arjan Kamminga χτυπημένος από την κατάρα των ντράμερ στους Livin' Blues, εγκατέλειψε λόγω υγείας, μόλις μετά την κυκλοφορία του Rockin' At The Tweedmill, σε παραγωγή του Mike Vernon. Το 1973 ο Άγγλος Kenny Lamb πήρε την θέση του ντράμερ και αυτός ήταν και ο τελευταίος στην πρώτη περίοδο του γκρουπ. To άλμπουμ Ram Jam Josey, ήταν σε παραγωγή επίσης του Mike Vernon.

Isabella (1973)



Το 1974 συνέβη μία ριζοσπαστική αλλαγή στη μπάντα. Ο John Lagrand πήγε στους Water, o Nicko Cristiansen έφτιαξε τους Himalaya. Ο Kenny Lamb επέστρεψε στην Αγγλία και ο Ruud van Buuren πήγε στους Long Tall Ernie & the Shakers. Ο John Fredriksz έγινε ο νέος τραγουδιστής. Επίσης στην μπάντα ήρθε ο παίκτης του keyboard Paul Vink για λίγους μήνες μόνο. Επέστρεψε ο Henk Smitskamp (μπάσο) και το lineup συμπληρώθηκε με τους Ronnie Meyjes (κιθάρα) και τον Michel Driesten στα ντραμς. Είχαν ένα χιτ το "Boogie Woogie Woman". Την εποχή που ηχογραφείτο το Live '75, ο Meyes και ο Driesten είχαν φύγει και ο Cor van de Beek (πρώην Shocking Blue) ήταν στη θέση του ντράμερ.

Lonesome Road (1968)



Το lineup του 1976 ήταν: ο Ted, ο Johnny, ο Andre Reynen (μπάσο) και ο Jacob van Heiningen (ντραμς, που...φυσικά αντικαταστάθηκε από τον Ed Molenwijk). Παρά τo διεθνώς επιτυχημένο άλμπουμ Blue Breeze (1977), η μπάντα ήταν χωρίς συμβόλαιο για ηχογράφηση το 1978. Ο Jan Piet Visser (φυσαρμόνικα) μπήκε στο γκρουπ το 1979, αλλά ένα χρόνο μετά από αυτό ο πυρήνας της πρώτης περιόδου επανασυνδέθηκε για την ερχόμενη δεκαετία του 1980: ο Oberg, ο Lagrand και ο Christiansen συμπληρώθηκαν από τους Evert Willemstijn (μπάσο) και Boris Wassenbergh (ντραμς). Εκείνο το lineup άρχισε να κάνει ξανά περιοδείες, αλλά λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος για τα blues, οι Livin' Blues σιγά-σιγά ακινητοποιήθηκαν το πρώτο μισό του 1980. Στο μεταξύ ο Johnny Frederiksz, ο Andre Reynen και ο Jan Piet Visser σχημάτισαν τους Nitehawk. Όταν και αυτή η μπάντα επίσης αποδείχτηκε μη επιτυχής, ο Ted Oberg έφτιαξε τους the J&T Band (Johnny & Ted) με τον Frederiksz, προσθέτωντας τα πρώην μέλη των Finch, Peter Vink (μπάσο) και τον Fred van Vloten (ντραμς).

Shylina (1976)



Το 1986 ο John Lagrand και ο Nicko Christiansen ανασχημάτισαν τους Livin' Blues, χωρίς τον Ted Oberg, ο οποίος ήταν ο μοναδικός στο γκρουπ, που είχε παραμείνει από το 1967. Άλλα μέλη ήταν οι Joop van Nimwegen στην κιθάρα, ο Willem van de Wall επίσης κιθάρα, ο Aad van Pijlen στο μπάσο και ο Art Bausch στα ντραμς.

One Night Boy (1968)



Η αυλαία πέφτει για τους Livin' Blues το 1989. Έκτοτε η χρήση του ονόματος του γκρουπ, παραμένει ένα σημείο διένεξης μεταξύ Ted Oberg και Nicko Christiansen. Ο πρώτος σχηματίζει την δεκαετία του '90 τους Oberg, o δεύτερος τους New Livin 'Blues και από το 2005 τους Livin' Blues Xperience.

Empty Glasses (1973)



Οι Livin' Blues εισήλθαν στο Dutch Blues Hall of Fame το 2014.

Livin' Blues


ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Κυριακή 28 Απριλίου 2019



MANDRAKE MEMORIAL



Psychedelic Unknowns




Συνδυάζοντας ιδιόμορφη ενορχήστρωση, ευφάνταστες συνθέσεις και αυτοσχέδια ηλεκτρονικά οι Mandrake Memorial από την Philadelphia απείχαν πολύ από μία κοινή ψυχεδελική μπάντα. Ανάμεσα στο 1967 και 1970 έκαναν τρία καλά άλμπουμ και εμφανίστηκαν με κάποια από τα πιό γνωστά σχήματα της εποχής τους.

Bird Journey (1968)



Ο Michael Kac (προφέρεται ¨κατς¨) γεννήθηκε το 1943 στην Ιthaka της Νέας Υόρκης. Άρχισε να παίζει πιάνο στα 7 του χρόνια και η μουσική του εκπαίδευση ήταν σχεδόν αποκλειστικά κλασική μέχρι που τελείωσε το Γυμνάσιο και πήγε στο κολλέγιο στην Πενσυλβάνια. Εκεί έμαθε μόνος του κιθάρα και μπάντζο και βρέθηκε στην μέση της έκρηξης της folk. Την άνοιξη του 1965 ήταν θαμώνας στο κορυφαίο folk κλαμπ της Philadelphia, the Second Fret, όπου συμπλήρωνε τα πενιχρά εισοδήματά του τραγουδώντας folk. "Σε σχέση με την Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες και το Σαν Φρανσίσκο, η Philadelphia ήταν μόνο μία παρεμβολή στο ραντάρ" λέει. "Αλλά υπήρχαν πλεονεκτήματα με το να βρίσκεσαι εκεί. Επειδή η σκηνή ήταν μικρή, μπορούσες να αναπτύξεις, σε ένα βαθμό, αρκετά γρήγορα αναγνωρισιμότητα και υπήρχαν πολλές ευκαιρίες για να εμφανιστείς. Το the Second Fret ήταν θεσμός και ένα αριστούργημα του είδους". O Kac σύντομα άνοιγε για τον ανερχόμενο αστέρα Tom Rush για μία εβδομάδα το 1965. Σύντομα τον είχε πλησιάσει ο τραγουδιστής των blues Walter ‘Thumper’ Rosenberg με την άποψη να σχηματίσουν μία μπάντα. Έτσι έγιναν οι the Candymen, ένα κουιντέτο που συνδύαζε blues, folk και rock. Την άνοιξη του 1966 ήταν θαμώνες στο the Second Fret και είχαν για μάνατζερ τον Manny Rubin (ιδιοκτήτη του κλαμπ) και τον συνεργάτη του Larry Schreiber. Άνοιξαν για τον Gordon Lightfoot εκεί για μία εβδομάδα καθώς και για τους νεο-ψυχεδελικούς Byrds εκείνο το καλοκαίρι, όπως επίσης και άλλες κορυφαίες folk-rock μπάντες όπως οι the Youngbloods και οι the Beau Brummels. Προς το τέλος του χρόνου ωστόσο, τα υπόλοιπα μέλη αποφάσισαν να ξεφορτωθούν τον Rosenberg και να συνεχίσουν ως Cat’s Cradle. Εκείνη την εποχή η έκρηξη της folk είχε στο μεγαλύτερο μέρος τελειώσει και ήταν καιρός για τον Rubin να σκεφθεί εκ νέου το σχέδιό του. Ο Kac λέει:"Έχοντας πάει στην Καλιφόρνια να ελέγξουμε τα μουσικά events στο Fillmore, ο Manny βρήκε ένα κτίριο σε μία βιομηχανική περιοχή, βόρεια της κεντρικής Philadelphia με ένα όροφο σαν σοφίτα και το μετέτρεψαν σε ένα νέο κλαμπ που ονομάσαμε the Trauma, με ψυχεδελικό στυλ". Το the Trauma άνοιξε τις πόρτες του τον Ιανουάριο του 1967, με πρώτους τους Lothar & The Hand People. Σαν μπάντα του κλαμπ οι Cat’s Cradle βρέθηκαν στην πλεονεκτική θέση να έχουν μία σταθερή εμφάνιση κάθε Σαββατοκύριακο, όπως επίσης και να κάνουν την support μπάντα σε αστέρες που πήγαιναν εκεί-αλλά την άνοιξη άρχισαν να διαλύονται. Απρόσμενα σε εκείνο το σημείο ο Kim King των Lothar & The Hand People είπε στον συνεταίρο του Rubin, Larry Schreiber για έναν Νεουορκέζο ντράμερ που λεγόταν John ‘J’ Kevin Lally, ο οποίος έψαχνε για να σχηματίσει μία μπάντα.

Rainy May (1968)



Ο Lally είχε γεννηθεί στην Αυστρία το 1948 και ήταν γιός Άγγλου Συνταγματάρχη. Ο Schreiber τον επισκέφθηκε στο υπόγειο όπου είχε τον εξοπλισμό του στο χώρο που έκαναν πρόβες οι Lothar. Εντυπωσιασμένος τον έφερε στην Philadelphia για να συναντήσει τον Kac. "Ο Kevin ήταν τόσο κοντά, όσο θα ερχόταν κάποιος με ολόκληρο εξοπλισμό κρουστών και τα βρήκαμε αρκετά μεταξύ μας για να κάνουμε το επόμενο βήμα και να προσπαθήσουμε να σχηματίσουμε μία μπάντα", θυμάται ο Kac. "Κάθε ένας μας στρατολόγησε και ένα άλλο μέλος: ο Kevin έφερε τον Randy Monaco και εγώ έφερα τον Craig Anderton". Ο τραγουδιστής και μπασίστας Monaco γεννημένος στο Μπρούκλιν το 1950 γνώριζε τον Lally από την εφηβεία, όταν έπαιζαν μαζί. Μετά το γυμνάσιο πέρασε ένα χρόνο μελετώντας μουσική, όπως επίσης παίζοντας σε blues μπάντες και ηχογραφώντας demos. Με τον Lally έπαιζαν μαζί στους Novae Police, όταν αποφάσισαν να σχηματίσουν τους the Mandrake Memorial. Ο Lally περιγράφει τον παλιό του φίλο ως "ένας ήσυχος, συναισθηματικός, αντικοινωνικός τύπος και σπουδαίος μπασίστας-δεν έπαιζε αλήθεια κιθάρα". Για τον Kac, "Ο Randy ήταν ο μόνος που είχα τα λιγότερα κοινά σημεία, αλλά τον αγαπούσα. Ήταν ο νεώτερος, ούτε καν 18 όταν ξεκινήσαμε μαζί, έτσι ήταν περισσότερο παιδί, με μία αθωότητα να τον διακρίνει. Πέρναγε ξεκάθαρα καλά αν και μάλλον είχε αισθανθεί πνιγμένος από τον Craig και μένα-ήμασταν απόφοιτοι πανεπιστημίου, ενώ αυτός ένα εργαζόμενο γυμνασιόπαιδο. Εγώ ήδη ήμουν ένας...γέρος 23 χρονών". Ο κιθαρίστας και μάγος των ηλεκτρονικών Craig Anderton ήταν γεννημένος στην Νέα Υόρκη το 1948 και σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, πριν αποφασίσει να εστιάσει στην μουσική. Τράβηξε στην προσοχή του Kac όταν η κολλεγιακή του μπάντα Flowers Of Evil (χωρίς ποτέ να ηχογραφήσει κάτι), άνοιξε για τους Woody’s Truck Stop στο the Trauma, στις αρχές του 1967. Ενθουσιασμένος από τα ηλεκτρονικά, ήδη έγραφε τεχνικά άρθρα για περιοδικό με ηλεκτρονικά θέματα. Όπως το τοποθετεί ο Lally "ο Craig πάντα έφτιαχνε συσκευές. Έφτιαχνε συσκευές που έκαναν παραμόρφωση (Fuzzbox), πριν αυτές κατασκευαστούν και μου έκανε ένα σετ ηλεκτρονικά ντραμς που μπορούσα να παίζω με τα δάχτυλά μου. Ήταν τόσο τέλεια να δουλεύεις μαζί του, τόσο δημιουργικά". Δεν ήταν μόνο τα ηλεκτρονικά που τους έκαναν να ξεχωρίσουν. Ο Anderton ήταν ένας εφευρετικός κιθαρίστας, ο Monaco είχε μία αξιοσημείωτα απαλή, αιθέρια φωνή και ένα μελωδικό, παλλόμενο στυλ παιξίματος του μπάσου, o Kac ήταν ένας μορφωμένος σε ανώτατο επίπεδο μουσικός με κλασικό υπόβαθρο και ήταν και ο ιδιαίτερος ήχος των ντραμς του Lally. Το μοναδικό παράπονο του Lally ήταν ότι "ο Randy έκανε όλα τα φωνητικά, επειδή ήταν λίγο αβέβαιος στο να τα μοιραστεί. Είναι κρίμα, καθώς όλοι μας μπορούσαμε να τραγουδήσουμε και θα μπορούσε να είναι πιό ενδιαφέρον αν τραγουδούσαμε μαζί". "Το γεγονός ότι ο Kevin και ο Randy είχαν ήδη δουλέψει μαζί και ότι όλοι μας είμασταν εποχιακοί παίκτες εκείνο τον καιρό σήμαινε ότι ήταν δυνατόν να γίνουμε ένα πολύ γρήγορα", λέει ο Kac. "Ο Craig και εγώ αρχικά συνεισφέραμε γνωρίζοντας πώς να ταιριάξουμε μέσα και να ενισχύσουμε το groove του Kevin και του Randy-γιατί χωρίς αμφιβολία το groove των Mandrake ήταν δικό τους". Για τον Anderton, "ο Kevin ήταν ένας μεγάλος ντράμερ...Δεν ήταν αλήθεια ένας ντράμερ που να "κοπανάει", αλλά συνήθιζε να κινείται με απίστευτο ρυθμό στα ντραμς. Ο Randy ήταν σχεδόν φυσικά εναρμονισμένος σαν μπασίστας, μπορούσα να αλλάζω νότες, να κάνω παράξενες αντιστροφές, μπορούσα να κάνω ότι ήθελα-αυτός πάντα θα έβρισκε τρόπο να το αντιπαρέλθει". Η πρώτη φορά που η μπάντα έπαιξε μαζί ήταν στον όροφο του the Trauma, όπου στο πίσω δωμάτιο έκαναν τις πρόβες τους. "Θυμάμαι υπήρχε ένα τραγούδι που είχα γράψει που θάφτηκε γενικά", λέει γελώντας ο Kac. "Όχι τίποτα σπουδαίο, αν και ήμουν ενοχλημένος για κάποιο διάστημα. Τις πρώτες-πρώτες μέρες παίζαμε διασκευές-θυμάμαι το "I Who Have Nothing" να είναι σπεσιαλιτέ του Randy και επίσης κάναμε το "I’m So Glad" και κάνα-δυό ακόμα. Αλλά από την πρώτη μέρα εστιάζαμε στο δικό μας υλικό. Ο Randy έγραψε τρομερά τραγούδια-το "Bird Journey", το "Rainy May", το "Strange" και το "Snake Charmer" ήταν όλα δικά του, αν και μοιραστήκαμε τα credits. 


Strange (1968)


Είχε μία φυσική ικανότητα  να γράφει και δεν είχε ιδέα ότι έφτιαχνε πράγματα που άλλοι θα πούλαγαν την ψυχή τους για να γράψουν!" Ο Lally προσθέτει "Ο Michael είχε ένα ωραίο σετ τραγουδιών από τις σόλο μέρες του που θα μπορούσαμε αλήθεια να μετατρέψουμε σε συνθέσεις της μπάντας. Θα έγραφα λέξεις και όλοι θα εμφανιζόμασταν με διάφορες ιδέες. Ήταν μία συναρπαστική περίοδος". Με μία απλή εμφάνιση στο the Trauma, χρειάζονταν ένα όνομα και καταστάλλαξαν στο The Mandrake Memorial. Σύμφωνα με τον Anderton, "Ήταν μία απόφαση της τελευταίας στιγμής και αλήθεια δεν θα μπορούσαμε να κατασταλλάξουμε σε τίποτα. Ένας από τους σχεδιαστές στο the Second Fret έκανε ένα πόστερ για ένα γκρουπ, που είχε την εικόνα του Mandrake the Magician και έτσι σκεφτήκαμε "Μπορούμε να πούμε το γκρουπ Mandrake ή κάτι τέτοιο. Υπήρχαν μόνο λίγες ώρες πριν αρχίσουν  να φτιάχνουν την διαφήμισή μας, έτσι το είπαμε Mandrake Memorial και κόλλησε. Κόπηκε σε Mandrake αργότερα όπως ο καθένας θα μας έλεγε τέλος πάντων". Η μπάντα παρουσιάζοντας δύο κιθάρες, χωρίς keyboards έπαιξε τις πρώτες φορές την άνοιξη του 1967. Ο Lally λέει ότι "Εκείνες τις μέρες το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι μπάντες όταν εμφανίζονταν ήταν ο χώρος-το μέγεθος και σχήμα του χώρου και ούτω καθ'εξής-αλλά το the Trauma ήταν τέλειο και τα φώτα ήταν επίσης υπέροχα για να παίξει κανείς". Σύντομα μετά έπαιζαν στο Allentown της Πενσυλβάνια όταν ο Kac διηγείται: "Λάβαμε ένα τηλεφώνημα από ένα τύπο που αντιπροσώπευε μία εταιρεία που λεγόταν Rocky Mount Instruments και ήθελε να κατασκευάσει μία ηλεκτρονική harpsichord για χρήση στο rock’n’roll, που αποκαλούσαν Rock-Si-Chord. Δεν είμαι σίγουρος πώς άκουσαν για εμάς, αλλά ήθελε να ξέρει αν ενδιαφερόμασταν να δοκιμάσουμε το πρωτότυπο. Από τη στιγμή που ήμουν το μοναδικό μέλος που γνώριζε πώς να παίξει keyboard, έγινα εξ'ορισμού αυτός που θα δοκίμαζε το περίεργο νέο μηχάνημα. Δεν έλεγε και πολλά εμφανισιακά, ένα απλό μαύρο κουτί με ελαφρά λαξευμένο το επάνω μέρος του-αλλά ο ήχος αμέσως μας έπεισε ότι θα μας έδινε κάτι που κανείς άλλος δεν διέθετε. Όλα όσα μπορούσε αλήθεια να κάνει ήταν εκείνοι οι μπαρόκ ήχοι, αλλά μου άρεσε πάρα πολύ και ο κόσμος ήταν έτοιμος για τέτοια πράγματα εκείνη την εποχή. Το όργανο γρήγορα έγινε το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ήχου των Mandrake και ο κόσμος αναφερόταν στην μουσική μας ως Bach-Rock".

Dark Lady (1968)



Ο Lally θυμάται καλά το αντίκτυπο του keyboard: "Ο Michael ήταν ήδη ένας τρομερός κιθαρίστας και παίκτης του μπάντζο. Μετά ανακαλύψαμε ότι ήταν ένας θαυμάσιος, φανταστικός πιανίστας στον παλμό του Bach. Έτσι η μουσική μας μετακινήθηκε προς αυτόν τον υπέροχο συνδυασμό ηλεκτρονικής και κλασικής μουσικής". Για λίγο ο Kac εναλλάχτηκε ανάμεσα στην κιθάρα και στην Rock-Si-Chord, πριν το γυρίσει τελείως στο δεύτερο προς το τέλος του χρόνου. Σαν αποτέλεσμα εξηγεί:"Ή θα σταματούσαμε να παίζουμε τα κομμάτια που είχα παίξει κιθάρα ή θα γράφαμε νέο υλικό λαμβάνοντας υπόψη την Rock-Si-Chord". Αν και είχε μπερδεμένα συναισθήματα για το να είναι full-time παίκτης του keyboard ("Αισθάνθηκα ότι δεν θα μπορούσα να φτάσω το επίπεδο της εντυπωσιακής διαφοροποίησης με τα πλήκτρα, από ότι με τα δάχτυλα στις χορδές"), η μπάντα είχε τώρα βρει τον ήχο της και ήταν υπολογίσιμη δύναμη. Το πρώτο τους ταξίδι ήρθε το καλοκαίρι του '67 και περιλάμβανε μία δουλειά με τους New York Rock’n’Roll Ensemble στο Crosstown Bus στη Βοστώνη. Ο Kac ανατριχιάζει με την ανάμνηση: "Ο Randy θα αρρώσταινε με μονοπυρήνωση, υπήρχαν περιοδικές δυσλειτουργίες στα μεγάφωνα και στις άκρες της σκηνής υπήρχαν δύο πλατφόρμες πάνω στις οποίες χορεύτριες θα λικνίζονταν καθώς παίζαμε. Αυτό θα μπορούσε να είναι cool, αλλά στη γενική εικόνα των από πεπιεσμένο χαρτί τοίχων απλά πρόσθετε στην εντύπωση του ψεύτικου. Ακόμα χειρότερα ήταν η τοποθεσία της σκηνής σε ένα σκοτεινό προάστειο που λεγόταν Brighton, όπου οι ντόπιοι γρήγορα έκαναν γνωστό (σκίζοντας τα λάστιχα του βαν που μας μετέφερε και απειλώντας μας συνεχώς) ότι οι μακρυμάλληδες χίπις δεν ήταν καλοδεχούμενοι εκεί". Στην μέση αυτού του φιάσκου, η μπάντα έκανε την πρώτη από μιά χούφτα εμφανίσεις της στην τοπική τηλεόραση. "Ήταν για ένα σόου για τους τότε χορούς, που παρουσίαζε μία γυναίκα που διηύθυνε μία σχολή χορού και έπρεπε να παρέχουμε την μουσική", εξηγεί ο Kac. "Έπρεπε να σηκωνόμαστε χαράματα, να πετάμε στην Philadelphia για να το κινηματογραφούμε και μετά να βιαστούμε να επιστρέψουμε στην Βοστώνη για την συναυλία. Ήταν εντελώς αστείο, αλλά μία συναυλία είναι συναυλία και ήμασταν χαρούμενοι αφού κερδίζαμε χρήματα". Άλλη μία τηλεοπτική εμφάνιση κινηματογραφήθηκε σε εξωτερικό χώρο πάνω στην προβλήτα στο Atlantic City. Είπαν στην μπάντα ότι περίμεναν να κάνουν παντομίμα και μετά έμειναν έκπληκτοι όταν ένας παραγωγός τους ρώτησε αν είχαν καμία χορευτική φιγούρα. "Ακούγοντας αυτό ο Randy είχε την εμπνευσμένη ιδέα να επισκεφθούμε ένα από πολλά κιτς μαγαζιά με αναμνηστικά δώρα τριγύρω και να αγοράσουμε μερικά ψεύτικα (παιχνίδια) μουσικά όργανα", γελάει ο Kac. "Κάναμε την παντομίμα μας και ολοκληρώσαμε ρίχνοντάς τα μέσα στη θάλασσα". Μία καλή στιγμή στην δυσάρεστη θητεία τους στην Βοστώνη ήταν όταν συνάντησαν τον John ‘Jay’ Nelson, ή αλλιώς Sugar Bear. Ο Kac λέει: "Λίγο μετά την επιστροφή μας από ένα σύντομο ταξίδι πίσω στην Philadelphia, μας πλησίασε κάποιος έξω από το αηδιαστικό διαμέρισμα που μέναμε. Μας πληροφόρησε ότι χρειαζόμασταν έναν road μάνατζερ (πράγμα που ήταν γεγονός) και πρόσφερε τις υπηρεσίες του. Αποφασίσαμε να τον προσλάβουμε και για τον επόμενο ενάμιση χρόνο, ο Sugar Bear αποτέλεσε το πέμπτο μέλος της μπάντας. Ήταν κάπως μυώδης τύπος και συνήθιζε να ασχολείται με τον εξοπλισμό μας χωρίς μπλούζα πάνω στην σκηνή, έτσι σύντομα απέκτησε την δική του κλίκα από γκρούπις". Η μπάντα σύντομα προσέλκυσε γκρούπις-όχι όλους του είδους που θα ήθελαν, όπως ο Kac εξηγεί: "Είχαμε μία μικρή αλλά αφοσιωμένη ομάδα από gay γκρούπις. Θα βρίσκονταν σχεδόν πάντοτε αμέσως μπροστά από την σκηνή του the Trauma. Η αγάπη τους για εμάς ήταν καταδικασμένη να μείνει για πάντα χωρίς ανταπόκριση, αλλά ποτέ δεν τους εμπόδισε αυτό και κάναμε ότι μπορούσαμε το λιγότερο για να αισθάνονται καλοδεχούμενοι".

Snake Charmer (1968)



Καθώς ο χρόνος κυλούσε, το κουαρτέτο βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο στην μουσική τους. "Αρχικά ο Randy και εγώ μέναμε μαζί, ο Michael έμενε μόνος και ο Craig ζούσε σε αυτό το τεράστιο παλαιό Βικτωριανό σπίτι της 22nd Street", λέει ο Lally. "Τελικά μετακόμισα και εγώ εκεί και ανοίξαμε τον επάνω όροφο που ήταν κλεισμένος τόσα πολλά χρόνια. Φέραμε τα μουσικά μας όργανα μέσα και αρχίσαμε να κάνουμε πρόβες εκεί πολύ έντονα. Το σπίτι επίσης έγινε μέρος συγκέντρωσης για τους τοπικούς χίππις. Το στερεοφωνικό μας κάποια απογεύματα θα έπαιζε Pink Floyd (τους αγαπήσαμε από την πρώτη φορά που ακούσαμε το "Interstellar Overdrive"!), the Byrds, Traffic, Hendrix, the Who, Cream, Stockhausen και πάρα πολλούς ακόμη...". Το φθινόπωρο είχαν γίνει πολύ δυνατοί. "Το σόου που αλήθεια ξεχωρίζει ήταν όταν ανοίξαμε στο Trauma για τους the Strawberry Alarm Clock", λέει ο Kac. "Το " Incense & Peppermints" ήταν χιτ, έτσι είχαμε το μεγαλύτερο κοινό που είχαμε παίξει ποτέ για εκείνο το Σαββατοκύριακο και η τύχη τά'φερε έτσι για τους πρωταγωνιστές, με χιτ ή μη, να μην είναι πολύ καλοί. Την Δευτέρα η φήμη είχε σκορπίσει σε όλη την πόλη, ότι το τοπικό γκρουπ που λεγόταν Mandrake Memorial είχαν βάλει τα γυαλιά στους the Strawberry Alarm Clock μπροστά σε μιλιούνια κόσμου και αυτό συνέβη μόλις ξεκινήσαμε. Τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα διαφορετικά για μας μετά από αυτό". Όπως διευκρινίζει ο Lally, "Ήταν ενθαρρυντικό να παρακολουθείς. Το κοινό ήταν ψαγμένο τότε, συνηθισμένο σε καλούς μουσικούς και μπορούσε να πει αμέσως αν κάποιος δεν ήξερε τι στο καλό έκανε. Οι μπάντες που έπαιρναν το πλεονέκτημα της ψυχεδέλειας σαν τάση που ήταν τότε, από εμπορική πλευρά δεν ήταν στην εκτίμηση του κόσμου. Δεν θα κρατούσαν ούτε μία νύχτα!". Τον Δεκέμβριο οι Mandrake Memorial έπαιξαν μία θαυμάσια σειρά από σόου στο the Trauma, σαν υποστηριγκτικό σχήμα στους Sunshine Company 8-10 Δεκεμβρίου, στους Clear Light 15-17 Δεκεμβρίου, στον Tim Buckley 22-23 Δεκεμβρίου και στους the Mothers Of Invention 26-31 Δεκεμβρίου. Ο Kac θυμάται το τελευταίο σαν "μία αλήθεια αξιομνημόνευτη εβδομάδα. Κυριολεκτικά κρεμόμασταν από κάθε νότα που έπαιζαν. Ήταν όλοι τους ά-ψ-ο-γ-ο-ι". Δυστυχώς, ο ανταγωνισμός από το κοντινό Electric Factory πίεσαν το the Trauma στο να κλείσει αρχές του '68, ώστε ο Rubin να αφοσιωθεί στο ρόλο του ως μάνατζερ του γκρουπ μέχρι το τέλος της καριέρας τους. "Ήταν στα πενήντα του, ένας τυπικός μάνατζερ των κλαμπ, μη ενδιαφερόμενος πολύ για την μουσική", θυμάται ο Lally. "Αλλά πάντα ήταν εκεί για μας όταν τον χρειαζόμασταν. Ίσως κάποιος πιό έμπειρος είχε κάνει περισσότερα για μας, αλλά δεν θα μπορούσαμε ποτέ να τον αφήσουμε". Ο Kac προσθέτει ότι "Εκ πρώτης όψεως ο Manny ήταν το τελευταίο πρόσωπο στον κόσμο που θα σκεφτόσουν ποτέ ότι θα είχε αναμιχθεί με την εναλλακτική μουσική, αλλά φέρει σχεδόν μόνος του την ευθύνη για το ότι έκανε την Philadelphia ένα μέρος όπου θα ευδοκιμούσε. Ο Bill Cosby είχε μερικές από τις πρώτες επιτυχίες του υπό την αιγίδα του Manny, όπως και η Joni Mitchell στην καριέρα της οποίας είχε ουσιαστικό ρόλο στο ξεκίνημά της. Ποτέ δεν έδειξε τίποτα άλλο παρά διαρκή ευγένεια σε μένα και ως σήμερα έχω γι'αυτόν μόνο τις πιό ζεστές αναμνήσεις". Ίσως με έκπληξη διαπιστώνουμε ότι παρά το γεγονός ότι ήταν μία από τις λίγες πραγματικά ψυχεδελικές μπάντες της εποχής, οι Mandrake Memorial δεν ήταν στον ζυγό των παραισθησιογόνων. "Έπαιζα acid rock και ποτέ δεν πήρα LSD" λέει ο Anderton. "Ο λόγος είναι ότι ήξερα ανθρώπους που είχαν πάρει και όλοι έμοιαζαν σαν πτώματα. Αλήθεια δεν ήθελα να είμαι μέρος από όλο αυτό. Ο Randy είχε ένα αλήθεια άσχημο ταξίδι από μία άποψη και δεν είμαι σίγουρος αν ποτέ ανέκαμψε εντελώς από αυτό". Ακόμα ο Lally λέει ότι ανάμεσά τους "κάπνιζαν τόνους από μαριχουάνα και χασίς". Ο Kac λέει "Μερικοί από εμάς μπορεί να είχαν πάρει κάτι και σίγουρα όλοι μας ζούσαμε έξω από τα σύνορα της συμβατικής κοινωνίας, αλλά ποτέ δεν επιτρέψαμε αυτό να παρέμβει στον επαγγελματισμό μας. Όταν έπρεπε να βρεθούμε κάπου-μία συναυλία, μία πρόβα, μία συνάντηση-ήμασταν εκεί και στην ώρα μας. Η άλλη πλευρά των χίπις οριστικά δεν ήταν αυτό που θα ακολουθούσαμε".

Other Side (1968)


Αρχές του '68 οι Mandrake Memorial είχαν καθιερωθεί ως ένα από τα κορυφαία underground σχήματα της Philadelphia. Ο Lally χαρακτηρίζει το σχέδιό τους "Γινόμαστε τεράστιοι στην πόλη μας και μετά κάνουμε την έκρηξη όπου αλλού"-και μέχρι τότε ήταν περισσότερο από έτοιμοι να εμφανιστούν σε πιό ευρύ κοινό. Σύμφωνα με τον Anderton, "Όποτε παίζαμε, οι αντιδράσεις που παίρναμε ήταν ιδαίτερα πολωμένες. Ο κόσμος ή θα μας αγαπούσε ή θα μας μισούσε. Ανάλογα την νύχτα, ήμασταν ή η καλύτερη ή η χειρότερη μπάντα στο σύμπαν!" Συνήθως κάθε συναυλία παιζόταν χωρίς διαλείμματα ανάμεσα στα τραγούδια. Ο Anderton λέει: "Παίζαμε ένα συνεχόμενο σετ. Ανεβαίναμε και λέγαμε: "Γειά, είμαστε οι Mandrake Memorial" και αυτό ήταν και το τελευταίο πράγμα που λέγαμε στον κόσμο. Απλά παίζαμε συνεχόμενα μουσική για πάνω από μιάμιση ώρα". Όπως το θέτει ο Lally, "Ήμασταν ένα γκρουπ για να κάτσεις κάτω, να μείνεις ακίνητος και να ακούς. Δεν ήμασταν μπάντα να χορέψεις και δεν νομίζω να παίξαμε ποτέ σε κάνα μπαρ". Δεν εμφαανίστηκαν ποτέ επίσης και στη Δυτική ακτή, αλλά από την βάση τους στη Philadelphia έπαιζαν σε κάθε μοντέρνο κλαμπ της Ανατολικής ακτής (the Electric Circus, the Cafe Au Go Go, the Psychedelic Supermarket, Steve Paul’s Scene, the Boston Tea Party), όπως επίσης σε ιδιόρρυθμες σκηνές όπως στο Glassboro State Teacher’s College στο New Jersey. Χωρίς έκπληξη, αυτό είχε σχέση με το να μοιραστούν την σκηνή με πολλά πρωτοπόρα σχήματα της εποχής, συμπεριλαμβανομένων θρύλων όπως οι Pink Floyd, οι the Mothers Of Invention, οι Procol Harum και ο Tim Buckley και καλλιτέχνες με cult κοινό όπως οι the Nazz, οι Elizabeth, οι the Beacon Street Union και οι Lothar & the Hand People. Σύμφωνα με τον Anderton, "Μία από τις πιό ενδιαφέρουσες εμφανίσεις που παίξαμε ήταν με τους the Association στο New Jersey, επειδή ήταν ένα είδος οικογενειακού κοινού. Τα παιδιά ήταν όλα πιωμένα και οι γονείς τρομοκρατημένοι". Οι Mandrake Memorial είχαν κάνει το υποστηριγκτικό γκρουπ πολλές φορές στους Moby Grape. "Ήταν φαινόμενα, ακόμα κι αν δεν ήξερες ποτέ πόσοι από αυτούς θα εμφανιστούν", λέει ο Kac. "Αλλά καταφέραμε να τους δούμε και τους πέντε να παίζουν μαζί αρκετές φορές και δεν έχω αρκετά καλές λέξεις για να πω για αυτούς". Ακόμα μία ζωηρή ανάμνηση είναι όταν έκαναν το support γκρουπ στην Janis Joplin-λέει ο Anderton: "Ήταν απίστευτα αβέβαιη. Έκανε μία τέλεια εμφάνιση και εμφανιζόταν και άρπαζε τους ανθρώπους και τους ρώταγε "Ήμουν πολύ καλή; Ήμουν πολύ καλή;", σαν να χρειαζόταν στ'αλήθεια να το ακούσει. Ήταν κάπως λυπηρό". Ο Lally τολμάει να πει: "Οι Big Brother & the Holding Company δεν ήταν τόσο ¨καυτοί¨, αλλά πιό απογοητευτικοί ήταν οι the Doors-live δεν είχαν καθόλου την δύναμη που περιμέναμε και ο Morrison ήταν λίγο τρελαμένος τότε. Αγαπούσαμε τους δίσκους τους, αλλά κάποιες μπάντες απλά δεν μπορούν να κάνουν τα ίδια live. Εμείς είχαμε το αντίθετο πρόβλημα!". O Kac θυμάται έντονα το σόου των the Doors, στο Philadelphia Arena, την Κυριακή 4 Αυγούστου 1968: "Ήταν μία απίστευτα ζεστή, υγρή καλοκαιρινή νύχτα. Δεν υπήρχε κλιματισμός, έτσι ήταν σαν να ήσουν σε σάουνα. Αφού ανοίξαμε την συναυλία, τους παρακολουθούσαμε και δεν εντυπωσιαστήκαμε. Φυσικά ο Ray Manzarek ήταν ένας τρομερός παίκτης του keyboard και μου ήταν ενδιαφέρον να τον βλέπω να κάνει τον συνδυασμό του από μπάσο και keyboards, αλλά σαν μπάντα ήταν απογοήτευση". Η μόνη επιπλέον εμφάνισή των Mandrake Memorial στην Arena, ήταν σαν support στους Pink Floyd και τη Nina Simone. "Ήμασταν σε ένα σόου στην τηλεόραση μαζί με τους Floyd ένα απόγευμα, έτσι μετά πήγαμε κάπου μαζί τους για να κάτσουμε" συνεχίζει ο Kac. "Στο κονσέρτο έκαναν πολλά απίστευτα πράγματα, που δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι μπορούσαν να γίνουν πάνω στη σκηνή. Όλοι μας τους αγαπήσαμε, αλλά ο Craig και ο Kevin έγιναν ιδιαίτερα θερμοί οπαδοί τους και όπως λένε αισθάνθηκαν σαν να πέθαναν και πήγαν στον παράδεισο εκείνο το βράδυ".

After Pascal (1968)



Με ένα στιβαρό East Coast κοινό και μία αυξανόμενη live φήμη το φανερό επόμενο βήμα ήταν να βρούν να κάνουν μία συμφωνία για ηχογράφηση. Ηχογράφησαν ένα demo στην Bell Sound στην Νέα Υόρκη, υποχρεώνοντας την Elektra και την Vanguard να εκδηλώσουν ενδιαφέρον-αλλά τότε ο Manny Rubin βρήκε τον γνώστη Kevin Eggers, πρώην πράκτορα και μέλος της κουστωδίας του Elvis Presley, που ξεκίναγε την Poppy Records (της MGM). Για τον Lally, "ο Kevin ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του-είχε ένα όραμα. Δεν ήθελε να μας αλλάξει, ήταν ευτυχής να μας αφήσει να είμαστε αυτοί που ήμασταν. Αυτό ήταν πολύ σπάνιο εκείνες τις μέρες. Δεν το κάναμε για τα χρήματα, αλλά για να έχουμε ένα αξιόλογο χρόνο στο στούντιο, όμορφα εξώφυλλα στα άλμπουμ κ.ο.κ. και ο Kevin τα έκανε όλα αυτά για εμάς". Έχοντας υπογράψει η μπάντα ένα στάνταρ συμβόλαιο, ο Eggers τους έβαλε με παραγωγό τον Paul Leka, που μόλις είχε ένα νο1 με το "Green Tambourine" των Lemon Pipers. Ήταν φανερό ότι η χημεία δεν ήταν καλή, έτσι ο Eggers τους πάσαρε στους Anthony Bongiovi και Tony Camillo, που ταίριαζαν πολύ καλύτερα. Αλλά πριν μπορέσουν να κάνουν το άλμπουμ, ο Kac έπρεπε να υποβληθεί σε ένα μαρτύριο: την επιστράτευσή του για το Βιετνάμ. Ευτυχώς, απορρίφθηκε ως ελλειποβαρής. "Η ανακούφιση, ή μάλλον η χαρά όταν σου λένε ότι δεν θα μπορούσες να γίνεις τροφή για τα πολυβόλα, για να ενισχύσεις τις πολιτικές φιλοδοξίες κάποιων δεν μπορεί να μεγαλοποιηθεί" λέει. Παρόλα αυτά υπήρξε ένα εμπόδιο: "Είχα κόψει τα μαλλιά μου πριν παρουσιαστώ από μόνος μου, γι'αυτό δείχνω λίγο εκτός τόπου και χρόνου σε σχέση με τους άλλους στο εξώφυλλο του πρώτου μας άλμουμ". Τα sessions για το ντεμπούτο άλμπουμ τους άρχισαν με ένα απεριόριστο μπάτζετ εκείνη την άνοιξη, στα Apostolic Studios στην Νέα Υόρκη (ίσως γνωστότερα για την συνεργασία με τον Frank Zappa). "Αν αυτό συνέβαινε τώρα θα μπορούσαμε να ηχογραφούσαμε στην Philadelphia", υποθέτει ο Kac. "Αλλά το 1968 τα τοπικά στούντιο ήταν τόσο πρωτόγονα για τις ανάγκες μας. Τα sessions έγιναν Κυριακάτικα απογεύματα, εν μέρει επειδή τα στούντιο ήταν ελεύθερα τότε, αλλά και επειδή μας έδωσαν τα βράδυα της Παρασκευής και του Σαββάτου να παίζουμε live. Έχοντας τελειώσει το Σάββατο, εξαντλημένοι από την προσπάθεια δύο εμφανίσεων στο the Trauma, μπορούσαμε να κοιμηθούμε ελάχιστες ώρες πριν να σύρουμε τα κορμιά μας μέχρι την Νέα Υόρκη". Παρόλα αυτά, ο Lally θυμάται καλά τον ενθουσιασμό που πήρε κάνοντας ένα άλμπουμ. "Δεν είχαμε ξαναβρεθεί πριν σε στούντιο και ήμασταν ενθουσιασμένοι", λέει. "Περάσαμε υπέροχα κάνοντάς το. Ήταν απίστευτα να κάνουμε αυτό που μας άρεσε, χωρίς να έχουμε κάποιον να μας διατάζει ή να μας πιέζει". Ωστόσο, δυστυχώς όπως συνεχίζει ο Kac, "Στα μέσα ενός session μία μέρα, δύο αστυνομικοί όρμηξαν μέσα και διέταξαν την άμεση διακοπή κάθε δραστηριότητας. Υπήρχε ένα παράπονο για την φασαρία από τους ενοίκους που έμεναν από κάτω και έτσι από τότε τα Apostolic Studios σταμάτησαν. Μετά από ένα στιγμιαίο πανικό μετακινηθήκαμε στο Record Plant, το οποίο μόλις είχε ανοίξει στο κέντρο και όπου θα μπορούσαμε να ολοκληρώσουμε το πρότζεκτ με μόνο μία μικρή καθυστέρηση και με χαλαρότερους ρυθμούς". Το άλμπουμ με το οποίο εμφανίστηκαν αποτελείται από μελωδικά, περιεκτικά και τεχνικά τραγούδια με ωραία φωνητικά, διαστημικές συνθέσεις, την Rock-Si-Chord να ξεχωρίζει και πολύ acid κιθαριστική δουλειά. Ιδιαίτερα σημειωτέα είναι το "Bird Journey", το ντελικάτο "This Can’t Be Real" και το ονειρικό "Strange", με οργασμικό ξέσπασμα της κιθάρας ενδιάμεσα. Στέκεται καλά και ο Anderton έχει δηλώσει ότι από τα τρία άλμπουμ τους αγαπάει περισσότερο αυτό "επειδή "πιάνει" το συναίσθημα καλύτερα, αν και δεν "πιάνει" τον ήχο", ενώ ο Kac σχολιάζει "τα ελαττώματά του δεν είναι στην ηχογράφηση ή στην παραγωγή, αλλά στα λάθη μας. Εγώ σίγουρα έκανα μερικά!" Ο Lally στο μεταξύ αισθάνεται ότι "Θέλαμε να αιχμαλωτίσουμε τον live ήχο μας και το συναίσθημα και εν μέρει το κάναμε, αλλά όχι τελείως". Αυτό είναι ένα πρόβλημα που θα τους "έτρωγε" αν και ο Kac παραδέχεται "Δεν γνωρίζω αν οποιοδήποτε είδος ηχογράφησης θα μπορούσε να μας αποτυπώσει τελείως". Δεν ήταν πολύ μετά αφού το άλμπουμ βρέθηκε στα ράφια, που η μπάντα αντιμετώπισε ένα μεγάλο εμπόδιο. "Αμέσως μετά την ολοκλήρωση του δίσκου, όλος ο εξοπλισμός μας (εκτός από την harpsichord) κλάπηκε από το φορτηγάκι μας" λέει ο Lally. "Δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνουμε από το να αγοράσουμε καινούριο". Το Mandrake Memorial κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του '68, σε ένα εξώφυλλο που τη φωτογράφηση έκανε ο φημισμένος Elbert Budin.


Mandrake Memorial (Poppy, PYS 40,002 1968)


Παρά το γεγονός ότι δύσκολα διαφημίστηκε ή του έγινε κριτική, πούλησε γύρω στις 40.000 κόπιες. Ο ραδιοφωνικός αέρας για τον δίσκο εμποδίστηκε από την σκόπιμη απόφαση να μεταφέρουν την πολιτική των live τους στο δίσκο, δηλαδή να μην υπάρχει διάλειμμα μεταξύ των κομματιών. "Ήταν κάτι που τρέλαινε τους DJ's", λέει γελώντας ο Lally . "Δεν ήταν μία εμπορική απόφαση, αλλά ήταν ό,τι ακριβώς θέλαμε και ο Kevin το άφησε πάνω μας". Περισσότερο σημαντικά, το άλμπουμ παγίωσε την φήμη τους ως τοπικοί ήρωες. "Με την κυκλοφορία του δίσκου στη Philadelphia έγινε χαμός και ήμασταν εκστασιασμένοι", ανακαλεί ο Kac. "Ήταν κάτι που μας τοποθέτησε σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο στα μάτια του κοινού μας αλλά επίσης είχε το ίδιο αντίκτυπο και στα δικά μας μάτια. Σε αυτό το σημείο ήμασταν μία τοπική μπάντα, στην άνοδό μας και με ένα αυξανόμενο κοινό, αλλά μένοντας μερικά πράγματα ακόμα να αποδειχθούν. Τώρα είχαμε φτάσει σε αυτό το σημείο". Οι Mandrake Memorial έπαιξαν σε αρκετά σόου για να προμοτάρουν το άλμπουμ τους, συμπεριλαμβανομένου ενός στην Steve Paul’s Scene την Τετάρτη, 18 Σεπτεμβρίου (κάνοντας support στους the Turtles) που το Billboard κάλυψε μία εβδομάδα αργότερα. "Οι Mandrake Memorial ένα κουαρτέτο της Philadelphia, ήταν ένα πολύ διαφορετικό γκρουπ με μία ασυνήθιστη παρουσία", έγραψε ο Fred Kirby. "Αξιοσημείωτα παρόμοιοι με το ντεμπούτο άλμπουμ τους, παρουσίασαν τα τραγούδια τους το ένα να απορρoφάται από το άλλο, μερικές φορές με ωραία περάσματα από τον Michael Kac στα keyboard. Το παίξιμο του Kac ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του γκρουπ, είτε χρησιμοποιούσε όργανο, είτε harpsichord ή πιάνο. Αλλά και τα άλλα παιδιά επίσης έδειξαν ανώτερη μουσικότητα". Εκείνο τον καιρό άλλο ένα στοιχείο καθόριζε αυξητικά τον ήχο τους. Τα ηλεκτρονικά. Σύμφωνα με τον μουσικό τύπο της εποχής ο Anderton "πάλευε επίμονα να συνδυάσει το ενδιαφέρον του στα ηλεκτρονικά με το ενδιαφέρον στην ποπ μουσική. Μεγάλο μέρος από τον μοναδικό ήχο τους αναδύεται από τα καλώδια και τα τρανζίστορ του. Είχε διαμορφώσει έναν modulator, που είχε δύο ξεχωριστά τμήματα. Ένα, το τμήμα του βόμβου, με ένα είδος ήχου σαν Ινδικός ταμπουράς και το άλλο να έχει δύο οκτάβες που μπορούσαν να παράγουν είτε ήχο πνευστών ή πολύ μπαρόκ χάλκινων, με μία ακτίνα μικρότερη από την χαμηλότερη νότα σε ένα πιάνο μέχρι περίπου την υψηλότερη νότα σε ένα πίκολο". Σχεδόν μόλις το πρώτο τους άλμπουμ κυκλοφόρησε άρχισαν να κάνουν το follow-up. Όποια κι αν ήταν η δική τους συμμετοχή σε αυτό, η επιρροή του LSD στο Medium είναι πολύ φανερή.

Barnaby Plum (1968)



Πάλι υπό την επίβλεψη των Tony Camillo και Anthony Bongiovi, τα sessions έλαβαν χώρα στo Record Plant, πιό πολύ την νύχτα, προσφέροντας στην μπάντα απεριόριστο στουντιακό χρόνο. Περιέχει λιγότερα ποπ κομμάτια και περισσότερο μία έμφαση στην δημιουργία mood, συχνά μέσω του συνθεσάιζερ του Anderton. Τα κιθαριστικά μέρη είναι ιδιαιτέρως προσεκτικά βαλμένα μέσα στα κομμάτια και η Rock-Si-Chord ενσωματώνεται πιό απαλά καθόλη την διάρκεια. Μετά το πολύ αισθαντικό "Snake Charmer", έκαναν μία βουτιά στο art-rock του "Witness The End", του οποίου η ταξιδιάρικη διάθεση βάζει τον τόνο για τα περισσότερα από αυτά που θα ακολουθούσαν. Άλλα highlights συμπεριλαμβάνουν το ονειρικό "Celebration" και το "After Pascal" και το έντονο "Smokescreen". Οι μελωδίες είναι διακριτικές και η μουσικότητα είναι δυσδιάκριτη, με την έννοια ότι πρέπει να το ακούσεις πολλές φορές για να μπείς μέσα στα κομμάτια. Κάνοντας την ηχογράφηση και μίξη ήταν μία εντατική διαδικασία, κατά γενική ομολογία, με την έννοια ότι η μπάντα ήταν ευγνωμονούσα για το περιστασιακό διάλειμμα. Ένα ιδιαιτέρως μένει στον Lally: "Έφτασα λίγο νωρίς ένα βράδυ για να φτιάξω τα ντραμς μου, που πάντα μου έπαιρνε κάποιο χρόνο και ξαφνιάστηκα που είδα τον Jimi Hendrix. Μόλις τέλειωνε το session του αλλά δεν ήθελε να φύγει, έτσι οι δυό μας κάναμε τζαμ για μισή ώρα. Ήταν ένας αξιαγάπητος τύπος και μία απίθανη εμπειρία φυσικά". Δυστυχώς ο Kac απογοητευόταν ολοένα και πιό πολύ κατά την διάρκεια των sessions του Medium.


Medium (Poppy,  PYS 40,003 1968)


 Όπως εξήγησε στην underground εφημερίδα της Philadelphia, Distant Drummer λίγο μετά: "Πάντα ήμουν μέσα στην μπαρόκ και την αναγεννησιακή μουσική. Το υλικό μου ήταν πάντα πιό δομημένο, έτσι αποφάσισα να βγώ μόνος μου". Κοιτάζοντας πίσω τώρα λέει "Ξεκινήσαμε να έχουμε διαφωνίες σχετικά με το ποιά κατεύθυνση θα ακολουθούσαμε και εγώ κατέληξα να είμαι μειοφηφία. Ο Craig έμπαινε ολοένα και πιό βαθιά στα ηλεκτρονικά, έχοντας δημιουργήσει ένα όργανο που αποκαλούσε modulator για την δημιουργία μίας ποικιλίας παράξενων ήχων στην σκηνή και στις πρόβες και το οποίο χρησιμοποίησε στο Medium-πολύ αποτελεσματικά θα πρόσθετα. Αλλά τώρα σπρώχνει για μεγαλύτερη έμφαση σε αυτή την εκδοχή του ήχου και εγώ αντιστέκομαι σε αυτήν την άποψη. Επίσης είχαμε κάποια προβλήματα με την δισκογραφική μας και δεν ήμασταν σίγουροι τι θα κάναμε γι'αυτό. Καθώς αγωνιούσα όντας σε αυτή την κατάσταση, ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι η αγωνία θα έφευγε αν δεν μετείχα πιά στο γκρουπ". Έτσι ο Kac-που ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος από τα υπόλοιπα μέλη-φιλικά αποχώρησε αρχές του 1969, πριν το Medium μιξαριστεί και σύντομα συνεργάστηκε μουσικά με την Linda Cohen. Ωστόσο, "Ακόμα κι αν ήμασταν αλήθεια διαφορετικοί, πάντα τα πηγαίναμε πολύ καλύτερα από ότι οι περισσότερες μπάντες. Κανείς μας ποτέ δεν παραφέρθηκε ή κάτι τέτοιο. Ο Craig ήταν ο πιό ευθύς και εγώ πιθανόν ο λιγότερο ευθύς χαρακτήρας και υπήρχαν μερικές περιστασιακές εντάσεις, αλλά τα πράγματα σπανίως έπαιρναν διαστάσεις. Όλοι μας σεβόμασταν ο ένας τον άλλο πολύ". Αν και άφησε την μπάντα πριν ολοκληρωθεί, ένα καλό μέρος των keyboards του Kac ακούγεται στο ολοκληρωμένο LP, που εμφανίστηκε τον Απρίλιο σε ένα απαστράπτον εξώφυλλο δημιουργία του Milton Glaser.

Cassandra (1968)


"Ο Milton ήταν απλά φανταστικός, ένας ταλαντούχος άνθρωπος" λέει με ενθουσιασμό ο Lally. "Το κόνσεπτ βασιζόταν στο "μέσο ως μήνυμα" και εμφανίστηκε με ένα σχέδιο που ήταν ένα τριπλό λογοπαίγνιο. Το λατρέψαμε". Ο Kac ωστόσο δεν είναι τόσο ενθουσιώδης: "Δεν ήταν ότι περιμέναμε, για να πούμε το λιγότερο. Δεν δώσαμε καμιά οδηγία του τι θέλουμε, υποθέτοντας ότι ο Glaser θα "έπιανε" τον σκοπό μας από τον τίτλο. Φανταστείτε την έκπληξή μας όταν μας παρουσίασε ένα σχέδιο αποτελούμενο από ένα χάμπουργκερ αιωρούμενο ανάμεσα στα μισά μιάς φετούλας ψωμιού, με μία λεπτή φέτα κρεμμυδιού και μία μεγάλη κουταλιά κέτσαπ. Δεν ήταν ότι είχαμε στο μυαλό μας! (το οπισθόφυλλο, που έδειχνε ένα δοκιμαστικό σωλήνα, ήταν πιό κοντά σε ότι σκεφτόμασταν). Ψηφίσαμε μήπως το απορρίψουμε, αλλά δεν μπορέσαμε παρά να του δώσουμε εν λευκώ έγκριση και επομένως δεν υπήρχε δικαιολογία για παράπονα. Και καθώς ο χρόνος περνούσε, πραγματικά άρχισα να το βλέπω πιό ζεστά". Το Medium πούλησε ευπρεπώς με ξεχωριστές κυκλοφορίες στην Αγγλία και στην Αυστραλία. Στην κριτική του το περιοδικό Fusion έγραψε ότι η μπάντα "έχει ήδη κάνει κάτι που ελάχιστα γκρουπ καταφέρνουν. Έχουν εξαφανίσει κάθε τι μη απαραίτητο για τον μουσικό τους σκοπό και διατηρήσει όλα όσα χρειάζονταν. Και έχουν σίγουρα μία αίσθηση της διαφοράς μεταξύ αυτών. Κάθε ένας στο γκρουπ σίγουρα σκέφτεται τον συνολικό ήχο σε κάθε χρόνο και σε αρκετά σημεία η μουσική που παίζουν είναι μοναδική τόσο ώστε να προξενεί ενθουσιασμό". Το Jazz & Pop ήταν λιγότερο ενθουσιώδες σχολιάζοντας ότι "το γκρουπ παίζει καλά σαν σύνολο και είναι σε ένα μπαρόκ East rock σχέδιο που είναι μοναδικό και θα μπορούσε να αναπτυχθεί, αλλά οι αδύναμες συνθέσεις και τα γλυκανάλατα φωνητικά χαλάνε το άλμπουμ...Όπου δεν υπάρχουν φωνητικά θα μπορούσε να γίνει ένα πολύ ευκολοάκουστο άλμπουμ. Οι Mandrake Memorial θα μπορούσαν να γίνουν ένα συναρπαστικό ροκ κουαρτέτο, αν ανέπτυσσαν το ορχηστρικό τους μοτίβο". Για τον Kac, το Medium είναι "σε μεγάλο βαθμό ανώτερο από μία καθαρά τεχνική οπτική γωνία-είχαμε μάθει πολλά για την τέχνη της ηχογράφησης και ήμασταν πρόθυμοι να εισάγουμε αυτή την πρόσφατα αποκτημένη γνώση. Αλλά το αποτέλεσμα, ενώ ήταν ¨φρεσκογυαλισμένο¨, είναι ψυχρό και απόμακρο σε σχέση με την ζέση και την αμεσότητα του πρώτου άλμπουμ, όποιες κι αν ήταν οι τεχνικές του ατέλειες". Σύμφωνα με τον Anderton, "το δεύτερο άλμπουμ ήταν πρόβλημα επειδή η μπάντα βρισκόταν σε μετάβαση. Ο Michael είχε φύγει. Υπήρχε στα βασικά τρακς και έφυγε κατά την διάρκεια της μίξης, έτσι ποτέ δεν είχε μία συνεκτική αίσθηση. Έτσι ενώ αισθανόμουν ότι το keyboard βρίσκεται μέσα, η δισκογραφική έλεγε "Ξέρετε τι θα συμβεί όταν πάτε για περιοδεία; Ο κόσμος θα είναι συνηθισμένος να ακούει τα τραγούδια με το keyboard". Έτσι ποτέ δεν τα βρήκαμε. Υπήρχε keyboard σε κάποια και σε κάποια άλλα όχι". Όλως περιέργως μετά την κυκλοφορία του Medium, ο Monaco είπε στο Distant Drummer ότι "ο Michael δεν θα είναι στ'αλήθεια μακριά μας. Έχουμε γράψει πολύ από το υλικό του και θα το παίξουμε επί σκηνής στα live μας". Αν και αυτό φαίνεται να μην συνέβη, τα υπόλοιπα μέλη αποφάσισαν να μην τον αντικαταστήσουν.

Smokescreen (1968)



Όπως ο Lally είπε στο Distant Drummer: "Δεν θέλαμε να κάνουμε τα ίδια λάθη που έκαναν άλλα γκρουπ φέρνοντας κάποιον νέο στο σχήμα, έτσι ώστε ο κόσμος να λέει: "Είναι σαν τους Memorial, αλλά όχι ακριβώς". Σύμφωνα με το δελτίο τύπου της Poppy (δισκογραφική), "το εναπομείναν τρίο πιεζόμενο να επαναπροσδιοριστεί, άρχισε να ανακαλύπτει την αληθινή φύση του και να διαμορφώνουν τις μουσικές τους θεωρίες σε μία χειροπιαστή μορφή επικοινωνίας". Ή όπως το θέτει ο Anderton εκείνη την περίοδο: "Ο νέος μας ήχος θα είναι πολύ παρόμοιος με τον παλιό μας ήχο, αλλά θα είναι πολύ πιό ηλεκτρονικός. Πηγαίνουμε πολύ περισσότερο στα ηλεκτρονικά. Έχω σχεδιάσει ένα νέο σετ ντραμς για τον Kevin, που θα παίζονται σαν keyboard-πατώντας κουμπιά. Αλλά η μουσική δεν θα είναι προγραμματισμένη, όπως είναι σε μεγάλο μέρος της η ηλεκτρονική μουσική. Ο μουσικός πραγματικά θα κάνει όλη τη δουλειά". Προσαρμοζόμενοι στην νέα τους παράμετρο, ο Anderton, ο Monaco και ο Lally, ταξίδεψαν στο Λονδίνο για να δουλέψουν σε νέο υλικό μεταξύ 12 Ιουνίου και 30 Ιουνίου του 1969. "Θέλαμε μία αλλαγή στη σκηνή και σε όλους μας άρεσε η ιδέα να παίξουμε live στην Αγγλία και να κάνουμε ένα άλμπουμ εκεί", εξηγεί ο Lally. "Σκεφτήκαμε ότι ο Shel Talmy θα ήταν ο τύπος που θα ΄αιχμαλώτιζε΄ τον live ήχο μας, έτσι ο Kevin Eggers κανόνισε να δουλέψουμε μαζί του. Ήμασταν μεγάλοι θαυμαστές των the Who και των the Kinks και είχε κάνει τόσο καλή δουλειά αποτυπώνοντας τον ήχο τους, όπως θα τον άκουγες αν βρισκόσουν μπροστά τους". Οι οιωνοί για το ταξίδι ωστόσο δεν ήταν ιδανικοί. Ένα δεκαπενθήμερο πριν ταξιδέψουν ο Monaco υποβλήθηκε σε army physical, που τον επηρέασε βαθιά. Σύμφωνα με τον Anderton, "Τά'χε πραγματικά πάρει στο κρανίο από την εμπειρία αυτή. Ήταν σε κακή κατάσταση και έπρεπε να ανταπεξέλθει με αυτό το άλμπουμ". Έχοντας εγκατασταθεί στο Marble Arch hotel, η μπάντα εμφανίστηκε στα IBC στούντιο για να στήσει τον εξοπλισμό και να συναντήσει τον Talmy. Αλλά σύμφωνα με τον Anderton, ο παραγωγός "μίσησε το συνθεσάιζερ. Το έβγαλα από τη συσκευασία του και με κοίταξε και είπε, ΄τι είναι αυτό το κουτί;΄ ΄ένα μουσικό όργανο΄ είπα εγώ. Αυτός απομακρύνθηκε σαν να έλεγε ΄Θεέ μου τι συμβαίνει με αυτούς τους τύπους;" Όπως ο Talmy αργότερα είπε: "Για μουσικούς που ΄ανοίγουν΄, έπαιζαν μουσική που αλήθεια απεχθανόμουν. Ήταν παράτονη, από όσο μπορούσα να αντιληφθώ. Και περιφέρονταν τριγύρω και δεν μπορούσαν να κάνουν το ένα και δεν μπορούσαν να κάνουν το άλλο. Το κάναμε αυτό για δύο μέρες και στο μέσον της δεύτερης μέρας-άρχιζε να γίνεται ακόμα πιό πικρόχολο καθώς συνεχίζαμε-είπα, ΄Ε, παιδιά-γειά σας! Παίξτε εδώ μόνοι σας, δεν μπορώ πιά αυτή τη μαλακία. Και βγήκα έξω. Ο leader της μπάντας (Craig Anderton) έγινε ένας πολύ γνωστός συγγραφέας στην ηλεκτρονική μουσική και ηχογράφηση. Του μίλησα αρκετούς μήνες πριν καταλάθος. Γελάσαμε σαν τρελοί με την όλη κατάσταση. Είναι πολύ ωραίος τύπος. Πολύ καλύτερος τώρα από ότι τότε". Εγκαταλειμένοι από τον Talmy, για να δουλέψουν με τον μηχανικό Damon Lyon Shaw, τα sessions αποδείχτηκαν ανεπιτυχή. Το κερασάκι στην τούρτα, οι συναυλίες που είχαν σχεδιαστεί στο Λονδίνο ματαιώθηκαν, όταν οι απαραίτητες άδειες από την Musicians’ Union δεν πραγματοποιήθηκαν. "Μετά από μία εβδομάδα νοικιάσαμε ένα αυτοκίνητο και κάναμε βόλτες στην Αγγλία για λίγο", λέει ο Lally. "Όταν επιστρέψαμε στο Λονδίνο, κλειστήκαμε στο στούντιο για μία εβδομάδα και ηχογραφήσαμε ένα όλο ακουστικό ορχηστρικό άλμπουμ. Δεν βγήκαμε με άλλο μουσικό και δεν πήγαμε σε κλαμπ ενώ βρισκόμασταν εκεί. Εστιάσαμε στους εαυτούς μας και στο να κάνουμε αυτό μαζί. Αλλά νομίζω ξέραμε ότι δεν θα εμφανιζόταν ποτέ όπως έγινε".

Hiding (1970)



Πίσω στην Αμερική, η εβδομαδιαία εφημερίδα Go μυστηριωδώς ανακοίνωσε στα νέα της 27 Ιουνίου ότι ΄οι Mandrake Memorial, τοπική μπάντα της Philadelphia, είχαν ολοκληρώσει τους ρόλους τους στην ταινία Red Hot του Robert Loyola. Η ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί η Olivia (‘Juliet’) Hussey, πρόκειται να κυκλοφορήσει το φθινόπωρο΄. Ο Lally δεν θυμόταν κάτι τέτοιο και πραγματικά η ταινία φαίνεται πως δεν υπάρχει. Παρόλα αυτά, σύντομα μετά την επιστροφή τους, τους προσφέρθηκε μία συναρπαστική ευκαιρία στον κόσμο αυτό. "Δια μέσου του Kevin, μας έβαλαν να κάνουμε την μουσική για το soundtrack του A Clockwork Orange (Το Κουρδιστό Πορτοκάλι)", αποκαλύπτει ο Lally. "Δεν συναντήσαμε τον Stanley Kubrick, αλλά μας είπαν ότι μας ήθελε να ηχογραφήσουμε μία μίξη από Μπετόβεν και δικό μας υλικό". Η μπάντα όπως συμφωνήθηκε μπήκε στο στούντιο στην Νέα Υόρκη με τον διακεκριμένο νέο Ιάπωνα συνθέτη Seiji Ozawa, ο οποίος ήταν υπεύθυνος να επιβλέπει το soundtrack σε αυτό το σημείο. "Χρειαζόταν μία ηλεκτρονικά προσδιορισμένη rock μπάντα, έτσι δουλέψαμε δίπλα-δίπλα για λίγο διάστημα. Ήταν ένας απίθανος τύπος-υπομονετικός, δημιουργικός, ένας αληθινός μαέστρος. Ηχογραφήσαμε κάποιο πολύ καλό υλικό, αλλά φαίνεται να έχει χαθεί". Ουσιαστικά, βεβαίως, το soundtrack έγινε από τον Walter (αργότερα Wendy) Carlos, τον οποίο ο Lally υποπτεύεται ότι ήταν η πρώτη επιλογή. "Εκ των υστέρων, νομίζω ήμασταν εκεί μόνο σαν εναλλακτική λύση, έτσι ώστε να μπορούσαν να πούν στους παραγωγούς ότι θα κάνουμε με αυτόν. Κάποιο από το υλικό που ο Carlos κατέληξε να ηχογραφεί ήταν πολύ παρόμοιο με ότι είχαμε δουλέψει-αλλά δεν με χαλάει, αυτός έκανε μιά πανέμορφη δουλειά. Ή αυτή, όπως θέλεις να το πείς!"


Puzzle (Poppy, PYS 40,006 1970)


Η εμπειρία ήταν να έχεις ένα διαρκές αντίκτυπο στην μπάντα, όπως εξηγεί ο Lally: "Η ενορχήστρωση του Ozawa άλλαξε την άποψή μας και αποφασίσαμε ότι το επόμενο άλμπουμ μας θα ήταν ενορχηστρωμένο. Όπως συνέβη, είχαμε αυτό που κατέληξε στο υπερ-ενορχηστρωμένο Puzzle-αλλά τα πράγματα συχνά ακούγονται πολύ καλύτερα στο στούντιο παρά όταν βρίσκεσαι στο σπίτι". Παράξενα, τον Σεπτέμβριο του 1969 ένα νέο LP των Mandrake Memorial ανακοινώθηκε στο Billboard,, με τον τίτλο 3-Part Inventions, με τον ίδιο αριθμό καταλόγου που τελικά χρησιμοποιήθηκε για το Puzzle. Σύμφωνα με τον Anderton, το 3-Part Inventions ήταν "ένα άλμπουμ που ποτέ δεν κυκλοφόρησε. Αυτό που είχαμε κάνει στο Λονδίνο ήταν ότι είχαμε πάρει μία παράξενη κατεύθυνση. Χρησιμοποιήσαμε πολλά ακουστικά όργανα, ένα πολύ ηλεκτρονικό και ακουστικό ήχο επίσης, με την συνηθισμένη μας rock παρουσίαση. Ήταν τόσο διακριτικό όσο πομπώδες ήταν το Puzzle. Η δισκογραφική το έβλεπε τόσο εκκεντρικό. Βασικά το έβαλαν στο ράφι και είπαν, γιατί δεν το ξανακάνετε; Έτσι υπήρχαν πολλά τραγούδια σε αυτό που κατέληξαν να βρίσκονται στο Puzzle". Πριν επιστρέψουν στο στούντιο να ξεκινήσουν να δουλεύουν στο Puzzle, το τρίο ανέλαβε ένα εξουθενωτικό τουρ με τον ομόσταυλο Townes Van Zandt, με σπόνσορα την Poppy (δισκογραφική) και ολοκληρωμένο σε μία υψηλού κύρους συναυλία στο Carnegie Hall την Τετάρτη 25 Νοεμβρίου. Ο Anderton θεωρεί ότι εκείνα ήταν τα καλύτερα σόου που είχαν παίξει: "Κανένα από τα άλμπουμ δεν φτάνει σε αυτό που ακουγόταν όταν παίζαμε live, ιδιαιτέρως όταν ήμασταν τρεις. Παίζαμε ένα σετ συνεχόμενα. ΄Γειά σας, είμαστε οι Mandrake Memorial΄ και αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που λέγαμε στο κοινό. Απλά παίζαμε συνεχόμενα μουσική για πάνω από μιάμιση ώρα ή κάτι τέτοιο. Χωρίς παύση. Είχαμε ενορχηστρώσει μικρά κομμάτια μεταξύ των τραγουδιών, έτσι ήταν σαν ένα είδος σουίτας του Βάγκνερ ή κάπως έτσι". Προκλητικά η εμφάνισή τους στο Carnegie Hall ηχογραφήθηκε από την RCA. Σύμφωνα με τον Anderton, "Οι ηχογραφήσεις αυτές πιθανόν να κάθονται κάπου στην RCA ή χρησιμοποιήθηκαν ξανά, ποτέ δεν ξέρεις. Προσπαθήσαμε να τις βρούμε πριν, αλλά μάταια".

Earthfriend (1970)



Καθώς το 1969 τέλειωνε η μπάντα σκεφτόταν στην Νέα Υόρκη να δουλέψει με τον παραγωγό Ron Frangipane και τον μηχανικό Brooks Arthur στο φιλόδοξο υλικό που θα απάρτιζε το Puzzle. Ο Frangipane είχε δει την μπάντα δυό φορές και όπως είπε ο Anderton στο Mojo το 2000, "Πάντα αισθανόταν ότι πιέζαμε για κάτι μεγαλύτερο στην σκηνική μας παρουσία. Για τρεις ανθρώπους που έπαιζαν...κάναμε πολύ φασαρία". Ο Lally περιγράφει τον Frangipane σαν "ένας αληθινός χαρακτήρας, μία διασταύρωση ανάμεσα σε διευθυντή μπαλέτου και Σικελού μαφιόζου-αλλά με την καλή έννοια. Είχε πολύ ξεκάθαρες ιδέες και ήταν η πρώτη φορά που δουλέψαμε με κάποιον που άλλαξε το υλικό μας". Ο Anderton λέει "Νόμιζα ότι το Puzzle ήταν μία μεγάλη πρόοδος σε όρους ηχογράφησης, αν κι έγινε σε μικρό στούντιο πάνω από ένα Κινέζικο εστιατόριο στην Νέα Υόρκη. Η ενορχήστρωση έγινε σε ένα ή δύο τρακ. Ο Brooks Arthur ήταν αλήθεια ένας καλός μηχανικός. Μακάρι να είχε κάνει παραγωγή στο άλμπουμ. Με τον παραγωγό που είχαμε δεν τα πήγαινα καλά. Για να σας πω την αλήθεια δεν ήμουν πολύ χαρούμενος με το Puzzle". Για τον Lally, "το Puzzle ακουγόταν τόσο καλό όταν του κάναμε μίξη, αλλά στον δίσκο ακουγόταν συμπιεσμένο και έχασε την σπιρτάδα του. Είμαι ευτυχής με κάποια μέρη του, ωστόσο-αγαπώ το "Hiding" και το "Earthfriend" και το "Tadpole", που ήταν το τραγούδι μου. Τότε δεν ήμουν ενθουσιασμένος με το "Just A Blur" να είναι σε μικρά κομμάτια και τώρα απλά με ενοχλεί. Αυτό ήταν ιδέα του Ron Frangipane και θέλαμε να μην υπάρχει κενό ανάμεσα στα τραγούδια όπως κάναμε στα προηγούμενα άλμπουμ". Με τα sessions να τελειώνουν, ο Lally το πήρε πάνω του να πετάξει στην Ολλανδία με πρόθεση να συναντήσει τον M.C. Escher και να ρωτήσει αν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν μία από τις δημιουργίες του για εξώφυλλο του άλμπουμ. "Πάντα μου άρεσε πολύ ο Escher", λέει. "Πέταξα από το Philly μόνο και μόνο για να τον δω. Το σπίτι του ήταν όπως οι πίνακές του, με εκείνες τις τρελές σκάλες. Πήρα κόπιες των άλμπουμ μας μαζί και του είπα πόσο πολύ τον θαυμάζαμε και πώς η δουλειά του ήταν ακριβώς αυτό που θέλαμε για το επόμενο άλμπουμ μας. Ήταν πολύ μεγάλος και ευπαθής και περάσαμε μόνο πέντε λεπτά μαζί, αλλά ήμουν τόσο ευτυχισμένος να του σφίξω το χέρι. Μας έδωσε την άδεια του και δεν υπήρχαν προβλήματα να χρησιμοποιήσουμε το έργο που θέλαμε". Το Puzzle εμφανίστηκε τον Απρίλιο του 1970 σε ένα απαστράπτον εξώφυλλο με το έργο του Escher και μία σημείωση από αυτόν στο εσωτερικό του. Επίσης περιλάμβανε ένα κυκλικό εσώφυλλο, με μία πλευρά να παρουσιάζει ένα ταξιδιάρικο γραφικό ενώ στην άλλη φαινόταν η μπάντα να ποζάρει με τα μουσικά όργανα στην παραλία. "Αυτή η φωτογράφιση έγινε στο Coney Island στις 5 το πρωί", λέει ο Lally. "Έκανε τσουχτερό κρύο και θυμάμαι τον Randy να παραπονιέται ότι ήθελε να γυρίσει πίσω στο κρεβάτι του. Επίσης θυμάμαι να περνάω δυό μέρες να καθαρίζω τα ντραμς μου, επειδή είχαν γεμίσει άμμο και νερό. Αλλά ήταν μία εικόνα που πάντα θέλαμε, οπότε άξιζε".

Tadpole (1970)



Αξιοσημείωτα, η Poppy έβγαλε πρόμο κόπιες από αυτό το αντιεμπορικό άλμπουμ σε ένα πολυτελές πακέτο που περιείχε το LP (και το εσώφυλλο), ένα τετρασέλιδο με πληροφορίες, 4 φωτογραφίες, ένα πόστερ και μία κάρτα με έπαινο από τον Seiji Ozawa. "Ξέραμε ότι δεν επρόκειτο να γίνει μεγάλη εμπορική επιτυχία", λέει ο Lally. Το υλικό στο προμόσιον μεγαλοπρεπώς περιέγραφε το Puzzle ως "μία νέα κατεύθυνση στη μουσική. Μία συμφωνία του μυαλού που πρέπει να ακουστεί για να εμπλακεί κάποιος σε μία σημαντική συζήτηση ως προς την πορεία της rock στα 70'ς", προσθέτοντας ότι "εξερευνά την σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του και με το περιβάλλον διαμέσου της ενοποίησης του ανθρωπισμού του και των τεχνολογικών του επιτευγμάτων". Αντί να διακωμωδήσουν αυτή την υπερβολή, οι ελάχιστοι κριτικοί που κάλυψαν το LP στο μεγαλύτερο μέρος συμφώνησαν ότι "Μόνο περιστασιακά ακούω ένα άλμπουμ το οποίο αισθάνομαι ότι έχει επιτυχώς υπερβεί τα σύνορα και τα όρια της σύγχρονης ποπ μουσικής", έγραψε το Fusion. "Έχω καταληφθεί με ακλόνητη βεβαιότητα ότι το Puzzle έχει ερευνήσει μέχρι τώρα ανεξερεύνητα εδάφη της rock. Αυτό το άλμπουμ είναι ένα ξεκάθαρο παράδειγμα συνεργείας στην μουσική. Καθένα από τα μέρη φέρνει τις γνώσεις και την επιδεξιότητά του και το προιόν είναι στην συνέχεια πιό καλό και διαφορετικό από το σύνολο των μερών. Το Puzzle είναι μία συμφωνία του μυαλού". Ο Jonathan Eisen έγραψε στο Circus ότι "Το εξώφυλλο είναι σημαντικό λόγω του τρόπου που αντανακλά την υποβόσκουσα ατμόσφαιρα του άλμπουμ, το οποίο επίσης ανατρέπει την αντίληψη αυτή, με το να επιτρέπει στον ακροατή, κάθε  τρόπο με τον οποίο θα επιλέξει να ακούσει, καθώς τα διάφορα θέματα συνυφαίνονται, ισορροπούν και μεταφέρουν το ένα το άλλο, χωρίς προφανώς να υπάρχει κάποιο θέμα που να υποστηρίζει τα πάντα", ενώ το Stereo Review σχολίασε "Τώρα που οι The Beatles προφανώς διαλύθηκαν, υπάρχουν ελάχιστα γκρουπ τριγύρω που μπορούν να συνδυάσουν την μουσική τους με τον σουρεαλισμό, χωρίς ο πειραματισμός να τους μεταατρέπει όπως το τέρας του Φρανκενστάιν. Οι Mandrake Memorial, τρία αγόρια με δυνατές φωνές, μία κιθάρα, ντραμς και πρόσβαση στο ηχητικό εργαστήριο ενός τρελού επιστήμονα με ατέλειωτους ηλεκτρονικούς πόρους, συνιστούν μία εξαίρεση", ολοκληρώνοντας "Όλα είναι ένα επιτυχημένο μαγικό σόου ήχου". Το American Record Guide διαφώνησε "μία ανώτερη ηχογράφηση δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι αυτό το γκρουπ γράφει βαρετό υλικό. Επίσης τα φωνητικά είναι φτωχά. Ωστόσο για όποιον ενδιαφέρεται για φανταχτερές παραγωγές, όλο το overdubbing, τα επιπρόσθετα όργανα και τα ηλεκτρονικά εφέ εδώ θα μπορούσαν να είναι πολύ συναρπαστικά".

Puzzle (1970)



Εκ των υστέρων ο Anderton έχει ανάμικτα συναισθήματα γι'αυτό το άλμπουμ επίσης: "Είμαι ακόμα πολύ ευτυχισμένος με το υλικό, αλλά θα μου άρεσε να μπορούσα να γύριζα πίσω το χρόνο για να το μιξάρω ξανά. Νομίζω μεγάλο μέρος ήταν πομπώδες και υπερπαραγωγή. Όλο αυτό το υλικό το πάιξαμε live με πολύ πιό δυναμικό τρόπο, αλλά προσπαθούσαν αλήθεια για κάποιο είδος εμπορικότητας για αυτό το άλμπουμ και νομίζω πήραν μερικές λάθος αισθητικά αποφάσεις. Επίσης, μία λάθος απόφαση, όπως το τι επρόκειτο να γίνει εμπορικό". Ακολουθώντας την κυκλοφορία του Puzzle, το τρίο ανέλαβε άλλη μία σειρά από εμφανίσεις σε κολλέγια, που ο Lally θυμάαται ως μερικές από τις καλύτερές τους.-αλλά οι πωλήσεις του άλμπουμ ήταν απογοητευτικές και η δυναμική αποδείχτηκε δύσκολο να διατηρηθεί. Η τελευταία τους κυκλοφορία ήταν ένα single, που συνέδεε ότι ο Anderton αργότερα θα ονομάτιζε "μία πραγματικά μαστουρωμένη βερσιόν" του "Something In The Air" του Thunderclap Newman με το δικό τους "Musical Man", που ο Lally λέει "πάντα ήταν θαυμάσιο live, αλλά-το μαντέψατε-δεν έιχε αποτυπωθεί εντελώς στο 45άρι". Έγινε τον Σεπτέμβριο με ένα εξώφυλλο που είχε δύο διακριτικές φωτογραφίες της μπάντας να ποζάρουν με έφιππους αστυνομικούς της Νέας Υόρκης. Και οι δύο πλευρές περιείχαν τον "ζαλισμένο" ήχο της μπάντας, κάνοντας κάποιον να πιστεύει ότι ήταν φτιαγμένο με λάθος ταχύτητα. Σύμφωνα με τον Lally, ο δίσκος "ήταν σχεδόν μία προσθήκη, για να συμπληρώσουμε το σετ". Προβλέψιμα δεν ήταν χιτ και μετά από ένα τελευταίο ελεύθερο κονσέρτο στο Museum Of Art, ο Lally ανακοίνωσε ότι φεύγει. "Πούλησα τα ντραμς μου στην Νέα Υόρκη και πήρα ένα φορτηγό αεροσκάφος για την Αμβέρσα και στη συνέχεια το Λονδίνο, όπου σχεδίαζα να εκπαιδευτώ για να γίνω ηθοποιός στη Βασιλική ακαδημία δραματικών τεχνών (RADA). Ήταν το να δουλεύω χωρίς τον Michael, που τελικά με ώθησε να φύγω και επομένως να τελειώσουν οι Mandrake. Εύχομαι αλήθεια να είχαμε όλοι μείνει μαζί το λιγότερο για το τρίτο άλμπουμ αλλά αλίμονο δεν έγινε. Ο Michael είναι απόλαυση και φυλάω σαν θησαυρό τη φιλία του, όπως πάντα έκανα. Είχαμε καταφέρει ότι είχαμε ξεκινήσει και προχωρήσαμε τόσο, όσο προχωρήσαμε. Δεν θα γινόμασταν ποτέ πλούσιοι και διάσημοι". Για τον Anderton, "Το τελευταίο τουρ που κάναμε πριν διαλυθεί η μπάντα ήταν αλήθεια χάσιμο χρόνου...Βασικά αισθάνθηκα ότι η μπάντα δεν είχε πολύ μέλλον σε όρους προσωπικότητας".

Ocean's Daughter (1970)



Μετά την αποχώρησή του ο Lally μετακόμισε στο Λονδίνο και άρχισε να δουλεύει σε εταιρεία ασφάλειας μεταφορών. Ο Anderton και ο Monaco έκαναν οντισιόν σε δύο ντράμερ, αλλά γρήγορα αποφάσισαν ότι δεν ήταν βιώσιμο όλο αυτό. Ο Anderton συνέχισε να συνεργάζεται με την Linda Cohen στα σόλο άλμπουμ της (στην Poppy), πριν σαλπάρει για μία επιτυχημένη και επιδραστική καριέρα ως δημοσιογράφος, ηθοποιός, εκδότης, λέκτωρ και σύμβουλος. Μέχρι κάποια χρόνια πριν ήταν Executive Vice President των κιθάρων Gibson. Ο Kac έγινε καθηγητής γλωσσολογίας και φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Μιννεσότα, καθώς διατήρησε και την αγάπη του στη μουσική. Ο Monaco παρέμεινε στην μουσική και έγινε frontman της βραχύβιας μπάντας Mandrake, στα μέσα της δεκαετίας του '70, πριν πάθει κίρρωση τον Απρίλιο του 1985. Μετά την διάλυση της Poppy, ο Kevin Eggers έκανε την δισκογραφική Τomato, της οποίας το πιό γνωστό σχήμα ήταν ο Townes Van Zandt. Αν και ήταν ευρέως άγνωστο σχήμα τον καιρό που έπαιζαν οι Mandrake Memorial, τώρα θεωρούνται σαν μία από τις πιό ενδιαφέρουσες Αμερικανικές ψυχεδελικές μπάντες. Όπως έλεγε ο Lally: "Ο κόσμος που μας ακούει live και μετά ακούει τους δίσκους μας απλά δεν μπορεί να πιστέψει ότι πρόκειται για την ίδια μπάντα". Αλλά παραμένει περήφανος για ότι στάθηκαν ικανοί να πετύχουν με περιορισμένους πόρους και με πρωτόγονη τεχνολογία. "Ακούω τους δίσκους πολύ σπάνια και όταν το κάνω εστιάζω όχι στα μέρη της harpsichord, αλλά στα φωνητικά και στην εκπληκτική δουλειά του Kevin στα ντραμς", λέει ο Kac. "Σε ισορροπία, κοιτάζω πίσω με περηφάνεια για την περίοδο των Mandrake, αλλά αυτό δεν με απαλλάσει από ένα ρίγος που μου φέρνει η αμηχανία". Για τον Lally, "Λίγο από ότι παίξαμε με κάνει να "τινάζομαι", αλλά το περισσότερο από αυτό ακόμα ακούγεται υπέροχο". Και τα τρία άλμπουμ επανεκδόθηκαν από την Collectables Records το 1996, αλλά ο Anderton δεν αναμίχθηκε και αισθάνεται ότι ο ήχος ήταν ανεπαρκής. Έχει εκφραστεί απόλυτα ότι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να κάνουν κάποιο reunion. Κοιτάζοντας πίσω στην σύντομη καριέρα τους συμπεραίνει: "Πήραμε υπερβολικά πολλά ρίσκα, που οι μουσικοί δεν παίρνουν πιά και αυτό έκανε την διαδρομή μας συναρπαστική. Επίσης μας έκανε να το διαλύσουμε δυό φορές, αλλά όλα είναι μέσα στο παιχνίδι".

We are the Mandrake Memorial (1967, the Trauma)


ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Πέμπτη 25 Απριλίου 2019


  

FRANK ZAPPA




  Brilliant Rock Satirist



ΜΕΡΟΣ Β'

        Η πορεία του, από τα μισά των ΄70ς  μέχρι το 1980, είχε να κάνει κυρίως με διαμάχες ανάμεσα στον Frank και τις δισκογραφικές εταιρείες. Το κερασάκι στην τούρτα θα είναι το περίφημο Läther, που ήθελε να κυκλοφορήσει ως τριπλός δίσκος, αλλά η Warner Bros. είχε αντίθετη άποψη. Έτσι, αποφάσισε να τον μεταδώσει μέσω του ραδιοφώνου, ολόκληρο, παροτρύνοντας τους ακροατές να το ηχογραφήσουν και να τον αποκτήσουν έτσι δωρεάν. Οι μηνύσεις έρχονταν και παρέρχονταν, ωστόσο κατάφερε να νικήσει και να είναι πλέον ένας καθόλα ανεξάρτητος μουσικός. Η απόρριψη του τριπλού δίσκου, που θα αποτύπωνε το εύρος του σε όλα τα είδη, οδήγησε στην κυκλοφορία του Sheik Yerbouti (1979) και του Joe’s Garage (1979), που θεωρείται πλέον ένα από τα καλύτερά του άλμπουμ (Act I, II & III). Το συγκρότημά του ήταν πάλι αλλαγμένο, κι αυτήν την περίοδο, αλλά δεν υστερούσε σε ποιότητα, με μουσικούς όπως:  Terry Bozzio, Tommy Mars, Adrien Belew,Vinnie Colaiuta αλλά και, λίγο αργότερα, τον Steve Vai!

Joe's Garage (1979)



        Συνέχισε να είναι παραγωγικός, αν όχι περισσότερο από ποτέ, και στη δεκαετία του '80. Τα πιο γνωστά άλμπουμ αυτής της δεκαετίας περιλαμβάνουν: The Man From Utopia (1983), Them or Us (1984) και Guitar (1987). Κυκλοφορούσε πλέον αρκετά άλμπουμ μέσα σε μία χρονιά. Κάποια και ανά δύο μήνες. Είχε γίνει παγκόσμιο φαινόμενο. Οι φωτογραφίες του, οι αφίσες του κοσμούσαν πια τα περισσότερα εφηβικά ή φοιτητικά δωμάτια. Η δεκαετία του 90 θα ήταν και πάλι διαφορετική, μιας και άρχιζε να επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στις μεγάλες ορχήστρες, ενώ άρχιζε να εκτιμάται, πολύ περισσότερο στην Ευρώπη παρά στην Αμερική. Επηρεάστηκε από τη χρήση ψηφιακών μέσων, με το Synclavier να κατέχει πολύ σημαντικό ρόλο στους τελευταίους του δίσκους, ενώ προς το τέλος της δεκαετίας φρόντισε να επανακυκλοφορήσει τους δίσκους του στο νέο μέσο της εποχής, το CD. Η τελευταία του περιοδεία ήταν το 1988 και δεν είχε απόλυτα ευτυχή κατάληξη, λόγω διαφωνιών μέσα στο δωδεκαμελές σύνολο. Αποκαλούσε την μπάντα του εκείνη την εποχή ως “την καλύτερη μπάντα που δεν έχεις ακούσει”.

The Closer You Are (1984)



       Δυστυχώς, οι πειραματικές θεραπείες που δοκίμαζαν στο νεαρό ασθενικό Frank, τη δεκαετία του ’40 και του ’50,  εμφάνισαν τις συνέπειές τους πολύ αργότερα -σε συνδυασμό ίσως και με το χρόνιο κάπνισμα. Τον Νοέμβριο του 1991 του ανακοίνωσαν ότι είχε διαγνωστεί με καρκίνο του προστάτη. Συνέχισε να παίζει live, να γράφει μουσική και να κυκλοφορεί άλμπουμ ακόμη και μετά από αυτό. Το 1991, ο Zappa επιλέχθηκε για να είναι ένας από τους τέσσερις συνθέτες στο Φεστιβάλ της Φρανκφούρτης, το 1992. Εκεί προσεγγίστηκε από το γερμανικό συγκρότημα Ensemble Modern, το οποίο ενδιαφέρθηκε να παίξει τη μουσική του για την εκδήλωση. Για την ιστορία, το τελευταίο του, εν ζωή, άλπουμ ήταν το The Yellow Shark, το 1993. Πέθανε στα 53 του, στις 4 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς. Μοιραία, προφανώς ήξερε το τέλος του, πολύ νωρίτερα…

Why Does It Hurt When I Pee? (1979)



         Μπορεί να μην ξέρουμε τι θα είχε επιτύχει αν είχε ζήσει άλλα 20 ή 30 χρόνια. Αλλά μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι, στο σύντομο χρονικό διάστημα που του δόθηκε, κατάφερε πολύ περισσότερα από τους περισσότερους ανθρώπους σ΄αυτόν τον κόσμο. Ας μην ξεχνάμε ότι υπήρξε από τους ‘πολυγραφότατους’ μουσικούς. Σε λιγότερο από 30 χρόνια, είχε κυκλοφορήσει πάνω από 60 άλμπουμ κατά τη διάρκεια της ζωής του, που συνεχίζουν να εμπνέουν τους πρωτοποριακούς μουσικούς ακόμα και σήμερα. Αν προσθέσουμε και άλλα πενήντα περίπου άλμπουμ μετά θάνατον (!), συνολικά έχουμε πάνω από 110! Καταλαβαίνουμε με τι όγκο μουσικής έχουμε να κάνουμε. Αλλά όπως προαναφέρθηκε, η ζωή του δεν ήταν μόνο – καθαρά – η μουσική. Πέρα από το γεγονός ότι ήταν ένας εξαιρετικός συνθέτης και μουσικός, ο Zappa ήταν επίσης αφοσιωμένος και ικανός πολιτικός ακτιβιστής, ένας πρωτοποριακός σκηνοθέτης, ικανός επιχειρηματίας κι ένας “γνήσιος έξυπνος άνθρωπος” της εποχής μας.


Cosmik Debris (1974) 



      Θα γίνει εδώ ειδική μνεία στο θέμα με τον Πρόεδρο της Τσεχίας, Václav Havel. Ο τελευταίος κάλεσε τον Zappa να επισκεφτεί τη χώρα του, την εποχή που εκείνη λεγόταν ακόμη Τσεχοσλοβακία. Έτσι, τον Ιανουάριο του 1990 προσκαλείται από τον Havel, για να γίνει πολιτιστικός πρεσβευτής της Τσεχοσλοβακίας. Το πρόσωπο του Frank δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Κι ούτε τυχαία η σχέση του πρώην ακτιβιστή – και νυν Προέδρου – με την ντόπια ροκ μπάντα Plastic People (of  τhe Universe), στην οποία έχουμε αναφερθεί παλαιότερα εδώ. To όνομα παραπέμπει απευθείας στο ομώνυμο κομμάτι του Zappa, από το 1967, ( το οποίο θεωρήθηκε ως επαναστατικός ύμνος) απ΄όπου, ομολογουμένως, το γκρουπ εμπνεύστηκε το όνομά του. Κι ο Havel πρωτοστατούσε ενεργά κάποτε υπέρ της μπάντας. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος απαγορεύονταν η ροκ μουσική, ειδικά οι Velvet Underground, οι Rolling Stones και ο Frank Zappa λόγω της επαναστατικής τους φύσης.


Frank Zappa 


Πολλοί άνθρωποι τότε συνελήφθησαν ή ξυλοκοπήθηκαν αν είχαν πιαστεί να κατέχουν ή να ακούνε τέτοιους δίσκους. Η μουσική του Zappa ακουγόταν παράνομα πίσω από το σιδερένιο παραπέτασμα στη δεκαετία του '60 και είχε γίνει ήρωας στον λαό. Το τραγούδι του "Plastic People" ήταν ένας πραγματικά κρυφός ύμνος  της χώρας. Όταν επισκέφτηκε λοιπόν την Πράγα, κάποιοι φοιτητές  του είπαν ότι είχε θεωρηθεί ένας από τους χειρότερους εχθρούς του κομμουνιστικού κράτους. Ένας μαθητής μάλιστα του εξομολογήθηκε  ότι συνελήφθηκε κάποτε από την μυστική αστυνομία, φυλακίστηκε και χτυπήθηκε. “Θα βγάλουμε τη μουσική Zappa από το κεφάλι σας”, του είχε πει ένας αξιωματικός της αστυνομίας. Και τώρα, κατά τη συνάντηση με τον Zappa, το αγόρι του είπε: "Το όνειρό μας έχει γίνει πραγματικότητα σήμερα. Ευχαριστούμε”. Eν πάση περιπτώση και με το νέο καθεστώς της χώρας ο Frank είχε πολλές συνομιλίες με τη νέα κυβέρνηση της Τσεχίας, για να βοηθήσει στην προώθηση του τουρισμού στη χώρα. Για αρκετούς μήνες, ενήργησε κι ως οικονομικός εκπρόσωπος της χώρας στη Δύση. Δυστυχώς, η συνεργασία δεν είχε θετική συνέχεια, υπό την μετέπειτα πίεση της αμερικανικής κυβέρνησης.

Plastic People (1967)

                

       Ο Frank Zappa όμως πάλεψε όσο λίγοι άλλοι καλλιτέχνες και για την ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης. Δεν του έφτανε ότι έβαζε πάντα ο ίδιος την καλλιτεχνική του ελευθερία περισσότερο από την εμπορική του επιτυχία. Αγωνιζόταν και για τα δικαιώματα των άλλων. Υπερασπίστηκε την ελευθερία έκφρασης για τους καλλιτέχνες - και γενικά για όλους - σε μια εποχή που οι ελευθερίες αυτές απειλούνταν. Προσωπικά ο ίδιος είχε σκοπό, ακόμη και στιχουργικά, να σπάσει κάθε στερεότυπο, καταφέρνοντας να προσβάλει με αυτόν τον τρόπο μια μεγάλη γκάμα ανθρώπων. Έτσι πολλές  γυναίκες γινόταν έξαλλες για το τραγούδι "Titties and Beer", οι γονείς ήταν τρομοκρατημένοι από διάφορους στίχους του (π.χ. βλέπε “Don't Eat the Yellow Snow”) ενώ οι ομοφυλόφιλοι ήταν εξοργισμένοι π.χ. για το "He's So Gay". Έτσι, την δεκαετία του ΄80 είχε σχηματιστεί μια επιτροπή, η λεγόμενη PMRC, απαρτιζόμενη κυρίως από γονείς, συζύγους πολιτικών και “ απηυδισμένους”, με τα όρια των στίχων, πολίτες, που είχε ιδρυθεί για να αντιμετωπιστεί το ζήτημα των στίχων με σατανικό, προσβλητικό, ρατσιστικό και σεξουαλικό περιεχόμενο. Όπως ήταν φυσικό, μεταξύ των άλλων εγκάλεσαν και τον ίδιο τον Zappa. Εκείνος ως ακμαίος, πολιτικός ακτιβιστής, το 1985, κατέθεσε ενώπιον της επιτροπής και της Γερουσίας, επιτιθέμενος μάλιστα στις κατηγορίες. Υποστήριξε ότι όλα αυτά τα παιχνίδια αποσκοπούν στην απόλυτη λογοκρισία της τέχνης. Όπως είπε, οι βολεμένες και βαριεστημένες νοικοκυρές της Ουάσινγκτον είχαν σκοπό να σπιλώσουν όλους τους συνθέτες και τους ερμηνευτές λόγω μερικών στίχων. Πρότεινε ότι οι δισκογραφικές εταιρείες προσπαθούσαν να περάσουν γρήγορα ύποπτα νομοσχέδια μέσω επιτροπών κι επεσήμανε επίσης ότι όλα ήταν προς όφελος ορισμένων μόνο εκλεκτών στη μουσική βιομηχανία. Γενικότερα ένιωθε πως δεν του επιτρέπεται να εκφραστεί όπως θέλει και, επειδή δε εισακούστηκε η διαμαρτυρία του, οι στίχοι του έγιναν ακόμα πιο χυδαίοι τα τελευταία χρόνια του. Λόγω των προστριβών του με την τότε κυβέρνηση, έφτασε στο σημείο να ανακοινώσει την υποψηφιότητά του για Πρόεδρος!

Don't Eat the Yellow Snow (1974) 



Ολόκληρη η ζωή του ήταν μια μάχη κατά της ηλιθιότητας. Μια – άνιση – μάχη ενάντια στη βλακεία της συμμόρφωσης των μέσων μαζικής ενημέρωσης, στην ανοησία της άπληστης, ανάρμοστης κι αλαζονικής κυβέρνησης, στην ανόητη σκέψη ότι “είναι cool να είσαι ηλίθιος”. Ήταν πράγματι κάθετος σε αυτό το θέμα. "Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι το σύμπαν αποτελείται από υδρογόνο, επειδή ισχυρίζονται ότι είναι το πιο άφθονο συστατικό. Εγώ υποστηρίζω ότι το πιο άφθονο συστατικό στο σύμπαν είναι η βλακεία”, έλεγε. Παρόλα αυτά του είχε κολλήσει η ρετσινιά του “περίεργου”. Από τη μια δεν το παραδεχόταν καθαρά αλλά απ΄την άλλη, πολλές φορές τον βόλευε στα μηνύματα που ήθελε να μεταδώσει. Για παράδειγμα από τη μια έλεγε: “Ποτέ δεν είπα ότι είμαι παράξενος. Πάντα κάποιοι άλλοι με αποκαλούν παράξενο”. ‘Ηταν όμως και της άποψης ότι "χωρίς απόκλιση από τον κανόνα, δεν είναι δυνατή η πρόοδος". Υπάρχει μια μεγαλοφυής ιδέα σε αυτά τα λόγια: μια επαναστατική ιδέα,  ότι το μέλλον του κόσμου βρίσκεται στα χέρια των πιο περίεργων, πιο δημιουργικών και λιγότερο "κανονικών" ανθρώπων εκεί έξω. ”Πιστεύω σε αυτό το μέλλον”, δήλωνε. “Στην πραγματικότητα, είναι το μόνο μέλλον που μπορώ να σκεφτώ. Ο ‘αλλόκοτος άνθρωπος’ μπορεί να αλλάξει τον κόσμο - οπότε ας το κάνουμε...!


Dump All Over (1981)



      Ο Zappa ήταν ένας από τους ελάχιστους καλλιτέχνες που δεν έκαναν ποτέ χρήση απαγορευμένων ουσιών. Αντίθετα υπήρξε παθιασμένος σταυροφόρος κατά των ναρκωτικών κι αρχηγός πολλών εκστρατειών εναντίων όλων αυτών των καταστροφικών ουσιών. Από την άλλη όμως υπήρξε πάντοτε φανατικός καπνιστής και πολέμιος κάθε αντικαπνιστικής καμπάνιας. Μέχρι τα τελευταία του έλεγε την ατάκα του: “Το tobacco είναι το αγαπημένο μου λαχανικό”. Όπως και : “Τα τσιγάρα δεν είναι ναρκωτικά. Είναι τροφή” !

Twenty Small Cigars (1970)


      Μουσικά τώρα για αυτόν το άνθρωπο δεν υπάρχουν λόγια. Ήταν ένας ‘ευέλικτος’ μουσικός, πολύ σεβαστός και θαυμάστηκε για το ασυνήθιστο ύφος της 'υβριδικής' μουσικής που συνδυάζει ροκ, τζαζ και κλασσικά είδη. Έγραψε επίσης ηλεκτρονική μουσική. Πρωτοπόρος σε όλα του, ανέπτυξε μια ασυνήθιστη και μοναδική προσέγγιση στη δημιουργία μουσικής, καθιστώντας δύσκολη την ένταξή της σε κάποιο από τα ήδη υπάρχοντα στιλ. Ως κιθαρίστας επίσης υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους που υπήρξαν ποτέ. Ειδικά στο σόλο της κιθάρας αναγνωρίζεται ευρέως ίσως ο πιο σημαντικός – τουλάχιστον ως προς την τεχνική του. Κάποιοι ειδικοί δήλωσαν ότι τα σόλο που κάνει μοιάζουν περισσότερο με κλασικά parts παρά με κάτι άλλο. .Περιγράφηκε περαιτέρω ότι χρησιμοποιεί μια ευρεία ποικιλία κλιμάκων και τρόπων, αναζωογονημένους από "ασυνήθιστους ρυθμικούς συνδυασμούς". Αληθινός δεξιοτέχνης και στο wah wah pedal. Είπαν επίσης ότι το αριστερό του χέρι ήταν ικανό για ομαλή τεχνική legato ενώ το δεξί χέρι του Zappa ήταν "ένα από τα ταχύτερα χέρια”.

Watermelon In Easter Hay (1979)



        Το 1995, ο Frank Zappa εισήχθη στο Hall of Fame της Rock and Roll. Το 1997, του απονεμήθηκε βραβείο Grammy Lifetime Achievement Award. Δεν ήταν όμως ο συμβατικός, ο νορμάλ άνθρωπος των βραβείων και της επιβράβευσης. Βασικά, νορμάλ σε τίποτε: αιρετικός, εικονοκλάστης, άθεος, εργασιομανής, υπέρμαχος της ελευθερίας του λόγου, ‘αλλεργικός’ στην ανθρώπινη ηλιθιότητα, εραστής της μουσικής, βιρτουόζος, χιουμορίστας και πάνω απ’όλα αφόρητα συνειδητοποιημένος καλλιτέχνης. Τι άλλο να πεις για τον άνθρωπο που στα παιδιά του έδωσε ονόματα όπως: Μoon Unit και Diva Muffin (οι κόρες του) ενώ Dweezil και Ahmet Emuukha Rodan (οι γιοι του);

Muffin Man (1975)


      Το μόνο σίγουρο είναι ότι, στη Γη, η λέξη “Zappa” θα μείνει αθάνατη. Αν όχι για τον μουσικό – φαινόμενο και τα τερτίπια του, σίγουρα γιατί το όνομα του δόθηκε σε ένα ψάρι, σε μια μέδουσα και σε ένα απολιθωμένο σαλιγκάρι ! Σοβαρά τώρα, πόσοι άνθρωποι μπορούν να έχουν τέτοια υστεροφημία σε αυτόν τον πλανήτη;

FRANK ZAPPA


ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

Διαβάστε/Ακούστε επίσης