Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Παρασκευή 5 Απριλίου 2019



BLACK CAT BONES



Blues-Rock Explosion




ΕΙΣΑΓΩΓΗ

"Έπειτα άλλες μπάντες στράφηκαν σε αυτό (στα blues). Ακόμα και οι Jethro Tull μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν ως blues μπάντα, αλλά με όλο τον δέοντα σεβασμό, επειδή ποτέ δεν υπήρξαν blues μπάντα...Έγινε σαν ο καθείς, με ένα Marshall ενισχυτή που έπαιξε μερικά blues περάσματα, να ήταν παίκτης των blues", είπε ανάμεσα σε άλλα ο Mick Fleetwood, σε συνέντευξή του που παραχώρησε στο Q το 1990.
Σε αυτό το σχόλιο βρίσκεται όλη η αλήθεια για ότι συνέβαινε γύρω στα τέλη των 60'ς. Πιό συγκεκριμένα, ό,τι είχε ξεκινήσει σαν κάτι πολύ σπέσιαλ στα μέσα του '60, τελείωνε σαν ένα παραγεμισμένο βαγόνι από μπάντες προσκολλημένες στα blues και blues-rock, με σκοπό την εμφάνισή τους στα πολυάριθμα blues κλαμπ που είχαν ανοίξει σε όλη την Αγγλία. Από εκείνη τη στιγμή, η ποιότητα της διασκέδασης έκανε μία βαθιά βουτιά και η έκρηξη ήταν βέβαιο ότι κατέληγε σε φιάσκο. Οι μπάντες στις οποίες αναφερόμαστε από αυτή τη γωνιά εμείς, είναι οι λιγότερο γνωστές από αυτές που έκαναν την μετάβαση των λεγομένων Brit-blues στην blues-rock, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 60, μαζί με τις-σε όλους γνωστές-μπάντες όπως οι the Yardbirds, John Mayall's Bluesbreakers, Cream, Fleetwood Mac, Led Zeppelin, Chicken Shack. Στο μεταξύ στην Αμερική, στο κίνημα που οδηγήθηκε από μουσικούς όπως οι Canned Heat, οι Electric Flag και ο Johnny Winter, όλοι παρουσίαζαν τον εκλεκτισμό τους στα blues. Αλλά προς το τέλος της δεκαετίας, μπάντες όπως οι Led Zeppelin και οι Fleetwood Mac άλλαξαν μουσική κατεύθυνση. Μετακινήθηκαν από τις πιστές ερμηνείες του Elmore James, του Howlin'Wolf, του B.B. King, του Buddy Guy και των master των blues του Σικάγο, προς το δικό τους βασισμένο στα blues υλικό, το οποίο αποτελείτο από μεγαλύτερης διάρκειας κομμάτια με πολύ αυτοσχεδιασμό ριγμένο μέσα τους. Αυτή ήταν μία φυσική εξέλιξη εμπνευσμένη από τους Cream και επίσης από τα κλασικά ΄ταξίδια΄ των Grateful Dead, όπως ακούγονται στο acid-blues "Dark Star".
Είναι καιρός όμως να περάσουμε στους επόμενους λευκούς παίκτες μας. Πάμε στους Black Cat Bones.


Black Cat Bones

Ίσως ο καλύτερος τρόπος για να αφομοιώσουμε την μουσική των Black Cat Bones είναι με ένα ζευγάρι ακουστικά και ένα κατάλογο στον οποίο να φαίνονται οι πολυάριθμες αλλαγές στο lineup. Βασανισμένοι από πολυάριθμες αλλαγές προσωπικού-μόνο τα αδέλφια Stuart (μπάσο) και Derek (ρυθμική κιθάρα) Brooks έμειναν γιά ολόκληρη την περίοδο που ήταν ενεργό το σχήμα-οι Black Cat Bones περισσότερο ζούν ως ανάμνηση της μπάντας, που ο Paul Kossoff και ο Simon Kirke υπήρχαν πριν οι δυό τους σχηματίσουν τους Free.

Death Valley Blues (1969)


Ωστόσο, κανείς δεν εμφανίζεται στο εξαιρετικό άλμπουμ Barbed Wire Sandwich, το μόνο άλμπουμ που ηχογράφησαν. Αν και η μπάντα ήταν βαθιά μέσα στα blues, από το σχεδιασμό της, ποτέ δεν περιορίστηκε στο γένος. "Όλοι μας έχουμε διαφορετικά γούστα, αν και γενικά πάμε προς τους κιθαρίστες όπως ο B.B. King και ο Buddy Guy και τραγουδιστές όπως ο Muddy Waters ή ο Junior Wells. Βρισκόμενος στο χώρο των blues δεν σημαίνει ότι δεν αλλάζεις και ότι δεν προοδεύεις", είπε ο τότε τραγουδιστής Paul Tiller, όπως διαβάζω σε ένα άρθρο της Melody Maker από το 1969. Τα αδέλφια Brooks ίδρυσαν τους Black Cat Bones το 1965, δίνοντας στο γκρουπ το όνομα από τα βουντού που έμειναν στην ιστορία από το "Hoochie Coochie Man" του Willie Dixon. Επιπρόσθετα το αρχικό lineup αποτελείτο από τον συμμαθητή τους Terry Sparks (κιθάρα) συν δύο μουσικούς, τον τραγουδιστή Roger Brearton και τον ντράμερ Mick Olive, που βρήκαν μέσω διαφημίσεων στην Melody Maker. Τυπικά, όπως σε πολλές μπάντες συμβαίνει οι πρώτες εμφανίσεις έγιναν σε μικρό κοινό στα τριγύρω νεανικά κλαμπ. Αρχές του '67 η περιστρεφόμενη πόρτα εισόδου/εξόδου του προσωπικού γυρνούσε σαν κολασμένη. O Derek Robinson είχε αντικαταστήσει τον Roger Brearton. O Terry Sparks είχε αντικατασταθεί από τον Roger Montgomery, ο οποίος με τη σειρά του αντικαταστάθηκε από τον Paul Kossoff και ο Andy Berenius διαδέχτηκε τον Mick Olive. Ο πατέρας του Kossoff, David ήταν ηθοποιός, συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ο Paul άκουσε τους the Shadows και ενδιαφέρθηκε για την κιθάρα στα εννιά του χρόνια. Αν και οι γονείς του, του παρείχαν κλασσική εκπαίδευση για έξι χρόνια, έχανε το ενδιαφέρον στο παίξιμο μέχρι που είδε τους Bluesbreakers του John Mayall να εμφανίζονται σε ένα κλαμπ του Λονδίνου με τον Eric Clapton. Έμεινε έκθαμβος να κοιτάει με θαυμασμό το στυλ του Clapton, μία γοητεία που οδήγησε στο να ενδιαφερθεί και για άλλους καλλιτέχνες των blues, ιδιαιτέρως για τον Peter Green, τον B.B. King και τον Freddie King. Αφού άφησε το σχολείο, ο Kossoff δούλεψε για σύντομο χρονικό διάστημα σαν πωλητής μουσικών οργάνων πριν πάει στους Black Cat Bones το 1967. Οι Black Cat Bones έπαιξαν αρκετές φορές στο Eel Pie Island Hotel, που βρίσκεται σε ένα μικρό νησάκι 10 μίλια νοτιοδυτικά του κεντρικού Λονδίνου, όπως επίσης και σε μικρότερα κλαμπ και παμπ.

Four Women (1969)


Περισσότερες αλλαγές προσωπικού υπήρξαν ωστόσο. Πρώτα ο Frank Perry αντικατέστησε τον Andy Berenius στις αρχές του '67. Ο Perry ήταν πριν μέλος σε ένα R&B σχήμα τους Abstract Sound. Ο Berenius συνέχισε στους Wildflowers με τον Paul Rodgers (φωνητικά), τον Bruce Thomas (μπάσο) και τον Mickey Moody (κιθάρα). Ο Berenius σύστησε τον Kossoff στον Rodgers και μαζί Wildflowers και Kossoff, έπαιξαν δυό φορές σε ένα blues κλαμπ του Βόρειου Λονδίνου. Η δεύτερη αλλαγή συνέβη αμέσως πριν μία σημαντική οντισιόν με τον μάνατζερ του Marquee, John Gee. Η μπάντα αντικατέστησε τον τραγουδιστή Robinson με τον τραγουδιστή και παίκτη της άρπας Paul Tiller. Η επιλογή του Tiller δεν ήταν ομόφωνη, όπως είπε στο περιοδικό Ugly Things:"Ανακάλυψα αργότερα μετά την επιτυχημένη μου οντισιόν...ότι ο lead guitarist Paul Kossoff ήθελε το φιλαράκι του Paul Rodgers σαν τραγουδιστή, αλλά δεν υιοθετήθηκε η άποψή του από τους υπόλοιπους". Ο Tiller είχε περάσει τα δύο προηγούμενα χρόνια με την blues/jazz μπάντα the Lost Souls. Μετά από μία επιτυχημένη οντισιόν στο Marquee η μπάντα άνοιξε για τους Ten Years After την 6 Οκτωβρίου του 1967. Η πρώτη τους εμφάνιση πήγε καλά και τους προσφέρθηκε φιλοξενία για κάθε Παρασκευή βράδυ, όπου υποστήριζαν πολλά από τα μεγαλύτερα rock σχήματα όπως οι Fleetwood Mac, οι the Aynsley Dunbar Retaliation, οι Jethro Tull, οι the Nice, o John Mayall και ο Rory Gallagher/Taste. Επίσης έπαιζαν και σε κοντινά blues κλαμπ.

Chauffeur (1969)


Τον Φεβρουάριο του 1968 ο Simon Kirke είδε την μπάντα σε δράση με τον Champion Jack Dupree στην παμπ Nag's Head στο Battersea, Surrey. Εντυπωσιάστηκε με την ικανότητα του Kossoff, αλλά όχι πολύ από τον ντράμερ Perry. Κατά την διάρκεια ενός διαλλείματος της μπάντας πήγε στο μπαρ, όπου ο Kossoff έπινε ένα ποτό και είπε στον κιθαρίστα τις σκέψεις του. Ο Kossoff επισήμανε ότι ο Perry ήταν να πάρει πόδι εκείνο το βράδυ και οντισιόν για αντικαταστάτη θα λάμβανε χώρα την επομένη. Ο Kirke εμφανίστηκε και πέρασε επιτυχώς από την οντισιόν. Ο Perry θεώρησε για το ότι του ζητήθηκε να αποχωρήσει ότι: "Δεν θα μπορούσα να ταιριάξω τον τρόπο που έπαιζα ντραμς με ότι ζητούσαν". Ωστόσο η μονιμότητα του Kirke στην νέα μπάντα δεν ήταν για πολύ, καθώς αυτός και ο Kossoff ουσιαστικά αποφάσισαν να αποχωρήσουν από τους Black Cat Bones. Ο Kossoff ήθελε ξανά τον Paul Rodgers στα φωνητικά. Όταν προσπάθησε να τον βρεί, έμαθε ότι οι Wildflowers είχαν τελειώσει και ο Rodgers έπαιζε με μία μπάντα που λεγόταν Brown Sugar στο Fickle Pickle κλαμπ στο Βόρειο Λονδίνο. Ο Kirke τελικά τον εντόπισε και τον έπεισε να πάει στο νέο τους γκρουπ. Με την προσθήκη του μπασίστα Andy Fraser από τους Bluesbreakers του John Mayall η μπάντα συμπληρώθηκε. Η πρώτη τους πρόβα ήταν στις 19 Απριλίου του 1968 στο κλαμπ Blue Horizon. Ανάμεσα στους παρευρισκόμενους ήταν ο Alexis Korner, ο οποίος τους έδωσε το όνομα Free και συμφωνήθηκε να τους χρησιμοποιήσει ως σχήμα που θα άνοιγαν γι'αυτόν. Τον Απρίλιο του 1968, o παραγωγός Mike Vernon χρησιμοποίησε τον Stuart Brooks, τον Paul Kossoff και τον Simon Kirke για να παίξουν για το άλμπουμ του Champion Jack Dupree, When You Feel the Feeling You Was Feeling. Ύστερα από την αποχώρηση του Kossoff και του Kirke, τα εναπομείναντα μέλη, Stuart και Derek Brooks και ο Paul Tiller, πρόσθεσαν τον κιθαρίστα Bob Weston και τον ντράμερ Terry Simms. Ο Weston πριν είχε παίξει με τους Giant Marrowfat (μία μπάντα για την οποία ελάχιστοι γνωρίζουν, αλλά έβγαλε πολύ καλούς μουσικούς, όπως ο Lol Coxhill).

Please Tell Me Baby (1969)


Οι νέοι Black Cat Bones έχτισαν ένα δυνατό τοπικό κοινό παίζοντας στο Marquee, στο Mothers και σε άλλες μεγάλες blues σκηνές στην Αγγλία. Επιπροσθέτως η μπάντα συνόδευσε τον Eddie Boyd στην περιοδεία του, πριν οι ίδιοι περιοδεύσουν στην Γερμανία και στη Σκανδιναβία. Αυτό το lineup ηχογράφησε το "The Warmth of the Day", για ένα άλμπουμ-σουβενίρ για το γαμήλιο ταξίδι της βασίλισσας Elizabeth II, αλλά ενώ το Beat Instrumental ανέφερε ότι το γκρουπ σχεδίαζε να ηχογραφήσει το δικό τους άλμπουμ τέλη '68/αρχές '69, το LP δεν κυκλοφόρησε ως τον Νοέμβριο του 1969. Μέχρι τον χρόνο των session για τις ηχογραφήσεις ακόμα περισσότερες αλλαγές είχαν συμβεί καθώς ο Ken Felton αντικατέστησε τον Terry Simms (ο οποίος με την σειρά του αντικαταστάθηκε γρήγορα από τον Phil Lenoir), o Brian Short αντικατέστησε τον Paul Tiller στα φωνητικά και ο Rod Price τον Bob Weston στην lead guitar. Οι αρχικές επιρροές του Price ήταν ο Big Bill Broonzy, o Davey Graham, o Robert Johnson και ο Muddy Waters (αν και κάποια στιγμή αργότερα η slide κιθαριστική δουλειά του Earl Hooker και του Elmore James ήταν πηγές έμπνευσης). Είχε υπάρξει μέλος των Shakey Vick's Big City Blues Band και στην εξέλιξή τους the Dynaflow Blues Band. Το άλμπουμ που προέκυψε, Barbed Wire Sandwich, κυκλοφόρησε στην Nova, θυγατρική της Decca. Ωστόσο, τον χρόνο που βγήκε, η Αγγλική έκρηξη των blues είχε καταλαγιάσει και ο δίσκος έπεσε πάνω στην αδιαφορία του κοινού. Οι κριτικοί καλοδέχτηκαν το LP. To Disk and Music Echo είπε ότι έπαιξαν "με πειθώ και συναίσθημα". Εμφανίστηκε δε-ο δίσκος-με ένα εξώφυλλο που περιγράφεται ως το πιό ύπουλο, αν και από τα πιό συναρπαστικά. Highlights η διασκευή του "Death Valley Blues" του Arthur "Big Boy" Crudup, μία στοιχειωτική ακουστική βερσιόν του "Four Women" της Nina Simone και το "Feelin'Good", άλλο ένα εξαιρετικό κομμάτι που εναλασσόταν μεταξύ ακουστικής και ηλεκτρικής κιθάρας και παρουσίαζε τον Steve Milliner στο πιάνο. Με το Barbed Wire Sandwich μη δυνάμενο να βρεί κοινό, η μπάντα τραντάχτηκε ακόμα μία φορά από αλλαγές προσωπικού καθώς ο Price, o Short και ο Lenoir αποχωρούσαν. Όπως είχε γίνει ρουτίνα τα αδέλφια Brooks έψαξαν για αντικαταστάτες. Βρήκαν τον νέο τους τραγουδιστή Pete Ross, διαμέσου μιάς αγγελίας στην Melody Maker. Ο Rod Price αντικαταστάθηκε από τον Rod Davies και ο ντράμερ Ken Felton επανήλθε στην μπάντα. Δίχως έκπληξη αυτό το lineup είχε πολύ μικρή διάρκεια. Ο Pete French γρήγορα αντικατέστησε το Ross στα φωνητικά στις αρχές του 1970, καθώς ο Ross δεν μπορούσε να συνοδεύσει το γκρουπ σε περιοδεία στην Νορβηγία και στην Γερμανία. Ο French είχε κάνει θητεία στους Brunning Sunflower Blues Band και εμφανίστηκε στο πρώτο άλμπουμ τους Bullen Street Blues. Ο French στρατολόγησε ακόμα ένα μέλος των Brunning Sunflower Blues Band τον κιθαρίστα Mick Halls, ενώ ο ντράμερ Keith Young αντικατέστησε τον Felton. Ο French και ο Halls άρχισαν να γράφουν το περισσότερο υλικό, που μετακινείτο προς ένα πιό heavy ήχο.

Feelin' Good (1969)


Στα μέσα έως τέλος του 1970, οι Black Cat Bones είχαν εξελιχθεί στους Leafhound. Τα αδέλφια Brooks έμειναν με τους Leafhound για την ηχογράφηση του μοναδικού τους άλμπουμ Growers of Mushrooms, που αργότερα έγινε αντικείμενο συλλεκτικό από τους hard rock συλλέκτες. Πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ, οι Brooks αποχώρησαν και αντικαταστάθηκαν από τον μπασίστα Ron Thomas (αργότερα μέλος των Heavy Metal Kids) πριν διαλυθούν στα τέλη του 1971. Ο Stuart Brooks έγινε μέλος των the Pretty Things τον Νοέμβριο του 1971, βγάζοντας το Freeway Madness (1973). Aφού έπαιξε στο ντουέτο Loose Ends με τον Don Craine, ο Paul Tiller πήγε στους ανασχηματισμένους Downliners Sect ως παίκτης άρπας το 1977, όπου παρέμεινε. Και ο Paul Kossoff και ο Simon Kirke θα έβρισκαν τεράστια επιτυχία με τους Free, ηχογραφώντας επτά άλμπουμ: Tons of Sobs (1968), Free (1969), Fire and Water (1970), Highway (1970), Free Live (1971), Free at Last (1972) και Heartbreaker (1973). Ανάμεσα στην πρώτη διάσπαση των Free τον Μάιο του 1971 και την τελική τους διάλυση το 1973, ο Kossoff και ο Kirke σχημάτισαν ένα στούντιο γκρουπ με τον Tetsu Yamauchi και τον Rabbit Bundrick. Η τετράδα κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ το Kossof, Kirke, Tetsu and Rabbit (1971). Ο Kossoff κυκλοφόρησε ένα σόλο άλμπουμ το Back Street Crawler το 1973 και με ένα γκρουπ με το ίδιο όνομα κυκλοφόρησαν ακόμα δύο άλμπουμ, το The Band Plays On (1975) και το Second Avenue (1976). O Kossoff πέθανε από έμφραγμα τον Μάρτιο του 1976. Ύστερα από την διάλυση των Free o Kirke σχημάτισε τους Bad Company με τον πρώην τραγουδιστή των Free, Paul Rodgers. Μαζί ηχογράφησαν πολυάριθμα χρυσά και πλατινένια άλμπουμ.

Save My Love (1969)


Ύστερα από την αποχώρησή του από τους Black Cat Bones, ο Terry Simms και ο Bob Weston σχημάτισαν τους Ashkan, που κυκλοφόρησαν ένα άλμπουμ, το In From the Cold (1970). O Weston στη συνέχεια έγινε μέλος της backing μπάντας του Long John Baldry πριν πάει στους Fleetwood Mac τον Σεπτέμβριο του 1972. Ο Weston έμεινε στους Fleetwood Mac μέχρι τα μέσα του 1973, εμφανιζόμενος στα άλμπουμ Penguin και Mystery to Me. Ο Brian Short έκανε ένα σόλο άλμπουμ , το Anything for a Laugh (1971). O Andy Berenius άλλαξε το όνομά του σε Louis Borenius στα 70'ς και συνέχισε να εμφανίζεται με τον Alexis Korner, τον Duffy Power, τον Stan Webb (Chicken Shack), τον Dick Heckstall-Smith και πολλούς άλλους. Ο Frank Perry συνέχισε για να παίξει σε free-form jazz προσανατολισμένο γκρουπ και πρωτοπόρησε στην δημιουργία meditative μουσικής. Ο Rod Price συνδέθηκε με τα πρώην μέλη των Savoy Brown, Dave Peverett, Roger Earl και Tony Stevens για να σχηματίσουν τους Foghat τον Δεκέμβριο του '70. Ως μέλος των Foghat ηχογράφησε δέκα άλμπουμ πριν φύγει τον Νοέμβριο του 1980: Foghat (1973), το παρόμοιο Foghat (1973, a.k.a. Rock and Roll), Energized (1974), Rock and Roll Outlaws (1974), Fool for the City (1975), Night Shift (1976), Foghat Live (1977), Stone Blue (1978), Boogie Motel (1979) και Tight Shoes (1980). Όλα τα άλμπουμ των Foghat από το δεύτερο μέχρι το Stone Blue έγιναν χρυσά με το Fool for the City να γίνεται πλατινένιο και το Foghat Live διπλά πλατινένιο. Ύστερα από την διάλυση των Leafhound, ο Peter French υπήρξε για λίγο μέλος των Black Bertha, μέχρι που πήγε στους Atomic Rooster και εμφανίστηκε στο LP τους In Hearing of (1971) (Αμερική #167, Αγγλία #18). O French αργότερα έγινε μέλος των Cactus εμφανιζόμενος στο άλμπουμ Fast Forward και κυκλοφόρησε ένα σόλο άλμπουμ το 1978, το Ducks in Flight, που έγινε στην Γερμανία.

Black Cat Bones with Paul Kossoff
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαβάστε/Ακούστε επίσης