Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018




SYD BARRETT


Mad Geniuses



ΠΡΟΛΟΓΟΣ 

Ίσως κανένας cult rocker δεν ενέπνευσε μεγαλύτερη λατρεία ή αφοσίωση, όσο αυτοί που πέθαναν νέοι, αυτοί που έχασαν τα λογικά τους ή αυτοί που απέφυγαν την δημοσιότητα με τόσο ένθερμο πάθος που έφτανε να συνορεύει με την εμμονή. Ένα μεγάλο μέρος αυτού έχει να κάνει απολύτως με το μυστήριο που περιβάλει τις καταστάσεις των καλλιτεχνών. Επειδή δε, οι καλλιτέχνες έχουν πεθάνει, δεν μιλάνε στα μίντια ή απλά δεν είναι ικανοί να εκφραστούν κατανοητά σε ένα περιβάλον συνέντευξης, εγείρεται ένας διαρκής θόρυβος από φήμες μερικές φορές αληθινές, αλλά τις περισσότερες φορές λανθασμένες που εισάγουν τις φιγούρες τους σε ένα φαύλο κύκλο, που το μόνο που εξυπηρετεί είναι να ενισχύει το πέπλο του μυστηρίου που τους περιβάλει. Αυτοί οι καλλιτέχνες ήταν πάντα οι πιό ενδιαφέρουσες και οι πιό πολύπλοκες περιπτώσεις για να ερευνήσει κάποιος. Σε απουσία προσωπικής πρόσβασης με τους περισσότερους οι ερευνητές έπρεπε να μιλάνε με ανθρώπους που τους ήξεραν καλά και δούλεψαν μαζί τους πολύ στενά. Αυτή η προσέγγιση αναπόφευκτα οδηγεί κατά ένα μεγάλο μέρος σε εικασίες. Έχουμε αναφερθεί από αυτό το blog στον Nick Drake, τον Roky Erickson, τoν Skip Spence, τον Lee Hazlewood. Αυτοί και άλλοι μουσικοί που ακολουθούν ήταν/είναι τόσο αινιγματικοί χαρακτήρες, που ακόμα και αυτοί που συνεργάστηκαν μαζί τους προσωπικά, μόνο να μαντέψουν μπορούν κάποια από τα κίνητρα ή τις εμπνεύσεις τους. Είναι όμως το λιγότερο πιό δίκαιο για τους καλλιτέχνες που έχουμε αναφερθεί ή θα αναφερθούμε στο μέλλον να παίρνουμε κάποιες παρατηρήσεις από ανθρώπους που τους ήξεραν καλά, παρά να συνεχίζουμε να ρίχνουμε λάδι στη φωτιά των φημών με ρηχές "μαντεψιές" εγγυημένες ή όχι. O ανεξιχνίαστος Lee Hazlewood για παράδειγμα δεν είναι μόνο μία τραγική ιστορία ανάμεσα σε αυτές που έχουμε πει ή θα πούμε. Είναι μία από τις τραγικότερες ιστορίες στην ιστορία της rock. Δεν έχει σημασία ποιοί δαίμονες ή χημικά οδήγησαν τον Syd Barrett και τον Skip Spence στην τρέλα και χειρότερα. Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι πίσω από το προσωπείο της παράνοιας, καρτερεί ένα πολύ ανθρώπινο πρόσωπο η ιστορία του οποίου αξίζει ευαίσθητης εκτίμησης από μία ακόμα και σήμερα αυξανόμενη παρέα οπαδών. Αν δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε μαζί τους σε νορμάλ όρους μιλώντας, έχουμε στο τέλος την μουσική τους, που μεταβιβάζει χαρά και συνδυασμό συναισθημάτων σε εντυπωσιακά ζωηρούς όρους που ελάχιστοι από τους λογικούς ανάμεσά μας μπορούν να ανταγωνιστούν.
Ας περάσουμε στην πιό συναρπαστική cult φιγούρα της rock.

Syd Barrett



Ακόμα έρχονται στο μυαλό μου τα λόγια που κάποτε μου έγραψε διαδικτυακός φίλος: "Μην ασχολείσαι με τον Barrett, γιατί δεν θα είσαι ο εαυτός σου", εννοώντας ότι ξεφεύγω από τις προσωπικές μου πεποιθήσεις, όσον αφορά στο κοινότοπο της περίπτωσης. Πολλοί από κριτικούς και δημοσιογράφους μέχρι καλλιτέχνες και φαν έχουν κατά καιρούς αναλύσει την περίπτωση Barrett. Και έτσι με εμένα ή χωρίς, το ψυχόδραμα της πιό συναρπαστικής cult φιγούρας της rock συνεχίζεται. Το concept θα πρέπει να είναι κάπως έτσι: 'Το 90% του κοινού που γέμιζε στάδια για να παρακολουθήσει μία version των Pink Floyd του 1990, δεν είχε την παραμικρή ιδέα ποιός είναι ο Syd Barrett'. Πολλοί θα το έβρισκαν απίστευτο ότι ήταν ο lead singer τους, ο πρώτος τους τραγουδοποιός και ο lead guitarist όταν η μπάντα εκρηγνυόταν στην Αγγλική ψυχεδελική σκηνή το 1967. Για ένα σύντομο, συναρπαστικό διάστημα, ο Syd δεν ήταν απλά ο ηγέτης των Pink Floyd. Ήταν οι Pink Floyd, σίγουρα σε όρους ίδρυσης του μοναδικού αστρικού οραματισμού της μπάντας.

Pink Floyd - Candy and a Currant Bun (1967)


Μετά από ένα λαμπρό άλμπουμ και δύο λαμπρά single, ο Syd ήταν εκτός της μπάντας που είχε δημιουργήσει, ανίκανος είτε να δουλέψει με το γκρουπ ή εξίσου σημαντικά να δουλευτεί ο ίδιος μέσα από το γκρουπ. Ακολούθησαν δύο ασυνεπή αλλά περιοδικά συναρπαστικά σόλο άλμπουμ. Και μετά για τα επόμενα 36 χρόνια σιωπή. Όχι απλά να αποσυρθεί, αλλά μία σχεδόν ολοκληρωτική παραίτηση από τον πραγματικό κόσμο, μέσα στον οποίο σπανίως εντοπιζόταν ακόμα και στην γενέτειρά του το Κέμπριτζ. Η παλιά του μπάντα συνέχισε, περισσότερο επιτυχημένη οικονομικά από σχεδόν κάθε άλλο rock σχήμα στον κόσμο. Αλλά στα μάτια των hardcore ακολούθων του Syd, ποτέ δεν έφτασαν την παιχνιδιάρικη ευφυία του πρώτου άλμπουμ τους, του 1967 The Piper at the Gates of Dawn (που κυριαρχούσε ο Barrett).
Είναι μακρύ και για το μεγαλύτερο μέρος του τρομακτικό το ταξίδι, από τότε που ο Syd δημιούργησε την μπάντα στο Κέμπριτζ στα μέσα της δεκαετίας του '60. Οι Pink Floyd γρήγορα εξέλιξαν τον ήχο τους από τις συνήθεις R&B απομιμήσεις σε ένα πιό άγριο, πιό πειραματικό ηλεκτρονικό ήχο που ενσωμάτωνε στοιχεία αυτοσχεδιασμού και avant-garde. Στα τέλη του 1966, ήταν αντικείμενα λατρείας του underground Λονδίνου, παίζοντας αλλόκοτο οriginal υλικό στο κλαμπ UFO, που αποτελούσε την βάση του underground κινήματος. Ωστόσο δεν θα σήμαιναν πολλά στο ευρύτερο κοινό, χωρίς την ευρηματική γραφή του Barrett. Άρχισε να επινοεί τραγούδια που πάντρευαν τις, από το απώτερο διάστημα, συνθέσεις των Floyd με γοητευτικές, χαρούμενες, δημοφιλείς ιστορίες με ξεκάθαρα Αγγλική κλίση. Το "Arnold Layne"/"Candy and a Currant Bun" ήταν το εντυπωσιακό ντεμπούτο single τους (και μικρό Αγγλικό χιτ), που ο Barrett μετέδιδε την ιστορία ενός ακίνδυνου παρενδυτικού (δηλαδή ατόμου που του αρέσει να ντύνεται με ρούχα του άλλου φύλλου) στην πλευρά που η δισκογραφική ήθελε να παίζουν οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί (the plug side) και μία απόκοσμη σχεδόν συνειρμική ωδή στην ψυχεδελική ευχαρίστηση στην άλλη πλευρά (the flip side). Ήταν ο ήχος μίας νέας ζωής στα άκρα, η όρεξή της για πειραματισμό, γεμάτος από μία ελαφριά τρελή χαιρεκακία. Ότι ελάχιστοι όμως αντιλήφθηκαν εκείνο τον καιρό ήταν ότι η τρέλα εκείνη γινόταν πολύ αληθινή.

Pink Floyd - Arnold Layne (1967)


Ο παραγωγός αυτού του single ήταν ο Joe Boyd, που έχει για τέσσερις δεκαετίες γευτεί μία τεραστίων διαστάσεων επιτυχημένη καριέρα, δουλεύοντας σε ηχογραφήσεις των Fairport Convention, των the Incredible String Band, των R.E.M., του Nick Drake, των John & Beverley Martyn και πολλών άλλων. Σαν παραγωγός στο στούντιο και σαν μουσικός διευθυντής στο προαναφερθέν κλαμπ UFO, ο Boyd είχε την ευκαιρία να παρατηρεί τον Syd και την μπάντα από πολύ κοντά στα τέλη του '66 και αρχές του '67, τους μήνες πριν κάνουν συμβόλαιο με την EMI records. "Κατά την διάρκεια όλης αυτής της περιόδου ο Syd ήταν μία απόλαυση", θυμάται. "Ήταν απόλυτα όμορφη η συνεργασία μαζί του. Ήταν ελαφρά ονειροπαρμένος, αλλά όχι πολύ. Ήταν πνευματώδης και αστείος και ενεργητικός και πραγματικά το επίκεντρο της μπάντας. Ο Roger (Waters, ο μπασίστας) ήταν κατά κάποιο τρόπο το στήριγμα, αυτός που θα οργάνωνε τις σκέψεις του γκρουπ ας πούμε. Αλλά ο Syd ήταν η λάμψη". Αν και το "Arnold Layne" (που είχε γίνει ανεξάρτητη παραγωγή) αμέσως καθιέρωσε τους Floyd σαν ένα μεγάλο νέο υποψήφιο, ο Boyd απομακρύνθηκε από την καρέκλα του παραγωγού από την EMI για χάρη του Norman Smith, ενός βετεράνου που είχε δουλέψει ως μηχανικός σε πολλά αρχικά session των Beatles. Αλλά το ντεμπούτο της μπάντας, The Piper at the Gates of Dawn, ήταν ένα άλμπουμ από αυτά που αποτελούσαν το επίκεντρο, τον πυρήνα της ψυχεδελικής μουσικής. Η ευφυία του Barrett δανείστηκε την παιδική αθωότητα, αλλά και τους παιδικούς φόβους ως πηγή έμπνευσης και συμβολισμού. Τα περισσότερα από τα τραγούδια του θα έμοιαζαν σαν παραμύθια, αν όχι σαν ασαφής απειλή που παραμονεύει κάτω από την επιφάνεια-οι θόρυβοι στο κατάστημα παιχνιδιών στο "Bike", οι μάγισσες και οι σατανικές γάτες του "Lucifer Sam", η μητέρα που αφηγείται ιστορίες στο κρεβάτι να διακόπτει απότομα αφήνοντας τον Syd να κρέμεται απεγνωσμένα από τα λόγια της στο "Matilda Mother".

Pink Floyd - Lucifer Sam (1967)


Παρά το διαστημικό image των Pink Floyd, τα τραγούδια του Barrett ήταν συνήθως πολύ μέσα στην Αγγλική pop παράδοση. Ο Boyd συσχετίζει το-από λίγους γνωστό-γεγονός ότι ο Syd είχε στην πραγματικότητα γράψει επιπρόσθετο υλικό για μία πολύ "ελαφρύτερη/παιχνιδιάρικη" μπάντα με την οποία ο παραγωγός είχε επίσης αναμιχθεί. "Ένας μεγάλος καημός που έχω είναι ότι δεν έχω τα demo που ο Syd μου έδωσε από έξι ή οκτώ τραγούδια που δεν είχε ηχογραφήσει" αποκαλύπτει.
"Ηχογραφούσα μία μπάντα που λεγόταν the Purple Gang και ψάχναμε υλικό και ο Syd μου έδωσε αυτά τα demo. Ήταν μερικά τρομερά τραγούδια, πολύ διαφορετικά από αυτά που τέλειωσαν μέσα στα σόλο άλμπουμ του. Δυνατά, μελωδικά, καλά τραγούδια". Η συνεισφορά των συντρόφων του, Waters, του keyboard player Rick Wright και του Nick Mason δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Μαζί με το ορμητικό τετραδιάστατο παίξιμο της κιθάρας του, η αιθέρια δουλειά του Wright προσέδωσε στο υλικό την υφή (και την μελωδικότητα) που χρειαζόταν για να ακούγεται στ'αλήθεια όχι από αυτό τον πλανήτη. Το "Astronomy Domine" όπως και το ορχηστρικό "Interstellar Overdrive" έδωσαν στα διαστημικά ενδιαφέροντα της μπάντας πλήρη εκτόνωση. Εκτελεσμένο με μία φρεσκάδα που δεν την αγγίζει ο χρόνος, το άλμπουμ πήγε στα Αγγλικά Top Ten όπως έκανε ένα παράλληλο single το "See Emily Play".

Pink Floyd - See Emily Play (1967)


Εκ των υστέρων, οι περισσότεροι συμφωνούν ότι τον καιρό που αυτοί οι δίσκοι κυκλοφόρησαν, ο Syd που έγραψε τα τραγούδια δεν υπήρχε πιά. Είτε εξαιτίας μαζικής κατανάλωσης LSD, ή των πιέσεων του επερχόμενου rock superstar στάτους ή κάποιων αδρανών μέχρι τότε ψυχολογικών ασταθειών. Το πιό πιθανό να ήταν ένας συνδυασμός όλων των παραπάνω. Αυτό που είναι σίγουρο, είναι ότι στα μέσα του '67 η συμπεριφορά του Syd γινόταν ανησυχητικά τρομακτική. Ο Joe Boyd είδε από κοντά τον Syd για τελευταία φορά τον Ιούνιο του 1967, όταν οι Pink Floyd έπαιζαν στο κλαμπ UFO για τελευταία φορά. "Ήταν τελείως γεμάτο. Δεν μπορούσες να κουνηθείς. Η μπάντα έσπρωχνε με τους αγκώνες για να ανοίξουν δρόμο μέσα από το πλήθος και εγώ τους έσπρωχνα από πίσω για να μπορέσουν να μπουν, καθώς δεν υπήρχε είσοδος από πίσω. Και ήταν τότε που είδα τον Syd για πρώτη φορά μετά από διάστημα τριών μηνών. Τον είδα από απόσταση και οι άνθρωποι γύρω μου έλεγαν ότι θα είχε πάρει πολύ LSD. Έδειχνε τελείως αλλαγμένος, έμοιαζε σαν να μην υπάρχει τίποτα μέσα του. Απλά σταμάτησε να παίζει πάνω στη σκηνή". Μέσα στους επόμενους λίγους μήνες η επιδείνωση του Syd ήταν εκπληκτικά γρήγορη, σε σχέση με την σειρά από περιστατικά που είχε περάσει ο θρύλος των Pink Floyd. Στέκοντας όλη τη νύκτα στη σκηνή για να παίξει μία νότα ή και τίποτα απολύτως. Δίνοντας στον Pat Boone, τηλεοπτικό παρουσιαστή, σιωπηλή συνέντευξη κατά την διάρκεια της σύντομης καταστροφικής περιοδείας των Floyd στην Αμερική το 1967. Κλειδώνοντας μία κοπέλα του σε ένα διαμέρισμα, σπρώχνοντας φαγητό κάτω από την πόρτα για να την κρατάει ζωντανή. Ταίζοντας με LSD την γάτα του. Σπάζοντας ταμπλέτες Mandrax στα μαλλιά του για να δημιουργήσει ένα αυτοσχέδιο στυλ χτενίσματος μόλις πριν ανεβεί στη σκηνή στα τέλη του '67 σε περιοδεία στην οποία η μπάντα εμφανίστηκε με τον Jimi Hendrix.
Όμως το πιό ανησυχητικό για τους φίλους του και συνεργάτες ήταν ότι ο Syd Barrett που ήξεραν είχε εξαφανιστεί, αφήνοντας πίσω του ένα κουφάρι με το οποίο ήταν αδύνατον να επικοινωνήσουν. Ο Keith West ήταν ο lead singer των Tomorrow, μίας περίφημης Αγγλικής ψυχεδελικής μπάντας για την οποία έχουμε αναφερθεί ΕΔΩ, η οποία έκανε σύντομες περιοδείες με τους Pink Floyd στην Ευρώπη. "Θα τον έβλεπα στο κλαμπ (UFO) δύο ή τρεις μήνες πριν γίνουμε όλοι φίλοι. Τρεις μήνες αργότερα ήταν σχεδόν σε κωματώδη κατάσταση, απλά καθόταν χωρίς να μιλάει σε κανένα, με παράξενη συμπεριφορά, να 'καρφώνει΄ με το βλέμμα του ανθρώπους, να γίνεται αντιπαθητικός και υπερόπτης. Όλοι απλά νόμιζαν ότι γινόταν αλαζονικός. Αλλά όχι δεν ήταν έτσι. Ποτέ δεν αντιληφθήκαμε τι πέρναγε μέσα του. Ο κόσμος θα συζητούσε πίσω από την πλάτη του ξέρεις, 'Νομίζει ότι είναι cool', αλλά δεν γνωρίζαμε πόσο σοβαρά ήταν τα πράγματα". Ένα single στα τέλη του '67 ("Apples and Oranges") "κρέμασε" και καθώς η μπάντα πάλευε να διατηρήσει κάποια εικόνα επαγγελματισμού στη σκηνή και στο στούντιο, άρχισε να βλέπει πόσο δύσκολο θα ήταν να συνεχίσουν με τον Barrett. "Θα έβλεπες την επίδραση που είχε η κατάστασή του στο υπόλοιπο γκρουπ", συνεχίζει ο West. "Δεν ήξεραν τι να κάνουν με αυτό, από κάποιο σημείο και μετά. Όλοι θα έβλεπαν ότι είχαν αγανακτήσει με την κατάσταση. Κάναμε δύο περιοδείες μαζί τους στην Ευρώπη και ο κόσμος θα έγραφε σημειώματα και θα τους τα έδινε επειδή ο Syd δεν μίλαγε για κάποιο λόγο εκείνες τις μέρες. Ήταν πολύ λυπηρό να τα βλέπεις αυτά".

Pink Floyd - Matilda Mother (1967)


Η έκβαση ήταν ότι ο Syd τελικά εκδιώχθηκε από την μπάντα που είχε ιδρύσει. Για λίγο ο κιθαρίστας Dave Gilmour έκανε τους Pink Floyd πενταμελές γκρουπ, αλλά η κατάσταση κράτησε μόνο για σύντομο διάστημα πριν ο Gilmour γίνει ο αντικαταστάτης του Barrett το 1968. Το περισσότερο από το δεύτερο άλμπουμ τους A Saucerful of Secrets ηχογραφήθηκε χωρίς τον Barrett και η διεύθυνση των Pink Floyd είχε τόσες αμφιβολίες ότι η μπάντα θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τον Syd-ο οποίος έγραψε τα τραγούδια τους, τα τραγούδησε και ήταν ο lead guitarist-που άφησαν τους υπόλοιπους Pink Floyd στοχεύοντας να μανατζάρουν τον Syd σαν σόλο καλλιτέχνη. Βεβαίως οι Pink Floyd τους απέδειξαν ότι είχαν κάνει λάθος. Το A Saucerful of Secrets μπήκε στα Top Ten και πέντε χρόνια αργότερα με το Dark Side of the Moon, έγιναν ένα από τα μεγαλύτερα γκρουπ της rock. Για μία σημαντική μειοψηφία των φαν των Floyd ωστόσο, η μετά τον Barrett ενσάρκωση της μπάντας ποτέ δεν έφτασε στα ύψη του lineup με τον Syd Barrett. Όπως εξηγεί ο Boyd: "Ο Syd έγραψε τρίλεπτα pop τραγούδια. Ελαφρώς παράξενα pop τραγούδια, αλλά ήταν τρίλεπτες συνθέσεις. Το γκρουπ στις live εμφανίσεις θα έκανε επίσης αυτά τα μακρά instrumental και θα επέκτειναν τα τραγούδια του Syd με αυτά τα παρατεταμένα σόλο. Τους άκουσα να κάνουν το "Arnold Layne" version των 10 λεπτών. Αλλά ακόμα υπήρχε μία δομή και ένα τραγούδι. Όταν ο Syd σταμάτησε να είναι αυτός που έγραφε όλο το υλικό, η όλη δόμηση των πραγμάτων άλλαξε. Έγιναν κάτι πολύ περισσότερο από ένα instrumental γκρουπ, με τους στίχους και την ερμηνεία σαν εισαγωγή στην ορχηστρική δουλειά. Νομίζω ότι ο Roger σαν τραγουδοποιός και ο Dave Gilmour για αυτό το θέμα, δεν είχαν το πνεύμα που είχε ο Syd. Ο Syd ήταν πολύ αστείος και εφευρετικός τραγουδοποιός και αυτό στ'αλήθεια κανείς άλλος δεν το είχε. Αλλά έχουν κάτι που πιθανώς είναι πιό εμπορικό από ότι είχε ο Syd, ένα συγκεκριμένο είδος σχεδόν Βαγκνερικών chord progressionsπου δίνουν στο ορχηστρικό τους υλικό έναν μοναδικό ήχο. Μπορείς να πεις ότι αυτοί που παίζουν είναι οι Pink Floyd από ένα μίλι μακριά. Είναι κάτι απολύτως χαρακτηριστικό. Το γεγονός ότι ήταν αρχικά ορχηστρικοί είναι ένας από τους λόγους που δεν έγιναν τόσο διάσημοι στη Βραζιλία και στη Ρωσσία όσο ήταν στην Αγγλία και στην Αμερική".

Syd Barrett - Wined and Dined (1970)


Η εκκεντρική συμπεριφορά του Syd ποτέ δεν αντιστράφηκε, αλλά η καριέρα του δεν είχε τελειώσει. Έχοντας κρατήσει χαμηλό μουσικό προφίλ στα τέλη του '60, εμφανίστηκε με δύο σόλο άλμπουμ το 1970, το Madcap Laughs και το Barrett. Ανομοιόμορφα αλλά γοητευτικά, με βασικές συνθέσεις (οι σύντροφοί του στην μπάντα έδωσαν υπολογίσιμη βοήθεια-ιδιαιτέρως ο Dave Gilmour που έκανε την παραγωγή στα περισσότερα session) τα τραγούδια παρόλα αυτά υπονοούν πρόχειρα σχέδια παρά πλήρως ανεπτυγμένες δουλειές. Το αυθόρμητο συναίσθημα όπως καταλήγει, δύσκολα μπορεί κανείς να το μελετήσει. Οι μουσικοί που συνοδεύουν τον Syd μερικές φορές θα αποφάσιζαν για να παίξουν ακόμα μία φορά για να προσεγγίσουν κάτι πιό τέλειο, καθώς ο Barrett συχνά αποδεικνυόταν απρόθυμος να κάνει πρόβες ή ακόμα να γνωστοποιήσει σε τι νότα ήταν τα τραγούδια. "Αυτό είναι αλήθεια", παραδέχεται ο Robert Wyatt τότε μέλος των the Soft Machine που επίσης εμφανίζονταν στο κλαμπ UFO) ο οποίος έπαιξε ντραμς σε κάποια από τα σόλο session του Barrett. "Αλλά εννοώ, εγώ μεγάλωσα μουσικά στα 50'ς. Αν θέλεις εκκεντρικότητα και αυτό το είδος της μη φραστικής επικοινωνίας και όλα αυτά τα παράξενα, ξέρεις δεν μπορείς να τα βάλεις με μουσικούς της jazz".
Σε σύγκριση τονίζει, "Δουλεύοντας με τον Syd Barrett ήταν πολύ εύκολο νομίζω. Τον βρήκα ευγενή και φιλικό". Λοιπόν ο Syd δεν ήταν δύσκολος στο να δουλέψεις μαζί του; "Απολύτως όχι. Όχι. Πολύ εύκολος. Τόσο εύκολος που δεν ήξερες απαραίτητα τι ήθελε ή εάν ήταν ευχαριστημένος ή όχι, επειδή έμοιαζε να είναι εντελώς ευτυχισμένος με ότι κι αν έκανες. Πιθανόν υπέφερε από την μετακίνησή του στην εμπορικότητα. Πρέπει να ήταν πολύ μπέρδεμα για αυτόν. Απλά σκέφτομαι ότι δεν ταιριάζουν όλοι στην μουσική βιομηχανία. Γνωρίζω από προσωπική εμπειρία, δεν είναι τόσο εύκολο".
Η σόλο δουλειά του Barrett λατρεύεται από τους πιστούς παρά την ασυνεπή της φύση, εν μέρει επειδή δεν περίμεναν τίποτα άλλο να έρθει. Μετά από μέτριες πωλήσεις, κριτική αναγνώριση και μερικές εμφανίσεις στο BBC και live, o Barrett σχεδόν εξαφανίστηκε από προσώπου γής. Μία προσπάθεια που έκανε για να σχηματίσει το τελευταίο του γκρουπ (που είχε το όνομα The Stars) με τον Twink (ντράμερ στους Tomorrow και στους the Pretty Things) και τον μπασίστα Jack Monck δεν ήταν κάτι καταστροφικό, μιάς και το νεοσσό σχήμα διήρκεσε μόνο για μερικές δημόσιες εμφανίσεις πριν διαλυθεί.

The Stars - Number Nine (Live, 1972)


Στα μέσα του '70, ο Barrett είχε ήδη αρχίσει να αποκτά μυθικό στάτους, ενισχυόμενο από περιστασιακές του θεάσεις, όπως τότε που εμφανίστηκε απρόσκλητος στο στούντιο με την ελπίδα να συνεισφέρει στο άλμπουμ των Pink Floyd, Wish You Were Here. Απίστευτα οι πρώην συνεργάτες του στην μπάντα, κυριολεκτικά δεν θα αναγνώριζαν με την πρώτη ματιά τoν υπέρβαρo άνδρα, που είχε αρχίσει να χάνει τα μαλλιά του. Προσπάθειες για ένα τρίτο άλμπουμ το 1974 δεν οδήγησαν πουθενά και σε κάθε περίπτωση ο Barrett έμοιαζε αδιάφορος για την μουσική. Ή ακόμα κάτι-έγινε ερημίτης στην γενέτειρά του το Κέμπριτζ, ανίκανος να εργαστεί, αφημένος να τον φροντίζουν συγγενείς που σέβονταν τις επιθυμίες του για περιορισμένες επαφές με τον έξω κόσμο. Μία φωτογραφία του 1990 που εμφανίστηκε στην βιογραφία των Pink Floyd του Nicholas Schaffner (Saucerful of Secrets) δεν ήταν τίποτα άλλο παρά σοκαριστική. Ακόμα και από τους cult οπαδούς του που πήγαιναν να αποτίσουν φόρο τιμής στο Κέμπριτζ με την ελπίδα να εντοπίσουν τον ήρωά τους, ελάχιστοι θα είχαν αναγνωρίσει αυτόν τον συνηθισμένο, κοντόχοντρο μεσήλικα άνδρα, που έμοιαζε για τα καλά πέντε έως δέκα χρόνια μεγαλύτερος από τα 45 χρόνια του.

Syd Barrett - Terrapin (1970)


Οι cult οπαδοί του Syd Barrett συνεχίζουν να αυξάνονται και να αυξάνονται, εν μέρει λόγω της μοναδικής λαμπρότητας της δουλειάς του, εν μέρει λόγω του μυστικισμού γύρω από την περιθωριοποίησή του και εν μέρει λόγω της διαχεόμενης αίσθησης της αμφιβολίας ότι υπάρχει τόσο λίγη από την δουλειά του διαθέσιμη. Ένα "lost album" το Opel έγινε στα τέλη του '80 από σκόρπιες σόλο δουλειές και αποκάλυψε κάποιο ωραίο, μέχρι τότε ακυκλοφόρητο υλικό. Ότι ακολούθησε ήταν ένα σετ που παρουσίαζε όλα τα τρία σόλο άλμπουμ και εναλλακτικές version που ουσιαστικά ήταν μέρη από μέρη που δεν είχαν συμπεριληφθεί στα άλμπουμ, τέλος πάντων με το λυσσασμένο κοινό να ηδονίζεται με οτιδήποτε μπορούσε να βρεθεί από τον αγαπημένο του Syd. Bootlegs από αρχικές ραδιοφωνικές εκπομπές, εναλλακτικές μίξεις και άλλα, με πιστότητα που κυμαινόταν από εξαιρετική έως τραγική, εξακολουθούσαν να αλλάζουν χέρια. Μία καλή βιογραφία του Barrett εμφανίστηκε
(Crazy Diamond) και διάφορα περιοδικά για φαν έχουν διατηρήσει την φλόγα να καίει για αυτές τις δεκαετίες. O Iain Smith εκδότης του περιοδικού (Eskimo Chain) εικάζει γιατί ο Barrett συνεχίζει να βγάζει τόσο πειστική γοητεία μετά από τόσα χρόνια από την τελευταία του ηχογράφηση. "Όπως ο Nick Mason επισήμανε κάποτε, είναι το σύνδρομο του James Dean, ενός εξαιρετικά ταλαντούχου νέου που δεν εκπληρώνει το προσδοκώμενο. Οι άνθρωποι το έβρισκαν δύσκολο να πιστέψουν ότι ο Elvis Presley ή ο Jim Morrison ήταν πραγματικά νεκροί, έτσι με τον Syd το γεγονός ότι ήταν κάπου εκεί έξω έκανε την ιστορία του συναρπαστική. Επιπλέον, σίγουρα αν και η δουλειά του είναι τόσο περιορισμένη, ό,τι υπάρχει έχει μία μοναδική-από άλλους κόσμους-λαμπρότητα. Προσθέστε αυτά στον μύθο και έχετε έναν εξαιρετικά δυνητικό συνδυασμό".

Ας είναι ο Syd Barrett ο πιό φημισμένος μουσικός που έχω ασχοληθεί ή θα ασχοληθώ από τώρα και μετά σε αυτό το blog, όσο θα υπάρχει ακόμα.

Pink Floyd - Astronomy Domine (1967)


ΣΥΝΙΣΤΩΜΕΝΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ

The Piper at the Gates of Dawn (1967, Capitol)

Ένα από τα μεγάλα ψυχεδελικά άλμπουμ και ο ένας δίσκος στον οποίο τα ταλέντα του Barrett είναι ολάνθιστα. Επίσης τσεκάρετε για τα τρακ των αρχικών single των Floyd, "Arnold Layne", "Candy and a Currant Bun", "Apple and Oranges" και "See Emily Play", διαθέσιμα σε διάφορα compilation.

Crazy Diamond (1993, EMI)

Αν κολλήσεις, κόλλησες. Έτσι αν και ένα τριπλό CD και των δύο άλμπουμ και της συλλογής του Opel και ακόμα περισσότερων ίσως φαίνονται υπερβολικά, αυτό είναι το καθοριστικό compilation του Barrett, σε σόλο δουλειά, με εξαίρεση ορισμένων τρακ που μπήκαν στα the Peel Session.

Magnesium Proverbs (bootleg)

Το καλύτερο compilation από unofficial υλικό. Session των Floyd στο BBC το 1967, ενναλλακτικές versions, σόλο live εμφανίσεις και τέτοια πράγματα.

ΣΥΝΙΣΤΩΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Crazy Diamond: Syd Barrett & the Dawn of Pink Floyd από τον Mike Watkinson & Pete Anderson (1991, Omnibus)

Καλή, σαφής βιογραφία με πληθώρα ανεκδότων από φίλους και συνεργάτες. Τίγκα με συναρπαστικές ιστορίες από τις εκκεντρικότητες του Barrett, αλλά με την προτεραιότητα δοσμένη στην θαυμάσια μουσική του. Η βιογραφία των Pink Floyd Saucerful of Secrets (Harmony) από τον Nicholas Schaffner επίσης περιέχει μία καλή δόση από ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τον Barrett στα αρχικά του κεφάλαια.

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018




PETE & ROYCE


Great Unknowns



Η ταραγμένη περίοδος που επικράτησε στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του '60-αρχές '70, είχε σαν αποτέλεσμα, όπως γίνεται πάντα στον κόσμο της μουσικής, να πυροδοτήσει την φαντασία και την δημιουργικότητα ορισμένων καλλιτεχνών, που επηρεασμένοι από τα ακούσματά τους έφτιαξαν με απεριόριστη έμπνευση αδιάλλακτη μαγική μουσική.
Εκτός από τους Κώστα Τουρνά (Απέραντα Χωράφια), τον Σταύρο Λογαρίδη (ΑΚΡΙΤΑΣ), τον Ηρακλή Τριανταφυλλίδη (Σε Άλλους Κόσμους), όπως και τους Aphrodite's Child (666), τους Axis (Axis), τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, που κυκλοφόρησαν τις πρώτες δουλειές του Ελληνικού progressive στις αρχές του 1970, στα τέλη της δεκαετίας ακολούθησαν ορισμένα ακόμη Ελληνικά γκρουπ, όπως οι Apocalypsis, οι P.L.J. Band, οι Nemesis και ίσως κάποιοι άλλοι ακόμα. Ένα είναι σίγουρο πάντως. Ότι μέσα σε αυτή την δεύτερη ομάδα των γκρουπ που έπαιξαν progressive  βρισκόταν ένα υπέροχο, άγνωστο για τους περισσότερους Έλληνες γκρουπ, με το όνομα Pete & Royce.

Time (1980)


Αν όμως κάποιος είναι συλλέκτης του συγκεκριμένου είδους μουσικής, θα έχει υποστεί ισχυρό ηλεκτροσόκ όταν προσπάθησε να βρει μία original κόπια των δίσκων τους.
Εκείνη την εποχή, στην έκρηξη του πανκ, το να ασχοληθεί κάποιος με μουσική που απασχόλησε την προηγούμενη δεκαετία ήταν κάτι προκλητικό. Και σίγουρα μη εμπορικό. Δεν συμβιβάζονται τα πανκ και post-punk θέματα με τους Pink Floyd, τους Yes και τους Camel ή τους Fantasy, τους Cressida και τους Kestrel.
Βεβαίως μέρος της κατάστασης αυτής οφειλόταν στο γεγονός ότι οι δίσκοι των progressive γκρουπ, όπως ο καθείς βρίσκει σήμερα με την βοήθεια του διαδικτύου, δεν γίνονταν γνωστοί στην χώρα μας έτσι εύκολα, αν δεν βρισκόταν κάποιος ήδη μυημένος που να σε έβαζε μέσα στο παιχνίδι. Όταν λοιπόν άρχισαν να εμφανίζονται στα δισκάδικα της εποχής ακόμα και στα περιφερειακά, διάφοροι δίσκοι από King Crimson, Camel, Caravan κλπ, τότε άρχισε να δίνεται η απαραίτητη προσοχή στα Ελληνικά εκείνα γκρουπ στα τέλη της δεκαετίας του '70. Τα οποία και λόγω αυτής της...απομόνωσης βρέθηκαν να εμφανίζονται στα ίδια μέρη, να ανταλλάσουν μουσικούς μεταξύ τους και να υποστηρίζουν αυτό που βρισκόταν σε έλλειψη στη χώρα, που έμπαινε στον κόσμο των Stranglers, των Damned, των Β-52's και των υπολοίπων, χωρίς να υπάρχει η ομαλή μετάβαση από την ψυχεδέλεια στο progressive-rock και στην acid-folk ίσως.

    Suffering of Tomorrow                                       Days of Destruction














Η Musicbazz ήταν η εταιρεία που ανέλαβε να επανεκδόσει τα δύο πολύ καλά άλμπουμ των Pete & Royce σε ένα πολύ προσεγμένο εμφανισιακά CD. Οι δίσκοι τους είχαν αρχικά ηχογραφηθεί στην Οκτώηχος και στην Ocean, εταιρείες χωρίς εμπειρία που δεν μπόρεσαν να αποτυπώσουν όπως θα έπρεπε την μουσική των Pete & Royce. Τα άλμπουμ βέβαια εκείνα τα πρωτότυπα αποτελούν αντικείμενα συλλεκτικά και ως εκ τούτου η επανέκδοσή τους σε CD εκπλήρωσε ένα σκοπό για τους λάτρεις του συγκεκριμένου είδους. Ο κιθαρίστας, τραγουδοποιός και τραγουδιστής Παναγιώτης "Pete" Τσίρος, από την Κηφισιά και ο παίκτης των keyboards Βασίλης Γκίνος (έπαιξε στις Μουσικές Ταξιαρχίες) αποτελούν τα θεμέλια της μπάντας. Τα υπόλοιπα μέλη ήταν: Φώντας Χατζής (ντραμς), Ηλίας Πορφύρης (μπάσο) και Λαυρέντης Τσινάρογλου (κιθάρα, φωνητικά).

Flickering Light (1980)


Το Suffering of Tomorrow είναι ένα concept άλμπουμ για τον θάνατο και την σήψη, για την καταστροφή όλου αυτού που οι άνθρωποι νομίζουν μόνιμο. Αφιερωμένο στον άρρωστο αδελφό του Τσίρου, που απεβίωσε, διακατέχεται από πεσσιμιστικό πνεύμα, στην προσπάθεια να δώσει πρόσωπο στην θλίψη και την απόγνωση. Μακριά, πολύπλοκα περάσματα, δεν θυμίζουν καθόλου το στυλ του progressive που ηχογραφήθηκε στις αρχές του'70. Μυστικιστικό, χωρίς καμία σύνδεση με την εκκλησία και όμως εν είδει λειτουργίας μοιάζει να έχει τον διττό ρόλο να ψάχνει για κάτι που χάθηκε, ενώ ταυτόχρονα να προσφέρει κάτι που έχει βρεθεί. Στο πρώτο τους άλμπουμ αρχίζουν με το αξιόλογο "Flickering Light", συνεχίζουν με το μελωδικό "Flowers" αλλά και το στοιχειωτικό "Time". Στην δεύτερη πλευρά του δίσκου υπάρχει η ιδιαίτερη progressive σουίτα "Years Before" σε τρία μέρη. "Maybe"/"Face of the Moon"/"Round Your Grave".

Years Before (1980)


Στο ασσύμετρο δεύτερο άλμπουμ τους του 1981, Days of Destruction, η μπάντα πηγαίνει σε λίγο πιό straight rock ήχο, χωρίς να υπολείπεται βεβαίως του πρώτου LP, εκτός από τον μυστικισμό.

Who Cares (1981)


Ένα από τα καλύτερα κομμάτια τους βρίσκεται σε αυτόν τον δίσκο και λέγεται..."Days of Destruction".

Days of Destruction (1981)


Η μπάντα το 1984, έκανε ακόμα ένα δίσκο στην Metronome ως Royce, τελείως διαφορετικό από τους δύο πρώτους, κάτι σε στυλ disco/new wave προτού διαλυθεί. Ενεργός παραμένει μόνο ο Βασίλης Γκίνος.


ΣΥΝΙΣΤΩΜΕΝΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ

SUFFERING OF TOMORROW + DAYS OF DESTRUCTION (2 LP in 1 CD)

Τα πρώτα δύο άλμπουμ των underground θρύλων σε ένα πολυτελές CD. Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε εδώ.

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018



JUDAS PRIEST



The Early Years of Metal Gods



      Και τι δεν έχουν πει για αυτούς: ”Aπό τις πιο σημαντικές μπάντες του Heavy Metal (H.M.), αυτές που καθόρισαν τον ήχο του, από τη γέννησή του μέχρι σήμερα “. “Χωρίς αυτούς η εικόνα του H.M. ήχου θα ήταν πολύ διαφορετική σήμερα“. “Ολόκληρα υπο-είδη του H.M. (όπως το αμερικάνικο Power Metal, το Death ή και το Thrash) δεν θα υπήρχαν ίσως χωρίς αυτούς“. “Αν το Η.Μ. είναι ένα οικοδόμημα, τότε η μία από τις κολόνες που το βαστάνε θα ήταν αυτοί”. “Είναι ο σκελετός του metal, το βαθύτερο DNA του”. “Υπήρξαν οι πρώτοι εκπρόσωποι του λεγόμενου N.W.O.B.H.M.”. “Έφεραν τον όρο ‘metal’ δίπλα στον όρο ‘heavy’. Για την ακρίβεια, αν ο όρος ‘heavy’ ανήκει στους Black Sabbath, o όρος ‘metal’ ανήκει δικαιωματικά σ’ αυτούς”. “Αυτοί έπαιξαν πρώτοι καθαρό Η.Μ.”. “Αυτοί γέννησαν το Η.Μ.“… Δεν πάμε πουθενά όμως έτσι. Μπορώ να απαριθμώ τέτοιου είδους ‘ύμνους’ για ώρες. Και για να σας πω την αλήθεια, το βρίσκω κάπως γελοίο να προσπαθώ να σας πείσω για την προσφορά, την επιρροή και γενικά την σχέση με το Heavy Metal που έχουν οι JUDAS PRIEST (J.P.)
     Και δεν είναι φυσικά αυτός ο σκοπός του άρθρου. Όλα τα παραπάνω …μπλα μπλα τα βρίσκει κανείς εύκολα σε οποιοδήποτε ‘αρθράκι’ για τους Priest. Αυτά, συν τις μακροσκελείς αναλύσεις για την επιρροή τους στο outfit του - τότε και του σημερινού -  metalhead. Με όλα αυτά τα καρφιά, τα δερμάτινα, την ιδιαίτερη γκαρνταρόμπα τους, ειδικά του Halford. Ή ακόμη την αμφιλεγόμενη (μέχρι να δηλωθεί απ΄τον ίδιον επίσημα το ΄93) σεξουαλικότητα του τελευταίου. Ωραία και πικάντικα όλα αυτά, όμως όχι για τούτο εδώ το άρθρο. Εδώ θα επικεντρωθούμε στην ίδρυση του γκρουπ, στα πρώτα δύσκολα χρόνια της ύπαρξής του, στην αρχή της δισκογραφίας του, στη μουσική εκείνης της πρώτης εποχής, με έμφαση στα κομμάτια του πρώτου τους άλμπουμ. Ας αρχίσει η ιστορία…
      Το Birmingham είναι η μεγαλύτερη βιομηχανική ζώνη της Αγγλίας. Και δυστυχώς μία απο τις βιαιότερες πόλεις της Ευρώπης. Σε αυτό το περιβάλλον οι σχολικοί φίλοι, οι K.K. Downing και Ian ‘Skull’ Hill, ύστερα από αρκετό καιρό που έπαιζαν μαζί, αποφασίζουν να δημιουργήσουνε μια μπάντα οδηγούμενοι από την λατρεία τους προς την μεγάλη σχολή του βρετανικού blues και φυσικά τον Jimi Hendrix. Ακούνε επίσης Who, Cream, Yarbirds και Bob Dylan. Ο Ian παίζει μπάσο και ο Ken κιθάρα. Αρχικά παίζουνε μαζί με τον ντράμερ John Ellis, προβάροντας πρωτόλειες συνθέσεις και παίζοντας αρκετές διασκευές σε κοινότητες νέων στο West Bromwich. Την μπάντα τους θα την ονομάσουν - αρχικά - Freight. Μια μέρα καθώς έπαιζαν έξω από το μέρος όπου έκαναν πρόβα, πέρασε ο καταξιωμένος σχετικά, στην μικρή τοπική σκηνή τραγουδιστής, Al Atkins. Η μανία και η ενέργεια με την οποία έπαιζαν τον άφησε έκπληκτο και αποφάσισε στη στιγμή να ενταχθεί στο σχήμα, φέρνοντας (κι επιβάλλοντας) μαζί του το όνομα της προηγούμενης του μπάντας, Judas Priest. Το όνομα, για την ιστορία, ήταν μια ιδέα του πρώην bandmate του Atkins, Bruno Stapenhill, ο οποίος την εμπνεύστηκε από το τραγούδι, του 1967, “The Ballad of Frankie Lee and Judas Priest”, του Bob Dylan. Έτσι ξεκίνησαν να κάνουν μικρές περιοδείες και να παίζουν σε μικρά club. Η πρώτη εμφάνισή τους γίνεται σε μια pub στο Essington, το “St. John's Hall”, στις 16/3/1971, μπροστά σε 7 θεατές! Το set-list περιλάμβανε κάποια δικά τους τραγούδια όπως και αρκετές διασκευές. Μάλιστα ηχογράφησαν κι ένα demo, το οποίο όμως δεν στάθηκε ικανό να τους κάνει να υπογράψουν σε κάποια δισκογραφική εταιρεία.

Deep Freeze


     Στο μεταξύ οι ντράμερ έδιναν κι έπαιρναν: ο Ellis αντικαταστάθηκε από τον Alan Moore και  μέχρι το τέλος του έτους, ο Chris Campbell αντικατέστησε τον Moore. Τελικά, η δύσκολη ζωή ενός περιοδεύοντος συγκροτήματος και τα χρήματα που δεν έρχονταν ώθησαν τον τραγουδιστή Al Atkins στην αποχώρηση. Απογοητευμένος από την οικονομική του κατάσταση, και αφού έβλεπε ότι με την μπάντα δεν μπορούσε να ζήσει όπως θα ήθελε, εγκαταλείπει τους υπόλοιπους και βρίσκει μία κανονική δουλειά για να βγάλει τα προς το ζην. Έτσι ορφάνεψε η θέση του τραγουδιστή. Αυτό ήτανε σοβαρό πλήγμα για την νεοσύστατη μπάντα και οι Downing και Hill σκέφτονται σοβαρά να το διαλύσουνε. Η λύση ευτυχώς δεν άργησε να βρεθεί: Ο Ian Hill εκείνη την περίοδο είχε σχέση με μία κοπέλα (την οποία αργότερα παντρεύτηκε), με το όνομα Sue Halford. Αυτήν είχε αδερφό κάποιον για τον οποίο ακουγόταν ότι ήταν ένας πολύ ικανός τραγουδιστής, μοιάζοντας τότε αρκετά στον Robert Plant των Led Zeppelin, αλλά με καθαρά δικό του χαρακτήρα και προσωπικότητα. Έβγαζε χαρτζηλίκι ως ‘βοηθός φωτισμού’ σε διάφορα - αμφιβόλου ηθικής – θέατρα. Το όνομα αυτού; Rob Halford! Ύστερα από μια πρόβα μαζί του οι Judas Priest τον ενσωμάτωσαν στην μπάντα, παίρνοντας επίσης και τον drummer John Hinch. Rob και John έπαιζαν μαζί στο προηγούμενο συγκρότημά τους, τους Hiroshima. Κάπως έτσι, από ένα τυχαίο γεγονός, οι Priest αποκτήσανε τη φωνή, ή πιο σωστά την… κραυγή, που θα τους έκανε διάσημους.

Dying to Meet You


      Η μπάντα βρίσκεται και πάλι στο δρόμο, με συνεχόμενα live. Πραγματοποιούν την πρώτη τους περιοδεία στην ηπειρωτική Ευρώπη στις αρχές του 1974. Παίζουνε ζωντανά όπου και όσο πιο συχνά μπορούνε, ενώ έχουνε ήδη εμφανιστεί σε Ολλανδία, Γερμανία και Νορβηγία. Σε κάποια από τις εμφανίσεις τους, τους βλέπουνε οι άνθρωποι μιας μικρής ανεξάρτητης εταιρίας, της Gull Records, και τους προτείνουνε συνεργασία. Στις 06/04/74, επιστρέφοντας στην Αγγλία, οι Priest υπογράφουνε το πολυπόθητο συμβόλαιο με την Gull, ενώ ύστερα από παραίνεσή της προσλαμβάνουνε τον Glenn Tipton (προτεινόμενο από τον Downing) ως δεύτερο κιθαρίστα. Αυτός έπαιζε σε ένα συγκρότημα με το όνομα The Flying Hat Band. Ο Τipton λοιπόν εισχωρεί στο συγκρότημα και η γέννηση του πιο ιστορικού κιθαριστικού διδύμου είναι γεγονός. Έτσι οι Judas Priest, κάνοντας κι αυτήν την προσθήκη, γίνονται το πρώτο hard rock - heavy metal συγκρότημα που παίζει με δύο κιθάρες. Σταδιακά ο Ken και ο Glenn θα αναπτύξουν μία ιδιαίτερη χημεία και μεταξύ τους θα υπάρξει μία ευγενής άμιλλα που σαν αποτέλεσμα θα έχει να τους κάνει και τους δύο καλύτερους κιθαρίστες. Τα συνεχώς εναλλασσόμενα riff, τα διπλά σόλο, ο hard rock ήχος και η μελωδία που μπορούν και ακούγονται την ίδια στιγμή, αποτελούν την τέλεια συνοδεία στη χαρισματική φωνή του Rob Halford. Όλα τα προηγούμενα επηρέασαν την μετέπειτα εξέλιξη της εν λόγω μουσικής σκηνής. Κι ο δρόμος για το πρώτο τους άλμπουμ είναι πλέον ανοιχτός.
       Το υλικό ήταν λίγο πολύ έτοιμο. Η μπάντα περπατούσε στον πέμπτο της χρόνο. Κάποια κομμάτια υπήρχαν ακόμη από την εποχή του Atkins. Για παράδειγμα, τραγούδια όπως το “Never Satisfied”,"Caviar and Meths" και “Winter” ‘φωνάζουν’ από μακριά ότι δεν συμβαδίζουν με τη φωνή και το στυλ του Halford αλλά ταιριάζουν καλύτερα στον Atkins που τα έγραψε. Γενικά η μουσική κατεύθυνσή τους σ’ αυτό το άλμπουμ  ήταν κάπως μπερδεμένη. Δεν το λες καθαρό, βαρύ metal, δεν είναι ακριβώς blues rock, υπάρχουν κομμάτια που φλερτάρουν με μπαλάντες, βρίσκεις μέχρι και prog στοιχεία, ακόμη και ίχνη ψυχεδέλειας.

One For The Road


      Μπαίνουν στα Trident Studios και πιάνουν δουλειά.  Χρειαζόταν φυσικά κι ένας έμπειρος παραγωγός για να τους κατευθύνει σ΄αυτή την πρώτη τους προσπάθεια. Επιλέγεται ο Rodger Bain, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τα πρώτα τρία album των συμπατριωτών τους Black Sabbath και των Budgie. Τα προβλήματά τους όμως αυξήθηκαν αντί να εξαληφθούν. Οι συνθήκες είναι άθλιες. Έρχονται για ηχογραφήσεις πολλές φορές ακόμη και νηστικοί. Το άυπνοι μάλλον εννοείται. Τα τεχνικά προβλήματα στο στούντιο επίσης δεν έλειπαν. Όλα τους έδειχναν ότι ο δίσκος θα είναι σαφώς κακής ποιότητας - και δεν έπεσαν έξω. Ο ίδιος ο Bain τους κάνει τη ζωή μαρτύριο. ‘Κατακρεουργεί’ κάποια κομμάτια (όπως το δεκάλεπτο αρχικά "Caviar and Meths") ενώ άλλα που έπαιζαν στα live και άρεσαν στον κόσμο, όπως τα  "Tyrant", "Genocide" και " The Ripper", τα απέρριψε απ΄το track-list – ευτυχώς οι Priest τα επανέφεραν στο επόμενό τους άλμπουμ. Το ίδιο συνέβη και με το “Whiskey Woman” - αργότερα ‘μεταμορφώθηκε’ σε …”Victims Of Change”! Οι J.P. φτάνουν στο σημείο, για διάφορους λόγους (ησυχία, ζέστη, απουσία του Bain), να έρχονται να ηχογραφούν νύχτα. Ο μύθος θέλει μάλιστα ολόκληρο το άλμπουμ να το ηχογραφούν, κάποια τέτοια νύχτα, live και μονοκοπανιά, σαν σε συναυλία και όχι κομμάτι κομμάτι, ξεχωριστά το κάθε όργανο, ξεχωριστά τα φωνητικά κτλ. Ακούγοντάς το σου δίνει σίγουρα αυτή την αίσθηση…

Caviar And Meths


      Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1974, λοιπόν, κυκλοφορεί το Rocka Rolla. Ένα άλμπουμ που απέτυχε πριν καν βγει στην αγορά, κυρίως για τους παραπάνω λόγους. Η παραγωγή είναι μέτρια και βέβαια δεν προμηνύει σε τίποτα την μετέπειτα εξέλιξη του συγκροτήματος. Η μουσική φαντάζει αινιγματική σε έναν φαν της μπάντας που το άκουσε μετά π.χ. το “British Steel” ή το “Screaming For Vengeance”. Ίσως πολύ bluesy, low ή πειραματική. Η αλήθεια είναι ότι ακολουθούσε τις τάσεις της εποχής εκείνης. Ενδιαφέρουσα μεν, όχι metal δε. Μια ‘μίξη blues με heavy rock ήχο’ θα ήταν μια σωστότερη προσέγγιση. Παρόλα αυτά υπήρχαν κάποιες καλές στιγμές στο άλμπουμ, οι οποίες έδειχναν κάποια ίχνη του ταλέντου των Priest, όπως το ομώνυμο, το οποίο προηγουμένως κυκλοφόρησε σε single, το instrumental “Caviar and Meths”, το “Cheater” και – ίσως - το καλύτερο του δίσκου, το “Run of the Mill”, στο οποίο ο Halford κάνει την πρώτη του μεγάλη ερμηνεία, ανεβάζοντας στο τέλος του τραγουδιού την φωνή σε πολύ υψηλά (για την εποχή) επίπεδα. Οι κραυγές του στο τέλος είναι ίσως κάποια από τα καλύτερα “wails” που έκανε ποτέ ο Rob! Το τρίλεπτο σόλο του KK όπως και αυτό του Glenn (μία από τις ελάχιστες συνεισφορές του στο “Rocka”) απογειώνει το κομμάτι, ίσως ένα από τα διαμάντια του άλμπουμ.

Run of the Mill


     ToCheater  θα χαρακτηριζόταν  ως το πιο ‘obscure’ κομμάτι, όχι μόνο του συγκεκριμένου  άλμπουμ, αλλά της μπάντας γενικώς. Είναι το ένα από τα δύο κομμάτια των Priest που έχουν φυσαρμόνικα - βρείτε εσείς το άλλο. Θυμίζει ίσως και country. Οπωσδήποτε ακούγεται ως ένα κλασικό Priest τραγούδι και η γραμμή του είναι - αν μη τι άλλο – πιασάρικη.

Cheater


     Το “Never Statisfied”, κομμάτι των Atkins και Downing, με βαρύ και ‘βρώμικο’ riff αλλά τελικά με πολύ αδύναμο ήχο στις κιθάρες. Θα ήταν ίσως ένα υπέροχο ροκ τραγούδι αν είχε περισσότερη δύναμη.  Ακόμη όμως κι έτσι παραμένει ένα πολύ καλό κομμάτι.

Never Statisfied


     Την  “Τριλογία του Χειμώνα” απαρτίζουν τα κομμάτια "Winter", "Deep Freeze" και  "Winter Retreat"  τα οποία θα αποτελούσαν άνετα μια εννιαία ‘σουίτα’ (όχι όμως σε εκδόσεις CD). Τίποτε το ιδιαίτερο μπροστά στο ομώνυμο κομμάτι του άλμπουμ, που φαίνεται να είναι και το ‘δυνατότερό’ τους. Αν και σχετικά σύντομο, η κιθάρα μετά το πρώτο λεπτό το δικαιολογεί και ως πραγματικό ‘κομμάτι τίτλου’.

Rocka Rolla


     Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του άλμπουμ είναι και το αρχικό εξώφυλλο του δίσκου: Το γνωστό “καπάκι” που παραπέμπει μαζί με τον τίτλο σε δημοφιλές αναψυκτικό. Ήταν έργο του designer, John Pasche, γνωστού για τη δουλειά του με το πασίγνωστο logo των Rolling Stones (αυτό με την ΄γλώσσα΄). Περιττό να αναφέρουμε ότι υπήρξαν προβλήματα και δικαστικές διαμάχες με την Coca-Cola, αλλά έν τέλη όλοι βγήκαν κερδισμένοι. Αργότερα, στη δεκαετία του ’80, η μπάντα άλλαξε το εξώφυλλο στις επανακυκλοφορίες του άλμπουμ.
     Όπως ηταν λογικό δεν πήγε και πολύ καλά. Πούλησαν μόνο λίγες χιλιάδες αντίτυπα. Και συνέχιζαν να περιοδεύουν με ένα δικό τους φορτηγάκι από πόλη σε πόλη και μάλιστα κάποια φορά έπαιξαν και σε μια ελληνική ταβέρνα ! Το καλό ήταν ότι τελικά οι Priest, σκληροτράχηλοι καθώς ήταν, δεν πτοήθηκαν. Συνέχισαν να παίζουν, να ταξιδεύουν, να γράφουν, κάνοντας σχέδια για το επόμενό τους  άλμπουμ, που το φαντάζονταν καλύτερο. Ίσως το “Rocka Rolla” να αποτελούσε το πρώτο, αναγκαστικό, ‘μέτριο’ βήμα για να υπάρξει το επόμενο. Εξάλλου όλοι από κάπου αρχίζουν, όχι πάντα πετυχημένα. Το ντεμπούτο χρησίμευσε ίσως περισσότερο για να υποδείξει τις δυνατότητες του γκρουπ, παρά να κάνει κλικ στην υψηλότερη ταχύτητα που θα χρησιμοποιήσουν αργότερα για να κατακτήσουν τον κόσμο.
    Τα υπόλοιπα είναι γνωστή ιστορία. Εν συντομία: Το 1976 κυκλοφορούν το Sad Wings of Destiny (με τον Alan Moore  στα ντραμς). Ωστόσο, η έλλειψη πωλήσεων τους έφερε σε μια άθλια οικονομική κατάσταση, η οποία διορθώθηκε με ένα νέο συμβόλαιο με την CBS Records. Το Sin After Sin (1977) βρίσκει τον Simon Phillips να αντικαταστεί τον Moore . Ο δίσκος έλαβε θετικές κριτικές και η μπάντα αναχώρησε για την πρώτη αμερικανική περιοδεία τους, με τον Les Binks αυτή τη φορά στα τύμπανα. Επιστρέφοντας στην Αγγλία, οι J.P. ηχογραφούν το Stained Class (1978), άλμπουμ που τους καθιέρωσε ως μια διεθνή δύναμη στο metal. Μαζί με το Hell Bent for Leather (κυκλοφορεί ως Killing Machine στο Ηνωμένο Βασίλειο), καθόρισαν το νεοσύστατο ‘New Wave Of British Heavy Metal’. Ένας σημαντικός αριθμός συγκροτημάτων υιοθέτησε την εικόνα των Priest με δερμάτινα και σκληρό ήχο, καθιστώντας τη μουσική τους πιο ‘δύσκολη’, γρηγορότερη και πιο δυνατή. Μετά την κυκλοφορία του “Hell Bent for Leather”, η μπάντα κατέγραψε το live άλμπουμ Unleashed in the East (1979) στην Ιαπωνία κι αυτό έγινε το πρώτο τους πλατινένιο στην Αμερική. Κι ακόμη δε φτάσαμε καν στο 1980, στο επόμενο άλμπουμ τους, British Steel, που τους έφτασε στα ουράνια και τους έκανε πραγματικούς Metal Gods με κομμάτια όπως τα "Breaking the Law" και "Living After Midnight". Ο δρόμος για την απόλυτη επιτυχία ήταν ορθάνοιχτος μπροστά τους. Και το Heavy Metal έβρισκε τους σύγχρονους - και  διαχρονικούς - εκφραστές του. Ειρωνεία! Το συγκρότημα που είχε ξεκινήσει πριν δέκα χρόνια, δίπλα από τα εργοστάσια μετάλλων του Birmingham.
      Κι όπως έλεγε κι ο Halford : “Μεγάλωσα σε μια γειτονιά που το μόνο που άκουγα ήταν o ήχος από τα σφυριά και τα πιστόνια δίπλα μας. Για να πάμε στο σχολείο περνούσαμε μέσα από εργοστάσια που έλιωναν τα μέταλλα. Έκανα φιλολογικά μαθήματα και η τάξη κουνιόταν από τα κτηνώδη μηχανήματα. Τι μουσική περιμένετε να παίξω;

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018




CREEDENCE CLEARWATER REVIVAL


How did they get their name?



Τέλη του 1959, El Cerrito, California. Σ’ αυτό το μικρό προάστιο στον κόλπο του San Francisco, τρία γυμνασιόπαιδα αποφασίζουν να φτιάξουν μία rock μπάντα. Ανησυχούσαν από τότε για την σωστή ονομασία τους. Εκείνη την εποχή τα συγκροτήματα αναλώνονταν σε ονόματα όπως The Crickets, The Turtles, The Monkees, The Chipmunks, The Beatles… κι οτιδήποτε άλλο αφορούσε το ζωικό βασίλειο. Σπάζοντας το κατεστημένο, ονομάζονται τελικά The Blue Velvets και παίζουν αρχικά διασκευές γνωστών κομματιών. Τα ονόματά των παιδιών πασίγνωστα: John Fogerty, Doug "Cosmo" Clifford και Stu Cook. Αυτή ήταν η αρχή της δημοφιλέστερης μπάντας, κάποτε, στην Αμερική. Την συνέχεια της ιστορίας και πώς πήραν τελικά το όνομά τους οι Creedence Clearwater Revival, μπορείτε να τη διαβάσετε παρακάτω:
      Αν και ήταν μόνο 14 ετών, οι επίδοξοι μικροί ροκ σταρς τα κατάφερναν αρκετά καλά. Μέχρι το 1961 είχαν γίνει αρκετά γνωστοί στον τόπο τους. Ξεκίνησαν βασικά ως instrumental γκρουπάκι, διασκευάζοντας αρχικά τραγούδια των Duane Eddy, Link Wray, Freddy King, από Ventutes και άλλους. Συχνά έπαιζαν σε χοροεσπερίδες του Portola Junior High School που μαθήτευαν, σε τοπικές εκδηλώσεις και πανηγύρια, ακόμη και υποστηρικτικά σε στούντιο ηχογράφησης της περιοχής τους. Λόγω της ηλικίας τους όμως, χρειάζονται έναν μεγαλύτερο να τους κανονίζει τα live, να οργανώνει καλύτερα το promotion αλλά και κάποιον έμπειρο μουσικό να τους βοηθά στις συνθέσεις τραγουδιών κι ενορχηστρώσεις. Αυτός δεν θα είναι άλλος απ΄ τον μεγαλύτερο αδελφό του John, τον 18χρονο Tom Fogerty. Εντωμεταξύ η παλιά μπάντα του Tom, οι Spider Webb and the Insects (όπου έπαιζε κι ο Jeremy Levine των The Seeds), διαλύθηκε. Έκτοτε ζητούσε απεγνωσμένα να συνεχίσει την προσπάθειά του για solo καριέρα και ζήτησε αυτός μάλιστα από την μπάντα του μικρότερού του αδελφού, John, αν μπορούσαν να τον βοηθήσουν να ηχογραφήσει κάποια demo και με τη σειρά του θα τους παρείχε όποια βοήθεια ήθελαν. Κάπως έτσι συνέχισαν και στο τέλος ο Tom εντάχθηκε στους Blue Velvets ως πλήρες μέλος. Ασχέτως τι επακολούθησε αργότερα, ήταν ο Tom κι όχι ο John, ο οποίος ηγήθηκε του σχήματος στην πρώτη κρίσιμη εποχή της μπάντας, ενθαρρύνοντας τους νεαρούς να σκεφτούν τη μουσική ως μια βιώσιμη σταδιοδρομία στη ζωή τους. Ο John ακόμη δεν ήταν αυτός που μάθαμε αργότερα, δεν έγραφε μουσική, δεν έγραφε στίχους, δεν τραγουδούσε! Ο αδερφός του ήταν πια ο leader και ο fromtman του γκρουπ, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που τους έπεισε κι άλλαξαν το όνομά τους σε Tommy Fogerty & The Blue Velvets. Με την βοήθεια της Orchestra Records ηχογραφούν και κυκλοφορούν 4 singles:  “Come On, Baby” (1961),  ”Oh My Love”  (1961),  “Bonita” (1962) και  “Have You Ever Been Lonely”(1962). Το τελευταίο ήταν το πρώτο κομμάτι γραμμένο, από τον 15χρονο τότε  John,  για μια εφηβική ερωτική απογοήτευση. Στη φωνή, ο αδερφός του:

Tommy Fogerty & The Blue Velvets - Have You Ever Been Lonely (1962)


     Παράλληλα η μπάντα άρχισε να βρίσκει για τα καλά τα πατήματά της, έχοντας γίνει κάποιες  ‘ανακατατάξεις’. Ο Tom αναλάμβανε πλέον την ρυθμική κιθάρα, ο John - αν και είχε αρχίσει από το πιάνο! – αναλαμβάνει χρέη lead κιθαρίστα, ενώ ταυτοχρόνως αρχίζει να τραγουδάει κι ο Stu αλλάζει από πιάνο σε μπάσο. Σε μια προσπάθειά τους να ‘πουλήσουν’ τις μελωδίες τους στον - γνωστό απ΄τη μουσική του για τον Snoopy - Vince Guaraldi, οι Blue Velvets ήρθαν σε επαφή με την εταιρεία του, την Fantasy, μια μικρή δισκογραφική του San Francisco. Ο συνιδρυτής της, Max Weiss, εντυπωσιάστηκε από την τόλμη και την μουσική τους και έτσι υπέγραψαν συμβόλαιο τον Μάρτιο του 1964. Αρχικά ο Weiss θέλει να αλλάξει το όνομά τους, γιατί πίστευε πως το ‘Blue Velvets’ παραπέμπει στη δεκαετία του ’50. Έτσι τους ονομάζει The Visions, αλλά απ΄τη στιγμή που επρόκειτο να κυκλοφορήσουν το πρώτο τους single, το θέμα της ονομασίας πήρε και πάλι άλλες διαστάσεις. Από τη μια, λόγω της ‘βρετανικής εισβολής’ το γκρουπ έπρεπε να έχει ένα πιο ‘πιασάρικο’ όνομα για να γίνει ανταγωνιστικό. Από την άλλη, υπήρχε στην εταιρεία νέος διευθυντής, ονόματι Saul Saenz, ο οποίος ήταν αντίθετος με το ‘Visions’. Τελικά ο Weiss τους μετονομάζει σε The Golliwogs. Το όνομα παραπέμπει άμεσα στο “golliwogg”, μία χαρακτηριστική πάνινη (κουρελένια) μαύρη κούκλα, με ρίζες στον 19ο αιώνα.



     Κάπως έτσι, από τα μέσα του 1964, άρχισαν να παράγουν τα πρώτα τους τραγούδια. Μάλιστα, για τα έξι πρώτα στις πρώτες singles, οι αδελφοί Fogerty υιοθέτησαν τα ψευδώνυμα "Rann Wild" και "Toby Green" (κι έτσι αναγράφηκαν στα δισκάκια). Μετά από 6 -7 προσπάθειες, ένα τους single κατορθώνει και γίνεται μεγάλη επιτυχία, ειδικά στη Florida. Αυτή την φορά με την ετικέττα της ‘Scorpio’, θυγατρική της Fantasy. Αν ο τίτλος “Brown-Eyed Girl” (ηχογράφηση Αύγουστος  ’65) ίσως κάτι σας λέει, ξεκαθαρίζω αμέσως ότι ο Van Morrison ηχογράφησε το ομώνυμο τραγούδι του δύο χρόνια αργότερα. Καθαρή …’συνωνυμία’ , όσο κι αν θυμίζει - τη δική του – “Gloria” στο βασικό του riff:

Brown-Eyed Girl (1966)


     Τα singles με τη ‘Scorpio’ συνεχίζονται. Ταυτοχρόνως η φήμη τους επεκτείνεται. Τους καλούνε και παίζουν σε πάρτι, στρατιωτικές βάσεις και clubs σε όλη την ακτή του Ειρηνικού. Σιγά σιγά όμως η φωνή του Tom γίνεται ολοένα και πιο αδύναμη. Τελικά ο John Fogerty ανέλαβε κι αυτόν τον ρόλο, αναπτύσσοντας ένα ύφος φωνής - κραυγής, που αργότερα έγινε το σήμα κατατεθέν. Η επόμενη μεγάλη τους επιτυχία - κι ίσως το πιο γνωστό, στην εποχή μας, τραγούδι - δεν ήταν άλλο από το “Fight Fire”, του 1966:

Fight Fire (1966)


     Συνέχισαν έτσι μέχρι και το τελευταίο τους single ως Golliwogs. Αυτό ήταν στα τέλη του ΄67, με τον τίτλο "Porterville". Εδώ ο John Fogerty υπογράφει και τις δύο πλευρές του ως "T. Spicebush Swallowtail"! Κι αυτό γιατί εκείνη την περίοδο υπηρετεί την - εξάμηνη -  στρατιωτική του θητεία. Το ίδιο κάνει, τότε περίπου, κι ο Doug Clifford, στο Λιμενικό Σώμα.


Porterville" (1967)



    Οι υποχρεώσεις προς την πατρίδα σίγουρα αποτέλεσαν τροχοπέδη για την φιλόδοξη μπάντα. Τόσο οι ίδιοι όσο κι ο νέος ιδιοκτήτης πλέον της Fantasy, o Saul Zaentz, έχουν συνειδητοποιήσει τις δυνατότητες της μπάντας. Υπήρχαν όλα τα εφόδια να προχωρήσουν πλέον στο επίπεδο της παραγωγής του πρώτου τους άλμπουμ. Εντωμεταξύ στην μπάντα υπήρχε πλέον μόνο ένας leader, o John Fogerty. Τα πράγματα έχουν αντιστραφεί. Παίρνει ολοκληρωτικά τον έλεγχό της, γράφοντας όλο το υλικό τους, τραγουδώντας τα βασικά φωνητικά, εξελισσόμενος σε έναν ικανότατο multi-instrumentalist που έπαιζε πιάνο, keyboards και σαξόφωνο εκτός από την κιθάρα. Κι ο John, τελειώνοντας τη θητεία του, ήταν έτοιμος για αυτό το βήμα, έχοντας έτοιμο υλικό. Έπρεπε όμως να κάνουν νέο συμβόλαιο με την Fantasy. "Καθίσαμε στην κουζίνα του Saul Zaentz," θυμάται ο Cook, "και μας είπε: Εφόσον είστε πετυχημένοι, θα λύσουμε αυτό το συμβόλαιο και θα σας δώσω μια πραγματική συμφωνία". Ο νέος όρος που έθεσε ο Zaentz ήταν να αλλάξουν - και πάλι το όνομά τους. Ως προς αυτό, άλλο που δεν ήθελαν - όλα τα μέλη. Στην πραγματικότητα, από τότε που τους επιβλήθηκε, απ΄τον Weiss, το μισούσαν το όνομα “Golliwogs”. Τους πίεζε σαν θηλιά στο λαιμό. Χάρηκαν πραγματικά, όμως τώρα άρχιζε η πίεση να βρούνε ένα ‘καλό’ όνομα, που δεν θα άλλαζε άλλο πια. Νισάφι! Και οι προτάσεις έπεφταν βροχή. Ακούστηκαν - κι απορρίφθηκαν - ονόματα όπως “Muddy Rabbit”, “Gossamer Wump”, “Creedence Nuball and the Rub” κ.α. Τελικά οι δύο πλευρές συμφώνησαν να επανέλθουν στο ζήτημα με δέκα προτάσεις έκαστος. Όμως στην πρώτη τους συνεδρία ορίζουν αμέσως, παμψηφεί, το νέο τους όνομα: “Creedence Clearwater Revival”. Τι σημαίνει όμως; Κι από πού προέρχεται η κάθε λέξη;
α)’Creedence’ : Ο Tom Fogerty είχε έναν φίλο με το όνομα Credence Newball. To μικρό του παρέπεμπε σε ‘creed’, σε πίστη, σε αξιοπιστία. Επιλέχθηκε λοιπόν η πρώτη λέξη (ελαφρώς πειραγμένη) να είναι “Creedence” για να συμβολίζει την πίστη στον εαυτό τους, την πίστη για τον μεγάλο στόχο να πετύχουν αλλά και την ανάγκη εποικοδόμησης εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών, πράγματα που φάνηκαν εξαρχής πολύ σημαντικά για την μπάντα.
β)’Clearwater’ : Η λέξη είχε κι εδώ διπλή σημασία. Η πρώτη είχε να κάνει με το σποτ μιας τηλεοπτικής διαφήμισης της εποχής για μια μάρκα μπίρας, την “Olympia”, όπου υπερηφανευόταν για το “καθαρό νερό“ που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή της. Η άλλη σημασία της αφορούσε το αυξανόμενο πρόβλημα για πιο “καθαρό νερό” σε ολόκληρο τον πλανήτη, το οποίο είχε αναδειχθεί σε μείζον περιβαλλοντικό πρόβλημα της εποχής. Γίνονταν τότε πολλές διαμαρτυρίες, πορείες, διαδηλώσεις από τα πρώτα οικολογικά κινήματα, που είχαν μόλις εκκολαφθεί κι έδειχναν την τάση του μέλλοντος.





γ)’Revival’ : Το λήμμα αναφέρεται κατηγορηματικά στην ‘αναβίωση’ της μπάντας. Μιας μπάντας που είχε αφήσει πίσω της τη θητεία, τα διάφορα εμπόδια, τη μιζέρια των λίγων, και συνήθως, άσημων singles. Μπροστά της τώρα υπάρχει μόνο η ελπίδα να αναβιώσει η καριέρα της, η επανεκκίνηση, η αναγέννηση, ο στόχος για πολλά και πετυχημένα άλμπουμ. Εννοεί επίσης και την αναβίωση της παλιάς, καλής μουσικής, αυτής που τους αρέσει. Θέλουν να ξαναφέρουν τα πράγματα πίσω στις ρίζες τους, παίζοντας αυτό που ξέρουν καλύτερα και γουστάρουν: Μια μίξη από rockabilly, swamp pop, R&B και country. Αυτή η ‘αναβίωση’ (που όπως παραδέχτηκαν ήταν το πιο σημαντικό λήμμα στη νέα ονομασία) σήμαινε την επανεκκίνηση των νεανικών φιλοδοξιών τους και την επιστροφή στις αξίες του '50s rock'n'roll. "Δεν μου άρεσε η ιδέα αυτών των - acid-rock - 45λεπτων σόλο κιθάρας", λέει ο John Fogerty σήμερα. "Νόμιζα ότι η μουσική πρέπει να φτάσει σε άλλο επίπεδο. Ήμουν ένα συνηθισμένο rock'n'roll παιδί. Είχα επίσης μια καθαρά αμερικάνικη μπλουζ ηθική. Π.χ. ο Lead Belly ήταν μια μεγάλη επιρροή για εμένα. Έμαθα γι 'αυτόν μέσω του Pete Seeger
     Τον Γενάρη του 1968 η μπάντα άλλαξε κι επίσημα το όνομά της σε “Creedence Clearwater Revival”. Πρώτο τους single το γνώριμό μας από τους  Golliwogs, “Porterville”! Μάλιστα, τον Ιούλιο του ΄68 θα το εντάξουν στο πρώτο τους, το εξαιρετικό ομώνυμο άλμπουμ. Αποτελεί - σκόπιμα ίσως – τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του ‘παλιού’ και ΄νέου’ γκρουπ.
     Τα πράγματα στα λίγα επόμενα χρόνια θα άλλαζαν δραματικά για αυτούς. Ο John θα έπαιζε τον απόλυτο ρόλο του leader ως τραγουδιστής, συγγραφέας, ηγέτης και - τελικά - οραματιστής. Το γκρουπ θα γίνει ένα από τα πιο αγαπημένα, όχι μόνο της πατρίδας τους, αλλά και παγκόσμια. Οι δίσκοι τους θα αποδειχτούν χρυσωρυχείο. Τα χιτάκια θα πέφτουν απανωτά και θα ακούγονται παντού. Η επιτυχία είναι πλέον καθολική. Κι όσο κράτησε… Το 1972 θα διαλυθούν και θα ακολουθήσουν δικαστικές διαμάχες επί δεκαετίες. Δηλαδή, αν το καλοσκεφτούμε, το νέο τους όνομα αποδείχθηκε όχι μόνο ευλογία (με όλα αυτά που έγιναν και κατάφεραν), αλλά και κατάρα!


ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018



THE GREAT SOCIETY



Psychedelic Unknowns (Part 3)




Ήταν 11 Σεπτεμβρίου του 1966 και οι the Great Society-μία από τις πολλά υποσχόμενες ανερχόμενες rock μπάντες του Σαν Φρανσίσκο-ήταν το πάνω-πάνω όνομα στο σεβαστό Fillmore, πάνω από τους Jefferson Airplane και τους Grateful Dead. Η τραγουδίστρια Grace Slick έφερνε στο σόου μία ξέφρενη κορύφωση ουρλιάζοντας "Feed your head!", το απόγειο της δικής της σύνθεσης "White Rabbit". Μαζί με το "Somebody to Love"-γραμμένο από τον lead guitarist της μπάντας Darby Slick, που ήταν κουνιάδος της Grace-ήταν το πιό δημοφιλές κομμάτι στο εμβρυονικό ακόμα ρεπερτόριό τους. "Μοιάζαμε ανίκανοι να κάνουμε οτιδήποτε λάθος" έγραψε ο Darby Slick για εκείνη την νύχτα στην αυτοβιογραφία του, Don't You Want Somebody to Love. "Ήταν σαν το κοινό να μας λάτρευε και παίζαμε με περισσότερο συναίσθημα από ότι είχαμε παίξει μέχρι τότε. Σίγουρα έχει παραμείνει ένα highlight της ζωής μου". Η λάμψη κράτησε για λίγο καιρό. Καθώς η μπάντα τα μάζευε, ο ντράμερ Jerry Slick, αδελφός του Darby και σύζυγος της Grace, έφερε τα κακά νέα. Οι Jefferson Airplane επιθυμώντας να αντικαταστήσουν την original τραγουδίστριά τους Signe Anderson, είχαν προσφέρει την θέση στην Grace Slick. Με ενθάρρυνση από τον Jerry, η Grace το είχε αποδεχτεί. Με μόνο ένα φτωχά διανεμημένο single στο όνομά τους, η καριέρα της μπάντας ήταν τελειωμένη. Ήταν σχεδόν τόσο σύντομο το πέρασμά τους, όσο ήταν και το φιλόδοξο πρόγραμμα των φιλελεύθερων κοινωνικών μέτρων που ο Πρόεδρος Lyndon Johnson είχε συστήσει υπό την αιγίδα που ονομάστηκε Great Society, λίγο πριν η μπάντα πάρει από εκεί το όνομά της.

Grimly Forming (1966)


Για τα περασμένα 52 χρόνια, οι Great Society συνήθως έρχονται στην μνήμη των περισσοτέρων που έχουν ασχοληθεί, μόνο επειδή η Grace Slick πρόσθεσε εκείνα τα δύο θέματα, το "White Rabbit" και το "Somebody to Love", στο ρεπερτόριο των Jefferson Airplane. Στα 1967, οι versions των Airplane έγιναν τεράστια top ten χιτ, σκορπίζοντας το γκόσπελ των χίπυς στην Middle America και ακόμα παραπέρα. Τον καιρό που οι Airplane ηχογραφούσαν αυτά τα τρακς για το δεύτερο άλμπουμ τους, ο Darby Slick ήταν αρκετές ηπείρους μακριά βυθισμένος στις σπουδές της Ινδικής μουσικής.
Αν δεν ήταν μερικές live ηχογραφήσεις των Great Society που μετά θάνατον (της μπάντας) κεφαλαιοποιήθηκαν στην φήμη της Grace Slick, η κληρονομιά των ηχογραφήσεων της μπάντας θα ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη. Οι Great Society ήταν κάτι παραπάνω από μία trivia ερώτηση ωστόσο. Υπήρξαν ένα από τα καλύτερα και πιό καινοτόμα ψυχεδελικά σχήματα, κάνοντας τρομερή δουλειά με το να ενσωματώσουν Ινδικές επιρροές και jazz αυτοσχεδιασμό μέσα στη rock. Τα "Somebody to Love" και "White Rabbit" δεν ήταν παρά δύο θέματα από ένα εντυπωσιακό κατάλογο από original θέματα που άνοιγαν νέο αυθεντικό έδαφος στην συγγραφή τραγουδιών της rock. Rock στα μέσα του '60 και  folk-rock αναμεμιγμένα με raga και αντισυμβατικούς στίχους για τον ελεύθερο έρωτα με περισσότερο σουρεαλιστικούς τόνους (όπως το "White Rabbit"), τροφοδοτούμενα από ψυχεδελικές ουσίες. Η μπάντα περπάτησε στην κόψη του ξυραφιού ανάμεσα στην ωμή βασική rock και στον φιλόδοξο πειραματισμό, σπανίως υπερβάλοντας εαυτόν ή χάνοντας την εικόνα του τρυκ που διέθεταν για να κάνουν στοιχειωτικές μελωδίες. Τα καίρια συστατικά της "επίθεσης" ήταν τα αιχμηρά άλτο φωνητικά της Grace Slick (που επίσης έπαιζε κιθάρα, μπάσο, όργανο και φλογέρα) και την surf-ψυχεδελική αύρα της Silvertone (κιθάρας) του Darby Slick.

Often As I May (1966)


Η απόφαση να πάρει Silvertone κιθάρα ήταν λόγω της τιμής της, αλλά και της αισθητικής της. Το μοντέλο ήταν φθηνό και πριν οι Great Society σχηματιστούν ο Darby είχε παίξει Silvertone που ανήκαν σε ένα φίλο του πριν αγοράσει την δική του από το Sears. Του άρεσε ο ήχος αρκετά για να κολλήσει με την Silvertone στους Great Society, ιδιαιτέρως καθώς "η συγκεκριμένη είχε ένα είδος 'προστυχιάς' που πρόσθετε στο surf και που πραγματικά το εκτιμούσα, λίγη παραμόρφωση έβγαινε μέσα από την ίδια την κιθάρα παρά από τον ενισχυτή". Καθώς έμαθε ηλεκτρική κιθάρα, οι μουσικοί ορίζοντες του Darby διευρύνθηκαν από τον εκλεκτισμό του στα ενδιαφέροντά του-rock, folk, jazz και Ινδική μουσική (είδε τον Ravi Shankar live αρκετά πριν οι Beatles κάνουν το sitar πολύ γνωστό. Στα μέσα του '60 ο Darby, ο ντράμερ αδελφός του Jerry και η γυναίκα του Grace ξεκινούσαν να τζαμάρουν και να κάνουν πρόβες, με σκοπό τον σχηματισμό μίας μπάντας για να αφήσουν το στίγμα τους στην τότε εμβρυονική rock σκηνή του Σαν Φρανσίσκο. Περίπου ένα χρόνο ή κάτι τέτοιο πρόβες, τελικά οδήγησαν στην πρώτη δημόσια εμφάνιση των Great Society τον Οκτώβριο του 1965, με τον David Miner στην κιθάρα και στα φωνητικά και τον Bard Dupont στο μπάσο. Ήταν αυτό το κουιντέτο που έκανε οντισιόν στην Autumn Records, την μικρή indie με έδρα το Σαν Φρανσίσκο που πρόσφατα είχε δώσει δυό χιτ Εθνικής εμβέλειας με τους Beau Brummels. Σε λίγες εβδομάδες ηχογραφούσαν demo για την Autumn αναμιγνύοντας μάλλον στάνταρ, κιθάρα αλα Rolling Stones με κομμάτια που προσπάθησαν να αντλήσουν από ένα μακράν πιό ριζοσπαστικό καμβά, ιδιαιτέρως στη χρήση Ανατολίτικης μουσικής. Όπως το θέτει ο Darby, συγκρινόμενοι με τα άλλα γκρουπ του Σαν Φρανσίσκο που σχηματίζονταν στα τέλη του 1965, τους the Grateful Dead, τους Big Brother & the Holding Company και τους Quicksilver Messenger Service να είναι οι διασημότεροι- "είχαμε πιό jazz επιρροή. 'Ολοι μας είχαμε ακούσει πολύ jazz και προσπαθούσαμε να βάλουμε κάποια από αυτή μέσα. Επίσης νομίζω ότι η Ινδική επιρροή ήταν δυνατότερη στην μπάντα μας από τις άλλες μπάντες". Η Ινδική επιρροή ήταν πάρα πολύ δυνατή σε ένα από τα τραγούδια που ηχογράφησαν για ένα single στα τέλη του '65 υπό την διεύθυνση του παραγωγού Sly Stewart, που σύντομα θα γινόταν πολύ καλύτερα γνωστός ως Sly Stone. Το "Free Advice" είναι απόλυτα ριζοσπαστικό για την εποχή, με επίμονες γραμμές στην κιθάρα που πηγάζουν από τη raga, υπογραμμίζοντας τις οξείες, χωρίς λόγια, ψαλμωδίες της Grace Slick (που στην πραγματικότητα εξαλείφουν τους πραγματικούς στίχους, που τραγούδησε ο David Miner). Κάποτε αναφέρθηκε ότι το θέμα αυτό παίχτηκε 200 φορές για να τελειοποιηθεί εξουθενώνοντας την υπομονή του Sly. O ακριβής αριθμός σταθεροποιήθηκε στο νούμερο 53, αστρονομικό ωστόσο ακόμα νούμερο για τα στάνταρ της περιόδου.

Free Advice (1966)


Προορισμό για μεγαλύτερη δόξα είχε το κομμάτι της άλλης πλευράς, ένα ανήσυχο κομμάτι που ο Darby είχε γράψει μόλις μετά από ένα "ταξίδι". Αν ήταν να γίνει ένα χιτ που να βρισκόταν στο πρώιμο ασυνεπές ρεπερτόριο του γκρουπ, το "Somebody to Love" (αρχικά, Someone to Love"), ήταν το φανερά διαγωνιζόμενο. Αλλά όταν κυκλοφόρησε (με το "Free Advice" στην πίσω πλευρά, τον Φεβρουάριο του 1966, η Autumn Records έπνεε τα λοίσθια. Το single, δύσκολα διανεμήθηκε, εκτός σε κάποιους στενούς φίλους του γκρουπ, που θα το έπαιρναν στο Psychedelic Shop στην Haight Street. Εκείνο τον καιρό η μπάντα γρήγορα εξελίχθηκε πέρα από τις πρωτόγονες ηχογραφήσεις στην Autumn (οι οποίες φτιάχθηκαν το 1996 στην Sundazed). Ο Dupont αντικαταστάθηκε από τον Peter Vandergelder, ένα μπασίστα που θα μπορούσε επίσης να παίξει σαξόφωνο και φλάουτο, προσθέτοντας κάποια ασυνήθιστη ευελιξία στον ήχο του γκρουπ. Οι Great Society ήταν ιδιαιτέρως ανήσυχοι να αναπτύξουν την μουσικότητά τους και τις συνθέσεις τους, αφού άνοιξαν για τους Νεουορκέζους blues-rockers Blues Project, σε ένα σόου στις αρχές του 1966. "Ήμασταν για να παίξουμε μαζί με αυτούς στο Avalon και αλήθεια οι τύποι αυτοί μας ακύρωσαν. Ήταν τόσο πολύ καλύτεροι απ'ότι εμείς", θυμάται ο Darby. "Ήταν τεχνικά καλύτεροι, αυτό ήταν, ο ντράμερ τους ήταν πιό δυνατός από τον δικό μας, εκτός ίσως από την Grace που ήταν τόσο καλή, όσο και οι δικοί τους τραγουδιστές ή τόσο δυναμική τέλος πάντων. Έτσι αυτό στ'αλήθεια μας ενέπνευσε να στραφούμε προς ένα νέο επίπεδο δουλειάς και σε ένα νέο επίπεδο βελτίωσής μας σαν μουσικοί. Αλλά πέρα από αυτό και τουλάχιστον το ίδιο σημαντικό, οι συνθέσεις τους ήταν πολύ καλύτερες. Μέχρι αυτή την εμφάνιση, συνηθίζαμε να παίζουμε στον ίδιο ρυθμό. Ξέρετε, αν ήταν δύο κιθάρες θα παίζαμε πολύ παρόμοια πράγματα και οι δύο. Τώρα ακούγοντας τους Blues Project αρχίσαμε να αλλάζουμε το παίξιμό μας, σκεφτόμενοι, ωραία αν ο ένας παίζει σε αυτό το ρυθμό, τότε ο άλλος θα έπρεπε να παίξει σε άλλο ρυθμό και θα συνεχίζαμε να κάναμε αυτό το συγκοπτόμενο πράγμα. Έτσι η μουσική μας άρχισε να γίνεται πολύ πιό εκλεπτυσμένη. Και κατά τον ίδιο τρόπο επίσης ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε τα μέρη που δεν θα παίζαμε όλοι ταυτόχρονα, πράγμα που αποτελούσε ένα νέο κόνσεπτ για την μπάντα". Γελάει σεμνά, αν και πρέπει να τεθεί υπό σκέψη ότι ήταν ασυνήθιστο να βρεις τέτοιο επίπεδο σε οποιοδήποτε rock γκρουπ εκείνο τον καιρό. "Θα προσθέταμε όργανα καθώς αυτό το μέρος εξελισσόταν ή ακόμα και άρεσε,θα έπαιζες σε αυτή τη νότα, μετά θα ανέβαινες μία οκτάβα ψηλότερα και μία ακόμα πιό ψηλά από αυτή, αλλά θα περίμενες δύο διαστήματα και μετά τέσσερα. Ή τέλος πάντων ότι έπρεπε για να κάνεις το πράγμα να προχωρήσει. Συνειδητοποιήσαμε άμεσα όλα αυτά τα πράγματα, έτσι γίναμε πιό σοφιστικέ".

Somebody to Love (1966)


Στo βιβλίο της Barbara Rowes, Grace Slick: The Biography, η Grace και ο σύζυγός της Jerry παρατηρούν το αποτέλεσμα που οι the Blues Project είχαν στην μπάντα με κάπως πιό αρνητικούς όρους. "Η Grace τρελάθηκε" είπε ο Jerry στην Rowes. "Ήθελε να τραγουδήσει με πιό "δεμένη" μπάντα και καλύτερους μουσικούς. Ήθελε να δουλέψει με άλλους τραγουδιστές, να υφάνει πολύπλοκες αρμονίες στο ύφασμα των τραγουδιών". Προστιθέμενη και η Grace στην ίδια γραμμή, "Αφού άκουσα τους the Blues Project ήξερα τι ήθελα να κάνω, αλλά δεν θα ήταν πιθανό να στριμώξω 5 χρόνια μουσικής γνώσης μέσα σε δύο μήνες για να φτιάξουμε την μπάντα μας με πολύπλοκες αρμονίες και αυτοσχεδιασμούς". Αλλά στην πραγματικότητα καθώς οι μουσικοί άρχισαν επιμόνως να προσαρμόζονται σε πρόβες, συνθέσεις και συγγραφές τραγουδιών το 1966, καταπιάστηκαν με κάτι αλήθεια εκλεκτό και κάτι που δεν θα μπορούσε να μετρηθεί μόνο με τα μουσικά κομμάτια. Τραγούδια σαν το "Grimly Forming" και το "Arbitration" απεικονίζουν τι εννοούσε ο Darby όταν έλεγε για "χτίσιμο" τραγουδιών σε μέρη, καθώς παράξενες ομοιοκαταληξίες χάνονται για να κερδίσουν συνοπτικά ορχηστρικά περάσματα που ξεκάθαρα ισορροπούν δυναμικές της rock με στοιχεία του jazz αυτοσχεδιασμού και Ινδικών-Ανατολίτικων κλιμάκων. Το Indian-jazz είναι ακόμα πιό φανερό στο instrumental "Father" και η original version του "White Rabbit", που κυριαρχείται από αρκετά λεπτά συναρπαστικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην από τη raga εμπνευσμένη γραμμή της κιθάρας και στο σαξόφωνο ala Ornette Coleman / γόης φιδιών, πριν ακόμα τα φωνητικά της Grace μπουν στην όλη φωτογραφία του τραγουδιού.

Father (1966)


Τον ίδιο χρόνο το γκρουπ είχε επίσης ένα κόλπο να συγχωνεύει υψηλές και χαμηλές νότες σε ελκυστικώς στοιχειωτικά περισσότερο ή λιγότερο straight rock τραγούδια όπως το "Didn't Think So" και το "Darkly Smiling". To με τα ισχυρά φωνητικά της Grace "Often As I May" είχε την ροπή για χιτ, αν και η λυρική του υποστήριξη του ελεύθερου έρωτα ήταν εντελώς αντίθετη για το 1966. Ο ακούραστος πειραματισμός του γκρουπ επεκτεινόταν ακόμη και στις διασκευές τους, όπως τα νευρικά, κυκλικά riff της διασκευής τους του κλασσικού "Sally Go Round the Roses". Ο Darby συμφωνεί ότι η μπάντα προτίμησε ένα σκοτεινό και στοιχειωτικό ήχο, που έκλινε προς την ανάμιξη μινόρε και ματζόρε κλιμάκων, καθώς αντιτασσόταν στα πιό ευδιάθετα, κομμάτια που ο David Miner είχε γράψει για το γκρουπ στις πρώτες μέρες του. "Νομίζω ταίριαζε περισσότερο στις προσωπικότητές μας στα σίγουρα. Κάναμε το "Nature Boy" (ένα στάνταρ pop κομμάτι που είχε γίνει γνωστό από τον Nat 'King' Cole), που είναι ένα είδος σκοτεινού και στοιχειωτικού τραγουδιού, ακόμα κι αν είναι χαριτωμένο και γύρω από την αγάπη. Αλλά αυτό το είδος της γλυκόπικρης ποιότητας είναι κάτι που πάντα είναι παρόν στους καλλιτέχνες που μου άρεσαν".

Sally Go Round the Roses (1966)


Ευτυχώς πολύ από το υλικό των the Great Society διατηρήθηκε σε live ηχογραφήσεις-στο Matrix κλαμπ του Σαν Φρανσίσκο στα μέσα του '66-που βγήκαν στα τέλη της δεκαετίας του '60 (και έχουν συνήθως παραμείνει τυπωμένες με την μία ή την άλλη μορφή). Αν και οι παραστάσεις δεν είναι τόσο άψογες, όσο θα μπορούσαν να είναι, το γκρουπ είχε την ευκαιρία να τις ηχογραφήσει στο στούντιο με την αξία των κομματιών του διπλού άλμπουμ να κατοχυρώνει τους the Great Society ως μία από τις πιό εφευρετικές μπάντες της περιόδου, αντίθετα με την εντύπωση που η Grace Slick έχει δώσει σε κάποια από τα σχόλιά της γιά την μπάντα. "Φανερά αυτό είναι μία πολύ προσωπική αντίληψη των περιστάσεων" σημειώνει διπλωματικά ο Darby. "Η Grace έχει πει αρνητικά πράγματα για την μουσικότητα των μελών των the Great Society, από τον καιρό που εγκατέλειψε τους the Great Society. Νομίζω αν ακούσετε το πρώτο άλμπουμ των Grateful Dead και το πρώτο άλμπουμ των the Jefferson Airplane και τα συγκρίνετε με τους the Great Society...πολλοί άνθρωποι έρχονται και μου λένε ότι ήμασταν τόσο καλοί ως μουσικοί, όσο και αυτοί ήταν. Για μένα, δεν είναι ένα αληθινά σπουδαίο θέμα. Αλλά νομίζω ότι θα ήταν πιθανόν για την Grace να έχει συγκεκριμένα κίνητρα για να λέει τέτοια πράγματα, κίνητρα που την εξυπηρετούν, ας πούμε. Το αφήνω σε εσάς ή οποιονδήποτε άλλο να αποφασίσει ποιός ήταν καλύτερος και ποιός ήταν χειρότερος". Στα τέλη του καλοκαιριού του 1966, διαφορετικά ενδιαφέροντα άρχισαν να ξεφτίζουν το γκρουπ. Ο David Miner έφυγε και μετά ζήτησε να ξαναμπεί. Το γκρουπ αρνήθηκε να τον αφήσει να επιστρέψει προτιμώντας να δουλέψει σαν μικρότερο σχήμα. Ο Darby Slick και ο Peter Vandergelder έγιναν πολύ πιό σοβαροί όσον αφορά στην επιθυμία τους να σπουδάσουν την Ινδική μουσική. Αλλά η μεγαλύτερη απειλή για την μακροπρόθεσμη σταθερότητα των the Great Society, ειρωνικά ήταν το μεγαλύτερο περιουσιακό τους στοιχείο. Καθώς η μπάντα ωρίμαζε η Grace Slick πήρε τον έλεγχο σχεδόν όλων των lead vocals. Η απαστράπτουσα ομορφιά της ήταν επίσης το οπτικά εξέχον θέμα πάνω στην σκηνή (που ενισχυόμενο σε εκθετικό βαθμό από την σπανιότητα μίας γυναίκας rock μουσικού σε κάθε άλλη μπάντα στα μέσα του '60, την άφηνε να γίνεται η frontwoman του γκρουπ). Με τα πρώτης ποιότητας τραγούδια και τα πεντακάθαρα φωνητικά της έκανε περισσότερο αίσθηση στο σχήμα, από κάθε άλλο μέλος.

White Rabbit (1966)


Οι the Jefferson Airplane πήραν είδηση την δυναμική της και ήταν γρήγοροι στο να της ζητήσουν να μετέχει στο lineup τους σαν αντικατάσταση της Signe Anderson (που τραγουδάει στο πρώτο άλμπουμ των Airplane). Από την πρώτη τους εμφάνιση ως την τελευταία οι the Great Society διήρκεσαν μόνο περίπου ένα χρόνο. Καθώς ήταν στα πρόθυρα του να υπογράψουν με μεγάλη δισκογραφική, το γκρουπ, εάν είχε επιζήσει το πιθανότερο θα είχε ηχογραφήσει το ντεμπούτο στούντιο άλμπουμ του. Ακόμα σύμφωνα με την γνώμη του Darby "Δεν υπάρχει λόγος να σκεφτόμαστε ότι θα ήταν ένα αριστούργημα. Ίσως αν είχαμε ξεκινήσει κάτι, όπως έκαναν οι Beatles, έναν δίσκο κάθε οκτώ μήνες ή κάτι τέτοιο, μπορεί μετά από τρεις-τέσσερις να άρχιζαν να είναι πράγματι πολύ καλοί". Αλλά ο Darby παραδέχεται ότι οι μέρες των the Great Society ήταν πιθανώς μετρημένες. "Οι προσωπικότητές μας ήταν σίγουρα σε διαμάχη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, για εκείνο τον χρόνο που διήρκεσε το γκρουπ. Έγινα έξαλλος όταν η Grace εγκατέλειψε το γκρουπ. Αλλά ήταν επειδή ήθελα να είμαι εγώ ο πρώτος που θα έφευγα. Ήμουν έξαλλος που έφυγε αυτή πρώτη. Ο Peter και εγώ ήδη συζητούσαμε να σταματήσουμε να μελετάμε Ινδική μουσική όλη την ημέρα. Επειδή άπαξ και αλήθεια καταλαβαίναμε πόσο υπέροχο ήταν όλο αυτό με αυτή την μουσική, το μόνο λογικό πράγμα θα ήταν να προσπαθούσαμε να μάθουμε το δυνατόν περισσότερα για αυτήν". H Ινδική μουσική δεν ήταν απλά μία γεύση στην ζωή του Darby. Όταν οι the Great Society διαλύθηκαν, σχεδόν αμέσως πούλησε τον εξοπλισμό του και το αυτοκίνητό του για να εξοικονομήσει τα χρήματα για ένα ταξίδι στην Ινδία για να σπουδάσει με τον διάσημο παίκτη του sarod Ali Akbar Khan. Μετά από μερικούς μήνες στην Καλκούτα, ο Darby έμαθε πως το "Somebody to Love" για το οποίο είχε δώσει την άδεια στους Airplane να χρησιμοποιήσουν ανέβαινε με ταχύτητα τα chart. Η ειρωνία ήταν ότι το credit πάνω στο Surrealistic Pillow έγραφε απλά "Slick" και οι περισσότεροι ακροατές λογικά υπέθεταν σαν τραγουδοποιό την Grace. O Darby επέστρεψε στην Αμερική έγκαιρα για το Summer of Love του 1967, αλλά παρέμεινε σοβαρός όσον αφορά στην Ινδική μουσική και έχει παίξει λίγη straight rock μουσική από τότε, μελετώντας με τον Ali Akbar Khan για 12 χρόνια. Πριν χρόνια έπαιζε σε μία μπάντα και είχε ηχογραφήσει ένα άλμπουμ με τον γιό του, με τον οποίο είχε επινοήσει μία χωρίς τάστα κιθάρα που σύμφωνα με τα λόγια του "ήταν ικανή να συνδυάζει όλα όσα μπορούσαμε να παίξουμε με την κιθάρα και το sarod μαζί σε ένα όργανο". Είναι ευτυχής να αφηγείται υπομονετικά τις μέρες των the Great Society στο διαμέρισμά του, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι η πνευματική και μουσική του ενέργεια είναι εστιασμένες περισσότερο στο παρόν. Χωρίς πικρία, προσθέτει ότι μόλις είχε διαβάσει ότι η Grace έχει υπογράψει ένα βιβλίο με προκαταβολή το ποσό του ενός εκατομμυρίου δολαρίων. Η προκαταβολή για την δική του αυτοβιογραφία (σε μικρό εκδοτικό οίκο το 1991), χαμογελάει, ήταν ένα μικρό κομμάτι από αυτό το νούμερο. Μοιάζει σαν το celebrity status της Grace να συνεχίζει να επισκιάζει τους υπόλοιπους των the Great Society, πενήντα δύο χρόνια, από τότε που απόκλιναν τα μονοπάτια των μελών της μπάντας.

ΣΥΝΙΣΤΩΜΕΝΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ

Collector's Item (1990, Columbia)

Αν και οι εμφανίσεις είναι περιστασιακά ωμές και με ένταση, αυτή είναι η 67-λεπτη συλλογή με την πρώιμη ψυχεδέλεια του Σαν Φρανσίσκο στα καλύτερά της. Ηχογραφημένη live στο Matrix (κλαμπ της πόλης) το 1966, συμπεριλαμβάνει βροντερές versions των "Somebody to Love" και "White Rabbit" πριν τους Airplane.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Διαβάστε/Ακούστε επίσης