PHILLY JOE JONES
An Unlisted Drummer
Solo Drums
Γεννήθηκε ως Joseph Rudolph Jones, το 1923, στη Philadelphia, μια πόλη με τεράστια παράδοση στους ντράμερς. Η οικογένειά του είχε ανέκαθεν παράδοση στη μουσική. Η γιαγιά του ήταν επαγγελματίας πιανίστας και ενθάρρυνε τις επτά κόρες της να σπουδάσουν μουσική. Η μητέρα του Jones έμαθε κι αυτή πολύ καλό πιάνο και ενθάρρυνε την μουσική εκπαίδευση για τον γιο της. Ο Joseph θυμάται την προσωπική του προτίμηση, από την παιδική του ηλικία: “Τα τύμπανα ήταν πάντα η επιλογή μου σε ότι αφορά το όργανο. Είχα την ευκαιρία να επιλέξω ανάμεσα σε πολλά, επειδή η γιαγιά μου έκανε όλες τις κόρες της να μάθουν μουσική. Κάποια έπαιζε βιολί, άλλη έπαιζε τενόρο σαξόφωνο, και όλες έπαιζαν πιάνο, επειδή η γιαγιά μου έπαιζε πιάνο. Έτσι η γιαγιά μου έκανε τη μητέρα μου και όλες μου οι θείες να πάρουν πιάνο, και επίσης έκαναν όλα τα παιδιά τους να πάρουν πιάνο. Όλοι οι ξαδέλφες μου παίζουν πιάνο. Κοίταζα όλα τα όργανα και τελικά είπα: “Τα τύμπανα είναι αυτά που θέλω. Δεν ήθελα να παίζω πιάνο, αν κι έπρεπε να κάνω μαθήματα. Αλλά τα απέφευγα αφού ήθελα να παίζω ντραμς”. Όπως συνέβαινε συνήθως με πολλούς άλλους κορυφαίους τζαζ μουσικούς, ο Jones ξεχώρισε ως παιδί. Αυτό το ταλέντο του τον έφερε να κάνει μια εμφάνιση στο ραδιοφωνικό πρόγραμμα της Φιλαδέλφειας, “The Kiddie Show”. Ο Jones συνέχισε να παίζει για αρκετό καιρό, συχνά διασκεδάζοντας ως ντράμερ - ή ακόμη και σαν χορευτής - στην πρώιμη επαγγελματική του σταδιοδρομία. Αυτές οι ικανότητες του Jones αναπτύχθηκαν νωρίς και ποτέ δεν ξεθώριασαν, κερδίζοντας γρήγορα τη φήμη ενός “αχαλίνωτου, φλογερού και αριστοτεχνικού” μουσικού. Ο Jones θεωρεί τον James Coatsville Harris, ντράμερ της Φιλαδέλφειας, ως τον πρώτο του μέντορα και δάσκαλο στην πρώτη του εφηβική ηλικία, o οποίος τον παρακίνησε να μελετήσει τους μεγάλους δάσκαλους της δεκαετίας του 1930 και τις αρχές του ‘40, όπως τον Dodd Baby, τον Chick Webb, τον Dave Tough, τον Jo Jones, τον Kenny Clarke, τον Art Blakey, Max Roach, κλπ. Στη συνέχεια άρχισε να παίζει στα κλαμπ της Φιλαδέλφειας στην εφηβεία του, και μάλλον γρήγορα κέρδισε τη φήμη ως ένα “up-and-coming” αστέρι. “Τον αποκαλούσαμε έτσι επειδή ήρθε από το Coatsville”, λέει για τον Jones ο James Harris. “Με έβαλε στο κάθισμα και μου είπε: εδώ είναι αυτό που πρέπει να κάνεις. Θα είσαι καλός ντράμερ μια μέρα." Ο Max Roach και ο Sid Catlett ήταν δύο από τα είδωλά του που έδωσαν κάποια μουσική και προσωπική συμβουλή στον Jones, ενθαρρύνοντάς τον να εισέλθει στη σκηνή της Νέας Υόρκης. Λέει για τον Catlett: “Ο Sid Catlett μου έδειχνε πολλά πράγματα. Έμαθα τόσους πολλούς διαφορετικούς τρόπους να παίζω από τη μελέτη μαζί του. Ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος. Αυτοί οι άνθρωποι ήξεραν ότι ήμουν σοβαρός παίκτης και έτσι θα με βοηθούσαν. Έρχονταν εκεί που δούλευα, μερικές φορές και με ενθάρρυναν”. Για τον Roach θυμάται: “ Ο Max ήταν πάντα ένας θαυμάσιος μουσικός. ‘Hρθε κάποτε στο Syncopation για να με δει. Αυτό ήταν μεγάλη τιμή! Ήρθε αυτός ο τύπος να περάσει μια βραδιά μαζί μου.... Ήταν έκπληξη και τιμή γιατί ήταν ένας από τους αγαπημένους μου”.
Ενώ τελικά εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, κλήθηκε να υπηρετήσει στο στρατό κατά τη διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου. Παρόλο που ο Jones μπόρεσε να παίζει με άλλους μουσικούς κατά τη διάρκεια της θητείας , συμπλήρωσε τη μετεγκατάστασή του στη Νέα Υόρκη, το 1947, με μια περίοδο έντονης μελέτης με το θρυλικό καλλιτέχνη της jazz, Cozy Cole, στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Σύμφωνα με τον Jones, ο Cole του τόνισε τα βασικά στοιχεία της jazz και ο Jones θα μπορούσε να πει ότι ολοκληρώθηκε ως μουσικός. Όπως θυμάται: “Η ικανότητά μου να διαβάζω ήταν αρκετά καλή εκείνη την εποχή, αλλά δεν είχε φτάσει μέχρι εκεί που έπρεπε. Έτσι πήγα στον Cozy (Cole) και άρχισα να σπουδάζω. Το Cozy είχε ένα υπέροχο ‘σχολείο’. Ακόμα και ο Max (Roach) και ο γέρος (Jo) Jones έκαναν κάποια προχωρημένα πράγματα με το Cozy. Άνοιξε πραγματικά τα μάτια μου για τα ελαττώματά μου και μου έδειξε πώς να αποκτήσω δύναμη με τα χέρια μου. Ήταν πολύ σκληρός και με εμένα. Μου έδινε ένα μάθημα για όλη την εβδομάδα και όταν θα επέστρεφα την επόμενη, θα έπρεπε να παίξω αυτό το μάθημα για αυτόν, χωρίς κανένα λάθος, προτού με πάει στο επόμενο. Κυρίως, με έβαλε να προσπαθώ με την ανάγνωσή μου κι από τότε δεν είχα κανένα πρόβλημα με αυτό”.
Cherokee (1959)
Μια από τις πρώτες συναυλίες του Jones κατά την άφιξή του στη Νέα Υόρκη ήταν με το Rhythm ’n’ Blues του Joe Morris, το οποίο περιελάμβανε επίσης τον σαξοφωνίστα Johnny Griffin και τον μπασίστα Percy Heath. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, μαζί με ένα διάσημο συγκρότημα στο Birdland το 1950, ο Jones προσχώρησε στο συγκρότημα Bull Moose Jackson, το Bearcats, το οποίο χαρακτήρισε επίσης τον Benny Golson και τον πιανίστα Tadd Dameron. Ο Jones έκανε πολύ περισσότερα από τύμπανα στο Bearcats. Σύμφωνα με τον Golson: “ τραγούδησε, έπαιξε πιάνο, μπάσο, έκανε και λίγο χορό. Ο τύπος ήταν φαινόμενο. Έγραψε μουσική και διάφορα άλλα πράγματα. Και ήταν ένας πραγματικά υπέροχος ντράμερ”. Στην καριέρα του ο Philly γνώρισε καλά και τον κορυφαίο ντράμερ, τον Buddy Rich. Θα έλεγε σχετικά: “Είχα πολλούς ντράμερς να με επηρεάσουν. Ήμουν στη μπάντα του Buddy Rich το '51, αμέσως μετά που έφυγα από τον Duke Ellington. Παίζαμε στο New Jersey με τον Buddy. Εκείνος θα έπαιζε ένα μεγάλο σόλο μία φορά όλη τη νύχτα, και έπειτα θα καθοδηγούσε τη μπάντα, ίσως και να τραγουδούσε ! Δεν ήθελε να παίζει σε όλο το show. Θα έπαιζα εγώ, αντί γι΄αυτόν, όλη την υπόλοιπη μουσική”. Και: “Ο Buddy είναι υπέροχος. Ήταν ένας γίγαντας στην μπάντα του και οι περισσότεροι ντράμερς ήταν αμήχανοι και ψυχροί όταν είναι γύρω του, αλλά αυτό γιατί δεν τον ήξεραν καλά. Αγαπά τα τύμπανα και αγαπά τους παίκτες, όταν παίζουν. Δεν χάιδευε κεφάλια. Ήταν ντόμπρος. Έχει κάνει πολλές δηλώσεις για διαφορετικούς ντράμερς. Λέει τι του αρέσει και τι όχι. Έχει δικαίωμα στη γνώμη του“. Μετά απ΄αυτό, ο Tadd Dameron κάλεσε τον Jones στη μπάντα του, περίπου το 1951-1953 και με αυτόν τον τρόπο προώθησε την καριέρα του Jones στην επόμενη φάση του. Εκεί ο Dameron τον δίδαξε να παίζει ως ντράμερ “μεγάλου συγκροτήματος” καθώς και πίσω από έναν σολίστ. O Jones θα του χρωστούσε μεγάλη χάρη γι’ αυτό, πράγμα που θα το ξεπληρώσει μερικές δεκαετίες μετά.
Super Jet (1956)
Την περίοδο 1952 και 1953 ο Jones συνεργάστηκε με τον πιανίστα Joe Morris, τον Elmo Hope, και τον Tony Scott που έπαιζε κλαρινέτο. Παρεπιμπόντως ο Scott ήταν και ο …‘νονός’ του! Για να αποφευχθεί η σύγχυση με τον διάσημο ντράμερ του Count Basie, τον Jo Jones, ο Scott τόσο στα στούντιο όσο και στα live, σύστηνε τον νεαρό ντράμερ του, λέγοντας: "Αυτός είναι ο Joe Jones από τη Philly (σ.σ.Philadelphia ή ‘Philly’)".Τελικά, ο νεότερος Jones ζήτησε από τον Scott να τον αναφέρει ως "Philly Joe" κι αργότερα το όνομά του άλλαξε νομίμως σε “Philly Joe Jones”. Και τότε ο …παλαιότερος το έκανε κι αυτός “Papa” Jo Jones. Εν πάση περιπτώσει, όπως ο Jo Jones καθιέρωσε το πρότυπο του ρυθμού στις δεκαετίες του '30 και του '40, ο Philly Joe θα έκανε το ίδιο και στη δεκαετία του '50.
Ο Jones έκανε επίσης ακρόαση για τον Duke Ellington, το 1952. Αν και εντυπωσίασε τόσο τον Duke όσο και όλα τα μέλη της μπάντας κατά την ακρόασή του, η σχέση αυτή - για διάφορους προσωπικούς λόγους - τελικά δεν είχε αξιόλογη συνέχεια. Ίσως ο κυριότερος λόγος ήταν η αποστροφή του Jones για τις συνεχείς περιοδείες. Η παραμονή στη Νέα Υόρκη βελτίωνε όλο και περισσότερο την τεχνική και την πείρα του Philly, καθώς συνένωσε τις δυνάμεις του με τον Miles Davis για σποραδικές συναυλίες το 1953 και το 1954. Στην πρώτη του ηχογράφηση με τον Davis, στις 30 Ιανουαρίου 1953, εμφανίστηκε σε μια ομάδα που αποτελούνταν από τους Davis, Sonny Rollins, Charlie Parker, όπως και Walter Bishop Jr. και Percy Heath. Η συνάντηση μπορεί να ακουστεί στη συλλογή του 1956, από την Prestige, με τίτλο “Collector's Items”.
The Serpent’s Tooth (1956)
Κι όντως, μία απ΄τις μεγαλύτερες επιρροές που έχουν διαμορφώσει τη σταδιοδρομία του Philly Joe ήταν η δουλειά του με τον Miles Davis. Αφού πήρε μέρος, ως session αρχικά, στις συναυλίες του Davis με τον Max Roach, τον Kenny Clarke και τον Art Blakey από το 1953 ως το 1954, εντάχθηκε στο Miles με το πλήρως το 1955, γύρω από μια σταθερή ομάδα που αποτελείται από τον πιανίστα Red Garland, τον μπασίστα Paul Chambers και τον τενόρο σαξοφωνίστα John Coltrane. Κατά τα επόμενα δύο χρόνια, αυτή η ομάδα θα καταγράψει κάποιες από τις πιο ρεαλιστικές ηχογραφήσεις της jazz και θα μείνει στην ιστορία ως Classic Quintet του Miles Davis. Ο ίδιος ο Davis θα πει αργότερα, στην αυτοβιογραφία του, ότι πάντοτε προτιμούσε να ακούει τον Jones παρά οποιονδήποτε άλλον ντράμερ. Μεγάλο μέρος της μουσικής κληρονομιάς του Jones καθορίστηκε σε αυτά τα δύο χρόνια. Το να παίζει στις ηχογραφήσεις του ‘Κλασσικού Κουιντέτου’ ήταν τόσο δύσκολο, πολυρυθμικό, συνειδητό και διαδραστικό αλλά σίγουρα σκέτη πρόκληση και ‘σχολείο’ ολόκληρης ζωής. "Την πρώτη φορά που παίξαμε μαζί ... απλά κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον και είπαμε ότι έχουμε μουσική τηλεπάθεια. Έχουμε εδώ πέντε ανθρώπους σαν να γνωρίζονται από πάντα. Και αυτοί οι πέντε άνθρωποι έγιναν θρυλικοί…”, έλεγε αργοτερα ο Philly.
Round About Midnight (1956)
Ο Phillis θυμάται: “Ο Miles Davis ήταν η μόνη μπάντα που εγκατέλειψα τη Νέα Υόρκη για να βγω περιοδεία. Αυτό ήταν το '54, και ήταν η μεγαλύτερη εμπειρία μου στη μουσική επιχείρηση. Δεν νομίζω ότι θα συνδεθώ ξανά με τέσσερις ανθρώπους όπως ο Miles, η Trane, ο Red (Garland) και ο Paul (Chambers) ξανά. Αυτό ήταν σαν ένα είδους ‘εργοστάσιο’. Όλοι μάθαμε, ο ένας από τον άλλον. Ο Miles ήταν πραγματικά δάσκαλος. Όλα όσα μου έλεγε ήταν πολύτιμα. Τώρα, όταν το σκέφτομαι, συνειδητοποιώ πόσα έμαθα από αυτόν, για το ρυθμό και το χρόνο… Αυτή ήταν μια συνολική εμπειρία”. Το 1957 όμως, η προσωπική απρόβλεπτη κατάσταση του Jones, σε συνδυασμό με τη κάπως τεταμένη μουσική σχέση μεταξύ Davis και Coltrane, ουσιαστικά έθεσαν τέλος στο κλασικό quintet. Παρόλα αυτά, τον Φεβρουάριο του 1958, η μπάντα μπήκε στο στούντιο για το τελευταίο τους μεγάλο άλμπουμ, Milestones, που συμπληρώθηκε από τον Julian Cannonball Adderley στο άλτο σαξόφωνο. Στο ομώνυμο κομμάτι - πραγματικό ορόσημο – πρωτοστατεί ένας μεγάλος Philly Joe Jones. Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1958, ο Jones συμμετείχε στη συνεργασία του Gil Evans / Miles Davis, του “Porgy and Bess”, που περιελάμβανε το χαρακτηριστικό drum, Gone. Εκτός από μια σύντομη επανένωση στο Someday, του 1961, η θητεία του Jones με τον Miles Davis θα λήξει τυπικά το 1958.
Milestones (1958)
Εν τω μεταξύ, ο Jones είχε όλα τα φόντα να γίνει ένας από τους πιο εξειδικευμένους (freelance - ΄χωρίς να ανήκουν σε κάποια μπάντα) ντράμερ, τόσο κατά τη διάρκεια, όσο και αμέσως μετά το Classic Quintet. Μέσα στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ο Jones προχώρησε στο στιλ του λεγόμενου post-bop. Ναι μεν διατήρησε έναν παραδοσιακό ήχο στην προσέγγιση αλλά παράλληλα ενσωμάτωσε πολλά στοιχεία της σύγχρονης τζαζ. Αυτό το διάστημα συμμετέχει σε εκατοντάδες κλασικές ηχογραφήσεις, σε μια περίοδο σχεδόν απίστευτης παραγωγικότητας. To 1957, ο Jones ηχογραφεί το Art Pepper Meets the Rhythm Section, με τον σαξοφωνίστα Art Pepper, τον Red Garland και τον Paul Chambers, το Blue Train με τον John Coltrane, όπου περιέχεται και το “Locomotion”. Τόσο στο συγκεκριμένο κομμάτι όσο και σε όλο το άλμπουμ, ο Jones «δίνει ρέστα». Ήταν παραγωγή της Blue Note Records, όπως και το “The Cooker”, με το Lee Morgan και το “Newk's Time”, με τον Sonny Rollins. Εδώ περιέχεται ένα απίθανο ντουέτο Rollins / Jones, στο "The Surrey with the Fringe on Top”.
The Surrey with the Fringe on Top (1959)
Η φήμη του συνεχίζει απτόητη, καθώς όλο και περισσότεροι τζαζ πρωτοπόροι τον θέλουν στις ηχογραφήσεις τους. Έτσι το 1958 ηχογραφεί με τον Bill Evans, Serge Chaloff, Elmo Hope, Phil Woods, Al Cohn, Kenny Drew, Clark Terry και τον Benny Golson, μεταξύ άλλων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ο Jones κυκλοφόρησε επίσης τους πρώτους δίσκους, ως leader πλέον. Το πρώτο του άλμπουμ ονομάζεται Blues For Dracula, (1958) με τον Phillis να μιμείται επάξια τη φωνή του “δράκουλα“ Bela Lugosi. Ο Nat Adderley βρίσκεται στο κόρνο κι ο Johnny Griffin στο σαξόφωνο. Το 1959 έχουμε το Drums Around the World, όπου εντυπωσιάζει το άλτο σαξόφωνο του πληθωρικού Cannonball Adderley. Επίσης, το Showcase του ‘59 είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ, με πολλές προσωπικές συνθέσεις Jones, οι οποίες εκτελούνται στην εντέλεια με τη βοήθεια του τρομπετίστα Blue Mitchell, του Pepper Adams στο βαρύτονο σαξόφωνο και Julian Priester στο τρομπόνι. Όλα τα παραπάνω κυκλοφόρησαν με την σφραγίδα της Riverside.
Joe’s Debut (1959)
Η δεκαετία του 1960 βρίσκει τον Jones σε μια μετασχηματιστική περίοδο στην καριέρα του. Η δεκαετία άρχισε περίπου όπως και η δεκαετία του 1950 και κατέληξε με τον ντράμερ να συμμετέχει σε αμέτρητες συναντήσεις ‘υψηλού προφίλ’ ως freelancer. Μεταξύ των κορυφαίων συνεργασιών, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, καταγράφονται αυτές με τους Dexter Gordon, Donald Byrd, Freddie Hubbard και τον Hank Mobley, στο Another Workout του 1961, δουλειά που τελικά κυκλοφόρησε απ΄την Blue Note το 1985! Εκείνη την εποχή ο Jones βρισκόταν πραγματικά στο αποκορύφωμά του. Στις δημοσκοπήσεις των περιοδικών της εποχής, όπως π.χ. το Downbeat, κέρδισε την πρώτη θέση στην κατηγορία των ‘νέων αστέρων στα ντραμς’, το 1957, και ως καλύτερος ντράμερ το 1962. Πήρε και τη δεύτερη θέση το 1961, όντας στην πρώτη ο Max Roach. Καθώς όμως η δεκαετία προχωρούσε, οι συναυλίες τελικά άρχισαν να μειώνονται και ο Jones αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Ευρώπη. Ήταν αγνοημένος και σχεδόν ξεχασμένος. Ένας λόγος λέγεται ότι ήταν ένας ντράμερ, ονόματι Elvin Jones, με το κουαρτέτο του John Coltrane, ο οποίος ίσως να του έκλεψε τα φώτα της δημοσιότητας. Ίσως αυτός, λένε, είναι η αιτία που άφησε τις Η.Π.Α., το 1968. Κι όμως, στην πραγματικότητα ο Philly τον εκτιμούσε βαθύτατα και τον σεβόταν. “ Κοιτάξτε τον Elvin. Είναι δάσκαλος. Είναι συνεχώς σε περιοδείες. Άνθρωποι και ντράμερς τον ακούνε και μαθαίνουν πράγματα…“, έλεγε. Έπαιξαν μαζί ντραμς μάλιστα σε ένα ιστορικό άλμπουμ Together!, του 1961.
Le Roi (1961)
Η πρώτη του στάση στην Ευρώπη ήταν το Λονδίνο, όπου έζησε από το 1967 έως το 1969, διδάσκοντας την τέχνη του μαζί με τον φίλο και συνεργάτη ντράμερ, Kenny Clarke. Δεδομένου ότι οι νόμοι των βρετανικών μουσικών συνδικάτων εμπόδισαν τον Jones να δουλέψει άλλο στο Λονδίνο, μετακόμισε στο Παρίσι το 1969, όπου διέμεινε μέχρι την επιστροφή του στη Φιλαδέλφεια, το 1972. Περιστασιακά έδωσε μερικές παραστάσεις στην Ευρώπη, όπως: Moe Joe (1967) και Round Midnight (1969), μπαίνοντας μάλιστα και στην avant-garde σφαίρα, κυρίως μέσω παραστάσεων με τον Archie Shepp. Μετά την επιστροφή του στη Φιλαδέλφεια, ο Jones σχημάτισε μια δική του μπάντα, τους Le Grand Prix. Περιόδευσε και ηχογράφησε μαζί με τον Bill Evans, όπως το Quintessence (1976) και συμμετείχε σε περιστασιακές συναντήσεις με Kenny Burrell, Red Garland, Duke Jordan και Bobby Hutcherson. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Jones κυκλοφόρησε επίσης μια σειρά από άλμπουμς. Tρία από αυτά κυκλοφορούν με την εταιρεία Galaxy κι είναι το Philly Mignon (1977), το Drum Songs (1978) και το Advance! (1978). Στα δύο τελευταία χαρακτηρίζονται από τον κορυφαίο τρομπετίστα Blue Mitchell, στις τελευταίες του ηχογραφήσεις.
Το τελευταίο και μακροχρόνιο μουσικό έργο του Jones ήταν η Dameronia, ένα bebop jazz σχήμα (nonet για την ακρίβεια - μουσικό σχήμα με εννιά όργανα) , αφιερωμένο στην ενίσχυση της κληρονομιάς ενός από τους πρώτους δασκάλους και συμβούλους του, Tadd Dameron. Ιδρύθηκε αρχές των ‘80s από τον ίδιο και τον Don Sickler, έχοντας δύο στούντιο άλμπουμς. Τα To Tadd With Love (1982) και Look, Stop and Listen (1983). Κατά τη διάρκεια των τελευταίων του ετών, ο Philly επιδόθηκε στην εκπαίδευση των νέων ντράμερς. Έχοντας ήδη δημιουργήσει ‘σχολή’ στα τύμπανα, έκανε τελικά και δικό του σχολείο, προς κατάρτιση της νέας γενιάς κι επίδοξων νεαρών ντράμερς που τον είχαν ως πρότυπο. Είχε εκδόσει μάλιστα και σχετικό βιβλίο. Έλεγε σε μία απ΄τις τελευταίες του συνεντέυξεις: “Βλέπω σήμερα πολλούς νέους drummers που είναι φανταστικοί. Μπορεί να έχουν κάποιες ελλείψεις, αλλά θα τις ξεπεράσουν. Παίρνει χρόνο. Χρειάζεται πολλή μελέτη αυτό το όργανο.“
Philly J.J. (1982)
Ο Philly Joe Jones πέθανε από καρδιακή προσβολή στο σπίτι του, στη Φιλαδέλφεια, στις 30 Αυγούστου 1985, σε ηλικία 62 ετών. Οι περισσότερες από 500 ηχογραφήσεις του έθεσαν το πρότυπο για ένα μοντέρνο, ‘επιθετικό’ αλλά σίγουρα και καλαίσθητο jazz drumming. Έμεινε στην ιστορία για την τελειοποίηση της “brushes technique”, με τις λεγόμενες ‘βούρτσες΄. Είτε σε bebop, ή hard-bop ή post-bop, βλέποντας τον Philly Joe Jones στο “personnel”, είσαι σίγουρος για την υψηλή ποιότητα του δίσκου που ακούς. Σίγουρος λόγω της συμμετοχής ενός από των μεγαλύτερων, αλλά - ειρωνικά - αθόρυβων drummers στην ιστορία της jazz. Κι ας λείπει από μερικές λίστες!
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου