Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019



GUILLOTINE




Canadian Jazzy/Bluesy Progressive Psych Folk




Αποτελούμενο από bluesy, jazzy rural rock και progressive rock, αυτό το πολύ άγνωστο άλμπουμ δεν είναι ιδιαιτέρως ορίτζιναλ ή ξεχωριστό, αλλά η τραγουδοποιία και οι ερμηνείες είναι επιτυχημένες καθόλη την διάρκειά του. Η Carol Breval έχει μία πολύ ασυνήθιστη φωνή. Συχνά ακούγεται σαν την Janis Joplin, αλλά περισσότερο τραχιά και σε πιό χαμηλή ένταση.

Those Years Have Gone By (1971)





Guillotine (Ampex A-10122) 11/71 [Canada]




Στο μεγαλύτερο μέρος του αυτό είναι ένα ουδέτερο progressive άλμπουμ κυριαρχούμενο από όργανο, χάλκινα και κάτι γυναικεία φωνητικά σαν να τραγουδάει μάγισσα, στα Αγγλικά και στα Γαλλικά. Στυλιστικά το άλμπουμ βρίσκεται παντού, πατώντας στα εδάφη της jazz, της pop, της folk, της soul και της rock, με τον όγκο του υλικού να έχει γραφεί από τον συνθέτη Larry Meyers ή τον παραγωγό Rick Kunis. Η soft μπαλάντα "Anniversary" είναι πολύ ευχάριστη.

Anniversary (1971)




Μία μπάντα από τον Καναδά και το μοναδικό ομώνυμο άλμπουμ που έκαναν το 1971 στο Quebec...Η μουσική εδώ μέσα είναι μοναδική για τα δεδομένα της εποχής. Jazz αναμιγμένη με folk-rock, swing αλλά και soul. Η Carol Breval ακούγεται πολύ σαν την Janis Joplin, πράγμα που δεν ακούγεται καθόλου άσχημο.

Hands of Children (1971)





Μία μπάντα με εννέα μέλη που έπαιξε σχεδόν ότι μουσικό γένος ήταν γνωστό τότε. Μέλη ήταν οι: Pierre NadeauPaul, Andre και Jean Morin, Francois Petrari, Robert Turmel, Joe Trivisonno, Paul Dalonzo jr. και η lead singer Carol Breval.

I Can Not Believe (1971)






Μία αλήθεια πολύ παράξενη δουλειά από ένα πολυάριθμο σχήμα που δυστυχώς δεν άφησε παρά αυτό το μοναδικό και πολύ ιδιαίτερο άλμπουμ. Η μπάντα ήταν από το Quebec, αλλά ο δίσκος ηχογραφήθηκε στο Λονδίνο στα Island and Olympic στούντιο και κυκλοφόρησε μόνο στην Αμερική από την Ampex, η οποία είχε κάνει παρόμοια δουλειά για πολλά Καναδικά γκρουπ.





Ο lead guitarist της μπάντας Paul Morin είναι και ο μοναδικός που διατηρεί προσωπικό site εδώ

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019



KENSINGTON MARKET 



Unique Sound and Style




Ήταν τότε που έγινε το φεστιβάλ του Monterey. Τότε που βγήκε το Sgt. Pepper.  Την Άνοιξη του 1967, το κίνημα των χίπυς περνούσε στην πλήρη άνθισή του και κατά μία έννοια τα πολιτιστικά, κοινωνικά και πολιτικά φράγματα γκρεμίζονταν. Ο Καναδάς φυσικά δεν είχε μείνει εκτός αυτής της ατμόσφαιρας. Τρείς νέοι από το Yorkville,  ο Keith McKie, ο Gene Martynec και ο Alex Darou, μαζεύτηκαν σε μία σκονισμένη αποθήκη για να δημιουργήσουν ένα δικό τους ήχο. Ο ντράμερ βρέθηκε στο πρόσωπο ενός 16χρονου μόλις παιδιού του Jimmy Watson, που είχε το δικό του στυλ παιξίματος, ήξερε να παίζει σιτάρ και ήταν ξαδέλφια με τον Van Morrison. Όμως το lineup δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί. Το τελευταίο κομμάτι του παζλ ήταν ο Luke Gibson, o lead singer του γκρουπ Luke and the Apostles, ο οποίος μπήκε στην μπάντα μας ύστερα από την διάλυση του γκρουπ αυτού. Μετά το γκρουπ έπεσε στην προσοχή του Felix Pappalardi, που ήταν ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς εκείνης της εποχής. Από εκεί και πέρα όλα έγιναν με την σειρά που ακολουθεί.

Aunt Violet's Knee (1968)




Avenue Road (Warner Bros. WS 1754) 6/68 [Canada]




Μία μεγάλη εταιρεία έσπρωξε το νέο αυτό γκρουπ, με την ξεχωριστή μίξη και τον μοναδικό ήχο και στυλ, που γρήγορα θα τους καθιέρωνε ως σημαντικούς πωλητές δίσκων. Όλο το υλικό ορίτζιναλ και οι ιδέες τους φρέσκες και ενδιαφέρουσες. Οδηγούμενες από το αρχικό τους σίνγκλ "I Would Be the One", η αυθεντικότητα και η δημιουργικότητά τους εκφράζονται ζωηρά στο "Aunt Violet's Knee" και στο "Looking Glass", που και τα δύο συνέθεσε ο lead singer Keith McKie.

I Would Be the One (1968)




Ένα υποσχόμενο πρώτο άλμπουμ από ένα ικανό κουιντέτο από τον Καναδά, αν και η προσέγγιση που παρουσιάζεται εδώ είναι κομματάκι τόσο εκλεκτική στο να δείξει τι ακριβώς ήταν ικανοί να κάνουν. Πολύ επιδεξιότητα στα όργανα, καλό τραγούδισμα, πρώτης τάξεως παραγωγή-αν και ίσως λίγο υπερέβαλε-και γενικά καλό ορίτζιναλ υλικό. Οι επιρροές αργότερα ωστόσο είναι λίγο προφανείς σε αυτή την φάση στην εξέλιξη του γκρουπ, που θα συνέχιζε. Ή γνώση του γένους και της απαιτούμενης τεχνολογίας πάντως είναι εντυπωσιακή.

Looking Glass (1968)




Παρά τα αβέβαια προτερήματα, το Avenue Road είναι ένα καλύτερο από τον μέσο όρο ντεμπούτο άλμπουμ. Οι συνθέσεις ορίτζιναλ και λαμπερές. Το επίπεδο μουσικότητας υψηλό καθ'όλη την διάρκεια. Ο lead singer Keith McKie έχει τον φωνητικό εξοπλισμό για να τραγουδάει μπαλάντες πειστικά. Το γκρουπ επιτυγχάνει μία πετυχημένη ανάμιξη του νέου με το παλαιό. Μία εκλεκτική χρήση του σύγχρονου rock ιδιώματος, με την προσθήκη μουσικών συσκευών που αναπολούν Tin Pan Alley...

Colour Her Sunshine (1968)





Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην κιθαριστική δουλειά του Gene Martynec καθόλη την διάρκεια του άλμπουμ. Στο να ακομπανιάρει είναι υπέρτατος. Πάντα μοιάζει να παίζει με τον πιό κατάλληλο τρόπο. Ποτέ δεν μειώνει τα φωνητικά ή την σύνθεση. Πολύ ελάχιστοι κιθαρίστες της pop δείχνουν τέτοιο βαθμό γούστου και αυτοσυγκράτησης...Γενικά, το Avenue Road είναι εξαιρετικά ευκολοάκουστη μουσική από ένα ταλαντούχο γκρουπ.

Coming Home Soon (1968)





Οι Kensington Market σχηματίστηκαν ως κουαρτέτο στο Τορόντο τον Μάιο του 1967 και ηχογράφησαν δύο δυσδιάκριτα, συλλεκτικά σίνγκλς για την Stone του Bernie Finkelstein, που περιλαμβάνουν την ορίτζιναλ βερσιόν του βασικού τραγουδοποιού / τραγουδιστή Keith McKie, "I Would Be the One". Το κομμάτι ήταν επανηχογραφημένο μετά την έλευση του πρώην τραγουδιστή στους Luke & the Apostles, Luke Gibson στα τέλη του '67 και άρχιζε αυτό το εντυπωσιακό και υποτιμημένο άλμπουμ.

Girl Is Young (1968)




Συνδεδεμένοι με τον παραγωγό των Cream, Felix Pappalardi, οι Kensington Market έκαναν ένα άλμπουμ διακριτικής ευφυίας, που υπογραμμιζόταν από τους στοχαστικούς στίχους του McKie και την ανεπιτήδευτη κιθαριστική δουλειά του Gene Martynec. Τα τραγούδια του McKie κυριαρχούν και περιλαμβάνουν το στοιχειωτικό "Aunt Violet's Knee" και το μελωδικό "Girl Is Young". Η μοναδική συνεισφορά του Gibson, το "Speaking of Dreams", παρουσιάζει όμορφες αρμονίες και υπέροχη κιθάρα.

Speaking of Dreams (1968)




Soft pop-rock αλα Lovin' Spoonful. Το "Beatrice" είναι ιδιαιτέρως αιχμαλωτιστικό. Υπάρχουν μερικά πνευστά και μπαρόκ πινελιές στα "Looking Glass" και "Presenting Myself Lightly".



Aardvark (Warner Bros. WS 1780) 4/69




Οι Kensington Market έχουν εμφανιστεί με ακόμα μία καλή προσπάθεια σε αυτό το δεύτερό τους άλμπουμ. Τα 13 κομμάτια εδώ είναι ουσιαστικά ήπια rock με υπέρτατη φωνητική αξία. Τα "Help Me", "Half-Closed Eyes" και "Dorian" είναι στις τοπ επιλογές από αυτό το Καναδικό κουιντέτο.

Help Me (1969)





Το δεύτερο άλμπουμ τους είναι ένα πραγματικό αριστούργημα της περιόδου, ένα ιδιαίτερα πειραματικό, αλλά εντελώς προσβάσιμο σετ από εξέχοντα ποπ τραγούδια. Τα φωνητικά είναι θαυμάσια και η τότε καινοτόμα χρήση του συνθεσάιζερ είναι απόδειξη ότι το όργανο δεν είχε φτάσει ακόμα στην πλήρη δυναμική του (το "Cartoon" είναι απλά απίστευτα όμορφο και το κομμάτι που ανοίγει "Help Me" ακούγεται μοντέρνο πενήντα χρόνια αργότερα).

Cartoon (1969)





Η δεύτερη πλευρά φλερτάρει λιγάκι με την progressive rock. Το άλμπουμ έχει μία εντυπωσιακή αυτοπεποίθηση που θυμίζει την ανοιχτόμυαλη προσέγγιση που είχαν οι Βeatles στις συνθέσεις τους τότε. Το σχεδόν σαν ύμνος "Side I Am" έχει το είδος της βλακώδους, αλλά τακτοποιημένης σύνθεσης που κάθε μπάντα εκείνη την εποχή θα πέθαινε για να έχει καταφέρει. Πολλοί άνθρωποι ακούνε και διαφημίζουν τους The Collectors, αλλά κατά την γνώμη μου αυτό το άλμπουμ είναι πολύ πιό μπροστά.

Side I Am (1969)





Ένα παράξενο και πανέμορφο μικρό αριστούργημα που απαιτεί λίγες προσεκτικές ακροάσεις για να "μπείς" στον κόσμο του-ένα από τους Beatles επηρεασμένο άλμπουμ.

If It Is Love (1969)




Κυκλοφόρησε επανέκδοση από την Pacemaker το 2008.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019



HARVEY MANDEL


"The Snake" 


Blues Guitar & Beyond




O Harvey Mandel είναι ένας καινοτόμος και καθοριστικός κιθαρίστας που πρωτοπόρησε την χρήση των μοντέρνων blues-rock τεχνικών, όπως την χρήση του ελεγχόμενου μικροφωνισμού και τα 'χτυπήματα' στα τάστα με τα δύο χέρια. Το στυλ του Mandel αναμιγνύοντας πνευστά, έγχορδα και ηλεκτρική κιθάρα έφερε μία πειραματική αιχμή σε πολύ μεγάλο μέρος της δουλειάς του, ως σόλο καλλιτέχνης και στις συνεργασίες του με τους Barry Goldberg, Sugarcane Harris, Charlie Musselwhite, Canned Heat, John Mayall και The Rolling Stones.

Christo Redemptor (1968)




Μία φορά ο Mandel περιέγραψε το παίξιμό του στη Melody Maker: "Το στυλ μου είναι εντελώς σύνθετο. Τα σόλο μου είναι πιό μελωδικά και προσπαθώ να κάνω άλλα ενδιαφέροντα πράγματα. Μου αρέσει να αισθάνομαι ότι έχω ένα στυλ αναγνωρίσιμο. Δεν θέλω να θεωρούμαι απλά ως κιθαρίστας των blues. Έχω παίξει με όλων των ειδών τις μπάντες, σε κάθε είδος χώρου για να αποκτήσω τις περισσότερες δυνατόν εμπειρίες".
Ο Mandel ή αλλιώς "The Snake", γεννήθηκε στο Ντιτρόιτ του Μίτσιγκαν το 1945, αλλά μεγάλωσε στο Σικάγο στο προάστειο Morton Grove. Η πρώτη μουσική εμπειρία του ήταν η συνοδεία ενός νεαρού τραγουδιστή της folk με μπόνγκος, αλλά αφού ξεμυαλίστηκε με την κιθάρα του τραγουδιστή, αποφάσισε να την αναλάβει και ο ίδιος. Αγόρασε μία κιθάρα στα 16 χρόνια του και ξεκίνησε να εξασκείται μέρα-νύχτα, δουλεύοντας τα κιθαριστικά μέρη στις blues ηχογραφήσεις. Σύντομα, έγινε αρκετά καλός για να πάει σε μία rock 'n' roll μπάντα ως ρυθμικός κιθαρίστας. Αυτό οδήγησε σε μία σειρά από παραστάσεις με τοπικά γκρουπ μέχρι τα 18 του, όταν συνάντησε τον 28χρονο μουσικό Thad Ericken. "Εγώ και αυτός (Thad) σχηματίσαμε ένα γκρουπ", έλεγε ο Mandel στο Hit Parader. "Θα παίζαμε σε ένα αριθμό hillbilly μπαρ γύρω από το Μπροντγουει. Συνηθίζαμε να μπαίνουμε στα κρυφά γιατί εγώ δεν ήμουν ακόμα 21 χρονών. Ο Thad κι εγώ ήμασταν τα μόνιμα μέλη και θα βρίσκαμε πάντα διαφορετικούς ανθρώπους για να παίξουμε μαζί σε κάθε παράσταση". Μετά ο Mandel συνάντησε ένα μαύρο μπασίστα τον Sammy Fender, σε ένα R&B κλαμπ του Μπροντγουει το Magoos. Ο Fender έγινε ο μέντοράς του, διδάσκοντάς τον για τα blues και παίρνοντάς τον στα blues μπαρ. Ένα κλαμπ, το Curley's Twist City, στην Madison Street στην Δυτική άκρη του Σικάγο, έγινε αγαπημένο στέκι. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στον Mandel να παρατηρήσει και να τζαμάρει με πρωταγωνιστές, όπως ο Buddy Guy και ο Otis Rush, που έπαιζαν συχνά στο κλαμπ. Από το Twist City, άρχισε να παίζει σε άλλες σκηνές, όπως το Golden Peacock, το C&T Lounge και το Pepper's Lounge, μαζί με μουσικούς όπως οι B.B. King, Howlin' Wolf, Albert King και Muddy Waters. "Στο Σικάγο έπαιζα κάθε νύχτα. Τύποι σαν τον Mike Bloomfield, Paul Butterfield, Barry Goldberg και εγώ θα τζαμάραμε με όλους τους καλλιτέχνες των blues του Σικάγο. Υπήρχε μία ευγενής άμιλλα μεταξύ των μουσικών για να δείξουν πόσο καλά έπαιζαν, ο ένας στον άλλο. Έπρεπε κάθε φορά που έκανες σόλο να εμφανιστείς με κάτι καινούριο. Ήταν σπουδαία εκπαίδευση". Σύντομα ο Mandel δούλευε στο blues κύκλωμα στα κλαμπ της Rush Street, έξι νύχτες την εβδομάδα, μερικές φορές μέχρι πρωίας.

Before Six (1968)




Έγινε φίλος με άλλους δύο λευκούς bluesmen, τον παίκτη των keyboard Barry Goldberg και τον παίκτη άρπας Charlie Musselwhite. O Goldberg άρχισε να αποκαλεί τον Mandel "The Snake" επειδή φόραγε ένα δερμάτινο μπουφάν με σαν από φίδι δέρμα και του άρεσαν τα παρατεταμμένα ελικοειδή-σαν φίδι-riff στην κιθάρα. Ο Goldberg, μέλος των Goldberg-Miller Blues Band, ηχογραφούσε το ντεμπούτο άλμπουμ του γκρουπ, όταν ο κιθαρίστας Steve Miller έφυγε. Ο Goldberg ζήτησε από τον Mandel να τον αντικαταστήσει και έτσι και οι δύο φίλοι, Mandel και Musselwhite συμμετείχαν στις ηχογραφήσεις του Blowing My Mind, ντεμπούτο άλμπουμ του 1966 της μετονομασμένης Barry Goldberg Blues Band. H μπάντα διαλύθηκε σύντομα μετά από αυτό. Όχι πολύ καιρό μετά, ο Mandel επανενώθηκε με τον Goldberg σαν μέρος της backing μπάντας στο ντεμπούτο άλμπουμ του Musselwhite, Stand Back! Ενώ ο Musselwhite προτιμούσε τις παραδοσιακές δομές των blues, το παίξιμο του Mandel δεν ήταν καθόλου συμβατικό. Συχνά συνδυάζοντας ένα κάπως παραμορφωμένο τόνο, το παίξιμό του φαινόταν χαρακτηριστικά στο LP, αλλά οι αρχικές λίγες πωλήσεις οδήγησαν τον Mandel να επιστρέψει στις παραστάσεις με τους The Busters, μία τοπική rock μπάντα του Σικάγο. Ωστόσο, μερικούς μήνες αργότερα, το Stand Back! άρχισε να ακούγεται πολύ στα ερτζιανά στον ηγετικό underground σταθμό του San Francisco Bay Area, KMPX-FM. Ο Abe "Voco" Kesh, ένας DJ του σταθμού και παραγωγός της Mercury, έπαιζε το άλμπουμ πολύ συχνά και έγινε τοπικό χιτ. O Kesh εντόπισε τον Mandel στο Σικάγο και προσκάλεσε τον Musselwhite και τον Mandel στο San Francisco με την υπόσχεση για δουλειά. Ο Mandel δέχτηκε την πρόσκληση και μαζί με μέλη των The Busters και τον Musselwhite , ήρθαν στην Καλιφόρνια. Αποκάλεσαν την μπάντα Charlie Musselwhite and his South Side Sound System και το γκρουπ άμεσα έκλεισε για αρκετές εμφανίσεις στο Fillmore West κατά την διάρκεια του καλοκαιριού του 1967, μοιραζόμενοι τη σκηνή με τους Electric Flag, τους The Paul Butterfield Blues Band και τους The Cream. Μετά από ένα αρχικό καταιγισμό δουλειάς, η μπάντα εκτός του Mandel και του Musselwhite επέστρεψε στο Σικάγο. Ο Kesh εξασφάλισε στον Mandel ένα συμβόλαιο για ηχογράφηση στην Philips, θυγατρική της Mercury. O Mandel συγκεντρώθηκε στο να κάνει το πρώτο σόλο LP του με παραγωγό τον Kesh. Τα sessions έλαβαν χώρα σε έξι διαφορετικά στούντιο του Λος Άντζελες και το θρυλικό Bradley's Barn στο Νάσβιλ. Ο κιθαρίστας χρησιμοποίησε μία ποικιλία από μουσικούς για τον δίσκο, συμπεριλαμβανομένων του μπασίστα Art Stavro, του ντράμερ Eddie Hoh και για τις ηχογραφήσεις στο Νάσβιλ τον Pete Drake (steel guitar) και τον ντράμερ Kenny Buttrey. Το ορχηστρικό άλμπουμ που δημιουργήθηκε το 1968 είχε τον τίτλο Christo Redemptor και ήταν μία εκλεκτική μίξη blues και rock κιθάρας.

Christo Redemptor (Philips PHS 600-2811) 1968




Τα highlights του άλμπουμ περιλαμβάνουν το bluesy με φυσαρμόνικα "The Lark" (με τον Charlie Musselwhite) και το υπνωτικό "Wade in the Water", με την μπάντα να περιλαμβάνει τον Steve Miller από τους Linn County στα keyboards και τον Armando Peraza στα κόνγκας. To άλμπουμ κέρδισε κάποιο underground ραδιοφωνικό αέρα, αλλά δεν μπήκε στα Billboard charts μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1969, δηλαδή ένα χρόνο αργότερα φτάνοντας στο #169. Το Christo Redemptor έλαβε ανάμικτες κριτικές. Η Melody Maker σημείωσε ότι το άλμπουμ περιείχε "μία αξιόλογη ποσότητα ενδιαφέροντος progressive rock", ενώ το Hit Parader είπε "Το μεγαλύτερο μέρος της πολύπλοκης κιθαριστικής δουλειάς του Mandel είναι φτιαγμένο γύρω από τα blues. Ύστερα απ'όλα, αυτό ήταν το σπουδαιότερο επιστρέφοντας στο Σικάγο. Επηρεάστηκε επίσης και από την jazz. Είναι επίσης άριστος". Ωστόσο, το Rolling Stone το απέρριψε ως "ένα ιδιαιτέρως βαρετό άλμπουμ".

Wade in the Water (1968)




Ένα πρόσωπο που έδωσε προσοχή ήταν ένας επίδοξος μουσικός που λεγόταν Carlos Santana: "Ο Harvey Mandel ήταν ίσως ο πρώτος μουσικός που έβαλε κόνγκας σε rock 'n' roll άλμπουμ. Τον είδα στο Avalon μία φορά και έπαθα πλάκα. Έμαθα τόσα πολλά από αυτόν. Αλήθεια θαυμάζω τύπους σαν τον Harvey Mandel, του οποίου τον ήχο μπορώ να αναγνωρίσω, επειδή χρειάζεται πολύ δουλειά". Για την επόμενη σόλο κυκλοφορία του, Righteous, o Mandel χρησιμοποίησε τον φημισμένο τρομπετίστα Shorty Rogers, για τις συνθέσεις εγχόρδων και πνευστών.

Righteous (Philips PHS 600-306) 1969




Χωρίς έκπληξη, το άλμπουμ περιείχε ένα αριθμό από jazz προσανατολισμένα τρακς μαζί με δυό ατόφια blues θέματα. Ο Mandel ξανά χρησιμοποίησε τον Stavro και τον Hoh, μαζί με τον ρυθμικό κιθαρίστα (και αυτόν που τραγουδάει στο "Love of Life") Bob Jones, τον παίκτη keyboards Duane Hitchings και τον παίκτη κρουστών Earl Palmer.

Love of Life (1969)




Ένας κριτικός του Downbeat, ονόματι Heineman, έδωσε στο Righteous μόνο 2 αστέρια με την παρατήρηση, "Κάποιος προφανώς είπε στον Mandel ότι θα μπορούσε να παίξει jazz κιθάρα. Κάποιος έκανε λάθος..." Ωστόσο, ο Heineman παρατήρησε ότι ο Mandel ήταν "καλός στο να παίζει hard blues", προσθέτοντας, "τα δύο μόνο κομμάτια που έχουν ένα αποτέλεσμα είναι το "Stuff", που είναι επίσης και το μεγαλύτερο σε διάρκεια και το "Campus". Στο R&B "Stuff", ο Mandel παίζει κάποια καινοτόμα κιθαριστικά μέρη. Επίσης παίζει hard και καλά στο ορίτζιναλ blues-rock "Campus". Κυκλοφορώντας το 1969, το Righteous έπιασε #187 στα Billboard charts.

Righteous (1969)




Δουλεύοντας παράλληλα με το δικό του άλμπουμ ο Mandel βρήκε χρόνο το 1969 να βοηθήσει τον Barry Goldberg στο άλμπουμ του Barry Goldberg Reunion, όπως επίσης και στο Two Jews Blues και στο Barry Goldberg and Friends. Επίσης έπαιξε σε αρκετά άλμπουμ άλλων μουσικών το 1969, συμπεριλαμβανομένων του The Blues Singer του Jimmy Witherspoon και του The Mighty Graham Bond του Graham Bond. Στα τέλη Ιουλίου του 1969, προς έκπληξη κάποιων, ο Mandel αντικατέστησε τον Henry Vestine σαν lead guitar στους Canned Heat. Ενώ ο Mandel παρακολουθούσε τους Canned Heat σε εμφάνισή τους στο Fillmore West, προσκλήθηκε στα καμαρίνια για να συναντήσει την μπάντα. Εκεί του είπαν ότι ο Vestine και ο μπασίστας Larry Taylor είχαν έναν άγριο καυγά που οδήγησε τον Vestine να αποχωρήσει. Του ζήτησαν να αντικαταστήσει αν μπορούσε στο δεύτερο σετ τους τον Vestine (στο πρώτο σετ είχε κάτσει στη θέση του ο Mike Bloomfield). Το δεύτερο σετ με τον Mandel πήγε καλά και του ζήτησαν να μείνει στο γκρουπ σαν μόνιμο μέλος. Αυτός δέχτηκε και η μπάντα αναχώρησε εκείνη την βραδιά για τρείς εβδομάδες σε τουρ στην Νέα Υόρκη, που περιελάμβανε, την εμφάνισή τους στο Woodstock. Οι Canned Heat πήγαν καλά στο φεστιβάλ και ο Mandel έγινε γρήγορα ζωτικής σημασίας στον ήχο της μπάντας. Κατά την διάρκεια Ευρωπαικής περιοδείας τον Ιανουάριο του 1970, ο lead singer Bob Hite είπε στην Melody Maker ότι η διαφορά που έκανε ο Harvey Mandel στους Canned Heat ήταν ότι "τώρα παίζουμε μουσική".

Bob Hite & Harvey Mandel


"Ήταν το πρώτο μου στ'αλήθεια μεγάλο γκρουπ" είπε αργότερα ο Mandel στο Hit Parader. "Μου άρεσε να παίζω με τον Al Wilson. Ήταν πολύ ευαίσθητος, ένας αληθινός μουσικός. Ήταν αλήθεια στην μουσική του. Ήταν ντροπαλός και ζούσε σαν ερημίτης στο δάσος". Ο Mandel εμφανίστηκε σε ότι αδιαφιλονίκητα αποτελεί την καλύτερη ηχογράφηση των Canned Heat, Future Blues (1970), όπως επίσης στο μουντό Canned Heat '70 Concert (που ηχογραφήθηκε live στην Ευρώπη). Τον Μάιο του 1970, ο Mandel και ο μπασίστας Larry Taylor άφησαν τους Canned Heat για να πάνε στον John Mayall στην all-American band. Εκείνη την περίοδο, οι Bluesbreakers περιλάμβαναν επίσης τον βιολονίστα Don "Sugarcane" Harris, με τον οποίο ο Mandel συνεργάστηκε αργότερα. Γεννημένος στην Pasadena στην Καλιφόρνια, ο Don Bowman Harris, έπιασε το βιολί στα 5 ή 6 χρόνια του και πήρε μία κλασική εκπαίδευση 10 χρόνων. Ενώ παρακολουθούσε το highschool, εγκατέλειψε τις κλασικές του βλέψεις και σχημάτισε ένα doo-wop γκρουπ τους The Squires, που παρουσίαζαν εκείνον στο πιάνο και τον συμμαθητή του Dewey Terry στην κιθάρα. Το 1955 οι The Squires είχαν ένα τοπικό χιτ το "Cindy", αλλά ο Harris και ο Terry άφησαν το γκρουπ δύο χρόνια αργότερα για να σχηματίσουν τους Don and Dewey. Σαν Don and Dewey κυκλοφόρησαν πολλά καλά σινγκλς στην Specialty, συμεριλαμβανομένου του "Farmer John", "I'm Leaving It All Up to You" και "Big Boy Pete", αλλά ποτέ δεν μπήκαν στα charts. Ωστόσο, άλλοι καλλιτέχνες διασκεύασαν υλικό τους κάνοντας χιτ, όπως οι The Premiers ("Farmer John", #19, 1964), Dale and Grace ("I'm Leaving It All Up to You") και οι Kingsmen, που επανέγραψαν τους στίχους στο "Big Boy Pete" και έπιασαν ένα #4 χιτ το 1965 με το "Jolly Green Giant". Oι Don and Dewey διαλύθηκαν, για να ξανασμίξουν το 1964, όταν έκαναν ένα ορχηστρικό σινγκλ που λεγόταν "Soul Motion", παρουσιάζοντας το βιολί του Harris στην Rush Records. Η επανένωση ήταν σύντομη σε διάρκεια και ο Harris πέρασε στην λησμονιά. Ύστερα, τέλη του '69, όταν ο Frank Zappa αποφάσισε να κάνει το σόλο άλμπουμ του Hot Rats, θυμήθηκε τον Harris από το κομμάτι "Soul Motion" και τον ήθελε να εμφανιστεί στο άλμπουμ. Ο Zappa βρήκε τον Harris να παίζει με τους Johnny Otis Revue και τον επιστράτευσε να εμφανιστεί σε δύο τρακς, ένα από τα οποία είναι το "Willie the Pimp". Ο Harris έμεινε με τον Frank Zappa για να ηχογραφήσει το Burnt Weeny Sandwich και το Weasels Ripped My Flesh πριν πάει στη μπάντα του John Mayall. To νέο lineup του Mayall ηχογράφησε το USA Union τον Ιούλιο του 1970 στις 27 και 28, προτού ξεκινήσουν περιοδεία 6 εβδομάδων τον Οκτώβριο. Ο Harris εξαιτίας ασθένειας εξαιρέθηκε από το τουρ, αφήνοντας τον Mayall, τον Mandel και τον Taylor να κάνουν την περιοδεία ως τρίο στην υπόλοιπη Αμερική και στην Ευρώπη αργότερα. Ο Mandel περιέγραψε στο Beat Instrumental πώς ο Mayall ήθελε πιό ήπιο παίξιμο από αυτόν: "Παίξαμε σε πολύ χαμηλότερη ένταση από το μέσο rock γκρουπ. Ατομικά έπρεπε να παίξω πιό συντηρητικά. Δεν ήταν σαν τα άλμπουμ μου ή όταν ήμουν στους Canned Heat. Δεν ήταν η heavy αίσθηση της κιθάρας πιά-αλλά πιό χαλαρά. Έτσι το ήθελε ο John". Για την επόμενη σόλο κυκλοφορία του το 1970, Games Guitars Play, ο Mandel αποφάσισε να συμπεριλάβει κομμάτια με φωνητικά για να κερδίσει μεγαλύτερο ραδιοφωνικό αέρα.

Games Guitars Play (Philips PHS 600-325) 1970




Έφερε τον Russell Dashiel, με τον οποίο είχαν συνεργαστεί στο παρελθόν, σαν τραγουδιστή και για να παίξει κιθάρα, όργανο και πιάνο. Στους άλλους μουσικούς συμπεριλαμβάνονταν ακόμα μία φορά ο Taylor και ο Hoh. Το άλμπουμ άρχιζε με μία διασκευή του country blues "Leavin' Trunk" του Sleepy John Estes, το οποίο μετέτρεψαν σε ψυχεδελικό.

Leavin' Trunk (1970)




Πιστός στο παρατσούκλι του ο Mandel επέτρεψε στα κιθαριστικά του μέρη να ελιχθούν σαν φίδι ανάμεσα στις συνθέσεις. Το Record Mirror έπιασε τον πειραματισμό του σχολιάζοντας: "Ο Harvey κινείται ανάμεσα στους περισσότερους από τους διάφορους ήχους και εφέ που μπορούν να παιχθούν από μία ηλεκτρική κιθάρα". Η Melody Maker είδε το LP τόσο απλά: "ένα πολύ bluesy σετ από την υπέροχη κιθάρα του Mandel". Ωστόσο, το Games Guitars Play δεν μπήκε στα charts και σύντομα ο κιθαρίστας μας τράβηξε άλλο δρόμο από την Philips Records. O Mandel επέστρεψε σε μία τελείως ορχηστρική μορφή για το επόμενο άλμπουμ του, Baby Batter, που κυκλοφόρησε το 1971 στην Janus.

Baby Batter (Janus JLS-3017) 1971




Ενωμένος ξανά με τον συνθέτη Shorty Rogers, ο Mandel χρησιμοποίησε την backing μπάντα με τους Taylor, Lagos, τον παίκτη των κόνγκας Big Black, την παίκτρια του ταμπουρίνο Sandra Crouch και τους πάικτες των keyboards Howard Wales και Mike Melvoin. Το Disk and Music Echo, έγραψε με ενθουσιασμό: "Κάθε κιθαρίστας που μπορεί να κρατήσει την προσοχή σας στη διάρκεια ενός ολόκληρου άλμπουμ πρέπει να έχει κάτι και αυτό το άλμπουμ είναι το καλύτερό του με διαφορά ως σήμερα".

One Way Street (1971)




Το Beat Instrumental βρήκε την κυκλοφορία να είναι "ένα πολύ καλό άλμπουμ για όσους εκτιμούν την εύγεστη κιθάρα, αλλά το αντίθετο για αυτούς που τους αρέσει η πολλή βαβούρα". Το επόμενο άλμπουμ του Μandel, The Snake (1972), συνέχισε την αναζήτηση με τον fusion ήχο.

The Snake (Janus JLS-3037) 1972





Χρησιμοποιώντας διάφορους μουσικούς-Harris (ηλεκτρικό βιολί) και Lagos, συν τους πρώην Canned Heat συναδέλφους του Taylor και ντράμερ Fito de la Parra-δημιούργησαν άλλο ένα ενδιαφέρον jazz-rock άλμπουμ. Ο Mandel έκανε για πρώτη φορά φωνητικά στο "Uno Ino", το οποίο έχει την έννοια του "You Know, I Know". Οι πωλήσεις ακόμα μία φορά δεν προβλέπονταν καθώς το The Snake έφτασε στα Billboard top 200 το #198 τον Ιούλιο του 1972.

Uno Ino (1972)




Εκείνο τον ίδιο χρόνο ο Mandel πήγε σε μία μπάντα που είχε σχηματίσει ο ντράμερ Paul Lagos (Ο Lagos ήταν ντράμερ στους Kaleidoscope κάποτε). Η ορίτζιναλ μπάντα αποτελούνταν από τον Lagos, τον Larry Taylor στο μπάσο, τον Don "Sugarcane" Harris στο ηλεκτρικό βιολί και τον Randy "Rare" Resnick στην κιθάρα.

The Snake (1968)




Τότε ο Harris είχε τρία σόλο άλμπουμ στα κρέντιτς του: το Sugarcane (στην Epic το 1970), το Keep on Drivin' και το Got the Blues, που έγιναν στην Γερμανική εταιρεία MPS το 1970 και 1971 διαδοχικά. Το κουαρτέτο είχε παίξει στο Ash Grove στο Λος Άντζελες κατά την διάρκεια του 1969, πριν ο Taylor μπερδεμένος από την ανευθυνότητα και την διαρκή τεμπελιά του Harris τα παρατήσει. Αντικαταστάθηκε από τον μπασίστα Victor Conte και για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον της εταιρείας, έφεραν τον Mandel το 1972. Αποκαλούμενοι The Pure Food and Drug Act, έβγαλαν ένα άλμπουμ το 1972 στην Epic Records. Με τίτλο Choice Cuts ο δίσκος ήταν μία συλλογή από fusion προσανατολισμένο υλικό που αναμίγνυε στοιχεία jazz, blues και funk. Το άλμπουμ παρουσίαζε μία 11-λεπτη βερσιόν του "Eleanor Rigby", του κλασικού θέματος των Beatles, το οποίο ο Harris επίσης διασκεύασε στο σόλο άλμπουμ του Fiddler on the Rock.

The Pure Food and Drug Act - Eleanor Rigby (1972)




Η συχνή φυλάκιση του Harris και η έλλειψη προσφορών έφεραν στους The Pure Food and Drug Act ένα πρόωρο τέλος λίγο μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτο άλμπουμ τους. Ο Mandel ωστόσο "πήρε" από τον Resnick την τεχνική του στο "χτύπημα" στα τάστα με τα δύο χέρια και το πέρασε στο νέο του άλμπουμ Shangrenade (που κυκλοφόρησε το 1973). Στο μεταξύ κυκλοφορώντας το The Snake και συνεργαζόμενος με τον Harris στο Choice Cuts το 1972, ο Μandel επίσης πέρασε χρόνο δουλεύοντας σε διάφορα άλλα πρότζεκτ. Έκανε ένα τριήμερο τζαμ από 17 μουσικούς της περιοχής του Σικάγο που κυκλοφόρησε ως Get Off in Chicago, ήταν ο κιθαρίστας που παρουσίασαν οι Venture στο άλμπουμ τους Rock and Roll Forever, και κάποια session με τους Canned Heat εμφανιζόμενος στην κυκλοφορία τους το 1972, Historical Figures and Ancient Heads.

Get Off in Chicago (Ovation QD-14-15)1972




Ο Mandel έχτισε την φήμη του με το καινοτόμο παίξιμο και την επιδέξια προσαρμοστικότητά του που ήταν αποτέλεσμα επίμονης δουλειάς και συνεισφοράς σε δουλειές άλλων μουσικών. Οι διάσημοι Canned Heat, John Mayall και άλλες κορυφαίες blues-rock μπάντες και καλλιτέχνες έχουν όλοι τους αναγνωρίσει το αξιόλογο ταλέντο του, αλλά με κάποιο περίεργο τρόπο-που πάντα συμβαίνει σε άξιους καλλιτέχνες-οι σόλο δουλειές του δεν βρήκαν ευρεία απήχηση.

I'm a Lonely Man (1972)




"Η μεγαλύτερη κατρακύλα μου σε δημοφιλία ήταν ότι ποτέ δεν υπήρξα τραγουδιστής. Ο Jeff Beck ήταν μία από τις πολύ-πολύ ελάχιστες εξαιρέσεις που πήρε εκατομμύρια πωλήσεις με ένα τελείως ορχηστρικό άλμπουμ. Αν είχα τρόπο να είμαι και τραγουδιστής σε επίπεδο ανάλογο της κιθαριστικής μου ικανότητας, αυτό θα έκανε την μεγάλη διαφορά".


 




Ο Mandel κυκλοφόρησε δύο ακόμα σόλο άλμπουμ για την Janus Records, το Shangrenade, μία συνεργασία με τον "Sugarcane" Harris το 1973 και το Feel the Sound of Harvey Mandell (1974). Επίσης έπαιξε στο Reel to Real των Love (1974) και σε δύο τραγούδια του Black and Blue των Rolling Stones (το "Hot Stuff" και το "Memory Motel") και θεωρήθηκε ως ο αντικαταστάτης του Mick Taylor πριν επιλέξουν τον Ronnie Wood. Το 1980, μετακόμισε στην Φλόριντα και έγινε μέλος μίας μπάντας που έπαιζε σε ένα nightclub που ανήκε στον Ronnie Wood το Woody's, μαζί με τον σαξοφωνίστα των Stones, Bobby Keys. Ο Mandel επανενώθηκε με τους Canned Heat για το Human Condition (1978) και το Internal Combustion (1994) και έκανε μαζί τους τουρ για την 30η επέτειο του Woodstock. Οι επόμενες κυκλοφορίες του έχουν γίνει σποραδικά και έγιναν σε μικρές εταιρείες. Ήταν το Live Boot:Harvey Mandel-Live in California (1990), το Twist City (1993), το Snakes & Stripes (1995), το Planetary Warrior (1997), το Emerald Triangle (1998) και το Lick This (2000). Επιπροσθέτως ο κιθαρίστας βρέθηκε στο δίσκο της I.R.S. Guitar Speak II και περιλαμβανόταν σε ένα compilation CD της Rhino Records, το Guitar Player Magazine's Legends of Guitar:Electric Blues, Vol.1. Επίσης κυκλοφόρησε ένα βίντεο με οδηγίες για το παίξιμο της κιθάρας με τίτλο: Harvey Mandel:Blues Guitar & Beyond.

Harvey Mandel

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019




THE DEVIL'S ANVIL




A Strange Record





Hard Rock From the Middle East (Columbia CL 2664 / CS 9464) 5/67




Ένα από τα πιό πολύχρωμα, συναρπαστικά, ενθουσιώδη και ασυνήθιστα rock 'n' roll άλμπουμ που ακούσατε ποτέ. Όλα εκτός από ένα τρακ (μία πανέμορφη εκδοχή του "Misirlou" με Αγγλικό στίχο) είναι τραγουδισμένα στα Αραβικά, Ελληνικά και Τουρκικά). Αλλά αυτοί οι Αμερικανοί και από την Μέση Ανατολή μουσικοί διατηρούν ένα δυνατό και μοντέρνο μπιτ πίσω από κάθε τραγούδι που δίνει στη μουσική μία διεθνή προσέγγιση.

Misirlou (1967)







Ακούστε το "Wala Dai" με τον αλα Stones ρυθμό, το μπιτ στο "Besaha", το εξωτικό "Shisheler". Οι Anvil έπρεπε να προσθέσουν Αγγλικούς στίχους σε περισσότερα τραγούδια-το πιθανότερο θα είχαν γίνει χιτ.

Wala Dai (1967)





Να σημειώσουμε ότι ίσως είναι η πρώτη φορά που καταγράφεται ο όρος Hard Rock. Η rock είχε ήδη σκληρύνει τον ήχο της με τους The Kinks, τους Rolling Stones, τους The Who, τον Hendrix, τους Cream, όμως σαν όρος δεν είμαι σίγουρος ότι είχε πριν από αυτή την καταγραφή χρησιμοποιηθεί.

Kley (1967)





Τα κομμάτια "Wala Dai", "Besaha", "Isme", "Nahna U Diab", "Selim Alai", "Karkadon" και "Hala Laya" έχουν Αραβικό στίχο. Τα "Kley" και "Treea Pethya" είναι στα Ελληνικά. Το "Shisheler" είναι στα Τουρκικά.

Shisheler (1967)





Πίσω από την παραγωγή βρίσκεται ο δαιμόνιος Felix Pappalardi, παραγωγός του Disraeli Gears, αλλά και συν-δημιουργός των Mountain το 1969, οι οποίοι στάθηκαν ως επιρροή της πρώτης γενιάς των heavy metal και hard rock γκρουπ.

Karkadon (1967)





Ο Pappalardi συνάντησε τους μουσικούς από την Μέση Ανατολή να παίζουν στο Cafe Feenjon, στο Greenwich Village στη Νέα Υόρκη. Ήταν ο Jerry Satpir (lead guitar, φωνητικά), ο Elierzer Adoram (ακορντεόν), ο Kareem Issaq (oud, φωνητικά) και ο μετέπειτα παίκτης των keyboards στους Mountain, Steve Knight.

Besaha (1967)




Υπήρχε περίπτωση αυτός ο δίσκος να είχε γίνει επιτυχία; Είναι κάτι που δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα. Δεν μπορούμε να τους συγκρίνουμε με τους Αμερικανούς Kaleidoscope, τους The Orient Express ή τον John Berberian, καθώς δεν ήταν τόσο ψυχεδελικοί αλλά περισσότερο world music.

Treea Pethya (1967)




Πάντως δεν είχε την ευκαιρία να κερδίσει αέρα στα ερτζιανά, καθώς κανένας Αμερικανικός σταθμός δεν θα έπαιζε την περίοδο που ξέσπασε ο πόλεμος των έξι ημερών, ένα δίσκο με αμφιλεγόμενο περιεχόμενο.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019




APPALOOSA



A Rare Breed




Εμπνευσμένος από το κύκλωμα της folk, από την Joan Baez, τους Richard & Mimi Farina και άλλους, ο τραγουδιστής / τραγουδοποιός και κιθαρίστας John Parker Compton θα συναντιόταν με τον βιολονίστα Robin Batteau και θα ξεκινούσαν το ταξίδι τους στο χώρο της psych-folk. Μοιράστηκαν σκηνές με την Laura Nyro, τον Van Morrison και τον Tim Hardin, έπαιξαν σε κονσέρτα τα καλοκαίρια του '67 και '68 και υπέγραψαν στην Columbia. Ήταν μόλις 18 ετών. Ενίσχυσαν την μπάντα με τον μπασίστα David Reiser και τον παίκτη τσέλο Eugene Rosov και κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους το 1969. Τέλη του '69 η μπάντα μας έπαιζε μαζί με τους Allman Brothers και τους Blood, Sweat and Tears.

Thoughts of Polly (1969)




Appaloosa (Columbia CS 9819, με εσώφυλλο) 7/69





Ένα περίεργο γκρουπ μόνο εξαιτίας των οργάνων-ακουστική κιθάρα, βιολί, τσέλο και ηλεκτρικό μπάσο...Η σχεδόν ακουστική προσέγγιση των Appaloosa είναι η απόκριση στην ποιητική σύνθεση του John Parker Compton. Οι συνθέσεις των εγχόρδων και το παίξιμο των Robin Batteau και Gene Rosov, που συνοδεύουν το τραγούδισμα του Compton, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του ήχου των Appaloosa...

Glossolalia (1969)





Ο ηγέτης των Appaloosa, John Parker Compton, πιστώνει τον Tim Hardin, τον Donovan, τον John Hammond και τον Bobby Vee, ως πηγές του, αλλά ακούγεται πολύ σαν τον Eric Andersen. Το γκρουπ αποτελείται από τον Compton στην κιθάρα, με συνοδεία από βιολί, τσέλο και μπάσο. Σε ορισμένα κομμάτια προστίθενται πιάνο, όργανο, ντραμς και πνευστά. Ευφυέστατο!

Georgia Street (1969)




Με χαμηλών τόνων μελωδίες, παραπλανητικά πολύπλοκες συνθέσεις και χαριτωμένο τόνο, αυτό θα έλεγα ότι είναι ένας κρυμμένος θησαυρός. Τσεκάρετε το "Thoughts of Poly", για παράδειγμα με την μελωδία αλα γητευτής φιδιών, το ζαλισμένο σαξόφωνο και τον γλυκόπικρο στίχο ή το αιχμαλωτιστικό "Bi-Weekly", υπογραμμισμένο από ήρεμο όργανο και όμποε ή το "Rivers Run to the Sea" με το βιολί και την διακοπτόμενη μελωδία.

Now That I Want You (1969)




Τα τραγούδια του ηγέτη John Parker Compton είναι απαστράπτοντα, ορίτζιναλ, ατμοσφαιρικά όσο δεν πάει άλλο και έχουν παράξενα σημεία να σου αιχμαλωτίζουν τη μνήμη. Εντυπωσιασμένος είδα την νεαρή του ηλικία-μόλις 19 χρονών τότε.

Feathers (1969)




Το άλμπουμ είναι επίσης για τους οπαδούς των Blood Sweat & Tears, καθώς το γκρουπ μας ανακαλύφθηκε από τον Al Kooper, ο οποίος έκανε και την παραγωγή (παίζει κιόλας μέσα, κιθάρα και keyboards), ενώ ο Fred Lipsius παίζει λίγο σαξόφωνο και ο Bobby Colomby ντραμς.








Bi-Weekly (1969)




COMPTON & BATTEAU




Έχοντας αφήσει τη μπάντα οι Reiser και Rosov, οι Appaloosa περνάνε στο παρελθόν. Οι δύο φίλοι γίνονται ντουέτο, και ηχογραφούν ένα άλμπουμ το 1970, που επίσης κυκλοφορεί από την Columbia.

In California (Columbia C 30039) 8/70





H country της Καλιφόρνια που πάντα εκθείαζε τον βουκολισμό, είχε στραφεί σε πιό εκλεπτυσμένη αρμονικότητα και γενικά είχε γίνει έδαφος της τότε νέας γενιάς. Οι Compton και Batteau έχουν συνδυάσει όλα τα παραπάνω σε ένα πάρα πολύ ευχάριστο άλμπουμ ρυθμικής, αλα Dylan, western μουσικής, γεμάτης από εύγεστα έγχορδα όλα σε κατάλληλο τόνο και λίγα κοφτερά riff στο βιολί.

Proposition (1970)




Το θέμα με αυτό, όπως και με όλα τα εύγεστα άλμπουμ σαν αυτό είναι ότι τελικά καταντάει λίγο βαρετό. Είναι ευχάριστο και αν αναζητείτε ένα όμορφο, ξένοιαστο απόγευμα μπροστά από το πικάπ, τότε μην ψάχνετε αλλού.

Laughter Turns to Blue (1970)




Ο κιθαρίστας John Compton και ο βιολονίστας Robin Batteau ήταν μέλη των Appaloosa, των οποίων το μοναδικό άλμπουμ είναι μία κατά διαστήματα θαυμάσια συλλογή από soft ακουστική pop. Το άλμπουμ που ακολούθησε από το ντουέτο μας συνεχίζει να χτυπάει στον ίδιο παλμό. Το κομμάτι που ανοίγει "Laughter Turns to Blue" βάζει ψηλά τον πήχυ, με την διακριτική μελωδία και τα όργανα που κλιμακώνονται και αν και δεν είναι όλο τόσο καλό, υπάρχει περισσότερο υλικό εδώ για να απολαύσει κανείς από γνωστότερα άλμπουμ του ίδιου γένους.

Honeysuckle (1970)




Το βιολί του Batteau δίνει στη μουσική μία ασυνήθιστη αιχμή και υπάρχει πολύ ωραία υποστήριξη από τον Jim Messina, τον Randy Meisner και άλλους. Ένα από εκείνα τα άλμπουμ που περιπλανιέται στο παρελθόν μέσα σε μία όμορφη, αχνή ομίχλη και τελειώνει πριν να είσαι έτοιμος για κάτι τέτοιο.

Elevator (1970)




Το 1972 ο Compton έβγαλε ένα cult σόλο άλμπουμ, To Luna, ενώ το 1973 o Batteau έκανε ένα άλμπουμ με τον αδελφό του ως Batteaux.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019



THE APPLETREE THEATRE 



Playback



To 1967 δύο αδέλφια ο Terry και ο John Boylan δημιούργησαν ό,τι θεωρείται από πολλούς ένα από τα καλύτερα άλμπουμ που κυκλοφόρησαν εκείνη την περίοδο. Φήμες λένε ότι υπήρξε και το αγαπημένο άλμπουμ του John Lennon.

Epilogue: What a Way to Go (1968)





Playback (Verve / Forecast FT/FTS 3042) 3/68




Έπιασα τον εαυτό μου να βγάζει το άλμπουμ από την πλαστική θήκη του με το ίδιο συναίσθημα που θα βοήθαγε κανείς έναν απρόσκλητο επισκέπτη να βγάλει το πανοφώρι του. Η χαρά μου δεν περιγράφεται λέγοντας ότι σ'αυτήν την περίπτωση ο επισκέπτης το άξιζε. Οι κ.κ. Boylan, αν και ίσως τόσο πρόθυμοι να προσφέρουν διασκέδαση, είναι μία ευχάριστη συντροφιά σε αυτή την μουσική επιθεώρηση, που χαρακτηρίζεται από ένα συντελεστή ανισορροπίας και μία ανακουφιστική προσέγγιση στην ελαφριά σάτιρα. Οι άνθρωποι που τα ταίριαξαν αυτά ήταν ιδιαιτέρως ευφυείς.

The Altogether Overture : Hightower Square (1968)







Οι Αμερικανοί αδελφοί John και Terence Boylan μεγάλωσαν στην Αγγλία με τις επιρροές από τις κωμικές σκηνές The Goon Show και Beyond the Fringe, πριν επιστρέψουν στην Νέα Υόρκη για να τσιλιμπουρδίσουν με τον νεαρό Dylan και να συμμετέχουν στην γέννηση του Saturday Night Live. Επηρεασμένοι εξίσου από την jazz και coffee-house σκηνή, όπως και από τους The Beatles (πριν το Sgt. Pepper), καθιερώθηκαν σαν τραγουδοποιοί (συμπεριλαμβανομένου του "Look Here Comes the Sun" για τους Sunshine Company).

Act I : Neverthless It Was Italy (1968)








Για το Playback αξιοποίησαν ένα εντυπωσιακό φάσμα ταλέντου για να δημιουργήσουν αυτό το σπανιότατο πράγμα: μία μουσική κωμωδία σε ένα δίσκο, στον οποίο τίποτα δεν καθίσταται δύσκολο να ακουστεί. Η σάτιρα, είτε στο στίχο ή σαν σκετς κρυμμένη ανάμεσα στα τραγούδια στοχεύει κατευθείαν σε χίπυς, μπίτνικς και ρέντνεκς με τον ίδιο ενθουσιασμό.
Μουσικά η διακεκομμένη ομορφιά και η ταξιδιάρικη κιθάρα στο κομμάτι που ανοίγει "Hightower Square" και o μεγαλειώδης, θρηνητικός επίλογος "What a Way to Go" (που την πολύ ωραία κιθάρα παίζει ο Zal Yanovsky των The Lovin' Spoonful πάνω από ένα κουαρτέτο πνευστών) είναι highlights, αλλά ο δίσκος είναι επίμονα καλός καθ'όλη την διάρκεια. Η δομή του όπως βλέπετε και στους τίτλους των τραγουδιών είναι σε Εισαγωγή, Τρεις Πράξεις και Επίλογο. Το LP έγινε στην Αγγλία την επόμενη χρονιά. Επανεκδόθηκε επίσης στην Αγγλία αρχές του '70 με διαφορετικό εξώφυλλο.

Act II : I Wonder If Louise Is Home (1968)






Με κάποιο τρόπο αυτό το popsike concept άλμπουμ βρήκε το δρόμο του στο βιβλίο που κυκλοφόρησε τέλη της δεκαετίας του '70 Rock's Critics' Choice: The Top 200 Albums. Το δημιούργημα των John και Terry Boylan, είναι ένα concept άλμπουμ που αναμιγνύει ποιητική έκφραση, τραγούδια-ιστορίες και τραγούδια. Είναι πολύ περισσότερο ενδιαφέρον από άλλα παρόμοια (π.χ. Family Tree), επειδή τα τραγούδια είναι τόσο δυνατά που μπορούν να σταθούν και μόνα τους.

Act III : Don't Blame It on Your Wife  (1968)






Είναι πρώτης τάξεως sunshine pop με περιστασιακές ψυχεδελικές συνθέσεις, βουλιάζοντας περιστασιακά στη soul και στο music-hall.
Οπαδοί των Sagittarius και των Beach Boys θα το εκτιμήσουν ιδιαίτερα. Στο δίσκο-παρέλειψα να αναφέρω-ότι παίζει ηλεκτρική κιθάρα ο Larry Coryel. Ο John Boylan αργότερα έγινε παραγωγός, δουλεύοντας με την Linda Ronstadt, Boston, Eagles και άλλους. O αδελφός του Terence έκανε σόλο 4 άλμπουμ που ίσως βρούμε τον χρόνο να δούμε σε μελλοντικό άρθρο.

John and Terry Boylan


ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Διαβάστε/Ακούστε επίσης