Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019



DRAGONFLY



The Story Behind 

a Brilliant Album Without a Band




Κυκλοφορώντας τον Οκτώβριο του 1968, το άλμπουμ Dragonfly είναι ένα από τα αδιαφιλονίκητα μεγάλα ψυχεδελικά hard rock άλμπουμ. Αλλά η ατυχία να εμφανιστεί ανώνυμα σε μία μικρή εταιρεία μετά την διάλυση της μπάντας, το καταδίκασε σε δεκαετίες λησμονιάς. Σήμερα ωστόσο, θεωρείται ευρέως ισοδύναμο των καλυτέρων ομοίων του, από μεγάλες δισκογραφικές. Την ιστορία τους αφηγείται ο Randy Russ, κιθαρίστας του γκρουπ που έπαιξε στο Dragonfly. Τα τρακς του πολύ ιδιαίτερου δίσκου βρίσκονται ανάμεσα στην ιστορία που ακολουθεί.

Blue Monday (1968)




O William Randolph Russ III γεννήθηκε στην Florida τον Αύγουστο του 1946, αλλά μεγάλωσε στο El Paso του Texas. Ο πατέρας του τραγουδούσε C&W και τον δίδαξε τα βασικά για την κιθάρα κατά την εφηβεία του. Δυσλεκτικός από παιδάκι, ποτέ δεν προοριζόταν να μάθει το όργανο σαν μία πράξη ρουτίνας.
"Δεν θα μπορούσα να αντιγράψω από 45άρι ή LP", εξηγεί. "Κατέστρεψα τόσους πολλούς δίσκους προσπαθώντας να αντιληφθώ τι λένε παίζοντάς τους ξανά και ξανά, αλλά δεν μπορούσα. Και είχα ανθρώπους να κάθονται μπροστά μου προσπαθώντας να μου διδάξουν πράγματα και απλά δεν μπορούσα να καταλάβω. Μετά θα ξυπνούσα κάποια μέρα και θα τό'χα ή θα ήμουν πολύ κοντά στο να το έχω. Και ακόμα είμαι έτσι. Παίζω από συναίσθημα; Πρέπει να το αισθανθώ κάτι πριν μπορέσω να το παίξω".
Η πρώτη μπάντα του Randy ήταν οι Emeralds, οι οποίοι έπαιξαν μόλις μία συναυλία το 1963. Από εκεί μαζί με τους φίλους του σχημάτισαν τους Instigators, παίζοντας όπου μπορούσαν, όπως επίσης παρακολουθούσαν στενά άλλους μουσικούς.
"Η μεγαλύτερη επιρροή μου ήταν ο Long John Hunter", ανακαλεί. "Έπαιξε για χρόνια σε ένα κλαμπ που λεγόταν Lobby. Θα το έσκαγα με το αυτοκίνητο των γονιών μου μία βραδιά, θα πήγαινα να τον έβλεπα και θα επέστρεφα για να προσπαθήσω να επαναλάβω αυτά που είδα να κάνει, προσπαθώντας να μην ακουστώ από τους γονείς μου".

I Feel It (1968)




Η ολάνθιστη rock σκηνή έπαιξε επίσης το ρόλο της στο να διαμορφώσει το παίξιμο του Randy.
"Τα αγαπημένα μου τραγούδια μεγαλώνοντας ήταν το "Walk Don't Run" των Ventures, το "Misirlou" του Dick Dale, το "You Really Got Me" των Kinks, το "I'm A Man" των Yardbirds, το "Honky Tonk" του Bill Doggett, το "2125 S. Michigan Ave" των Rolling Stones, το "She's Not There" των Zombies και πολλά ακόμα που δεν θυμάμαι τώρα. Θα έλεγα ότι ο Jeff Beck ήταν η επόμενη μεγάλη επιρροή. Μία φορά είδα τους Yardbirds να παίζουν στο New Mexico. Δεν θα μπορούσε να ήταν περισσότεροι από 300 άνθρωποι εκεί και ήταν αλήθεια πολύ καλοί. Αφού είδα τον Beck, απλά ήθελα να σταματήσω να παίζω. Δεν υπήρχε τρόπος να φτάσω στο επίπεδό του. Και όταν άκουσα τον Clapton και τον Hendrix για πρώτη φορά, για ακόμα μία φορά ήθελα να σταματήσω, επειδή γνώριζα ότι δεν ήμουν τόσο ταλαντούχος όσο ήταν αυτοί. Όλη η μπάντα πήγε να δει τα αποχαιρετιστήρια κονσέρτα των Cream στο Forum στο L.A., με support μπάντα τους Deep Purple. Ο Clapton ήταν απίστευτος και ο Richie Blackmore δεν ήταν επίσης χάλια! Αλλά προσπάθησα να διατηρήσω ένα δικό μου στυλ. Είχα μία μεγάλη δυσκολία στο να μαθαίνω και είμαι δυσλεκτικός, έτσι είναι αδύνατον για μένα να αντιγράφω ανθρώπους επειδή δεν μπορώ-και πιστέψτε με-το έχω προσπαθήσει".

Hootchie Kootchie Man (1968)




Όταν οι Instigators διαλύθηκαν, ο Randy σχημάτισε τους Infants of Soul-αλλά την ημέρα εργαζόταν σε κατάστημα υποδημάτων για να μπορεί να ζει την γυναίκα και το παιδί του.
"Μισούσα αυτή τη δουλειά. Δεν υπήρχε τηλέφωνο στο κατάστημα, αλλά ένα απόγευμα προς τα τέλη του 1966 ένας υπάλληλος από ένα άλλο κατάστημα ήρθε να μου πεί ότι είχα ένα τηλεφώνημα στο δικό τους κατάστημα. Ήταν ο μπασίστας Jack Duncan και ο ντράμερ Barry Davis, τον οποίο ο Randy γνώριζε από το κύκλωμα στο Τέξας, όταν ήταν σε μία μπάντα που λεγόταν Pawns (στενά συνδεδεμένη με τον Bobby Fuller). Καλούσαν από το Κολοράντο, όπου έπαιζαν σε μία μπάντα που λεγόταν Lords of London, με τον κιθαρίστα και τραγουδιστή Gerry Jimerfield και τον παίκτη των keyboards Ernie McElwaine".
Τον ήθελαν να πάει μαζί τους και δεν χρειάστηκε να τον ρωτήσουν δεύτερη φορά.
"Ήταν τετράδα. Δεν είχα ακόμη σκεφτεί να παίξω στα σοβαρά, αλλά αυτοί ήταν ήδη μέσα με αυτόν τον Jimerfield, για τον οποίο δεν είχα καν ακούσει ποτέ τίποτα. Ήταν ένας σπουδαίος τύπος με χιούμορ, σαν και μένα. Ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερος και είχε υπηρετήσει στην αεροπορία, έτσι δεν είχε μπροστά του θητεία. Ήταν ψηλός και αδύνατος, με ένα μικρό μουστάκι και πεταχτά δόντια. Δεν ήταν αυτό που θα αποκαλούσες όμορφος, αλλά τα κορίτσια τον αγάπησαν όπου κι πήγαμε".
O Randy έφυγε για το Durango, το οποίο περιγράφει ως μία όμορφη πόλη τοποθετημένη μέσα στα καλυμμένα από έλατα βουνά, όπου η μπάντα έζησε και έκανε πρόβες σε ένα ξενοδοχείο που είχαν οι γονείς του Jimerfield.

Enjoy Yourself (1968)




"Ο Gerry ήταν αλήθεια πολύ υπομονετικός μαζί μου, καθώς δεν ήμουν καλός παίκτης στο να κρατάω το ρυθμό. Ήμουν καλός στην lead guitar, αλλά χρειαζόμουν βοήθεια σε άλλα σημεία".
Ήταν ένα φοβερό μέρος για μιά μπάντα να βρίσκεται, αν και θα μπορούσε να είναι επικίνδυνο.
"Μία φορά ο Jimerfield πήγε στα βουνά με ένα φίλο με μοτοσυκλέτα. Δεν μπορούσε να δεί χωρίς γυαλιά, έτσι είχε τα γυαλιά του. Όμως χάθηκαν. Κατά τις 5 ή 6 ώρα αρχίσαμε να ανησυχούμε. Έπρεπε να περάσουν την νύχτα εκεί. Για καλή τους τύχη έπεσαν πάνω σε έναν Ινδιάνο βοσκό, ο οποίος τους έδωσε τροφή και τους κράτησε μέσα στο κατάλυμά του ζεστούς. Την επομένη, ομάδα διάσωσης τους κατέβασε κάτω. Ανόητοι!"
Πάνω από δύο μήνες πρόβες ήταν αρκετό για να βρούν τον ήχο τους.
"Όταν ξεκινήσαμε κάναμε soul και blues, μουσική που μας άρεσε και ήταν χορευτική. Καθώς περνούσε ο καιρός, ακούγοντας Who, Vanilla Fudge, Cream και Hendrix, υπήρχε ένα είδος progression στην μουσική μας που δεν επιδιώξαμε, απλά συνέβηκε. Δεν αντιγράφαμε. Παίρναμε ό,τι μας άρεσε και το κάναμε δικό μας".
Στα μέσα του 1967, η μπάντα ήταν έτοιμη να ψάξει για δουλειά. 
"Αρχίσαμε να παίζουμε συναυλίες και ολοένα και περισσότερες" λέει ο Randy.
Με την τοπική τους φήμη να μεγαλώνει, το επόμενο βήμα ήταν να βρούν ένα συμβόλαιο.
"Ακούσαμε ότι μία εταιρεία στην Καλιφόρνια έψαχνε για μία μπάντα, έτσι παίξαμε ακόμα κάποιες συναυλίες, εξοικονομήσαμε χρήματα και φύγαμε για το Λος Άντζελες. Μέχρι τότε ένα γκρουπ από τον Καναδά είχε ένα χιτ χρησιμοποιώντας το όνομα Lords of London, έτσι έπρεπε να αλλάξουμε το δικό μας σε The Jimerfield Legend, που αργότερα συντομεύσαμε σε The Legend".
Χωρίς να προκαλέσει έκπληξη, η εταιρεία που έψαχνε, έγινε πολύ καλό όνειρο για να είναι αληθινό. "Μάζευαν ξεχωριστές μπάντες για να σχηματίσουν το δικό τους γκρουπ. Ήθελαν τον ντράμερ μας και αυτός τους είπε να πάνε να πηδηχτούν. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Ο Gerry είπε ότι γνώριζε εκείνους τους δύο τύπους από την Νέα Υόρκη, τον Tony Sepe και τον Marty Brooks, από το προηγούμενο γκρουπ που έπαιζε. Πήγαμε και τους μιλήσαμε και υπογράψαμε ένα συμβόλαιο για να μας μανατζάρουν. Ο Marty μπορούσε να μιλάει τόσο γρήγορα που δεν καταλάβαινες τι έλεγε. Αυτό που δεν ξέραμε ήταν ότι ήταν αποβράσματα που εξαπατούσαν καλλιτέχνες".
Ο Sepe και ο Brooks είχαν πρόσφατα παρατήσει ένα αποτυχημένο πελάτη που λεγόταν Mickey Dolenz και-ίσως παίρνοντας λαβή από την επακόλουθη φήμη του με τους The Monkees-ήταν αποφασισμένοι να μπουν μέσα σε όλο αυτό. Είχαν μία χρήσιμη επαφή με εκπρόσωπο τον αδελφό του Sepe, ο οποίος εργαζόταν σε μία εταιρεία στο Σικάγο που έφτιαχνε απάρτια αεροσκαφών. Αυτή η εταιρεία με κάποιο τρόπο πείστηκε να επενδύσει σε μία νέα δισκογραφική και τον Φεβρουάριο του 1968 σχηματίστηκε η Megaphone, με αξιοσημείωτο κεφάλαιο και ένα γραφείο στην Ventura Boulevard. Οι The Jimerfield Legend ήταν η πρώτη και μοναδική της υπογραφή και γρήγορα η μπάντα μας βρέθηκε να κάνει ένα άλμπουμ.

Crazy Woman (1968)




"Ξαφνικά ο Tony κι ο Marty ήταν μεγάλα κεφάλια στην νέα εταιρεία και έβγαζαν ένα κάρο χρήματα, τη στιγμή που εμείς λιμοκτονούσαμε σε ένα μοτέλ στην Sunset Strip με δώδεκα δολλάρια την μέρα όλοι μας" θυμάται ο Randy. "Πήραν το κρέντιτ της παραγωγής για το άλμπουμ των Legend, αλλά στην πραγματικότητα όλα ότι έκαναν ήταν να κάθονται στο στούντιο παρακολουθώντας το ρολόι και δείχνοντας τα ρολόγια τους όταν δεν καταφέρναμε να βγάλουμε τα τραγούδια στις δύο φορές. Έκαναν τα πάντα χωρίς ποτέ να μας ρωτήσουν. Για παράδειγμα, κάνοντας το άλμπουμ των Legend, είχαμε κάνει τρία-τέσσερα κομμάτια και χρειαζόταν να φάμε και να χαλάσουμε και λίγα χρήματα. Έτσι πήγαμε πίσω στο Κολοράντο και παίξαμε κάποιες συναυλίες. Όταν επιστρέψαμε στο Λος Άντζελες, ο Tony κι ο Marty είχαν νοικιάσει  στούντιο (session) μουσικούς και τους είχαν βάλει να μάθουν τα τραγούδια και να βγούν να τα παίξουν στον κόσμο. Τελειώσαμε τα φωνητικά και γυρίσαμε στο Κολοράντο".
Λαμβάνοντας υπόψη τις πηγές του, το άλμπουμ των Legend (που κυκλοφόρησε το 1968) είναι εκπληκτικά καλό. Έχει ένα σωρό αχρείαστες διασκευές και φανερά χάνει ως προς την ενέργεια μίας αληθινής μπάντας, αλλά ωστόσο είναι ένα συμπαγές garage pop / rock άλμπουμ των 60'ς με λίγες ψυχεδελικές πινελιές και δύσκολα το αποκαλεί κανείς εμπορικό (παρά τη συνεισφορά του θρύλου της Motown Gene Page). Μπορεί να μην ήταν περίπλοκο για μία εταιρεία να αντικαταστήσει μία μπάντα με session μουσικούς (στις αρχές του 1968 ήταν κοινότοπος να συμπεράνεις ότι οι περισσότερες μπάντες δεν θα έφταναν στο να παίξουν την δική τους μουσική), αλλά το περίπλοκο ήταν πως όσοι συμβιβασμοί κι αν έγιναν δεν φαίνεται να έγιναν για να γίνει το τελειωμένο LP πιό προσβάσιμο στην αγορά. Το Legend έχει μείνει όχι ως ένα μεγάλο άλμπουμ ή (παρά κάποια ακραία φωνητικά και ένα φοβερό σόλο του Randy στο "The Kids Are Alright") σαν νόμιμο μέρος της κληρονομιάς της μπάντας, αλλά είναι μία διασκεδαστική παραξενιά, σαν μέρος της έκρηξης της δεκαετίας του '60.
"Η πλειοψηφία των κομματιών γράφτηκε από ένα τύπο που λεγόταν Bob Corso", μας λέει ο Randy. "Που τον βρήκαν ο Tony κι ο Marty δεν ξέρω. Αλλά παίξαμε πράγματα σαν το "The Kids Are Alright", "With A Girl Like You" και το "Baby Blue". Ήμασταν κομμάτι πιό heavy από τα περισσότερα γκρουπ εκείνη την εποχή".
Ο Sepe και ο Brooks ίσως ήταν πρόθυμοι για ένα χιτ, αλλά μοιάζει να είχαν ένα πολύ περιορισμένο μπάτζετ για προμόσιον.
"Ήταν πολύ τεμπέληδες για να κάνουν οτιδήποτε απαιτούσε κάποιο είδος δουλειάς", λέει γελώντας ο Randy. "Οι μάνατζερ μας είχαν την ιδέα να βάλουν μία μεγάλη φράση πάνω που να λέει ‘The Legend and Megaphone Records’. Πήραν έναν καλλιτέχνη για να ζωγραφίσει τα πρόσωπά μας, που μπήκαν ως εξώφυλλο στο άλμπουμ. Μετά είχαν την ιδέα να πάμε στα διάφορα high schools και να βγάλουμε 45άρια και άλμπουμ. Αυτό και κάναμε".

The Legend




Η Megaphone δεν μοιάζει να είχε μοιράσει το LP έξω από το Χόλιγουντ και το άλμπουμ ξεχάστηκε στην στιγμή. Ο Sepe και ο Brooks ήταν ακόμα πεινασμένοι για επιτυχία, ωστόσο και ρώτησαν την μπάντα εάν γνώριζαν πιθανούς υποψήφιους.
"Ο Jack Duncan (μπασίστας) σύστησε τον Mike Kelly, από το El Paso. Ήταν ένας soulful, καλοφτιαγμένος, καθώς πρέπει τύπος, που είχε ένα εντελώς δικό του στυλ. Λευκοί να τραγουδάνε soul το 1968 ήταν κάτι σχεδόν ανήκουστο. Τον έφεραν στο Λος Άντζελες και τον ηχογράφησαν".
Το αποτέλεσμα της επινόησης αυτής "I Love The Little Girls (With The Shirley Temple Curls) / I Know", έγινε τον Απρίλιο του '68, ως από τους The Legend (Featuring Mike Kelly) και ακούγεται ακόμα λιγότερο σαν την μπάντα, από ότι ακουγόταν το άλμπουμ τους. Προβλέψιμα, απέτυχε παταγωδώς και αυτό ήταν και το τέλος για τον Kelly.
"Αρρώστησε, επέστρεψε στο El Paso και πέθανε από μία σπάνια ασθένεια στο αίμα".
Ίσως  η επόμενη κυκλοφορία σε 45άρι της Megaphone (τον Μάιο), Portrait Of Youth / Enjoy Yourself (και τα δύο θα επανηχογράφονταν για το LP Dragonfly), ήταν πολύ πιό κοντά στον ήχο της μπάντας. Η πρώτη πλευρά έχει μία ομοιότητα με το "I Can See For Miles" των Who, αλλά ο Randy εξηγεί ότι "οι ομοιότητες δεν ήταν σκόπιμες. Ο Jimerfield ήρθε για πρόβα μία μέρα με μία ιδέα και μερικές λέξεις και καταλήξαμε να σκαρώσουμε ένα τραγούδι. Δεν ξεκινήσαμε να αντιγράψουμε τους Who, απλά χρησιμοποιήσαμε κάποιες ιδέες. Συνειδητά ο ντράμερ μας ακουγόταν σαν τον Keith Moon. Ήταν όλοι τους οπαδοί των Who πιό πολύ από ότι εγώ-ο Pete Townshend δεν μου "έδειξε" πολλά".
Όταν το 45άρι απέτυχε, η απογοητευμένη μπάντα άφησε την Καλιφόρνια και άρχισε ξανά τις συναυλίες.

Portrait Of Youth (1968)




"Η πρώτη μας εκτός του Λος Άντζελες, ήταν στο Waco του Τέξας και μας έδιωξαν επειδή ακουγόμασταν πολύ δυνατά".
Μιλώντας γι'αυτό ο Randy χαρούμενος παραδέχεται ότι έπαιζαν με την ένταση πολύ ψηλά.
"Όταν πρωτο-ξεκίνησα με τους Legend, έπαιζα με μία Fender Telecaster του 1965. Αντέγραφα τον Jeff Beck με την Telecaster. Μετά οι Legend πήραν τον ενισχυτή Vox Super Beatle. Πριν το Dragonfly, βρήκα μία Les Paul SG του 1957 με τρέμολο, έτσι για ρυθμική χρησιμοποιούσα την Telecaster  και για τα lead την SG και τα εφέ στον Super Beatle (και λίγο wah-wah). Ο Jimerfield χρησιμοποίησε την Gibson 335 και την Gold Top Les Paul (την οποία τώρα κατέχω εγώ). Τα εφέ ωστόσο στους δίσκους έγιναν στο στούντιο".
Ρωτώντας κατά πόσο επηρεάστηκαν από τους Blue Cheer-που γενικά θεωρούνται η πιό heavy Αμερικανική μπάντα του '68-ο Randy απλά επισημαίνει, "μας άρεσε το "Summertime Blues", αλλά κανείς μας δεν είχε κάτι από την μουσική που έπαιξαν".
Στα μέσα του '68 η μπάντα ήταν μία αξεπέραστη δύναμη στα live.
"Καθώς ο χρόνος έφευγε, γινόμασταν ολοένα και πιό χαλαροί μεταξύ μας και στα τραγούδια και κάναμε περισσότερους πειραματισμούς βλέποντας τι λειτουργεί και τι όχι με μακρόσυρτα σόλο στην κιθάρα και στα ντραμς. Είχαμε πράγματι μακρόσυρτα σόλο-θα το τράβαγα μέχρι να βγεί ό,τι ήθελα. Μετά ο Jack θα εμφανιζόταν με κάποια lead στο μπάσο που σε ζάλιζαν και μετά ο Barry θα έπιανε τα ντραμς. Στο αποκορύφωμά μας όταν δοκιμάζαμε αυτά τα πράγματα ήμασταν σε ένα κλαμπ που δεν είχαμε παίξει ξανά. Παρατηρήσαμε ότι όταν ήμασταν έτοιμοι να παίξουμε οι περισσότεροι είχαν μία γκριμάτσα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Ήταν ντυμένοι σαν κάου-μπόυς και φάρμερς και σκεφτόμουν, ΄αυτό είναι λάθος μέρος για μας΄. Πρώτο τραγούδι: παγερή σιωπή. Αλλά στο τέλος της νύχτας τους είχαμε όλους να φωνάζουν με ενθουσιασμό να σφυρίζουν και να χορεύουν. Μουσικά, ήταν μία νύχτα που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Έτσι, συνεχίσαμε με αυτό τον τρόπο από εκεί και μετά σε όσα κονσέρτα και κλαμπ παίζαμε. Όταν βρισκόμασταν οι τέσσερίς μας, πάντα μιλούσαμε για το τι θα κάναμε στο επόμενο LP, κάνοντας ότι κάναμε στα live".

Time Has Slipped Away (1968)




Στην μικρή σκηνή του Κολοράντο, η μπάντα γρήγορα έγινε ατραξιόν.
"Το μέρος που θυμάμαι πιό πολύ ήταν το The Family Dog in Denver", λέει ο Randy. "Ήταν μεγάλο, με ψυχεδελικό φωτισμό παντού και μία μεγάλη οθόνη για σόου με τον φωτισμό, πίσω από την μπάντα. Αυτοί προμόταραν τις μπάντες για να έρθουν και ένα από τα πόστερ μας φαίνεται στην ταινία του Steve McQueen, ΄Bullitt΄. Και όταν επιστρέψαμε στο El Paso μετά το πρώτο μας 45άρι και έγινε νο15 στα charts του τοπικού ραδιοφώνου, παίξαμε στο Coliseum. Αυτό ήταν τρομερό συναίσθημα."
Αλλά ήταν δύσκολο γι'αυτούς να επαναλάβουν την δημοφιλία τους στην Καλιφόρνια, ούτε στο ελάχιστο βέβαια, επειδή δεν ήταν από εκεί.
"Όταν ήμασταν στην Καλιφόρνια και όταν είχαμε χρήματα θα πηγαίναμε σε ένα μέρος που λεγόταν Hullabaloo, αργά και θα βλέπαμε όλων των ειδών τα γκρουπ. Παίξαμε εκεί κι εμείς. Είχε μία κυκλική περιστρεφόμενη σκηνή. Ένα γκρουπ θα ήταν μπροστά παίζοντας ενώ το άλλο θα ετοιμαζόταν πίσω από μία κουρτίνα και μετά τσουπ!-θα τραβούσαν ένα μοχλό και το πίσω μισό μέρος θα ερχόταν μπροστά".
Δίνοντας συναυλίες στο Κολοράντο η μπάντα είχε λίγο-πολύ εγκαταλείψει την ελπίδα να κάνει ένα άλμπουμ με δικό της υλικό και με τον δικό τους τρόπο. Αλλά τότε κάτι απρόσμενο συνέβηκε.
"Μία νύχτα παίζαμε στο Family Dog in Denver με τους Soul Survivors και τους Box Tops και ο Marty Brooks μας άκουσε. Του κάναμε πολύ μεγάλη εντύπωση και πήγε πίσω στο Λος Άντζελες να το πεί στον Tony. Πείστηκαν τελικά ότι θα κάναμε την δική μας στούντιο δουλειά.".
Εκείνη την εποχή η μπάντα είχε διευρύνει τους ορίζοντές της...με παραισθησιογόνα.
"Πήρα LSD δέκα φορές ή κάτι τέτοιο. Αλήθεια δεν γνώριζα ότι επηρέασε την μουσική μας ή το στυλ μου, αλλά μου άνοιξε το μυαλό σε ορισμένα πράγματα. Είχα πάντα ένα είδος συμπλέγματος κατωτερότητας, μέχρι που μία νύχτα επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στα βουνά του Κολοράντο, μου ήρθε ότι οι Beatles κι ο Hendrix κι ο Jeff Beck και όλοι αυτοί δεν ήταν θεοί και θα μπορούσα να γίνω τόσο καλός όσο αυτοί. Μόνο συνεχίζοντας να παίζω. Όσο για την δόξα, ήταν μόνο λόγω τύχης".

She Dont Care (1968)




Πίσω στην Καλιφόρνια, αν και με σοβαρούς ενδοιασμούς η μπάντα μας-τώρα χωρίς τον McElwaine-στρώθηκε στη δουλειά για το δεύτερο άλμπουμ τους τον Ιούνιο. Τυπώθηκε στα Amigo and I.D. Studios στο Βόρειο Χόλιγουντ με παραγωγό τον Richard Egizi (τότε γνωστό ως Richard Russell) και μηχανικό τον Hank Cicalo. Αυτή την φορά τους δόθηκε δημιουργική ελευθερία και υπήρχε πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη.
"Οι συνθέσεις στο Dragonfly έγιναν από όλο το γκρουπ. Όλοι συμμετείχαν και ο παραγωγός μας, ο Richard θα συμμετείχε επίσης άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε όχι. Πάντως ο τύπος ήταν μία μουσική ιδιοφυία. Το "Trombodo" και άλλα έγιναν για να γεμίσει. Δεν είχαμε ηχογραφήσει αρκετό υλικό για να γεμίσει το άλμπουμ, έτσι ο Richard εμφανίστηκε με όλο αυτό το υλικό. Η συμφωνική μουσική που ακούγεται είναι υλικό που είχε κάνει για άλλο πρότζεκτ που τελικά δεν μπήκε εκεί. Το "Trombodo" είναι τρομπόνι που παίζει ο Richard, ηχογραφημένο σε διαφορετικές ταχύτητες. Έγινε πολύ καλό. Εγώ έδωσα τον τίτλο. Ένα άλλο πράγμα που θυμάμαι από αυτά τα sessions είναι ότι ένα πολύ χαριτωμένο κορίτσι ήρθε μία μέρα. Μιλούσε στον Jack και μόλις έφυγε ρώτησα ποιά ήταν και μου είπε πως ήταν μία νεαρή ηθοποιός που λεγόταν Sally Field".
Τα sessions πήγαν καλά, αλλά οι σχέσεις με τους Sepe και Brooks πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Πριν ολοκληρωθεί το άλμπουμ, η μπάντα απαίτησε να λυθεί το συμβόλαιο μεταξύ τους, απειλώντας να μην ηχογραφήσουν ούτε νότα παραπάνω μέχρι να πάρουν τον δικό τους δρόμο. Οι Sepe και Brooks τους έδωσαν τις διαβεβαιώσεις που ζήταγαν και το άλμπουμ ολοκληρώθηκε. Αλλά όταν ανακάλυψαν ότι είχαν χάσει τα πνευματικά δικαιώματα, αποφάσισαν να το διαλύσουν.
"Νομίζω ότι ο Jimerfield είχε πάθει κάποιο είδος νευρικού κλονισμού", αναστενάζει ο Randy. "Γινόταν μυστήριος, ήθελε τον καθένα να ανεβαίνει πάνω στη σκηνή και να παίζει οτιδήποτε όση ώρα ήθελε εκείνος. Ο Jack, ο Barry και εγώ υποτίθεται συνεχίζαμε ως τρίο, αλλά στο τέλος ο Jack έμεινε στο Λος Άντζελες και ο Barry κι εγώ επιστρέψαμε στο El Paso".

To Be Free (1968)




Χωρίς μπάντα να το προωθήσει το άλμπουμ εμφανίστηκε το 1968 με το όνομα Dragonfly-ο τίτλος υιοθετήθηκε από έναν πίνακα, τον οποίο ο Brooks είχε αγοράσει από έναν καλλιτέχνη του δρόμου στην Sunset Strip, ο οποίος επικοινωνούσε μόνο με φωνές και ήχους ζώων. Δεν υπάρχει πουθενά όνομα στο εξώφυλλο και το εσωτερικό του δίσκου δεν έχει κανέναν από τους μουσικούς. Σφραγισμένες κόπιες είχαν ένα αυτοκόλλητο στην ζελατίνη με την λέξη DRAGONFLY, αλλά αυτά έπρεπε να αφαιρεθούν για να βγεί ο δίσκος από την συσκευασία. Για να το θέσω καλύτερα, ο δίσκος ήταν καταδικασμένος από την στιγμή που κυκλοφόρησε. Είναι κρίμα επειδή το Dragonfly είναι ένα λαμπρό βήμα μπροστά, αφού με ένα τρόπο καθορίζει την διαφορά ανάμεσα στα 60'ς και στα επερχόμενα 70'ς. Είναι ένα τέλειο παράδειγμα του είδους της μετάβασης που έκαναν οι rock μπάντες εκείνο τον καιρό. Δηλαδή η στροφή προς την progressive rock. Είναι πιό heavy, συμπαγές, πιό πειραματικό και πιό ασυμβίβαστο από το άλμπουμ των Legend (ή ακόμα και από αυτό που θα μπορούσε να γίνει αν το είχε κάνει η πραγματική μπάντα που το έκανε). Η ημερομηνία της κυκλοφορίας του το κάνει μάλλον πρώιμο για ένα δίσκο τόσο heavy. Μερικά σημεία αναφοράς της hard rock (Vincebus Eruptum, In-A-Gadda-Da-Vida, Steppenwolf) είχαν εμφανιστεί λίγο πιό νωρίς, αλλά το Dragonfly ήταν πριν τους Led Zeppelin, πριν τους Grand Funk, πριν τους MC5 και πριν το μεγάλο κύμα των άγνωστων hard rock γκρουπ που θα ξεπηδούσαν στο τελείωμα της ψυχεδελικής περιόδου. Δείχνει φανερές επιρροές (The Who, Hendrix, διάφορες blues μπάντες), αλλά πρώιμο για το γένος του σημαίνει ότι υπάρχει μία φρεσκάδα μαζί με μία garage εποχή που το κάνει να ξεχωρίζει από τα συναφή. Ο Sepe και ο Brooks φανερά σκόπευαν να το προωθήσουν με μία πλαστή μπάντα, αλλά πριν αυτό κανονιστεί, έφτασαν άσχημα νέα από το Σικάγο.
"Η μητρική εταιρεία είχε κουραστεί από όλα τα αχρείαστα έξοδα, έτσι η Megaphone έκλεισε", εξηγεί ο Randy. "Οι κλειδαριές στα γραφεία άλλαξαν από την μία μέρα στην άλλη και το άλμπουμ βρέθηκε χωρίς μπάντα και χωρίς δισκογραφική".

Miles Away (1968)




Η δουλειά του Randy σαν μουσικός ήταν μακριά από το τέλος της ωστόσο. Μετά από μία σύντομη ανάπαυλα, σχημάτισε τους Gorilla στο Τέξας.
"Ανοίγαμε για τους ZZ Top και αυτοί έρχονταν κάτω στα καμαρίνια μας και ο Billy Gibbons ερχόταν για να τζαμάρει μαζί μου. Έπαιζε την Gold Top μου και εγώ έπαιζα την δική του φημισμένη Sunburst Les Paul. Ήταν αλήθεια καλά παιδιά και μας συμπεριφέρονταν με σεβασμό. Δεν μπορώ να πώ το ίδιο για όλες τις μπάντες για τις οποίες ανοίγαμε".
Από το 1976 έως το 1979 έπαιξε στους Big Sonny & The LoBoys, των οποίων ο ντράμερ, Jimmy Carl Black ήταν πριν στους Mothers Of Invention. Προσέλκυσαν ένα πιστό κοινό μηχανόβιων που θα τους ακολουθούσαν από συναυλία σε συναυλία και το άλμπουμ τους In Heat είναι μία ωραία ανάμιξη blues-rock και poppy roots-rock, με ωραία lead guitar από τον Randy, ο οποίος παίζει με ένα στυλ hard rock με παραμόρφωση μαζί με καθαρό rockabilly. Η επόμενη μπάντα του ήταν οι B. Bristlin', που τον ένωσε ξανά με τους Jack Duncan και Barry Davis.
"Προσθέσαμε δύο ακόμα παιδιά από το El Paso, τον Jack Woodberry στην κιθάρα και τον Andre Bonaguidi στα ντραμς και έτσι είχαμε τα διπλά ντραμς. Ήμασταν καλοί και δυναμικοί".
Με την συμβουλή του πράκτορα της εταιρείας, άλλαξαν το όνομά τους σε Bubba Jo, άλλαξαν το ρεπερτόριό τους (προσθέτοντας περισσότερες διασκευές) και άλλαξαν την εικόνα τους (φορώντας καου-μπόυκα ψυχεδελικά πουκάμισα). Λίγο αργότερα έπαιζαν σε όλο το Κολοράντο, Γουαιόμινγκ, Νεμπράσκα, Νέο Μεξικό, Αριζόνα και Ελ Πάσο. Στα μέσα της δεκαετίας του '80 ο Randy έκλεισε τον κύκλο του και έπαιζε πίσω από τον ήρωα των παιδικών του χρόνων Long John Hunter στους Untouchables.

Trombodo (1968)




"Μία μέρα ο Long John Hunter με φώναξε και μου είπε ότι είχαμε μία συναυλία όπου θα ανοίγαμε για τον Chuck Berry και θα ήμασταν η backing band του. Παίξαμε περίπου μία ώρα, μετά ο Chuck εμφανίστηκε γκρινιάζοντας επειδή ήθελε δύο Fender Showmans και όλα όσα είχαν ήταν δύο Fender Twin Reverbs. Άρχισε ένα τραγούδι και σταμάτησε μετά από λίγο γκρινιάζοντας πάλι. Αυτό με έκανε να αισθανθώ αμήχανα. Ο πρώτος καλός ενισχυτής μου (ακόμα τον έχω!) είναι ένας 1965 Fender Super Reverb που έχει μόνο 35W. Ήταν ok, αλλά όχι αρκετά δυνατός, έτσι στα 70'ς έκανα μία αναβάθμιση με έναν 100W. Τέλος πάντων ο Chuck άρχισε άλλο τραγούδι μετά το σταμάτησε και σιγουρεύτηκε ότι είχαν τα χρήματα που θα του έδιναν μετρητά. Μετά ξεκίνησε άλλο τραγούδι και κοιτάζοντας εμένα και τους ενισχυτές μου, τράβηξε το καλώδιο του από τον ενισχυτή του και άρχισε να έρχεται χορεύοντας προς το μέρος μου. Έβαλε το καλώδιο στον ενισχυτή μου με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί στο άλλο. Υποθέτω ήταν αρκετά καλός για τον μεγάλο Chuck Berry, επειδή δεν είπε ευχαριστώ, kiss my ass ή οτιδήποτε άλλο. Όπως θα μπορούσες να πείς δεν με είχε και σε μεγάλη εκτίμηση".
Η επόμενη μπάντα του Randy ήταν οι Russ T. Nails, που έπαιζαν κλασική rock και blues.
"Η κόρη μου Michelle Flores ήταν η τραγουδίστρια και η γυναίκα μου Linda έκανε τις αρμονίες. Ήμασταν φωτιά! Παίξαμε σε κλαμπ στο Ελ Πάσο για περίπου τέσσερα χρόνια. Τελικά η Michelle κλήθηκε να κάνει οντισιόν σε ένα τηλεοπτικό σόου το Rock Star. Ηχογραφήσαμε δύο ορίτζιναλ για αυτήν για να κάνει την προσπάθειά της και νομίζω ότι αυτοί έψαχναν για αρσενικό. Δεν τα κατάφερε. Μετά ο μπασίστας έπαθε καρκίνο και η Michelle ήταν έγκυος, οπότε το διαλύσαμε".

Darlin' (1968)




Τον Σεπτέμβριο του 2012, ο Randy έπαιζε με τους Twisted Hams, στο αγαπημένο του Ελ Πάσο και το διασκέδασε. Κοιτάζοντας πίσω στην μουσική του καριέρα δεν έχει παράπονο.
"Όλα αυτά τα χρόνια, έχω συναντήσει και βρέθηκα σε γκρουπ που άνοιγαν για τον John Lee Hooker, Chuck Berry, Bo Diddley, Question Mark & The Mysterians, the Box Tops, the Soul Survivors, Flo & Eddie, ZZ Top, Steve Miller και άλλους που δεν μπορώ να θυμηθώ, παίζοντας με τον δικό μου τρόπο".
Με κατανόηση ακούμε ότι έχει μπερδεμένα συναισθήματα για το άλμπουμ Dragonfly σήμερα. "Υπάρχουν τόσα πράγματα που θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει καλύτερα", λέει, "αλλά οι περιορισμοί του χρόνου πίεζαν. Ποτέ δεν ήμουν ικανοποιημένος από κάθε τομέα για την ηχογράφηση όσο εμπλέχτηκα, ειδικά στα lead και πάντα ήθελα να κάνω παραπάνω πράγματα, επειδή ήξερα ότι μπορούσα καλύτερα. Αλλά υπάρχουν και πράγματα που μου αρέσουν σε αυτό. Είμαι περήφανος που ξαναζωντάνεψε κατά κάποιο τρόπο".
Και μην φοβάστε-ο Randy είναι ακόμα εραστής της heavy κιθάρας. Όπως κατά λέξη μας λέει: "There's some real talent out there that could blow my socks off in a second but I can still melt the butter".



ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019



ORPHEUS



Fine Sunshine Pop



Έχοντας πάρει σχήμα στα μέσα της δεκαετίας του '60, από τον Bruce Arnold και τον Jack McKennes κατάφεραν να βγάλουν τέσσερα άλμπουμ και πέντε singles. Ήταν πολύ μεγάλοι στην εποχή τους και μοιράστηκαν τη σκηνή με ονόματα όπως η Janis Joplin, The Who, Led Zeppelin και άλλους, τότε που όλοι αυτοί δεν ήταν μεγάλα ονόματα, αλλά απλά παιδιά όπως όλοι τους. Η μπάντα ύστερα από τόσα χρόνια είναι ενεργή και ακόμα παίζει στις μέρες μας.

Dream (1968)





Orpheus (MGM E / SE 4524) 2/68




Απλά μία στούντιο δουλειά με μεγάλη συμμετοχή πνευστών και εγχόρδων. Το ορίτζιναλ υλικό είναι καλό και τα φωνητικά επίσης. Από μουσικής άποψης είναι ίσως η λιγότερο περίπλοκη και πιό επιτυχημένη από τις πρώιμες κυκλοφορίες από την Βοστώνη.

Can't Find the Time (1968)





Οι πολύ λυρικοί Orpheus δεν προσποιούνται σχεδόν καθόλου. Είναι ένα πρώην folk γκρουπ που απλά θέλει να διασκεδάσει και να πετύχει παράλληλα. Σχηματίστηκαν μόλις λίγους μήνες πριν υπογράψουν στην MGM και ποτέ δεν είχαν παίξει μαζί μπροστά σε κοινό, αν και είχαν παίξει ως folk μουσικοί για κάμποσα χρόνια. Προσπαθούν συνειδητοποιημένα να φτάσουν σε διαφορετικά είδη κοινού στον ίδιο χρόνο. Σε αυτούς που ακούνε τα χιτάκια top 40, σε αυτούς που ακούνε εύκολα πράγματα και στους rock φαν. Το υλικό τους είναι καλό, οι παραστάσεις που δίνουν πολύ προσεγμένες, έτσι θα μπορούσαν να καταφέρουν τον σκοπό τους. Αν σας αρέσει το ευκολοάκουστο των The Association, τότε οι Orpheus θα σας κάνουν αίσθηση. Το ελάττωμα σε αυτό το άλμπουμ είναι ότι σε κάποια μέρη τείνει να παραγίνει φορτωμένο ορχηστρικά και περιστασιακά το γκρουπ "βυθίζεται" σε ένα πολύ γεμάτο ήχο.

Lesley's World (1968)





Αν και κινούνται στον ήχο της Βοστώνης με την παραγωγή από τον Alan Lorber, οι Orpheus στην πραγματικότητα έπαιξαν mainstream pop με έγχορδα, πνευστά και δεν μοιάζουν καθόλου με τους Ultimate Spinach, τους Beacon Street Union και άλλους που έκανε τις παραγωγές ο Alan Lorber. Το ντεμπούτο άλμπουμ τους είναι καλά ηχογραφημένο, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος του δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εκτός από το ονειρικό "Dream", που κλείνει τον δίσκο, δεν το λες ψυχεδελικό με κανένα τρόπο (αν και το "Never In My Life" έχει μία δόση από σιτάρ). Το άλλο highlight είναι το πρόσχαρο "Congress Alley", αλλά μάλλον θα κάνει αίσθηση στους φαν της soft-rock.

Never In My Life (1968)







Orpheus Ascending (MGM SE 4569) 9/69




Οι Orpheus έκαναν εντύπωση με το πρώτο άλμπουμ τους και τώρα θα ξεκινούσαν για να πάνε ακόμα καλύτερα στις πωλήσεις. Οκτώ από τα δώδεκα τρακς έχουν γραφτεί από τα μέλη του γκρουπ και το "I'll Fly" και "So Far Away In Love" ξεχωρίζουν. Επίσης φέρνουν μία ανανέωση σε χιτ άλλων γκρουπ, όπως το "Walk Away Renee" και "She's Not There". Πολύ καλός ήχος με πρώτης τάξεως παραγωγή από τον Alan Lorber.

So Far Away In Love (1969)





Καταρχήν το να ακούς το "I'll Fly", σου ανεβάζει την διάθεση με την ελπίδα ότι τελικά αυτό είναι ένα γκρουπ που μπορεί κάποιος να ακούσει χωρίς ωτασπίδες... Το "I'll Fly" είναι ένα ενδιαφέρον, επιδραστικό κομμάτι με πολύ καλό beat και το κουαρτέτο των νεαρών που το έγραψαν σημειώνεται ότι δεν ακούγεται καθόλου όπως τα άλλα γκρουπ...

I'll Fly (1969)







Ένα παράξενο άλμπουμ που αναλαμβάνει το "παιδί" των Fifth Dimension "I'll Fly", με έγχορδα και ζωηρό τόνο, τα ντροπαλά folk "Mine's Yours" και "Roses", pop-rock (αξιόλογη διασκευή του "She's Not There"), μία ενοχλητική καινοτομία ("Borneo") και άλλα. Επίσης υπάρχει μία σχετικά αδιάφορη διασκευή του "Walk Away Renee".

Roses (1969)







Όλα είναι καλοτραγουδισμένα με την υπέροχη φωνή του Bruce Arnold και υπάρχουν ορισμένα αξιόλογα κιθαριστικά μέρη, αλλά το ρυθμικό μέρος είναι μάλλον νωθρό και υπάρχει έλλειψη επίδειξης προσωπικότητας σε σχέση με το ντεμπούτο τους. Δεν μπορεί κανείς να το πεί ψυχεδελικό, παρά τις καλύτερες προσπάθειες του εξώφυλλου, του οπισθόφυλλου, αλλά και των εσωτερικών του άλμπουμ. Η μοναδική αμυδρά ταξιδιάρικη στιγμή είναι η μπαλάντα "Magic Air", το μοναδικό κομμάτι που έγραψε ο ντράμερ Harry Sandler.

Magic Air (1969)







Δύο ακόμα άλμπουμ έβγαλε το πολύ όμορφο αυτό γκρουπ.

Joyful (1969)
Orpheus (1971)




Το τρίτο άλμπουμ τους Joyful (1969), που ήταν και το τελευταίο με το ορίτζιναλ lineup δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι το καλύτερο, αλλά είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα ευκολοάκουστης αρμονικής pop. Highlight το "Brown Arms in Houston".

Brown Arms in Houston (1969)




Το τέταρτο άλμπουμ τους παρουσιάζει το lineup που ακόμα και σήμερα παίζει με το όνομα Orpheus.

I'll Be There (1971)




Πρόσφατα στην δεκαετία που διανύουμε, το 2010 κυκλοφόρησαν ένα ακόμα άλμπουμ το Orpheus Again.

Orpheus


ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019


JIM PEPPER



Native American Music - Jazz-Rock Fusion




Αυτόν τον μεγάλο παίκτη του σαξόφωνου, που έφυγε πολύ νωρίς από την ζωή, τον έχουμε συναντήσει στο παρελθόν. Ήταν όταν είχαμε αναφερθεί στο πρώτο γκρουπ που εισήγαγε την jazz-rock fusion. Τους Free Spirits. O Jim Pepper είχε Ινδιάνικο αίμα. Ήταν επίσης δεινός σαξοφωνίστας. Αυτά τα δύο συνδύασε στο άλμπουμ του Pepper's Pow Wow. Το αποτέλεσμα μοναδικό στα μουσικά χρονικά. Μιλάμε ασφαλώς για το 1971.

Witchitai-To (1971)






Pepper's Pow-Wow (Embryo SD 731) 6/71





Τα κομμάτια στο άλμπουμ μπορούν να χωριστούν σε τρία διακριτά γκρουπ:
Πρώτα, το Ινδιάνικης προέλευσης υλικό με μία δυνατή δόση jazz, με το σαξόφωνο του Pepper και τον Larry Coryell (που παίζει κιθάρα καθ'όλη την διάρκεια του δίσκου), απλά είναι σαν οργασμός.
Μετά, οι Ινδιάνικοι ψαλμοί και οι χοροί πιό πιστά στο παραδοσιακό υλικό (με τον πατέρα και μέλη της οικογένειας του Pepper να παρέχουν το μεγαλύτερο μέρος του background)-συχνά περισσότερο ενδιαφέροντα από ανθρωπολογική άποψη παρά σε μουσικούς όρους.
Και τελικά τα "σύγχρονα" Ινδιάνικα τραγούδια...
Οι μακρές βερσιόν των "Witchi Tai-To" και "Yon A Ho", που παρουσιάζουν εκτεταμμένες επιδρομές από τον Pepper περιστοιχιζόμενο από τα riff του Coryell, είναι τόσο απόλυτα υπέροχες που μόνες τους θα μπορούσαν να στηρίξουν ολόκληρο το άλμπουμ.
Το μόνο που θα ευχόμουν είναι να υπήρχε περισσότερο τέτοιου τύπου υλικό, καθώς η μίξη free-form jazz και αρχαίων παραδόσεων είναι κάτι το απόλυτα μαγικό.

Yon A Ho (1971)





Ο Pepper είναι Ινδιάνος της Αμερικής της φυλής των Kaw, απόγονος του γηγενούς πληθυσμού που ονομάζονταν Creek ή λαός των Νοτιοανατολικών δασών. Επίσης είναι ένας απεριόριστα καινοτόμος και ταλαντούχος μουσικός της jazz. Σε αυτό το άλμπουμ συνδυάζει την κληρονομιά του και το ταλέντο του και το αποτέλεσμα είναι η πρώτη μουσική έκφραση των Αμερικανών Ινδιάνων που έχει επιτυχώς μεταφραστεί σε ένα μελωδικό, ευκολοάκουστο LP. Σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως jazz άλμπουμ, επειδή η μουσική αντλεί και από την folk αλλά και από την rock ενέργεια...
Ένα από τα πιό καινοτόμα και εμπορικά άλμπουμ του 1971.

Squaw Song (1971)





Συνδυάζοντας την περηφάνεια της καταγωγής του με την μουσικότητά του, ο Pepper κάνει ένα συνεκτικό, εύθυμο και ιδιαίτερα ενδιαφέρον άλμπουμ. Στο "Witchi Tai-To" αρχικά μπαίνει ο ψαλμός και ακολουθείται βέβαια από την βερσιόν του Pepper, στην οποία ο συνθέτης τραγουδάει και παίζει τενόρο σαξόφωνο. Μαζί τα δύο κομμάτια, αρχαίο και σύγχρονο παρέχουν μία ενδιαφέρουσα πτυχή της Ιστορίας-το δαιδαλώδες μονοπάτι που ακολούθησαν οι Ινδιάνοι από τα δάση στους δρόμους της πόλης. Ένα πραγματικά μαγικό κομμάτι...
Το υπόλοιπο άλμπουμ περιέχει ψαλμούς και ιστορίες με μουσική και τραγούδι. Ο Pepper έχει βρεί ένα τρόπο να αναμίξει τις άγριες δυνάμεις που ρέουν στο αίμα του σε ένα άλμπουμ που τελικά έχει μεγάλη χάρη.

Senecas (As Long as the Grass Shall Grow) (1971)





Ο Jim Pepper ήταν ένας εξαιρετικός σαξοφωνίστας, ο οποίος σε αυτό το άλμπουμ-πρώτο session ως ηγέτης, παρουσίασε την πιό προσωπική του, αλλά και την πιό άτυπη μουσική του προσέγγιση. Ο δίσκος είναι ένα φανταστικό αμάλγαμα jazz, soul, gospel, country, rock και Ινδιάνικης μουσικής και στέκεται ως μία από τις πιό μοναδικές μουσικές δηλώσεις της εποχής. Είναι εξίσου άγρια ψυχεδελικός και κατάλληλα παραδοσιακός (η παράδοση είναι οι peyote chants, δηλαδή οι ψαλμοί των Ινδιάνων).

Newly-Weds' Song (1971)





Το πρώτο και πιό γνωστό τρακ του δίσκου, το "Witchi Tai-To" είναι φανταστικό και απορώ πώς δεν έγινε χιτ. O Jim Pepper το παρουσίασε πρώτα με το γκρουπ που είχε το όνομα Everything Is Everything κάπου δύο χρόνια πριν, αλλά αυτή η μακροσκελής απόδοση είναι η απόλυτη ηχογράφηση, συμπληρωμένη με τον ψαλμό στην έναρξη, αλλά και στην αποφώνηση του σύγχρονου κομματιού. Παρουσιάζει ένα φοβερό ρυθμικό κομμάτι με τον φοβερό Billy Cobham στα ντραμς και τον Chuck Rainey στο μπάσο, τον Larry Coryell να παίζει τέλεια την ψυχεδελική του κιθάρα και τον Pepper με το τενόρο σαξόφωνό του. Aλλά δεν υπάρχει κάτι ασήμαντο στο άλμπουμ αυτό. Το "Squaw Song" έχει επίσης μέρος της ψαλμωδίας και της μουσικότητας του κομματιού που ανοίγει τον δίσκο, το "Senecas" και "Drums" είναι εξαιρετικές country-rock αποδόσεις των κομματιών του Peter LaFarge και οι πιό απροκάλυπτες πολιτικές δηλώσεις στο δίσκο.

Drums (1971)





Το "Yon A Ho" προσθέτει ένα τμήμα χάλκινων και έχει μέσα του το πιό funky σόλο του Coryell. Ισάξιο για πολλούς με το "Witchi Tai-To" είναι το τρακ που ανοίγει την δεύτερη πλευρά του δίσκου. Το έχει γράψει ο πατέρας του Pepper, Gilbert "Gil" Pepper το πρόσωπο κλειδί στην ύπαρξη αυτού του μοναδικού για την εποχή του άλμπουμ. Αυτός ήταν η δημιουργική δύναμη πίσω από το fusion της Native American μουσικής παράδοσης με την rock. Αυτός παρέχει και την περιγραφή στην διασκευή του κομματιού "Senecas (As Long as the Grass Shall Grow)", γραμμένο από τον υποτιμημένο τραγουδιστή της folk, Peter La Farge, του οποίου επίσης κομμάτι "Drums", που κλείνει τον δίσκο διασκευάστηκε όμορφα και από τον Johnny Cash.  Το "Nommie Nommie" είναι ένα soulful και εμπνευσμένο γκόσπελ και το "Newly-Weds' Song" (με θέμα την σκέψη για απιστία) είναι και αισχρό και πανέμορφο (σε μεγάλο μέρος χάρη στο φλάουτο της Ravie Pepper, που δίνει μία γυναικεία άποψη στους γεμάτους με αντρικό πόθο στίχους του Jim Pepper.

Nommie Nommie (1971)





Απλά πρόκειται για ένα ευφυέστατο άλμπουμ και επίσης ένα άλμπουμ που ακόμα δεν έχει λάβει την αναγνώριση που του πρέπει.

Slow War Dance (1971)




Ο σαξοφωνίστας Pepper πρώην μέλος του καταπληκτικού πρωτοπόρου jazz-rock fusion γκρουπ των Free Spirits, ήταν Ινδιάνος και σε αυτόν το δίσκο αγκάλιασε ένθερμα την φυλετική καταγωγή του. Παρουσιάζοντας τον συμπαίκτη του στους Free Spirits, Larry Coryell, ο δίσκος Pow-Wow γίνεται επίσης οικοδεσπότης εξπέρ μουσικών και είναι αδιαφιλονίκητα το πιό τέλειο παράδειγμα Native American ψυχεδέλειας που υπάρχει.


ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019



RICHARD TWICE



A Musical Life Interrupted




Το 1968 ο Richard Atkins 19 χρονών έγραψε και ηχογράφησε το ψυχεδελικό folk άλμπουμ Richard Twice μαζί με τον γείτονά του Richard Manning, εξ'ου και ο τίτλος του άλμπουμ (Δύο φορές Richard).

Richard Twice (Philips PHS 600-3332) 3/70




Όχι μόνο ένα άλμπουμ με αρμονικές κιθάρες και μελωδίες, αλλά το άλμπουμ που περιέχει ένα από τα πιό εξαιρετικά baroque psych κομμάτια που έχει ηχογραφηθεί ποτέ. Το "If I Knew You Were the One", είναι ένα από τα πιό μαγευτικά pop κομμάτια. Όταν εμφανίστηκε το 2003 στο compilation CD Fading Yellow Volume 7 μαζί με άλλα διαλεχτά κομμάτια, που δεν ήταν και εύκολοι αντίπαλοι, με ευκολία συνεπήρε όσους το άκουσαν, αν και ο δίσκος από τον οποίο προερχόταν ακόμα και στις μέρες μας παραμένει εντελώς άγνωστος, ακόμα και αν μέσα σε αυτόν υπάρχουν τρομερά τραγούδια που κατάφεραν τόσα χρόνια να ξεφύγουν από την συλλεκτική μανία.

If I Knew You Were the One (1970)




Αναμιγνύοντας το τραγουδιστικό στυλ των Simon & Garfunkel με την τραγουδοποιία των Beatles μπορεί να μην πρωτοτυπούν αλλά έχουν τεράστια δυναμική. Χαρακτηριστικό του ντουέτου ήταν η υπέροχη μίξη των φωνών τους, για να δημιουργήσουν ένα μοναδικό και απόκοσμο vibe. Το αποτέλεσμα είναι ένα άλμπουμ που δεν προσπαθεί να είναι pop, ψυχεδελικό ή folk-rock και γι'αυτό είναι το καλύτερο. Για την ποικιλία του και την έλλειψη προβλεψιμότητας.

1.25 am (1970)




Αυτή είναι με ένα σύντομο, αλλά πολύ χαρακτηριστικό τρόπο η ιστορία του:
Παρακολουθείστε το 10λεπτο ντοκυμαντέρ Richard Twice: A Musical Life Interrupted, αφιερωμένο στην ζωή του Richard Atkins, που φτιάχθηκε από τον Matthew Salton. Ακολουθεί μετάφραση σε αδρές γραμμές:

Richard Twice: A Musical Life Interrupted




Το άλμπουμ κυκλοφόρησε και γρήγορα ξεχάστηκε, με τον Richard να εξαφανίζεται εντελώς από τον μουσικό κόσμο και τις ηχογραφήσεις.
"Ήμουν στην μουσική σχεδόν όλη την ζωή μου. Σχεδόν...Δύο χρόνια αφού είχα πιάσει την κιθάρα και μάθαινα τις νότες έβγαλα ένα άλμπουμ. Το άλμπουμ λεγόταν Richard Twice".


Kεφάλαιο 1: Η Σύγκρουση

Generation 70 (1970)




Την ημέρα του δυστυχήματος έκανα ωτοστόπ στον δρόμο για την δουλειά και ένας φίλος μου με πήρε με την μηχανή του. Κατηφορίζαμε την Burbank Boulevard, όταν ένα φορτηγό εμφανίστηκε μπροστά μας. Ήταν πολύ αργά για να αντιδράσει. Θυμάμαι τον φίλο μου να πετιέται ψηλά μπροστά από τη μηχανή.

God Give Me Strength (1970)




Είδα ένα όνειρο, ότι βρισκόμουν στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου και υπήρχε ένας γέρος στο διπλανό κρεβάτι. Γέρος όπως τώρα είμαι πιά εγώ. Μου είπε:'Τι κάνεις σε αυτό το δωμάτιο; Δεν ανήκεις σε αυτό το δωμάτιο. Είσαι τόσο νέος. Αν επιβιώσεις θυμήσου αυτά που θα σου πώ. Μου είπε πως ήταν 72 χρονών και το όνομά του ήταν κύριος Higgins.
Είπε: Έζησα αλήθεια μία γεμάτη ζωή. Έκανα όλα όσα ήθελα να κάνω. Χθες ασχολιόμουν με τον κήπο. Και έπαθα ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, γι'αυτό είμαι εδώ. Ότι κι αν κάνεις κάθε μέρα να ζεις μία γεμάτη ζωή. Τόσο γεμάτη, όσο μπορείς".

 If I Were Strong I'd Move You Mountains (1970)



"God don't leave me here between life and death..."

Ο γιατρός μπήκε μέσα και είπε: ΄ξέρεις πρέπει να σου κόψουμε αυτό το πόδι΄
Είχα μία κιθάρα από παλιότερα. Ποτέ δεν είχα τραγουδήσει ξανά, ούτε είχα παίξει. Όταν ξυπνούσα από τον αφόρητο πόνο μέσ'την νύχτα έπιανα την κιθάρα και έπαιζα.Έτσι κατάφερνα να κοροιδεύω το μυαλό μου ώστε να μετακινείται από την αίσθηση του πόνου μέσα από την μουσική. Αφού είχα μάθει δυό ακόρντα ξεκίνησα να γράφω τραγούδια.

Κεφάλαιο 2: Το Όνειρο

The Finest Poet (1970)





Δύο χρόνια αργότερα.
Ηχογράφησα στο στούντιο Β στην Mercury και ήταν η πρώτη φορά που έπαιζα σε άλλο μέρος από την κρεβατοκάμαρά μου. Και το επόμενο πράγμα που έμαθα ήταν το στούντιο ηχογράφησης με εκείνους τους θαυμάσιους μουσικούς. Τον Larry Knechtel από τους Bread, τον Louie Shelton που έπαιξε ως session στους Monkees, τον ντράμερ Ron Tutt (του Elvis), τον Jim Lowe, τον Don Gallucci ("Louie Louie"), τον Drake Levin των Paul Revere and the Raiders, τον τρομερό Alex Hassilev, τον Robert Horton.

What Makes Me Love You Like I Do? (1970)




Ήμουν μέρος μίας κολεκτίβας μουσικών, που έγιναν γνωστοί με το όνομα Wrecking Crew. Με τον Richard Manning είχαμε βγάλει μόλις το Richard Twice, που υποτίθεται ήταν η βιτρίνα της μουσικής βιομηχανίας. Την πρώτη φορά που παρουσιάσαμε στην σκηνή, δεν ακουγόταν το παραμικρό. Ήταν μαζεμένοι όλοι όσοι ήταν σημαντικοί τότε, για να ξεκινήσει κάποιος καλλιτέχνης την καριέρα του. Ανεβήκαμε πάνω και άρχισα να παίζω. Όμως τίποτα δεν έβγαινε από το ηχείο. Τίποτα. ΄Κάτι λάθος συμβαίνει΄ είπε ο Rick ο μπασίστας μου. ΄Πάρτο πάνω σου Rich'. Θα ήταν απλό, θα έκανα απλά κάποια κόλπα όπως κάνει ο Μπαγκς Μπάνυ όταν βγαίνει στην σκηνή. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει τον καθένα σε γέλιο. Όμως... μου έλειπε ένα πόδι. Το μυαλό μου απλά κόλησε. Δεν θυμάμαι τίποτα πιά από αυτή την νύχτα. Δεν ήμουν πιά εκεί. Είχα φύγει.


Κεφάλαιο 3: Το Δώρο

Your Love Like Heaven Be (1970)




Δεν ανέβηκα ξανά στην σκηνή για 40 χρόνια ή κάτι τέτοιο. Έγινα ξυλουργός. Δεν ήταν μόνο ότι δεν μπορούσα να πάω στο στούντιο. Ούτε το ραδιόφωνο δεν μπορούσα να ακούσω. Απείχα πλήρως από την μουσική. Έκανα μόνο ξυλουργικές εργασίες. Ώσπου κάποια μέρα μου ήρθε πάλι στο μυαλό η φράση που μου είχε πει ο κύριος Higgins. Έτσι έπιασα ξανά την κιθάρα μου. Σκάρωσα ένα τραγουδάκι με αυτά που μου είχε πει. Αυτό ήταν η θεραπεία μου τελικά.

She Catches Me Running (1970)




Η άνοδος, η πτώση και η απόλυτη επιστροφή του ταλαντούχου μουσικού της ψυχεδελικής folk σκηνής Richard Atkins. Το 1968 ο Atkins έχτιζε καριέρα που σίγουρα θα πλησίαζε εκείνες των The Byrds ή των Simon & Garfunkel. Θα κέρδιζε ένα συμβόλαιο στην Mercury και θα ηχογραφούσε με τους The Wrecking Crew, ένα φημισμένο γκρουπ session μουσικών από την δουλειά τους με τους The Beach Boys. Όμως μία κρίση πανικού πάνω στη σκηνή πυροδότησε μία καταστροφική παρουσίαση σε ένα μικρό κλαμπ του Χόλυγουντ και όλα διαλύθηκαν.

More Or Less Nothing (1970)




Ο Atkins παράτησε την μουσική αρχικά και για 50 χρόνια αρνιόταν να ακούσει μέχρι και ράδιο, τόσο πόνο ψυχής του προκαλούσαν οι αναμνήσεις από εκείνη την μοιραία μέρα. Και μας δείχνει ότι οι ίδιες στροφές της μοίρας στην ζωή που μας οδηγούν στην επιτυχία μπορούν εξίσου πολύ εύκολα να μας καταστρέψουν σε κάθε περίπτωση.
Αυτό ήταν το είδος του δίσκου που εύκολα θα μπορούσε να έχει αποκτήσει πιό νωρίς ένα cult κοινό, όμως παραμένει όλως περιέργως άγνωστος. Ένα από τα πιό εντυπωσιακά άλμπουμ της psych-folk.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019



Need Your Love So Bad



10 Recordings (10 Versions)




Aκούγοντας αυτό το τραγούδι - ακόμη ίσως και μόνο τον τίτλο του – αντηχεί, σχεδόν σε όλους, ένα όνομα: Peter Green. Από αυτόν το μάθαμε, από αυτόν έγινε τεράστια επιτυχία σε ολόκληρο τον κόσμο. Έτσι είναι. Μόνο που είναι η μισή αλήθεια. Το τραγούδι όμως φυσικά και δεν είναι δικό του. Όσοι έχουν το single του ΄68, αλλά και κάποιους άλλους δίσκους τους, θα γνωρίζουν ότι το συγκεκριμένο κομμάτι ανήκει στον Little Willie John. Κι όμως ! Ούτε αυτό είναι αλήθεια. Και μάλιστα, ούτε καν η μισή !!!

   Fleetwood Mac -  Need Your Love So Bad (1968 – BBC Sessions)




       Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Λοιπόν… Ο Little Willie John έχει πράγματι σχέση με το τραγούδι. Απλώς είναι αυτός που το ηχογράφησε και το ερμήνευσε πρώτος. Το κομμάτι τότε έκανε αρκετή αίσθηση και χαρακτηρίστηκε ως “Μια συμπαγής και έντονη έκκληση για αγάπη, [...] αρκετά διαφορετική από το συνηθισμένο ύφος της R&B μπαλάντας”. Αυτό έγινε το μακρινό 1955. Όμως ποιος είναι αυτός ο Little Willie John, θα ρωτήσουν μερικοί. Γεγονός είναι ότι δεν είναι κάποιο πασίγνωστο όνομα - στην εποχή μας τουλάχιστον. Έχει γράψει όμως τη δική του ιστορία στη μουσική. Την δεκαετία του ΄50 ήταν μια πολύ γνωστή φωνή του R&B, έχοντας ερμηνεύσει πολλές επιτυχίες από το 1955, αρχίζοντας με το εν λόγω κομμάτι, μέχρι το 1960. Μερικές από αυτές: "All Around the World” (1955), "Talk to Me, Talk to Me" (1958), "Leave My Kitten Alone" (1960), "Sleep" (1960), αλλά και το "Fever" (1956). Ναι, το πασίγνωστο "Fever" που έγινε τεράστια επιτυχία με την διασκευές της Peggy Lee το 1958 και του Elvis Presley το 1960. Προηγουμένως όμως έγινε ήδη “χρυσό” με τον ίδιο τον John, έχοντας πουλήσει πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Για όλα αυτά – και πολλά άλλα – εισήχθη το 1996, δυστυχώς μετά θάνατον, στο Rock and Roll Hall of Fame. Μένει όμως μια …λεπτομέρεια: Το  "Need Your Love So Bad" το ερμήνευσε πρώτος. Δεν είπα ότι …είναι και δικό του ! Άντε πάλι με τις μισές αλήθειες !

 Little Willie John - Need Your Love So Bad (1955)




       Χωρίς να είναι δικό του το τραγούδι, εντούτοις έχει μαζί του μια… “οικογενειακή” σχέση. Κι αυτό γιατί είναι γραμμένο από τον μεγαλύτερο αδερφό του - ανήκε σε μια οικογένεια με 10 αδέρφια - τον Mertis John Jr. Ιδού λοιπόν ο μοναδικός “ιδιοκτήτης” του κομματιού. Και μουσική και στίχους. Μόνο που αυτό, στις παλαιότερες εποχές τουλάχιστον, δεν ήταν και τόσο σαφές… Αυτό για παράδειγμα δεν το γνώριζαν - εκτός κι αν υπήρχαν άλλοι λόγοι - οι Fleetwood Mac και η δισκογραφική τους εταιρεία όταν το διασκεύασαν το 1968.
       Ο Peter Green, σχηματίζοντας τους Fleetwood Mac το 1967, έχοντας έτοιμες ιδέες, άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς, για το ντεμπούτο, ομώνυμο άλμπουμ τους, του 1968. Μερικούς μήνες μετά, έχοντας αρχίσει να εξευρευνά κι άλλους δρόμους, πέρα από αυστηρά blues φόρμες, κυκλοφορεί αρχικά το single "Black Magic Woman”. Το επόμενο, τον Ιούλιο του ΄68, θα είναι το single "Need Your Love So Bad". Η δισκογραφική εταιρεία είναι η Blue Horison και ως B-side, στις περισσότερες χώρες, υπάρχει το "Stop Messin' Round”, τραγούδι των Peter Green/C.G.Adams ( σσ. ψευδώνυμο του μάνατζερ τους, Clifford Davis). Σε μερικές χώρες όμως - όπως στη Δ. Γερμανία - ως B-side βρίσκουμε τη διασκευή στο κομμάτι  του Howlin' Wolf,  “No Place to Go”. Όπως και να έχει όμως, πάνω στο 7ιντσο δισκάκι υπάρχει ένα λάθος: Αναγράφεται στα credit ως συνθέτης του τραγουδιού ο Little Willie John. Όπως κι αργότερα στη συλλογή τραγουδιών των Mac, στο L.P. The Pious Bird of Good Omen (1969) – όπου μάλιστα περιέχονται τρεις εναλλακτικές ηχογραφήσεις του κομματιού -  πάλι ο John εμφανίζεται ως ο δημιουργός του. Η παρεξήγηση φτάνει στα άκρα όταν ακόμη κι η ΒΜΙ, ο οργανισμός για τα πνευματικά δικαιώματα, “χρεώνει” το κομμάτι και στα δύο αδέρφια ! Κι όμως. Ακόμη και πάνω στο αρχικό δισκάκι, από την δισκογραφική KING, φαινόταν ολοκάθαρα - ήταν σύμφωνος προφανώς κι ο ίδιος ο Little Willie - το όνομα “Mertis John Jr.”.
       Άσχετα όμως από αυτό, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η διασκευή αυτή περνάει στην αιωνιότητα και ο Green, με την αισθαντική του φωνή και την κιθαριστική του αρτιότητα, παραδίδει μαθήματα !

    Fleetwood Mac-Need Your Love So Bad (single 1968) 




       Όμως οι παρεξηγήσεις συνεχίζονται. Σχεδόν όλοι νομίζουν ότι οι Fleetwood Mac έκαναν πρώτοι διασκευή στο τραγούδι του Mertis John Jr. Λάθος ! Προηγήθηκαν κι άλλες διασκευές, όπως των Dakota Staton (1960), Irma Thomas (1964), ακόμη και του Solomon Burke (Απρίλιο του 1968). Επίσης πολλοί έχουν την εντύπωση ότι ο B.B. King διασκεύασε το ίδιο τραγούδι μετά από την επιτυχία που έκαναν οι Mac. Πάλι παρεξήγηση: Υπάρχει μια διάχυτη ασάφεια στις πληροφορίες για το πότε ακριβώς κυκλοφόρησε το άλμπουμ Lucille, όπου εμπεριέχει την διασκευή. Συνήθως αναφέρεται ένα “ξερό” 1968 και τίποτε άλλο. Η πραγματικότητα είναι όμως ότι ο δίσκος κυκλοφόρησε επίσημα στις 1/1/1968, έξι μήνες δηλαδή πριν την κυκλοφορία του single των Fleetwood Mac. Αλλά είναι γεγονός ότι ακόμη και οι ηχογραφήσεις που έκανε ο Β.Β. Κing έγιναν τον Δεκέμβρη του 1967. Μιλάμε ακόμη για τους πρώτους μήνες ζωής των Mac - αδύνατον να είχαν καν σκεφτεί την συγκεκριμένη διασκευή.

B.B. King - Need Your Love So Bad (1968)




      Εδώ ο King δίνει μία δική του εκδοχή στο τραγούδι. Ακούμε έναν συνδυασμό φωνητικών, που θυμίζουν Sam Cooke, με μια "ιδέα” από ένα “φλύαρο” country πιάνο. Κι όμως, ακόμη κι εδώ, τα μαρτύρια του Mertis John Jr. δεν τελειώνουν: Στα credit αναφέρεται, ως δημιουργός ο Walter Spriggs!
       To 2005, με αφορφή τα - 80χρονα – γενέθλια του μεγάλου μπλουζίστα, κυκλοφορεί το πανηγυρικό άλμπουμ B.B. King & Friends: 80 με τη συμμετοχή πολλών καλλιτεχνών - φίλων του, που ήθελαν να τον τιμήσουν. Εκεί λοιπόν ο King το διασκευάζει ξανά, δείχνοντας κι αυτός με την σειρά του τον σεβασμό και την μεγάλη του εκτίμηση προς το συγκεκριμένο τραγούδι. Τον συνοδεύει η Sheryl Crow. Τουλάχιστον, αυτή τη φορά αναγράφεται σωστά το όνομα του δημιουργού!

B.B. King & Sheryl Crow - Need Your Love So Bad (2005) 




       Όπως ήταν φυσικό επακολούθησαν κι άλλες πολλές διασκευές. Από σπουδαίους καλλιτέχνες και μπάντες.  Ακολουθούν μερικά ενδεικτικά covers:
       O James Brown, ήδη από το 1968, έκανε κι αυτός μια διασκευή του τραγουδιού. Ακριβώς όπως αναμένεται, με μια περισσότερο soul αισθητική. Συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ του I Can't Stand Myself When You Touch Me του 1968. Δεν θα πρέπει να σας κάνει εντύπωση πλέον ότι, από τη μια, η διασκευή προηγήθηκε των Fleetwood Mac και από την άλλη πιστώνεται ως δημιουργός του κομματιού - και πάλι - ο Little Willie John.

James Brown - Need Your Love So Bad(1968) 




       Tην επόμενη χρονιά, το 1969, έχουμε την διασκευή από τους Mother Earth. Εδώ, στο δεύτερο άλμπουμ της μπάντας, το Make A Joyful Noise, όπου στις κιθάρες, αντί του Mike Bloomfield στο L.P. Living with the Animals (1968), αναλαμβάνει εδώ ο Boz Scaggs. Φυσικά, τη διαφορά την κάνουν τα γυναικεία φωνητικά με την Tracy Nelson να κάνει το τραγούδι σχεδόν εξαιρετικά εύθραυστο.

 Mother Earth - Need Your Love So Bad (1969)   




        Δέκα χρόνια αργότερα, το 1979, έχουμε τη διασκευή από τους Allman Brothers, μέσα από το άλμπουμ τους Enlightened Rogues. Η μπάντα, έχοντας στην ουσία διαλυθεί, μετά τα εξαντλητικά shows αλλά κυρίως χάρη στη μεγάλη αποτυχία του προηγούμενού τους άλμπουμ Win, Lose or Draw, του 1975, αποφασίζει να τρίξει τα δόντια της και να δώσει ένα ισχυρό μήνυμα ότι δεν έχει ξοφλήσει. Κάνει λοιπόν αυτό το άλμπουμ το ΄79, με ολόφρεσκες και “δυνατές” ιδέες, έχοντας μόνο δύο διασκευές. Η μία είναι αυτή. Ο Gregg Allman στα keyboards καθώς και ο Dickey Betts στην κιθάρα είναι απλώς καταπληκτικοί. Αυτό που διαφοροποιεί αυτό το cover είναι το σόλο, με την φυσαρμόνικα του Jim Essery να κελαηδάει.

 Allman Brothers - Need Your Love So Bad (1979) 




        Αν ο Peter Green είχε – μόνο έναν -  καλλιτέχνη ως φανατικό φίλο, αυτός θα ήταν σίγουρα ο Gary Moore. Ο τελευταίος λοιπόν, στο άλμπουμ του Blues For Greeny του 1995, αποτίει φόρο τιμής στο ίνδαλμά του, παίζοντας κι ερμηνεύοντας αποκλειστικά δικά του τραγούδια. Το "Need Your Love So Bad" δεν θα μπορούσε φυσικά να λείπει. Το άκουσμά του, ειδικά στην αρχή, είναι ολόιδιο (ίσως ένα κλικ πιο αργό). Ίσως αυτό να οφείλεται αφενώς στο γεγονός ότι τα keyboards είναι ακριβώς τα ίδια, αφετέρου - και κυρίως - στο ότι ο Gary παίζει με την ίδια κιθάρα - εκείνη που έπαιζε το κομμάτι κι ο ίδιος ο Green!  Είναι πλέον γνωστό ότι ο ηγέτης των Mac, στην αρχή δάνεισε και κατόπιν πούλησε στον Moore την θρυλική του Les Paul Standard του ΄59, όταν (ο πρώτος) έφυγε από την μπάντα! Στο σόλο, πάντως, ο Moore τα δίνει όλα! Ανατριχιαστικό!

Gary Moore - Need Your Love So Bad(1995)  




      Tο Across from Midnight ήταν το 16ο  άλμπουμ του Joe Cocker. Εννοείται ότι κυριαρχούν οι διασκευές. Έτσι διασκευάζει, με τον δικό του πάντα, ξεχωριστό τρόπο και το επίμαχο κομμάτι. Πέρα από την ιδιαίτερη φωνή του, σε αυτή την εκτέλεση προσέχει αμέσως κανείς την κυριαρχία του πιάνου. Υπεύθυνος για αυτό είναι ο Chris Stainton:

Joe Cocker Need Your Love So Bad (1997)  




      Από αυτή τη λίστα δεν θα μπορούσε να λείπει κι ο Buddy Guy. Ο δαιμόνιος bluesman, που πάντα ήξερε ποια κομμάτια αξίζουν για διασκευή, δεν αφήνει το τραγούδι μας απαρατήρητο. Το ερμηνεύει στο άλμπουμ-συλλογή Buddy's Baddest: The Best of Buddy Guy,  του 1999.  Ίσως κάποιος πει ότι είναι μία διασκευή που συμπεριλαμβάνει μουσικά όλες τις προηγούμενες. Φυσικά πάντα με την τρεμουλιαστή και ζεστή φωνή του Guy.

 Buddy Guy - Need Your Love So Bad(1999)  




      Είναι αυτονόητο ότι υπάρχουν κι άλλες, πολλές εκτελέσεις / ηχογραφήσεις / διασκευές του κομματιού. Όμως δεν θα επιδοθούμε εδώ σε μια ατέρμονη λίστα με διάφορα covers. Δεν είναι αυτός ο σκοπός. Απλώς αναδεικνύουμε την επιρροή του τραγουδιού αυτού, στη διάρκεια του χρόνου, σε κάθε γενιά και σε διάφορους καλλιτέχνες. Και φυσικά την επιρροή και το αντίκτυπό του στον κόσμο, τους απλούς ακροατές του. Εδώ και δεκαετίες το  "Need Your Love So Bad" αποτελούσε το σημείο αναφοράς του ερωτευμένου ανθρώπου. Με αυτό εξέφραζε τον έρωτά του, με αυτό έκλαιγε, αυτό πάντα ψιθύριζε. Αυτό σκεφτόταν με τα μάτια κλειστά, τα λόγια αυτά έλεγε στο ταίρι του, με τη μουσική αυτή κοιμόταν και ξυπνούσε.
     Ελάτε λοιπόν κι εσείς… Διαλέξτε τη δική σας διασκευή που σας κάνει την περισσότερη εντύπωση, πάρτε μπροστά τους υπέροχους στίχους του, νιώστε τον ρομαντισμό και ας τραγουδήσουμε όλοι μαζί το υπέρτατο αυτό lovesong!!!

Need someone's hand to lead me through the night
I need someone's arms to hold and squeeze me tight
Now, when the night begins, I'm at an end
Because I need your love so bad

I need some lips to feel next to mine

I need someone to stand up and tell me when I'm lyin'

And when the lights are low, and it's time to go

That's when I need your love so bad

So why don't you give it up, and bring it home to me

Or write it on a piece of paper, baby, so it can be read to me

Tell me that you love me, and stop drivin' me mad

Ooh, because I, I need your love so bad

Need your soft voice, that talked to me at night

I don't want you to worry, baby

I know we can make everything alright

Listen to my plea, baby, bring it to me

Because I need your love so bad

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

Διαβάστε/Ακούστε επίσης