Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019






THE SNOWGOOSE

 Camel's Perspective



Based on Paul Gallico's Novel



Όσοι επιθυμούν, έχουν την επιλογή να μην σκρολάρουν στο κείμενο, αλλά να ακούσουν την ιστορία από την φωνή της πολύ καλής φίλης Χαρούλας Νικολαίδου, ραδιοφωνικής παραγωγού στον https://ngradio.gr/ , από την πραγματικά μοναδική για τα ραδιοφωνικά δεδομένα εκπομπή της #11me1 πατώντας εδώ: https://ngradio.gr/blog/enteka-me-mia-haroula-nikolaidou/akoume-the-snow-goose-afigisi-kai-olokliros-o-diskos-11me1/



The Great Marsh




O Μεγάλος Βάλτος, το Great Marsh βρίσκεται στην ακτή του Essex ανάμεσα στο χωριό Chelmbury και στο αρχαίο Σαξωνικό χωριουδάκι του Wickaeldroth. Eίναι ένα από τα τελευταία άγρια μέρη της Αγγλίας, μία χαμηλή, εκτεταμμένη έκταση με χορτάρια και καλαμιές και μισοβυθισμένα βοσκοτόπια που τελειώνουν σε μεγάλες εκτάσεις που κατακλύζονται από αλμυρό νερό και λάσπη και λιμνούλες που γεμίζουν με νερό από την παλίρροια κοντά στην μόνιμα ανήσυχη θάλασσα. Γκρίζο, μπλε και απαλό πράσινο είναι τα χρώματα, που ντύνουν το σκηνικό, όταν ο ουρανός είναι σκοτεινός κατά την διάρκεια του μακρύ χειμώνα και τα νερά των ακτών και των βάλτων αντανακλούν τα κρύα και σοβαρά χρώματα. Αλλά μερικές φορές με την ανατολή και τη δύση, ο ουρανός και η γη μοιάζουν να καίγονται με κόκκινη και χρυσή φωτιά.





Όταν τα νερά είναι χαμηλά, οι μαυρισμένες και σπασμένες πέτρες από τα ερείπια ενός εγκαταλειμμένου φάρου ξεχωρίζουν και εδώ κι εκεί φαίνονται επίσης οι κορυφές από τους πασσάλους ενός φράχτη. Κάποτε αυτός ο φάρος σηματοδοτούσε την ακτή του Essex. Ο χρόνος άλλαξε τη θέση της στεριάς και της θάλασσας και η χρησιμότητά του έφτασε στο τέλος της.

Rhayader




Τελευταία εξυπηρετούσε ξανά σαν κατοικία. Εκεί μέσα ζούσε ένας μοναχικός άνθρωπος. Το σώμα του ήταν παραμορφωμένο, αλλά η καρδιά του γεμάτη αγάπη για τα άγρια και φοβισμένα πλάσματα. Ήταν άσχημος όταν τον κοίταζες, αλλά παραδόξως κατάφερνε να δημιουργεί μία ανεπανάληπτη ομορφιά.
Η ιστορία που θα σας αφηγηθώ είναι για αυτόν τον άνθρωπο και για ένα παιδί που ήρθε για να τον γνωρίσει και να δει αυτό που υπήρχε μέσα από το αποκρουστικό σχήμα του.

Rhayader Goes to Town




Ήταν τέλη της άνοιξης του 1930 όταν ο Philip Rhayader ήρθε στον εγκαταλειμμένο φάρο. Αγόρασε τον φάρο και πολλά στρέμματα που περιείχαν βοσκοτόπια καθώς και μέρη που μάζευαν θαλασσινό νερό σε λάκκους. Ζούσε και δούλευε εκεί μονάχος του όλο τον χρόνο. Ζωγράφιζε τα πουλιά και την φύση. Για διάφορους λόγους είχε αποσυρθεί από την ανθρώπινη κοινωνία. Κάποιοι λόγοι είχαν να κάνουν φανερά με το παρουσιαστικό του, το οποίο σχολίαζαν πάντα οι ντόπιοι τις σπάνιες φορές που εμφανιζόταν στο Chelmbury για προμήθειες. Επειδή ήταν καμπούρης και το αριστερό χέρι του παραμορφωμένο και λυγισμένο στον καρπό, σαν πόδι πουλιού. Η φυσική παραμόρφωση στον άνθρωπο συχνά τροφοδοτεί το μίσος του για τους ανθρώπους. Ο Rhayader όμως δεν μπορούσε να μισήσει. Αγαπούσε πολύ δυνατά τους ανθρώπους, το ζωικό βασίλειο και όλη την φύση. Η καρδιά του ήταν γεμάτη οίκτο και κατανόηση. Είχε τιθασεύσει την αναπηρία του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο στο σνομπάρισμα σχετικά με την εμφάνισή του. Αυτό που τον οδήγησε στην απομόνωση ήταν η αποτυχία του να βρεί οπουδήποτε μία ανταπόδωση της ζεστασιάς που ανάβλυζε από μέσα του. Απωθούσε τις γυναίκες. Οι άνθρωποι θα τον πλησίαζαν με οίκτο αν τον γνώριζαν. Αλλά το απλό γεγονός ότι θα μπορούσε να γίνει μία τέτοιου είδους προσέγγιση πλήγωνε τον Rhayader και τον οδηγούσε να αποφεύγει τους ανθρώπους που έβλεπε ότι θα μπορούσαν να το κάνουν.





Ήταν 27 χρονών όταν ήρθε στο Great Marsh. Είχε ταξιδέψει πολύ και πάλεψε γενναία πριν πάρει την απόφαση να αποσυρθεί από τα εγκόσμια, στα οποία δεν μπορούσε να πάρει μέρος με ίσους όρους. Γιατί παρά την ευαισθησία του σαν καλλιτέχνης και την σε γυναικεία επίπεδα τρυφερότητά του, μέσα στο σαν βαρέλι στήθος του ήταν κάτι περισσότερο από άνδρας. Στο καταφύγιό του είχε τα πουλιά του, τους πίνακές του και την βάρκα του, την οποία χειριζόταν με ιδιαίτερη επιδεξιότητα. Θα αρμένιζε για μέρες ψάχνοντας για νέα είδη πουλιών να φωτογραφίσει ή να σκιτσάρει και έγινε αυθεντία στο να τα πιάνει με δίχτυα και να τα προσθέτει στη συλλογή του από εξημερωμένα υδρόβια πτηνά στο κοτέτσι που είχε φτιάξει κοντά στο κατάλυμμά του. Ποτέ δεν πυροβόλησε πουλί και τα άγρια υδρόβια πτηνά δεν ήταν καλοδεχούμενα κοντά στις εγκαταστάσεις του. Ήταν φίλος όμως με όλα τα άγρια και τα άγρια του το ανταπέδιδαν με την φιλία τους. Eξημερωμένες στον περιφραγμένο χώρο που αποτελούσε το κοτέτσι του ήταν οι χήνες που προσγειώνονταν στην ακτή ερχόμενες από την Ισλανδία κάθε Οκτώβρη, πετώντας σε μεγάλα κοπάδια με σχήμα V που σκοτείνιαζε τον ουρανό και γέμιζε τον αέρα με τον θόρυβο από το πέρασμά τους-τα καφετιά σώματα με τα ροζ πόδια, οι άλλες με το λευκό στήθος με τους σκούρους λαιμούς και τις μάσκες, οι άγριες με τα λευκά κορμιά και τα μαύρα στήθη και πολλά είδη από αγριόχηνες, σφυριχτάρια, πρασινοκέφαλες, κιρκίρια και χουλιαρόπαπιες.

Sanctuary


Σε κάποιες έκοβε λίγο τα φτερά, ώστε να παραμείνουν εκεί σαν κράχτες για τις άγριες που θα κατέβαιναν κάθε αρχή του χειμώνα, ότι εκεί θα έβρισκαν τροφή και θαλπωρή. Πολλές εκατοντάδες ήρθαν και παρέμειναν μαζί του καθ'όλη την διάρκεια του κρύου, από τον Οκτώβρη μέχρι νωρίς την άνοιξη, όπου μετανάστευαν νότια ξανά στα μέρη όπου γεννήθηκαν.

Sanctuary




Ο Rhayader ήταν ικανοποιημένος στη σκέψη ότι όταν η καταιγίδα χτυπήσει ή όταν το κρύο είναι τσουχτερό και η τροφή λιγοστή ή όταν βρυχώνται τα όπλα των κυνηγών, τα πουλιά του ήταν ασφαλή. Ότι είχε μαζέψει στο καταφύγιό του και στην ασφάλεια των χεριών και της καρδιάς του τόσα πολλά άγρια και πανέμορφα πλάσματα που τον ήξεραν και τον εμπιστεύονταν.
Θα απαντούσαν στο κάλεσμα του Νότου την άνοιξη, αλλά το φθινόπωρο θα επέστρεφαν, με κραυγές και κρωξίματα στον φθινοπωρινό ουρανό για να γίνουν ξανά οι φιλοξενούμενοί του. Πουλιά που θυμόταν καλά ο Rhayader και τα αναγνώριζε από τα προηγούμενα χρόνια.
Και αυτό έκανε τον Rhayader ευτυχισμένο, επειδή ήξερε ότι κάπου μέσα στα πλάσματά του ήταν εμφυτευμένη η γνώση της ύπαρξής του και της ασφάλειας που τους προσέφερε, ότι αυτή η γνώση είχε γίνει μέρος της ζωής τους και ο ερχομός των γκρίζων ουρανών και των ανέμων θα τα έστελνε χωρίς λάθος πίσω σε αυτόν.
Για τα υπόλοιπα, η καρδιά και η ψυχή του ήταν δοσμένα στην ζωγραφική του χώρου στον οποίο ζούσε και των πλασμάτων του. Δεν υπήρχαν πολλοί πίνακες του Rhayader. Τους είχε μαζέψει όλους με φθόνο, σωρεύοντάς τους στον φάρο του και στις αποθήκες του κατά εκατοντάδες. Δεν ήταν ικανοποιημένος με αυτούς, επειδή σαν καλλιτέχνης ήταν ασυμβίβαστος. Αλλά οι ελάχιστοι που έχουν φτάσει στην αγορά είναι αριστουργήματα, γεμάτοι με την λάμψη και τα χρώματα από το φως που αντανακλά στα νερά του βάλτου, την αίσθηση της πτήσης, την αίσθηση στο στήθος των πουλιών από τον αέρα που λυγίζει τις ψηλές καλαμιές. Ζωγράφισε την μοναξιά και το κρύο που ευώδιαζε από το αλάτι, την αιωνιότητα των βάλτων, τα άγρια πλάσματα, τις κάθετες πτήσεις και τα τρομακτικά γεγονότα που γίνονταν στον αέρα και φτερωτές σκιές την νύχτα να κρύβονται από το φεγγάρι.
Ένα απόγευμα του Νοέμβρη, τρία χρόνια αφού είχε έρθει ο Rhayader στο Great Marsh, ένα παιδί πλησίασε το φάρο.

Fritha




Στα χέρια του κουβαλούσε ένα φορτίο. Δεν ήταν παραπάνω από δώδεκα χρονών, λεπτό, βρώμικο, νευρικό και φοβισμένο σαν πουλί, αλλά κάτω από την λίγδα τόσο απόκοσμα όμορφο σαν ξωτικό του βάλτου. Ήταν Σάξονας, με μεγάλα πεταχτά κόκκαλα, ανοιχτόχρωμη, με ένα κεφάλι σε σχέση με το οποίο το σώμα της έπρεπε ακόμα να μεγαλώσει και ένα ζευγάρι βαθιά βιολετί μάτια.
Ήταν απεγνωσμένα τρομοκρατημένη από τον άσχημο άνδρα που είχε έρθει για να δει, καθώς τα μυθεύματα είχαν ήδη αρχίσει να μαζεύονται σχετικά με τον Rhayader και οι ντόπιοι κυνηγοί τον μισούσαν που επενέβαινε στο σπορ τους.
Αλλά μεγαλύτερη από τον φόβο της ήταν η ανάγκη για αυτό που έκανε. Γιατί κλειδωμένη στην καρδιά του παιδιού ήταν η γνώση ότι κάπου στους βάλτους, αυτό το πλάσμα που ζούσε εκεί, διέθετε μαγικές δυνάμεις που μπορούσαν να γιατρέψουν τραυματισμένα πλάσματα. Ποτέ πριν δεν είχε δει τον Rhayader και ήταν κοντά στο να αρχίσει να τρέχει πανικόβλητη με την σκοτεινή φιγούρα που εμφανίστηκε στην πόρτα, έχοντας ακούσει τα βήματά της-το μαύρο κεφάλι και τα γένια, την απειλητική καμπούρα και το στραβωμένο χέρι.






Στεκόταν ακίνητη να κοιτάζει, σίγουρη σαν ένα ενοχλημένο πουλί που θα πέταγε αμέσως. Αλλά η φωνή του ήταν βαθιά και ευγενική όταν της μίλησε.
"Τι είναι αυτό παιδί μου;"
Στάθηκε στην θέση της και φοβισμένα έγειρε προς τα εμπρός. Αυτό που κρατούσε ήταν ένα μεγάλο λευκό πουλί και ήταν εντελώς ακίνητο. Υπήρχαν λεκέδες από αίμα πάνω στο λευκό φτέρωμα. Tο κορίτσι το τοποθέτησε στα χέρια του.
"Το βρήκα κύριε. Είναι χτυπημένο. Είναι ακόμα ζωντανό;"
"Ναι, ναι έτσι νομίζω. Έλα μέσα παιδί μου, έλα μέσα"
Ο Rhayader πήγε μέσα, μεταφέροντας το πουλί, που τοποθέτησε σε ένα τραπέζι, όπου κουνήθηκε αδύναμα. Η περιέργεια νίκησε τον φόβο. Το κορίτσι ακολούθησε και βρέθηκε μέσα σε ένα δωμάτιο ζεστό από τα κάρβουνα που καίγονταν, κάνοντας να λάμπουν με πολλά χρώματα οι πίνακες που κάλυπταν τους τοίχους και γεμάτο με μία παράξενη αλλά ευχάριστη μυρωδιά.
Το πουλί φτερούγισε. Με το καλό του χέρι ο Rhayader άνοιξε ένα από τα τεράστια λευκά φτερά. Το τελείωμά του ήταν πολύ όμορφα βαμμένο μαύρο.
Ο Rhayader κοίταξε και θαύμασε και είπε:
"Παιδί μου, που το βρήκες;"
"Στον βάλτο κύριε, που ήταν οι κυνηγοί. Τι...τι είναι κύριε;"

The Snow Goose




"Είναι μία χήνα του χιονιού από τον Καναδά. Αλλά πώς για τον Θεό έφτασε ως εδώ;"
Το όνομα φάνηκε να μην σημαίνει τίποτα για το μικρό κορίτσι. Τα βαθιά βιολετί μάτια του, λάμποντας μέσα από την λίγδα στο αδύνατο πρόσωπο, γέμισαν με ανησυχία για το τραυματισμένο πουλί.
"Μπορείτε να το γιατρέψετε κύριε;"
"Ναι, ναι" είπε ο Rhayader. "Θα προσπαθήσουμε. Έλα, θα με βοηθήσεις."
Υπήρχαν ψαλίδια και επίδεσμοι και νάρθηκες πάνω σε ένα ράφι και ήταν θαυμαστά επιδέξιος, ακόμα και με το σακατεμένο χέρι του να καταφέρνει να κρατάει πράγματα.
Είπε:
"Ω, την έχουν πυροβολήσει, καημένο πλάσμα. Το πόδι της είναι σπασμένο και το φτερό χτυπημένο, αλλά όχι άσχημα. Κοίτα, θα κόψουμε τα βασικά φτερά, έτσι ώστε να της το δέσουμε, αλλά την άνοιξη τα φτερά θα μεγαλώσουν και θα μπορέσει να ξαναπετάξει. Θα το δέσουμε κοντά στο σώμα, ώστε να μην μπορεί να το κουνήσει μέχρι να φτιάξει και μετά θα κάνουμε ένα νάρθηκα για το σπασμένο πόδι της".
Οι φόβοι της ξεχάστηκαν, το παιδί παρακολουθούσε συνεπαρμένο καθώς αυτός δούλευε και όλο και περισσότερο, επειδή ενώ έφτιαχνε ένα ωραίο νάρθηκα της είπε την ομορφότερη ιστορία:
Το πουλί ήταν νέο. Γεννήθηκε μακριά στη γη του Βορρά, πέρα από την θάλασσα, ένα μέρος που ανήκε στην Αγγλία. Πετώντας στα νότια για να ξεφύγει από το χιονιά και τον πάγο και το δριμύ ψύχος, μία μεγάλη καταιγίδα την κατέβαλε και την στροβίλισε και την σφυροκόπησε. Ήταν πράγματι μία τρομερή καταιγίδα, δυνατότερη από τα μεγάλα φτερά της, δυνατότερη από οτιδήποτε. Για μέρες και νύχτες την κράτησε στην αγκαλιά της και δεν μπορούσε να κάνει άλλο τίποτα, παρά να πετάει μπροστά από αυτήν. Όταν τελικά ξέφυγε και τα σίγουρα ένστικτά της την πήγαν ξανά στα νότια, ήταν πάνω από μία διαφορετική στεριά και τριγυρισμένη από παράξενα πουλιά που δεν είχε δει ποτέ ξανά. Στο τέλος, εξουθενωμένη από το μαρτύριο, είχε κάνει κάθετη πτήση για να ξεκουραστεί σε ένα φιλικό πράσινο βάλτο, μόνο για να συναντήσει το βόλι από το όπλο του κυνηγού.
"Μία πικρή υποδοχή για την πριγκίπησσα που έκανε την επίσκεψή της" ολοκλήρωσε ο Rhayader. "Θα την αποκαλούμε "La Princesse Perdue", δηλαδή "Η χαμένη πριγκήπισσα. Και σε λίγες μέρες θα αισθάνεται πολύ καλύτερα: Δες!"
Έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε μία χούφτα σπόρους. Η αγριόχηνα άνοιξε τα μεγάλα κίτρινα μάτια της και άρχισε να τσιμπάει. Το παιδί γέλασε με χαρά και μετά ξαφνικά κράτησε την ανάσα της, καθώς όλο αυτό που είχε αισθανθεί κορυφωνόταν μέσα της και χωρίς λέξη έστρεψε προς την πόρτα και έτρεξε προς τα έξω.
"Περίμενε, περίμενε" φώναξε ο Rhayader και πήγε στην είσοδο, όπου σταμάτησε. Το κορίτσι είχε ήδη πετάξει κάτω προς την θάλασσα, αλλά σταμάτησε στο άκουσμα της φωνής του και κοίταξε πίσω.
"Πώς σε λένε παιδί μου;"
"Frith"
"E;" είπε ο Rhayader. "Fritha, υποθέτω. Που ζείς;"
"Στο Wickaeldroth" είπε με παλιά Σαξωνική προφορά.
"Θα επιστρέψεις αύριο ή μεθαύριο να δείς πώς πάει η πριγκήπισσα;"
Σταμάτησε και ο Rhayader ξανά σκέφθηκε τα άγρια υδρόβια πουλιά που πιάνονται ακίνητα εκείνο το δευτερόλεπτο πριν πετάξουν ψηλά. Αλλά η λεπτή φωνή της τον επανέφερε.
"Ay!"
Και μετά έφυγε με τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά να κυματίζουν πίσω της.
Η αγριόχηνα ανάρρωσε γρήγορα και στα μέσα του χειμώνα ήδη κούτσαινε στην περιφραγμένη έκταση και είχε μάθει να πηγαίνει για να φάει όταν ο Rhayader την φώναζε. Και το παιδί, η Fritha ή Frith ήταν ένας συχνός επισκέπτης. Είχε ξεπεράσει τον φόβο της για τον Rhayader.





Η φαντασία της είχε αιχμαλωτιστεί από την παρουσία αυτής της παράξενης λευκής πριγκήπισσας από μία γη πέρα από τη θάλασσα, μία γη που ήταν όλη ροζ, όπως γνώριζε από τον χάρτη που της έδειξε ο Rhayader και στον οποίο είχαν χαράξει το θυελλώδες μονοπάτι του χαμένου πουλιού από την πατρίδα του στον Καναδά μέχρι στον μεγάλο βάλτο στο Essex.

Friendship




Ύστερα, ένα πρωινό του Ιουλίου ένα γκρουπ από αργοπορημένα, παχιά και καλοταισμένα πουλιά με ροζ πόδια, αποτέλεσμα της άνετης παραμονής τους τον χειμώνα στον φάρο, απάντησαν στο δυνατότερο κάλεσμα της πατρίδας τους και νωχελικά σκαρφάλωσαν στον ουρανό δημιουργώντας μεγάλους κύκλους. Μαζί τους, με το λευκό της σώμα και τα μαύρα στις άκρες φτερά της να λαμπυρίζουν στον ήλιο ήταν η αγριόχηνα. Έγινε όταν η Frith βρισκόταν στο φάρο. Το κλάμα της έκανε τον Rhayader να τρέξει από το σπίτι. "Κοίτα! Κοίτα! Η πριγκήπισσα! Φεύγει;"

Migration




Ο Rhayader ατένισε τον ουρανό. "Ay!" είπε, ασυναίσθητα όπως το έλεγε η μικρή του φίλη.
"Η πριγκήπισσα πηγαίνει στο σπίτι της. Άκου! Μας αποχαιρετάει"
Πάνω από τον καθαρό ουρανό ήρθε ένα θρηνητικό κρώξιμο και ακόμα πιό πάνω ένα δυνατότερο από την αγριόχηνα. Το σμήνος έφυγε νότια σχηματίζοντας ένα λεπτό V, η εικόνα του εξασθένισε, ώσπου σιγά-σιγά χάθηκε.
Με την αναχώρηση της αγριόχηνας τέλειωσαν οι επισκέψεις της Fritha στον φάρο. Ο Rhayader έμαθε από την αρχή ξανά την έννοια της λέξης "μοναξιά".

Rhayader Alone




Εκείνο το καλοκαίρι, απ'ότι θυμάται, ζωγράφισε τον πίνακα που απεικόνιζε ένα αδύνατο, λιγδιασμένο παιδί, με τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά του να κυματίζουν σε μία θύελα του Νοεμβρίου. Kαι κρατούσε στα χέρια του ένα πληγωμένο λευκό πουλί.





Στα μέσα του Οκτώβρη το θαύμα έγινε. Ο Rhayader βρισκόταν στον περιφραγμένο χώρο ταίζοντας τα πουλιά. Ένας γκρίζος βορειοανατολικός αέρας φύσαγε και η γη αναστέναζε κάτω από την επερχόμενη παλίρροια. Πάνω από την θάλασσα και τον αχό της θύελας άκουσε μία καθαρή ψηλή νότα.

Flight of the Snowgoose




Έστρεψε τα μάτια του πάνω στον απογευματινό ουρανό έγκαιρα για να δει πρώτα ένα τέλειο σμήνος, ύστερα ένα μαύρο και λευκό φτερωτό όνειρο που κύκλωνε τον φάρο και τελικά μία πραγματικότητα που έπεσε στην γη, μέσα στο κοτέτσι και ήρθε μπροστά για να ταιστεί, σαν να μην είχε φύγει ποτέ. Ήταν η αγριόχηνα. Δεν υπήρχε περίπτωση να την μπερδέψει. Δάκρυα χαράς ανέβηκαν στα μάτια του Rhayader. Που να είχε πάει; Σίγουρα όχι στον Καναδά. Όχι, πρέπει να έχει περάσει το καλοκαίρι στο Greenland ή στο Spitsbergen. Είχε θυμηθεί και είχε επιστρέψει.
Όταν έπειτα ο Rhayader πήγε στο Chelmbury για προμήθειες, άφησε ένα μήνυμα στην διευθύντρια του ταχυδρομείου-ένα μήνυμα που πρέπει να της προκάλεσε μεγάλη σύγχιση.
Είπε: "Πες στη Frith, που ζει στο Wickaeldroth, ότι η χαμένη πριγκήπισσα επέστρεψε".
Τρεις μέρες μετά η Frith ψηλότερη, μπερδεμένη και απεριποίητη, ήρθε ντροπαλά στον φάρο να επισκεφθεί την La Princesse Perdue.
Ο χρόνος πέρασε. Στο Great Marsh αυτό έγινε με το ύψος από την παλίρροια, το πέρασμα των πουλιών ενώ για τον Rhayader με την άφιξη και αναχώρηση της αγριόχηνας.
Ο έξω κόσμος έβραζε από θυμό, αλλά ακόμα δεν έφταναν στον Rhayader ή στην Fritha. Είχαν μπεί σε ένα περίεργο φυσικό ρυθμό, καθώς το παιδί μεγάλωνε. Όταν η αγριόπαπια ήταν στο φάρο, ερχόταν επίσης και αυτή για να επισκεφτεί και να μάθει πολλά πράγματα από τον Rhayader. Αρμένιζαν μαζί με την γρήγορη βάρκα του, που τόσο επιδέξια χειριζόταν. Έπιαναν άγρια υδρόβια πουλιά δημιουργώντας μία αυξανόμενη αποικία και έφτιαχναν νέα κοτέτσια και περιφράξεις για αυτά. Από αυτόν έμαθε την παράδοση κάθε άγριου πουλιού, από τον γλάρο μέχρι τον ασπρογέρακα, που πέταγαν στους βάλτους.





Του μαγείρευε μερικές φορές και έμαθε να αναμιγνύει τα χρώματα της ζωγραφικής. Αλλά όταν η αγριόπαπια επέστρεφε στην καλοκαιρινή πατρίδα της, ήταν σαν ένα είδος φράκτη να δημιουργείτο ανάμεσά τους και η Fritha δεν πήγαινε πιά στο φάρο. Μιά χρονιά το πουλί δεν επέστρεψε και ο Rhayader ήταν καταστενοχωρημένος. Όλα έμοιαζε να είχαν τελειώσει γι'αυτόν. Ζωγράφισε βιαστικά κατά τη διάρκεια του χειμώνα και το επόμενο καλοκαίρι και ποτέ δεν είδε το παιδί. Αλλά το φθινόπωρο η γνώριμη φωνή αντήχησε από τον ουρανό και το τεράστιο λευκό πουλί τώρα πια σε πλήρη ανάπτυξη, έπεσε από τον ουρανό τόσο μυστηριωδώς όπως όταν είχε φύγει. Χαρούμενος ο Rhayader πήγε στο Chelmbury και άφησε το μήνυμά του στην διευθύντρια του ταχυδρομείου. Περιέργως είχε περάσει πιό πολύ από μήνας που άφησε το μήνυμα, πριν η Frith εμφανιστεί ξανά στο φάρο και ο Rhayader με έκπληξη αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν παιδί πιά.
Μετά από τον χρόνο που το πουλί είχε παραμείνει μακριά, οι περίοδοι απουσίας του έγιναν πιό μικρές και ακόμα πιό μικρές. Έγινε τόσο εξημερωμένο που ακολουθούσε τον Rhayader και έφτανε ακόμα και στο σπίτι του όπου αυτός δούλευε.
Την άνοιξη του 1940 τα πουλιά μετανάστευσαν νωρίς από τον μεγάλο βάλτο. Ο κόσμος ήταν παραδομένος στη φωτιά. Τα βουητά και ο βρυχθησμός των βομβαρδιστικών και οι εκρήξεις τα τρόμαζαν. Την πρώτη μέρα του Μάη, η Frith και ο Rhayader στέκονταν πλάι-πλάι στην θάλασσα και παρατηρούσαν τις τελευταίες πάπιες που πέταγαν από το καταφύγιο.





Εκείνη ψηλή, αδύνατη, ελεύθερη σαν τον άνεμο και στοιχειωτικά όμορφη. Εκείνος σκοτεινός, αποκρουστικός με τα μεγάλα γένια και το κεφάλι σηκωμένο προς τον ουρανό με τα λαμπερά του μάτια να παρατηρούν τις αγριόχηνες να σχηματίζουν τα σχήματα της πτήσης τους.
"Κοίτα Philip"είπε η Frith.
O Rhayader ακολούθησε το βλέμα της. Η χηνα του χιονιού είχε ανοίξει τα τεράστια φτερά της, αλλά πέταγε χαμηλά και μόλις έφτασε πολύ κοντά τους τα λευκά φτερά της με τις μαύρες άκρες έμοιαζε να τους χαιδεύουν και αισθάνθηκαν την ορμή από το πέρασμα του πουλιού. Μία-δύο φορές, κύκλωσε τον φάρο, πέφτοντας ύστερα στη γη ξανά μέσα στην περίφραξη με τις χήνες-κράχτες που είχαν κομμένα τα φτερά και άρχισε να τρώει.
"Δεν πρόκειται να φύγει" είπε η Frith, με έντονο θαυμασμό στον τόνο της φωνής της. Το πουλί όταν πέταξε κοντά τους ήταν σαν να είχε σκορπίσει κάποιο είδος μαγείας πάνω της. "Η πριγκήπισσα πρόκειται να μείνει".
"Ναι", είπε ο Rhayader με τρεμάμενη φωνή. "Θα μείνει. Δεν θα ξαναφύγει ποτέ. Η χαμένη πριγκήπισσα δεν είναι πιά χαμένη. Αυτό είναι το σπίτι της πιά-με την θέλησή της".
To ξόρκι που το πουλί είχε σκορπίσει στην Frith, είχε χάσει την μαγεία του και η Frith ξαφνικά συνειδητοποίησε το γεγονός ότι φοβόταν και αυτά που φοβόταν βρίσκονταν μέσα στο βλέμα του Rhayader-ο πόθος και η μοναξιά και τα βαθιά, σιωπηλά αισθήματα που ήταν μέσα του καθώς τα έστρεφε προς το μέρος της.
Οι τελευταίες κουβέντες επαναλαμβάνονταν μέσα στο κεφάλι της ξανά και ξανά: "Αυτό είναι το σπίτι της τώρα-με την θέλησή της".
Οι ευαίσθητες απολίξεις των ενστίκτων της έφτασαν σ'αυτόν και της μετέφεραν το μήνυμα όλων αυτών που δεν θα μπορούσε να πεί επειδή ήταν παραμορφωμένος και αποκρουστικός. Και όπου η φωνή του την ηρεμούσε, ο τρόμος της μεγάλωνε μπροστά στις σιωπές του και στην δύναμη όλων αυτών που δεν έλεγε.
Η γυναίκα μέσα της την προκάλεσε να πετάξει μακριά από κάτι που δεν ήταν ακόμα ικανή να καταλάβει.
Η Frith είπε: "Εγώ-εγώ πρέπει να φύγω. Αντίο. Είμαι χαρούμενη που η πριγκήπισσα θα μείνει. Δεν θα είσαι τόσο μόνος πιά".





Γύρισε και περπάτησε γρήγορα και η λυπημένη φράση "Αντίο, Frith", ήταν μόνο σαν ένας στοιχειωμένος ήχος πάνω από το θρόισμα του χορταριού στον βάλτο. Ήταν πολύ μακριά πριν τολμήσει να γυρίσει για να ρίξει μία ματιά. Αυτός στεκόταν ακίνητος προς την θάλασσα, μία σκοτεινή φιγούρα στο ανοικτό του ουρανού. Ο φόβος της είχε ηρεμήσει τώρα. Είχε αντικατασταθεί από κάτι άλλο, μία αλλόκοτη αίσθηση απώλειας που την έκανε να σταθεί ακίνητη για ένα λεπτό. Ύστερα, πιό αργά, συνέχισε να απομακρύνεται από τον φάρο και τον άνδρα κάτω από αυτόν.
Ήταν λίγο περισσότερο από τρεις εβδομάδες πριν η Frith επιστρέψει στον φάρο. Ο Μάης ήταν στα τελειώματά του και η μέρα επίσης, μέσα σε ένα μακρύ χρυσό λυκόφως που έδινε την θέση του στο ασημένιο του φεγγαριού, που ήδη κρεμόταν στον ουρανό.
Είπε στον εαυτό της, καθώς τα βήματά της την έφερναν εγγύτερα, ότι πρέπει να μάθει κατά πόσο η χήνα του χιονιού είχε πραγματικά μείνει, όπως είπε ότι θα γινόταν ο Rhayader. Ίσως είχε πετάξει μακριά, ύστερα απ'όλα αυτά. Αλλά το σταθερό της βάδισμα ήταν γεμάτο περιέργεια και ακούσια έπιανε τον εαυτό της να βιάζεται.




Η Frith είδε το κίτρινο φώς της λάμπας θυέλης του Rhayader κάτω στην μικρή αποβάθρα και εκεί τον βρήκε. Η βάρκα του κουνιόταν με χάρη στην παλίρροια και φόρτωνε προμήθειες πάνω της-νερό και τροφή και μπουκάλια με μπράντυ, εργαλεία και ένα εφεδρικό πανί. Όταν γύρισε από τον ήχο των βημάτων της είδε ότι ήταν ωχρός, αλλά τα σκοτεινά του μάτια, συνήθως τόσο ευγενικά και ατάραχα, λαμπύριζαν με ενθουσιασμό και ανάσαινε βαριά από την κούραση.

Preparation




Ένα καμπανάκι χτύπησε μέσα στην ψυχή της. Η χήνα του χιονιού είχε ξεχαστεί.
"Philip! Φεύγεις;"
Ο Rhayader διέκοψε την δουλειά του για να την καλοσωρίσει και υπήρχε κάτι στο πρόσωπό του, μία λάμψη και μία όψη που ποτέ πριν δεν είχε δει ξανά να έχει.
"Frith! Είμαι πολύ χαρούμενος που ήρθες. Ναι, πρέπει να φύγω. Ένα μικρό ταξίδι. Θα επιστρέψω". H συνήθως ευγενική φωνή του είχε βραχνιάσει από αυτό που τον πίεζε μέσα του.
Η Frith ρώτησε: "Που πρέπει να πάς;"
Οι λέξεις κατρακύλησαν από το στόμα του Rhayader τώρα. Πρέπει να πάει στο Dunkirk. Εκατό μίλια μακριά από εκεί. Βρεττανικός στρατός είχε παγιδευτεί εκεί στην άμμο και περίμεναν την μοίρα τους καθώς οι Γερμανικές δυνάμεις προχωρούσαν. Το λιμάνι ήταν στις φλόγες, η θέση τους χωρίς καμία ελπίδα. Οι άνδρες έφευγαν από το Chelmbury σε έκκληση της κυβέρνησης, κάθε πλεούμενο να πάει να μεταφέρει τους στρατιώτες από τις ακτές, να τους σώσουν από τον όλεθρο που τους περίμενε από τους προελαύνοντες Γερμανούς.
Η Frith άκουσε και αισθάνθηκε την καρδιά της να πεθαίνει μέσα της. Της έλεγε ότι θα πήγαινε εκεί με την μικρή του βάρκα. Θα μπορούσε να πάρει έξι άνδρες την φορά. Άντε εφτά. Θα μπορούσε να κάνει πολλά ταξίδια από τις ακτές στα σημεία μεταφοράς.
Το κορίτσι ήταν νέο, πρωτόγονο, χωρίς ευφράδεια λόγου. Δεν κατάλαβε τον πόλεμο, ή τι είχε συμβεί στην Γαλλία ή την έννοια παγιδευμένα στρατεύματα, αλλά ο παλμός που χτύπαγε το αίμα μέσα της, της έλεγε ότι υπήρχε κίνδυνος.
Είπε: "Philip! Πρέπει να πάς; Δεν θα επιστρέψεις. Γιατί πρέπει να γίνει αυτό;"
Ο πυρετός φάνηκε να έχει φύγει από την ψυχή του Rhayader με την πρώτη ορμή των λέξεων και της το εξήγησε με όρους που θα μπορούσε να καταλάβει.
Είπε: "Οι άνδρες έχουν συγκεντρωθεί στις ακτές σαν κυνηγημένα πουλιά, Frith, σαν τα τραυματισμένα και κυνηγημένα πουλιά που βρίσκαμε και φέρναμε στο καταφύγιο. Από πάνω τους πετούν οι πετρίτες, τα γεράκια και τα άλλα αρπακτικά και δεν έχουν άσυλο από αυτά. Είναι χαμένοι και κατατρεγμένοι από την καταιγίδα όπως η χαμένη πριγκήπισσα που είχες βρεί και μου την έφερες από τον βάλτο τόσα χρόνια πριν και την περιθάλψαμε. Χρειάζονται βοήθεια, αγαπημένη μου, όπως τα άγρια πλάσματά μας έχουν χρειαστεί την βοήθειά μας και αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να φύγω. Είναι κάτι που μπορώ να κάνω, ναι μπορώ. Για μία φορά μπορώ να είμαι άνδρας σε ίσους όρους και να παίξω τον ρόλο μου"
Η Frith κάρφωσε το βλέμα της πάνω του. Είχε τόσο πολύ αλλάξει. Για πρώτη φορά είδε ότι δεν ήταν πιά άσχημος ή παραμορφωμένος ή αποκρουστικός. Όλα άρχισαν να αναστατώνονται μέσα στην ψυχή της και δεν ήξερε πώς να τα εκφράσει.
"Θα έρθω μαζί σου! Philip"
O Rhayader κούνησε το κεφάλι του. "Η θέση σου στην βάρκα θα έχει αποτέλεσμα να αφήσουμε ένα στρατιώτη πίσω και άλλον και άλλον. Πρέπει να πάω μόνος μου".
Φόρεσε το πανοφώρι του και τις μπότες και μπήκε στη βάρκα. Την χαιρέτησε από μέσα και φώναξε: "Αντίο! Θα προσέχεις τα πουλιά μέχρι να επιστρέψω Frith;"
Το χέρι της Frith υψώθηκε, μόνο μέχρι την μέση, για να χαιρετήσει. "God Speed You" είπε, με την Σαξωνική προφορά της. "Θα προσέχω τα πουλιά. Καλή επιτυχία Philip".
Ήταν νύχτα τώρα, λαμπρή με ένα μέρος του φεγγαριού και αστέρια. Η Frith στεκόταν εκεί και παρακολουθούσε το πανί να γλιστράει προς την φουσκωμένη εκβολή. Ξαφνικά, από το σκοτάδι πίσω της άκουσε ένα πετάρισμα και κάτι πέταξε πάνω από την Frith στον αέρα. Στο νυχτερινό τοπίο είδε την λάμψη των λευκών φτερών με τις μαύρες άκρες της χήνας του χιονιού. Σηκώθηκε και έφτασε πάνω από το φάρο και μετά ξεχύθηκε εκεί όπου το πανί του Rhayader έγερνε από την αύρα και πέταξε από πάνω του κάνοντας αργά κύκλους.
Το λευκό πανί και το λευκό πουλί ήταν ορατά για πολύ ώρα.
"Πρόσεχέ τον. Πρόσεχέ τον" ψιθύρισε η Frith. Όταν και τα δύο χάθηκαν στο τέλος γύρισε και απομακρύνθηκε αργά, πίσω στον φάρο.
Τώρα η ιστορία γίνεται αποσπασματική και ένα από αυτά τα αποσπάσματα είναι οι κουβέντες των ανδρών που ζουν και τα διηγούνται στην παμπ East Chapel.

Dunkirk




"Μία χήνα, μία απίστευτη χήνα με βοήθησε" λέει ο τυφεκιοφόρος Potton.
"Παραμύθια" είπε ο πυροβολητής με το δεμένο πόδι.
"Ήταν μία χήνα. Ο Jock την είδε όπως κι εγώ. Ήταν λευκή με μαύρα στα φτερά της και έκανε κύκλους σαν βομβαρδιστικό από πάνω μας. Ο Jock είπε: "Τελειώσαμε. Είναι ο άγγελος του θανάτου και έρχεται για μας".
"Βλακείες" είπα εγώ "είναι μία καταραμένη χήνα που έρχεται από την πατρίδα με ένα μήνυμα από τον Τσώρτσιλ. Είναι ένας οιωνός αυτό είναι. Θα γλυτώσουμε από όλο αυτό φίλε.
Κουρνιάσαμε στην ακτή ανάμεσα στο Dunkirk και στο La Panne, περιμένοντας να μας εντοπίσουν. Μας εντόπισαν και μας έδωσαν τροφή, μπράντυ και νερό. Από τα ρηχά εμφανίστηκε ένας καμπούρης με γένια και με ένα χέρι στραβό. Είχε ένα σχοινί στα δόντια που έλαμπε καθώς φαινόταν να βγαίνει από τα μαύρα γένια του και από πάνω του πετούσε αυτή η χήνα. Ο Jock λέει τότε:"Κοίτα όλα τέλειωσαν. Είναι ο διάβολος ο ίδιος που έρχεται για μας. Πρέπει να έχω χτυπηθεί και να μην το έχω καταλάβει".
"Βλακείες", είπα μάλλον είναι ο καλός Θεός, δεν μου μοιάζει σαν διάβολος".
"Μπορώ να παίρνω εφτά την φορά μας είπε όταν έφτασε κοντά μας". Ο αξιωματικός μας φώναξε: "Μπράβο άνθρωπέ μου! Οι πιό κοντινοί επτά μπείτε μέσα."





"Έφτασα εκεί που ήταν αλλά δεν μπορούσα να ανεβώ. Αλλά αυτός με έπιασε από το γιακά και με σήκωσε με το ένα χέρι. Έλα, ο επόμενος, φώναξε. Μας φώναζε να ξαπλώσουμε στον πάτο της βάρκας, ενώ αυτός καθόταν στην πλώρη με ένα σχοινί στα δόντια, ένα στο παραμορφωμένο χέρι του. Και η χήνα πέταγε γύρω-γύρω, κράζοντας από ψηλά. ΄Σου είπα ότι η χήνα ήταν καλός οιωνός΄ είπα στον Jock. Κοίτα είμαστε εδώ στον άγγελο του ελέους. Μας πήγε και μας άφησε στο Kentish Maid και γύρισε πίσω να πάρει άλλο φορτίο. Έκανε δρομολόγια όλο το απόγευμα και όλη την νύχτα, επειδή το Dunkirk που καιγόταν φώτιζε αρκετά γι'αυτό. Δεν ξέρω πόσα δρομολόγια έκανε, αλλά δεν χάθηκε ούτε ένας άνδρας. Ξεκινήσαμε από εκεί που ήμασταν με ένα μεγάλο καράβι που ήρθε να μας πάρει και υπήρχαν περισσότεροι από εφτακόσιοι άνδρες σε ένα πλεούμενο φτιαγμένο να παίρνει διακόσιους. Αυτός ήταν ακόμα εκεί όταν φύγαμε και μας χαιρέτησε και έφυγε για το Dunkirk με το πουλί να τον συνοδεύει. Ήταν κάτι αλλόκοτο να βλέπεις μία μεγάλη χήνα να πετάει πάνω από την βάρκα του, που φωτιζόταν από τις φωτιές που καίγανε σαν ένας λευκός άγγελος μέσα στον καπνό. Ποτέ δεν βρήκα τι απέγινε ή ποιός ήταν αυτός ο άνθρωπος με την μικρή ψαρόβαρκα".
Σε μία λέσχη αξιωματικών στην Brook Street, ένας απόστρατος αξιωματικός του ναυτικού, εξήντα πέντε χρονών, ο διοικητής Keith Brill-Oudener, μας έλεγε τις εμπειρίες του κατά την διάρκεια της εκκένωσης στη μάχη του Dunkirk. Τον ξύπνησαν 4 η ώρα τα χαράματα για να πάρει και να μεταφέρει πίσω τετραπλάσιο αριθμό στρατιωτών από αυτούς που χώραγαν στο πλοίο του. Στο τελευταίο του ταξίδι το πλοίο έφτασε χωρίς το φουγάρο του και με μιά τρύπα στα πλευρά. Όμως έφτασε. Εκεί ένας αξιωματικός τον ρώτησε: "Έτυχε να ακούσεις αυτό τον θρύλο για μία αγριόχηνα; Ήταν συνεχώς πάνω-κάτω στις ακτές. Αυτά τα νέα μαθεύονται γρήγορα. Μερικοί από τους άνδρες που μετέφερα πίσω μιλάγανε γι'αυτό. Υποτίθεται ότι έχει εμφανιστεί κατά διαστήματα τις τελευταίες μέρες ανάμεσα στο Dunkirk και στο La Panne. Αν την έβλεπες, τελικά θα σωζόσουν. Ένα τέτοιο πράγμα."
"Χμμμμμ" έκανε ο Brill-Oudener, "μία αγριόχηνα. Είδα μία εξημερωμένη μία φορά. Παράξενη εμπειρία. Τραγική κατά κάποιο τρόπο. Και τυχερή για εμάς. Θα σου πώ γι'αυτό. 





Ήταν το τρίτο μας ταξίδι πίσω. Κατά τις έξι η ώρα είδαμε μία ρημαγμένη μικρή βάρκα. Έμοιαζε να βρίσκεται ένα νεαρός ή ένα σώμα μέσα. Και ένα πουλί κούρνιαζε σε μία κουπαστή. Αλλάξαμε πορεία καθώς πλησιάσαμε πιό κοντά για να δούμε. Ήταν ένας νεαρός. Ή υπήρξε κάποτε ο φτωχός. Τον είχε θερίσει πολυβόλο. Πολύ άσχημα. Το πρόσωπο ήταν στο νερό. Το πουλί ήταν χήνα, μία εξημερωμένη χήνα. 
Φτάσαμε κοντά, αλλά όταν ένας νεαρός ναύτης πλησίασε πολύ το πουλί άρχισε να του τσιρίζει και τον χτύπησε με τα φτερά του. Δεν μπορούσαμε να το διώξουμε από εκεί. Ξαφνικά ένας νέος που ήταν μαζί μου, χαιρέτησε στρατιωτικά και σημάδεψε με το κανόνι την βάρκα. Όταν κοιτάξαμε ξανά δεν υπήρχε πιά. Βούλιαξε. Ο νέος μαζί της. Το πουλί είχε σηκωθεί και έκανε κύκλους. Τρεις φορές σαν ένα αεροπλάνο που χαιρέταγε. Kαταραμένο αλλόκοτο συναίσθημα. Μετά πέταξε δυτικά. Παράξενο που ανέφερες για αυτή τη χήνα".

Epitaph




Η Fritha παρέμεινε μόνη στο μικρό φάρο στο Great Marsh, φροντίζοντας τα πουλιά, μη ξέροντας και η ίδια τι περίμενε. Τις πρώτες μέρες στοίχειωσε στο μέρος που στεκόταν και παρακολουθούσε. Αν και ήξερε ότι ήταν άσκοπο.

Fritha Alone 




Αργότερα όρμησε μέσα στις αποθήκες του φάρου με τους καμβάδες του Rhayader στους οποίους είχε αιχμαλωτίσει κάθε φώς και ύφος της έρημης περιοχής και τα θαυμάσια, φτερωτά πλάσματα που την κατοικούσαν. Ανάμεσά τους βρήκε τον πίνακα που είχε ζωγραφίσει την ίδια τόσα χρόνια πριν, όταν ήταν παιδί ακόμα και στεκόταν στον άνεμο φοβισμένη με το παρουσιαστικό του, με ένα τραυματισμένο πουλί στην αγκαλιά. Παραδόξως ήταν η μοναδική φορά που είχε ζωγραφίσει την χήνα του χιονιού, το χαμένο άγριο πλάσμα, που κατατρεγμένο από την καταιγίδα είχε φτάσει ως εκεί και το οποίο στο τέλος επέστρεψε σε αυτήν με το μήνυμα ότι δεν θα τον έβλεπε ποτέ ξανά.




Πολύ πριν η χήνα του χιονιού να έρθει από τον πορφυρό ουρανό για να κάνει κύκλο στον φάρο σε ένα ύστατο χαιρετισμό, η Fritha από τις αρχαίες δυνάμεις που έρρεαν στο αίμα της γνώριζε πώς ο Rhayader δεν θα επέστρεφε. Και έτσι, όταν ένα δειλινό άκουσε την ενθυμητική κραυγή από τους ουρανούς, δεν της έφερε ούτε στιγμιαία την ελπίδα στην καρδιά της. Εκείνη η στιγμή έμοιαζε σαν να την είχε ζήσει πολλές φορές στο παρελθόν.
Έφτασε τρέχοντας στην θάλασσα και έστρεψε τα μάτια όχι προς τα εκεί που θα μπορούσε να έρχεται ένα πλεούμενο, αλλά στον ουρανό από τις φλεγόμενες πύλες του οποίου βυθιζόταν η χήνα του χιονιού. Μετά η εικόνα, ο ήχος και η μοναξιά που την περικύκλωνε έσπασαν το φράγμα μέσα της και απελευθέρωσαν την αυξανόμενη, συντριπτική αλήθεια της αγάπης που αισθανόταν, σε δάκρυα.
Το άγριο πνεύμα της ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της αγριόχηνας και έμοιαζε να πετάει με το μεγάλο πουλί, στον απογευματινό ουρανό, ακούγοντας το μήνυμα του Rhayader. Ο ουρανός και η γή έτρεμαν ακούγοντας το μήνυμα αυτό "Frith! Fritha! Frith, αγαπημένη μου. Αντίο".

La Princesse Perdue




Τα μεγάλα λευκά φτερά με τις μαύρες άκρες το μετέφεραν στην καρδιά της καθώς χτυπούσαν και η καρδιά της απάντησε: "Philip, σ'αγαπώ".
Για μία στιγμή η Frith νόμισε ότι η χήνα του χιονιού θα προσγειωνόταν στο έδαφος στο παλιό κοτέτσι, καθώς οι χήνες από κάτω είχαν στήσει ένα πανηγυρικό καλοσώρισμα. Αλλά μόνο χάιδεψε με τα φτερά της το έδαφος, μετά ανέβηκε ξανά προς τα πάνω, πέταξε κάνοντας ένα μεγάλο σπιράλ γύρω από τον παλιό φάρο και μετά άρχισε να ανεβαίνει. Παρακολουθώντας την η Frith είδε με τα μάτια της ψυχής της όχι πιά την αγριόχηνα, αλλά την ψυχή του Rhayader να την αποχαιρετάει πριν φύγει για πάντα.
Δεν πέταγε πιά μαζί της. Τέντωσε τα χέρια της στον ουρανό, σηκώθηκε στα ακροδάχτυλα και φώναξε κλαίγοντας: "God-speed, God-speed, Philip!"





Τα δάκρυά της είχαν κρυσταλλώσει. Στεκόταν εκεί να παρατηρεί σιωπηλά πολύ ώρα αφού η χήνα είχε εξαφανιστεί. Μετά πήγε στον φάρο για να ασφαλίσει τον πίνακα που είχε ζωγραφίσει ο Rhayader από όταν ήταν μικρή μαζί με την χήνα του χιονιού. Σφίγγοντάς τον στο στήθος της πήρε τον δρόμο προς το χωριό της. Κάθε βράδυ, για πολλές εβδομάδες μετά, η Frith ερχόταν στον φάρο για να ταίσει τα πουλιά. Μετά νωρίς ένα πρωινό, ένας Γερμανός πιλότος σε μία επιδρομή μπέρδεψε τον παλιό εγκαταλλειμένο φάρο με στρατιωτικό στόχο, βούτηξε προς τα κάτω-ένα ατσάλινο γεράκι-και βύθισε το φάρο και όλα όσα περιείχε στην λησμονιά.
Εκείνο το απόγευμα όταν η Fritha ήρθε, η θάλασσα είχε μετακινηθεί μέσα από τους γκρεμισμένους τοίχους και σκέπαζε τα πάντα. Δεν υπήρχε πιά τίποτα να σπάσει την απόλυτη απομόνωση. Κανένα αγριοπούλι δεν τόλμησε να επιστρέψει. Μόνο οι ατρόμητοι γλάροι σχεδίαζαν και εκτελούσαν το σχέδιο πτήσης τους πάνω από το μέρος που κάποτε έστεκε ο φάρος.




ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

1 σχόλιο:

  1. υποκλίνομαι...μόνο αυτή η λέξη εκφράζει όλα όσα θέλω να πω γι'αυτή την υπέροχη παρουσίαση ! Μπορεί να είμαι από αυτούς που τον έχουν "λιώσει" το δίσκο, αλλά είμαι σίγουρος ότι από εδώ και στο εξής, θα το ακούω με πιο "σοφά" ώτα... συγχαρητήρια !

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Διαβάστε/Ακούστε επίσης