Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019





THE INSECT TRUST




Great Unknowns



O Robert Palmer ήταν αυτός που έφτιαξε την μπάντα μας. Ήταν επίσης ένας μελλοντικός κριτικός της rock μουσικής σκηνής. Έπαιζε κλαρινέτο και σαξόφωνο. Τα μέλη της μπάντας ήταν η Nancy Jeffries στα φωνητικά, ο Bill Barth στην κιθάρα, ο Luke Faust στο μπάντζο, το βιολί και την φυσαρμόνικα και ο Trevor Koehler στο σαξόφωνο. Το κουιντέτο έβγαλε δύο καινοτόμους/πειραματικούς δίσκους μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια, οι οποίοι και δεν είχαν τύχη εμπορικά στην εποχή τους, όμως αργά ή γρήγορα ο εκλεκτισμός τους θα κέρδιζε την προσοχή ολοένα και περισσοτέρων μουσικόφιλων, ώστε να οδηγήσει στην επανέκδοση της δουλειάς τους. 

Miss Fun City (1968)






The Insect Trust (Capitol SKAO 109) 11/68





Αυτό το τσούρμο ανθρώπων έχει αιχμαλωτίσει κάτι αληθινά ιδιαίτερο και ζωτικό. Δύσκολα θα μπορούσαν να το αποφύγουν, με ένα lineup από ταλέντα όπως αυτά που διαθέτουν...Η μουσική τους πολύ διαφορετική. Folk-jazz με rock ρυθμούς; Τελοσπάντων κάτι τέτοιο. Τα ορχηστρικά διαλείμματα είναι εξερευνήσεις του είδους, βασισμένου σε κάποια από τα αξιώματα της μοντέρνας jazz.

The Skin Game (1968)





Οι The Insect Trust σουλατσάρουν από το χώρο του βαρετού στα εδάφη του ευφυούς. Δεν είναι και τέλεια δεμένοι ακόμα, αλλά το άλμπουμ είναι ενδιαφέρον υπό το πρίσμα της ακρόασης όλων των μουσικών που βρίσκονται μέσα στα κεφάλια τους...Πειραματίζονται στο στούντιο, προσπαθώντας να δέσουν μεταξύ τους τις μουσικές τόσο όσο η επιδεξιότητα τους, τους το επιτρέπει. Η προσπάθειά τους ίσως σε κάποιους ακούγεται προσποιητή. Το έχουμε ακούσει να αποτυγχάνει πιό πριν στα χέρια άλλων γκρουπ, αλλά οι The Insect Trust χρησιμοποιούν τις καρδιές τους τόσο καλά, όσο τα χέρια τους και όχι χωρίς αίσθηση του χιούμορ...Το "Skin Game" αρχίζει με απαλή folk κιθάρα, μετά με τεταμένα πνευστά που ξεσπούν σε riff hard jazz και ηλεκτρονική παραμόρφωση. Το "World War I Song" είναι ένα παλαιό country jazz με κλαρινέτο και bottleneck κιθάρα. Το "Miss Fun City" είναι ένα folk με μπάντζο με ινδική χροιά στα φωνητικά και σαξόφωνο. To "Special Rider Blues" είναι καλό και folk...Το "Declaration of Independence" είναι ένα θαυμάσια επιτυχημένο τραγούδι, με πολύ καλό στίχο και τα πνευστά να ακούγονται πάνω από τη folk που βρίσκεται στη βάση του...Η Nancy Jeffries έχει μία υπέροχα πλούσια φωνή. Θα ανακαλύψετε όλες τις ιδέες ακούγοντας αυτό το άλμπουμ.

World War I Song (1968)






Συνδυάζοντας τη rock, folk, jazz, bluegrass, raga, blues και περισσότερα, αυτό το εξαιρετικό άλμπουμ δείχνει δύο βασικές διαφορές ανάμεσα στους The Insect Trust και σχεδόν όλες τις άλλες Αμερικανικές μπάντες της εποχής-η πλειοψηφία ήταν στην υπηρεσία της μοντέρνας τεχνολογίας και στους ήχους από την Ανατολή, αλλά αυτοί οι τύποι ακούγονται αποφασιστικά νοσταλγικοί. Το μπάντζο, το κλαρινέτο και το σαξόφωνο είναι πιό ενδιαφέροντα για αυτούς από το σιτάρ, το tabla ή τα phaser εφέ, αλλά χωρίς να υπονοείται ότι ακούγονται παλαιομοδίτες. Αν και προσκολλημένοι στην μουσική κληρονομιά της χώρας τους, ακούγονται σύγχρονοι επίσης. Μπορείτε να το διαπιστώσετε στο κομμάτι που ανοίγει, όπου από folk ακουστική κιθάρα και την ευχάριστη φωνή της Nancy Jeffries, ξεφεύγουν απότομα σε καταιγιστική κιθαριστική δουλειά, ηλεκτρονικά εφέ και avant-garde σαξόφωνο, που στηρίζεται μόνο σε ένα καμπανάκι που αντηχεί. Αλλού η αγάπη τους για την Αμερικανική παραδοσιακή μουσική λάμπει διαμέσου της όμορφης δουλειάς της bottleneck κιθάρας στο "Going Home", την χαλαρή φλογέρα στο "World War I Song" και τις εναλλαγές ανάμεσα στο βιολί και στο μπάντζο στο "Foggy River Bridge Fly".

Going Home (1968)






Υπάρχουν χαριτωμένες μπαλάντες ("Been Here and Gone So Soon"), hard rock ("Brighter Than Day"), και ακόμα και στοιχεία funk (το επικό "Special Rider Blues"). Όλα παιγμένα με ιδιαίτερη επιδεξιότητα. Μελωδικοί, ευφυείς και με υψηλή μουσικότητα, οι The Insect Trust αλήθεια έφτιαξαν κάτι καινούριο κάνοντας χρήση του παρελθόντος και το ντεμπούτο τους έχει επομένως γεράσει πολύ καλύτερα από τα περισσότερα underground άλμπουμ της εποχής του.

Been Here and Gone So Soon (1968)






Το πρώτο τρακ του δίσκου, θέτει το στυλ για ένα από τα πιό ενδιαφέροντα και καινοτόμα άλμπουμ από την Αμερικανική underground σκηνή στα τέλη του '60, αναμιγνύοντας την jazz, τα blues, την country και την raga σε σύγχρονες progressive εξερευνήσεις. Ακόμα και σε όσους δεν αρέσει η παραδοσιακή Αμερικανική μουσική, θα βρουν καλό υλικό εδώ.

Declaration of Independence (1968)






Οι The Insect Trust είναι με πολλούς τρόπους το μόνο αποδεκτό Αμερικανικό ισοδύναμο στις περισσότερο επιτυχημένες Αγγλικές folk-rock μπάντες. Σαν να ξεφύτρωσαν από μία πραγματικά Αμερικανική μουσική παράδοση, ανακατεύοντας κάθε παλαιό μουσικό στυλ και πολλές διαφορετικές ορχηστρικές προσεγγίσεις σε ένα ήχο που ταίριαξε στην εποχή τους. Αυτό το άλμπουμ θα έκανε αίσθηση στον οποιονδήποτε folk-rock φαν, με μία μεγάλη γκάμα τραγουδιών και ωραιότατα γυναικεία και αντρικά φωνητικά. Συχνά γίνεται τελείως απρόσιτος, με μερικά μακρά αλλόκοτα τραγούδια που εύκολα δικαιολογούν το ψυχεδελικό design του εξωφύλλου.






Hoboken Saturday Night (Alco SD 33-313) 3/70




Η μουσική από μία απολύτως μοναδική και ορίτζιναλ μπάντα, που παρουσιάζει ένα παράξενο αμάλγαμα ταλέντου, το οποίο και περιστασιακά απειλεί να διαταράξει την δομή του γκρουπ, κάνοντας μουσική που σπρώχνει τον ακροατή να δει με μία εξ'ολοκλήρου νέα οπτική την pop μουσική της εποχής.

The Eyes of a New York Woman (1970)




Μοντέρνα jazz, folk, blues, raga, mariachi συνδυάζονται στην μουσική των The Insect Trust χωρίς καμιά αιχμηρή γωνία, που θα περίμενε κάποιος από ένα τόσο αταίριαστο γάμο. Η ελαφριά αδεξιότητα του πρώτου άλμπουμ τους έχει εξαφανιστεί τελείως...Ένα άλμπουμ που φέρνει περισσότερη ευχαρίστηση καθώς επαναλαμβάνεται σαν άκουσμα.

Our Sister the Sun (1970)




Αναμιγνύουν rock, jazz, και παραδοσιακή μουσική σε ίσες ποσότητες. Η lead singer Nancy Jeffries έχει ένα πολύ ανεπηρέαστο στυλ που δουλεύει ιδιαίτερα καλά στο παραδοσιακό υλικό. Η μπάντα έχει φανερά ακούσει προσεκτικά παραδοσιακή jazz καθώς και avant-garde.

Trip On Me (1970)




Προφανώς η μπάντα μας δεν είχε ούτε ντράμερ, ούτε μπασίστα (αρκετοί στούντιο μουσικοί συμπεριλαμβανομένου του θρυλικού Elvin Jones προστέθηκαν για το άλμπουμ αυτό), πράγμα που ίσως σημαίνει ότι η μπάντα μας δεν θα έπαιζε έξω από το στούντιο. Πολύ κακώς-μία μπάντα τόσο καλή και ορίτζιναλ σαν αυτή θα έπρεπε να είχε ακουστεί όσο το δυνατόν πιό μακριά γινόταν.

Ducks (1970)





Λίγο hard rock, λίγη μοντέρνα jazz, λίγο country, λίγη πειραματική ατονικότητα, λίγη raga. Ένα εντυπωσιακό φάσμα. Φτάνουν πίσω ως το 1920 μουσικά και λυρικά, ρίχνουν ένα ορχηστρικό jazz κομμάτι, δίνουν χρόνο για μία rock γυναικεία ωδή και κάνουν στίχους σε παιδικούς, ιστορικούς και πολιτικούς τόνους. Ένα ολιστικό όραμα και ιδιαιτέρως καλά παιγμένο. Ένα λαμπρό άλμπουμ, παρά το γεγονός ότι προσωπικά εμμένω στο ντεμπούτο τους.





The Insect Trust: Μία μπάντα που άδικα έμεινε κρυμμένη, παρά το ταλέντο που διέθετε. Το όνομα της μπάντας πάρθηκε από το Insect Trust Gazette, μία ποιητική συλλογή που και αυτή είχε πάρει το όνομα από την νουβέλα ΄Naked Lunch΄ του William S. Burroughs.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019




THE COMMON PEOPLE




Of The People / By The People / For The People





O Joel Dennis "Denny" Robinett και ο John Bartley III άρχισαν να παίζουν μουσική στο γκαράζ των γονιών του Denny στην Center Street στο Baldwin Park της California, το 1964. Οι προθέσεις τους ήταν να εισέλθουν στους διαγωνισμούς "battle of the bands" στα τοπικά high schools. Ονομαζόμενοι επιτυχώς The Fugitives και The Caretakers, διασκέδαζαν κάνοντας αυτά μέχρι το 1966, όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του Denny μπήκε στα ντραμς, ο Mike McCarthy στο μπάσο και ένας κοινός φίλος είπε σε ένα έφηβο της περιοχής, τον Bill Fausto για μία μπάντα που χρειαζόταν ένα keyboard player. "Τον καιρό που έπαιζα μπέιζμπολ στο Λος Άντζελες και σκόπευα να κάνω καριέρα πάνω σε αυτό", ανακαλεί ο Fausto. "Δεν ήξερα κανένα από τα παιδιά στην μπάντα και ήμουν διστακτικός να δοκιμάσω, αλλά ο φίλος μου, μου είπε: "Τι θα μπορούσε να πάει λάθος;" Έτσι πήγα στο σπίτι του Denny να δοκιμάσω. Τα παιδιά ήταν πίσω, σε ένα χώρο που από γκαράζ δύο αυτοκινήτων είχε γίνει δωμάτιο. Ο Denny μου ζήτησε να τον συνοδεύσω σε κάτι που έπαιζε και το έκανα. Του άρεσε και με ρώτησε αν θα ήθελα να γίνω μέλος της μπάντας. Είπα βέβαια! Και αυτό ήταν η αρχή για τους The Common People". '

I Have Been Alone 



Έγραψαν και έκαναν πρόβες στο γκαράζ που είχαν μετατρέψει, έχοντας ντύσει τους τοίχους με αυγοθήκες, έχοντας στήσει μία σκηνή στην γωνία και έχοντας βάλει σε όλο το μέρος μαύρα φωτιστικά. Σύμφωνα με τον Fausto, ο καθένας που ήξερε για αυτό το μέρος θα εμφανιζόταν και θα έκανε τα δικά του σχέδια στους τοίχους. "Αποκαλούσαμε το δωμάτιο Common Land. Φίλε έπρεπε να τό'βλεπες αυτό. Όταν έμπαινες μέσα ήταν σαν να περπατάς σε ένα απερίγραπτο σύμπαν, απλά ήταν υπέροχα". Βοήθησε ότι οι Robinetts είχαν την υποστήριξη των γονιών τους. "Η μητέρα μου ήταν πίσω μας", λέει ο Denny. "Όλη η γειτονιά θα ερχόταν να μας ακούσει να παίζουμε". Ακόμα και οι Hells Angels της περιοχής τους άρχισαν να συχνάζουν για να τους παρακολουθήσουν να κάνουν πρόβες, αν και ο Fausto το λέει με έμφαση-ενώ ο Denny ήταν μηχανόβιος-δεν ήταν ποτέ μέλη του οργανισμού.

Denny Robinett

Το γκρουπ τα πήγε καλά στα τοπικά κονσέρτα και σύντομα είχε γίνει ένα από τα πιό δημοφιλή σχήματα στο San Gabriel Valley. Έτσι τράβηξαν την προσοχή του DJ David Polk, ο οποίος είχε την τοπική δισκογραφική Flodavieur, που πρωταρχικά εστίαζε στη soul. Ο Polk ανέλαβε καθήκοντα μάνατζερ και σε κάποιο χρόνο το 1967, μάζεψε τους πέντε έφηβους σε ένα στούντιο, σε ένα σπίτι στο Pico Boulevard, στο κεντρικό LA, για να κάνουν πολλά κομμάτια, κυρίως γραμμένα από τον πολυγραφότατο Robinett.




Τέσσερα επιλέχτηκαν για να κυκλοφορήσουν σε δύο σπανιότατα 45άρια: το "Look Around" / "Dawn Of My Life" (F-602) και το "Oh My My" / "Days On My Mind" (F-603). Αν και η μπάντα ακόμα βελτιωνόταν, τα τραγούδια αντανακλούσαν τις διαφορετικές όψεις τους καλά, περιλαμβάνοντας ένα garage rock (το "Oh My My", που σε συγκεκριμένες κόπιες έχει γραφτεί λάθος ως "Oh My Mind") και υπαρξιακές μπαλάντες ("Dawn Of My Life", "Days On My Mind" και "Look Around"), όπως επίσης προβάλλοντας την τραχιά, βαριεστημένη φωνή του Robinett.

Those Who Love



"Tο "Look Around" ήταν ένα έντονο τραγούδι" θυμάται. "Ήταν γραμμένο τις μέρες που καβάλαγα την μηχανή μου". Παράξενα, τα 45άρια έγιναν και τα δύο σε κανονικό μαύρο βινύλλιο και επίσης σε κίτρινο. Όσο θυμάται ο Fausto, ποτέ δεν βγήκαν στην αγορά, αν και μπορεί να θυμηθεί να τα παίζει ο Wolfman Jack στο σόου του στο ραδιόφωνο. "Δεν έχω πάρει ούτε μία κόπια από το καθένα" λέει ο Robinett. "Δεν έχω κανένα από αυτά. Παίχτηκαν στο ράδιο από τον Wolfman Jack τότε, αλλά από όσο γνωρίζω ποτέ δεν κυκλοφόρησαν στο εμπόριο". Προφανώς ο Polk διατήρησε τις ταινίες από τα 45άρια και πολλά άλλα αρχικά τους τραγούδια, που από όταν η μπάντα άλλαξε μάνατζερ θεωρούνται χαμένα σήμερα. Αν και οι Τhe Common People ήταν μία rock μπάντα, ο Polk τυπικά τους έκλεισε σε κλαμπ περιοχών με Λατίνους και Αφροαμερικανούς. "Η μουσική μας δεν ταίριαζε με αυτές τις περιοχές", λέει ο Fausto. "Συνήθως το κοινό θα μας κάρφωνε με το βλέμμα, αναρωτιόμενοι αν θα έπρεπε να κάθονται ακίνητοι ή να αρχίσουν να χορεύουν και προσπαθώντας να ξεδιαλύνουν αν η μουσική μας τους άρεσε ή όχι. Θυμάμαι μία βραδιά το κοινό να είναι παγωμένο καθώς παίζαμε τα πρώτα δύο μας κομμάτια. Ο καθένας είχε αυτή την στωική έκφραση στο πρόσωπό του. Μετά παίξαμε το "Why Must I Be?" και όλοι άρχισαν να χοροπηδάνε και να χορεύουν. Κοίταξα τον Jerald και είχαμε και οι δυό μας ένα χαμόγελο από την μία μεριά του προσώπου μέχρι την άλλη. Μπορούσες να αισθανθείς την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και ήταν ένα όμορφο συναίσθημα".

Why Must I Be?





Έπαιξαν σε πριβέ πάρτυ, αλλά μεγάλης σημασίας ήταν η έμπνευση που έζησαν ενώ έπαιζαν στο Λας Βέγκας το 1968. Όπως ανέφερε το World Countdown τον Ιούνιο του 1969, "Μία μέρα, μετά την συγκεκριμένη μέρα στο Λας Βέγκας, μία συλλογική αλλαγή συνέβη σε όλους ταυτόχρονα". Ήταν σαν κάποιος να είχε ανάψει μία λάμπα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, εξηγεί. Ξαφνικά συνειδητοποίησαν ότι σαν άτομα δεν είχαν κατεύθυνση και είχαν θέσει λάθος στόχους. Ότι τα χρήματα και η δόξα και οι υλιστικές ανέσεις που αγοράζονται με αυτά δεν ήταν αυτό που θα ήθελαν. Τουλάχιστον για αυτούς. Τα μάζεψαν και γύρισαν στην έρημο της Νεβάδα, επέστρεψαν στην πατρίδα τους και άρχισαν σαν μπάντα να σκέφτονται μέχρι να μπορέσουν να αποφασίσουν με μία κοινή πίστη, κάτι που να μπορούν να πιστέψουν. Και τελικά αυτό τους βρήκε. Ο Χριστιανισμός. Το καλοκαίρι του 1968 η μπάντα έπαιζε μία παράσταση στο Pasadena Civic Center με τους Τhe Seeds. Ο διευθυντής της σκηνής εντυπωσιάστηκε και προσφέρθηκε να τους συστήσει στον μάνατζερ των The Seeds, ‘Lord’ Tim Hudson, τον οποίο ο Robinett πίστεψε ότι ήθελε να τους κάνει κάτι σαν τους Αμερικανούς Τhe Moody Blues.




Γεννημένος στο Cheshire, ο Hudson δεν ήταν πιά ευγενής, αλλά ήταν αποφασισμένος να βρεθεί στην σόουμπιζ. Έχοντας αναμιχθεί σε εκκολαπτόμενες σκηνές στην καριέρα των Τhe Moody Blues, ταξίδεψε στον Καναδά αρχές του 1965 και σύστησε τους Stones στο Montreal’s Maurice Richard Arena τον Απρίλιο. Από εκεί μετακινήθηκε στην Αμερική, έκανε συνέντευξη στους Beatles στο τουρ τους τον Αύγουστο του 1965, έγινε DJ στο Σαν Ντιέγκο πριν πάει στο ηγετικό σταθμό του Χόλιγουντ KFWB, αρραβωνιαστεί την κόρη του Ντιν Μάρτιν, Κλώντια, θητεύσει στο KFRC του Σαν Φρανσίσκο και δώσει την φωνή του για τα The Aristocats και The Jungle Book. Σαν ένα είδος μπαγαπόντη στο Λος Άντζελες, ισχυρίστηκε ότι είχε επινοήσει την φράση ‘flower power’ και αργότερα είχε εστιάσει από το ράδιο στο μάνατζμεντ καλλιτεχνών. Στο ρόστερ του ήταν οι Τhe Seeds και οι Τhe Lollipop Shoppe και ήταν στο ψάξιμο για άλλα σχήματα. Ο Hudson απρόθυμα συμφώνησε να έρθει και να ακούσει την μπάντα στην Common Land.

Take From You



"Όταν τελικά τον πείσαμε να έρθει ως εκεί, έμεινε μόνο για 10 έως 15 λεπτά!)" Εντυπωσιασμένος δεόντως, προσφέρθηκε να τους μανατζάρει και άρχισε να ψάχνει τρόπους να ανεβάσει το προφίλ τους. Ο Hudson γνωρίστηκε με τον εκκεντρικό κληρονόμο της S&H Green Stamps, Lewis Beech Marvin III, που ζούσε σε μία κυκλική κατοικία που ονόμαζε Moon Fire στο Topanga Canyon, όπου εκεί γινόταν ο οικοδεσπότης σε αινιγματικά event που είχαν το ίδιο όνομα με την κατοικία του (και είχε την φιλοδοξία να ξεκινήσει μία αίρεση, αν και λίγα είναι γνωστά από όλο αυτό σήμερα). Άνετα χαρακτηρισμένα ως διαμαρτυρία ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, διαφορετικά Moon Fire σόου παρουσίαζαν τον Jimi Hendrix, τους Τhe Doors και την Janis Joplin. Ο Hudson κανόνισε για τους The Common People να παίξουν σε ένα τέτοιο σόου και σκόπευε να μεγιστοποιήσει την εντύπωση που δημιούργησαν. "Ήθελε να φορέσουμε μακριές λευκές κελεμπίες και να κρατάμε φαλλικά ραβδιά", λέει γελώντας ο Robinett. "Μας άρεσε και συνεχίσαμε να τις φοράμε για λίγο μετά από αυτό. Πάντα πίστευα στον Θεό, έτσι η Βίβλος δεν ήταν κάτι που να με κάνει να αισθάνομαι άσχημα". Ο Hudson στο μεταξύ θυμάται ότι "μπορώ ακόμα να τους θυμάμαι όλους μέσα στις λευκές κελεμπίες κρατώντας τα φαλλικά ραβδιά. Ο Denny Robinett είχε αληθινή επίδραση με το παρουσιαστικό του, σαν του Χριστού, όταν εισερχόταν σε κάποιο χώρο".




Με την υποστήριξη του Hudson και του Wolfman Jack, το να κάνουν παραστάσεις δεν ήταν πρόβλημα και σύντομα έπαιζαν με τους Seeds, Blue Cheer, Iron Butterfly, Linda Ronstadt & The Stone Poneys και άλλους. Ακολούθησαν ακόμα και τον Hendrix στο κακόφημο Devοnshire Downs. Χωρίς έκπληξη ο Fausto λέει ότι "Οι The Doors ήταν μία επιρροή για μένα εκείνο τον καιρό. Οι άλλες επιρροές μου στα keyboard περιλάμβαναν τους Strawberry Alarm Clock, Santana και Little Richard". Όπως το θέτει ο Hudson "Για μία στιγμή στο χρόνο οι Τhe Common People ήταν το πιό ελκυστικό γκρουπ στην Sunset Strip" και δεν άργησε να αναζητήσει γι'αυτούς ένα συμβόλαιο. Ο Fausto θυμάται να λαμβάνουν αρκετές προσφορές, αλλά υπέγραψαν μόνο με την Capitol, κάνοντας την συμφωνία με τον φίλο του Hudson, David Axelrod. Οι όροι ήταν τρία άλμπουμ σε επτά χρόνια με αντάλλαγμα 75.000 δολλάρια, αν και δεν τα είδε σχεδόν καθόλου. "Ο κόσμος νόμιζε ότι ήμασταν πλούσιοι" λέει ο Robinett, "αλλά ποτέ δεν ήταν αλήθεια αυτό".

Land of a Day



Ο Robinett είχε ένα μεγάλο αριθμό τραγουδιών για να γίνουν, αρκετά από τα οποία περιείχαν ένα πνευματικό υπόγειο ρεύμα. "Τραγούδια σαν τα "Land Of A Day", "Soon There’ll Be Thunder" και "Take From You" ήταν όλα πολύ εμπνευσμένα από τις γραφές στην Βίβλο" λέει. Όλως περιέργως το World Countdown ανέφερε ότι "Όταν ο Denny και το γκρουπ άρχισαν να σχεδιάζουν για το άλμπουμ, αποφάσισαν ότι θα βάλουν όλη την ενέργειά τους για την ολοκλήρωσή του. Διάλυσαν το Common land (και κάθε τι μέσα σε αυτό) συσκευάζοντας τα σε ένα τεράστιο κουτί που είχαν κατασκευάσει και το έθαψαν στο χώμα. "Σε επτά χρόνια" θα έλεγε πολύ σοβαρά ο Denny, "θα αναστήσουμε το Common Land". Ρωτώντας σήμερα γι'αυτό ο Robinett χαχανίζει "Ποτέ δεν το θάψαμε! Το βάλαμε σε ένα γκαράζ και μας το έκλεψαν". Με τα συμβόλαια στην Capitol υπογεγραμμένα, άρχισαν να κάνουν demo 40 τραγούδια στα Gold Star στούντιο στο Λος Άντζελες.

Soon There'll Be Thunder



 Ο Hudson μετά διάλεξε ό,τι αυτός θεωρούσε τα καλύτερα να ηχογραφηθούν για το άλμπουμ, που τυπώθηκε στα στούντιο της Capitol σε περίεργες εποχές ανάμεσα στις 13 Σεπτεμβρίου του 1968 και 14 Μαρτίου του 1969. "Έγραψα και συνέθεσα όλο το άλμπουμ με την βοήθεια του αδελφού μου Jerald", λέει ο Robinett και μόλις η μπάντα είχε φτιάξει τα βασικά τρακς, ο Hudson τους έκλεισε μερικούς άριστους στούντιο παίκτες να προσθέσουν πνευστά και έγχορδα. Μεγαλεπήβολες συνθέσεις θεωρητικά έγιναν από τον Axelrod, έναν από τους αστέρες-συνθέτες της Capitol, αλλά μετά μεσολάβησε η μοίρα. "Η γυναίκα του΄έπεσε θύμα σε τροχαίο την ημέρα που ξεκινήσαμε να ηχογραφούμε¨, θυμάται ο Robinett "έτσι ποτέ δεν είχε την ευκαιρία να κάνει σύνθεση σε τίποτα από ότι παίξαμε και τον είδαμε μόνο πολύ λίγο σποραδικά. Δεν έκανε την διαφορά μουσικά μιλώντας για μας, καθώς δεν μπορούσε να συνεισφέρει ιδιαίτερα ακόμα. Αλλά ήταν λυπηρό και αισθανόμασταν πολύ άσχημα για αυτόν και την γυναίκα του".

Days On My Mind



Με την απουσία του Axelrod, η Capitol έγινε ανήσυχη και άρχισε να ασκεί πίεση για να τελειώσει γρήγορα το άλμπουμ. Καθώς το θέτει ο Hudson, "Δυστυχώς μείναμε από χρήματα και υποστήριξη από την Capitol, που χρειαζόμασταν στ'αλήθεια για να ολοκληρώσουμε το κόνσεπτ". Καίρια, τα απαστράπτοντα, αλλόκοτα έγχορδα που είχαν σχεδιαστεί για το μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ, κατέληξε να ακούγονται μόνο σε τρία κομμάτια. "Ξεκινήσαμε να κάνουμε ένα πλήρως ορχηστρικό θέμα", αναστενάζει ο Hudson, "αλλά όταν η γυναίκα του Axelrod τραυματίστηκε άσχημα, έπρεπε να παραιτηθεί από την παραγωγή. Μετά από αυτήν την καταστροφή ακουγόταν σαν δύο άλμπουμ σε ένα". Ο Robinett έπρεπε να μπεί  για να κάνει τις συνθέσεις: "Έγραψα όλα στη θέση του Axelrod και ο Sid Sharp, ο ηγέτης της συμφωνικής ορχήστρας, απλά έπαιξε σύμφωνα με ότι ήταν γραμμένο, αν και ο ίδιος έκανε τις δικές του συνθέσεις για την συμφωνική. Ο Tim θα ούρλιαζε από τα ηχεία, "Αυτό ακούγεται καλά-αυτό, αυτό θέλω!". Ο Hudson το αντιπαρέρχεται όμως λέγοντας "'ολη η ενορχήστρωση και οι συνθέσεις στα πρώτα τρία κομμάτια έγιναν απλά με εμένα και την μπάντα στο στούντιο. Ο Sid Sharp είπε ότι ήταν η πιό απίστευτη εμπειρία που είχε ποτέ". Ο Fausto ωστόσο δεν ήταν παρών. "Ποτέ δεν είδα αυτούς τους μουσικούς", λέει. "Θα έκανα ντάμπινγκ στα τρακς με keyboard όταν τα παιδιά είχαν τελειώσει. Ήταν λίγο δύσκολο απλά να παίξω το δικό μου μουσικό μέρος φορώντας τα ακουστικά μου". Είχε και ένα άλλο βάρος στην ψυχή του εκείνο τον καιρό επίσης, που ίσως εξηγεί κάποια από την μελαγχολική μαγεία των τραγουδιών: "Κατά την διάρκεια του χρόνου που κάναμε αυτά τα τραγούδια, ένας πολύ στενός μου φίλος σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια μου. Νομίζω ότι τα πλήκτρα αντανακλούν την λύπη μου". Ο Hudson πιστώθηκε ως ‘Director and Producer’ στο εξώφυλλο, αλλά το αν ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για αυτό είναι συζητήσιμο.




Ο Fausto λέει: "τον θυμάμαι να κάθεται σε ένα πάγκο δίπλα μου στο πιάνο ενώ ηχογραφούσαμε το "Go Every Way". Ήταν αλήθεια πολύ ενθουσιασμένος και ρόκαρε με την μουσική μας" και επίσης λέει "Ο Tim έκανε ότι καλύτερο μπορούσε, όπως τον θυμάμαι ήταν ένα ανήσυχο...ερείπιο". Αλλά οι ιδέες του δεν ήταν πάντα τα πιό ενδιαφέροντα σημεία. Συγκεκριμένα ο Hudson πρόσθεσε πνευστά σε δύο κομμάτια (τα "Girl Said – Know" και "This Life She Is Mine"), φαινομενικά σε μία προσπάθεια να αιχμαλωτίσει τον ήχο που έκαναν δημοφιλή οι Chicago και οι Blood, Sweat & Tears εκείνο τον καιρό. Ο Robinett θυμάται να θαυμάζει εκείνες τις μπάντες και να είναι ανοιχτός στην επιρροή των πνευστών, αλλά υποθέτει ότι η προσθήκη τους ήταν μία προσπάθεια του Hudson να γλυκάνει τα λιγότερο εμπορικά κομμάτια. Μία απόφαση παρμένη από τον Hudson που όλοι συμφωνούν ότι ήταν φρικτή ήταν η ενσωμάτωση μίας σύνθεσης δικής του-το παιχνιδιάρικο "They Didn’t Even Go To The Funeral". "Ήταν ιδέα του Tim" λέει ο Fausto. "Ήταν για τους Beatles, που δεν πήγαν στην κηδεία του Brian Epstein. Είχαμε πολύ πλάκα όταν το κάναμε ωστόσο-μας πήρε μεγάλο μέρος από την πίεση που μας είχε ασκηθεί". Ο Robinett είναι λιγότερο διπλωμάτης. "Αυτό το τραγούδι μας επιβλήθηκε. Δεν είχαμε επιλογή. Ήμουν τρελαμένος τόσο, που κόντευα να παραιτηθώ και να φύγω από το γκρουπ. Ακόμα και μέχρι σήμερα οι γιοί μου που ακούνε με ρωτούν: "Μπαμπά, τι είναι αυτό...;"

They Didn’t Even Go To The Funeral



Τρία τραγούδια που ηχογραφήθηκαν δεν μπήκαν στο άλμπουμ, με τίτλους "Sing It Away", "Time To Live" και "Today Is The Right Day". "Φοβάμαι ότι χάθηκαν εκτός κι αν η Capitol τα έχει κάπου", λέει ο Robinett. Η Capitol έχει αλήθεια μία ηχογράφηση των sessions στα οποία ηχογραφήθηκαν (μαζί με εναλλακτικές βερσιόν αρκετών τρακς του άλμπουμ), αλλά το αν έχουν σωθεί ή όχι δεν είναι ξεκάθαρο. Η μπάντα ήταν πολύ ευχαριστημένη με το τελειωμένο άλμπουμ. "Ακουγόταν πολύ κοντά σε ότι ήταν μέσα στο μυαλό μου" λέει ο Robinett, προσθέτοντας ότι "Μπορούσαμε να το είχαμε κάνει χωρίς τα ουρλιαχτά σε κάποια τραγούδια". Ο Fausto συμφωνεί, προσθέτοντας ότι η μίξη λείπει από ένα αριθμό τραγουδιών. Το Of The People / By The People / For The People From The Common People (τον τίτλο δανείστηκαν από το λόγο του Λίνκολν) εμφανίστηκε στην Αμερική και Καναδά την 1η Ιουλίου του 1969. Το εξώφυλλο παρουσίαζε μία κατάλληλα αινιγματική πόζα της μπάντας στην έρημο Mojave το χάραμα, με απόκρυφες εσωτερικές σημειώσεις από τον Hudson που επισήμαινε: ‘We share wines of a different world, we share minds too far apart, our dreams will never meet in reality, the follies of our past never will bring the light of death to the others of whom we are all brothers. A man has the right to be a man, his soul is only for those who wish to understand his mind. The beauty of his words makes the listening something that comes from his environment, and forever will your world be in peace.

This Life She Is Mine



Η Capitol δεν έβγαλε ένα σινγκλ, αν και τα πρώτα δύο τρακς "Soon There’ll Be Thunder" και "I Have Been Alone", εμφανίστηκαν στο άλμπουμ της εταιρείας για εκείνο τον μήνα Disc Jockey Sampler Album (Capitol SPRO 4774). Η περίληψη που το συνόδευε τους αποκαλούσε "ένα μάλλον ασυνήθιστο γκρουπ", προσθέτοντας ότι "φέρνοντας μαζί διαφορετικές επιρροές, οι The Common People σφυρηλατούν μία μουσική τοποθέτηση εντελώς ορίτζιναλ και πολύ-πολύ εντυπωσιακή". Επιπροσθέτως το άλμπουμ διαφημίστηκε από το Rolling Stone την 9 Αυγούστου μαζί με τις νέες κυκλοφορίες από τους Mad River και τους Lothar & The Hand People. Λίγο καλό τους έκανε ωστόσο, το λιγότερο όχι λόγω του ότι-όπως η μπάντα ανακάλυψε με απογοήτευση-το άλμπουμ τους με δυσκολία βγήκε από τις αποθήκες και το μόνο σχόλιο για αυτό που εμφανίστηκε στον τύπο μοιάζει να είναι αυτή η εύστοχη δήλωση στο World Countdown: "η μουσική τους έχει ρομαντισμό, είναι μυστικιστική και παράξενα απομονωμένη κάποιες φορές, ταυτοχρόνως ψυχεδελική και ανακουφιστική". "Δεν υπήρξε ημερομηνία κυκλοφορίας από την Capitol, δεν μπορούσαμε να κάνουμε τουρ για να υποστηρίξουμε το άλμπουμ και ποτέ δεν ήταν διαθέσιμο στα μαγαζιά για πώληση, από όσο ξέρω", λέει ο Robinett. "Σχεδόν μοιάζει σαν να είχε μπει στο ράφι εδώ στην Αμερική". Του δόθηκαν δέκα κόπιες, αλλά θυμάται πώς όταν ένα δισκάδικο στο Χόλιγουντ έδειξε ενδιαφέρον, ο Hudson έπρεπε να του στείλει μερικές από τις δικές του κόπιες. Ο Fausto, στο μεταξύ θυμάται πως ποτέ δεν έβγαλε ούτε κέρμα από το δίσκο: "Η μοναδική φορά που πληρωθήκαμε ήταν από την Capitol για τα session της ηχογράφησης!"

Dawn of My Life



Η μπάντα συνέχισε να παίζει για λίγο διάστημα, σε γάμους και πάρτυ όπως επίσης σε κανονικές παραστάσεις, αν και ο ενθουσιασμός τους είχε μπλοκαριστεί από την Capitol. Ο Hudson, στο μεταξύ είχε σταματήσει να δέχεται τηλεφωνήματά τους. Τραγικό ήταν το συμβάν τον Ιούνιο του 1970, όταν ο Jerald και ο πεθερός του βρίσκονταν σε μία λέμβο δύο ατόμων στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο και ο πεθερός του έπαθε έμφραγμα και έπεσε στο νερό. Ο Jerald βούτηξε πίσω του, αλλά δεν ήταν αρκετά έμπειρος κολυμβητής και πνίγηκαν και οι δύο. Ήταν μόλις 22 χρονών τότε. "Με όλα τα εμπόδια με την κυκλοφορία του δίσκου και μετά με αυτή την τραγωδία ήμασταν σχεδόν διαλυμένοι", λέει ο αδελφός του. "Για μένα τότε, το να συνεχίσουμε με άλλον ντράμερ δεν ήταν καν σκέψη". Ο Fausto θυμάται καλά αυτήν την απαίσια στιγμή περιγράφοντάς την "ένα τεράστιο χτύπημα σε όλους μας και ένας σημαντικός παράγοντας που διαλύθηκε η μπάντα μας". Μετά την διάλυση ο Fausto μετακόμισε στην Χαβάη. "Απλά ήθελα να φύγω μακριά από τα ναρκωτικά και το lifestyle στα οποία ζούσα τα τελευταία λίγα χρόνια με την μπάντα". Ξεκίνησε μία δουλειά που καθάριζε χαλιά, την οποία πούλησε το 1978, όταν πήγε πίσω στην Καλιφόρνια για να δουλέψει σε μία άλλη δουλειά. Έχοντας τραυματιστεί σε μία μεγάλη έκρηξη στην εργασία του, επέστρεψε στην Χαβάη, όπου ζει σήμερα. Στο μεταξύ ο Robinett, έκανε οικογένεια και ξεκίνησε μία κατασκευαστική εταιρεία, ενώ συνέχισε να γράφει και να ηχογραφεί τραγούδια.




Τα μόνα που είδαν το φως της ημέρας ήταν το "Cry Cry Complain" και το "You’re Still There", που τα έκανε μόνος του ως Joel Robinett & A Band Of Gold το 1979, στέλνοντας μιά χούφτα από κόπιες στα τοπικά ραδιόφωνα. Επέστρεψε στο στούντιο την άνοιξη του 2006 για να ηχογραφήσει νέο υλικό, αλλά δεν είχε σχέδια για να τελειώσει το άλμπουμ. "Το εύχομαι! Είναι απλά μουσική που ήθελα να ηχογραφήσω από καιρό". Ο Robinett έχασε επαφή με τον Fausto, όταν μετακόμισε στη Χαβάη, αλλά το καλοκαίρι του 2006 επισκέφθηκε έναν παιδικό φίλο στην Φοντάνα. "Ο φίλος μου, μου είπε ότι ακόμα δυό φίλοι έρχονταν" λέει. "Κάποιος που δεν αναγνώρισα έφτασε και μετά όλοι αυτοί οι άνθρωποι που δεν είχα δει για χρόνια άρχισαν να με ρωτάνε αν γνώριζα ποιός ήταν ο τύπος που στεκόταν εμπρός μου. Πιάστηκα τελείως ανίδεος και είπα, "Παραιτούμαι! Ποιός είναι;" Μετά όλοι άρχισαν να γελάνε υστερικά και να λένε "είναι ο Denny" Ω ΘΕΕ ΜΟΥ! είχα ένα κόμπο στο λαιμό όταν τον αγκάλιασα με την πιό μεγάλη αγκαλιά που μπορούσα (καθώς ο Denny ήταν πάνω από 1.80 και γύρω στα 120 κιλά). Ήταν από τις πιό όμορφες στιγμές της ζωής μου-ήταν πάνω από 37 χρόνια που δεν είχαν συναντηθεί οι ματιές μας. Που πήγαν όλα αυτά τα χρόνια;"




Οι σύντροφοι στην μπάντα θυμήθηκαν τις παλιές ημέρες και μίλησαν για το πώς θα πάνε ξανά στο στούντιο, αν και στο ψυχρό φως της ημέρας ο Robinett είπε "νομίζω ότι είναι φρούδες ελπίδες". Όσο για τα άλλα μέλη, ο κιθαρίστας John Bartley (που είχε βρεθεί στο Βιετνάμ για ένα μεγάλο μέρος κατά την διάρκεια ζωής της μπάντας) και ο μπασίστας Mike McCarthy έχουν πεθάνει. Το τρέχον ενδιαφέρον για την μπάντα ενθουσιάζει τον Fausto. "Είμαι έκπληκτος που ο καθένας θα ενδιαφερόταν στο να θέλει να μάθει για εμάς", λέει χαμογελώντας. "Δεν ήμασταν τόσο μεγάλοι. Ίσως θα μπορούσαμε να είχαμε γίνει, αν δεν είχαμε κολλήσει μετά τον απρόσμενο θάνατο του Jerald-ποιός ξέρει;"
Όσο για τον ‘Lord’ Tim Hudson έχασε επαφή μαζί τους αμέσως μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ. Ερωτηθείς ως προς την αξιολόγησή τους, σημειώνει εμφατικά: "Κάποιες φορές κερδίζεις και κάποιες χάνεις. Ήταν στο δικό τους στυλ, αλλά ποτέ δεν τους δόθηκε η ευκαιρία και δυστυχώς ο δίσκος τους δεν ορθοπόδησε μέσα στην ελεγχόμενη βιομηχανία των δίσκων. Το άλμπουμ χάθηκε και δεν έχω ούτε κόπια του. Ήταν όμως για μιά στιγμή στο χρόνο ένα μοναδικό γκρουπ στην εποχή τους".

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019



SCREAMING GYPSY BANDITS




Hidden Gems




Η μπάντα μας που ανέμιξε την jazz, την ψυχεδέλεια και την rock, δεν είχε ισοδύναμο σχήμα στην Ιντιάνα. Το πέρασμά τους ήταν λαμπρό, αλλά σύντομο, αφήνοντας μόνο ένα δίσκο το υπέροχο In the Eye. Αλλά το αποτέλεσμα ως σύνολο αυτού του δίσκου έχει μία τεράστια και ανυπολόγιστη επιρροή. Η διάλυση των Screaming Gypsy Bandits πυροδότησε την καριέρα της Caroline Peyton (τραγούδι). Ακολουθεί συνέντευξη του Mark Bingham, που έγινε την 5 Μαίου 1996, από τις εσωτερικές σημειώσεις του υπέροχου αυτού άλμπουμ.

Path of Light (1973)






Σήμερα είναι η τελευταία ημέρα του Jazz and Heritage Festival της Νέας Ορλεάνης. Ένα γεγονός που με έχει τρομοκρατήσει. Κάποτε το ανώτερο όλων των μουσικών φεστιβάλ, έχει γίνει τώρα θύμα από τις εταιρείες σπόνσορες, την λαιμαργία, τους εγχώριους πολιτικούς, τους μεγαλοπαραγωγούς και τις ομογενοποιημένες mainstream απαιτήσεις. Είναι μία γιγάντια μεταπολεμική κρίση ταυτότητας. Όπως πάει και το τραγούδι: money money money money money money. Έτσι, ενώ μοντέρνες "γάτες" και "γατάκια" από όλη την υφήλιο ενσωματώνονται στην αποδοχή (90.000 προσέλευση χθες σε ένα χώρο που χωράει για να είναι άνετα μόλις 25.000), εγώ κάθομαι στο στούντιο μου, ταυτοχρόνως γράφοντας μουσική και κάνοντας μίξη σε ένα funk Ιαπωνικό δίσκο του θαυμαστού συνθέτη και keyboard player Chizuko Hirohishi και γράφω αυτές τις σημειώσεις για ένα πρότζεκτ από μία εποχή που μοιάζει να είναι από άλλη ζωή, πηγαίνοντας από την μία δραστηριότητα στην άλλη τυχαία. Αυτό κάνω τις τελευταίες ημέρες.




Junior (1973)





To In the Eye είναι μία πραγματική Hoosier εμπειρία, της εποχής, του τόπου, τραγούδια στον ρυθμό του '72-'73. Παρά το γεγονός ότι τα 60'ς είχαν παρέλθει ήταν σε πλήρη άνθηση στο Bloomington, όπως είναι και μέχρι τις μέρες μας. Αυτή η περίοδος δεν είναι ξεκάθαρη για μένα σύμφωνα με το γνωμικό "αν μπορείς να το θυμηθείς, δεν ήσουν εκεί". Θυμάμαι να κάνω την διαθήκη μου το 1973. Ήμουν σίγουρος ότι πρόκειται να πεθάνω στα χέρια ενός ψυχάκια ηλίθιου που είχε στρέψει στην κατεύθυνσή μου δύο όπλα. Ήμουν σίγουρος ότι αυτός θα εμφανιζόταν στο Depot (όπου τραγουδούσα και έπαιζα 5 σετ κάθε βράδυ, 6 βραδυές την εβδομάδα, τραγούδια δικά μου μαζί με διασκευές από Merie Haggard, George Jones, Ferlin Husky και Hank Williams) και θα με ξάπλωνε πάνω στη σκηνή. Στην διαθήκη είχα επισημάνει ότι η 12χορδη Guild θα πήγαινε στον τραγουδοποιό τραγουδιστή Bob Lucas. Πέρα από αυτό δεν είχα υπάρχοντα να αφήσω σε κάποιον. Όμως είμαι ακόμα ζωντανός.

Foggy Windows (1973)





Μουσικά μιλώντας, ήμουν πολύ τυχερός να έχω ένα τέτοιο τρομερό πυρήνα στο γκρουπ. Ο Willie Schwarz ήταν δάσκαλος στη μουσική στην ηλικία των 20, ταυτόχρονα εκκολαπτόμενη ιδιοφυία, αφηρημένος καθηγητής...Έπαιζε πιάνο σαν να ήταν μπάντζο. Με έφερε σε επαφή με τις μουσικές τόσων πολιτισμών που ποτέ δεν είχα βάλει στο νου μου. Μου αλλοίωσε το DNA μου. Μπορώ να θυμηθώ ψαλμούς από το Mali, ragas για πολλές διαφορετικές ώρες της ημέρας από την Βόρεια και Νότια Ινδία, Τουρκικούς χορούς, τύμπανα από την Ghana και χορωδίες από την Βουλγαρία. Ήμασταν ένα "world music" γκρουπ, χωρίς ακόμα να έχει βγεί τέτοιο μουσικό γένος. Είμαι σίγουρος ότι θα είχαμε ξεράσει αν γνωρίζαμε ότι τελικά θα γινόταν τόσο εμπορικό γένος διαφημισμένο από πολλές εταιρείες, που συχνά ήταν "πρόσοψη" μόνο για την διακίνηση ναρκωτικών. Ελπίζω αυτά να μην είναι καινούρια νέα για κάποιους που διαβάζουν.
To In the Eye ήταν τραγούδια βαλμένα μαζί από τυχαίες πρόβες και παραστάσεις που έγιναν μέσα σε μερικούς μήνες,καταλήγοντας σε μία μικρή θητεία στο στούντιο. Ήμασταν αρκετά τυχεροί να έχουμε τον Mark Hood να μας ηχογραφεί. Η Caroline Peyton ήταν και ακόμα είναι μία τρομερή τραγουδίστρια. Έκανε πολύ από το lead singing, παλεύοντας μέσα από τις λέξεις που ανοιχτά ανακοίνωσα ότι ήταν "για το τίποτα". Ο άντρας της Brendan Harkin έπαιξε κιθάρα στο "In the Eye", βοήθησε στην σύνθεση, έκανε background φωνητικά και έδωσε στο πρότζεκτ τα επαγγελματικά του χαρακτηριστικά, παρά τον ολοφάνερο ερασιτεχνισμό μου.

All This Waiting (1973)





Μία από τις παράξενες διαπολιτισμικές αναφορές εδώ είναι η παρουσία του John Clayton στο μπάσο. Ο John ήταν σε μουσικό σχολείο τότε σπουδάζοντας jazz και κλασικό μπάσο. Συμφώνησε να παίξει και έκανε σπουδαία δουλειά παίζοντας Fender σε ένα γενικό πλαίσιο που ήταν πολύ ασυνήθιστο γι'αυτόν. Μπορείς να βρείς τους δίσκους του από εκείνες τις εποχές ως μέρος των Clayton Brothers.
O πυρήνας του γκρουπ συμπληρωνόταν από τον Rick Lazar, τότε μαθητή σε μουσικό σχολείο, που ζούσε και έπαιζε στο Τορόντο. Το background funk και με ρυθμούς μέσης Ανατολής ντράμινγκ του Rick δεν ήταν ακριβώς από εκεί που οι περισσότεροι ντράμερς του 1973 είχαν έρθει.
Είχαμε ένα τμήμα έγχορδων σε μερικά τραγούδια, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ ποιοί ήταν εκεί. Θυμάμαι ότι η παίκτρια της βιόλα αργότερα έγινε πόρνη. Ή ήταν του τσέλο; Τα ορίτζιναλ κρέντιτς ήταν σε ένα κομμάτι χαρτί μέσα στο δίσκο και απέξω έγραφε "Written and Produced by Mark Bingham". Κρέντιτ συν-παραγωγής θα πρέπει να δοθεί στον Mark Hood και ένα κρέντιτ μαστοριάς στον Glenn Meadows.





Αφού δουλέψαμε μαζί την γενική ιδέα, ο Willie Schwarz έγραψε τα μέρη των εγχόρδων. Δίνουμε λοιπόν ένα κρέντιτ συν-παραγωγής στον Willie για το "Junior" και το "Foggy Windows". Τέλος πάντων όπως είχε πει κάποτε ο Gil Evans "Μία κακή μνήμη είναι το μυστικό για την μακροβιότητα σαν καλλιτέχνης".
Δεν θυμάμαι ποιός έπαιξε άρπα ή μαντολίνο στο "Foggy Windows". Το τρομερό σαξόφωνο είναι από τον Terry Cook, που ακόμα παίζει καταπληκτικά στην Ινδιανάπολη. Η τρομπέτα από τον Ken Sloane, του οποίου τα ίχνη έχουν χαθεί. Ο Dale Sophiea ορίτζιναλ μέλος του γκρουπ , αργότερα μπασίστας στους MX-80, συνεισφέρει στα background φωνητικά και στις συνθέσεις καθόλη την διάρκεια του δίσκου. Ο παρτενέρ του στους MX-80, Bruce Anderson, παίζει slide στο "In the Eye".

In the Eye (1973)





To In the Eye δεν λειτούργησε για κριτικούς και κοινό, κακοποιήθηκε από τους γκουρού της εποχής (όπως θα συμβαίνει πάντα), μη επιθυμητό από τους μεγιστάνες του ραδιοφώνου, από αυτούς που διοργάνωναν κονσέρτα, καθώς και από τις εταιρείες που "σπρώχνονταν" για να πάρουν μία θέση στην χίπικη αντικουλτούρα και ακολούθως στα χρήματα που την ακολουθούσαν το '70.
H όλη σκηνή του Bloomington ήταν τόσο μυωπική και αρτιστικά κατεστραμένη για να ενδιαφερθεί αν το Rolling Stone γνώριζε ποτέ ότι υπήρχαμε.
Ενώ οι αρχικές ενσαρκώσεις των Screaming Gypsy Bandits ήταν δημοφιλείς, η μπάντα δεν διατήρησε την δημοφιλία της. Καθώς προχωρούσαμε χάσαμε την βάση μας. Ενώ η μουσική του In the Eye εμφανίστηκε πολύ όμορφα στο δίσκο, πολύ ελάχιστοι ακροατές την άκουσαν live. Η μουσική δεν ταίριαξε στον χρόνο. Έκανε νευρικό το κοινό. Δεν ήταν cool. Δεν ήταν αρκετά rock. Περιέπαιζε το προσωπικό εξομολογητικό στυλ εκείνης της εποχής, ενώ φαινόταν οδυνηρά και αμήχανα αποκαλυπτική. Ήταν πρωτόγονη και πολύ λαμπερή στον ίδιο χρόνο. Δεν ήταν ένα στυλ που να ανήκει σε κάποιο κίνημα ή σε κάποιο σχολείο της rock που να μπορεί να κατηγοριοποιηθεί από τους κριτικούς του Λονδίνου ή της Νέας Υόρκης.

White Teeth (1973)





Στο Bloomington του 1972, οι συναισθηματικές προκλήσεις δεν ήταν τόσο συνηθισμένες, που ήταν δύσκολο να πεις για ένα θύμα των ναρκωτικών σε κάποιον που ήταν αλήθεια τόσο ενοχλημένος με όλο αυτό.
Γεννήθηκα στο Bloomington. Ξεκίνησα το κολλέγιο το 1967. Το 1969, επέστρεψα, κουρασμένος από το LA, απογοητευμένος μετά από 2 χρόνια ως τραγουδοποιός στην Elektra. Στο LA ανακάλυψα ότι οι άνθρωποι της σόουμπιζ, ειδικά οι rock stars δεν ήταν πάντα το πιό συμπονετικό ή ηθικό κομμάτι της ανθρωπότητας, άσχετα αν ισχυρίζονταν κάτι τέτοιο στα τραγούδια τους ή στις συνεντεύξεις. Το έμαθα από την αρχή με τον δύσκολο τρόπο 20 χρόνια αργότερα δουλεύοντας με τους REM, αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία. Η σύντομη θητεία μου στο LA κατέληξε στο να χάσω την μύτη μου σε ένα φρικτό τροχαίο ατύχημα (έβαλα άλλη!), να ξυλοκοπηθώ από την αστυνομία του Λος Άντζελες και να φύγω από την Καλιφόρνια πολύ περισσότερο μπερδεμένος από ότι όταν πήγα εκεί. Που αλλού να πήγαινα εκτός του "Wombington" (παράφραση του Bloomington), τον παράδεισο των χίπυς; Το λέγαμε εκκολαπτήριο.

Mules (1973)





Στο Bloomington, είχα την καλή τύχη να σμίξω με κάποιους εξαιρετικούς μουσικούς. Ξαφνικά τραγουδούσα σε μία μπάντα από την Νέα Υόρκη. Τελικά κατάφερα να μετατρέψω μία αξιοζήλευτη κατάσταση σε μία προσωπική αναζήτηση για σχήμα, λειτουργία, συνοχή και αυτοθυσία, εκ των υστέρων μία φανερή απιθανότητα. Τι σκεφτόμουν;
Έτσι το χίπικο στυλ των Screaming Gypsy Bandits υπέκυψε στην αλλαγή των καιρών, μία διεστραμμένη αίσθηση ανάγκης και μία γερή δόση πρέζας από κάποιον νέο στην μπάντα (όχι σε αυτόν τον δίσκο)...Αλλά όταν ήταν ολόκληρη κοινότητα σε κάθε παράσταση και το να παίζουμε φτιαγμένοι έγινε συνηθισμένη κατάσταση και επίμονη ώστε να αδυνατούμε να κουρδίσουμε μία κιθάρα μπροστά σε ένα πλήθος από πλάσματα που στην αρχή ήταν άνθρωποι αλλά αργότερα είχαν γίνει σαν ζώα και μυθολογικά πλάσματα...αυτό μπορεί να γίνει βαρετό σύντομα. Και όντως έγινε.
Toν καιρό που το In the Eye εμφανίστηκε, οι μέρες που οι Bandits ήταν μία ζωντανή μπάντα σε κίνηση και όλα αυτά είχαν παρέλθει. Η μπάντα ανασχηματίστηκε, εκτός του Schwarz, Harkin και Clayton, παίζοντας ότι αποκαλούσαμε τότε Future Funk. Ανοίξαμε για φημισμένα σχήματα, τα οποία κυριολεκτικά εκτοπίσαμε (εκτός από τους Mahavishnu-τι μπάντα!!!).

Prematurely (Fly Me Away) (1973)





Τέλος πάντων, τα αποτελέσματα από την τελευταία ενσάρκωση των Bandits μπορούν να ακουστούν στο Kryptonite από το 1973-74. Ακούγεται επίσης καλά. Είναι μία επιβεβαίωση. Ροκάρει, είναι έξυπνο και πρωτοπόρο σε σχέση με πολλές πρόσφατες τάσεις. Πιστέψτε με, το να βρίσκεσαι μπροστά από την εποχή σου, δεν μετράει καθόλου (όχι πώς τότε πίστευα ότι ήμασταν μπροστά ή πίσω από την εποχή μας).
Η πραγματικότητα είναι η εξής: κανείς δεν προσέχει και κανείς δεν ενδιαφέρεται. Όπως ο Robert Johnson στα 20'ς περπατούσε στους δρόμους μίας μικρής πόλης του Μισσισσιππή αθέατος από τον λευκό πληθυσμό, εμείς οι μη κατηγοριοποιημένοι καλλιτέχνες του σήμερα δεν είμαστε παρά αθέατοι από τον κόσμο που περπατάει στα εμπορικά κέντρα, από αυτούς που παρακολουθούν MTV, από την νεολαία που πάντα είναι on-line.

Pedigree (1973)




Στοκαρισμένοι στα Wal-Mart είναι η τελική μοίρα όλων των avant gard καλλιτεχνών. Έχω βρεθεί εκεί. Ο πρώτος στίχος στο τραγούδι "In the Eye" λέει "Take me by the hand, let me know you by the brand". Ιδέα δεν είχα τι έλεγα τότε και ακόμα δεν έχω, αλλά μετά από 23 χρόνια φαίνεται ότι δουλεύει για μένα.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Κι αν όλο αυτό σας φάνηκε πολύ psych-folk-rock και αναρωτιέστε που είναι η ανάμιξη της ψυχεδέλειας και της jazz rock, ακούστε το παρακάτω κομμάτι. Είναι από το δίσκο τους Back to Doghead που κυκλοφόρησε πολύ-πολύ αργότερα αποτελούμενο από ακυκλοφόρητο υλικό, όμως περιέχει κομμάτια που ηχογραφήθηκαν αρκετά πριν τον επίσημο δίσκο τους.

Medicine


ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019



STAINED GLASS 




Great Unknowns

 


Ένας κόσμος από καλή μουσική ξεχασμένος άδικα στο πέρασμα του χρόνου. H ιστορία τους είναι συνηθισμένη. Ήταν πρωτοπόροι, ταλαντούχοι και καινοτόμοι, όμως δυστυχώς ήταν και πολύ μπροστά για την εποχή τους. Η μπάντα μας ξεκίνησε τo 1965 από το San Jose διασκευάζοντας-τι άλλο-Beattles. Κάποτε λέγονταν The Trolls. Τραγουδοποιός τους ήταν ο Jim McPherson, ο οποίος θαύμαζε τον Dylan, και τον Paul McCartney. Δυστυχώς το κοινό δεν είχε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς έκαναν και που βρίσκονταν οι The Trolls, μετέπειτα Stained Glass με αποτέλεσμα η όμορφη μουσική που έπαιξαν να παραμείνει κρυμμένη για τόσα χρόνια. Πρώτο single και πρώτη διασκευή το "If I Needed Someone" το 1966. Η επιτυχία του ώθησε την μπάντα να κάνει ακόμη ένα single το "My Buddy Sin", ένα εξαιρετικό folk-rock θέμα που δεν έκανε αίσθηση τότε. Το "We Got A Long Way to Go" ήταν μεγάλη επιτυχία σε τοπικό επίπεδο, αν και δεν είχε και σχέση με τις καταβολές του γκρουπ. Τελικά η μπάντα μας θα κυκλοφορούσε δύο άλμπουμ στην Capitol μέσα σε μισό χρόνο μόλις.

Inca Treasure (1969)



Crazy Horse Roads (Capitol ST 154) 1/69




Το μακάβριο εξώφυλλο (το οποίο δείχνει το τρίο κρεμασμένο από ένα δέντρο) και ο τίτλος του άλμπουμ με γράμματα από ταινία γουέστερν προιδεάζουν ότι αυτό το άλμπουμ θα είναι επηρεασμένο από την country. Στην πραγματικότητα είναι ένα εξαιρετικό αλα Byrds, pop-rock, με γλυκές φωνητικές αρμονίες και λαμπρά κιθαριστικά μέρη.

Twiddle My Thumps (1969)




Η ποιότητα δεν είναι ίδια όταν προσπαθούν να έχουν άλλο στυλ (όπως το εκνευριστικό καινοτόμο "Piggy Back Ride and the Camel"). Κατά τα άλλα πρόκειται για ένα υψηλής ποιότητας και μουσικότητας LP (το μεγαλύτερο μέρος του από τον Jim McPherson). Δεν υπάρχει κάτι το πολύ ψυχεδελικό γύρω από αυτό το άλμπουμ, αν και το κομμάτι που κλείνει "Doomsday" έχει κάποια cool κιθαριστικά εφέ.

Doomsday (1969)




Το Crazy Horse Roads είναι ένα μοναδικό άλμπουμ. Ψυχεδέλεια με τα pop "Night Cap", "Twiddle My Thumbs" και "Fingerpainting",

Fingerpainting (1969)




soul με τα "Two Make One" και "Fahrenheit", country rock με τo "Horse on Me" και hard folk-rock με τα "Light Down Below", "Doomsday", "I Sing You Sing" και "Soap and Turkey".

I Sing You Sing (1969)




Aurora (Capitol ST 242) 6/69




Ένα συμπαθητικό τρίο που έχει πάρει μερικά από τα βασικά ορχηστρικά riff των Springfield, τραβώντας επίσης αρκετές ακριβείς φωνητικές αρμονίες από τους ίδιους και σερβίροντας ένα δίσκο με πρόσφατα αλλά και κλασικά "κλισέ"...

A Common Thief (1969)




Είναι ένα ωραίο άλμπουμ που εκθέτει στο μεγαλύτερο μέρος του συμβατική ροκ με ευκολία και ασφάλεια-ένα καλό εφήμερο άκουσμα αν δεν περιμένει κάποιος πολλά-πολλά.

Daddy's Claim (1969)




Με τον νέο κιθαρίστα τους Tom Bryant αυτό είναι σε ένα πιό χαλαρό, πιό jam στυλ και δεν ακούγεται σαν την μπάντα που έκανε το Crazy Horse Roads. Το νωθρό "Getting On's Getting Rough" είναι μία δυνατή αρχή, αλλά από εκεί και μετά είναι λιγότερο χαρακτηριστικό και δεν έχει πολλά σημεία να σε αιχμαλωτίζουν.

Mad Lynn Ball (1969)




Το αιθέριο "Inca Treasure" είναι πολύ αφοπλιστικό και το "Kibitzer" ένα funky θέμα με αξιόλογη αλληλεπίδραση, αλλά γενικά το υλικό είναι λίγο αδιάφορο.

Kibitzer (1969)




Το Aurora που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1969 είναι αξιόλογο άλμπουμ στο μεγαλύτερο μέρος του. Ο Jim McPherson συνέχισε για να δημιουργήσει τους Copperhead με τον κιθαρίστα των QMS, John Cippolina. Έκαναν ένα εξαιρετικό άλμπουμ, το οποίο είναι μεν ακριβό όμως έχει ένα από τα καλύτερα εξώφυλλα.



ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019


MORKA



There Was a Time...




Αφορμή για να αναφερθώ στο πολύ άγνωστο και εξαιρετικά άξιο αυτό γκρουπ στάθηκε ο αδελφός μου, Γιώργος, όταν σε διαδικτυακή κουβέντα που είχαμε μου έδωσε μία φωτογραφία του δίσκου και με ρώτησε "αυτούς τους θυμάσαι;".


There Was A Time... (1997)




Ο χρόνος σταμάτησε μέσα μου για μερικά δευτερόλεπτα. Η αλήθεια ήταν πως σίγουρα θυμόμουν το εξώφυλλο. Δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν να μην θυμάμαι αυτό το σχήμα. Ο δίσκος είχε αγοραστεί εκείνη την εποχή που κυκλοφόρησε. Απλά ήταν θαμμένος. Και τα πολύ όμορφα τραγούδια που περιέχει δυστυχώς ξεχασμένα, μιάς και πιά δεν υπάρχει κάποιος που να παίζει ή κάτι που να θυμίζει το ιδιαίτερο αυτό psych-folk Ελληνικό και όχι μόνο γκρουπ.

I See 




Το 1971 ο Θεόδωρος Κόκας (Dorian Kokas), που πέθανε το 2009, σχηματίζει με τον συμφοιτητή του John Jungemann, στο ACS στο Χαλάνδρι ένα γκρουπ που είχε το όνομα Stone Deep. Tο πλεονέκτημα που είχαν σε μία περίοδο καταπιεσμένη από το δικτατορικό καθεστώς, ήταν ότι το Αμερικανικό σχολείο δεν υπόκειτο σε περιορισμούς. Τα αγόρια άφηναν μακριά τα μαλλιά τους και τα κορίτσια φόραγαν ελεύθερα μίνι φούστες.

Winter's Here




Ο Κόκας είχε έρθει στην Ελλάδα, στους παππούδες του, από την Αμερική ώστε να γλυτώσει από την στρατολόγησή του στο Βιετνάμ. Και για καλή του τύχη ο Νίξον που αντικατέστησε τον Τζόνσον ως πρόεδρος έδωσε χάρη στους λιποτάκτες. Σε μία συναυλία τους, ένας τύπος τους βρίσκει και τους προσφέρει χρήματα για να κάνουν ένα δίσκο με τα τραγούδια τους που ξεχώριζαν "Judy" και "Winter's Here". Το "Judy" είχε γραφτεί για την Judy Mayers μία συμμαθήτρια και αγαπημένη του John, ο οποίος ήταν και ο βασικός τραγουδοποιός της μπάντας.

Judy




Το 1971 το γκρουπ των μαθητών του ACS, Stone Deep διαλύεται με την αποφοίτηση πλέον των τελειόφοιτων. Ο Dorian Kokas με τον Mike Moraitis φτιάχνουν ένα ντουέτο που παίρνει το όνομά του από τα αρχικά των ονομάτων τους, τους MORKA. Και ηχογραφούν δύο τρακς: Το "I See" και το "She Shouts". Αυτά τα παίρνει η Polydor και μαζί με τα δύο τραγούδια των Stone Deep τα εκδίδει ως τραγούδια των MORKA. To ντουέτο σύντομα συμπληρώνεται και γίνεται εξαμελές γκρουπ και όταν το 1972 έχει αποχωρήσει ο Mike Moraitis το lineup αποτελείται από τον Αντώνη Μπράβο στο μπάσο, τον Paul Papadea στην κιθάρα και φωνητικά, τον George Tampakopoulos στα φωνητικά, τον Μιχάλη Ορφανίδη στα ντραμς και την Pamela Leake στα φωνητικά. Οι MORKA εμφανίζονται σε σχολεία, κλαμπ της εποχής και κάνουν live.

She Shouts




Η εταιρεία συμπεριλαμβάνει το γκρουπ μαζί με τους Socrates και τους Poll στο δίσκο Pop Cocktail, και ο Στέλιος Ελληνιάδης στην Μουσική Γενιά (1972) κατακεραυνώνει αυτή την κίνηση, γράφοντας ότι πρόκειται για "τον χειρότερο δίσκο του μήνα" ή "κάντε τον δώρο στους εχθρούς σας", όμως παράλληλα πλέκει εγκώμιο για τους MORKA. Την ίδια περίοδο ηχογραφούν άλλα δύο τραγούδια, τα "And So She Flies" και "Γιατί". Το πρώτο μπορείτε να δείτε σε ένα σπάνιο live για τις ανάγκες της ταινίας με την Μαρία Αλιφεροπούλου (όπως λεγόταν τότε η Μαρία Αλιφέρη) και αν και η ταινία είναι παντελώς αδιάφορη, το τραγούδι είναι πραγματικά ένα αριστούργημα και ένα από τα πρώτα και από τα καλύτερα ψυχεδελικά folk θέματα για την Ελληνική μουσική σκηνή γενικά.

And So She Flies




Το δεύτερο ήταν ένα τραγούδι αποτέλεσμα πίεσης από την εταιρεία να γραφτεί ένα τραγούδι με Ελληνικό στίχο, όμως έχει κι αυτό την χάρη του.

Γιατί




Το 1973 στα χρόνια της δικτατορίας οι MORKA ηχογραφούν τα υπόλοιπα τραγούδια που υπάρχουν στο δίσκο. Η εταιρεία όμως αρνείται να συνεργαστεί, καθώς επιθυμεί Ελληνικό στίχο. Έτσι με όλες τις πόρτες κλειστές λόγω του καθεστώτος, τα τραγούδια αυτά μένουν στο ράφι, μέχρι το 1997 (το έτος που κυκλοφόρησε ο δίσκος).

Fair Lady of 1860




Το γκρουπ διαλύεται το 1973 με τον τραυματισμό του Μιχάλη Ορφανίδη από έκρηξη βόμβας τοποθετημένης κάτω από αυτοκίνητο, όταν ο άτυχος περνούσε δίπλα του. Το 1974 με το όνομα Phos η παρέα εμφανίστηκε για κάποιες παραστάσεις με τραγούδια που ποτέ δεν ηχογραφήθηκαν και δεν υπάρχουν πιά.

Ann




Η επόμενη εμφάνιση των MORKA είναι το 1986, με πέντε τραγούδια γραμμένα ένα χρόνο πριν, και τιτλοφορούνται ως Try Again. Επανέκδοση του δίσκου των MORKA, There Was A Time... έγινε από την http://www.anazitisirecords.com/ το 2006.
Σε ευχαριστώ Γιώργο για την πολύτιμη αυτή αναλαμπή που μας χάρισες.



ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Διαβάστε/Ακούστε επίσης