Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018



BUENA VISTA SOCIAL CLUB



The Revival of Cuban Music




      Φαίνεται σε κάποιους περίεργο, όμως κρίνοντας απ΄το βαθμό ευρύτερης επιρροής της, η κουβανέζικη μουσική είναι απ΄τις σημαντικότερες μουσικές του πλανήτη. Παρά το ελάχιστο μέγεθος της (λίγο μικρότερη απ΄την Ελλάδα, έντεκα εκατομμύρια σημερινός πληθυσμός), η Κούβα ανέκαθεν παρήγαγε μουσική με οικουμενική διάσταση: απ΄τον 19ο αιώνα που το “tango congo” μετανάστευσε απ΄την Κούβα στην Αργεντινή και που το bolero έφτασε ως τα αυτιά του Ravell στο μακρινό Παρίσι, ως το πρόσφατο παρελθόν που το “son” ενέπνευσε τον Gershwin και το mambo τον Μανώλη Χιώτη, κάτι γινόταν πάντα κι η κουβανέζικη μουσική - αποκλειστικά ισπανόφωνη, ρυθμικά περίπλοκη και όχι ακριβώς easy listening - έδειχνε ν΄αφορά όλο τον κόσμο. Έξαψη, ένταση, χορός, σφιχτές ενορχηστρώσεις, κρουστά, τρομπέτες - ψηλά ως το τέρμα, στεγνές φωνές, δακρύβρεκτες μελωδίες, απαράμιλλο groove, παλιομοδίτικη γοητεία και διαχρονική αμεσότητα, όλα αυτά και μπόλικα ακόμα φτιάχνουν το παζλ του μυστηρίου που μένει να εξηγηθεί: γιατί από ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, ειδικώς η μουσική της Κούβας ξεχώρισε τόσο απόλυτα, που όχι μόνο επηρρέασε τους πάντες γύρω της, αλλά επιπλέον έφτασε να γίνει σχεδόν συνώνυμη του όρου latin; Κι αν όλα τα παραπάνω έπρεπε να είναι ‘συμπυκνωμένα’ κάπου, δεν θα ήταν αλλού από το “Buena Vista Social Club”.

Buena Vista Social Club


      Αποτελώντας μια μουσική και χορευτική λέσχη, το “Buena Vista” ήταν μια μήτρα πολιτισμού, στην οποία συναντιόνταν μουσικοί και χορευτές της εποχής και γεννιώνται καινούργοι ήχοι. Την εποχή της άνθισης, τα προγράμματα που παρουσιάζονται καθιστούν διάσημους τους τραγουδιστές εκείνης της περιόδου, τόσο εντός των τειχών, όσο και στις Η.Π.Α. Το ταλέντο τους, η αυθεντικότητά τους και η καλλιτεχνική τους ταυτότητα, τους επιτρέπει να διεκδικούν μερίδιο φήμης από τους διάσημους μουσικούς και τραγουδιστές των μεγάλων μουσικών σκηνών της Αμερικής. Tο πλήρωμα του χρόνου όμως, που έρχεται στα τέλη της δεκαετίας του ’40, υποχρεώνει τη λέσχη σε παρακμή και σε οριστικό κλείσιμο, αφανίζοντας τον ζωτικό χώρο των καλλιτεχνών. Η Κουβανική επανάσταση, που ξεκινά δειλά - δειλά το ‘53 και το Αμερικανικό εμπάργκο που, ως απόρροια του Ψυχρού Πολέμου, επιβάλλεται το ’60, επέφεραν κοινωνικές αλλαγές που ήταν πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστούν από τον κουβανικό λαό, μη εξαιρουμένων και των διάσημων του Buena Vista. Οι όποιες σκέψεις ή απόπειρες για φυγή στο εξωτερικό (και κυρίως στις Η.Π.Α. όπου υπήρχαν οι προϋποθέσεις για μια καριέρα) ‘σκόνταφταν’ στο τείχος που είχε υψωθεί από την κυβέρνηση του Αϊζενχάουερ. Το αποτέλεσμα ήταν να εγκλωβιστούν εντός της χώρας και να ασκούν, πέραν της μουσικής, πλήθος άλλων επαγγελμάτων για να ζήσουν. “Buenavista”, για την ιστορία λεγόταν μια γειτονιά της Αβάνας, όπου εκεί είχε ιδρυθεί, από το 1932, το ομώνυμο κλαμπ. Εκείνη την εποχή τα κλαμπ στην Κούβα ήταν διαχωρισμένα σε λευκά (white societies) και μαύρα (black societies). Ο κοινωνικός σύλλογος Buenavista λειτουργούσε ως μαύρη κοινωνία, η οποία είχε τις ρίζες της σε ένα cabildo. Οι Cabildos ήταν αδελφότητες που οργανώθηκαν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα από τους αφρικανούς σκλάβους.  Αυτά τα κλαμπ λειτουργούσαν ως κέντρα αναψυχής όπου οι εργάτες πήγαιναν κι έπιναν, έπαιζαν παιχνίδια, χόρευαν και άκουγαν μουσική. 
     Το Buena Vista Social Club είναι επί της ουσίας ένα κίνημα, που ως στόχο έχει την διάσωση και τη διάδοση της παραδοσιακής κουβανέζικης μουσικής. Για να καταλάβουμε όμως ακριβώς για το τι πρόκειται και γιατί έγινε παγοσμίως γνωστό τα τελευταία χρόνια, είναι απαραίιτητο ένα χρονικό άλμα 22 ετών στο παρελθόν: Τον Μάρτιο του 1996, ο Nick Gold, ιδιοκτήτης της λονδρέζικης εταιρείας World Circuit Records, ζήτησε από τον Ry Cooder, τον πασίγνωστο κιθαρίστα, να τον συνοδέψει στην Κούβα όπου σκόπευε να ηχογραφήσει ένα δίσκο με Αφρικανούς και Κουβανούς κιθαρίστες. Ο ‘σύνδεσμος’ θα ήταν ο O Juan de Marcos Gonzalez, ο οποίος συζήτησε με τον Nick Gold, την ιδέα της ηχογράφησης παραδοσιακής κουβανέζικης μουσικής, από παλιούς Κουβανούς μουσικούς. Οι δυο τους είχαν συνεργαστεί ξανά στο παρελθόν, με τα album των Sierra Maestra. Ο Nick μίλησε με τον Ry προκειμένου να αναλάβει την παραγωγή μαζί του, ενώ ο Juan de Marcos θα ήταν ο μουσικός διευθυντής. O Cooder, εντωμεταξύ, είχε επισκεφτεί την Αβάνα τη δεκαετία του `70, όταν ο Φιντέλ Κάστρο, παρά το εμπάργκο και τον ψυχρό πόλεμο των ΗΠΑ, επέτρεψε σε μια ομάδα μουσικών (όπως ο Stan Getz και ο Dizzy Gillespie) να επισκεφτούν την Κούβα με αντάλλαγμα να δώσουν μια συναυλία εκεί. Από τότε ο Cooder έψαχνε ευκαιρία να επιστρέψει και να συνεργαστεί με ντόπιους μουσικούς.

Compay Segundo / Ry Cooder


    Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι Αφρικανοί ‘κόλλησαν’ στο Παρίσι, αλλά ο Cooder με τον Gold δεν το έβαλαν κάτω και βγήκαν στην Αβάνα ψάχνοντας για Κουβανούς καλλιτέχνες. "Υπήρχε κάποια επείγουσα ανάγκη εδώ", λέει ο Cooder. "Ήρθαμε στο τέλος της μουσικής κουλτούρας. Υπάρχουν ακόμη αρκετοί από τους μουσικούς που έμειναν ζωντανοί για να το κάνουν, αλλά μένουν στα χέρια αυτών των λίγων ανθρώπων που έχουν απομείνει… ". Το αποτέλεσμα ξεπέρασε κατά πολύ τις φιλοδοξίες τους. Στο παλιό στούντιο Egrem της Αβάνας συγκεντρώθηκαν τελικά πράγματι τα μεγαλύτερα ονόματα εν ζωή στη μουσική ιστορία της χώρας: Όπως ο μπασίστας Orlando "Cachaito" López, ο κιθαρίστας Eliades Ochoa κι ο ίδιος ο  González (ο οποίος ο ίδιος οργάνωσε ένα παρόμοιο έργο για το Afro-Cuban All Stars) . Μια αναζήτηση για επιπλέον μουσικούς οδήγησε στην ομάδα τον τραγουδιστή Manuel "Puntillita" Licea , τον πιανίστα Rubén González και τον εξέχοντα καλλιτέχνη Compay Segundo.

Buena Vista Social Club - El Cuarto De Tula (1997)


      Ο τελευταίος αξίζει λίγο παραπάνω την προσοχή μας: Γεννημένος το 1907, διάσημος ήδη από τη δεκαετία του ’20 και του ’30, ο Segundo, εφευρέτης της 7-χορδης κιθάρας (το επονομαζόμενο “armonico”) και με φωνή βαρύτονου, ήταν ήδη θρύλος στη χώρα του, πριν την επανάσταση, αλλά και μετά. Ο απόλυτος εκφραστής του ‘son’, που μετά το κλείσιμο της λέσχης, συμπλήρωνε τα εισοδήματά του από την μουσική τυλίγοντας πούρα. Υπήρξε πράγματι ένας θρύλος πριν καν της επανάστασης στην πατρίδα του. Λόγω του εμπορικού εμπάργκο των ΗΠΑ -Κούβας , το όνομα του Segundo ήταν σχεδόν άγνωστο στα States πριν τον ανακαλύψει ο Cooder. Στα 15 του άρχισε να παίζει και να συνθέτει μουσική. Το 1934 συμμετέχει στην πρώτη του μπάντα υψηλών διακρίσεων. Ωστόσο από το 1942 σχηματίζει ένα ντουέτο με τον τον Lorenzo Hierrezuelo, που το ονομάζουν Los Compadres. ‘Ηταν τότε που - ο γεννημένος ως Francisco Repilado - παίρνει το όνομα “Compay” (που σημαίνει “compadre”- συνεταίρος, στην τοπική αργκό) και ως επώνυμο “Segundo” (αυτός που κάνει δεύτερη φωνή στο τραγούδι). Τότε δόθηκε στον Compay η μεγάλη ευκαιρία να συνθέσει και να αναδείξει τις πιο δημοφιλείς συνθέσεις: το μελοδραματικό "Huellas del pasado", τη συναισθηματική "Macusa", το εμπνευσμένο από τη μνήμη της πρώτης κοπέλας του, όταν ήταν 15 ετών, και την ‘ειρωνική’ “Vicenta”:

Compay Segundo - Vicenta (1999)


    “Στα τραγούδια μας απευθυνόμαστε στα απλά πράγματα που δεν μιλούσαν οι άλλοι”, εξήγησε ο Compay Segundo. "Στους ανθρώπους τότε άρεσε αυτή η ποίηση της μουσικής μας. Κι επιπλέον δεν ήμασταν θορυβώδεις“. Την επόμενη χρονιά δημιούργησε την αμιγώς δική του μπάντα, την Compay Segundo y sus Muchachos, αρχικά ως τρίο και στη συνέχεια ως κουαρτέτο. Μετά την επανάσταση του ’59, που σήμανε και το τέλος της λέσχης του Buena Vista, ο Compay επέστρεψε, ανακουφισμένος κατά κάποιο τρόπο, στο εργοστάσιο καπνού της H Upman. “Θα δούλευα στο εργοστάσιο και όταν οι μουσικοί με χρειάζονταν θα μου τηλεφώνησαν. Αυτό μου επέτρεψε να συνεχίσω τις δύο δραστηριότητες ταυτόχρονα, χωρίς κανένα πρόβλημα. Για μένα το πούρο είναι εξίσου σημαντικό και απαραίτητο με τη ζωή μου ", έλεγε αργότερα ο μεγάλος μουσικός. Τελικά,το 1970, συνταξιούχος πλέον, αποχώρησε από την εταιρεία, πήρε το αρμονικό του, αναμόρφωσε τους Compay Segundo y sus Muchachos και έκανε μάλιστα και άλμπουμ. Αργότερα θα παίξει με το διάσημο Quartet Patria, στην Ουάσινγκτον το 1989, σε ένα Φεστιβάλ που διοργανώθηκε από το Smithsonian Institute. Ήταν εκείνη την στιγμή που το τραγούδι του “Chan Chan” έλαβε την πρώτη του δημόσια παράσταση. Tο τραγούδι έγινε αργότερα μεγάλη επιτυχία σε όλο τον κόσμο.

Compay Segundo - Chan Chan (1997)


   Πίσω πάλι στις ηχογραφήσεις του 1996: Το προϊόν όλων αυτών ήταν ένα καταπληκτικό υλικό, το οποίο. αποτυπώνεται σε τρεις δίσκους, οι οποίοι μεταφέρουν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, αυτούσιο το χρώμα της κουβανέζικης μουσικής. Οι ηχογραφήσεις και των τριών δίσκων γίνονται μέσα σε μόλις έξι ημέρες στα Egrem Studio (πρώην RCA), στην Αβάνα, την άνοιξη του ‘96, ενώ γίνονται και επιπρόσθετες ηχογραφήσεις στο Λος Άντζελες. Η τελική μίξη γίνεται στο Λονδίνο, ώστε να κυκλοφορήσουν στα τέλη του 1997 με την ετικέτα της World Circuit. Αυτά ήταν τα A Toda Cuba le Gusta (από τους Afro-Cuban All Stars), το Introducing Ruben Gonzales και το Buena Vista Social Club. Το τελευταίο πήρε το όνομά του απ΄το προαναφερθέν κλαμπ της παλιάς Αβάνας, αλλά κι από ένα ομώνυμο τραγούδι - από τα πρώτα που ηχογραφήθηκαν – ένα danzón, που το είχε γράψει ο θείος του Cachaito, ο Orlando (για άλλους ο Orestes) Lopez . Μπήκε λοιπόν το κομμάτι στο δίσκο και τελικά - με απόφαση του Gold - αποφάσισαν να δώσουν αυτό τον τίτλο σε όλο το άλμπουμ.

Buena Vista Social Club - Buena Vista Social Club (1997)


      Ο ίδιος ο Cooder μπήκε μάλιστα στον πειρασμό κι έπαιξε slide guitar. Ο αριθμός των συμμετεχόντων μουσικών και τραγουδιστών ξεπερνούσε τους είκοσι. Σε όλη αυτή την ομάδα, σε όλο αυτό το συγκρότημα λοιπόν, δόθηκε (επίσης) το όνομα “Buena Vista Social Club” (BVSC). Συμπυκνώνει με τον καλύτερο τρόπο την “χρυσή μουσική εποχή” της Κούβας μεταξύ του 1930 και του 1950, προπολεμικά δηλαδή και μεταπολεμικά. Το υλικό του δίσκου περιλαμβάνει μια ποικιλία στιλ της κουβανέζικης μουσικής: ξεκινά από τα αστικά τραγούδια της Αβάνας, περνά στα τραγούδια της ενδοχώρας του Σαντιάγκο και φτάνει μέχρι και συνθέσεις του περασμένου αιώνα, σαν τη “Bayamesa” (1869). Πρόκειται για μια πραγματική παρέλαση ερωτικών boleros, up-tempo ρυθμών Latin, mambo και danzón, son και descarga.

Buena Vista Social Club - Bayamesa (1997)


     Η ψυχή του δίσκου ήταν ο Compay Segundo”, έλεγε ο Cooder. “Αυτός ήξερε τα καλύτερα τραγούδια και πώς πρέπει να παιχτούν…. επειδή τα παίζει από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου”.  Και να σκεφτεί κανείς ότι το ’96 ο Segundo ήταν σχεδόν 90 ετών! Όχι φυσικά ότι οι υπόλοιποι ήταν στο σύνολό τους παιδαρέλια. Σύμφωνα με μια πετυχημένη παρομοίωση, η ομάδα έμοιαζε περισσότερο με …παρέλαση των ΚΑΠΗ!!! Φορούσαν  γραφικά καπελάκια (παναμάδες), καουμπόικα στέτσον, μπερέδες α λα Τσε Γκεβάρα ή άσπρα ψαθάκια και στέκονταν ευθυτενείς - έτσι όπως μόνο οι ηλικιωμένοι μπορούν να σταθούν. Ο ίδιος ο Compay, κρατώντας ένα πούρο Cohiba στο χέρι, σιγοτραγουδάει ένα απ΄τα αγαπημένο του guajiras - τραγούδια της ενδοχώρας με ισπανική αγροτική προέλευση - το πασίγνωστο “Guantanamera” (κομμάτι που δε συμπεριλήφθηκε τελικά στο επίσημο άλμπουμ):

Guantanamera


     Άλλη αποκάλυψη του όλου εγχειρήματος - κυρίως για τους ανίδεους μη Κουβανέζους - ήταν ο βετεράνος - εβδομηντάχρονος τότε - τραγουδιστής Ibrahim Ferrer. Τον έψαξαν και τον μάζεψαν κυριολεκτικά απ΄τον δρόμο, αφού η λεπτή φωνή του έπαψε να είναι ‘στη μόδα’ απ΄τη δεκαετία του ΄60. Οι μουσικοκριτικοί τον αποκαλούσαν ‘φαφούτη Sinatra’. Πραγματικό γέννημα θρέμα των social club - την μάνα του, λένε, την έπιασαν οι πόνοι πάνω σε έναν χορό σε κλαμπ. Μαζί του τραγουδάει και η μοναδική γυναικεία παρουσία της συντροφιάς, η Omara Portuondo. Τα μουσικά έντυπα την ονομάζουν άλλοτε ‘Edith Piaf της Κούβας’, άλλοτε ‘κουβανέζα Billie Holliday’ κι άλλοτε - σαφώς πιο υποτιμητικά - ‘Diana Ross της Καραϊβικής’.
      Το άλμπουμ αμέσως έγινε μια διεθνής επιτυχία. Οι κριτικοί ανά τον κόσμο το αποθέωσαν. Κυριολεκτικά ‘σπάει ταμεία’, καθιστώντας το γκρουπ διάσημο, καλώντας το από παντού για συναυλίες. Μπήκε μάλιστα και στη λίστα του Rolling Stone (Νο 260 παρακαλώ) με τα ‘500 καλύτερα άλμπουμς όλων των εποχών’. Κέρδισε και βραβείο Grammy. Μέχρι το 2015 είχε πουλήσει πάνω από 12 εκατ. αντίτυπα.
      Ωστόσο ο Cooder δε σταμάτησε εκεί την προσπάθειά του. Μετά το πέρας των ηχογραφήσεων και την κυκλοφορία των δίσκων, συνεργάζεται με τον Γερμανό σκηνοθέτη Wim Wenders (γνωστό του απ΄την ταινία “Paris, Texas”), προκειμένου να προχωρήσουν στην δημιουργία ενός φιλμ που θα αφορά τον Ibrahim Ferrer. Το ντοκιμαντέρ κυκλοφορεί με το όνομα “Buena Vista Social Club Presents: Ibrahim Ferrer” και ξεδιπλώνει το χρονολόγιο του βίου του σπουδαίου τραγουδιστή. Τα πλάνα του Wenders με τους τραγουδιστές στους δρόμους της Νέας Υόρκης (εν όψει της εμφάνισης στο Carnegie Hall) είναι συγκλονιστικά. Κουβαλώντας στις πλάτες τους μια ζωή γεμάτη στερήσεις, τώρα, βλέπεις την ψιλόλιγνη σιλουέτα του Ferer να περπατά ανάμεσα στους ουρανοξύστες και να εντυπωσιάζεται από τα φώτα και τη μεγαλοπρέπεια των κτιρίων. Ο Wenders, βρίσκει την ευκαιρία να βιντεοσκοπήσει παράλληλα και τους συντελεστές των προαναφερθέντων δίσκων, μουσικούς και τραγουδιστές, έναν προς έναν, παίρνοντάς τους συνεντεύξεις. Έτσι δημιουργείται το δεύτερο ντοκιμαντέρ «Buena Vista Social Club», το οποίο κυκλοφορεί το 1999 και κερδίζει και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ τον επόμενο χρόνο.Στο διάρκειας εκατό λεπτών φιλμ, πέραν από τα των συνεντεύξεων, προβάλλονται και πλάνα από τις ηχογραφήσεις στο Egrem studio. Αξίζει να σημειωθεί πως η ηχογράφηση γίνεται με την παλαιά μέθοδο, όπου όλοι οι μουσικοί κάθονται τριγύρω από τον τραγουδιστή και παίζουν ταυτόχρονα. Μια τεχνική που απαιτεί μεγάλη δεξιοτεχνία και μέγιστη αυτοσυγκέντρωση, καθώς κάθε λάθος ενός από τους μουσικούς ή τους τραγουδιστές, σημαίνει επανάληψη της ηχογράφησης του τραγουδιού από την αρχή. Το αποτέλεσμα είναι μια ηχογράφηση που κυλά φυσικά, δίχως κόψε - ράψε. Μάλιστα, οι πιο προσεκτικοί ακροατές θα μπορέσουν να διακρίνουν ανάμεσα στις παύσεις των τραγουδιών τους ψιθύρους του μαέστρου, καθώς μετρά τα μέτρα των μουσικών παύσεων και προετοιμάζει την ορχήστρα για τη στιγμή που θα ξαναπαίξει. Μη χάσετε την ευκαιρία να δείτε αυτό το ‘musicumentary’, ακόμη κι αν δεν είστε λάτρεις - ακόμη - της κουβανέζικης μουσικής. Αν μη τι άλλο η τελευταία σκηνή, με τη σημαία, είναι άκρως συγκινητική…

The making off (short film)


     Αυτό που δείχνει το φιλμ “είναι κομμάτια της καθημερινής ζωής στην Κούβα, ο τύπος που κουβαλάει μια τηλεόραση στο δρόμο, ο άλλος που ξεφορτώνει ένα ψυγείο, ένα σωρό λεπτομέρειες τέτοιες που βγήκαν πολύ όμορφες στο πανί. Ηταν ακόμα εκείνο το ντουέτο που κάναμε με τον Ibrahim Ferrer, που δέν ξέραμε οτι μας ηχογραφούν εκείνη την ώρα, και τη στιγμή που τραγουδάμε μαζί εγώ δακρύζω επειδή πραγματικά είχα συγκινηθεί που ο Ibrahim τόσα χρόνια ποτέ δέν είχε τραγουδήσει σαν σολίστας και τώρα το κοινό τον αποθεώνει όπως του αξίζει ...αυτο το είδα μετά στην ταινία και σκέφτηκα, τί όμορφη στιγμή και πόσο γεμάτη συναίσθημα που έπιασε ο φακός…”, θυμάται η Omara Portuondo.

Omara Portuondo


Η ταινία όταν κυκλοφόρησε έτυχε ευρείας αποδοχής από τους κριτικούς και ήταν υποψήφια για το Όσκαρ ‘Καλύτερου Ντοκιμαντέρ’, ενώ απέσπασε διάφορα άλλα βραβεία, όπως αυτό του ‘Καλύτερου Ντοκιμαντέρ’ στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου. Τόσο η επιτυχία του άλμπουμ, όσο και της ταινίας αναβίωσε το διεθνές ενδιαφέρον για την παραδοσιακή μουσική της Κούβας και της Λατινικής Αμερικής γενικότερα. “Με αυτό το εγχείρημά μας, ο κόσμος ανακάλυψε ξανά την κουβανέζικη μουσική. Για πολλά χρόνια, η παραδοσιακή μας μουσική ακουγόταν μόνο στο νησί. Μετά την κυκλοφορία του album, μια νέα γενιά άκουσε τη μουσική μας και ο κόσμος ενδιαφέρθηκε και πάλι για αυτή. Είναι εντυπωσιακό όταν παρουσιάζεις τα τραγούδια σου σε πολύ μακρινά μεταξύ τους μέρη και βλέπεις το κοινό να χορεύει και να απολαμβάνει τη μουσική, ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνει τις λέξεις. Αυτό δεν έχει σημασία. Η μουσική ξεπερνά τα σύνορα και είναι τιμή να λειτουργείς ως ‘πρεσβευτής’ της παραδοσιακής κουβανέζικης μουσικής”, λέει η Portuando.

Buena Vista Social Club - Candela (1997)


     Τελικά ο Ferrer απεβίωσε το 2005, 78 ετών κι ο Rubén González το 2003 στα 84 του. Ο Compay Segundo πίστευε, κατά τα λεγόμενά του, ότι ήταν η …σούπα αρνίσιου κρέατος, που τον κράτησε δυνατό στη ζωή. Επίσης, συνέστησε, "δεν πρέπει να έχετε πάρα πολλά καλά πράγματα, έτσι θα έχετε πάντα την επιθυμία για περισσότερα και δεν θα βαρεθείτε. Δεν καθόμουν στη γωνία περιμένοντας το θάνατο: ο θάνατος πρέπει να με ψάξει,…ελπίζω να φτάσω τα 100 και να ζητήσω παράταση”. Πέθανε όμως το 2003, τέσσερα χρόνια και τέσσερις μήνες λιγότερο από το στόχο του.  Αρκετά από τα εν ζωή μέλη της Buena Vista Social Club, όπως ο τρομπετίστας Manuel “Guajiro” Mirabal , βιρτουόζος του tres Barbarito Torres και τρομπονίστας και αρχιμουσικός Jesus “Aguaje” Ramos, σήμερα περιοδεύουν σε όλο τον κόσμο , με διεθνή αναγνώριση. Έχουν πλέον μαζί τους και κάποια νέα μέλη , όπως ο τραγουδιστής Carlos Calunga, ο βιρτουόζος πιανίστας Rolando Luna και μερικές φορές η τραγουδίστρια Omara Portuondo , ως μέρος ενός 13μελούς συγκροτήματος με το όνομα Orquesta Buena Vista Social Club. Είκοσι χρόνια έχουν περάσει από τότε που οι Orquesta Buena Vista Social Club εμφανίστηκαν, για πρώτη φορά, στο κοινό του Carnegie Hall στη Νέα Υόρκη, δίνοντας ένα εκρηκτικό live show με παγκόσμια απήχηση.  Γιορτάζοντας τότε, αυτή την διαφορετική ‘εφηβεία’ και στο πλαίσιο της παγκόσμιας περιοδείας τους, οι Orquesta Buena Vista Social Club μαζί με την Omara Portuondo, επισκέφθηκαν και την Ελλάδα και συγκεκριμένα την Αθήνα, την Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013, στο ‘Βοτανικός Live Stage’, για μια μεγάλη συναυλία στους μαγικούς ρυθμούς της Κούβας. Το επανέλαβαν μάλιστα την επόμενη χρονιά, στις 8 Ιουλίου 2014, στο Θέατρο Πέτρας.

Orquesta Buena Vista Social Club - El Carretero” (2013, Live in Athens)


Περιμένουμε να μας ξανάρθουν σύντομα. Κι όπως τόνισε η Portuondo: "Τα τραγούδια τους είναι τραγούδια που ο κόσμος περιμένει να ακούσει ξανά”!

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018



GARY MOORE PHIL LYNOTT


The Story Behind Α Strange Relationship



    Stormont, Ανατολικό Μπέλφαστ, 1952. Ένα παιδί, ονόματι Robert William Gary Moore γεννιέται, έχοντας πατέρα τον Bobby Moore, έναν οργανωτή συναυλιών. Τρία χρόνια πριν, το 1949, είχε γεννηθεί ο Philip Parris Lynott, παιδί χωρισμένων γονιών, ο οποίος μεγαλώνει με τους παπούδες του στο Δουβλίνο. Λίγο καιρό αργότερα, η μοίρα τους θα ενωθεί μέσω του συγκροτήματος Skid Row. ‘Εκτοτε η σχέση τους θα περάσει από σαράντα κύματα και θα τους στιγματίσει για όλη την υπόλοιπη ζωή τους.
    Ο Moore μεγάλωσε σε μια προβληματική οικογένεια με τέσσερα ακόμη αδέρφια. Η αγάπη του για την μουσική τον έκανε να πάρει την πρώτη του κιθάρα σε ηλικία μόλις οκτώ ετών. Παρόλο που ήταν αριστερόχειρας, έμαθε να παίζει με το δεξί. Σε ηλικία 14 ετών αγοράζει μια Fender Telecaster κι αρχίζει να παίζει μανιωδώς. Φτιάχνει με τους συμμαθητές του μία σχολική μπάντα, τους “Beat Boys”, παίζοντας κυρίως διασκευές γνωστών τραγουδιών. Γρήγορα εξελίσσεται σε παιδί-θαύμα και βιρτουόζο της κιθάρας. Οι πρώτες του επιρροές ήταν ο Elvis Presley και οι Beatles. Λόγω της ιδιότητας του πατέρα του βλέπει κι ακούει  πολλά ιερά τέρατα της μουσικής που έρχονταν για κάποια live στο Μπέλφαστ. Έτσι είδε από κοντά τον Jimi Hendrix, τους Bluesbreakers του John Mayall, τους Who και τους Fleetwood Mac. Είχε πλέον αποφασίσει  τι θα έκανε στη ζωή του. Το καλοκαίρι του ’66 κυκλοφορεί το θρυλικό “Beano” του Mayall. Το άκουγε και το ξανάκουγε. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. ‘Ετσι, σε ηλικία 16 ετών, το σκάει απ΄το σπίτι του – την εποχή μάλιστα που άρχιζαν οι μεγάλες ταραχές στη Β. Ιρλανδία. Μετακομίζει στο Δουβλίνο, προστατευόμενος για λίγο από τον κιθαρίστα των Fleetwood Mac, Peter Green. Η φιλία τους αυτή κράτησε για πάντα. Ο ένας θαύμαζε τον άλλο, όπως ένας σοφός δάσκολος τον ταλαντούχο μαθητή κι αντίστροφα. Μάλιστα, όταν ο Green έφυγε από τους Mac, έδωσε στον Moore την κιθάρα του: μια Les Paul Standard, του ΄59 ! “Είναι η καλύτερη κιθάρα που έπαιξα ποτέ ... έχει μια μαγεία από μόνη της και έναν ήχο που δεν έχω ακούσει ποτέ από οποιαδήποτε άλλη κιθάρα”, έλεγε ο ίδιος ο  Moore αργότερα.
     Στο Δουβλίνο, με τις περγαμηνές του καλύτερου νέου κιθαρίστα του Μπέλφαστ, κεντρίζει το ενδιαφέρον του μπασίστα Brendan "Brush" Shiels, ηγέτη του blues rock συγκροτήματος Skid Row. Άμεσα εντάσσεται στο γκρουπ. Δεν ήταν ούτε 17 ετών! Μαζί θα ηχογραφήσει τα μοναδικά άλμπουμς της μπάντας, πρωταγωνιστώντας στην κιθάρα και στα φωνητικά, Skid (1970) και 34 Hours (1971). Εκεί θα κάνει και μία απ΄τις σημαντικότερες γνωριμίες της ζωής του: τον Phil Lynott, ο οποίος βρισκόταν στο γκρουπ από το 1967. Παίζουν μαζί, γνωρίζονται, δίνουν παραστάσεις, μοιράζονται την ίδια σκηνή, για πρώτη φορά. Αυτό όμως δεν κράτησε ούτε έναν χρόνο, αφού ο Lynott αφήνει την μπάντα για να ιδρύσει τους Thin Lizzy. O Gary με τη σειρά του εγκατέλειψε το συγκρότημα τον Δεκέμβριο του 1971. Σε ηλικία 19 ετών κάνει δικό του γκρουπ, τους Gary Moore Band. Η προσπάθεια χαρακτηρίζεται μάλλον αποτυχημένη, ωστόσο προλαβαίνει να κυκλοφορήσει ένα άλμπουμ, το 1973, με τίτλο Grinding Stone.

Skid Row - Night of the Warm Witch (1971)


    Στο μεταξύ, κι ενώ τα πράγματα στους Thin Lizzy πήγαιναν σχετικά καλά (ιδίως μετά την επιτυχία με το “Whiskey In the Jar”), εντελώς ξαφνικά ο κιθαρίστας τους, Eric Bell, παρατάει την μπάντα, εν μέσω συναυλιών, στα κρύα του λουτρού. Ήταν Πρωτοχρονιά του 1974. Ο Lynott χρειαζόταν άμεσα κι απελπισμένα έναν καλό γνώστη της εξάχορδης θεάς. Έτσι καλεί τον παλιό του συμπαίχτη απ’ τους Skid Row, τον Gary Moore, να συνεργαστούν μαζί για δεύτερη φορά. Ο Gary δέχεται. Τελειώνουν πετυχημένα τις παραστάσεις και μετά πείθεται να μείνει στην μπάντα. Αυτός έχει μπει για τα καλά στο πετσί της μπάντας και οι Lizzy με τη σειρά τους ανανεώνονται με την συνεισφορά του. Έτσι μπαίνουν αμέσως στο στούντιο για τις ανάγκες του τέταρτου άλμπουμ του γκρουπ, με τίτλο Nightlife.  Κι όμως, πάλι ξαφνικά, ο Gary φεύγει απ΄τους Thin Lizzy, τον Απρίλη του ’74, πριν καν την κυκλοφορία του άλμπουμ. Προλαβαίνει όμως να ηχογραφήσει μερικά κομμάτια και κυρίως το “Still In Love With You”. Μια ρομαντική, μελαγχολική μπαλάντα που έμελλε να είναι και η καλύτερη της μπάντας. Το κομμάτι στον δίσκο πιστώνεται μόνο στον Lynott και το θέμα έχει να κάνει ίσως και με την “απόδραση” του Gary. Είναι αλήθεια - όπως παραδέχτηκαν πολλοί γνωστοί του κατά καιρούς - ότι ο Phil ήταν εγωιστής, πλεονέκτης και μονοφαγάς σε θέματα credit. Το εν λόγω τραγούδι είχε, σε μεγάλο βαθμό, γραφτεί από τον Moore, από το μακρινό 1969, αλλά δεν το είχε ποτέ ηχογραφήσει. Το έκανε λοιπόν πρώτη φορά στο στούντιο με τους Lizzy, παίζοντας και το ανεπανάληπτο σόλο. Μάλιστα ο αντικαταστάτης του, ο Brian Robertson, αρνήθηκε να ξαναπαίξει το σόλο του Gary στις νέες ηχογραφήσεις, αφού, όπως έλεγε, δεν θα μπορούσε να το κάνει καλύτερο. Το “Still In Love With You” πλέον δεν θα λείπει από καμία συναυλία των Thin Lizzy, μέχρι την διάλυσή τους, το 1983.

Thin Lizzy - Still in Love With You (1974)


    Ο Moore, μετά τους Lizzy, ψάχνει για κάτι νέο. Πέφτει στην περίπτωση, καθώς ο ντράμερ Jon Hiseman είναι στην αναζήτηση μελών για την νέα του μπάντα. Ο Hiseman ήταν από τα ιδρυτικά μέλη του συγκροτήματος Colosseum, μιας progressive jazz-rock ομάδας με αρκετό πειραματισμό. Όταν διαλύθηκαν σκέφτηκε να στήσει το γκρουπ απ΄την αρχή, με το πρωτότυπο όνομα…Colosseum II. Εκτός από τον Moore (κιθάρα, φωνητικά), επιστρατεύτηκαν για τον ίδιο σκοπό και οι Mike Starrs (vocals), Neil Murray (bass) και o - γνωστός μετέπειτα στους Rainbow - Don Airey (keyboards). Ο ήχος, ειδικά με την κιθάρα του Gary, γίνεται σαφώς βαρύτερος από ό,τι στο παλιό σχήμα. Με-πάνω κάτω-αυτό το lineup, ηχογραφούν τρία άλμπουμς: τα Strange New Flesh (1976), Electric Savage (1977) και War Dance (1977). Κοινό χαρακτηριστικό όλων είναι ότι το καθένα περιέχει instrumental κομμάτια, εκτός από ένα σε κάθε άλμπουμ, στο οποίο τραγουδά ο Moore. Παρακάτω μπορείτε να πάρετε μια ιδέα από την fuse jazz της μπάντας, με έναν εκπληκτικό Gary Moore στην κιθάρα κι έναν “φευγάτο” Don Airey στο Hammond, που θυμίζει κάτι από …Keith Emerson, των ELP.

Colosseum II - Dark Side of the Moog (1976)


     Τον Αύγουστο του ’78, o Moore φεύγει και ξαναπάει… στους Thin Lizzy! Μετά το live Live And Dangerous (1976) o Lynott αρχίζει να έχει αρκετά προβλήματα με τον Robertson. Έχουν να κάνουν κυρίως με αλκοόλ και κακή συμπεριφορά. Έτσι τον απολύει και στη θέση του ξαναφέρνει τον …παλιό, τον άσπονδο φίλο του, Gary Moore. Ο τελευταίος όμως προλαβαίνει και κυκλοφορεί έναν προσωπικό δίσκο, τον Back On the Streets (1978).  Αποτελεί την πρώτη αμιγώς προσωπική δουλειά του. Οι Thin Lizzy, με αντιπροσωπεία τα ιδρυτικά μέλη Lynott και Downey, δίνουν κι εδώ τα διαπιστευτήριά τους, συμμετέχοντας σε μερικά κομμάτια, μεταξύ των οποίων το “Dont Believe A Word” (από το άλμπουμ Johnny the Fox), το “Fanatical Fascists” και το διαμάντι του δίσκου, το “Parisienne Walkways”. Εδώ ο Lynott, εκτός απ’ τα φωνητικά, πιστώνεται και τους στίχους. Όπως ισχυρίζονται πολλοί, ο πρώτος στίχος “ I remember Paris in ’49 “, αναφέρεται έμμεσα (όχι στο Παρίσι) στον πατέρα του, τον Cecil Parris. Ας μην ξεχνάμε ότι και το ’49 ήταν το έτος γέννησης του  Phil. Ίσως να αποτελεί ένα είδος θρήνου για τον πατέρα του που δεν είχε ως παιδί κοντά του, με μία ρομαντική διάθεση. Κι ίσως να αποτελεί ό,τι καλύτερο συν-έγραψαν οι δύο μεγάλοι μουσικοί. Το κομμάτι έγινε το τραγούδι-υπογραφή του Moore, που δεν θα έλειπε, ως encore, από κανένα live που θα έκανε έκτοτε.

Gary Moore - Parisienne Walkways (1978)


    Ο ερχομός του στους Thin Lizzy, συμπίπτει με την επιστροφή του Downey στο γκρουπ, το οποίο ρεφορμάρεται. Στις αρχές του 1979 μπαίνουν οι βάσεις για ένα νέο φιλόδοξο project της μπάντας με το όνομα Black Rose: A Rock Legend. Χαρακτηρίστηκε ως το “καλύτερο και πιο πετυχημένο άλμπουμ” τους, φτάνοντας μέχρι το Νο 2 στα UK charts. Αυτή θα ήταν και η μοναδική φορά που ο Gary θα έμενε αρκετά στην μπάντα, τόσο όσο να ηχογραφήσουν και να κυκλοφορήσουν ένα άλμπουμ - εκτός απ΄τα περάσματά του, το ’74 και το ’77. Εκτός απ΄το παραδοσιακό κομμάτι-υπογραφή του άλμπουμ, “Roisin Dubh (Black Rose)”, ο Gary παίρνει credit και για το κομμάτι “Sarah”, αφιερωμένο στη νεογέννητη κόρη του Lynott (σ.σ. η προηγούμενη “Sarah” του ’72 αφορούσε την …γιαγιά του, που τον μεγάλωσε).

Thin Lizzy - Sarah (1979)


    Μετά τον αρχικό ενθουσιασμό του ερχομού του, τα προβλήματα στην μπάντα άρχισαν να γίνονται εμφανή. Ναρκωτικά, άσχημες συμπεριφορές, στην ημερήσια διάταξη. Εντελώς ξαφνικά-και πάλι-ο Moore εγκαταλείπει την μπάντα, για τελευταία φορά. Αυτό συνέβη στη μέση του αμερικάνικου tour, τον Ιούλη του ΄79. Η σόλο καριέρα αποτελούσε πλέον μονόδρομο για τον βιρτουόζο κιθαρίστα. Ήταν αποφασισμένος να πετύχει μόνος του. Πηγαίνοντας στο L.A. ξαναφτιάχνει ένα βραχύβιο γκρουπ, τους G-Force, με ονόματα όπως ο Mark Nauseef (πρώην Thin Lizzy κι αυτός), Glenn Hughes (ο οποίος αντικαταστάθηκε νωρίς απ΄τον Willie Dee) και Tony Newton. Ηχογραφούν για την Jet το ομώνυμο άλμπουμ G-Forceπου κυκλοφορεί το 1980. Χωρίς το label G-Force, o Gary με την ίδια σύνθεση κυκλοφορεί το 1982, ως δεύτερo προσωπικό άλμπουμ το Corridors of Power. Περιέχει εκτός των άλλων και μια εκπληκτική διασκευή του “Wishing Well” των Free.

Gary Moore - Wishing Well (1982)


     Γίνεται τεράστια επιτυχία κι ο δρόμος για την καθολική αναγνώριση του Moore είναι ήδη ανοιχτός. Γίνεται σαφέστατα αναγνωρίσιμος για το στιλ του (όπως και για τη φωνή του) κι επίσης ο κιθαρίστας που όλοι έψαχναν, όχι μόνο για την τρομακτική ταχύτητα του fretwork του, αλλά για το πάθος και την ειλικρίνεια στο παίξιμό του. Παρόλα αυτά δεν ενδίδει σε καμία πρόσκληση συμμετοχής σε κάποιο συγκρότημα. Η εμπειρία του, κυρίως με τους Lizzy, του είχε γίνει μάθημα. Φυσικά συνεργασίες έκανε πολλές, με διάσημους καλλιτέχνες, τόσο σε blues όσο και πιο classic rock φόρμες: George Harrison, Jack Bruce, Ginger Baker, Greg Lake, BB King, Albert King, Albert Collins και πολλοί άλλοι τζάμαραν και ηχογράφησαν μαζί του. Όπως και πάμπολλοι άλλοι τον αναφέρουν ως μεγάλη τους επιρροή. Οι Randy Rhoads, Joe Bonamassa, Jake E. Lee, Zakk Wilde, George Lynch, Andrian Smith, Kirk Hammett είναι μόνο μερικά απ΄τα ιερά τέρατα της κιθάρας που διδάχτηκαν από το στιλ του Gary Moore. Αυτό όμως που ενδιαφέρει περισσότερο το συγκεκριμένο άρθρο είναι η συνεργασία του - για τελευταία φορά - με τον παλαιό του φίλο, τον Phil Lynott φυσικά! Έγινε το 1985, με αφορμή το άλμπουμ του Gary, Run for Cover, σίγουρα το πιο εμπορικό του, μέχρι εκείνη την στιγμή. Σ’ αυτό συμμετέχει μια ζηλευτή πλειάδα φίλων και πρώην συνεργατών του. Εννοείται ότι δεν θα μπορούσε να λείπει ο Phil! Παίζει μπάσο σε πολλά κομμάτια και έχει τα κύρια φωνητικά στο (δικό του) τραγούδι “Military Man”. Θα αφήσει εποχή όμως η συμμετοχή του στο κομμάτι (του Gary) “Out In the Fields”. Θα ήταν απ΄τις τελευταίες ηχογραφήσεις του πριν τον θάνατό του, τον Γενάρη του 1986. Μιλάει σαφώς για τις ταραχές στη Β. Ιρλανδία. Οι δύο Ιρλανδοί θα αφήσουν το στίγμα τους με αυτή την συνεργασία, την τελευταία συνεργασία της ζωής τους.

Gary Moore & Phil Lynott - Out In the Fields (1985)


    Ο Gary θα συνέχιζε τον ανηφορικό δρόμο της επιτυχίας. Θα φτάσει στο peak της το 1990, με την κυκλοφορία του “Still Got the Blues”. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία - δεσμευόμαστε να την αναλύσουμε σε άλλο μας άρθρο…!

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018



ROKY ERICKSON


Mad Geniuses



Ξεκάθαρα ο Roky Erickson δεν είναι το είδος του cult θρύλου που εμπνέει αδιάφορες μαρτυρίες ή αναφορές. Είναι ότι αυτοί που γνωρίζουν τον αποκαλούν μουσικό των μουσικών. Στην πατρίδα του, το Ώστιν του Τέξας είναι κάτι περισσότερο και από αυτό. Είναι θεσμός και λατρεύεται στο ίδιο επίπεδο με μία παλιά του φίλη και κάποτε κάτοικο του Ώστιν, την Janis Joplin. Αυτός ο καινοτόμος της ψυχεδέλειας ίσως απέφυγε τον πρώιμο θάνατο, αντίθετα με ότι έγραψε η μοίρα για την Joplin. Αλλά κάποιοι αισθάνονται ότι είναι καταδικασμένος σε ακόμα πιό φρικιαστικό πεπρωμένο.

the 13th Floor Elevators - Splash 1 (1966)


Μετά το μοναδικό κλασικό ψυχεδελικό γκαράζ κομμάτι "You're Gonna Miss Me", οι the 13th Floor Elevators, η μπάντα που ο Roky έκανε στα 60'ς, αγκυροβόλησαν, όντας μπλεγμένοι σε ένα κουβάρι με προβλήματα ναρκωτικών και προσωπικών φιλονικιών. Έχοντας σταλεί σε ψυχιατρείο, κοντά στα τέλη του '60, για αρκετά χρόνια ο Erickson ποτέ δεν ανέκαμψε από το μαρτύριο ή τις διάφορες χημικές κραιπάλες. Όταν σκιαγραφήθηκε από το Rolling Stone το 1995, ο cult θρύλος ζούσε σε μία γκαρσονιέρα πίσω από ένα πορνείο στις παρυφές του Ώστιν. Περνούσε τις μέρες του ανοίγοντας ταυτόχρονα πέντε-έξι ηχητικές πηγές/συστήματα, "ένα σταθμό που έπαιζε rock, μουσική γκόσπελ, μία αστυνομική σειρήνα, μία ταινία με τέρατα στο βίντεο, το σήμα της τηλεόρασης," ανέφερε ο Don McLeese. Μπορεί να μην είχε πεθάνει, αλλά το μυαλό του στις περισσότερες εξωτερικές του εμφανίσεις ήταν σαλεμένο. Τι απέμεινε από τον Roky, τον κάποτε frontman της πρώτης ψυχεδελικής μπάντας του Τέξας είναι αβέβαιο. Στα μέσα του '60, ο έφηβος Erickson είχε ηχογραφήσει ένα υποσχόμενο, αλλά με ελάχιστη παραγωγή τοπικό single με τους the Spades, "You're Gonna Miss Me"/"We Sell Soul". Ακόμα και σε αυτό το σημείο, δεν υπήρχε παρανόηση σε αυτή την αμίμητη φωνή-σε ίσα μέρη Buddy Holly, Little Richard και καθαρή γεροντική άνοια, που ξέφευγε με τσιρίδες που σηκωνόταν η τρίχα και ουρλιαχτά σαν από πυροσβεστική σειρήνα. Ο Erickson πείστηκε να πάει σε μία έμπειρη μπάντα, τους the 13th Floor Elevators, οι οποίοι έκαναν ένα ριμέικ του "You're Gonna Miss Me". Το κομμάτι έγινε ένα μεγάλο περιφερειακό χιτ και μικρό σε Εθνική εμβέλεια. Η πιό ευρέως εμπορική επιτυχία που συνάντησε την διαδρομή του.

the 13th Floor Elevators - You're Gonna Miss Me (1966)


Το "You're Gonna Miss Me" διατηρούσε ένα καλό ποσοστό της χυδαιότητας του garage, αλλά η μπάντα ακολούθησε πιό ομολογουμένως ψυχεδελικές κατευθύνσεις τον καιρό του πρώτου τους άλμπουμ το 1966. Το "Roller Coaster", "Reverberation", "Don't Fall Down" και το "Fire Engine", όλα αντανακλούσαν την μανία του acid-rock. Στην από κιθάρα κυριαρχούμενη ορμή των Elevators δόθηκε μία παράξενη γεύση από το παράξενο jug παίξιμο του Tommy Hall. Το "Splash 1" ίσως το καλύτερο τραγούδι που τραγούδησε ποτέ ο Erickson, επίσης έδινε απόδειξη για τον τρυφερό, σταθερό και μελωδικό folk-rocker που κρυβόταν από κάτω. "O Roky ήταν δυναμίτης, φίλε", αναφωνεί ο original ντράμερ των the 13th Floor Elevators, John Ike Walton. "Έπαιζε φυσαρμόνικα, τραγουδούσε και καθοδηγούσε όλη την μπάντα μόνος του". Ο πρώην Τεξανός Chet Helms έπαιξε βασικό ρόλο στο να κλείνει εμφανίσεις για τους Elevators στο Avalon Ballroom στο Σαν Φρανσίσκο. Το γκρουπ έπαιζε τόσο συχνά εκεί ώστε μερικές φορές λανθασμένα να προσδιορίζεται σαν ένα πρώιμο ψυχεδελικό σχήμα του Σαν Φρανσίσκο. Για μερικούς μήνες στις αρχές του '66, η Janis Joplin έκανε backup φωνητικά στην μπάντα, αν και σύντομα θα γινόταν σόλο τραγουδίστρια με τους Big Brother & the Holding Company.
Ωστόσο ο χημικός "Διαφωτισμός" θα αποσπούσε τους πιό ενθουσιώδεις χρήστες ναρκωτικών της μπάντας. Ο Walton δεν ήταν χρήστης και τελικά θα έφευγε σε σύγχιση από τις υπερβολές στην χρήση ναρκωτικών από τα άλλα μέλη της μπάντας, ιδιαιτέρως του Erickson και του Hall. "Αυτοί οι τύποι θα έπαιρναν πολύ πράγμα πριν να παίξουν. Μετά από μερικά κονσέρτα στο Avalon ήταν τόσο χάλια που ο Roky δεν μπορούσε ούτε να τραγουδήσει. Θα έβγαινε και θα άνοιγε τον ενισχυτή του, θα καθόταν ακριβώς απέναντι από τον ενισχυτή και θα προσπαθούσε να κάνει παραμόρφωση με την κιθάρα του. Και απλά θα καθόταν εκεί. Έτσι ο Stacy (Sutherland o κιθαρίστας) και ο Ronnie Leatherman ο μπασίστας) και εγώ δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Αποφασίζαμε απλά, ας παίξουμε μπλουζ, ας τζαμάρουμε, ας παίξουμε διάφορα ανακατεμένα. Το κάναμε και ο Roky θα εξακολουθούσε να κάθεται εκεί πίσω με την πλάτη γυρισμένη στο κοινό και τον ενισχυτή του να ουρλιάζει. Πολύ ναρκωτικά φίλε. Δεν ξέρω πόσο πολύ είναι το πολύ, αλλά ήταν τόσο πολύ για τον Roky, επειδή ξέχναγε να τραγουδήσει...ξέχναγε ότι ήταν ο lead singer μας".

the 13th Floor Elevators - Slip Inside This House (1968)


Κάπου σε εκείνο τον χρόνο ο Roky βρήκε χρόνο να δώσει ένα χεράκι στην ηχογράφηση του πρώτου δίσκου των the Red Krayola, μία άλλη μπάντα του Τέξας στην International Artists, των οποίων η τόσο απίστευτα παράξενη μουσική έκανε τους Elevators να ακούγονται σχεδόν νορμάλ. "Ήταν ένας από εκείνους τους τύπους που ποτέ δεν έχουν αμφιβολίες για την κατεύθυνση που πηγαίνουν", ισχυρίζεται ο Mayo Thompson (Red Krayola). "Κάποιος θα κοίταζε τον Roky και θα ήξερε ότι ήξερε ακριβώς τι συνέβαινε, ότι ήξερε για το τι λέμε, ότι θα άκουγε την μουσική. Η εντύπωση που έχω γι'αυτόν ήταν ότι επρόκειτο για ένα τρομερά ευαίσθητο άτομο και τρομερά ταλαντούχο με πολύ ενέργεια, δύναμη, χάρισμα και όλα αυτά. Αλλά κατά μία συγκεκριμένη αίσθηση, ήταν κάποιος που χρειάζεται κάποιον άλλον να φροντίζει για διάφορες υποθέσεις για αυτόν σε κάποιο επίπεδο, αυτό είναι όλο. Δεν μου έμοιαζε εξασθενημένος με κανένα τρόπο". Ο Thompson φροντίζει να προσθέσει, "παίρνοντας σοβαρά την ιδέα να παίρνει ναρκωτικά κάθε μέρα είναι αμφισβητήσιμο. Αλλά ακόμα και σε μένα τότε, που ήμουν αγριεμένο παιδί και τέτοια...τον κοίταζες και σκεφτόσουν ότι είναι τελείως ακραίος". Το ανακάτεμα του προσωπικού στα μισά του δρόμου προς το δεύτερο άλμπουμ τους Easter Everywhere, ίσως είχε αποτέλεσμα στην δημιουργία μίας παρόμοιας, αλλά λιγότερο
εντυπωσιακής προσπάθειας σε σχέση με το ντεμπούτο τους. Το χρόνο για το τελευταίο στούντιο LP της μπάντας, ο Stacy Sutherland έγραφε το περισσότερο υλικό. Ο Erickson σύντομα θα αντιμετώπιζε ένα πολύ πιό πολύπλοκο δίλημμα από την διάλυση της μπάντας του. Συλληφθείς για μαριχουάνα στην πολιτεία του Τέξας, που είχε τη φήμη ότι μοίραζε σκληρές ποινές στους παραβάτες για ναρκωτικά, o Erickson επικαλέστηκε παράνοια. Σύμφωνα με την γνώμη μερικών φίλων του αυτό πρέπει να ήταν το χειρότερο λάθος στη ζωή του. Για τρία χρόνια ο Erickson περιορίστηκε στο Rusk State Hospital για τους παρανοικούς καταδικασμένους. Με την βοήθεια φίλων και οικογένειας, ο Roky τελικά κέρδισε την ελευθερία του στις αρχές του '70. Σαν μέρος της προσπάθειάς του να αποδείξει ότι ταιριάζει στην κοινωνία, ο Erickson έγραψε το πρώτο του βιβλίο Openers, μεγάλο μέρος του οποίου αντιμετωπίζει θέματα της Χριστιανικής θρησκείας, αν και οι απόψεις διίστανται στο κατά πόσο το κείμενο αντανακλά τις απόψεις του Roky για τον Χριστιανισμό. Τα ηλεκτροσόκ και η φαρμακευτική αγωγή χορηγήθηκαν στον Erickson στο Rusk, ωστόσο, είχαν υψηλό κόστος πάνω του, από το οποίο ποτέ δεν ανέκαμψε. Αρκετά γρήγορα έκανε ξανά μουσική. Ο Walton ήταν ένας από τους αρκετούς μουσικούς, με τους οποίους ο Erickson δούλεψε λίγο μετά την απελευθέρωσή του, αλλά ο John βεβαιώνει ότι ο Roky δεν ήταν πάντα τόσο μαζί του, ιδιαίτερα όταν περιπλανιόταν στην δίνη των ναρκωτικών. Ο Erickson θα ξέχναγε τους στίχους των τραγουδιών και σύμφωνα με την άποψη του Walton το παίξιμο της κιθάρας του είχε χειροτερεύσει. "Ήρθε και μου είπε, ΄Δεν θέλω να παίξω σε μία μπάντα με κάποιον που δεν του αρέσει το παίξιμο της κιθάρας μου΄.
Ο Roky ο χειρότερος κιθαρίστας στη γή" Ο Walton γελάει στοργικά. "Δεν γινόταν χειρότερα. Μπορούσε να παίζει ρυθμικά. Αλλά όταν θα άρχιζε να μπαίνει lead δεν τον ένοιαζε σε ποιό μουσικό κλειδί βρισκόταν. Έπαιζε τις ίδιες νότες. Ήταν απαίσιο, απλά τρομακτικό".

Roky Erickson - Burn the Flames (1986)


Στα φωνητικά το ταλέντο του Erickson παρέμενε άθικτο και σαν τραγουδοποιός ήταν πιό καταπληκτικός από ποτέ. Η εστίασή του ωστόσο μετακινείτο από την αιώρηση και την υπό την επήρεια ουσιών πνευματικότητα σε μία παράξενη ανάμειξη τόνων για δαίμονες, τέρατα και παραμορφωμένα πλάσματα που ανήκαν περισσότερο στα κόμικς και στις ταινίες τρόμου, παρά στο LSD. Μερικές live εμφανίσεις με τους cult ρόκερς του Τέξας the Sir Douglas Quintet στα μέσα του '70,  είχαν σαν αποτέλεσμα ο Craig Luckin, μάνατζερ του γκρουπ του Doug Sahm (the Sir Douglas Quintet), να χειρίζεται τις υποθέσεις του Erickson επίσης. Στα τέλη του '70, ο Roky είχε καθοδηγηθεί στο στούντιο για ένα κατάλληλο άλμπουμ με τον πρώην μπασίστα των Credence Clearwater Revival, Stu Cook να βρίσκεται στην καρέκλα του παραγωγού. Τα session ωστόσο δεν ήταν χαλαρή υπόθεση και όχι απλά επειδή ο Roky συνήθιζε να τραγουδάει εκείνο τον καιρό για δικέφαλους σκύλους. Πρώτα ο Luckin και ο Cook έπρεπε να τον βγάλουν από το ψυχιατρείο της πολιτείας του Τέξας, στο Ώστιν, όπου είχε διακομιστεί κατά την διάρκεια μίας κρίσης του. "Προσεγγίζω το θέμα ως εξής: αφού ο Roky ήταν έτσι, θα λέγαμε, απρόβλεπτος, δεν μπορούσες να πείς που θα μπορούσε να βρίσκεται σε σχέση με την επιθυμία του για δουλειά κάθε μέρα και κάθε ώρα της ημέρας", εξηγεί ο Cook. "Όταν παίρνει την αγωγή του, όσο κακό κι αν κάνει αυτό μακροπρόθεσμα, δουλεύει απόλυτα πρόσκαιρα. Ήταν συνεργάσιμος, είχε περιέργεια, ήταν αφυπνισμένος. Αλλά αλήθεια, δεν εστίαζε στην ηχογράφηση. Τελικά κατέληξα ότι ο τρόπος να γίνει ήταν να τον βάλεις στο στούντιο και απλά να είσαι διαρκώς από πάνω του. Έπρεπε να έχω τα πάντα έτοιμα γι'αυτόν και όταν κουραζόταν να κάνει ένα τραγούδι, έπρεπε αμέσως να πάμε σε άλλο. Έπρεπε να έχω έτοιμο ένα σετ από τραγούδια, ώστε να μεγιστοποιώ τον χρόνο που θα τον είχαμε μαζί μας". Μην αφήνοντας τίποτα στην τύχη ο Cook προσθέτει, "Όταν θα φτάναμε στο τέλος του τραγουδιού, θα το ξαναγυρνούσα πίσω και θα το κάναμε ακόμα μία φορά. Θα γέμιζα κάθε κομμάτι πρακτικά με τον Roky να τραγουδάει. Θα το έκανα και δεύτερη φορά, πάντα, πάντα, πάντα ηχογραφώντας οτιδήποτε ο Roky έλεγε ή έκανε. Θα ήμασταν στο control room και θα μιλάγαμε, θα είχα ανοιχτό το μικρόφωνο, θα έγραφα οτιδήποτε έλεγε ώστε οποιοδήποτε σχόλιο, κουβέντα κλπ να τα χρησιμοποιήσουμε στα τραγούδια. Έτσι τελειώναμε με μπομπίνες από άγριο, ασυγχρόνιστο υλικό από τον Roky. Πολύ από το οποίο αργότερα όταν δεν θα ήταν αυτός στο στούντιο θα καθόμουν μαζί με τον μηχανικό και θα τα περνάγαμε στην ηχογράφηση. Δεν ήμουν πάντα σίγουρος τι είχε ο Roky στο μυαλό του όσον αφορά στο τελικό προιόν. Προσωπικά νομίζω ήταν ένας τρομερός τραγουδοποιός. Νομίζω έχει αυτό το όραμα που είναι διαφορετικό από οποιουδήποτε άλλου τραγουδιστή που είχα δουλέψει μαζί ή και πολλών που είχα ακουστά μόνο. Αλλά δεν ήταν καθόλου οργανωμένος στην προσέγγισή του. Κάθε φορά που θα τραγουδούσε ένα τραγούδι θα το τραγούδαγε με διαφορετικούς στίχους. Είχε την ιδέα του τι ήθελε να κάνει, αλλά λόγω της κατάστασής του, δεν ήταν ικανός να το επαναλάβει. Με τους περισσότερους τραγουδιστές κάθε φορά είναι ίδια, απλά ψάχνεις για την special φορά ή να διορθώσεις μία flat ερμηνεία ή το αντίθετο. Με τον Roky ήταν περισσότερο αφηρημένο από αυτό. Έπρεπε να τον βοηθήσω να γράψει το τραγούδι με την έννοια ότι από ότι είπε ή τραγούδησε, έπρεπε να το συναρμολογήσω σε στίχους, να φτιάξω ρεφρέν. Το όλο θέμα ήταν όταν ο Roky άκουγε το άλμπουμ όταν ετοιμαζόταν-να παρακολουθείς τις αντιδράσεις του στο πως γίνονταν τα τραγούδια του. Αλλά του άρεσε".

 Roky Erickson and the Aliens - Two Headed Dog (1980)


Ωστόσο το Roky Erickson & the Aliens δεν ήταν επιτυχία. Δεν ήταν απλά επειδή ο Roky δεν μπορούσε να αρθρώσει παραπάνω από πέντε λέξεις όταν του έκανε συνέντευξη στο Λονδίνο ο Nick Kent. Ήταν επίσης επειδή το υλικό όλο ήταν παράξενο για το ευρύ κοινό, ακόμα κι αν τραγούδια όπως το "Two Headed Dog", το "Creature with the Atom Brain" και το "I Walked with a Zombie" εγγυόνταν ένα cult κοινό ανάμεσα σε εξαρτημένους από το LSD της δεκαετίας του '60 και στους νέους punk/new wave τύπους. Δεν είναι εντελώς ακριβές να πούμε ότι ο Erickson είχε εγκαταλείψει την ψυχεδέλεια, καθώς στην πραγματικότητα δεν έγραψε τους περισσότερους από τους στίχους των the 13th Floor Elevators. Ήταν συνήθως υπεύθυνος για τις μελωδίες στα τραγούδια τους, όχι για τους στίχους. Ο Cook συμφωνεί ότι το όραμα του Erickson είχε αλλάξει αρκετά από τις ημέρες στους Elevators. "Το συγκεκριμένο σετ υλικού που μου παρουσίασε είναι περισσότερο στις γραμμές ενός εφιαλτικού βιβλίου σε θέματα. Τον απασχολούσαν πολύ οι εξωγήινοι, άλλες μορφές ζωής, διαπλανητικές εισβολές και τέτοια. Πολλές φορές αλήθεια δεν μπορούσες να πεις-ο τρόπος που σε κοίταγε-αναρωτιόσουν, καλά τώρα με δουλεύει; Ή είναι τόσο σοβαρός; Ήθελα να το κρατήσω φωτεινό αν και το θέμα ήταν πιό πολύ εφιαλτικό, μακάβριο". Εάν ο Roky εξαπατούσε τον κόσμο δεν θα βοηθούσε την περίπτωσή του, όταν ανακοίνωσε το 1982 ότι στο σώμα του κατοικούσε ένας Αρειανός και προσπάθούσε να το επικυρώσει. Ο Craig Luckin ισχυρίζεται ότι αυτό ποτέ δεν επρόκειτο να θεωρηθεί αληθές. "Ποτέ δεν ήθελε να μιλήσει για το ψυχιατρείο ή την σύλληψη ή οτιδήποτε σχετικό με αυτά. Έτσι όταν αυτοί που του έκαναν συνέντευξη θα ρωτούσαν ΄που ήσουν μετά τους Elevators και μέχρι τώρα;΄ ή κάτι παρόμοιο, αυτό (με τον Αρειανό) θα ήταν η απάντησή του. Ήξερε ότι παριστάνοντας τον εξωγήινο ήταν ο μόνος τρόπος να μετατρέψει μία τραγική κατάσταση σε χιουμοριστική. Στις περισσότερες από τις τελευταίες συνεντεύξεις του, εξήγησε στον τύπο ότι ήξερε πώς ποτέ δεν υπήρξε εξωγήινος". Αλλά στις αρχές του '80, η εικόνα του Roky ως κάποιος που έχει υποστεί εγκεφαλική βλάβη είχε παγιωθεί στα μίντια. Το έδαφος που πιθανώς είχε κερδίσει σε μουσικές αξίες καταργήθηκε από την τάση του να δουλεύει με πρόχειρες μπάντες και να αγνοεί υπάρχοντα συμβόλαια, οδηγώντας σε κάτω του στάνταρ, βιαστικά οργανωμένα live και στούντιο άλμπουμ που ακούγονται περισσότερο μπανάλ παρά εξωγήινα. Ένα ακουστικό άλμπουμ του μέχρι που ηχογραφήθηκε σε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου Holiday Inn-και πραγματικά έμοιαζε να είναι μία από τις καλύτερες σόλο προσπάθειές του. Τα live για τον Roky ήταν ένα μαρτύριο, συχνά ανίκανος να σταθεί σε ολόκληρο το live ξεχνώντας το υλικό που είχε να παρουσιάσει ή απλώς χάνοντας το ενδιαφέρον του.

Roky Erickson - You Don't Love Me Yet (1995)


Ο Roky έκανε λίγες ηχογραφήσεις από τα μέσα του '80, αντιμετωπίζοντας ψυχολογικά προβλήματα και περιστασιακά εφόδους της αστυνομίας σχετικά με τους κύκλους της φαρμακευτικής του αγωγής. Το 1990 διώχτηκε για κλοπή αλληλογραφίας ενός γείτονα. Πολλοί φαν του συγκεντρώθηκαν για να τον υπερασπιστούν, δημιουργώντας ένα tribute άλμπουμ στην Sire (Where the Pyramid Meets the Eye: A Tribute to Roky Erickson), που ήταν μάλλον το μόνο πρότζεκτ που θα ένωνε τους R.E.M., ZZ Top και Butthole Surfers σε εξυπηρέτηση του ίδιου σκοπού (οι κατηγορίες κατέρρευσαν). O Henry Rollins εξέδωσε το Openers II, μία συλλογή με στίχους του Roky. Ο Roky έκανε μία αρκετά αποτελεσματική, φολκίζουσα επιστροφή στο στούντιο στα '90'ς για υλικό που τελείωσε στον δίσκο All That May Do My Rhyme, ο οποίος είχε cameo εμφανίσεις από τους Charlie Sexton, τον Paul Leary των Butthole Surfers και του αδελφού του Sumner Erickson, μέλους της Συμφωνικής του Pitsburgh. "Το πιό αφοσιωμένο κοινό για τον Roky μοιάζει να είναι σε κάθε συγκεκριμένη εποχή οι πιό καλοί από τους rock τραγουδοποιούς και μουσικούς", λέει ο Luckin. "Το γεγονός ότι δεν είχε μεγαλύτερο κοινό είναι κάτι που μπερδεύει τους περισσότερους από αυτούς τους ανθρώπους όπως και μένα". Άσχετα εάν αυτό ενδιαφέρει τον Erickson τόσο, είναι και θέμα συκοφάντησης. Ίσως στάθηκε ανίκανος να ανταπεξέλθει στα τραγούδια του στις σπάνιες live εμφανίσεις του εκείνες τις μέρες. Αλλά μετά ήταν έξω από το ψυχιατρείο, βοηθούμενος από ένα πλέγμα φίλων που υποφέρουν την ηλεκτρονική τρέλα με τις πέντε ηχητικές πηγές στο φτωχικό του στο Ώστιν. Η κακοφωνία του ήχου ίσως ήταν μία αντανάκλαση της δικής του εσωτερικής σύγχισης. Τελευταία του δουλειά το 2010 αποτελεί το (με πρωτότυπο υλικό) True Love Cast Out All Evil.

Roky Erickson - True Love Cast Out All Evil (2010)


Και μέχρι σήμερα είναι αμφίβολο κατά πόσο θα είναι ικανός να οργανώσει όλες αυτές τις φωνές μέσα του (μουσικές και άλλες), για μία ακόμη επιστροφή του όταν το θελήσει ο ίδιος ή και όχι απαραίτητα.

ΣΥΝΙΣΤΩΜΕΝΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ

Με τους the 13th Floor Elevators

The 13th Floor Elevators (1966, Cllectables)


Το πρώτο άλμπουμ παραμένει το δυνατότερο του γκρουπ, παρουσιάζοντας το "Splash 1" και το "You're Gonna Miss Me", αν και είναι ίσως όχι τόσο συναρπαστικό όσο οι φαν των Εlevators σας έχουν κάνει να πιστέψετε. Ένας δίσκος με τα best-of των Elevators έχει καθυστερήσει, αν και η Γαλλική Eva εμφάνισε ένα είδος το 1994.

Roky Erickson

The Evil One (1981, Pink Dust)


Τα session του Erickson με τον Stu Cook στην καρέκλα του παραγωγού, γενικώς θεωρείται η πιό εστιασμένη και αξιόλογη σόλο δουλειά του. Τα αποτελέσματα, μπερδεμένα απλώθηκαν σε ένα LP στην Αγγλία μόνο (Roky Erickson and the Aliens) και ένα LP (The Evil One), που συνδυάζει πέντε κομμάτια του Alien με πέντε άλλα. Η επανέκδοση του CD της Pink Dust συνδυάζει και τα δύο άλμπουμ σε ένα δισκάκι.

All That May Do My Rhyme (1995, Trans Syndicate)


Η πιό folk και ρομαντική πλευρά του Roky βγαίνει μέσα από αυτό τον συνδυασμό των session από τα μέσα του '80 και του '90, αν και ο τραγουδιστής δεν είναι τόσο δαιμονικά εμπνευσμένος εδώ, όπως στις πιό hard-rock προσπάθειές του.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018



REVOLUTION


you can count me out / (in) 



    Πολλές φορές οι καλλιτέχνες αναγκάζονται μέσω των έργων τους να δώσουν μια απάντηση ή να κάνουν μια τρανταχτή δήλωση, όταν νιώθουν τη συγκεκριμένη πίεση από τους οπαδούς τους. Το τραγούδι “Revolution” των Beatles ήταν αποτέλεσμα μιας τέτοιας πίεσης για το - αγαπημένο - θέμα του John Lennon: την επανάσταση.
    Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ΄την αρχή. Το 1968, ομολογουμένως, ήταν από τις πιο βίαιες χρονιές στα ΄60s κι όχι μόνο. Και ίσως - με εξαίρεση τους δύο παγκόσμιους πολέμους -  το πιο εκρηκτικό και διχαστικό έτος του προηγούμενου αιώνα. Από το “καλοκαίρι της αγάπης” της προηγούμενης χρονιάς, φτάσαμε στον “χειμώνα της βαρβαρότητας και της δυσαρέσκειας”, από τις αρχές μάλιστα του έτους. Ο αέρας μύριζε επανάσταση σε όλο τον κόσμο. Ο πόλεμος του Βιετνάμ βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Το ίδιο και τα αντιπολεμικά κινήματα. Στο Λονδίνο οι διαδηλωτές, στην πλατεία Grosvenor, συγκρούστηκαν με την αστυνομία, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν 86 άτομα. Τα γεγονότα της Άνοιξης της Πράγας, οι δολοφονίες των Martin Luther King και Robert Kennedy, όλα αυτά την ίδια ταραγμένη χρονιά. Αν προσθέσουμε και τις πολιτικές αναταραχές στο Παρίσι και τον Γαλλικό Μάη, παίρνουμε μια ιδέα τι πραγματικά γινόταν εκείνη την εποχή. Αριστεροί, αναρχικοί, ιδεολόγοι κομμουνιστές, Μαοϊκοί, ασπαστές της τυφλής βίας, όλοι αυτοί ζητούσαν απαντήσεις στο τι είναι επανάσταση και ποιά τα όριά της. Ο Lennon ρωτήθηκε απ΄αυτούς έμμεσα και άμεσα, ένιωθε την πίεση κι έπρεπε κάπως, κάποτε, να δώσει απαντήσεις. Και τελικά του δόθηκε η ευκαιρία.
    Τον Φλεβάρη του ’68, ως γνωστόν, όλα τα Σκαθάρια (μαζί με πολλούς άλλους καλλιτέχνες) περιόδευαν στην Νότια Ινδία, παίρνοντας μαθήματα υπερβατικού διαλογισμού από τον Maharishi Mahesh Yogi. Εκεί, στους λόφους του Rishikesh, ο Lennon γράφει το τραγούδι. “Νόμιζα πραγματικά ότι είχε έρθει η ώρα να μιλήσουμε για επανάσταση. Κι ήταν καιρός να σταματήσουμε να μην απαντούμε σχετικά με τον πόλεμο του Βιετνάμ. Θα μιλούσαμε για τον πόλεμο αυτή τη φορά (στα τραγούδια μας)... Ήθελα να πω την άποψή μου για την επανάσταση”, τονίζει σε συνέντευξή του ο John. "Αυτή ήταν μια εικόνα που ζωγράφισα με τον ήχο της επανάστασης”.
    Η πρώτη φορά που καταγράφεται το "Revolution" ήταν στις 28 Μαΐου 1968, όταν οι Beatles συναντήθηκαν στο σπίτι του Harrison, στο Kinfauns ( στο Esher του Surrey) για να κάνουν demo ηχογραφήσεις τραγουδιών που επρόκειτο να συμπεριλάβουν στο επόμενο άλμπουμ τους. Αυτές οι ηχογραφήσεις έγιναν με ακουστική μορφή, παίζοντας τα πρόσφατα γραμμένα τραγούδια τους (και στη συνέχεια εκτελώντας διάφορες overdubs) ως ιδέες για το τι θα κάνουν όταν θα πήγαιναν κι επισήμως στα EMI Studios. Στο παρακάτω κλιπ παίρνετε μια ιδέα γι΄αυτή την πρώτη demo ηχογράφηση:
Revolution (Demo)


Και οι περίφημοι στίχοι:

You say you want a revolution / Well, you know / We all want to change the world 
You tell me that it's evolution / Well, you know / We all want to change the world
But when you talk about destruction / Don't you know that you can count me out / (in)
Don't you know it's gonna be / All right, all right, all right
You say you got a real solution / Well, you know / We'd all love to see the plan
You ask me for a contribution / Well, you know / We're doing what we can
But if you want money for people with minds that hate / All I can tell is brother you have to wait
Don't you know it's gonna be / All right, all right, all right
You say you'll change the constitution / Well, you know / We all want to change your head
You tell me it's the institution / Well, you know / You better free you mind instead
But if you go carrying pictures of chairman Mao / You ain't going to make it with anyone anyhow
Don't you know it's gonna be / All right, all right, all right / All right, all right, all right…


    Εδώ ο John, κάνοντας και τη δική του “επανάσταση”, ξεφεύγει (όπως και στο “Taxman”) από το δόγμα του πρώην ατζέντη τους Brian Epstein, ο οποίος τους συμβούλευε να μην μπλέξουν στα τραγούδια τους την πολιτική και τον πόλεμο. Παίρνει σαφή θέση για τους επαναστάτες και τα ριζοσπαστικά αριστερά κινήματα, καθώς και για τη βία που ίσως χρησιμοποιούν. Με λίγια προτείνει ότι όλα θα είναι καλά κι ότι ίσως οι άνθρωποι θα ήταν καλύτερα να απελευθερώσουν το μυαλό τους και όχι την ωμή βία. Η αλλαγή, δηλαδή για τον Lennon, δεν έπρεπε να έρχεται με τη βία αλλά αλλάζοντας το κεφάλι και τις στάσεις των ανθρώπων. Οι πιο διφορούμενοι στίχοι, φυσικά, είναι εκείνοι όπου ο John λέει: “ But when you talk about destruction / Don't you know that you can count me out / in” (μα όταν μιλάτε για καταστροφή να ξέρετε να μην με υπολογίζετε / να με υπολογίζετε). Αυτό δίνει στο τραγούδι μια διπλή έννοια κι έχει χυθεί πολύ μελάνι για αναλύσεις από ειδικούς - και μη. Ο ίδιος πάντως έχει δηλώσει πως όταν το έγραψε “ ήμουν αναποφάσιστος κι ίσως δειλός,… δεν ήθελα να σκοτωθώ”. Όπως δήλωσε κι αργότερα: "Αν θέλετε ειρήνη, δεν θα την πάρετε με βία. Πείτε μου μια μαχητική επανάσταση που λειτούργησε… “ και  “Αυτοί οι αριστεροί άνθρωποι μιλάνε για να δώσουν τη δύναμη στον λαό. Αυτό είναι ανοησία - οι άνθρωποι έχουν τη δύναμη”. Αυτά ήταν τα πιστεύω του και το βαθύτερο νόημα του “Revolution”.
    Στις 30 ΜαΪου περίπου 500.000 διαδηλωτές ξεχύνονται στους δρόμους του Παρισιού, φωνάζοντας “Αντίο, Ντε Γκωλ!”. Την ίδια εκείνη ημέρα οι Beatles μπαίνουν στο στούντιο - πάντα μαζί με τον παραγωγό τους George Martin -  για να αρχίσουν τις ηχογραφήσεις του νέου τους άλμπουμ. Το θρυλικό, ιστορικό - από κάθε άποψη - ομώνυμο διπλό άλμπουμ, γνωστό ως White Album. Το πρώτο κομμάτι για εγγραφή; Μα φυσικά το Revolution! Έμελλε όμως να μπεί στην τέταρτη πλευρά, με τίτλο “Revolution 1”. Κι αυτό γιατί υπήρξαν - τουλάχιστον -  τρία κομμάτια με αυτόν το τίτλο! Υπομονή. Όλα έχουν την εξήγησή τους:

Revolution 1


    Το "Revolution 1" έχει στυλ μπλουζ, που εκτελείται σε χαλαρό ρυθμό. Η ηλεκτρική κιθάρα που ακούγεται στην εισαγωγή (παρόμοια με το μπλουζ τραγούδι "Dust My Broom") δείχνει να έχει blues επιρροές, και τα support φωνητικά είναι σαφώς μια αναφορά στη μουσική doo-wop. Η βασική κιθάρα επίσης παραπέμπει σε στιλ rockabilly ενώ ο ρυθμός θυμίζει ίσως κομμάτι των Beach Boys. Με την καθοδήγηση του μηχανικού ήχου Geoff Emerick κάνουν αρκετές λήψεις του τραγουδιού. Πολλά στοιχεία του θα “φορτωνόταν” με overdubs αργότερα. Θα μπούνε επίσης τα πνευστά και το πιάνο του Nicky Hopkins. Η τελική μορφή που θα συμπεριληφθεί τελικά στο White album περιλάμβανε την βιαστική ανακοίνωση του "take two" του Emerick στην αρχή του τραγουδιού. Οι ηχογραφήσεις πάνω στο συγκεκριμένο κομμάτι κράτησαν αρκετά. Ένας λόγος ήταν οι διαφωνίες των μελών μεταξύ τους - μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στις τελευταίες συνεργασίες μεταξύ τους, πριν την οριστική διάλυση τους. Πολλοί είπαν για το άλμπουμ ότι επρόκειτο ουσιαστικά για τέσσερα άλμπουμς ενωμένα σε ένα. Οι προστριβές μεταξύ τους είναι εμφανείς σε μεγάλο βαθμό - κι όχι μόνο για το μουσικό μέρος. Ο Lennon πρώτος έχει σπάσει το …εμπάργκο “όχι γυναίκες στο στούντιο”. H Yoko Ono είναι πλέον μόνιμη θαμώνας στα Abbey Road Studios, πάντα στο πλευρό του ερωτευμένου John. Τα τζαμαρίσματα δίνουν και παίρνουν, το ίδιο και οι πειραματισμοί. Ο μύθος λέει και για ένα στιλ που υιοθέτησε ο Lennon τραγουδώντας ξαπλωμένος στο πάτωμα του στούντιο. Καταγράφεται ηχητικά, πέρα από το βασικό κομμάτι, ένα δεκάλεπτο, με ήχους, όργανα, overdubs, φωνές, φραστικά μοτίβα (όπως το γνωστό, επαναλαμβανόμενο “number nine”- η φωνή ενός μχανικού στο στούντιο που τσέκαρε την κασέτα Νο 9). Όλο αυτό το υλικό θα μονταριστεί και θα αποτελέσει, ως ξεχωριστό track, το “Revolution 9”. Ένα μουσικό κολάζ, δείγμα avant-garde, με σαφείς ψυχεδελικές διαστάσεις:

Revolution 9


     Ο Lennon ήθελε οπωσδήποτε να κυκλοφορήσει το τραγούδι του και σε single. Η πρώτη ένταση μεταξύ των Σκαθαριών ήρθε όταν οι George και Paul θεώρησαν την version του άλμπουμ πολύ αργή κι ότι δεν είχε τα προσόντα ενός δυναμικού hit single. Πρότειναν λοιπόν να το αλλάξουν σε κάτι πιο rock-driven, δυνατό και ρυθμικό συνάμα. Ο John τελικά πείστηκε και πήγε μάλιστα στο άλλο άκρο. Όπως έλεγε ο George Martin: “Ο John ήθελε να το ‘τερματίσει’. Ε, λοιπόν, εμείς το πήγαμε ακόμη παραπέρα”. Ως αρχή o Lennon χρησιμοποίησε την fuzz κιθάρα του με φουλ παραμορφωμένο ήχο. Μουσικά η εισαγωγή έχει μια ξεχωριστή ομοιότητα με το single Do Unto Others” του Pee Wee Crayton (1954) – οπωσδήποτε ήταν η έμπνευση του Lennon:


Pee Wee Crayton - Do Unto Others (1954)


     Όμως κι εδώ θα υπάρξουν και πάλι μεγάλες προστριβές. Οι Martin και McCartney είχαν ήδη αποφασίσει ότι το single θα έχει στην Α’ πλευρά το “Hey Jude”. Παρά τις σφοδρές αντιδράσεις του, ο Lennon θα υποχωρήσει ξανά κι έτσι το αγαπημένο τραγούδι του θα καταλήξει στη Β’ πλευρά. Κυκλοφορεί τελικά στις 28 Αυγούστου του ’68 από την νεοσύστατη τότε Apple - όπως και το άλμπουμ. Για τις ανάγκες της προώθησής του κινηματογραφείται σε φιλμάκι με τη βοήθεια του σκηνοθέτη Michael Lindsay-Hogg, στις 4/9/68. Όπως ο ίδιος θυμάται, ο κυριότερος στίχος του κομματιού ήταν αυτός με τον Πρόεδρο Μάο ενώ του έκανε αίσθηση ότι ο Lennon, αφού έχει πει ήδη το “count me OUT”, αμέσως μετά, σε ‘νεκρό χρόνο’ λέει και “IN”:


Revolution (4/9/1968)


    Περιττό να αρχίσουμε να αναφέρουμε την αποδοχή του single κι ολόκληρου του White Album από τον κόσμο. Το άλμπουμ με το που κυκλοφόρησε πήγε αμέσως, στις 7/12/68, στο Νο 1 στο Ηνωμένο Βασίλειο κι έμεινε εκεί επτά εβδομάδες. Στην Αμερική πάλι πούλησε 3,3 εκατομμύρια κόπιες,  μόνο στις τέσσερις πρώτες ημέρες. Φυσικά δεν ήταν μόνο τα “Revolution 1” και “Revolution 9”. Σχεδόν όλα τα κομμάτια, και στις τέσσερις πλευρές, έμειναν στο πάνθεον της μουσικής. Ίσως η… ‘Επανάσταση’ να είχε την πιο ιδιαίτερη ιστορία. Κι όποιοι την κατάλαβαν. Την απάντηση που έδωσε ο Lennon σε κάθε είδους Λενινιστές, Τροτσκιστές και - ειδικά – Μαοϊστές. Ήταν με λίγα λόγια, αυτό που δήλωσε ο ίδιος λίγους μήνες πριν την δολοφονία του: “Μη με υπολογίζετε αν πρόκειται για βία. Μη με περιμένετε στα οδοφράγματα εκτός κι αν είναι με λουλούδια!” 

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

Διαβάστε/Ακούστε επίσης