BUENA VISTA SOCIAL CLUB
The Revival of Cuban Music
Φαίνεται σε κάποιους περίεργο, όμως
κρίνοντας απ΄το βαθμό ευρύτερης επιρροής της, η κουβανέζικη μουσική είναι
απ΄τις σημαντικότερες μουσικές του πλανήτη. Παρά το ελάχιστο μέγεθος της (λίγο
μικρότερη απ΄την Ελλάδα, έντεκα εκατομμύρια σημερινός πληθυσμός), η Κούβα
ανέκαθεν παρήγαγε μουσική με οικουμενική διάσταση: απ΄τον 19ο αιώνα που το
“tango congo” μετανάστευσε απ΄την Κούβα στην Αργεντινή και που το bolero έφτασε
ως τα αυτιά του Ravell στο μακρινό Παρίσι, ως το πρόσφατο παρελθόν που το “son”
ενέπνευσε τον Gershwin και το mambo τον Μανώλη Χιώτη, κάτι γινόταν πάντα κι η
κουβανέζικη μουσική - αποκλειστικά ισπανόφωνη, ρυθμικά περίπλοκη και όχι
ακριβώς easy listening - έδειχνε ν΄αφορά όλο τον κόσμο. Έξαψη, ένταση, χορός,
σφιχτές ενορχηστρώσεις, κρουστά, τρομπέτες - ψηλά ως το τέρμα, στεγνές φωνές,
δακρύβρεκτες μελωδίες, απαράμιλλο groove, παλιομοδίτικη γοητεία και διαχρονική
αμεσότητα, όλα αυτά και μπόλικα ακόμα φτιάχνουν το παζλ του μυστηρίου που μένει
να εξηγηθεί: γιατί από ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, ειδικώς η μουσική της
Κούβας ξεχώρισε τόσο απόλυτα, που όχι μόνο επηρρέασε τους πάντες γύρω της, αλλά
επιπλέον έφτασε να γίνει σχεδόν συνώνυμη του όρου latin; Κι αν όλα τα
παραπάνω έπρεπε να είναι ‘συμπυκνωμένα’ κάπου, δεν θα ήταν αλλού από το “Buena Vista Social Club”.
Buena Vista Social Club
Αποτελώντας μια
μουσική και χορευτική λέσχη, το “Buena Vista” ήταν μια μήτρα πολιτισμού, στην οποία συναντιόνταν μουσικοί και
χορευτές της εποχής και γεννιώνται καινούργοι ήχοι. Την εποχή της άνθισης, τα προγράμματα
που παρουσιάζονται καθιστούν διάσημους τους τραγουδιστές εκείνης της περιόδου,
τόσο εντός των τειχών, όσο και στις Η.Π.Α. Το ταλέντο τους, η αυθεντικότητά
τους και η καλλιτεχνική τους ταυτότητα, τους επιτρέπει να διεκδικούν μερίδιο
φήμης από τους διάσημους μουσικούς και τραγουδιστές των μεγάλων μουσικών σκηνών
της Αμερικής. Tο πλήρωμα του χρόνου όμως, που έρχεται στα τέλη της δεκαετίας
του ’40, υποχρεώνει τη λέσχη σε παρακμή και σε οριστικό κλείσιμο, αφανίζοντας
τον ζωτικό χώρο των καλλιτεχνών. Η Κουβανική επανάσταση, που ξεκινά δειλά -
δειλά το ‘53 και το Αμερικανικό εμπάργκο που, ως απόρροια του Ψυχρού Πολέμου,
επιβάλλεται το ’60, επέφεραν κοινωνικές αλλαγές που ήταν πολύ δύσκολο να
αντιμετωπιστούν από τον κουβανικό λαό, μη εξαιρουμένων και των διάσημων του
Buena Vista. Οι όποιες σκέψεις ή απόπειρες για φυγή στο εξωτερικό (και κυρίως
στις Η.Π.Α. όπου υπήρχαν οι προϋποθέσεις για μια καριέρα) ‘σκόνταφταν’ στο
τείχος που είχε υψωθεί από την κυβέρνηση του Αϊζενχάουερ. Το αποτέλεσμα ήταν να
εγκλωβιστούν εντός της χώρας και να ασκούν, πέραν της μουσικής, πλήθος άλλων
επαγγελμάτων για να ζήσουν. “Buenavista”,
για την ιστορία λεγόταν μια γειτονιά της Αβάνας, όπου εκεί είχε ιδρυθεί, από το
1932, το ομώνυμο κλαμπ. Εκείνη την εποχή τα κλαμπ στην Κούβα ήταν διαχωρισμένα
σε λευκά (white societies)
και μαύρα (black societies).
Ο κοινωνικός σύλλογος Buenavista λειτουργούσε ως μαύρη κοινωνία, η οποία είχε
τις ρίζες της σε ένα cabildo. Οι Cabildos ήταν αδελφότητες
που οργανώθηκαν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα από τους αφρικανούς
σκλάβους. Αυτά τα κλαμπ λειτουργούσαν ως κέντρα αναψυχής όπου οι
εργάτες πήγαιναν κι έπιναν, έπαιζαν παιχνίδια, χόρευαν και άκουγαν
μουσική.
Το Buena Vista
Social Club είναι επί της ουσίας ένα κίνημα, που ως στόχο έχει την διάσωση και
τη διάδοση της παραδοσιακής κουβανέζικης μουσικής. Για να καταλάβουμε όμως
ακριβώς για το τι πρόκειται και γιατί έγινε παγοσμίως γνωστό τα τελευταία
χρόνια, είναι απαραίιτητο ένα χρονικό άλμα 22 ετών στο παρελθόν: Τον Μάρτιο του
1996, ο Nick Gold, ιδιοκτήτης της λονδρέζικης εταιρείας World Circuit Records,
ζήτησε από τον Ry Cooder, τον πασίγνωστο κιθαρίστα, να τον συνοδέψει στην Κούβα
όπου σκόπευε να ηχογραφήσει ένα δίσκο με Αφρικανούς και Κουβανούς κιθαρίστες. Ο
‘σύνδεσμος’ θα ήταν ο O Juan de Marcos Gonzalez, ο οποίος συζήτησε με τον Nick
Gold, την ιδέα της ηχογράφησης παραδοσιακής κουβανέζικης μουσικής, από παλιούς
Κουβανούς μουσικούς. Οι δυο τους είχαν συνεργαστεί ξανά στο παρελθόν, με τα
album των Sierra Maestra. Ο Nick μίλησε με τον Ry προκειμένου να αναλάβει την
παραγωγή μαζί του, ενώ ο Juan de Marcos θα ήταν ο μουσικός διευθυντής. O Cooder,
εντωμεταξύ, είχε επισκεφτεί την Αβάνα τη δεκαετία του `70, όταν ο Φιντέλ
Κάστρο, παρά το εμπάργκο και τον ψυχρό πόλεμο των ΗΠΑ, επέτρεψε σε μια ομάδα
μουσικών (όπως ο Stan Getz και ο Dizzy Gillespie) να επισκεφτούν την Κούβα με
αντάλλαγμα να δώσουν μια συναυλία εκεί. Από τότε ο Cooder έψαχνε ευκαιρία να
επιστρέψει και να συνεργαστεί με ντόπιους μουσικούς.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι Αφρικανοί ‘κόλλησαν’ στο Παρίσι, αλλά ο Cooder με τον Gold δεν το έβαλαν κάτω και βγήκαν στην Αβάνα ψάχνοντας για Κουβανούς καλλιτέχνες. "Υπήρχε κάποια επείγουσα ανάγκη εδώ", λέει ο Cooder. "Ήρθαμε στο τέλος της μουσικής κουλτούρας. Υπάρχουν ακόμη αρκετοί από τους μουσικούς που έμειναν ζωντανοί για να το κάνουν, αλλά μένουν στα χέρια αυτών των λίγων ανθρώπων που έχουν απομείνει… ". Το αποτέλεσμα ξεπέρασε κατά πολύ τις φιλοδοξίες τους. Στο παλιό στούντιο Egrem της Αβάνας συγκεντρώθηκαν τελικά πράγματι τα μεγαλύτερα ονόματα εν ζωή στη μουσική ιστορία της χώρας: Όπως ο μπασίστας Orlando "Cachaito" López, ο κιθαρίστας Eliades Ochoa κι ο ίδιος ο González (ο οποίος ο ίδιος οργάνωσε ένα παρόμοιο έργο για το Afro-Cuban All Stars) . Μια αναζήτηση για επιπλέον μουσικούς οδήγησε στην ομάδα τον τραγουδιστή Manuel "Puntillita" Licea , τον πιανίστα Rubén González και τον εξέχοντα καλλιτέχνη Compay Segundo.
Compay Segundo / Ry Cooder
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι Αφρικανοί ‘κόλλησαν’ στο Παρίσι, αλλά ο Cooder με τον Gold δεν το έβαλαν κάτω και βγήκαν στην Αβάνα ψάχνοντας για Κουβανούς καλλιτέχνες. "Υπήρχε κάποια επείγουσα ανάγκη εδώ", λέει ο Cooder. "Ήρθαμε στο τέλος της μουσικής κουλτούρας. Υπάρχουν ακόμη αρκετοί από τους μουσικούς που έμειναν ζωντανοί για να το κάνουν, αλλά μένουν στα χέρια αυτών των λίγων ανθρώπων που έχουν απομείνει… ". Το αποτέλεσμα ξεπέρασε κατά πολύ τις φιλοδοξίες τους. Στο παλιό στούντιο Egrem της Αβάνας συγκεντρώθηκαν τελικά πράγματι τα μεγαλύτερα ονόματα εν ζωή στη μουσική ιστορία της χώρας: Όπως ο μπασίστας Orlando "Cachaito" López, ο κιθαρίστας Eliades Ochoa κι ο ίδιος ο González (ο οποίος ο ίδιος οργάνωσε ένα παρόμοιο έργο για το Afro-Cuban All Stars) . Μια αναζήτηση για επιπλέον μουσικούς οδήγησε στην ομάδα τον τραγουδιστή Manuel "Puntillita" Licea , τον πιανίστα Rubén González και τον εξέχοντα καλλιτέχνη Compay Segundo.
Buena Vista Social Club - El Cuarto De Tula (1997)
Ο τελευταίος
αξίζει λίγο παραπάνω την προσοχή μας: Γεννημένος το 1907, διάσημος ήδη από τη
δεκαετία του ’20 και του ’30, ο Segundo, εφευρέτης της 7-χορδης κιθάρας (το
επονομαζόμενο “armonico”) και με φωνή βαρύτονου, ήταν ήδη θρύλος στη χώρα του,
πριν την επανάσταση, αλλά και μετά. Ο απόλυτος εκφραστής του ‘son’, που μετά το
κλείσιμο της λέσχης, συμπλήρωνε τα εισοδήματά του από την μουσική τυλίγοντας
πούρα. Υπήρξε πράγματι ένας θρύλος πριν καν της επανάστασης στην πατρίδα του.
Λόγω του εμπορικού εμπάργκο των ΗΠΑ -Κούβας , το όνομα του Segundo
ήταν σχεδόν άγνωστο στα States πριν τον ανακαλύψει ο Cooder. Στα 15 του
άρχισε να παίζει και να συνθέτει μουσική. Το 1934 συμμετέχει στην πρώτη του
μπάντα υψηλών διακρίσεων. Ωστόσο από το 1942 σχηματίζει ένα ντουέτο με τον τον
Lorenzo Hierrezuelo, που το ονομάζουν Los Compadres. ‘Ηταν τότε που - ο
γεννημένος ως Francisco Repilado - παίρνει το όνομα “Compay” (που σημαίνει
“compadre”- συνεταίρος, στην τοπική αργκό) και ως επώνυμο “Segundo” (αυτός που
κάνει δεύτερη φωνή στο τραγούδι). Τότε δόθηκε στον Compay η μεγάλη ευκαιρία να
συνθέσει και να αναδείξει τις πιο δημοφιλείς συνθέσεις: το
μελοδραματικό "Huellas del pasado", τη συναισθηματική "Macusa",
το εμπνευσμένο από τη μνήμη της πρώτης κοπέλας του, όταν ήταν 15 ετών, και
την ‘ειρωνική’ “Vicenta”:
Compay Segundo - Vicenta (1999)
“Στα τραγούδια μας
απευθυνόμαστε στα απλά πράγματα που δεν μιλούσαν οι άλλοι”, εξήγησε ο Compay
Segundo. "Στους ανθρώπους τότε άρεσε αυτή η ποίηση της μουσικής
μας. Κι επιπλέον δεν ήμασταν θορυβώδεις“. Την επόμενη χρονιά δημιούργησε την
αμιγώς δική του μπάντα, την Compay Segundo y sus Muchachos, αρχικά ως τρίο
και στη συνέχεια ως κουαρτέτο. Μετά την επανάσταση του ’59, που σήμανε και το
τέλος της λέσχης του Buena Vista, ο Compay επέστρεψε, ανακουφισμένος κατά
κάποιο τρόπο, στο εργοστάσιο καπνού της H Upman. “Θα δούλευα στο εργοστάσιο και
όταν οι μουσικοί με χρειάζονταν θα μου τηλεφώνησαν. Αυτό μου επέτρεψε να
συνεχίσω τις δύο δραστηριότητες ταυτόχρονα, χωρίς κανένα πρόβλημα. Για μένα το
πούρο είναι εξίσου σημαντικό και απαραίτητο με τη ζωή μου ", έλεγε
αργότερα ο μεγάλος μουσικός. Τελικά,το 1970, συνταξιούχος πλέον, αποχώρησε από
την εταιρεία, πήρε το αρμονικό του, αναμόρφωσε τους Compay Segundo y
sus Muchachos και έκανε μάλιστα και άλμπουμ. Αργότερα θα παίξει με το διάσημο
Quartet Patria, στην Ουάσινγκτον το 1989, σε ένα Φεστιβάλ που διοργανώθηκε από
το Smithsonian Institute. Ήταν εκείνη την στιγμή που το τραγούδι
του “Chan Chan” έλαβε την πρώτη του δημόσια παράσταση. Tο τραγούδι
έγινε αργότερα μεγάλη επιτυχία σε όλο τον κόσμο.
Compay Segundo - Chan Chan (1997)
Πίσω πάλι στις ηχογραφήσεις του 1996: Το προϊόν όλων αυτών
ήταν ένα καταπληκτικό υλικό, το οποίο. αποτυπώνεται σε τρεις δίσκους, οι οποίοι
μεταφέρουν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, αυτούσιο το χρώμα της κουβανέζικης
μουσικής. Οι ηχογραφήσεις και των τριών δίσκων γίνονται μέσα σε μόλις έξι ημέρες στα Egrem Studio (πρώην RCA), στην
Αβάνα, την άνοιξη του ‘96, ενώ γίνονται και επιπρόσθετες ηχογραφήσεις στο Λος
Άντζελες. Η τελική μίξη γίνεται στο Λονδίνο, ώστε να κυκλοφορήσουν στα τέλη του
1997 με την ετικέτα της World Circuit. Αυτά ήταν τα A Toda Cuba le Gusta (από τους Afro-Cuban All Stars),
το Introducing Ruben Gonzales και το Buena Vista Social Club. Το τελευταίο
πήρε το όνομά του απ΄το προαναφερθέν κλαμπ της παλιάς Αβάνας, αλλά κι από ένα
ομώνυμο τραγούδι - από τα πρώτα που ηχογραφήθηκαν – ένα danzón, που το είχε
γράψει ο θείος του Cachaito, ο Orlando (για άλλους ο Orestes) Lopez . Μπήκε
λοιπόν το κομμάτι στο δίσκο και τελικά - με απόφαση του Gold - αποφάσισαν να δώσουν αυτό τον τίτλο σε όλο το άλμπουμ.
Buena Vista Social Club - Buena Vista Social Club (1997)
Ο ίδιος ο Cooder
μπήκε μάλιστα στον πειρασμό κι έπαιξε slide guitar. Ο αριθμός των συμμετεχόντων
μουσικών και τραγουδιστών ξεπερνούσε τους είκοσι. Σε όλη αυτή την ομάδα, σε όλο
αυτό το συγκρότημα λοιπόν, δόθηκε (επίσης) το όνομα “Buena Vista Social Club” (BVSC).
Συμπυκνώνει με τον καλύτερο τρόπο την “χρυσή μουσική εποχή” της Κούβας μεταξύ
του 1930 και του 1950, προπολεμικά δηλαδή και μεταπολεμικά. Το υλικό του δίσκου
περιλαμβάνει μια ποικιλία στιλ της κουβανέζικης μουσικής: ξεκινά από τα αστικά
τραγούδια της Αβάνας, περνά στα τραγούδια της ενδοχώρας του Σαντιάγκο και φτάνει
μέχρι και συνθέσεις του περασμένου αιώνα, σαν τη “Bayamesa” (1869). Πρόκειται
για μια πραγματική παρέλαση ερωτικών boleros, up-tempo ρυθμών Latin, mambo και danzón, son
και descarga.
Buena Vista Social Club - Bayamesa (1997)
“Η ψυχή του δίσκου ήταν ο Compay Segundo”, έλεγε ο Cooder. “Αυτός ήξερε τα
καλύτερα τραγούδια και πώς πρέπει να παιχτούν…. επειδή τα παίζει από το τέλος
του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου”. Και να
σκεφτεί κανείς ότι το ’96 ο Segundo ήταν σχεδόν 90 ετών! Όχι φυσικά ότι οι υπόλοιποι ήταν στο
σύνολό τους παιδαρέλια. Σύμφωνα με μια πετυχημένη παρομοίωση, η ομάδα έμοιαζε
περισσότερο με …παρέλαση των ΚΑΠΗ!!! Φορούσαν γραφικά καπελάκια (παναμάδες), καουμπόικα
στέτσον, μπερέδες α λα Τσε Γκεβάρα ή άσπρα ψαθάκια και στέκονταν ευθυτενείς -
έτσι όπως μόνο οι ηλικιωμένοι μπορούν να σταθούν. Ο ίδιος ο Compay, κρατώντας ένα πούρο Cohiba στο
χέρι, σιγοτραγουδάει ένα απ΄τα αγαπημένο του guajiras - τραγούδια της ενδοχώρας με
ισπανική αγροτική προέλευση - το πασίγνωστο “Guantanamera” (κομμάτι που δε συμπεριλήφθηκε τελικά στο επίσημο
άλμπουμ):
Guantanamera
Άλλη αποκάλυψη του όλου
εγχειρήματος - κυρίως για τους ανίδεους μη Κουβανέζους - ήταν ο βετεράνος - εβδομηντάχρονος
τότε - τραγουδιστής Ibrahim Ferrer. Τον έψαξαν και τον μάζεψαν κυριολεκτικά
απ΄τον δρόμο, αφού η λεπτή φωνή του έπαψε να είναι ‘στη μόδα’ απ΄τη δεκαετία
του ΄60. Οι μουσικοκριτικοί τον αποκαλούσαν ‘φαφούτη Sinatra’. Πραγματικό γέννημα θρέμα των social club -
την μάνα του, λένε, την έπιασαν οι πόνοι πάνω σε έναν χορό σε κλαμπ. Μαζί του τραγουδάει
και η μοναδική γυναικεία παρουσία της συντροφιάς, η Omara Portuondo. Τα μουσικά έντυπα
την ονομάζουν άλλοτε ‘Edith Piaf της Κούβας’, άλλοτε ‘κουβανέζα Billie Holliday’ κι άλλοτε - σαφώς πιο
υποτιμητικά - ‘Diana Ross της
Καραϊβικής’.
Το άλμπουμ
αμέσως έγινε μια διεθνής επιτυχία. Οι κριτικοί ανά τον κόσμο το αποθέωσαν.
Κυριολεκτικά ‘σπάει ταμεία’, καθιστώντας το γκρουπ διάσημο, καλώντας το από
παντού για συναυλίες. Μπήκε μάλιστα και στη λίστα του Rolling Stone (Νο 260 παρακαλώ) με τα
‘500 καλύτερα άλμπουμς όλων των εποχών’. Κέρδισε και βραβείο Grammy. Μέχρι το 2015 είχε πουλήσει πάνω από 12 εκατ. αντίτυπα.
Ωστόσο ο Cooder δε
σταμάτησε εκεί την προσπάθειά του. Μετά το πέρας των ηχογραφήσεων και την
κυκλοφορία των δίσκων, συνεργάζεται με τον Γερμανό σκηνοθέτη Wim Wenders
(γνωστό του απ΄την ταινία “Paris, Texas”), προκειμένου να προχωρήσουν στην
δημιουργία ενός φιλμ που θα αφορά τον Ibrahim Ferrer. Το ντοκιμαντέρ
κυκλοφορεί με το όνομα “Buena Vista Social Club Presents: Ibrahim Ferrer” και
ξεδιπλώνει το χρονολόγιο του βίου του σπουδαίου τραγουδιστή. Τα πλάνα του
Wenders με τους τραγουδιστές στους δρόμους της Νέας Υόρκης (εν όψει της
εμφάνισης στο Carnegie Hall) είναι συγκλονιστικά. Κουβαλώντας στις πλάτες τους
μια ζωή γεμάτη στερήσεις, τώρα, βλέπεις την ψιλόλιγνη σιλουέτα του Ferer να
περπατά ανάμεσα στους ουρανοξύστες και να εντυπωσιάζεται από τα φώτα και τη
μεγαλοπρέπεια των κτιρίων. Ο
Wenders, βρίσκει την ευκαιρία να βιντεοσκοπήσει παράλληλα και τους συντελεστές
των προαναφερθέντων δίσκων, μουσικούς και τραγουδιστές, έναν προς έναν,
παίρνοντάς τους συνεντεύξεις. Έτσι δημιουργείται το δεύτερο ντοκιμαντέρ «Buena
Vista Social Club», το οποίο κυκλοφορεί το 1999 και κερδίζει και μια
υποψηφιότητα για Όσκαρ τον επόμενο χρόνο.Στο διάρκειας εκατό λεπτών φιλμ, πέραν
από τα των συνεντεύξεων, προβάλλονται και πλάνα από τις ηχογραφήσεις στο Egrem
studio. Αξίζει να σημειωθεί πως η ηχογράφηση γίνεται με την παλαιά μέθοδο, όπου
όλοι οι μουσικοί κάθονται τριγύρω από τον τραγουδιστή και παίζουν ταυτόχρονα.
Μια τεχνική που απαιτεί μεγάλη δεξιοτεχνία και μέγιστη αυτοσυγκέντρωση, καθώς
κάθε λάθος ενός από τους μουσικούς ή τους τραγουδιστές, σημαίνει επανάληψη της
ηχογράφησης του τραγουδιού από την αρχή. Το αποτέλεσμα είναι μια ηχογράφηση που
κυλά φυσικά, δίχως κόψε - ράψε. Μάλιστα, οι πιο προσεκτικοί ακροατές θα
μπορέσουν να διακρίνουν ανάμεσα στις παύσεις των τραγουδιών τους ψιθύρους του
μαέστρου, καθώς μετρά τα μέτρα των μουσικών παύσεων και προετοιμάζει την
ορχήστρα για τη στιγμή που θα ξαναπαίξει. Μη χάσετε την ευκαιρία να δείτε
αυτό το ‘musicumentary’,
ακόμη κι αν δεν είστε λάτρεις - ακόμη - της κουβανέζικης μουσικής. Αν μη τι
άλλο η τελευταία σκηνή, με τη σημαία, είναι άκρως συγκινητική…
The making off (short film)
Αυτό που δείχνει
το φιλμ “είναι κομμάτια της καθημερινής ζωής στην Κούβα, ο τύπος που κουβαλάει
μια τηλεόραση στο δρόμο, ο άλλος που ξεφορτώνει ένα ψυγείο, ένα σωρό
λεπτομέρειες τέτοιες που βγήκαν πολύ όμορφες στο πανί. Ηταν ακόμα εκείνο το
ντουέτο που κάναμε με τον Ibrahim Ferrer, που δέν ξέραμε οτι μας ηχογραφούν
εκείνη την ώρα, και τη στιγμή που τραγουδάμε μαζί εγώ δακρύζω επειδή
πραγματικά είχα συγκινηθεί που ο Ibrahim τόσα χρόνια ποτέ δέν είχε τραγουδήσει
σαν σολίστας και τώρα το κοινό τον αποθεώνει όπως του αξίζει ...αυτο το είδα
μετά στην ταινία και σκέφτηκα, τί όμορφη στιγμή και πόσο γεμάτη συναίσθημα που
έπιασε ο φακός…”, θυμάται η Omara Portuondo.
Η ταινία όταν κυκλοφόρησε έτυχε ευρείας αποδοχής από τους κριτικούς και ήταν υποψήφια για το Όσκαρ ‘Καλύτερου Ντοκιμαντέρ’, ενώ απέσπασε διάφορα άλλα βραβεία, όπως αυτό του ‘Καλύτερου Ντοκιμαντέρ’ στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου. Τόσο η επιτυχία του άλμπουμ, όσο και της ταινίας αναβίωσε το διεθνές ενδιαφέρον για την παραδοσιακή μουσική της Κούβας και της Λατινικής Αμερικής γενικότερα. “Με αυτό το εγχείρημά μας, ο κόσμος ανακάλυψε ξανά την κουβανέζικη μουσική. Για πολλά χρόνια, η παραδοσιακή μας μουσική ακουγόταν μόνο στο νησί. Μετά την κυκλοφορία του album, μια νέα γενιά άκουσε τη μουσική μας και ο κόσμος ενδιαφέρθηκε και πάλι για αυτή. Είναι εντυπωσιακό όταν παρουσιάζεις τα τραγούδια σου σε πολύ μακρινά μεταξύ τους μέρη και βλέπεις το κοινό να χορεύει και να απολαμβάνει τη μουσική, ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνει τις λέξεις. Αυτό δεν έχει σημασία. Η μουσική ξεπερνά τα σύνορα και είναι τιμή να λειτουργείς ως ‘πρεσβευτής’ της παραδοσιακής κουβανέζικης μουσικής”, λέει η Portuando.
Omara Portuondo
Η ταινία όταν κυκλοφόρησε έτυχε ευρείας αποδοχής από τους κριτικούς και ήταν υποψήφια για το Όσκαρ ‘Καλύτερου Ντοκιμαντέρ’, ενώ απέσπασε διάφορα άλλα βραβεία, όπως αυτό του ‘Καλύτερου Ντοκιμαντέρ’ στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου. Τόσο η επιτυχία του άλμπουμ, όσο και της ταινίας αναβίωσε το διεθνές ενδιαφέρον για την παραδοσιακή μουσική της Κούβας και της Λατινικής Αμερικής γενικότερα. “Με αυτό το εγχείρημά μας, ο κόσμος ανακάλυψε ξανά την κουβανέζικη μουσική. Για πολλά χρόνια, η παραδοσιακή μας μουσική ακουγόταν μόνο στο νησί. Μετά την κυκλοφορία του album, μια νέα γενιά άκουσε τη μουσική μας και ο κόσμος ενδιαφέρθηκε και πάλι για αυτή. Είναι εντυπωσιακό όταν παρουσιάζεις τα τραγούδια σου σε πολύ μακρινά μεταξύ τους μέρη και βλέπεις το κοινό να χορεύει και να απολαμβάνει τη μουσική, ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνει τις λέξεις. Αυτό δεν έχει σημασία. Η μουσική ξεπερνά τα σύνορα και είναι τιμή να λειτουργείς ως ‘πρεσβευτής’ της παραδοσιακής κουβανέζικης μουσικής”, λέει η Portuando.
Buena Vista Social Club - Candela (1997)
Τελικά ο Ferrer απεβίωσε
το 2005, 78 ετών κι ο Rubén González το 2003 στα 84 του. Ο Compay Segundo πίστευε,
κατά τα λεγόμενά του, ότι ήταν η …σούπα αρνίσιου κρέατος, που τον κράτησε
δυνατό στη ζωή. Επίσης, συνέστησε, "δεν πρέπει να έχετε πάρα πολλά
καλά πράγματα, έτσι θα έχετε πάντα την επιθυμία για περισσότερα και δεν θα
βαρεθείτε. Δεν καθόμουν στη γωνία περιμένοντας το θάνατο: ο θάνατος πρέπει να
με ψάξει,…ελπίζω να φτάσω τα 100 και να ζητήσω παράταση”. Πέθανε όμως το
2003, τέσσερα χρόνια και τέσσερις μήνες λιγότερο από το στόχο του. Αρκετά από τα εν ζωή μέλη της Buena Vista
Social Club, όπως ο τρομπετίστας Manuel “Guajiro” Mirabal , βιρτουόζος του tres
Barbarito Torres και τρομπονίστας και αρχιμουσικός Jesus “Aguaje” Ramos, σήμερα
περιοδεύουν σε όλο τον κόσμο , με διεθνή αναγνώριση. Έχουν πλέον μαζί τους και
κάποια νέα μέλη , όπως ο τραγουδιστής Carlos Calunga, ο βιρτουόζος πιανίστας
Rolando Luna και μερικές φορές η τραγουδίστρια Omara Portuondo , ως μέρος ενός
13μελούς συγκροτήματος με το όνομα Orquesta Buena Vista Social Club. Είκοσι
χρόνια έχουν περάσει από τότε που οι Orquesta Buena Vista Social Club
εμφανίστηκαν, για πρώτη φορά, στο κοινό του Carnegie Hall στη Νέα Υόρκη,
δίνοντας ένα εκρηκτικό live show με παγκόσμια απήχηση. Γιορτάζοντας τότε, αυτή την διαφορετική ‘εφηβεία’
και στο πλαίσιο της παγκόσμιας περιοδείας τους, οι Orquesta Buena Vista Social
Club μαζί με την Omara Portuondo, επισκέφθηκαν και την Ελλάδα και συγκεκριμένα
την Αθήνα, την Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013, στο ‘Βοτανικός Live Stage’, για μια
μεγάλη συναυλία στους μαγικούς ρυθμούς της Κούβας. Το επανέλαβαν μάλιστα την
επόμενη χρονιά, στις 8 Ιουλίου 2014, στο Θέατρο Πέτρας.
Orquesta Buena Vista Social Club - El Carretero” (2013, Live in Athens)
Περιμένουμε να μας ξανάρθουν σύντομα. Κι όπως τόνισε η Portuondo:
"Τα τραγούδια τους είναι τραγούδια που ο κόσμος περιμένει να ακούσει
ξανά”!
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου