Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019


CHICKN


Source: http://ngradio.gr/en/blog-el/eleven-to-one/chickn-form-greece-atr-on-their-fourth-european-tour-dates-venues/

Eleven to One - Haroula Nikolaidou

Chickn form Greece are on their fourth european tour | Dates and Venues

CHICKN is a band that constantly consists of Athens’ finest. It’s a shape that evolves in time, occupying the necessary vital and expressive space that corresponds to it while denying any prediction. It’s a game, or at least it always starts as a game. It all started as an in-progress experiment Angelos Krallis back in the Christmas holidays of 2012 and found its current beating heart in 2015 when Pantelis Karasevdas joined.
Two LP’s, three single releases and a dozen of bootleg cassette releases later, they have been transformed into a hard working focus group that invent the rock of its times while enjoying the hell out of it, based in Sonic Playground studios in Kolonos/Athens/Greece.
Right now they are on their fourth european tour at Germany,  Switzerland and Austria. They’ ve already performed at Turkey in two different cities.



“Moon Under Water Tour”


21.02 – Thessaloniki – 8ball Club (Greece)
22.02 – Canakkale – Duvar (Turkey)
23..02 – Istanbul – Anahit Sahne (Turkey)
26.02 – Leipzig – Ilses Erika (Germany)
27.02 – Düsseldorf – Ritus (Germany)
28.02 – Berlin – Urban Spree (Germany)
01.03 – Dresden – Ostpol – Reverberation 2019 (Germany)
02.03 – Hamburg – Molotow (Germany)
03.03 – OFF- (Berlin, available for press)(Germany)
04.03 – OFF – (Berlin, available for press) (Germany)
05.03 – Villingen –  Kulturbahnhof Villingen (Germany)
06.03 – Bern – Schützenhaus (Switzerland)
07.03 – Olten – Coq d‘Or  (Switzerland)
08.03 – Rosenheim –  Asta-Kneipe (Germany)
09.03 – Bludenz – Villa K (Austria)

Album By Album
CHICKN

CHICKN’s Debut self titled double LP (Inner Ear records, 2016) received praising reviews from audiophiles, blogs, press and radios around the world. It unexpectedly went sold out twice and the release show featured 14 musicians sharing the stage of the hottest athenian live venue, creating a dionysiac landmark in greek independent music scene.
WOWSERS!


WOWSERS! is the sophomore album of CHICKN recorded on the verge of 2017 and 2018. It consists of 9 electric elegies that fully unfold their agitated psyche. Sunny and colorful, sometimes comforting – some times alarming, always fast and bulbous, WOWSERS! oozes with West-Coast vibes and proto-punk explosions. Enchanting space-outs rise like monuments of absence, carefully balanced by meteoric freakouts that insist on your presence. In the meantime, a fine blend of lyrical horns, alluring percussion, whimsical drumming, arcade guitar riffs, sensual bass lines and ankle-played keyboards will chaperon you in this 38 minute trip.



Taqsim / Rhy / Tavk Hava


I Cry Diamonds

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019



WISHBONE ASH – ARGUS


Prog Rock Monster



Δεν είναι καθόλου συνηθισμένο για μια δημοφιλή ροκ μπάντα, που ήταν μαζί για σαράντα περίπου χρόνια κι έχουν κυκλοφορήσει ένα πολύ μεγάλο αριθμό από άλμπουμ (στούντιο και live), να ορίζεται, στην μεγάλη πλειοψηφία των οπαδών  της, από ένα και μόνο άλμπουμ. Αυτό να την στοιχειώνει και να γίνεται εμμονή - ακόμη και για τα ίδια τα μέλη της. Αλλά είμαι σίγουρος ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει με τους Wishbone Ash και το Argus.
          Κι όμως. Ούτε η πρώτη τους - άρα και ‘σημαδιακή’, κατά έναν τρόπο – δουλειά ήταν, ούτε η τελευταία τους. Ήταν το τρίτο τους ΄παιδί’ και μάλιστα μετά τα αξιόλογα και πετυχημένα Wishbone Ash (1970) και Pilgrimage (1971). Ήταν όμως το Argus που έκανε τεράστια αίσθηση σε κοινό και κριτικούς. Έμεινε 20 εβδομάδες νo.3 στα Bρετανικά charts. Τα διόλου ευκαταφρόνητα κι έγκυρα περιοδικά, ‘Melody Maker’ και ‘Sounds’, μετά από ψηφοφορία των αναγνωστών, το ανακήρυξαν ‘Άλμπουμ της Χρονιάς’ για το 1972, στη Βρετανία. Κι αν νομίζετε ότι τα παραπάνω δεν ήταν και κάτι το εξαιρετικό ως διάκριση, θα έπρεπε να σκεφτείτε για λίγο τον συναγωνισμό που υπήρχε εκείνη την εποχή. Τα μεγαθήρια Led Zeppelin, Deep Purple, Black Sabbath, βρίσκονται στο φόρτε τους, το progressive ρεύμα ανθεί (Yes, Genesis, E.L.P.), ενώ η λάμψη του glam rock (Bowie, Τ-REX, Roxy Music, Slade, Gary Glitter) κατακλύζει την γενέτειρά τους. Κι όμως το Argus καταφέρνει και υπερνικά τεράστια άλμπουμ της χρονιάς εκείνης, όπως (ενδεικτικά): Machine Head (Deep Purple), Exile On Main Street (Rolling Stones), Demons And Wizards (Uriah Heep), The Rise And Fall of Ziggy Stardust (David Bowie) ,Vol.4 (Black Sabbath), Close To The Edge (Yes),  Foxtrot (Genesis), The Jeff Beck Group (Jeff Beck Group), Thick As A Brick (Jethro Tull) και πολλά πολλά άλλα. Κι όμως οι Wishbone Ash με το ‘Άργος’ τους, αν και σχετικά φρέσκο συγκρότημα, χωρίς frontman μάλιστα, τα κατάφεραν και βγήκαν νικητές στη μάχη με όλα τα παραπάνω ιερά τέρατα. Το πώς τα κατάφεραν, αποτελεί το θέμα του παρόντος άρθρου.

Time Was 


        Κυκλοφόρησε στις 28 Απριλίου του 1972 και θεωρείται ακόμη και σήμερα το καλύτερο έργο της μπάντας από τη συντριπτική πλειοψηφία των οπαδών και των κριτικών. Στηριζόμενο στο κλασικό line-up, Martin Turner (φωνητικά, μπάσο), Andy Powell (κιθάρα και φωνητικά), Ted Turner (κιθάρα και φωνητικά) και ο Steve Upton (ντραμς), το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στα ‘De Lane Sea Studios’, στο Wembley (Βορειοδυτικό Λονδίνο), τον Ιανουάριο του 1972. Οι ηχογραφήσεις κράτησαν λιγότερο από έναν μήνα. Η παραγωγή, όπως και στα προγούμενα δύο, ήταν του Derek Lawrence. “Με την υπογραφή μας στην  MCA, ο Derek μπήκε στη σύμβαση ως παραγωγός για τρία άλμπουμ”, εξηγεί ο Martin Turner. "Ήταν ένας σπουδαίος τύπος, αλλά όχι ένας μεγάλος παραγωγός με τη σύγχρονη έννοια. …Είχε μια καλή αίσθηση της μουσικής και ήταν καλός για τους ανθρώπους που διαχειριζόταν, μουσικούς και δημιουργικούς ανθρώπους, όταν τα πράγματα έμοιαζαν λίγο ζορισμένα”. O Lawrence ήταν που είχε κάνει παραγωγή και τα τρία πρώτα LPs των Deep Purple. Ως μηχανικό ήχου, ο Derek εδώ επέλεξε ξανά τον Martin Birch, γνωστό μας από τις δουλειές του, εκτός των Purple, με τους Iron Maiden, Rainbow, Black Sabbath, Blue Öyster Cult, κ.α.
        Ο Steve Upton είχε την ιδέα να ονομάσει το άλμπουμ “Argus” από το μυθικό  Άργο τον Πανόπτη, τον γιγαντιαίο φρουρό με τα χίλια μάτια, της ελληνικής μυθολογίας, που του είχε ανατεθεί η προστασία της Ιούς, της ερωμένης του Δία. Για το εξώφυλλο επιστράτευσαν την κορυφαία καλλιτεχνική ομάδα των ‘70s, την Λονδρέζικη ‘Hipgnosis’ (υπεύθυνη στη συνέχεια για δεκάδες αξέχαστα εξώφυλλα των Zeppelin, Floyd, E.L.O., Genesis, U.F.O., Yes, Scorpions, Alan Parsons Project, Peter Gabriel, κλπ). Χάρη στα  χέρια του υπεύθυνου σχεδιασμού, του φημισμένου Storm Thorgerson, ο δίσκος ντύνεται με ένα από τα υποβλητικότερα εξώφυλλα της ιστορίας:  Ένας ενιαίος ‘ζωγραφικός πίνακας’ - που εκτείνεται και στο οπισθόφυλλο -  όπου δεσπόζει κάποιος πολεμιστής της αρχαίας Ελλάδας. Αυτός, φορώντας κόκκινη κάπα, επιβλέπει υπομονετικά, νωρίς το πρωί ένα μουντό τοπίο. Το πρόσωπο, καθώς και η προοπτική ματιά, το τί ή πού στην πραγματικότητα ατενίζει, δεν αποκαλύπτεται (παρά αφήνεται στη φαντασία του κατόχου του δίσκου να τα συμπληρώνει ξανά και ξανά), ταιριάζει αρμονικά με τον πλούτο του περιεχομένου αυτού του δίσκου.  Για την ιστορία, η εικονιζόμενη περιοχή βρίσκεται στο φαράγγι του Verdun στην Προβηγκία. Επίσης το κοστούμι του πολεμιστή, η ‘Hipgnosis’ το δανείστηκε από τη γκαρνταρόμπα της κινηματογραφικής ταινίας “The Devils” (1971), με πρωταγωνιστές  τον Oliver Reed και την Vanessa Redgrave, σε σκηνοθεσία Ken Russell. Μέχρι στιγμής δεν έχει εξακριβωθεί η ταυτότητα του ατόμου που φοράει τη στολή, αν και ο Martin Turner - προφανώς χαριτολογώντας – δήλωσε σε συνέντευξή του ότι “στην πραγματικότητα είμαι εγώ” ! Όπως επίσης έχει ειπωθεί (και από τον Andy Powell) ότι ο ‘σκοτεινός ιππότης’ του εξώφυλλου ήταν η έμπνευση για τον χαρακτήρα του Darth Vader (!) στην κινηματογραφική σειρά “Star Wars”. Καθόλου απίθανο θα ‘λεγα. Σίγουρα υπάρχουν ομοιότητες. Ένα άλλο μυστήριο που περιβάλλει το έργο τέχνης, είναι η εικόνα ενός διαστημοπλοίου που φαίνεται να πετάει μακριά. ‘Η σημασία στη λεπτομέρεια’, θα’ λεγα εγώ, αλλά ίσως κάποιος σκεφτεί ότι έτσι μπαίνει και μια ‘πινελιά’ του Φανταστικού! Το σκάφος είναι ορατό στο πίσω μέρος της αρχικής έκδοσης βινυλίου, αλλά έχει αφαιρεθεί, όταν το 2002 επανεκδόθηκε ο δίσκος. Τέλος, στο gatefold-εσώφυλλο, οι φωτογραφίες των τεσσάρων μελών, παρμένες σε κάποια από τα αναρίθμητα live τους, είναι συγκεχυμένες, με τα φυσικά τους χρώματα αλλοιωμένα από το φως της σκηνής, σαν πορτραίτα από κάποιο εικονογραφημένο βικτωριανό μυθιστόρημα. Δεν είναι μυστήριο  λοιπόν, γιατί το εξώφυλλο αυτό, αποτελεί κάτι σαν επίσημο σημείο αναφοράς του γκρουπ, ένα logo ισχυρότερο ακόμη κι από το ‘γούρικο κοκαλάκι’ (του πρώτου κι ομώνυμου άλμπουμ), που παραπέμπει άμεσα στη λέξη ‘Wishbone’.

Warrior


         Όλα όμως τα παραπάνω αποτελούν ασήμαντες λεπτομέρειες μπροστά στο περιεχόμενο του άλμπουμ, το μεγαλείο της μουσικής, της σοφής δομής των κομματιών και την μετέπειτα επιδραστικότητά του. Πρόκειται για ένα αρχέτυπο μουσικής σύνθεσης, ενορχήστρωσης και πειραματισμού που συνδυάζει progressive δομές, hard rock χρωματισμούς και folk περάσματα, μέσα σε επτά κομμάτια. Με στίχους και μελωδίες προερχόμενες κατά κύριο λόγο από τον μπασίστα Martin Turner, ακουμπούν ζητήματα όπως το πέρασμα του χρόνου (“Time Was”), η ένωση του ανθρώπου με τη φύση (“Leaf And Stream”), η μάχη σαν δίοδος προς τη δικαίωση και την προσωπική ανεξαρτησία, κυρίως μέσα από παραβολές και εικόνες μεσαιωνικού ρομαντισμού (“Warrior”, “The King Will Come”). Υπάρχει μια παράξενη αλχημεία που ενώνει όλα αυτά τα είδη στα κομμάτια τους. Αλλά το κύριο χαρακτηριστικό, αναμφισβήτητα, είναι το λαμπρό έργο του Powell και του Ted Turner στην κατασκευή ονειρικών μελωδιών με τις κιθάρες τους, οι οποίες συνδέονται με πολύπλοκες αρμονίες, που οδηγούν τελικά τον ακροατή σε άλλες διαστάσεις. Κατά τη γνώμη μου, και χωρίς καμία αμφιβολία, το ‘Αrgus’ είναι το μηδέν σημείο των δίδυμων κιθάρων. Παρόλο που κάποιες μπάντες είχαν ήδη βιώσει αυτό το χαρακτηριστικό στους ήχους τους, σε αυτό το άλμπουμ, η έννοια καθορίστηκε με σταθερό και οριστικό τρόπο. Μιλάμε τουλάχιστον για την Βρετανία, αν θεωρήσουμε ότι στην Αμερική αυτό έγινε πιο πριν, π.χ. με τους Allman Brothers. Τώρα, εδώ, θέτουν τις βάσεις οι Ash, δίνοντας βήμα κατόπιν σε μπάντες όπως οι Thin Lizzy, Iron Maiden,  κλπ. Αυτό που ξεχωρίζει άμεσα στο ‘Argus’ είναι οι γραμμές του μπάσου του Martin Turner. Σε αντίθεση με πολλούς rock bassists αυτής της εποχής, ο Μ.Turner δεν ακολουθεί μόνο τις κιθάρες αλλά κάνει το δικό ‘παίξιμο’ - άλλο ένα πρωτοποριακό act -  προσθέτοντας μια επιπλέον διάσταση σε κάθε τραγούδι του άλμπουμ.
        Αναμφίβολα, μοιάζει με ‘best of’ – ένα γνώρισμα που μόνο τα μνημειώδη άλμπουμ παρουσιάζουν. Όλα ρέεουν αβίαστα εδώ. Οι επικές συνθέσεις με την πρωτοποριακή ενορχήστρωση, οι ευφάνταστες μουσικές φράσεις, παραμορφωμένες ή μη, οργνώνονται άψογα υπό το μεσαιωνικό κλίμα της θεματολογίας των στίχων. Και τα τραγούδια: ένα κι ένα! Ψάχνει με κόπο να βρει κανείς τον  - κατά τι – ‘αδύναμο κρίκο’. Το LP ανοίγει με το 9λεπτο "Time Was" και την όμορφη, μελωδική ακουστική εισαγωγή του, το οποίο χρησιμεύει ως βάση για τα φωνητικά του Martin και του Ted Turner. Στο μισό του τραγουδιού ο ρυθμός αλλάζει και γίνεται πιο γρήγορος, οδηγώντας σε ένα μεγάλο φινάλε με μερικά πολύ ωραία διπλά σόλο κιθάρας. Ο Andy Powell δήλωσε κάποτε ότι ήταν ένα τραγούδι εμπνευσμένο από τους Who. "Υπήρχε πολύ Keith Moon στο τύμπανο του Steve”, είπε.
         Το επόμενο, το "Sometime World", αρχίζει ως μία ρομαντική μπαλάντα, άκρως νοσταλγική. Η αλλαγή του ρυθμού λίγο πριν τη μέση - γύρω στο 3:30 - γεμίζει τον ακροατή με πρωτόγνωρα συναισθήματα. Αναλαμβάνει τότε το μπάσο του Μ. Turner για να παραδώσει στην μουσική ιστορία μία από τις ομορφότερες μπασογραμμές, που στέκεται άνετα και μόνη της στο τραγούδι. Ο ρυθμός αυξάνεται και σύντομα ενώνονται και οι κιθάρες. Αρχίζει τότε ένα φανταστικό part που περιέχει μελωδικό, ‘τραγουδιστικό’ μπάσο, φωνητικές αρμονίες και ένα από τα πιο μεγαλοπρεπή σόλο των ΄70s. ‘Ένα σόλο - κιθαριστική πανδαισία, με τους Andy και Ted να διδάσκουν τι σημαίνει ‘δισολία’ αλλά και ότι δεν είναι απαραίτητο κάποιος να παίζει γρήγορα την κιθάρα του για να κάνει θαύματα. Αναμφίβολα, το highlight του άλμπουμ.

Sometime World

        
Το  “Blowin' Free”, ένα από τα πιο διάσημα κομμάτια της μπάντας, “άλλο ένα κομμάτι από το ‘Τommy”, σύμφωνα με τον Ted Turner. Aποτελεί αυτό που λέμε “classic - Ash”. Ένα mid tempo τραγούδι, που αρχίζει με ένα γρήγορο, απλό, επαναλαμβανόμενο και ‘κολλητικό’ riff και χαρακτηρίζεται για τα φωνητικά του που είναι μοιρασμένα στους δύο Turner και στον Powell - ως γνωστόν μόνο ο Upton δεν έχει credits στις φωνές. Ένας τέλειος ρυθμικός ύμνος, απαραίτητος σε κάθε set-list, τόσο της μπάντας κάποτε, όσο και των σχημάτων που φτιάχνουν κατά καιρούς κάποια μέλη.
        Ίσως απ΄τα πιο γνωστά κι αγαπημένα τραγούδια εδώ είναι το “The King Will Come”, το πρώτο της Β’ πλευράς. Ένα πραγματικό έπος που δεν το βαριέσαι όσες φορές και να το ακούσεις. Αρχίζει με μια απλή κιθαριστική γραμμή που γρήγορα πλαισιώνεται με μία wah-wah κιθάρα. Παράλληλα ακούγεται όλο και αυξανόμενο ένα μαρς drumming. Μετά το πρώτο λεπτό ‘πέφτει’ το βασικό riff - βαρύ κι ασήκωτο - και το τραγούδι γίνεται ένα πραγματικό ροκ κομμάτι, πλημμυρισμένο με υπέροχα κιθαριστικά μέρη. Μartin και Andy μοιράζονται τα τέλεια εναρμονισμένα φωνητικά, συμβάλλοντας στην επική ατμόσφαιρα του κομματιού. Παύσεις και εναλλαγές ρυθμών απαραίτητες κι εδώ. Κι ένα μπάσο ΄βαρύ’ όσο δεν πάει άλλο, από τον Turner, αφήνει το στίγμα του. Με λίγα λόγια: μια λαμπρή σύνθεση και εκτέλεση !

The King Will Come


        Το υπέροχο "Leaf And Stream" αξίζει ιδιαίτερη μνεία ως η απόλυτη, μεσαιωνική folk-prog μπαλάντα – κι όχι μόνο του συγκεκριμένου άλμπουμ. Εντελώς ονειρικό, νοσταλγικό κομμάτι, χαλαρώνει τον ακροατή και τον ταξιδεύει σε άλλους τόπους και χρόνους. Χωρίς έντονη αίσθηση του μπάσου και των ντραμς – δεν τα καταλαβαίνεις ίσως καθόλου – το "Leaf And Stream", γραμμένο κι ερμηνευμένο από τον M. Turner, αποτελεί ένα folk αριστούργημα, με δεξιοτεχνικές κιθάρες και εύθραυστα φωνητικά. Κυριολεκτικά μια μεγάλη ευκαιρία για μυστικισμό και διαλογισμό.

Leaf And Stream


         Φτάνοντας προς το τέλος, συναντάμε το πιο ρυθμικό και κλασικό ροκ κομμάτι του δίσκου,  “ Warrior ”. To κομμάτι ακολουθεί τη μεσαιωνική θεματολογία, μια απλή ιστορία για αγρότες του παλιού καιρού, που παίρνουν τα όπλα για να πολεμήσουν έναν κοινό εχθρό. I'd have to be a warrior / A slave I couldn't be / A soldier and a conqueror / Fighting to be free”.(“Πρέπει να γίνω πολεμιστής, - σκλάβος  δε θα μπορούσα…. Ένας στρατιώτης, ένας κατακτητής, αγωνιζόμενος να μείνω ελεύθερος”). Εδώ ακούμε ίσως τα πιο σκληρά και ‘τραγανά’ riffs του άλμπουμ. Σπουδαία μελωδικά tempos, εναλλασόμενα με ΄γεμάτα’ κιθαριστικά μέρη.
          Το “Argus” ολοκληρώνεται με ιδανικό τρόπο. Το “Throw Down the Sword” αποτελεί δομικά, μουσικά και σύμφωνα με το concept, την φυσική εξέλιξη του “ Warrior ”. Ξεκινά με ένα επαναλαμβανόμενο μελωδικό riff κιθάρας και αυξανόμενης έντασης τύμπανα, έτσι ενορχηστρωμένα, ώστε να κάνουν τον ακροατή να αισθάνεται σαν να βρίσκεται ο ίδιος, μαχόμενος, σε ένα πεδίο μάχης. Τη στιγμή μάλιστα που έχεις το μεγάλο δίλημμα αν θα πρέπει να τα παρατήσεις όλα. Throw down the sword / The fight is done and over / Neither lost, neither won. / To cast away the fury of the battle / And turn my weary eyes for home/ There were times when I stood at death's own door…”.  Ένας επικός θρήνος, τραγικός και συνάμα τέλεια μελωδικός κι ονειρικός. Το μεγάλο του ατού όμως είναι το κιθαριστικό μέρος των Powell και Turner που κλείνει το κομμάτι κι αποτελεί και το τελικό εξόδιο του δίσκου. Οι δύο κιθαρίστες εναρμονίζονται άψογα, αν και παίζουν ταυτόχρονα σε διαφορετικές ‘γραμμές’. Διατηρούν μεταξύ τους τέλεια αρμονία, αν και συνεχώς συγκλίνουν κι αποκλίνουν, τέμνονται κι αλληλοσυμπληρώνονται. Στο φινάλε έχουμε ένα μεγαλειώδες και συγκλονιστικό σόλο δύο κιθάρων, ένα επίτευγμα που σπάνια μπορεί κάποιος να το πετύχει από τότε.

Throw Down the Sword


        Ο αντίκτυπος του Argus ήταν άμεσος. Η επιτυχία ήταν τόσο μεγάλη που ένα πολύ μεγαλύτερο ακροατήριο από το συνηθισμένο άρχισε να πηγαίνει στις συναυλίες της μπάντας, μετατρέποντας την περιοδεία για την προώθηση του δίσκου σε μία από τα πιο εμπορικές της διετίας 1972-1973. To άλμπουμ Live Dates, που κυκλοφόρησε το 1973, περιείχε 4 από τα 7 κομμάτια του Argus.
        Το 1991 το άλμπουμ πρωτοεκδόθηκε σε CD, έχοντας ως bonus  κομμάτι το “No Easy Road”. Το 2002 το άλμπουμ έκανε μία remastered επανέκδοση, και περιλάμβανε το σπάνιο EP Live from Memphis, το οποίο καταγράφηκε περίπου την εποχή της ηχογράφησης του Argus. Περιέχει τρία κομμάτια που επιμηκύνουν το άλμπουμ κατά 77 λεπτά, με τα τραγούδια: "Jail Bait" και "The Pilgrim" (από το δεύτερο άλμπουμ τους), καθώς και μια χορταστική, 17λεπτη έκδοση του μεγαλοπρεπούς "Phoenix" από το ντεμπούτο τους.
         Τέλος, κυκλοφόρησε το 2007 μια Deluxe έκδοση του άλμπουμ, με τρία κομμάτια bonus. Εκτός από το ήδη γνωστό “No Easy Road” και τις εκδόσεις του “The Pilgrim” και “Phoenix” (live από το Memphis), ο δίσκος έφερε έξι live κομμάτια που ηχογραφήθηκαν για λογαριασμό του BBC, το 1972. Τα “Time Was”, “Blowin' Free”(δις), “Warrior ”, “Throw Down the Sword”, “The King Will Come” και "Phoenix".


Blowin' Free

        
Για τη σημασία του άλμπουμ και για την επίδρασή του τόσο στους απανταχού μουσικόφιλους, όσο και στους κατοπινούς επίδοξους μουσικούς, τα λόγια ίσως περιττεύουν. Αναφέραμε ήδη παραπάνω ότι το Argus έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος πειραματισμός με διπλές κιθάρες, στην ανατολική πλευρά του Ατλαντικού. Επίσης, πολλές μπάντες και φτασμένοι μουσικοί τον επικαλέστηκαν για την βαθιά εντύπωση που τους έκανε, την έμπνευση που τους γέμισε, κι ακόμη, ως το άλμπουμ που τους άλλαξε τη ζωή. Για παράδειγμα, ο Steve Harris των Iron Maiden ήταν ανέκαθεν δηλωμένος φαν του Martin Turner και κατά δήλωσή του, τα άλμπουμ των Ash - κι ιδιαίτερα το Argus - υπήρξαν η έμπνευσή του να στήσει τη μελλοντική του μπάντα με πρωταγωνιστή το μπάσο και δύο lead κιθάρες. Και φυσικά δεν ήταν ο μόνος, έκτοτε, που το έκανε!
       Όντας άκρως πρωτοποριακό, αυτό το άλμπουμ με το που βγήκε, έσπασε κάθε κατεστημένο. Εκτός από τον αξεπέραστο συνδιασμό rock ιδιωμάτων (prog, hard rock, southern rock, βρετανική folk, ηλεκτρική jazz,…) και την πολυπλοκότητα που αναδεικνύεται, ειδικά σ΄αυτό το LP, από τις ‘δίδυμες κιθάρες’, εδώ έχουμε και παγκόσμιες πρώτες: Αποτέλεσε ένα ορόσημο της progressive rock, αν και δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου πλήκτρα. Ένα ορόσημο του epic rock, πριν ακόμη αυτό ορισθεί ως είδος. Έθεσε τα μέτρα και τα σταθμά του τεχνοκρατικού λυρισμού, πριν ακόμη από πολλούς κατοπινούς εκπροσώπους του. Μην αρχίσουμε να λέμε και για την απόλυτη αναγνωρισιμότητα του εξώφυλλου, γιατί είπαμε: θεωρείται - μπροστά στο περιεχόμενο - λεπτομέρεια.
        Σχεδόν μισό αιώνα μετά την πρώτη κυκλοφορία του και με δεδομένη την επανάκαμψη σε παγκόσμια κλίμακα στην προτίμηση του μουσικόφιλου κοινού του φυσικού φορέα της ροκ μουσικής, του βινυλίου, είναι πολύ πιθανόν ότι ακόμη και αυτή τη στιγμή, κάποιος, κάπου ανά την υδρόγειο, περιεργάζεται για πρώτη φορά μια πλήρη κόπια του Argus και ετοιμάζεται να καταδυθεί στον κόσμο του,“…only searching for an answer”.
        Κι επειδή κάποτε τα λόγια πρέπει να σταματήσουν: Όλοι εμείς οι αμετανόητοι μύστες αυτού του δίσκου, γνωρίζουμε πάνω απ΄όλα, ότι έχει μπει βαθιά  ‘μέσα’ μας, πλάστηκε με το ‘είναι’ μας και ρίζωσε για τα καλά στην καρδιά μας.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

SWAMP DOGG



Comic Relief


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Με τον όρο Comic Relief εννοούμε ένα αστείο χαρακτήρα, αστεία σκηνή ή αστείο διάλογο σε μιά κατά τα άλλα πολύ σοβαρή και υποδειγματική δουλειά, συχνά για να απορροφηθεί η ένταση. Για αρκετούς συλλέκτες και ένθερμους οπαδούς της, η πίστη στην rock είναι μία πολύ σοβαρή υπόθεση. Οι δίσκοι δεν είναι τόσο πολύ για διασκέδαση, όσο για κατηγοριοποίηση. Οι ανθρώπινες ιστορίες πίσω από την groovy ατμόσφαιρα δεν μοιάζουν τόσο σημαντικές, όσο οι ημερομηνίες, τα στατιστικά στα charts και τα οικογενειακά δέντρα. Οι ιστορικοί και οι ερευνητές της rock χρειάζονται περιστασιακά υπενθυμίσεις αυτού του μυστηριώδους κόσμου που βασίζεται όχι τόσο πολύ σε ανέκδοτα και δίσκους ακουσμένους από λίγους ανθρώπους. Οι καλλιτέχνες που θα ακολουθήσουν σε αυτή την στήλη θα μπορούσαν να κάνουν standup comedy. Όμως όλοι είναι ιδιαίτερα σοβαροί σε σχέση με την μουσική τους. Αν εμφανίζονται σαν κλόουν μερικές φορές, υπάρχει πολύ σκέψη και επιδεξιότητα πίσω από τα καλαμπούρια. Όσοι τους βρίσκουν ελαφρούς, σε σχέση με τελείως σοβαρούς καλλιτέχνες όπως ο Nick Drake και ο Scott Walker ίσως θα έπρεπε να σκεφτούν ότι ο ρόλος ενός comic ρόκερ είναι ίσως πιό δύσκολος από ότι ο ρόλος οποιουδήποτε άλλου καλλιτέχνη. Είναι δύσκολο να είσαι αστείος. Είναι δύσκολο να κάνεις καλή μουσική. Και είναι εκθετικά δυσκολότερο να κάνεις και τα δύο αυτά μαζί. Ο Frank Zappa εν μέρει τα κατάφερε (τις περισσότερες φορές). Οι Fugs και οι the Bonzo Dog Band (Neil Innes) επίσης είχαν εμπορική επιτυχία. Έχουμε αναφερθεί σε αυτούς εδώ. Η γκετοποίηση των τριών καλλιτεχνών που θα ακολουθήσουν σε αυτή τη στήλη δεν πρέπει να λογιστεί ως ένα μέρος από τις μουσικές τους ικανότητες. Ο καθένας θα μπορούσε να τοποθετηθεί εύκολα κάτω από μία ταμπέλα. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι πολλές άλλες φιγούρες που μέσα από αυτό το μπλογκ έχουμε αναφερθεί ή θα αναφερθούμε στο μέλλον έκαναν το χιούμορ βασικό στοιχείο της δουλειάς τους. Δοκιμάστε να κολυμπήσετε μέσα στο ρεπερτόριο του Syd Barrett, του Skip Spence και άλλων που θα αναφερθούμε στο μέλλον. Σίγουρα θα σας κάνει να χαμογελάσετε.

Sam Stone (1972)


Είναι ξεκάθαρο ότι ο εξαιρετικά επικοινωνιακός Swamp Dogg, μοιάζει πολύ στον τραγουδιστή Swamp Dogg. Χυδαίος αλλά οξυδερκής, ξαφνιασμένος ευχάριστα από τα στριφογυρίσματα της μουσικής βιομηχανίας και εντελώς ατρόμητος όταν πρόκειται να μπεί στο "ψητό". Για δεκαετίες έχει "λυγίσει" τις παραδόσεις της R&B και της soul τόσο, όσο μπορούσαν να λυγίσουν. Οι ρυθμοί της funk παντρεμένοι με ψήγματα από τα παλιά του Fats Domino. Άσεμνες ιστορίες σεξουαλικής απιστίας τοποθετούνται φυσικά απέναντι στους στίχους διεισδύοντας εξεταστικά στην κοινωνική αδικία, το ρατσισμό και την σπατάλη χρόνου του πολέμου. Η παθιασμένη φωνή του είναι μία μίξη από Jackie Wilson, Van Morrison και Percy Sledge και καθαρά ο Swamp Dogg αντλεί από την soul, την rock, ακόμα και από την country. Έχει κάνει γύρω στα 20 άλμπουμ από το 1970, χωρίς να φτάσει κοντά σε κάτι που θα αποκαλούσαμε συμβατικό χιτ. Είναι μαύρη ποπ μουσική που είναι τόσο εκλεκτική για να κατηγοριοποιηθεί. Και για κάποια γούστα τόσο καυτή για να την διαχειριστεί κανείς, μέσα στην τίμια ματιά ή/και αντανάκλαση της Αμερικανικής κοινωνίας. Ακόμα και αν έχει πλάκα. Κάθε ένας που κρατάει αρχεία της πρώιμης δουλειάς του Swamp Dogg θα σοκαριζόταν από τον τόνο του ντεμπούτο άλμπουμ του Total Destruction of Your Mind, το 1970, σαν ο Sly Stone να συναντάει τον Zappa. 

Total Destruction of Your Mind (1970)


Γεννημένος ως Jerry Williams στο Portsmouth της Βιρτζίνια, είχε ξοδέψει ολόκληρη την δεκαετία του '60, στο μεγαλύτερο μέρος του σαν ένας από τους πολλούς soul man της άγνωστης πλευράς της δισκογραφίας. Έκανε παραγωγή σε session μικρών σχημάτων που έκαναν χιτ όπως οι the Exciters, Tommy Hunt, the Toys, Patti LaBelle & the Bluebells και Charlie & Inez Foxx. Έγραψε τραγούδια με τον Gary U.S. Bonds και έκανε περιοδεία με τους μισούς σχεδόν τραγουδιστές της R&B και soul. Και ηχογράφησε ως σόλο για περίπου δώδεκα δισκογραφικές, μερικές φορές σαν "Little" Jerry Williams. Το πλέγμα των δίσκων που συνεισέφερε κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου σαν σχήμα, session εμφάνιση, παραγωγός και τραγουδοποιός είναι τόσο πολυσχιδές που είναι αμφίβολο αν κάποιος θα μπορούσε να τους συναρμολογήσει σε μία συνολική λίστα. Περιστασιακά ένα από τα single του θα προκαλούσε μία μικρή κίνηση σε εθνικό επίπεδο ή θα γινόταν τοπικό χιτ. Το "I'm the Lover Man" (1964) και το "Baby You're My Everything" (1965) ήταν τα μεγαλύτερα.

Little Jerry Williams - Baby You're My Everything (1965)




"Εκείνο τον καιρό ήμουν μέσα με τους κανόνες" λέει ο Swamp Dogg. "Ήμουν ότι ο καθένας ήθελε, αισθανόμουν ότι ο καθένας χρειαζόταν. Προσπαθούσα απλά να ικανοποιήσω τις απαιτήσεις. Αλλά ενώ ήμουν εκεί έξω παρακολουθώντας τι συνέβαινε μου πέρασε από το μυαλό ότι δεν ήμουν τόσο καλός όσο ήταν εκείνοι που βρίσκονταν στην κορυφή, οι οποίοι ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις. Τα τραγούδια μου ήταν απλά καλά, αλλά δεν αισθανόμουν ότι είχα πολύ καρδιά στα τραγούδια μου όσο είχαν αυτοί στα δικά τους. Όταν τραγούδησα για το ότι είμαι θαυμάσια, δεν το πίστευα στα αλήθεια. Επειδή ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι είμαι όμορφος τύπος και όταν θα ανέβω στην σκηνή όλες οι γκόμενες θα πέσουν ξερές. Ποτέ δεν πίστεψα σε τέτοιες βλακείες. Και είχα καλό λόγο για να μην πιστέψω αφού ποτέ δεν συνέβη να είμαι όμορφος".
Αποχωρεί ο Jerry Williams, μέτριος τραγουδιστής της soul και εισέρχεται το alter ego του ο Swamp Dogg. "Πήρα μία ευκαιρία και στοιχημάτισα με τον εαυτό μου. Είπα, πρέπει να τα αλλάξω όλα και πρέπει να γίνω πολύ δραστήριος σε αυτή την αλλαγή. Μου πήρε πολύ να αλλάξω γνώμη, επειδή πάντοτε ήμουν τρελαμένος με το όνομά μου, Jerry Williams, Jr.-αγαπώ τον πατέρα μου, αγαπώ να φέρω το όνομά του. Το να πρέπει να το αλλάξω σε κάτι απλά για να ηχεί αλλιώς στο αυτί σας ήταν μία βαριά απόφαση για μένα. Αλλά αυτό με έκανε ικανό να πηδήξω σε κάποια μουσική που ήθελα να κάνω, κάποιους στίχους που ήθελα να χρησιμοποιήσω". Με τον Gary U.S. Bonds, τον πρώιμο πρωτοπόρο της soul διακεκριμένο για τα smash χιτ στα πάρτυ "Quarter to Three" και "New Orleans", o Williams ήδη άρχιζε να γράφει τραγούδια που δεν θα έβρισκαν μία θέση στο soul ή στο rock ράδιο. "Θα κάναμε αφιερώσεις σε ανθρώπους που ήταν εν ζωή, αλλά τις κάναμε σαν να είχαν πεθάνει. Σκεφτήκαμε πως αυτό ήταν αστείο. Ξέρω ότι είναι άρρωστο, αλλά κάναμε πολλές τέτοιες μαλακίες, μόνο για την διασκέδασή μας. Αργότερα στη δεκαετία του '60 αρχίσαμε να γράφουμε μερικούς acid στίχους. (Ένα τραγούδι από αυτή την περίοδο, το "Dust Your Head Color Red", θα εμφανιζόταν στο πρώτο του LP).


Dust Your Head Color Red (1970)


Αλλά δεν υπήρχε ζήτηση. Οι άνθρωποι θα λέγανε δεν θέλουμε τέτοιες βλακείες. Είχα αρχίσει να γράφω μερικά τραγούδια που κανείς-κανείς-δεν ήθελε να ηχογραφήσει. Συμπεριλαμβανομένου του Gary Bonds ή οποιουδήποτε άλλου στον μικρό μας κύκλο ή έξω από αυτόν. Αυτός ήταν ακόμα ένας λόγος που ο Swamp Dogg ήρθε ακριβώς στην ώρα που έπρεπε. Επειδή θα τραγουδούσε κάθε τι". Στις εσωτερικές σημειώσεις στην ανθολογία Best of 25 Years of Swamp Dogg ο Williams γράφει: "Εμφανίστηκα με το όνομα Dogg επειδή ένα σκυλί ποτέ δεν προκαλεί έκπληξη αν κοιμάται στον καναπέ, τα κάνει στο χαλί, κατουράει τις κουρτίνες, μασουλάει τις παντόφλες σου, "το κάνει" στο πόδι της πεθεράς σου ή σαλτάρει πάνω στα καινούρια ρούχα σου και σε γλύφει στο πρόσωπο, ποτέ δεν βρίσκεται έξω από τη φύση του". Το απροσδόκητο ήταν κοινότοπο στο Total Destruction of Your Mind, όπου το hillbilly πιάνο μπερδεύεται με την wah-wah funk κιθάρα και τα hard rock riffs με την soul του Swamp. Με εξαίρεση τον Sly Stone κανένας άλλος δεν έμπλεξε την soul με την rock τόσο αποτελεσματικά, αν και ο Swamp Dogg ήταν ακόμα πιό ευέλικτος τύπος για κάτι τέτοιο από ότι ήταν ο Sly. "Η μουσική μου αλήθεια δεν άλλαξε τόσο πολύ", λέει. "Μπορείς να ακούσεις την ίδια βασική δομή, τους ίδιους βασικούς ρυθμούς, μόνο την "έντυσα" λίγο. Φόρεσα κουρελιασμένα τζιν στο τραγούδι και του έβαλα σπορτέξ αντί να του βάλω Florsheim. Είχα ένα σωρό επιρροές που ήθελα να αναμίξω, όπως ο Sly Stone και ο Amos Milburn (πιανίστας της R&B στα τέλη του '40 και αρχές του '50). Ήθελα να δω πώς θα ακούγονταν αυτοί οι δύο μαζί, να έχω ένα είδος boogie σε ένα είδος funk-rock". Ο Amos Milburn, ωστόσο, πιθανότατα δεν θα είχε αγγίξει τα acid σε στίχο τραγούδια "Dust Your Head Color Red" ή το "Synthetic World". Στο "Mama's Baby Daddy's Maybe", o Swamp Dogg τραγούδησε ευθέως για την αβεβαιότητα της πατρότητας.

Mama's Baby Daddy's Maybe (1970)


Ακόμα κι αν οι διασκευές του ήταν εκκεντρικές- αντιμετώπισε τον ρατσισμό με το "Redneck" του Joe South και επέλεξε ένα τραγούδι από τον MOR σουπερστάρ Bobby Goldsboro, το "The World Beyond".
Το 1970, πρέπει να θυμηθούμε ή καλύτερα να μάθουμε, ότι δεν ήταν πολλοί οι τραγουδιστές της soul που έγραφαν αμφιλεγόμενα μηνύματα στα τραγούδια, πέρα από τον Sly Stone, τον Curtis Mayfield και τον παραγωγό της Motown Norman Whitfield. O George Clinton και οι Parliament/Funkadelic χάραξαν τον δρόμο τους στην progressive-funk. Ο Marvin Gaye και ο Stevie Wonder έπρεπε ακόμα να αυτοσυστηθούν ως κοινωνικά συνειδητοποιημένοι τραγουδιστές/τραγουδοποιοί. Στον κόσμο της μαύρης ποπ ο Swamp Dogg ήταν ένας μη αναγγελθείς πρωτοπόρος σχετικά με αυτό το θέμα. H ευθεία προσέγγισή του στο σεξ και στα ακραία πολιτικά θέματα είναι επίσης ένας διακριτικός, μη αναγνωρισμένος προάγγελος των στίχων της ραπ. Έχει κάποια προτίμηση όταν γράφει για το υπνοδωμάτιο ή το Πεντάγωνο; "Σαν να λες σου αρέσει το κοτόπουλο περισσότερο από το κρέας;" ρωτάει ρητορικά. "Εξαρτάται από το τι συμβαίνει. Μου αρέσει το ένα τόσο καλά όσο και το άλλο". Ο Swamp Dogg βλέπει το γράψιμο των τραγουδιών λιγότερο σαν μία ιδιοφυή πράξη από ότι σαν μία αντανάκλαση της Αμερικανικής κοινωνικής και φυλετικής αναταραχής στα τέλη του '60, αρχές του '70. "Δεν ήταν οι σκέψεις μου τόσο βαριές-αυτά που συνέβαιναν ήταν ασήκωτα. Ότι σκεφτόμουν ήταν μπροστά στα μάτια μου. Αλήθεια δεν είχα να σκεφτώ και πολύ. Θα έγραφα απλά γι'αυτό, επειδή με ενοχλούσε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο". Ο κοινωνικός σχολιασμός ήρθε πιό στοχευμένος όταν υπόγραψε με την Elektra για το Rat On το 1971. Το "Remember I Said Tomorrow" προέβαλλε ένα λυπηρό, αξιοπρεπή θυμό στην αιώνια καθυστέρηση για την απονομή δικαιοσύνης στους Αφροαμερικανούς. Αντιμέτωπη με την πρόκληση να μπεί ένα τραγούδι που λεγόταν "God Bless America, For What", η Elektra αγχώθηκε και απλά ονόμασε το τραγούδι "God Bless America".

God Bless America (1971)


To Irving Berlin Foundation ούτε ξεγελάστηκε, ούτε διασκέδασε και μήνυσε τον Swamp Dogg. Ακόμα στην μέση του άλμπουμ βρίσκεται μία διασκευή των Bee Gees το "Got to Get a Message to You" και περισσότερες εκκεντρικές αναλύσεις σεξουαλικής ανηθικότητας όπως το "That Ain't My Wife", μερικά γραμμένα με τον παλιόφιλό του Gary Bonds. Το εξώφυλλο έδειχνε τον Williams / Swamp Dogg με τα χέρια υψωμένα σε θρίαμβο, να καβαλάει πάνω σε ένα τεράστιο λευκό ποντίκι-ένας συμβολισμός ίσως ενός νέγρου πάνω στην πλάτη ενός λευκού...έτσι για την αλλαγή. Μοιραζόμενος με την Jane Fonda ένα νομικό εκπρόσωπο, οδήγησε στην εμπλοκή του με ένα γκρουπ που λεγόταν Free The Army, μία mixed media κουστωδία (που επίσης περιελάμβανε την Fonda, τον Dick Gregory και τον Donald Sutherland), το οποίο σχηματίστηκε για να εκφράσει την αντίθεση με τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Έδωσαν ένα κονσέρτο σε μία μαζική αντιπολεμική διαμαρτυρία, την οποία η σύζυγος του Swamp Dogg, Yvonne Williams βοήθησε να οργανωθεί. Το γεγονός αποδόθηκε σε ταινία/ντοκυμαντέρ, το οποίο ποτέ δεν εμφανίστηκε σύμφωνα με τον Swamp Dogg, επειδή "όλοι ήθελαν να προβληθούν. Δεν ήταν ένα πράγμα σαν το Free The Army, ήταν σαν να έλεγαν όλοι:΄κοίταξέ με και κάνε μου a fucking deal. Δεν ήμουν μέρος αυτού, επειδή ήδη είχα a fucking deal". Μία συμφωνία που σύντομα θα χαλούσε σκέφτεται ο Swamp Dogg, επειδή η Elektra δεν συμβιβαζόταν με την ιδέα να έχει ένα τόσο ακραίο παρουσιαστή στο ρόστερ της. "Ήμουν με την Jane Fonda, ήμασταν έξω διαμαρτυρόμενοι για τον πόλεμο και αυτοί είπαν ΄Δεν το χρειαζόμαστε αυτό΄, αν και όλα ήταν καλά για τους MC5 να ανέβουν στην σκηνή να κατεβάσουν τα παντελόνια και να τα κάνουν. Ήταν μία πολύ παράξενη εταιρεία. Όταν υπέγραψαν μαζί μου είχαν ένα μαύρο σχήμα τους the Voices of East Harlem. Και όταν υπέγραψαν μαζί μου τους άφησαν να φύγουν. Ήταν σαν να έλεγαν ένας-ένας πελάτης. Δεν ήθελαν περισσότερους μαύρους. Μου το είπαν". Το FBI προσθέτει, έβλεπε τον Swamp Dogg σαν απειλή στην Αμερικανική κοινωνία, ώστε να παρακολουθεί το τηλέφωνό του για λίγο. Επιπροσθέτως η συνεργασία με την Jane Fonda ήταν αρκετό για να συγκαταλεγεί στη λίστα με τους πιό περιζήτητους εχθρούς του προέδρου Νίξον, ένα τίτλο που ακόμα και σήμερα δεν μπορεί να πάρει στα σοβαρά. "Δεν προσπαθούσα να ρίξω την κυβέρνηση. Απλά προσπαθούσα να διαφωτίσω τους ανθρώπους και να πω αυτά που σκεφτόμουν ότι ήταν το σωστό να πω σε μία ελεύθερη κοινωνία. Μαντεύω μετά από λίγο θα είπαν: ΄αυτός ο μπάσταρδος δεν είναι τίποτα περισσότερο από το τίποτα. Είναι απλά ένας ανόητος".

I Kissed Your Face (1971)


Αυτά τα δύο άλμπουμ στις αρχές του '70 μπορούν να θεωρηθούν ως οι πιό επίμονες δουλειές του Swamp Dogg, αλλά υπάρχουν περισσότερες ίδιες για να βρείτε μέσα στο λαβύρινθο των δίσκων που κυκλοφόρησε από τότε. Το να προσπαθήσει να κρατήσει το ρυθμό στην καριέρα του έγινε ολοένα και δυσκολότερο από τα ατελείωτα one-off deals. Ένας δίσκος σε μία δισκογραφική μοιάζει να είναι το μότο του Swamp Dogg, μία εύκολη πρόταση για να βγεί εις πέρας, μιάς και η μέθοδός του είναι να δίνει τελειωμένο προιόν στις εταιρείες για να κυκλοφορήσει πριν πέσουν οι υπογραφές. To Best of 25 Years of Swamp Dogg...Or F*** the Bomb, Stop the Drugs είναι το καλύτερο δείγμα της αιωνίως συγκεχυμένης δισκογραφίας του, συμπεριλαμβανομένων τέτοιων σοφιστιών όπως το "Call Me Nigger". Η πολιτική της κρεβατοκάμαρας πήρε άλλη μία παράξενη στροφή στο "Or Forever Hold Your Peace", στο οποίο ο τραγουδιστής βρίσκει τον γιό του να πρόκειται να παντρευτεί μία πολύ γνωστή γυναίκα. Όσοι ενδιαφέρονται μπορεί να βρούν ενδιαφέρον στα άλμπουμ του, αν μη τι άλλο για την αξεπέραστη αίσθηση να βάζει τους τίτλους στα τραγούδια του, καθώς και τις εσωτερικές σημειώσεις (κανείς δεν γράφει πιό τρομερές και πιό αστείες εσωτερικές σημειώσεις από τον Jerry Williams). Επίσης υπάρχει το οξύμωρο εξώφυλλο του 1981 I'm Not Selling Out/I'm Buying In που τον δείχνει να στέκεται πάνω σε ένα τραπέζι συσκέψεων ντυμένο στα λευκά, με λευκό καπέλο, ενώ στο τραπέζι κάθονται γύρω του κάποιοι που θυμίζουν στελέχη επιχείρησης. Το Surfing in Harlem τον δείχνει να κάνει σερφ, με ένα υποψήφιο για τίτλο της χρονιάς κομμάτι, το "I've Never Been to Africa (And It's Your Fault)"-που σύμφωνα με τα λόγια του κριτικού της rock Robert Christgau "μας λέει περιληπτικά την κοσμοθεωρία του, αν μη τι άλλο". Τα κομψά γραφικά στα εξώφυλλα δεν τον βοήθησαν αυτόν ή τις εταιρείες του να βγάλουν τεράστια κομμάτια από δίσκους που δεν ταιριάζουν άνετα σε κανένα τύπο ραδιοφώνου. Ο ίδιος περιγράφει το κοινό του ως 99,9% λευκούς-μία μέγιστη ειρωνία, αν αναλογιστούμε τις δυνατές R&B ρίζες της μουσικής. "Το ξέρω" είναι η απάντησή του. "Και τα μηνύματά μου είναι μαύρα-τα περισσότερα από αυτά. Το μαύρο ράδιο ποτέ δεν με έπαιξε τόσο πολύ. Οι περιοχές που θα απογειωνόμουν ήταν δευτερεύοντα ποπ ραδιόφωνα. Όπως το I'm Not Selling Out/I'm Buying In έφτασε το νο1 την πρώτη εβδομάδα στο Montpelier στο Vermont. Δεν υπάρχουν νέγροι στο Montpelier στο Vermont φίλε".

Synthetic World (1970)


Θα πρέπει να αγαπούν τον Swamp Dogg στο Vermont, αλλά δεν θα έκανε καμία πρόοδο στο Nashville, όταν υπέγραψε με την Mercury το 1988 ένα συμβόλαιο για country μουσική. "H Mercury αγχώθηκε" εξηγεί. "Ήταν αυτό εξαιτίας των τραγουδιών ή..." ρωτάει ο ερευνητής. Ο Swamp Dogg ξέρει τι θέλει να πει. "Ήταν λόγω χρώματος. Και το κατάλαβα. Ο φίλος μου (που με πήρε στην Mercury) με φώναξε και μου είπε: "αυτή η μαλακία δεν πρόκειται να πάει πουθενά". Είπα, ωραία το κατάλαβα. Και πράγματι το είχα καταλάβει. Δεν ήθελα να χάσει την δουλειά του προσπαθώντας να τραβήξει άλλον ένα νέγρο στην country. Είχαν τον Charley Pride", επισημαίνει ειρωνικά, "και μαντεύω ότι ήταν αρκετό". Ίσως να ήταν αυτός που γέλασε τελευταίος στο Nashville. Τον Φεβρουάριο του 1997 ένα τραγούδι που έγραψε με τον Gary Bonds το "Don't Take Her She's All I Got" σκαρφάλωσε στα country chart σαν single από τον Tracy Byrd. (O Swamp Dogg είναι σίγουρος ότι ο Eddie Rabbitt ανασκεύασε ένα από τα τραγούδια του σε χιτ). Πάντα δημιουργικός τραγουδοποιός και παραγωγός, ο Swamp Dogg δουλεύει διάφορα πρότζεκτ. Σίγουρα ακούγεται πολύ μακριά από κάποιον που έχει αφεθεί στην τύχη του.

"Όταν ήμουν στα '70ς ήμουν πολύ πλούσιος. Αλλά είχα τις νευρικές μου κρίσεις, είχα κρίση ταυτότητας και δεν ήμουν χαρούμενος με τα λεφτά. Έχω γίνει όλα όσα ήθελα να γίνω στ'αλήθεια, βρήκα τον εαυτό μου. Τώρα αν μπορούσα να φτάσω πίσω και να πάρω τα χρήματα που είχα θα ήταν πολύ χαλαρά. Εκτός από αυτό, θεωρώ τον εαυτό μου ως έναν από τους τρεις πιό ευτυχισμένους μαλάκες της γής. Και αν αποκτήσω και τα χρήματά μου..."
"Θα γίνεις ένας από τους δύο πιό ευτυχισμένους μαλάκες της γής".
"Η τράπεζά μου θα είναι ο πρώτος" απαντάει νευρικά.

Κανείς δεν καπελώνει το Swamp Dogg.


ΣΥΝΙΣΤΩΜΕΝΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ

Total Destruction of Your Mind/Rat On (1991, Charly, UK)


Μία εύχρηστη μεταφορά των δύο πρώτων άλμπουμ σε ένα μονό CD. Ορόσημο της soul για σκεπτόμενα άτομα.


Best of 25 Years of Swamp Dogg...or F*** the Bomb (1995, Pointblank)

Είναι πολύ δύσκολο να παρουσιάσεις επαρκώς την έκταση ενός καλλιτέχνη με σχεδόν 20 άλμπουμ στα credits του σε ένα compilation 18 τραγουδιών. Μέχρι τώρα η καλύτερη ανθολογία των highlights της καριέρας του.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019



LINDA HOYLE

& AFFINITY



Rock Enigmas 




Αν και τραγούδησε με μία από τις καλύτερες one-shot μπάντες της γόνιμης Αγγλικής σκηνής στα τέλη του '60-αρχές '70 και κυκλοφόρησε ένα αξιοθαύμαστο σόλο LP, σύντομα μετά η Linda Hoyle έχει γίνει κάτι σαν αίνιγμα. Παρακάτω ακολουθεί συνέντευξή της που καλύπτει προσωπικές και μουσικές τις εμπειρίες.

Affinity - Night Flight (1970)


Μεγάλωσα στο Chiswick, του Δυτικού Λονδίνου και οι δύο γονείς μου ήταν καλοί στην μουσική. Η μαμά μου έπαιζε πιάνο και ο μπαμπάς μου ουκουλέλε και είχαν μία μεγάλη συλλογή 78άρηδων δίσκων jazz, έτσι όλοι οι ήρωές μου καθώς μεγάλωνα ήταν μουσικοί της jazz. Η αδελφή μου Wendy κι εγώ ήμασταν φανατικές του ουκουλέλε σαν παιδιά και τελικά καταλήξαμε να παίζουμε κιθάρες. Η Wendy ήταν ενστικτωδώς πιό μουσικοποιημένη από εμένα και μπορούσε να εναρμονιστεί φυσικά. Σαν παιδιά τραγουδούσαμε μαζί συχνά και μας ενθάρρυναν πολύ οι γονείς μας. Μέχρι να γίνω επαναστάτρια έφηβη έπαιζα τους δίσκους των γονιών μου. Αποτελούνταν κυρίως από jazz και blues, που σημαίνει ότι ήμουν λίγο σνόμπ όσον αφορά στο rock and roll (μέχρι να ακούσω τον Elvis Presley, όπως και το πόσο καλά μπορούσαν να τραγουδήσουν οι Everly Brothers). Στις αρχές του '60 ενδιαφερόμουν για την R&B και συνήθιζα να βλέπω τους The Rolling Stones στο Crawdaddy Club στο Richmond και στο Eel Pie Island-έπαιζαν το είδος της ωμής R&B  που μου άρεσε. Αλλά η μεγαλύτερη επιρροή στην όλη μου καριέρα σαν τραγουδίστρια ήταν η Billie Holliday, για την οποία πρώτη φορά άκουσα όταν ήμουν 16 χρόνων το 1962 ή κάπου εκεί. Κανείς αλήθεια δεν γνώριζε για αυτήν στην Αγγλία εκείνο τον καιρό και είχα πάθει πλάκα από το πόσο διαφορετική ήταν από τους τραγουδιστές των blues που άκουγα, όπως η Mildred Bailey. Συμπέρανα ότι τραγουδούσε πολύ πίσω από το ρυθμό και ελάττωνε τις μελωδίες ώστε να μπορεί να τραγουδήσει σε όλη την έκταση τους και να αποφύγει να βγεί ψηλά και χαμηλά, επειδή η έκτασή της δεν ήταν μεγάλη. Επίσης είχε θαυμάσια άρθρωση, που έκανε την μουσική της πολύ αισθησιακή.

Affinity - Three Sisters (1970)


Στο Teacher Training College συνήθιζα να τραγουδάω blues σε κλάμπ, με ουκουλέλε ή κιθάρα (τα blues θεωρούνταν folk εκείνες τις μέρες), αλλά πάντοτε ήξερα ότι θα ενέδιδα αν έβρισκα κάποιον που θα μπορούσε να παίξει στο πιάνο πίσω μου, ώστε να πετάξω την κιθάρα. Πέρασα ένα χρόνο δουλεύοντας σαν τεχνικός ιατρικής πριν εκπαιδευτώ για να γίνω δασκάλα τέχνης για τρία χρόνια. Όταν ήμουν 19 έμπλεξα με ένα αγόρι που ήταν στο πανεπιστήμιο του Sussex, έτσι συνήθιζα να περνάω όλο τον καιρό μου εκεί. Μία μέρα είδα εκείνους τους τρείς τύπους να παίζουν jazz σε ένα απλό δωμάτιο-ο Lynton Naiff στο πιάνο, ο Nick Nicholas (που τώρα είναι ο σύζυγός μου) στο μπάσο και ο Mo Foster στα ντράμς. Αυθόρμητα τραγούδησα ένα παλιό τραγούδι μαζί τους (που λεγόταν "I Thought About You"), αλλά δεν ήταν με κάποια πρόθεση να μπω στο σχήμα. Πίσω στο Λονδίνο είχα μία στρωμμένη εργασία ως δασκάλα, όταν ξαφνικά μία μέρα την άνοιξη του 1967 έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον Lynton, που μου είπε ότι στο γκρουπ τους είχε προσφερθεί μία καλοκαιρινή περίοδος στο Bognor Regis (παραθαλάσσιο θέρετρο), αλλά χρειάζονταν τραγουδίστρια και αν ενδιαφερόμουν. Η απάντηση ήταν ναι-πράγμα που κατατρόμαξε τον πατέρα μου-και έτσι άρχισαν όλα. Υποθέτω αυτή ήταν η αρχή των Affinity, αν και εκείνο το καλοκαίρι παίξαμε μόνο jazz στάνταρς. Μετά από αυτό τα παιδιά ανασχηματίστηκαν ως Ice (με ένα τραγουδιστή που λεγόταν Glyn James) και κυκλοφόρησαν δύο 45άρια στην Decca, ενώ επέστρεφα στο Λονδίνο να τελειώσω το κολλέγιο. Το καλοκαίρι του 1968 ο Lynton είχε νοικιάσει ένα μπανγκαλόου στο Brighton και έφερε ένα Hammond και αποφασίσαμε να έχουμε μία ευκαιρία να σχηματίσουμε μία μπάντα. Βρήκαμε τον κιθαρίστα μας Mike Jopp, διά μέσου μιάς αγγελίας στην Melody Maker και κάναμε σκληρές πρόβες μέχρι να "βρεθούμε". Ο Lynton ήταν πάντοτε η κινητήρια δύναμη πίσω από τους Affinity. Ήταν δύσκολος αλλά λαμπρός τύπος, ένας απίστευτος μουσικός και μαθηματικός, μισός Εβραίος και μισός Άραβας. Τα φτιάξαμε αφού πήρα το πτυχίο μου και ήταν αυτός που με έβαλε μέσα στην μοντέρνα jazz. Ήμασταν ζευγάρι για τον περισσότερο χρόνο που ήμουν στους Affinity. Μας εντόπισε ένας τύπος που λεγόταν Andrew Cameron Miller, ο οποίος ψάρευε ταλέντα στα κλάμπ νομίζω. Έκανε δουλειά με ένα τύπο που λεγόταν Jim Carter-Fea, ο οποίος διεύθυνε τρία από τα πιό "in" κλάμπ στο Λονδίνο. Το Revolution, το Speakeasy και το Blaise’s. Ο Jim έγινε ο μάνατζέρ μας για λίγο διάστημα και μας έδωσε στέγη στο Revolution, που πάντα ήταν πολύ θορυβώδες. Κάναμε την πρώτη μας εμφάνιση εκεί τον Οκτώβριο του 1968. Θυμάμαι να βλέπω τον John Lennon και τον Paul McCartney μία φορά στο κοινό και μία φανταστική νύχτα είχε τζαμάρει μαζί μας ο Stevie Wonder. Δεν ήμασταν ιδιαίτερα επιδειξιομανείς σαν παρουσιαστές, καθώς πάντα προσπαθούσαμε να είμαστε όσο το δυνατόν πιό μουσικοί μπορούσαμε, αλλά έψαχνα στα μαγαζιά του Brighton βελούδινα και δαντελωτά ρούχα να φοράω πάνω στη σκηνή. Το πρόβλημα ήταν ότι ήταν τόσο εύθραυστα που κρατούσαν μόνο λίγες νύχτες το καθένα. Ο Jim Carter δεν ήταν ο σωστός μάνατζερ για μας και μετά από λίγο ο Mo έπαιξε ένα demo που κάναμε στον Ronnie Scott, ο οποίος είχε την καλλιτεχνική διεύθυνση με τους συνεργάτες του Pete King, Jimmy Parsons και τον Hugh ‘Chips’ Chipperfield. Νομίζω ότι ο Ronnie  πίστευε ότι η rock θα ήταν πιό επικερδής από την jazz, έτσι ξεκινήσαμε μία εταιρεία που λεγόταν Ronnie Scott Enterprises και σύντομα είχε ένα χιτ με τους Gun. Ο Ronnie επανασχεδίασε το πατάρι του κλαμπ του, ώστε να προσελκύσει ένα πιό νεανικό κοινό. Πήρε τον Roger Dean για να σχεδιάσει τα έπιπλα, έτσι τέλειωσε μοιάζοντας σαν μία σουρεαλιστική φάρμα από καουτσούκ που διεύθυνε ο Salvador Dali. Ο Θεός ξέρει μόνο πόσο κόστισε! Παίξαμε πολύ εκεί και αισθανόμασταν σαν το σπίτι μας.

Affinity - I Am and So Are You (1970)


Ήταν υπέροχα με αυτό το απίστευτο καστ από χαρακτήρες σαν από έργο του Ντίκενς- ο Tiny, ο πορτιέρης που φυσικά ήταν τεράστιος, ο Chuck, ο μπάρμαν που είχε μία τρομπέτα και ήθελε να γίνει σταρ και ο Albert ο βαρύς που κάποτε μου είπε με κάθε σοβαρότητα να του πω αν κάποιος με ενοχλεί, ώστε να του τσακίσει τα γόνατα. Ήταν μέρος για να μαζεύονται μουσικοί της τζαζ, έτσι όλοι οι παίκτες που εκτιμούσαμε έρχονταν εκεί, άνθρωποι που γνώριζαν το αντικείμενο. Εκείνες τις μέρες Αμερικανοί σταρ που επισκέπτονταν τη χώρα θα έπαιρναν ντόπιες μπάντες, καθώς ήταν ασύμφορο οικονομικά να φέρουν τις δικές τους και ο Ronnie Scott ήταν αυτός από τον οποίο θα έπαιρναν. Υπήρχε μία υπόθεση ότι εκείνοι οι μουσικοί που έμεναν άναυδοι όταν μας έβλεπαν, ήταν εύποροι, έτσι πάντα ήταν σοκαριστικό να ανακαλύπτεις ότι κάποιοι είχαν μείνει απένταροι. Θυμάμαι τον Harold McNair  να κοιμάται στο πάτωμα μετά από μία εμφάνισή μας. Δεν κάναμε την backing μπάντα σε άλλους, αν και θυμάμαι τον Stan Getz να μας ζητάει να πάμε σε περιοδεία μαζί του σαν μπάντα του. Άλλο ένα σχήμα που ο Ronnie διεύθυνε ήταν οι Igginbottom-θυμάμαι να μένω εμβρόντητη από τον κιθαρίστα τους Allan Holdsworth. Συνήθιζε να εξασκείται με μία πραγματικά φθηνή κιθάρα και μου είπε ότι ο λόγος ήταν ότι αυτή η κιθάρα θα εγγυόταν ότι θα ακουγόταν καλύτερα όταν έπαιζε με την κανονική του κιθάρα μπροστά στο κοινό. Είχα πάθει πλάκα με την Julie Driscoll-ήταν τόσο όμορφη και είχε τόσο ανεξάρτητο στυλ. Ο Lynton και εγώ συχνά πηγαίναμε να την δούμε με τον Brian Auger live, συνήθως σε μία παμπ κάπου στο Βόρειο Λονδίνο, όπου θα καθόμασταν μπροστά. Ταλαντεύονταν θαυμάσια και ο Lynton ήταν καθηλωμένος από το Hammond του Auger. Η Aretha Franklin φυσικά ήταν το κάτι άλλο, σαν κάτι από άλλον πλανήτη και μου άρεσαν όλοι οι τύποι της soul, ο Marvin Gaye, ο James Brown κ.ο.κ. Με είχε συνεπάρει ο τρόπος που χρησιμοποιούσαν τις φωνές τους ρυθμικά παρά μελωδικά, στο σημείο που οι λέξεις που πρόφεραν πραγματικά να μην έχουν σημασία. Ο Terry Reid ήταν καταπληκτικός με ένα διαπεραστικό ανδρικό στυλ που αργότερα υιοθετήθηκε και από τον Robert Plant. Και αγαπούσα την Janis Joplin, φυσικά στην καρδιά μου πάντα ήθελα βασικά να αυτοσχεδιάζω, αλλά ήταν πολύ δύσκολο να πορεύεσαι με αυτό και να είσαι εμπορικός στα τέλη του '60. Η Janis ήταν μία από τους πολύ ελάχιστους που το κατάφεραν. Πιστεύω πως η Laura Nyro ήταν υπέροχη επίσης-τόσο προσωπική και ξεχωριστή, σίγουρα όχι το είδος των τραγουδιών που θα χόρευε κανείς. Όσο για την rock, μου άρεσαν τα περισσότερα πράγματα που ήταν μεγάλα, δυνατά και όχι folky! Μου άρεσαν οι Stones (με την έννοια ότι σαν σύνολο ήταν τεράστιοι, αντίθετα με το τι ήταν κάθε μέλος τους) και οι The Yardbirds. Και οι Cream ήταν φανταστικοί. Ο Jimi Hendrix φάνταζε υπεράνθρωπος, έλεγες ότι δύσκολα θα είχε ενσαρκωθεί. Διαρκώς πετύχαινε αυτό που οι περισσότεροι μουσικοί εμπνέονταν αλλά κατάφερναν μόνο στιγμιαία-να γίνουν ένα με το μουσικό τους όργανο. Νομίζω τον είδα μία φορά live, αλλά αυτές οι εμπειρίες γίνονται σαν όνειρα μετά από λίγο. Θα πρόσθετα ότι οι προτιμήσεις μου έχουν διευρυνθεί από εκείνες τις μέρες, πιθανόν επειδή δεν συναγωνίζομαι πιά, έτσι δεν υπάρχει ζήλια να επισκιάζει την κρίση μου. Μου πήρε πολύ χρόνο να το καταλάβω, χωρίς να έχει σημασία τι έκανα, πάντα υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που μπορούσαν να το κάνουν καλύτερα. Με τους Affinity δουλέψαμε απίστευτα σκληρά, αλλά ποτέ δεν είχαμε λεφτά. Μία τυπική νύχτα θα παίρναμε 20 λίρες για να μοιραστούμε μεταξύ μας και αυτά τα χρήματα έπρεπε να καλύψουν τον εξοπλισμό μας, το ταξίδι επίσης και τα έξοδα διαβίωσης. Η κύρια ανάμνηση είναι ότι πάντα πεινούσαμε-συνηθίζαμε να κλέβουμε φαγητό από τις κουζίνες στου Ronnie Scott και ο Mo Foster κατέληξε στο νοσοκομείο με υποσιτισμό κατά κάποιο τρόπο. Επειδή ήμασταν τόσο φτωχοί δεν είχαμε τον εξοπλισμό που χρειαζόμασταν, έτσι όταν έπιανε φωτιά στου Ronnie Scott και όλα γέμιζαν κάπνα, ήταν καταστροφή επειδή τα μουσικά όργανα δεν ήταν ασφαλισμένα. Ο μπαμπάς του Lynton είχε ένα μαγαζί με μουσικά είδη στο Soho και είχε την δική του σειρά φθηνών ενισχυτών που λέγονταν Impact, τους οποίους χρησιμοποιούσαμε τις πρώτες μέρες. Θυμάμαι να κοιτάζω όλο τον φανταστικό εξοπλισμό του Terry Reid σε μία συναυλία και να σκέφτομαι: Αυτό είναι ότι χρειάζομαι!

Affinity - Mr Joy (1970)


Δεν είχα ποτέ ακούσει τον εαυτό μου να τραγουδάει. Σαν αποτέλεσμα έσπρωχνα την φωνή μου τόσο βίαια για να βγώ πάνω από την μπάντα και αναπόφευκτα ανέπτυξα κόμπους στις φωνητικές μου χορδές. Έπρεπε να πάω να δω ένα γιατρό που ειδικευόταν σε αυτά τα θέματα, είχα μία εγχείρηση και μου απαγορεύτηκε να μιλάω για ένα μήνα, πράγμα απίστευτα δύσκολο. Ο Ronnie και το δεξί του χέρι Pete King ήταν πάντα πολύ προστατευτικοί με μένα και μου βρήκαν ένα δάσκαλο κλασικής, τον Mable Coran, ο οποίος άλλαξε τα πάντα δείχνοντάς μου πώς να τραγουδάω δυναμικά από το στομάχι μου, παρά ουρλιάζοντας. Στο μεταξύ η μπάντα πιστά έπαιζε ορχηστρικά. Το άλμπουμ των Affinity βγήκε δια μέσου της Ronnie Scott Enterprises-η συμφωνία ήταν στην πραγματικότητα με την Philips και ήταν απόφασή τους να μας βάλουν στην νέα τους δισκογραφική την Vertigo. Πήραμε 2000 λίρες (που ξοδέψαμε αμέσως σε εξοπλισμό). Η Philips μας έβαλε μαζί με ένα από τους παραγωγούς της, τον John Anthony, ο οποίος ήταν ένας αξιαγάπητος τύπος. Μας άφησε χαλαρούς στο στούντιο, αλλά ήμουν μόνο μερικώς ικανοποιημένη με τον ολοκληρωμένο δίσκο. Όπως οι περισσότεροι μουσικοί, τείνω να ακούω τα λάθη όταν ακούω τις ηχογραφήσεις μου.

Affinity - Coconut Grove (1970)


Θυμάμαι καθαρά να στέκομαι με τον John Paul Jones (βλέπε Led Zeppelin), στο στούντιο της Philips στην Marble Arch. Ήταν ευχάριστος, νηφάλιος και πάντα αφοσιωμένος στη δουλειά. Τα πήγαινε καλά με τον Lynton, ο οποίος ενδιαφερόταν πολύ σχετικά με την σύνθεση. Δεν υπήρχε η αίσθηση ότι o Lynton τον κοίταζε με ανοιχτό το στόμα επειδή ήταν σταρ-εκείνο τον καιρό οι μουσικοί ήταν πιό κοντά. Άνθρωποι που έπαιζαν πράγματι καλά εκτιμούσαν ο ένας τον άλλο ανεξάρτητα το επίπεδο επιτυχίας του καθενός και υπήρχε η αίσθηση ότι ο ένας ήθελε να μάθει από τον άλλο. Στο εξώφυλλο του άλμπουμ δεν είμαι εγώ. Είναι ένα μοντέλο που υποτίθεται έμοιαζε σαν εμένα. Η αρχική ιδέα ήταν ότι ο Roger Dean θα σχεδίαζε το εξώφυλλο, αλλά εγώ βλακωδώς το απαγόρευσα, επειδή δεν κατάλαβα σωστά τι του είχε προταθεί. Το τελειωμένο σχέδιο είναι εντελώς αινιγματικό, υποθέτω, αλλά μας κάνει πιό ονειρικούς από ότι στην αλήθεια ήμασταν. Το προμοτάραμε κάνοντας ένα ολόκληρο επεισόδιο στο The Old Grey Whistle Test αφιερωμένο σε εμάς, αν και υποπτεύομαι ότι τώρα πιά θα έχει χαθεί. Θυμάμαι ότι έπρεπε να έχουμε γκαρνταρόμπα με ρούχα για την εγγραφή και αρκετές αλλαγές ρούχων. Στα τέλη του '70 ήμουν εξουθενωμένη από όλες τις περιοδείες. Δεν είμαι φυσικά ιδιαίτερα σκληρή και αποφάσισα, ότι απλά δεν θα μπορούσα να ταξιδεύω και να ζω έτσι. Επιπρόσθετα ο Lynton και εγώ είχαμε χωρίσει και έβλεπα κάποιον άλλο, πράγμα που πρόσθεσε άλλο ένα πρόβλημα στο να είμαι στην μπάντα, έτσι έφυγα αρχές του 1971.

Affinity - All Along The Watchtower (1970)


Ο Ronnie Scott και ο Pete King ήταν ακόμα οι μάνατζερ μου και με ενθάρρυναν να συνεχίσω να γράφω και να τραγουδάω. Επίσης ήταν μάνατζερ του Karl Jenkins και τελικά πρότειναν αυτός και εγώ να γράφουμε μαζί. Το Pieces Of Me δημιουργήθηκε στο μικρό διαμέρισμα του Karl στο Portobello το 1971 (χωρίς να δουλεύουμε full time). Θα καθόμασταν δίπλα-δίπλα στο πιάνο, καθώς αυτός θα αυτοσχεδίαζε μελωδίες και εγώ λέξεις. Πετάξαμε πολύ πράγμα και συχνά κάναμε διαλείματα στην πάμπ, αλλά σύντομα είχαν εμφανιστεί αρκετά τραγούδια για ένα άλμπουμ. Την παραγωγή έκανε ο Pete King και ηχογραφήθηκε σε περίπου τρεις μέρες, με διάφορα μέλη των Nucleus (η μπάντα του Karl Jenkins), συμπεριλαμβανομένου του Chris Spedding, ο οποίος ήταν μεγάλος κιθαρίστας και πολύ παράξενος χαρακτήρας που πάντοτε φορούσε γυαλιά ηλίου (ακόμα και στο κρεβάτι του τις νύχτες). Ήταν η πρώτη φορά που ο Karl είχε κάνει σύνθεση για ορχήστρα και οι συνθέσεις του χρησιμοποιούσαν φράσεις που ακόμα χρησιμοποιεί-ακούστε το "For My Darling" και το "Adiemus", για παράδειγμα.

Karl Jenkins

(O Karl Jenkins είναι σπουδαίος μουσικός και συνθέτης. Διαθέτει jazz υπόβαθρο και ήταν μέλος των θρυλικών Soft Machine. Χαρακτηριστική πασίγνωστη δουλειά του στο πιό κοντινό παρελθόν είναι το θέμα που ακολουθεί)

Karl Jenkins - Adiemus (1995)


Το άλμπουμ ήταν ακριβώς ότι ο τίτλος λέει-μικρά κομμάτια διαφόρων πραγμάτων που με είχαν επηρεάσει ή αγγίξει. Νομίζω ότι ο Ronnie και ο Pete κατάλαβαν πως έπρεπε να βγάλω όλο αυτό έξω πριν ξεκινήσω διαδικασία για ένα πιό ενοποιημένο δεύτερο σόλο άλμπουμ. Έτσι το "Barrelhouse Music" είναι είδος αφιέρωσης στην μουσική που άκουγα μεγαλώνοντας και το "Mortie Mole" (όχι Marty Mole, αυτό ήταν τυπογραφικό λάθος στο δίσκο), είναι για όλες τις διάφορες εμπειρίες που είχα και ανθρώπους που γνώριζα, όπως ο Lynton Naiff (Tuts the Bear), ο Pete King (Peter Pig), ο Ronnie Scott (Ronnie Fox), η αδελφή μου (Bunny Blobs) και φυσικά ο σύζυγός μου. Morton είναι το μεσαίο όνομα του και αν και κάποιοι το θεωρούν κακόγουστο, το τραγούδι έχει μία συναισθηματική απήχηση για μένα. Το "Journey’s End" ήταν μία αντανάκλαση των μετέπειτα εμπειριών μου, κατά τις οποίες είχα μία μικρή περίοδο έντονης ευτυχίας που με οδήγησε με αναδρομές τρομακτικές και υπέροχες μαζί. Νομίζω το πιό υποτιμημένο τραγούδι στον δίσκο είναι το "Hymn To Valerie Solanas". Με είχε συνεπάρει το S.C.U.M. Manifesto της και, αν και δεν ήμουν ακραία φεμινίστρια η ίδια, μου χτύπησε ευαίσθητες χορδές επειδή η μουσική βιομηχανία ήταν τρομακτικά σεξιστική και μισογυνιστική και είχα μερικές πολύ άθλιες εμπειρίες με άνδρες του χώρου. Ήταν ανδρικός χώρος η μουσική βιομηχανία και όσο γρηγορότερα το εμπέδωνες αυτό, τόσο το καλύτερο ήταν για σένα. Βγήκα από την πορεία μου, όχι για να θεωρηθώ ευάλωτη και ποτέ δεν το έπαιξα ΄αγνή κόρη΄. Είχα ωστόσο μεγάλο στόμα, έτσι ποτέ δεν μπόρεσα να χειραγωγηθώ. Στην πραγματικότητα, πάντοτε έδινα ότι καλύτερο μπορούσα, ήμουν πολύ μακριά από το να το παίζω αδύναμο κοριτσάκι. Ήμουν σκληρό καρύδι και θεωρούσα τους άνδρες δυνητικούς θηρευτές, έτσι απορρόφησα μερικά από τα χειρότερα χαρακτηριστικά τους για να τους κάνω να υποχωρούν. Την περίοδο που πήγαινα στους Affinity, είχα σχεδόν όλα τα μαλλιά μου κομμένα και πήρα να φοράω μία στρατιωτική φόρμα με Βορειοαφρικανική παραλλαγή ερήμου και μπότες ερήμου. Ήμουν εντελώς επιθετική εκείνες τις μέρες και έβριζα σαν εργάτης. Επέμενα να φέρομαι σαν άντρας, οι μύες μου ήταν σε πολύ καλή κατάσταση και δεν φοβόμουν να τους χρησιμοποιήσω. Θυμάμαι στα σίγουρα να χτυπάω ανθρώπους με το μικρόφωνο στο κεφάλι. Άλλο ένα που αξίζει να αναφερθεί από τότε είναι ότι πολλά κορίτσια την δεκαετία του '60 είδαν το χάπι (αντισύλληψη) σαν ένα είδος θαύματος. Έτσι έτρεχαν αφηνιασμένες στους γιατρούς να το προμηθευτούν. Αλλά το επακόλουθο ήταν ότι πολλοί άνδρες είχαν την εντύπωση ότι αυτό το χάπι ωθούσε σεξουαλικά τις γυναίκες και θα έλεγαν "Δεν μπορείς να μείνεις έγκυος, άρα ποιό είναι το πρόβλημά σου;"

Linda Hoyle - Paper Tulips (1971)


Είναι αρκετά αστείο αλλά σήμερα νομίζω ότι είναι μάλλον δυσκολότερο να είναι μία γυναίκα στο χώρο. Φυσικά υπήρχαν πολλές σεξιστικές απόψεις τότε, που δεν θα γίνονταν ανεκτές τώρα πιά και οι Δυτικές γυναίκες έχουν πολύ μεγαλύτερη νομική αναγνώριση τα τελευταία 40 χρόνια. Αλλά επίσης πιστεύω ότι τα μίντια έχουν προσδώσει σεξουαλικά χαρακτηριστικά στις νέες γυναίκες σε σημείο πορνογραφίας από τότε. Έχει δημιουργηθεί μία τάση όχι μόνο να είναι αντικείμενα, αλλά αποκαλυμένα αντικείμενα και είναι οι άνδρες που τις οδηγούν να παρουσιάζουν τον εαυτό τους με αυτόν τον τρόπο. Χρειάζεται οι γυναίκες να το καταλάβουν ότι, είναι οι άνδρες που κάνουν λεφτά εξαιτίας τους στην μουσική βιομηχανία, τόσο σίγουρα όσο το ότι ο θάνατος βρίσκεται πίσω από την βιομηχανία των τσιγάρων. Με λυπεί αλήθεια να βλέπω φοβερά ταλαντούχους, αλλά κατεστραμένους ανθρώπους όπως η Amy Winehouse να κάνουν αυξητική στήθους για παράδειγμα.

Linda Hoyle - Hymn to Valerie Solanas (1971)


Μόλις έγινε το άλμπουμ Pieces Of Me ερωτεύθηκα τον Nick (Nicholas) και αποφασίσαμε να μετακομίσουμε στον Καναδά το φθινόπωρο του 1971, μόλις πριν κυκλοφορήσει. Σαν αποτέλεσμα δεν έπαιξα ούτε ένα single σόλο για να το προμοτάρω. Επέστρεψα για να εμφανιστώ στο The Old Grey Whistle Test, τον Απρίλιο του 1972 (τραγουδώντας το Marty Mole, Black Crow και Paper Tulips) και αυτό πρέπει κάπου να βρίσκεται καταγεγραμμένο. Στο ίδιο ταξίδι πήγα στη Γερμανία να παίξω σε ένα σόου με τους Soft Machine, με την ιδέα να τραγουδήσω κάποια δικά μου και κάποια μαζί με αυτούς-αλλά στο κοινό δεν άρεσε να έχουν μία γυναίκα μπροστά στο θρυλικό γκρουπ και άρχισαν τα γιουχαρίσματα μέχρι που τα παράτησα και κατέβηκα από την σκηνή. Το να μετακομίσω στον Καναδά ήταν σκληρή απόφαση, καθώς λάτρευα να ηχογραφώ και νομίζω ότι θα μπορούσα να συνεχίσω την καριέρα μου ως τραγουδίστρια-εκείνο τον καιρό υπήρχαν πολύ ελάχιστες γυναίκες που έκαναν ότι έκανα εγώ (αυτό βέβαια έχει αλλάξει τώρα πιά).

Linda Hoyle - Black Crow (1971)


Ακόμα τραγουδάω κυρίως τζαζ και μόνο όταν όλα είναι χαλαρά. Συχνά επισκέπτομαι τον Mo Foster όταν βρίσκομαι στην Αγγλία και οι Affinity έχουν μαζευτεί αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια, αν και ο Lynton έμεινε έξω από όλο αυτό. Χωρίς αμφιβολία ήταν μία τρομερή μπάντα. Τώρα και ξανά είμαι σε επαφή με τον Karl, αλλά τώρα πιά είναι τρομερός και διάσημος. Είναι πολύ ικανοποιητικό να ξέρεις ότι ακόμα ο κόσμος διασκεδάζει με τις ηχογραφήσεις σου, οπότε σας ευχαριστώ.

Linda Hoyle - Morning For One (1971)


Η Linda Hoyle κυκλοφόρησε μία νέα της δουλειά το 2015, το The Fetch (MSI 2015).

The Fetch
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Διαβάστε/Ακούστε επίσης