Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019



LINDA HOYLE

& AFFINITY



Rock Enigmas 




Αν και τραγούδησε με μία από τις καλύτερες one-shot μπάντες της γόνιμης Αγγλικής σκηνής στα τέλη του '60-αρχές '70 και κυκλοφόρησε ένα αξιοθαύμαστο σόλο LP, σύντομα μετά η Linda Hoyle έχει γίνει κάτι σαν αίνιγμα. Παρακάτω ακολουθεί συνέντευξή της που καλύπτει προσωπικές και μουσικές τις εμπειρίες.

Affinity - Night Flight (1970)


Μεγάλωσα στο Chiswick, του Δυτικού Λονδίνου και οι δύο γονείς μου ήταν καλοί στην μουσική. Η μαμά μου έπαιζε πιάνο και ο μπαμπάς μου ουκουλέλε και είχαν μία μεγάλη συλλογή 78άρηδων δίσκων jazz, έτσι όλοι οι ήρωές μου καθώς μεγάλωνα ήταν μουσικοί της jazz. Η αδελφή μου Wendy κι εγώ ήμασταν φανατικές του ουκουλέλε σαν παιδιά και τελικά καταλήξαμε να παίζουμε κιθάρες. Η Wendy ήταν ενστικτωδώς πιό μουσικοποιημένη από εμένα και μπορούσε να εναρμονιστεί φυσικά. Σαν παιδιά τραγουδούσαμε μαζί συχνά και μας ενθάρρυναν πολύ οι γονείς μας. Μέχρι να γίνω επαναστάτρια έφηβη έπαιζα τους δίσκους των γονιών μου. Αποτελούνταν κυρίως από jazz και blues, που σημαίνει ότι ήμουν λίγο σνόμπ όσον αφορά στο rock and roll (μέχρι να ακούσω τον Elvis Presley, όπως και το πόσο καλά μπορούσαν να τραγουδήσουν οι Everly Brothers). Στις αρχές του '60 ενδιαφερόμουν για την R&B και συνήθιζα να βλέπω τους The Rolling Stones στο Crawdaddy Club στο Richmond και στο Eel Pie Island-έπαιζαν το είδος της ωμής R&B  που μου άρεσε. Αλλά η μεγαλύτερη επιρροή στην όλη μου καριέρα σαν τραγουδίστρια ήταν η Billie Holliday, για την οποία πρώτη φορά άκουσα όταν ήμουν 16 χρόνων το 1962 ή κάπου εκεί. Κανείς αλήθεια δεν γνώριζε για αυτήν στην Αγγλία εκείνο τον καιρό και είχα πάθει πλάκα από το πόσο διαφορετική ήταν από τους τραγουδιστές των blues που άκουγα, όπως η Mildred Bailey. Συμπέρανα ότι τραγουδούσε πολύ πίσω από το ρυθμό και ελάττωνε τις μελωδίες ώστε να μπορεί να τραγουδήσει σε όλη την έκταση τους και να αποφύγει να βγεί ψηλά και χαμηλά, επειδή η έκτασή της δεν ήταν μεγάλη. Επίσης είχε θαυμάσια άρθρωση, που έκανε την μουσική της πολύ αισθησιακή.

Affinity - Three Sisters (1970)


Στο Teacher Training College συνήθιζα να τραγουδάω blues σε κλάμπ, με ουκουλέλε ή κιθάρα (τα blues θεωρούνταν folk εκείνες τις μέρες), αλλά πάντοτε ήξερα ότι θα ενέδιδα αν έβρισκα κάποιον που θα μπορούσε να παίξει στο πιάνο πίσω μου, ώστε να πετάξω την κιθάρα. Πέρασα ένα χρόνο δουλεύοντας σαν τεχνικός ιατρικής πριν εκπαιδευτώ για να γίνω δασκάλα τέχνης για τρία χρόνια. Όταν ήμουν 19 έμπλεξα με ένα αγόρι που ήταν στο πανεπιστήμιο του Sussex, έτσι συνήθιζα να περνάω όλο τον καιρό μου εκεί. Μία μέρα είδα εκείνους τους τρείς τύπους να παίζουν jazz σε ένα απλό δωμάτιο-ο Lynton Naiff στο πιάνο, ο Nick Nicholas (που τώρα είναι ο σύζυγός μου) στο μπάσο και ο Mo Foster στα ντράμς. Αυθόρμητα τραγούδησα ένα παλιό τραγούδι μαζί τους (που λεγόταν "I Thought About You"), αλλά δεν ήταν με κάποια πρόθεση να μπω στο σχήμα. Πίσω στο Λονδίνο είχα μία στρωμμένη εργασία ως δασκάλα, όταν ξαφνικά μία μέρα την άνοιξη του 1967 έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον Lynton, που μου είπε ότι στο γκρουπ τους είχε προσφερθεί μία καλοκαιρινή περίοδος στο Bognor Regis (παραθαλάσσιο θέρετρο), αλλά χρειάζονταν τραγουδίστρια και αν ενδιαφερόμουν. Η απάντηση ήταν ναι-πράγμα που κατατρόμαξε τον πατέρα μου-και έτσι άρχισαν όλα. Υποθέτω αυτή ήταν η αρχή των Affinity, αν και εκείνο το καλοκαίρι παίξαμε μόνο jazz στάνταρς. Μετά από αυτό τα παιδιά ανασχηματίστηκαν ως Ice (με ένα τραγουδιστή που λεγόταν Glyn James) και κυκλοφόρησαν δύο 45άρια στην Decca, ενώ επέστρεφα στο Λονδίνο να τελειώσω το κολλέγιο. Το καλοκαίρι του 1968 ο Lynton είχε νοικιάσει ένα μπανγκαλόου στο Brighton και έφερε ένα Hammond και αποφασίσαμε να έχουμε μία ευκαιρία να σχηματίσουμε μία μπάντα. Βρήκαμε τον κιθαρίστα μας Mike Jopp, διά μέσου μιάς αγγελίας στην Melody Maker και κάναμε σκληρές πρόβες μέχρι να "βρεθούμε". Ο Lynton ήταν πάντοτε η κινητήρια δύναμη πίσω από τους Affinity. Ήταν δύσκολος αλλά λαμπρός τύπος, ένας απίστευτος μουσικός και μαθηματικός, μισός Εβραίος και μισός Άραβας. Τα φτιάξαμε αφού πήρα το πτυχίο μου και ήταν αυτός που με έβαλε μέσα στην μοντέρνα jazz. Ήμασταν ζευγάρι για τον περισσότερο χρόνο που ήμουν στους Affinity. Μας εντόπισε ένας τύπος που λεγόταν Andrew Cameron Miller, ο οποίος ψάρευε ταλέντα στα κλάμπ νομίζω. Έκανε δουλειά με ένα τύπο που λεγόταν Jim Carter-Fea, ο οποίος διεύθυνε τρία από τα πιό "in" κλάμπ στο Λονδίνο. Το Revolution, το Speakeasy και το Blaise’s. Ο Jim έγινε ο μάνατζέρ μας για λίγο διάστημα και μας έδωσε στέγη στο Revolution, που πάντα ήταν πολύ θορυβώδες. Κάναμε την πρώτη μας εμφάνιση εκεί τον Οκτώβριο του 1968. Θυμάμαι να βλέπω τον John Lennon και τον Paul McCartney μία φορά στο κοινό και μία φανταστική νύχτα είχε τζαμάρει μαζί μας ο Stevie Wonder. Δεν ήμασταν ιδιαίτερα επιδειξιομανείς σαν παρουσιαστές, καθώς πάντα προσπαθούσαμε να είμαστε όσο το δυνατόν πιό μουσικοί μπορούσαμε, αλλά έψαχνα στα μαγαζιά του Brighton βελούδινα και δαντελωτά ρούχα να φοράω πάνω στη σκηνή. Το πρόβλημα ήταν ότι ήταν τόσο εύθραυστα που κρατούσαν μόνο λίγες νύχτες το καθένα. Ο Jim Carter δεν ήταν ο σωστός μάνατζερ για μας και μετά από λίγο ο Mo έπαιξε ένα demo που κάναμε στον Ronnie Scott, ο οποίος είχε την καλλιτεχνική διεύθυνση με τους συνεργάτες του Pete King, Jimmy Parsons και τον Hugh ‘Chips’ Chipperfield. Νομίζω ότι ο Ronnie  πίστευε ότι η rock θα ήταν πιό επικερδής από την jazz, έτσι ξεκινήσαμε μία εταιρεία που λεγόταν Ronnie Scott Enterprises και σύντομα είχε ένα χιτ με τους Gun. Ο Ronnie επανασχεδίασε το πατάρι του κλαμπ του, ώστε να προσελκύσει ένα πιό νεανικό κοινό. Πήρε τον Roger Dean για να σχεδιάσει τα έπιπλα, έτσι τέλειωσε μοιάζοντας σαν μία σουρεαλιστική φάρμα από καουτσούκ που διεύθυνε ο Salvador Dali. Ο Θεός ξέρει μόνο πόσο κόστισε! Παίξαμε πολύ εκεί και αισθανόμασταν σαν το σπίτι μας.

Affinity - I Am and So Are You (1970)


Ήταν υπέροχα με αυτό το απίστευτο καστ από χαρακτήρες σαν από έργο του Ντίκενς- ο Tiny, ο πορτιέρης που φυσικά ήταν τεράστιος, ο Chuck, ο μπάρμαν που είχε μία τρομπέτα και ήθελε να γίνει σταρ και ο Albert ο βαρύς που κάποτε μου είπε με κάθε σοβαρότητα να του πω αν κάποιος με ενοχλεί, ώστε να του τσακίσει τα γόνατα. Ήταν μέρος για να μαζεύονται μουσικοί της τζαζ, έτσι όλοι οι παίκτες που εκτιμούσαμε έρχονταν εκεί, άνθρωποι που γνώριζαν το αντικείμενο. Εκείνες τις μέρες Αμερικανοί σταρ που επισκέπτονταν τη χώρα θα έπαιρναν ντόπιες μπάντες, καθώς ήταν ασύμφορο οικονομικά να φέρουν τις δικές τους και ο Ronnie Scott ήταν αυτός από τον οποίο θα έπαιρναν. Υπήρχε μία υπόθεση ότι εκείνοι οι μουσικοί που έμεναν άναυδοι όταν μας έβλεπαν, ήταν εύποροι, έτσι πάντα ήταν σοκαριστικό να ανακαλύπτεις ότι κάποιοι είχαν μείνει απένταροι. Θυμάμαι τον Harold McNair  να κοιμάται στο πάτωμα μετά από μία εμφάνισή μας. Δεν κάναμε την backing μπάντα σε άλλους, αν και θυμάμαι τον Stan Getz να μας ζητάει να πάμε σε περιοδεία μαζί του σαν μπάντα του. Άλλο ένα σχήμα που ο Ronnie διεύθυνε ήταν οι Igginbottom-θυμάμαι να μένω εμβρόντητη από τον κιθαρίστα τους Allan Holdsworth. Συνήθιζε να εξασκείται με μία πραγματικά φθηνή κιθάρα και μου είπε ότι ο λόγος ήταν ότι αυτή η κιθάρα θα εγγυόταν ότι θα ακουγόταν καλύτερα όταν έπαιζε με την κανονική του κιθάρα μπροστά στο κοινό. Είχα πάθει πλάκα με την Julie Driscoll-ήταν τόσο όμορφη και είχε τόσο ανεξάρτητο στυλ. Ο Lynton και εγώ συχνά πηγαίναμε να την δούμε με τον Brian Auger live, συνήθως σε μία παμπ κάπου στο Βόρειο Λονδίνο, όπου θα καθόμασταν μπροστά. Ταλαντεύονταν θαυμάσια και ο Lynton ήταν καθηλωμένος από το Hammond του Auger. Η Aretha Franklin φυσικά ήταν το κάτι άλλο, σαν κάτι από άλλον πλανήτη και μου άρεσαν όλοι οι τύποι της soul, ο Marvin Gaye, ο James Brown κ.ο.κ. Με είχε συνεπάρει ο τρόπος που χρησιμοποιούσαν τις φωνές τους ρυθμικά παρά μελωδικά, στο σημείο που οι λέξεις που πρόφεραν πραγματικά να μην έχουν σημασία. Ο Terry Reid ήταν καταπληκτικός με ένα διαπεραστικό ανδρικό στυλ που αργότερα υιοθετήθηκε και από τον Robert Plant. Και αγαπούσα την Janis Joplin, φυσικά στην καρδιά μου πάντα ήθελα βασικά να αυτοσχεδιάζω, αλλά ήταν πολύ δύσκολο να πορεύεσαι με αυτό και να είσαι εμπορικός στα τέλη του '60. Η Janis ήταν μία από τους πολύ ελάχιστους που το κατάφεραν. Πιστεύω πως η Laura Nyro ήταν υπέροχη επίσης-τόσο προσωπική και ξεχωριστή, σίγουρα όχι το είδος των τραγουδιών που θα χόρευε κανείς. Όσο για την rock, μου άρεσαν τα περισσότερα πράγματα που ήταν μεγάλα, δυνατά και όχι folky! Μου άρεσαν οι Stones (με την έννοια ότι σαν σύνολο ήταν τεράστιοι, αντίθετα με το τι ήταν κάθε μέλος τους) και οι The Yardbirds. Και οι Cream ήταν φανταστικοί. Ο Jimi Hendrix φάνταζε υπεράνθρωπος, έλεγες ότι δύσκολα θα είχε ενσαρκωθεί. Διαρκώς πετύχαινε αυτό που οι περισσότεροι μουσικοί εμπνέονταν αλλά κατάφερναν μόνο στιγμιαία-να γίνουν ένα με το μουσικό τους όργανο. Νομίζω τον είδα μία φορά live, αλλά αυτές οι εμπειρίες γίνονται σαν όνειρα μετά από λίγο. Θα πρόσθετα ότι οι προτιμήσεις μου έχουν διευρυνθεί από εκείνες τις μέρες, πιθανόν επειδή δεν συναγωνίζομαι πιά, έτσι δεν υπάρχει ζήλια να επισκιάζει την κρίση μου. Μου πήρε πολύ χρόνο να το καταλάβω, χωρίς να έχει σημασία τι έκανα, πάντα υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που μπορούσαν να το κάνουν καλύτερα. Με τους Affinity δουλέψαμε απίστευτα σκληρά, αλλά ποτέ δεν είχαμε λεφτά. Μία τυπική νύχτα θα παίρναμε 20 λίρες για να μοιραστούμε μεταξύ μας και αυτά τα χρήματα έπρεπε να καλύψουν τον εξοπλισμό μας, το ταξίδι επίσης και τα έξοδα διαβίωσης. Η κύρια ανάμνηση είναι ότι πάντα πεινούσαμε-συνηθίζαμε να κλέβουμε φαγητό από τις κουζίνες στου Ronnie Scott και ο Mo Foster κατέληξε στο νοσοκομείο με υποσιτισμό κατά κάποιο τρόπο. Επειδή ήμασταν τόσο φτωχοί δεν είχαμε τον εξοπλισμό που χρειαζόμασταν, έτσι όταν έπιανε φωτιά στου Ronnie Scott και όλα γέμιζαν κάπνα, ήταν καταστροφή επειδή τα μουσικά όργανα δεν ήταν ασφαλισμένα. Ο μπαμπάς του Lynton είχε ένα μαγαζί με μουσικά είδη στο Soho και είχε την δική του σειρά φθηνών ενισχυτών που λέγονταν Impact, τους οποίους χρησιμοποιούσαμε τις πρώτες μέρες. Θυμάμαι να κοιτάζω όλο τον φανταστικό εξοπλισμό του Terry Reid σε μία συναυλία και να σκέφτομαι: Αυτό είναι ότι χρειάζομαι!

Affinity - Mr Joy (1970)


Δεν είχα ποτέ ακούσει τον εαυτό μου να τραγουδάει. Σαν αποτέλεσμα έσπρωχνα την φωνή μου τόσο βίαια για να βγώ πάνω από την μπάντα και αναπόφευκτα ανέπτυξα κόμπους στις φωνητικές μου χορδές. Έπρεπε να πάω να δω ένα γιατρό που ειδικευόταν σε αυτά τα θέματα, είχα μία εγχείρηση και μου απαγορεύτηκε να μιλάω για ένα μήνα, πράγμα απίστευτα δύσκολο. Ο Ronnie και το δεξί του χέρι Pete King ήταν πάντα πολύ προστατευτικοί με μένα και μου βρήκαν ένα δάσκαλο κλασικής, τον Mable Coran, ο οποίος άλλαξε τα πάντα δείχνοντάς μου πώς να τραγουδάω δυναμικά από το στομάχι μου, παρά ουρλιάζοντας. Στο μεταξύ η μπάντα πιστά έπαιζε ορχηστρικά. Το άλμπουμ των Affinity βγήκε δια μέσου της Ronnie Scott Enterprises-η συμφωνία ήταν στην πραγματικότητα με την Philips και ήταν απόφασή τους να μας βάλουν στην νέα τους δισκογραφική την Vertigo. Πήραμε 2000 λίρες (που ξοδέψαμε αμέσως σε εξοπλισμό). Η Philips μας έβαλε μαζί με ένα από τους παραγωγούς της, τον John Anthony, ο οποίος ήταν ένας αξιαγάπητος τύπος. Μας άφησε χαλαρούς στο στούντιο, αλλά ήμουν μόνο μερικώς ικανοποιημένη με τον ολοκληρωμένο δίσκο. Όπως οι περισσότεροι μουσικοί, τείνω να ακούω τα λάθη όταν ακούω τις ηχογραφήσεις μου.

Affinity - Coconut Grove (1970)


Θυμάμαι καθαρά να στέκομαι με τον John Paul Jones (βλέπε Led Zeppelin), στο στούντιο της Philips στην Marble Arch. Ήταν ευχάριστος, νηφάλιος και πάντα αφοσιωμένος στη δουλειά. Τα πήγαινε καλά με τον Lynton, ο οποίος ενδιαφερόταν πολύ σχετικά με την σύνθεση. Δεν υπήρχε η αίσθηση ότι o Lynton τον κοίταζε με ανοιχτό το στόμα επειδή ήταν σταρ-εκείνο τον καιρό οι μουσικοί ήταν πιό κοντά. Άνθρωποι που έπαιζαν πράγματι καλά εκτιμούσαν ο ένας τον άλλο ανεξάρτητα το επίπεδο επιτυχίας του καθενός και υπήρχε η αίσθηση ότι ο ένας ήθελε να μάθει από τον άλλο. Στο εξώφυλλο του άλμπουμ δεν είμαι εγώ. Είναι ένα μοντέλο που υποτίθεται έμοιαζε σαν εμένα. Η αρχική ιδέα ήταν ότι ο Roger Dean θα σχεδίαζε το εξώφυλλο, αλλά εγώ βλακωδώς το απαγόρευσα, επειδή δεν κατάλαβα σωστά τι του είχε προταθεί. Το τελειωμένο σχέδιο είναι εντελώς αινιγματικό, υποθέτω, αλλά μας κάνει πιό ονειρικούς από ότι στην αλήθεια ήμασταν. Το προμοτάραμε κάνοντας ένα ολόκληρο επεισόδιο στο The Old Grey Whistle Test αφιερωμένο σε εμάς, αν και υποπτεύομαι ότι τώρα πιά θα έχει χαθεί. Θυμάμαι ότι έπρεπε να έχουμε γκαρνταρόμπα με ρούχα για την εγγραφή και αρκετές αλλαγές ρούχων. Στα τέλη του '70 ήμουν εξουθενωμένη από όλες τις περιοδείες. Δεν είμαι φυσικά ιδιαίτερα σκληρή και αποφάσισα, ότι απλά δεν θα μπορούσα να ταξιδεύω και να ζω έτσι. Επιπρόσθετα ο Lynton και εγώ είχαμε χωρίσει και έβλεπα κάποιον άλλο, πράγμα που πρόσθεσε άλλο ένα πρόβλημα στο να είμαι στην μπάντα, έτσι έφυγα αρχές του 1971.

Affinity - All Along The Watchtower (1970)


Ο Ronnie Scott και ο Pete King ήταν ακόμα οι μάνατζερ μου και με ενθάρρυναν να συνεχίσω να γράφω και να τραγουδάω. Επίσης ήταν μάνατζερ του Karl Jenkins και τελικά πρότειναν αυτός και εγώ να γράφουμε μαζί. Το Pieces Of Me δημιουργήθηκε στο μικρό διαμέρισμα του Karl στο Portobello το 1971 (χωρίς να δουλεύουμε full time). Θα καθόμασταν δίπλα-δίπλα στο πιάνο, καθώς αυτός θα αυτοσχεδίαζε μελωδίες και εγώ λέξεις. Πετάξαμε πολύ πράγμα και συχνά κάναμε διαλείματα στην πάμπ, αλλά σύντομα είχαν εμφανιστεί αρκετά τραγούδια για ένα άλμπουμ. Την παραγωγή έκανε ο Pete King και ηχογραφήθηκε σε περίπου τρεις μέρες, με διάφορα μέλη των Nucleus (η μπάντα του Karl Jenkins), συμπεριλαμβανομένου του Chris Spedding, ο οποίος ήταν μεγάλος κιθαρίστας και πολύ παράξενος χαρακτήρας που πάντοτε φορούσε γυαλιά ηλίου (ακόμα και στο κρεβάτι του τις νύχτες). Ήταν η πρώτη φορά που ο Karl είχε κάνει σύνθεση για ορχήστρα και οι συνθέσεις του χρησιμοποιούσαν φράσεις που ακόμα χρησιμοποιεί-ακούστε το "For My Darling" και το "Adiemus", για παράδειγμα.

Karl Jenkins

(O Karl Jenkins είναι σπουδαίος μουσικός και συνθέτης. Διαθέτει jazz υπόβαθρο και ήταν μέλος των θρυλικών Soft Machine. Χαρακτηριστική πασίγνωστη δουλειά του στο πιό κοντινό παρελθόν είναι το θέμα που ακολουθεί)

Karl Jenkins - Adiemus (1995)


Το άλμπουμ ήταν ακριβώς ότι ο τίτλος λέει-μικρά κομμάτια διαφόρων πραγμάτων που με είχαν επηρεάσει ή αγγίξει. Νομίζω ότι ο Ronnie και ο Pete κατάλαβαν πως έπρεπε να βγάλω όλο αυτό έξω πριν ξεκινήσω διαδικασία για ένα πιό ενοποιημένο δεύτερο σόλο άλμπουμ. Έτσι το "Barrelhouse Music" είναι είδος αφιέρωσης στην μουσική που άκουγα μεγαλώνοντας και το "Mortie Mole" (όχι Marty Mole, αυτό ήταν τυπογραφικό λάθος στο δίσκο), είναι για όλες τις διάφορες εμπειρίες που είχα και ανθρώπους που γνώριζα, όπως ο Lynton Naiff (Tuts the Bear), ο Pete King (Peter Pig), ο Ronnie Scott (Ronnie Fox), η αδελφή μου (Bunny Blobs) και φυσικά ο σύζυγός μου. Morton είναι το μεσαίο όνομα του και αν και κάποιοι το θεωρούν κακόγουστο, το τραγούδι έχει μία συναισθηματική απήχηση για μένα. Το "Journey’s End" ήταν μία αντανάκλαση των μετέπειτα εμπειριών μου, κατά τις οποίες είχα μία μικρή περίοδο έντονης ευτυχίας που με οδήγησε με αναδρομές τρομακτικές και υπέροχες μαζί. Νομίζω το πιό υποτιμημένο τραγούδι στον δίσκο είναι το "Hymn To Valerie Solanas". Με είχε συνεπάρει το S.C.U.M. Manifesto της και, αν και δεν ήμουν ακραία φεμινίστρια η ίδια, μου χτύπησε ευαίσθητες χορδές επειδή η μουσική βιομηχανία ήταν τρομακτικά σεξιστική και μισογυνιστική και είχα μερικές πολύ άθλιες εμπειρίες με άνδρες του χώρου. Ήταν ανδρικός χώρος η μουσική βιομηχανία και όσο γρηγορότερα το εμπέδωνες αυτό, τόσο το καλύτερο ήταν για σένα. Βγήκα από την πορεία μου, όχι για να θεωρηθώ ευάλωτη και ποτέ δεν το έπαιξα ΄αγνή κόρη΄. Είχα ωστόσο μεγάλο στόμα, έτσι ποτέ δεν μπόρεσα να χειραγωγηθώ. Στην πραγματικότητα, πάντοτε έδινα ότι καλύτερο μπορούσα, ήμουν πολύ μακριά από το να το παίζω αδύναμο κοριτσάκι. Ήμουν σκληρό καρύδι και θεωρούσα τους άνδρες δυνητικούς θηρευτές, έτσι απορρόφησα μερικά από τα χειρότερα χαρακτηριστικά τους για να τους κάνω να υποχωρούν. Την περίοδο που πήγαινα στους Affinity, είχα σχεδόν όλα τα μαλλιά μου κομμένα και πήρα να φοράω μία στρατιωτική φόρμα με Βορειοαφρικανική παραλλαγή ερήμου και μπότες ερήμου. Ήμουν εντελώς επιθετική εκείνες τις μέρες και έβριζα σαν εργάτης. Επέμενα να φέρομαι σαν άντρας, οι μύες μου ήταν σε πολύ καλή κατάσταση και δεν φοβόμουν να τους χρησιμοποιήσω. Θυμάμαι στα σίγουρα να χτυπάω ανθρώπους με το μικρόφωνο στο κεφάλι. Άλλο ένα που αξίζει να αναφερθεί από τότε είναι ότι πολλά κορίτσια την δεκαετία του '60 είδαν το χάπι (αντισύλληψη) σαν ένα είδος θαύματος. Έτσι έτρεχαν αφηνιασμένες στους γιατρούς να το προμηθευτούν. Αλλά το επακόλουθο ήταν ότι πολλοί άνδρες είχαν την εντύπωση ότι αυτό το χάπι ωθούσε σεξουαλικά τις γυναίκες και θα έλεγαν "Δεν μπορείς να μείνεις έγκυος, άρα ποιό είναι το πρόβλημά σου;"

Linda Hoyle - Paper Tulips (1971)


Είναι αρκετά αστείο αλλά σήμερα νομίζω ότι είναι μάλλον δυσκολότερο να είναι μία γυναίκα στο χώρο. Φυσικά υπήρχαν πολλές σεξιστικές απόψεις τότε, που δεν θα γίνονταν ανεκτές τώρα πιά και οι Δυτικές γυναίκες έχουν πολύ μεγαλύτερη νομική αναγνώριση τα τελευταία 40 χρόνια. Αλλά επίσης πιστεύω ότι τα μίντια έχουν προσδώσει σεξουαλικά χαρακτηριστικά στις νέες γυναίκες σε σημείο πορνογραφίας από τότε. Έχει δημιουργηθεί μία τάση όχι μόνο να είναι αντικείμενα, αλλά αποκαλυμένα αντικείμενα και είναι οι άνδρες που τις οδηγούν να παρουσιάζουν τον εαυτό τους με αυτόν τον τρόπο. Χρειάζεται οι γυναίκες να το καταλάβουν ότι, είναι οι άνδρες που κάνουν λεφτά εξαιτίας τους στην μουσική βιομηχανία, τόσο σίγουρα όσο το ότι ο θάνατος βρίσκεται πίσω από την βιομηχανία των τσιγάρων. Με λυπεί αλήθεια να βλέπω φοβερά ταλαντούχους, αλλά κατεστραμένους ανθρώπους όπως η Amy Winehouse να κάνουν αυξητική στήθους για παράδειγμα.

Linda Hoyle - Hymn to Valerie Solanas (1971)


Μόλις έγινε το άλμπουμ Pieces Of Me ερωτεύθηκα τον Nick (Nicholas) και αποφασίσαμε να μετακομίσουμε στον Καναδά το φθινόπωρο του 1971, μόλις πριν κυκλοφορήσει. Σαν αποτέλεσμα δεν έπαιξα ούτε ένα single σόλο για να το προμοτάρω. Επέστρεψα για να εμφανιστώ στο The Old Grey Whistle Test, τον Απρίλιο του 1972 (τραγουδώντας το Marty Mole, Black Crow και Paper Tulips) και αυτό πρέπει κάπου να βρίσκεται καταγεγραμμένο. Στο ίδιο ταξίδι πήγα στη Γερμανία να παίξω σε ένα σόου με τους Soft Machine, με την ιδέα να τραγουδήσω κάποια δικά μου και κάποια μαζί με αυτούς-αλλά στο κοινό δεν άρεσε να έχουν μία γυναίκα μπροστά στο θρυλικό γκρουπ και άρχισαν τα γιουχαρίσματα μέχρι που τα παράτησα και κατέβηκα από την σκηνή. Το να μετακομίσω στον Καναδά ήταν σκληρή απόφαση, καθώς λάτρευα να ηχογραφώ και νομίζω ότι θα μπορούσα να συνεχίσω την καριέρα μου ως τραγουδίστρια-εκείνο τον καιρό υπήρχαν πολύ ελάχιστες γυναίκες που έκαναν ότι έκανα εγώ (αυτό βέβαια έχει αλλάξει τώρα πιά).

Linda Hoyle - Black Crow (1971)


Ακόμα τραγουδάω κυρίως τζαζ και μόνο όταν όλα είναι χαλαρά. Συχνά επισκέπτομαι τον Mo Foster όταν βρίσκομαι στην Αγγλία και οι Affinity έχουν μαζευτεί αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια, αν και ο Lynton έμεινε έξω από όλο αυτό. Χωρίς αμφιβολία ήταν μία τρομερή μπάντα. Τώρα και ξανά είμαι σε επαφή με τον Karl, αλλά τώρα πιά είναι τρομερός και διάσημος. Είναι πολύ ικανοποιητικό να ξέρεις ότι ακόμα ο κόσμος διασκεδάζει με τις ηχογραφήσεις σου, οπότε σας ευχαριστώ.

Linda Hoyle - Morning For One (1971)


Η Linda Hoyle κυκλοφόρησε μία νέα της δουλειά το 2015, το The Fetch (MSI 2015).

The Fetch
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαβάστε/Ακούστε επίσης