Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021




THE ALCHEMIST






A Story Told 

By 

HOME






Οι αρχικές σκέψεις και ιδέες, όταν δημιουργείτο η ιστορία του αλχημιστή, είχαν τις ρίζες τους σε ένα βιβλίο που λεγόταν The Dawn of Magic, το οποίο διάβαζε ο Mick Stubbs και επηρεάστηκε βαθιά. Οι Home ήταν μία μπάντα της progressive rock που είχε ήδη κάνει δύο άλμπουμ τα δύο προηγούμενα χρόνια (1971-72).  Όπως μας λέει στις πληροφορίες από τις εσωτερικές σημειώσεις ο David Skillin, δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από τον Mick Stubbs, ο οποίος με ενθουσιασμό του είπε την ιδέα του να κάνουν ένα concept άλμπουμ, το οποίο να αφορά στην αλχημεία. Εκείνη την περίοδο δεν είχαν γράψει τίποτα από μουσική και έτσι ξεκίνησαν να γράφουν την ιστορία του αλχημιστή.




The Alchemist (1973)





Βρισκόμαστε στα 1900 σε μία μικρή πόλη στην Κορνουάλη. Εκεί δύο νεαρά παιδιά σχεδιάζουν το μέλλον τους, έχοντας στο μυαλό τους μόνο το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Η ιστορία είναι η μαρτυρία για έναν αλχημιστή, ειπωμένη από τον πιστό του φίλο με τον οποίο μεγάλωσε μαζί. Αυτός αφηγείται την ιστορία ως παιδική ανάμνηση, κοιτάζοντας στο παρελθόν, 50 χρόνια πίσω, τότε που συνέβησαν όλα:



Schooldays




The Old Man Dies





Time Passes By





The Old Man Calling (Save the People)





The Disaster





The Sun's Revenge





A Secret to Keep





The Brass Band Played





Rejoicing





The Disaster Returns





The Death of the Alchemist






To The Alchemist (CBS 65550) 7/73, ήταν το τρίτο και τελευταίο άλμπουμ του Αγγλικού progressive-rock γκρουπ Home. Επίσης είναι γεγονός ότι ήταν και το καλύτερο άλμπουμ από τα τρία που έβγαλαν. Πιθανώς για κάποιους να χρειαστεί να ακουστεί πάνω από μία φορά για να ωριμάσει μέσα τους, αλλά και αν ακόμα δεν μπορώ να το συστήσω ως αριστούργημα, υπάρχει μέσα του πολύ και καλοπαιγμένη μουσική, που θα άξιζε την ακρόαση, έστω και μετά από τόσα χρόνια, μιας και όπως τα περισσότερα concept άλμπουμ της εποχής έμειναν στην αφάνεια τότε, για να επιπλεύσουν στον αφρό κάμποσα χρόνια αργότερα. Και παρά την μεγάλη ζήτηση, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, το άλμπουμ αυτό μπορεί να βρεθεί σε πολύ λογική τιμή. Ένα θαυμαστό για την πολυπλοκότητά του άλμπουμ, καθώς και για την προσοχή που δίνει στην μελωδία. Η Α'πλευρά είναι εξαιρετική: μία συλλογή από δυναμικά κομμάτια που θα μπορούσαν να συμπλεύσουν με τους πιο φιλικούς προς το ραδιόφωνο σταρ της εποχής (Yes, Genesis, Supertramp, κλπ). Περιέχεται μέσα άριστο παίξιμο στην κιθάρα από τον Laurie Wisefield (βλέπε Wishbone Ash), πολύ έξυπνο και εύγεστο παίξιμο στα keyboards από τον Jimmy Anderson, ο οποίος δεν ήταν μέλος του γκρουπ και επίσης μία λογική προσπάθεια να κρατήσουν τα κομμάτια το δυνατόν σύντομα. Η Β'πλευρά είναι περισσότερο "κουμπωμένη" στην πλοκή της ιστορίας, με το σχετικό κόστος στα τραγούδια. Στο lineup του γκρουπ ήταν και ο μελλοντικός μπασίστας των AC/DC Cliff Williams. 



ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

 




HARSH REALITY





Proto-progressive Unknowns





Το φθηνό (μόνο σαν έκφραση) αιματοβαμμένο εξώφυλλο, μοιάζει να υπόσχεται χαμηλού κόστους rock 'n' roll ή άγευστη δευτεροκλασάτη ταινία τρόμου, που ίσως οι τύποι που ποζάρουν να μην μπορούν καν να αποδώσουν. Το τι βρίσκεται όμως στην πραγματικότητα μέσα είναι πολύ πιο νορμάλ: ελαφρά heavy blues rock με ψυχεδελικές πινελιές είναι ό,τι μπορεί να το περιγράψει καλύτερα.


Heaven and Hell (1969)





Heaven and Hell (Philips SBL 7891) 5/69













Υπάρχει πολύ ενέργεια και δύναμη μέσα σε αυτό το πραγματικά πολύτιμο άλμπουμ. Ωραίες πινελιές από τον οργανίστα Alan Greed, κιθάρα από το Mark Griffiths και τον Dave Jenkins, μπάσο από τον Steve Miller και δυναμικό παίξιμο στα ντραμς από τον Roger Swallow. Σε όλη του την διάρκεια αποπνέει ένα μελαγχολικό αέρα, με το σε συνέχειες έπος "Mary Roberta" να είναι ένα δυνατό του κομμάτι.


When I Move (1969)





Καλά παιγμένο γενικά, αν και συνηθίζουν να επαναπαύονται στα σόλο της κιθάρας και του οργάνου, παρά να δομούν δημιουργικά τα τραγούδια τους. Στα καλύτερα τους βρίσκονται με την εκφραστική μπαλάντα "Tobacco Ash Sunday" και το μάλλον ξεκάθαρο ομότιτλο κομμάτι (παρεμπιπτόντως και τα δύο γραμμένα από τον Terry Stamp των Third World War). 


Tobacco Ash Sunday (1969)





Επίσης πολύ καλοί είναι στο πιο δημιουργικό rock κομμάτι του άλμπουμ, το "Praying for Retrieve", το οποίο έχει τις στιγμές του και μία πολύ καλή lead κιθάρα. Μετά από λίγο γίνεται λίγο προβλέψιμο, αν και προσθέτουν λίγα ψυχεδελικά ηχητικά εφέ. 


Praying for Reprieve (1969)





Ένα αξιόλογο άλμπουμ με ψυχεδελικά στοιχεία, που θα ταίριαζε περισσότερο στο 1967. Η Α'πλευρά είναι εξαιρετική, σηματοδοτώντας το σημείο, όπου η ψυχεδέλεια εξελισσόταν στην progressive. Tο κομμάτι που ανοίγει "When I Move" είναι μία κατάσταση από επίμονα R&B riff, όργανο και θαυμάσιο αλα Richie Blackmore σολάρισμα. Το "Tobacco Ash Sunday" ακούγεται σαν τους Zombies, με ανυπόκριτα φωνητικά από τον Alan Greed. 


How Do You Feel (1969)





Το "Praying for Reprieve" είναι ψυχεδελική rock, που θυμίζει τους ομόσταυλους The Open Mind και το φοβερό ομότιτλο κομμάτι θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει χιτ. Η Β'πλευρά αρχίζει καλά με το "Devil's Daughter" (στον παλμό των Spooky Tooth), αλλά μετά το ψιλοχαλάνε με μία σειρά άσκοπες περιπλανήσεις. 


Quickenut / Devil's Daughter (1969)





Προερχόμενοι από το ήσυχο Stevenage, οι τύποι στο εξώφυλλο φαίνεται ότι κατασπαράζονται από...σαύρες; Μουσικά, είναι στο στυλ των Deep Purple στα αρχικά τους στάδια, με φοβερό όργανο, πολύ αισθαντικά φωνητικά και κιθάρα βασισμένη στα heavy blues. 


Mary Roberta (Part I) (1969)




Αν η καινοτομία και ο πειραματισμός είναι αυτά που αναζητάτε, αυτό το άλμπουμ δεν κάνει για σας. Όμως αν σας αρέσει μια ψυχεδελική δόση από heavy blues-rock θα το ευχαριστηθείτε. Ο ντράμερ Roger Swallow συνέχισε να δουλεύει με διάφορα σχήματα, όπως οι Matthews Southern Comfort, o Al Stewart και ο Leon Russell.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2021

 




ENO





Pioneer - Abstract - Genius





Ο Brian Eno είναι ένας από τους πιο συναρπαστικούς χαρακτήρες ολόκληρης της rock σκηνής, εξίσου ενδιαφέρων σαν μέλος μπάντας, παραγωγός, αλλά και συνεντευξιαζόμενος σαν καλλιτέχνης. Αν και η καριέρα του θα διακλαδιζόταν σε διάφορες κατευθύνσεις, τα άλμπουμ του που αντέχουν όσα χρόνια και αν περάσουν, είναι τα "pop", για κάποιους ambient, που έκανε αφού έφυγε από τους Roxy Music. Αυτά θα έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε παρακάτω:


Sky Saw (1975)






Here Come the Warm Jets (Island ILPS 9268) 3/74













Το Warm Jets έχει μία ιδιαιτερότητα, ότι καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα εντελώς παράξενο αλλά και αφοπλιστικό σαν άκουσμα. Ο Eno κατάλαβε ότι το πείραμα δεν ήταν απλώς στο να αναθεωρήσει την γραφή ενός τραγουδιού. Γι'αυτόν ήταν παιχνιδάκι να γράψει ένα λαμπρό pop τραγουδάκι και ύστερα να το αποδομήσει χωρίς να μετακινήσει τον πυρήνα του.


Cindy Tells Me (1974)





Τραγούδια με παράξενους τίτλους, όπως "Paw Paw Negro Blowtorch" και "Needles in the Camel's Eye" θα μπορούσαν να αιχμαλωτίσουν το αυτί, όσο και κάθε ερωτικό τραγούδι. Στην πραγματικότητα περισσότερο, καθώς ο Eno θεωρούσε τους στίχους τόσο σημαντικούς στον ήχο, ακριβώς στον ίδιο βαθμό που θεωρούσε σημαντική την μουσική. 


Paw Paw Negro Blowtorch (1974)





Δεν είχε σημασία αν οι λέξεις έβγαζαν νόημα. Σημασία είχε ότι δημιουργούσαν μία ευχάριστη μουσική ολότητα, μία ολότητα που θα μπορούσε να έχει μεταμορφωθεί από αλλόκοτες συνθέσεις, εξωπραγματικά σόλο και ένα ποτ πουρι από rock 'n' roll στυλ.


Baby's On Fire (1974)





Το ομότιτλο κομμάτι μας δείχνει μία από τις προσεγγίσεις του Eno: Αρχίζει ως ορχηστρικό, με κάποια ακαταλαβίστικα φωνητικά να εμφανίζονται, που στη συνέχεια αναδεικνύονται, για να εξαφανιστούν τελικά, πριν στ'αλήθεια καταλάβεις τι άκουσες να λέγεται. Το κλειδί είναι στο mood που χτίζεται, όχι στο περιεχόμενο. 


Here Come the Warm Jets (1974)




Στο μεταξύ έχουμε κάτι απροσδόκητο με το "Cindy Tells Me", ένα στίχο πιο εύστοχο και κοινωνικό, από οτιδήποτε θα του πιστωνόταν ποτέ. Το Here Come the Warm Jets είναι ένας ευφυής δίσκος, εξίσου συναρπαστικός και ενθυμητικός, όσο τα δύο άλμπουμ που έκανε με τους Roxy Music.


On Some Faraway Beach (1974)




Το ντεμπούτο του Eno δεν σηκώνει ομοιότητες με την υπόλοιπη μουσική δουλειά του, ούτε με την λιτή, "γυμνή" ηλεκτρονική μουσική που έπαιξε στις παραγωγές της Berlin περιόδου του Bowie.


Dead Finks Don't Talk (1974)





Αντίθετα, πρόκειται για ένα εκπληκτικά αλλόκοτο, "νευρικό " pop άλμπουμ, το οποίο βρίσκεται το λιγότερο τρία χρονάκια μπροστά από την εποχή που φτιάχθηκε. Δηλαδή το "Needles in the Camel's Eye", είναι καθαρό new wave και το "Blank Frank" είναι punk, την στιγμή που τα "Paw Paw Negro Blowtorch" και "Baby's on Fire" έχουν μία χαρακτηριστική Devo αίσθηση. Ίσως ένα πιο πολύ ενδιαφέρον, παρά ευχάριστο άκουσμα για κάποιους.


Needles in the Camel's Eye (1974)






Taking Tiger Mountain By Strategy (Island ILPS 9309) 1974














Το δεύτερο άλμπουμ του Eno είναι απλά τόσο πειραματικό όσο το πρώτο, αλλά πιο δεμένο στην δόμηση του. Είναι ισότιμα χωρισμένο σε (με ψυχοπλακωτικό τόνο) ποιήματα και ζωηρά παιγμένη rock (O Eno και οι Roxy Music είχαν το πνεύμα των σουρεαλιστών αλλά και των pop καλλιτεχνών: η τέχνη μπορεί να είναι σημαντική και διασκεδαστική ταυτόχρονα). 


The Great Pretender (1974)





Ειλικρινά δεν θα μπορούσε να μην θεωρηθεί αφοπλιστικό άκουσμα το "Mother Whale Eyeless" ή το μελετημένα φτιαγμένο "Fat Lady of Limbourg", αλλά το κομμάτι που αντέχει στο χρόνο πιθανώς είναι το "Third Uncle", στο οποίο ο Phil Manzanera αφήνεται ανεξέλεγκτος με το πιο άγριο σόλο του ever. 


Third Uncle (1974)





Το κομμάτι που κλείνει χρησιμοποιεί την ίδια άποψη όσο αφορά στην δόμηση με το "Here Come the Warm Jets", καταλήγοντας σε ένα εξίσου λαμπρό αποτέλεσμα. Είναι συζητήσιμο το ποιο άλμπουμ είναι καλύτερο. Αυτό εδώ έχει πιο ψηλά στάνταρντ, αλλά επίσης έχει μερικά κομμάτια που είναι λίγο μεγάλης διάρκειας (το βουητό του "Great Pretender" και το "China My China" δεν έχουν την ίδια ένταση όπως ας πούμε το "The Bogus Man"). 


Mother Whale Eyeless (1974)






Έχει επίσης την σκόπιμη "αδεξιότητα" του Eno, στο "Put A Straw Under Baby", ένα παιδικό νανούρισμα, του οποίου το χαρούμενο παιδικό στυλ συγκρούεται με την κλασική κακοφωνία.  


Put A Straw Under Baby (1974)






Είναι παράφωνο, αλλά εικάζω ότι αυτό που κάνει δύσκολο στο άκουσμα τον Eno, είναι η άλλη πλευρά της αξίας του ως μουσικός και το Tiger Mountain είναι άλλη μία ευφυής δουλειά που δεν θα έπρεπε να λείπει από καμία συλλογή, όποιου σέβεται τον εαυτό του ως συλλέκτη.







Another Green World (Island ILPS 9351) 12/75














Mε το Another Green World, ο Eno αντικατέστησε τα τραγούδια με τις pop δομές και τα ποιήματα, βρίσκοντας κάτι σε ουδέτερο έδαφος ανάμεσα στην περίοδο του που έγραφε νορμάλ τραγούδια και στην ambient περίοδο του.


Sombre Reptiles (1975)






Το πετυχαίνει με ευφυή τρόπο, με ένα τρόπο που ούτε ο ίδιος ούτε κανείς άλλος θα μπορούσε ποτέ να κάνει ξανά. Τα Low και Heroes του Bowie προωθούν το concept του Eno περισσότερο, αν και τα ambient κομμάτια σε αυτά τα άλμπουμ πλατειάζουν λίγο, πράγμα που δεν μπορούν να κάνουν τα μικρά ορχηστρικά κομμάτια στο  Another Green World


The Big Ship (1975)






Το μεγαλύτερο κατόρθωμα του Eno είναι να διατηρεί κάθε κομμάτι όσο συνοπτικό χρειάζεται να είναι ή ίσως και λίγο περισσότερο. Κάποια αιωρούνται σαν όνειρα. Κάποια άλλα τελειώνουν γρήγορα, αφήνοντας σε να θέλεις πιο πολύ. Εκείνα που έχουν φωνητικά, τα χρησιμοποιούν όχι τόσο για να δημιουργήσουν ένα συμβατικό τραγούδι, όσο για να προσθέσουν ακόμα κάτι στις πολυδιάστατες και πάντα εναλλασσόμενες συνθέσεις.


St. Elmo's Fire (1975)






Οι στίχοι είναι ανόητοι και δεν βγαίνει νόημα, το ακραίο όραμα των ισχυρισμών του Eno ότι οι λέξεις, οι στίχοι χρησιμεύουν απλά για να ακούγεται η μουσική καλύτερα και όχι για να πουν κάτι στην πραγματικότητα. 


In Dark Trees (1975)






(Αυτό το ξεκαθαρίζει στο πρώτο-πρώτο τραγούδι ("Sky Saw"): Μία φωνή λέει ΄the words float in sequence / no one knows what they mean / everyone just ignore them΄, ενώ ταυτόχρονα μία άλλη "από κάτω" ακούγεται να λέει ΄mau mau starter ching ching da da / daughter daughter dumpling data / pack and pick the ping pong starter'. 


I'll Come Running (1975)






Σε κάποια κομμάτια είναι μόνος, σε κάποια άλλα επιστρατεύονται αστέρες όπως ο Phil Collins, o John Cale και ο Robert Fripp ("St. Elmo's Fire", "I'll Come Running" κλπ) για να βοηθήσουν. Όταν ο Eno έκανε αυτά τα "ambient" άλμπουμ, υπονοούσε ότι θα μπορούσαν να σταθούν και σαν μουσική σε πρώτο πλάνο, αλλά και ως background μουσική, αλλά αυτά ήταν ευσεβείς πόθοι. 


Golden Hours (1975)






Αυτός ο συγκεκριμένος δίσκος είναι ο μόνος που πραγματικά εκπληρώνει τους πόθους του. Ατελείωτα συναρπαστικός αν ακούσετε προσεκτικά και στην πραγματικότητα ένα εξαιρετικό μουσικό φόντο στο όνειρο, στο soundtrack, στο...ασανσέρ ή στο αεροδρόμιο της επιλογής σας.


Spirits Drifting (1975)



ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021





 CAPABILITY BROWN








Massive Wall of Voices









Παίρνοντας το όνομα τους από τον  Lancelot "Capability" Brown, έναν διάσημο Άγγλο αρχιτέκτονα κήπων, που έζησε τον 17ο αιώνα, οι Capability Brown ήταν ένα πολύ ιδιαίτερο γκρουπ, που έκανε μόνο δύο άλμπουμ και αποτελούνταν από 6 μέλη, όλοι τους τραγουδιστές και πολυοργανίστες. Και ακόμα κι αν το ντεμπούτο άλμπουμ τους δεν κατάφερε να κάνει αίσθηση, στο δεύτερο απόδειξαν ότι ήταν αρκετά ικανοί-όπως ο Lancelot Brown-να σχεδιάσουν ηχοτοπία με την γραφή και την μουσικότητα που διέθεταν.


Circumstances (In Love, Past, Present, Future Meet) (1973)





From Scratch (Charisma CAS 1056) 7/72













Το πρώτο άλμπουμ των Capability Brown σύστησε στον κόσμο το ταλέντο τους, αν και έδειξε ότι το ταλέντο δεν είναι πάντα αρκετό.


Garden (1972)





Τα μέλη του γκρουπ είχαν παίξει στους Harmony Grass, μία μπάντα της sunshine pop που δραστηριοποιήθηκε για λίγο στα τέλη της δεκαετίας του '60. Και κανένας δεν θα μπορούσε να τραγουδήσει αρμονικά καλύτερα από αυτούς. Οι υπέροχες αρμονίες θα μπορούσαν να είναι στην πραγματικότητα εξαιρετικές.


Redman (1972)





Η φανερή σύγκριση γίνεται με τους Queen, οι οποίοι Queen ακούγονται πολύ παρόμοια, αλλά ήταν αν μη τι άλλο, λιγότερο πολύπλοκοι στις συνθέσεις τους. Αυτό το άλμπουμ είναι επίσης γεμάτο τρομερή μουσικότητα και βαθυστόχαστη γραφή και συχνά ροκάρει σκληρά. Και όμως με κάποιο τρόπο δεν τα καταφέρνει.


Soul Survivor (1972)





Πέρα από τα πρώτα τραγούδια, μία διασκευή των Rare Bird και το υπέροχο "Soul Survivor", ακούγεται κάπως άβολα, σαν να μην ήταν σίγουροι αν θα έπρεπε να ροκάρουν σκληρά ή να επικεντρωθούν στο τραγούδισμα και δεν είναι σίγουροι εάν θα έπρεπε να προσπαθήσουν για ενδιαφέρουσες συνθέσεις ή απλά να επαναπαυθούν στις υπέροχες φωνητικές τους αρμονίες.


I Will Be There (1972)





Μία πολύ ενδιαφέρουσα αποτυχία, που δεν θα έπρεπε βέβαια να είναι, ωστόσο η ιστορία αυτό έγραψε.

 


Voice (Charisma CAS 1068) 6/73






















Στο δεύτερο άλμπουμ τους οι Capability Brown κατάφεραν να αντιληφθούν τι έκαναν πιο καλά και εργάστηκαν πολύ για να το κάνουν να δουλέψει το δυνατόν καλύτερα. 


Sad Am I (1973)





Η Α'πλευρά περιέχει τέσσερα νορμάλ τραγούδια αρκετά παρόμοια με τα καλύτερα από το ντεμπούτο τους, αλλά με περισσότερο εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Ωστόσο η Β'πλευρά είναι το μέρος που βγαίνει το βαρύ πυροβολικό. Το 22-λεπτο "Circumstances" είναι απολύτως εξαιρετικό, μία αξιοσημείωτα περίπλοκη και με ευφυία δομημένη σουίτα που δίνει έμφαση σε πολλές διαφορετικές φωνητικές συνθέσεις (εξ ου και ο τίτλος του άλμπουμ).


I Am And So Are You (1973)





Γεμάτο εκπλήξεις κυλάει με χάρη και ομορφιά και είναι ένα από τα ελάχιστα τραγούδια που καταλαμβάνουν μία ολόκληρη πλευρά, που δεν έχει βαρετά σημεία και ποτέ δεν φαίνεται να φτάνει στα όρια του. 


Midnight Cruiser (1973)





Τα αρμονικά φωνητικά εδώ πέρα θα έκαναν οποιοδήποτε γκρουπ στο γένος αυτό να ζηλέψει. Πάλι, υπάρχει μία συγκεκριμένη ομοιότητα στον ήχο με τους Queen, αλλά τίμια, αυτό το άλμπουμ πάει πολύ μακρύτερα από αυτό που πήρε στους Queen τρεις μήνες στούντιο για να πετύχουν.


Day In Day Out (1972)





Η μπάντα διαλύθηκε σύντομα μετά την κυκλοφορία του πολύ καλού δεύτερου άλμπουμ τους. Το Voice ήταν το τελευταίο άλμπουμ που θα ακουγόταν από αυτή την ενδιαφέρουσα μπάντα και σας προκαλεί να κάνετε τις δικές σας συγκρίσεις.



ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

 




TCB





Horn Rock Obscurities





Αυτή η horn μπάντα από την Νέα Υόρκη σχηματίστηκε τον Αύγουστο του 1968 από τα πρώην μέλη των 1910 Fruitgum Company, Patrick Karwan (lead guitar/φωνητικά) και Steve Mortkowitz (πιάνο/φωνητικά). Τώρα ποιοι ήταν οι 1910 Fruitgum Company, μάλλον δεν θα γνωρίζουν πολλοί, αλλά στην Ελλάδα σίγουρα όσοι άκουγαν τραγούδια της δεκαετίας του '60, μάλλον τους ήξεραν για τα καλά.


Today's Promises (Are Yesterday's Dreams) (1970)




Open for Business (Traffic CS 2001) 1970













Την άνοιξη του 1969 εγκαταστάθηκαν στην Οτάβα, όπου πρόσθεσαν την Colleen Peterson, η οποία πρόσφατα έπαιζε στους 3's A Crowd (μαζί με τον Bruce Cockburn και τον David Wiffen) και θα συνέχιζε για να γίνει μία κορυφαία τραγουδίστρια της country. 


Bluesday Morning (1970)





Αργότερα εκείνη την χρονιά, η μπάντα επέστρεψε στην Νέα Υόρκη και ηχογράφησε αυτό το άγνωστο άλμπουμ με παραγωγό τον Rick Shorter. Είναι μία ενδιαφέρουσα, αν και ασύμμετρη μίξη funk και soul στοιχείων. Ένα από τα καλύτερα τραγούδια είναι αυτό που ανοίγει το άλμπουμ, "Today's Promises (Are Yesterday's Dreams)", αλλά τα φωνητικά των Karwan και Peterson ανταλλάσσονται ευφυέστατα σε όλη την διάρκεια του άλμπουμ.


He Can't Bring You (1970)





 Ένας αριθμός από επιπλέον τραγούδια δεν περιλήφθηκαν, πιθανότατα επειδή η Β'πλευρά κυριαρχείται από το 23-λεπτο "Magic". 

Αναμιγνύοντας την horn-rock με progressive στοιχεία, αυτό που ακούμε είναι ένα ιδιαιτέρως μεγάλης διάρκειας άλμπουμ, για την εποχή του, διαρκώντας όχι πολύ λιγότερο από 55 λεπτά. 


First Grade Reader (1970)




Τα περισσότερα τραγούδια είναι 5λεπτά έως 7λεπτα, αλλά το "Magic", που καταλαμβάνει σχεδόν όλη την Β'πλευρά φτάνει τα 23,5 λεπτά. Αυτό το τελευταίο κομμάτι είναι πολύ διαφορετικό από τον παλμό των υπολοίπων στο LP, καθώς πρόκειται για ένα πολύπλοκο jazz ορχηστρικό. Είναι επίσης το καλύτερο κομμάτι με μικρή διαφορά. Γενικά, είναι ένα ατόφιο σετ τραγουδιών, αν και χωρίς την τεράστια καινοτομία, αλλά πολύ παρόμοιο με πολλές κυκλοφορίες της εποχής. 


Magic (1970)





Η μπάντα ήταν δημιούργημα του Patrick Karwan, ο οποίος γράφει το μεγαλύτερο μέρος του υλικού, παίζει κιθάρα και μοιράζεται τα φωνητικά με τον έτερο lead singer, την πολύ δυναμική Colleen Peterson, μία Καναδή που συνέχισε για μία δημιουργική καριέρα στον χώρο της country.


Feelin' It (1970)





Τώρα αν σας έχω κεντρίσει την περιέργεια με τους 1910 Fruitgum Company και την σχέση τους με τα Ελληνικά δρώμενα των 60'ς, ακούστε τους εδώ:


1910 Fruitgum Company - Simon Says (1967)


ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2021




 

VAL STOECKLEIN







Singers / Songwriters of 60's & 70's







Δεν είναι η πρώτη φορά για τους αναγνώστες αυτού του χώρου που συναντούν τον καλλιτέχνη με το όνομα Val Stoecklein. Η γνωριμία είχε γίνει πριν λίγα χρόνια όταν είχαμε αναφερθεί στην θρυλική μπάντα που είχε φτιάξει κάπου πριν τα μέσα της δεκαετίας του '60, τους The Bluethings. Όπως μπορείτε να διαβάσετε εκεί, η αποτυχία να εγκαθιδρύσει το garage-folk γκρουπ του στα αυτιά του κόσμου, τον έκανε να μην θέλει ούτε να θυμάται εκείνη την περίοδο. Έτσι μετά την διάλυση του γκρουπ, βρέθηκε στο Λος Άντζελες, όπου έκανε τον δίσκο για τον οποίο θα μιλήσουμε σήμερα. Ένα δίσκο που ο ακροατής θα δυσκολευθεί να βρει κάτι αισιόδοξο μέσα του.

 
Say It's Not Over (1968)





Grey Life (Dot 25904) 11/68













Ο Val είναι ένας ελαφρώς καλύτερος από τον μέσο όρο τραγουδιστής της folk. Παίζει επίσης πολύ καλά την 12χορδη κιθάρα του. Δύσκολα όμως θα γίνει συναρπαστικός. Δυστυχώς, ενώ οι συνθέσεις είναι καλές και τα περισσότερα κομμάτια χαριτωμένα, δεν υπάρχει κάτι που να σε αιχμαλωτίζει.


Now's the Time (1968)



Δεν θα ήξερε κανείς τι να σκεφτεί για αυτόν τον τραγουδιστή και συνθέτη, το άλμπουμ του οποίου αποκαλύπτει στα σίγουρα ένα επαγγελματικό επίπεδο τραγουδοποιίας, αλλά τελικά είναι λίγο κουραστικό επειδή είτε ο ίδιος ο Stoecklein, είτε ο παραγωγός του Ray Ruff αποφάσισε να μιμηθεί έναν αριθμό σύγχρονων χιτ. 


Morning Child (1968)






Επομένως το "Say It's Not Over" είναι η προσπάθεια του Stoecklein να σκαρώσει ένα "By the Time I Get to Phoenix" και ούτω καθεξής. Τα τραγούδια δεν είναι απόλυτες μιμήσεις, αλλά περισσότερο είναι παραλλήλως δομημένες συνθέσεις και θέματα. Ο Stoecklein θα μπορούσε να είναι στ'αλήθεια καλός, αλλά ο νέος ακροατής δεν θα βγάλει απολύτως κανένα συμπέρασμα για το ποιος είναι σε αυτό το σετ, το οποίο πραγματικά τον φιλτράρει μέσω ενός αριθμού από προκαταλήψεις.


Sounds of Yesterday (1968)





Ο πρώην ηγέτης των The Blue Things υιοθέτησε ένα εντελώς νέο στυλ στο μοναδικό του σόλο άλμπουμ, το οποίο είναι στον προσωπικό παλμό του ως τραγουδοποιός/τραγουδιστής. 


French Girl Affair (1968)





Δυστυχώς τα περισσότερα τραγούδια έχοντας παραφορτωμένες συνθέσεις, δεν υποστηρίζουν καλά τα αισθαντικά του φωνητικά, κάνοντας τον να ακούγεται σαν απομίμηση του Jim Webb ή του Glen Cambell. Τα highlights είναι θρήνοι για χαμένες αγάπες και κάνουν αίσθηση, αλλά συχνά τα έγχορδα υπερισχύουν και πνίγουν το ντελικάτο ήχο του τραγουδιού και της κιθάρας του. Τα καλύτερα τραγούδια είναι το κομμάτι που ανοίγει "Say It's Not Over", το "Color Her Blue" με το μπάντζο και μία επανερμηνεία του "I Can't Have Yesterday" των The Bluethings.


Color Her Blue (1968)





Ο ταραγμένος ψυχικός κόσμος του Val βρίσκει ένα μέρος να στεριώσει μέσα στις συνθέσεις αυτού του άλμπουμ. Ενός άλμπουμ που θα μπορούσε να μπει στο πάνθεο των μελαγχολικών άλμπουμ της κατηγορίας αυτής των καλλιτεχνών, όπως ο εκκεντρικός Scott Walker, o εσωστρεφής Nick Drake, o διαταραγμένος από τα παραισθησιογόνα Syd Barrett ή o αυτοκαταστροφικός Skip Spence. 


I Can't Have Yesterday (1968)






Η υγεία του είχε κλονιστεί υπερβολικά, έχοντας διαγνωσθεί με διπολική διαταραχή, μία πάθηση που αρκετές φορές είχε σαν αποτέλεσμα τον εγκλεισμό του στα ψυχιατρεία. Το 1993 σε ηλικία 52 ετών βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του στο Κάνσας, από όπου καταγόταν και η αιτία του θανάτου του λέγεται ότι ήταν η αυτοκτονία. Ήταν το χρονικό ενός-όχι άμεσου-προαναγγελθέντος θανάτου ο απόηχος του μοναδικού του άλμπουμ, όπως αυτό κλείνει με την φράση "I feel like dyin'" στο τελευταίο τραγούδι του "Second Ending";


Second Ending (1968)





Ποτέ δεν θα μάθουμε, αν και τώρα πια, το άδικο πεπρωμένο του άτυχου τραγουδοποιού και τραγουδιστή που αποτυπώνεται μέσα στο δίσκο μπορεί να χρησιμεύσει ως αντικείμενο ακουστικής τέρψης. Και κάτι που συστήνεται ανεπιφύλακτα σε όλους τους λάτρεις της παλαιάς καλής τραγουδοποιίας αλλά και στους κυνηγούς χαμένων θησαυρών.




ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021




JAMES BROWN-DAVID MATTHEWS






Sho Is Funky Down Here 
&
 The Grodeck Whipperjenny





Αυτά τα δύο άλμπουμ είναι η απίθανη, αλλά πολύ δημιουργική μουσική σχέση ανάμεσα στον James Brown, έναν σουπερσταρ στην κορυφή της δημιουργικής και εμπορικής καριέρας του και τον Dave Matthews, έναν νέο τότε συνθέτη και μουσικό του οποίου η περιορισμένη επαγγελματική εμπειρία, μικρή ή και καθόλου σχέση είχε με την funk και την soul που έπαιζε ο συνεργάτης του.


Conclusions (1970)




Είναι διαφορετικά σε σχέση με την δισκογραφία του James Brown. Ο ίδιος ο Brown τα αποκαλούσε "underground" και ο Matthews, jazzman κατά βάθος, τα θεωρούσε ψυχεδελικά, συμπλέοντας με ό,τι πιο progressive είχε να προσφέρει η ψυχεδέλεια στην βραχύβια ζωή της. Και τα δύο άλμπουμ δυσκολεύτηκαν την εποχή που βγήκαν, σε μία περίοδο που ο James Brown άλλαζε δισκογραφική, αλλά οπωσδήποτε καθώς ακούγονταν όπως τίποτα άλλο είχε κάνει ο Brown.


Bob Scoward (1971)





Ήταν στις αρχές του 1969 όταν ο Brown εντυπωσιάστηκε ακούγοντας τους The Sound Museum, το jazz σχήμα που ηγέτης του ήταν ο Matthews. Ακόμα μεγαλύτερος ήταν ο ενθουσιασμός του, όταν έμαθε ότι ο Matthews ήταν και συνθέτης. Παρά το γεγονός όμως ότι ανέθεσε στον Matthews να συνθέσει και να ηχογραφήσει διάφορα τραγούδια, ακόμα και με την μπάντα του, απογοητεύθηκε με την αρχική του δουλειά, καθώς όλα του φαίνονταν τόσο straight κι όχι όπως ήθελε να είναι για να είναι της μόδας. Η μεταβολή στην διάθεση του άσσου της soul συνέβη όταν άκουσε το "Any Day Now" του Burt Bacharach. Ο Matthews αντιλήφθηκε τι του ζητούσε να κάνει κι έτσι τον Απρίλιο του 1969 ηχογράφησαν το συγκεκριμένο τραγούδι και ένα συναρπαστικό ριμέικ του "Bewildered", που και τα δύο κυκλοφόρησαν αργότερα την ίδια χρονιά. Μέχρι το τέλος του 1969, είχαν ηχογραφήσει με επιτυχία το "Let It Be Me", το "By the Time I Get to Phoenix", το "I Cried", το "The Man in the Glass" και το χιτ του Brown "Georgia on My Mind" του Hoagy Carmichael. 


Inside or Outside (1970)






Η σύμπραξη αυτή του Brown με τον Matthews θα διαρκούσε παρά την αλλαγή δισκογραφικών και έδρας. Ο Matthews είχε γίνει επιτυχημένος αναλαμβάνοντας να συνθέτει για τον Βασιλιά της soul. Με το στάτους του να υποστηρίζεται με την επιτυχία που έκανε ο Brown, ο Matthews συνέχισε ηγούμενος του πιο φημισμένου jazz γκρουπ του Cincinnati, όπως λέει ο ίδιος παίζοντας τα πάντα: jazz, blues, avant-garde… Όμως ήταν η rock που είχε επηρεάσει πάρα πολύ την jazz στα τέλη της δεκαετίας του 60. Έτσι ό,τι έπαιξαν με τέτοια ενέργεια ήταν η jazz-rock. Η ίδια ενέργεια είχε εισχωρήσει στην μουσική των μαύρων γενικότερα. Καλλιτέχνες όπως οι Sly & the Family Stone και οι Chambers Brothers είχαν με επιτυχία αναμίξει την ψυχεδελική rock με την R&B. Σε κάποια αυτιά η funk που έκανε ο Brown ακουγόταν ήδη παρωχημένη. Μόλις ένα χρόνο σε συνεργασία με τον Matthews και η θρυλική του μπάντα των 60'ς πέρασε εκτός, αντικαθιστάμενη από ένα γκρουπ, με ηγέτη έναν 17χρονο, τον William "Bootsy" Collins. Ο Bootsy και ο αδελφός του Phelps είχαν μεγαλώσει με την μουσική του Brown. Την ήξεραν σαν την κάλπικη δεκάρα. Όμως είχαν μεγαλώσει ακούγοντας επίσης Jimi Hendrix και Sly Stone. Αυτή η rock επιρροή ήταν κάτι που ο Brown δεν γνώριζε καθόλου και λίγα καταλάβαινε.


Just Enough Room For Storage (1971)



Με την ικανότητα του να αντιλαμβάνεται τι ήταν αυτό που έκανε τα τραγούδια του να ξεχωρίζουν, ο Brown έκανε με την νέα μπάντα του κομμάτια όπως το "Sex Machine" και το "Super Bad", τα οποία τον διατήρησαν ψηλά στα chart. Όμως η συμπάθεια με την οποία έβλεπαν την soul οι λευκοί νέοι στα 60'ς είχε ξεθωριάσει. Οι φαν προηγούμενων χιτ του Brown όπως το "It's A Man's Man's World" είχαν προχωρήσει και οι συναυλίες του πια θα απευθύνονταν περισσότερο σε Αφρο-αμερικανούς. Η προσπάθεια να προσελκύσει ξανά τους νεαρούς λευκούς ήταν κάτι που είχε αναλυθεί πολύ στις συζητήσεις στον κύκλο του Brown, ο οποίος πάντα ήθελε και του άξιζε ένα mainstream κοινό, αλλά με θαυμαστή αφοσίωση, αρνήθηκε να ξεπουλήσει την βάση του κοινού του, που αποτελείτο από νεαρούς μαύρους, οι οποίοι ζούσαν μόνο για να ακούνε την soul funk που ο ήρωας τους τόσο καλά γνώριζε να κάνει. 


Why Can't I Go Back (1970)





Μέσα στην τεράστια δημοφιλία της ψυχεδέλειας, πρόσεξαν ότι η μαύρη μουσική που ακόμα ενδιαφέρονταν οι νεαροί λευκοί, ήταν τα παραδοσιακά blues. Έτσι πρόσθεσαν τον John Lee Hooker ε κάποιες περιοδείες. Ύστερα περιέλαβαν μία μπάντα που ακουγόταν όπως οι Allman Brothers. Έφτασαν στο σημείο να διαφημίζουν για λίγο την μπάντα του Brown ως James Brown's Blues Band. Αυτό μπέρδεψε την βάση του κοινού του, καθώς όπως ο ίδιος έλεγε, οι νεαροί μαύροι δεν έχουν κάποιο ενδιαφέρον για τα blues, επειδή πολλοί από αυτούς τα ζουν ακόμα επί προσωπικού. Αυτά ήταν τότε τα γεγονότα που προκάλεσαν ένα απίθανο για τον James Brown άλμπουμ, το Sho Is Funky Down Here.


Sho Is Funky Down Here (1971)






Η αλλαγή που συνέβη εκείνη την εποχή στο ραδιόφωνο, στο οποίο οι συχνότητες των ΑΜ περιορίστηκαν σε σχέση με την δεκαετία του 60, δίνοντας χώρο στα FM να φιλοξενήσουν μεγαλύτερης διάρκειας κομμάτια, πράγμα ίδιον της ψυχεδέλειας και της πειραματικής rock, για να μην αναφέρουμε μία μικρή δόση progressive R&B (όπως o Sly Stone και οι Funkadelic στις αρχές τους), αλλά και jazz fusion (όπως οι Mahavishnu Orchestra και οι Weather Report). O James Brown το αποκαλούσε "underground radio" και αποφάσισε να δώσει το παρόν του εκεί. Στο μεταξύ ο David Matthews λαχταρούσε να ηχογραφήσει, ενώ όπως θυμάται ο ντράμερ του γκρουπ, "έψηνε" μία συμφωνία με την οποία θα έκανε ένα άλμπουμ δικό του και ένα ορχηστρικό άλμπουμ για τον James Brown. Έτσι το Sho Is Funky Down Here ήταν ένα άλμπουμ που στόχευε στους ακροατές των FM που είχαν την μουσική περιέργεια να αναζητήσουν κάτι το διαφορετικό. Όπως λέει και ο Matthews, ο Brown του είπε να κάνει ένα underground άλμπουμ. Δεν έκανε απολύτως τίποτα άλλο. Απλά ήθελε ένα άλμπουμ που να στεγάζεται κάτω από την ψυχεδελική στέγη. Όλοι οι μουσικοί του Matthews ήταν jazz τύποι βασικά, όμως ήταν ευέλικτοι και ανοιχτόμυαλοι. Όπως λέει ο Matthews άκουγαν ψυχεδελική rock, δίσκους από γκρουπ όπως οι Vanilla Fudge και οι Strawberry Alarm Clock. Έτσι πήραν μία fuzz κιθάρα και ξεκίνησαν.


Wonder If (1970)





Το Sho Is Funky Down Here είναι προϊόν ενός μαραθώνιου session. Όταν η King Records κυκλοφόρησε το άλμπουμ το 1971, ο πρόεδρος της επέμενε να είναι στο εξώφυλλο το όνομα του James Brown και να γράφει: Plays and directs The James Brown Band. Όχι μόνο δεν ακούγεται η μπάντα του Brown πουθενά, αλλά ο ίδιος ο Brown ακούγεται μόνο σε 4 τραγούδια. Και πουθενά δεν γίνεται αναφορά στον Matthews, ο οποίος παίζει μόνο σε 3 κομμάτια μεν, αλλά έχει γράψει και συνθέσει. Παρά την κρίση ταυτότητας, αυτό το άλμπουμ περιέχει κάποια ωραία πράγματα παιγμένα από ένα τρομερό ρυθμικό τμήμα. Μεγάλο μέρος του άλμπουμ αναδεικνύει την κιθάρα του Kenny Poole, την μόνη ψυχεδελική χροιά. Έχοντας ολοκληρώσει το άλμπουμ του Brown, ο Matthews και οι μουσικοί του με την Mary Ellen Bell στα φωνητικά επέστρεψαν την επομένη στα στούντιο για να ξεκινήσουν το δικό του άλμπουμ. Το όνομα που δόθηκε ήταν για να δοθεί ένα όνομα στην μπάντα και προέκυψε από ένα σύγχρονο ορχηστρικό κομμάτι με τον τίτλο "Welcome to Whipperjenny". Στον Matthews πήρε δύο μέρες να ηχογραφήσει τα κομμάτια και άλλες δύο για να προσθέσει τα overdubs. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στα τέλη του 1970.

 

Don't Mind (1971)





Το Sho Is Funky Down Here μπήκε στο ράφι. Τα chart είχαν πάρει φωτιά με το "Sex Machine" και θεωρήθηκε σωστό να μην κυκλοφορήσει τίποτα άλλο, μέχρι να μπορέσουν να εκμεταλλευτούν το χιτ single με ένα άλμπουμ με το ίδιο όνομα. Τελικά το Sho Is Funky Down Here φτιάχτηκε τον Απρίλιο του 1971. Χωρίς ένα single για να το προμοτάρει έλαβε μικρή ώθηση και γρήγορα έγινε μία παραξενιά στον τεράστιο κατάλογο των άλμπουμ του James Brown. Το δε The Grodeck Whipperjenny είναι η εξαίρεση στον κατάλογο των R&B και jazz άλμπουμ του Dave Matthews. Ποτέ δεν προσπάθησε ξανά για κάτι ανάλογο. O Matthews ακολούθησε τον Brown όταν ο δεύτερος άρχισε να δραστηριοποιείται στην Polydor στην Νέα Υόρκη. Γρήγορα έγινε πολυάσχολος, κανονίζοντας αμέτρητα sessions για την James Brown Productions με κορυφαίους στούντιο μουσικούς και παράλληλα είχε και την δική του jazz μπάντα. Η καριέρα του Matthews μετά τον James Brown υπήρξε λαμπρή, αν και συχνά παρασκηνιακή. Έχει κάνει τεράστιο αριθμό jazz δίσκων, αλλά και ταινίες. Από το 1984 ήταν ενεργός στην Ιαπωνία, όπου κατοικεί και στο παρόν και θεωρείται αφρόκρεμα της jazz.






Όλα τα στοιχεία είναι από το ένθετο βιβλιαράκι στην επανέκδοση του Sho Is Funky Down Here, από τον βραβευμένο με Grammy συγγραφέα και μουσικολόγο Alan Leed, ο οποίος υπήρξε tour manager του James Brown από το 1969 ως το 1974.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Διαβάστε/Ακούστε επίσης