RHINOCEROS
Earthy White R&B/Hard Rock/Country
Σεπτέμβριος του 1967 στο Λος Άντζελες. Η αισιοδοξία της ψυχεδελικής μουσικής επανάστασης ήταν η ενωτική δύναμη στον κόσμο. Το φεστιβάλ του Monterey είχε γίνει. Το Sergeant Pepper των Beatles δεν ήταν απλά ένα μουσικό γεγονός, αλλά επίσης ένα κοινωνιολογικό και πολιτιστικό γεγονός. Παρά τον πόλεμο στο Βιετνάμ, η ιστορία του κόσμου βρέθηκε για μία απαστράπτουσα στιγμή στην ίδια σελίδα. Η Elektra Records (προηγούμενα δισκογραφική folk) είχε επιτυχώς φέρει τo ηλεκτρικό rock 'n' roll στο ρόστερ της, πρώτα με τους Butterfield Blues Band και μετά σε μία γρήγορη αλληλουχία τους ήρωες του Λος Άντζελες Love και φυσικά τους the Doors (έτοιμοι να κυκλοφορήσουν διαδοχικά οι πρώτοι το Forever Changes και οι δεύτεροι το Strange Days, δύο επιδραστικούς δίσκους της ίδιας εποχής). Ο Paul Rothchild έκανε την παραγωγή όλων αυτών των σχημάτων. Έμοιαζε να έχει το άγγιγμα του Μίδα και παρά κάποια παιδέματα με μπάντες, όπως με τους Clear Light, φανερά είχε πιάσει τον παλμό της μουσικής και του όλου κινήματος. Παραλείποντας έξι μήνες στην αρχή του '67 ο Frazier Mohawk πλησίασε τον Rothchild με ένα κόνσεπτ, να μαζέψει μερικούς από τους καλύτερους μουσικούς του Λος Άντζελες που δεν ήταν μέλη σε μπάντες, σε ένα γκρουπ με προορισμό να πάει την μουσική της εποχής πιό μακριά. Είχε δε και το όνομα για αυτή την μπάντα: Supergroup.
That Time of the Year (1968)
Ο Mohawk είχε τέλεια αξιοπιστία στο να βοηθάει να σχηματίζονται μπάντες, ιδιαιτέρως τους Buffalo Springfield, τους οποίους ώθησε στις αρχές του 1966, πριν χάσει την διεύθυνση από την μοχθηρή ομάδα των Greene & Stone. Το όλο κόνσεπτ δεν είναι πολύ διαφορετικό από μία άλλη μπάντα που θα εμφανιζόταν ένα χρόνο αργότερα από την Αγγλία: Τους Led Zeppelin. Η πρώτη συνάθροιση μουσικών στο σπίτι των Rothchild και Mohawk στο Laurel Canyon εκείνο τον Σεπτέμβριο περιλάμβανε τον κιθαρίστα Doug Hastings (ο οποίος νωρίτερα είχα αντικαταστήσει τον Neil Young στους Springfield) και τον-από το Σικάγο-τραγουδιστή/τραγουδοποιό και πιανίστα Alan Gerber που και οι δύο ήταν στο τελικό σχήμα. Επίσης συμμετείχε ο κιθαρίστας Danny Kortchmar και ο μπασίστας Kerry Magness, ανάμεσα σε άλλους. Κατά την διάρκεια μίας σύντομης παύσης τον Νοέμβριο, ο Rothchild πήγε ένα ταξίδι στην Νέα Υόρκη και στρατολόγησε τον μπασίστα Peter Hodgson και τον lead singer John Finley από την θρυλική R&B μπάντα του Καναδά Jon & Lee and the Checkmates. Ο Rothchild είχε δει τους Checkmates σε ένα από τα ταξίδια του με την Elektra πίσω στο 1965. Ο Rothchild επέστρεψε στο Λος Άντζελες για να συνεχίσει να συγκεντρώνει την μπάντα, ακολουθούμενος γρήγορα από τον Finley και τον Hodgson. Άλλη μία προσθήκη κατά την περίοδο αυτή ήταν ο κιθαρίστας (πρώην στους Iron Butterfly) Danny Weis, ο οποίος μόλις είχε προταθεί από τον φίλο του David Crosby με την πιθανότητα να πάει στους Blood, Sweat & Tears του Al Kooper, μία προσφορά που απέκλεισε. Γύρω εκεί που ο Weis πήγε στο πρότζεκτ, προστέθηκε και ο Michael Fontara, ακόμα ένα μέλος των Jon & Lee and the Checkmates, ο οποίος ήταν keyboard player και είχε λάβει κλασική εκπαίδευση. Στα τέλη του 1967, ο Weis σύστησε τον μπασίστα Jerry Penrod, που στο σημείο εκείνο αντικατέστησε τον Hodgson. Κατά την διάρκεια του τέλους του 1967, έκαναν την backing band στον David Ackles στο ντεμπούτο άλμπουμ του. Η τελική προσθήκη στη μπάντα εκείνη την περίοδο ήταν ο ντράμερ Billy Mundi, που πριν έπαιζε με τους Frank Zappa & the Mothers of Invention και τον Tim Buckley. Σε μία παράξενη στροφή της μοίρας ο Mundi είχε παίξει στους Buffalo Springfield το 1966.
Same Old Way (1968)
Μετά από ένα σύντομο διάλλειμα στα τέλη του '67 αρχές του '68, οι Καναδοί στην μπάντα τελικά εξασφάλισαν κατάλληλες visa για να δουλεύουν και γρήγορα μαζεύτηκαν σε ένα στούντιο του Λος Άντζελες όπου σύμφωνα με τον Hastings το σεπτέτο τελικά "ακουγόταν σαν αληθινή μπάντα. Πληρωνόμασταν επίσης για να κάνουμε πρόβες και να ηχογραφούμε, πράγμα ανήκουστο για την εποχή. Δεν ξοδεύαμε μία, μέχρι την κυκλοφορία του πρώτου άλμπουμ". Μερικές πηγές αναφέρουν ότι η Elektra επένδυσε περίπου 80.000 λίρες στην μπάντα, ένα σημαντικό ποσό για την εποχή. Ο Finley σχολίασε σε συνέντευξη στο Καναδέζικο περιοδικό Egg στα τέλη του '69: "Η Elektra δεν μας αποκάλεσε σούπεργκρουπ. Μας αποκάλεσε πρότζεκτ σούπεργκρουπ, κόνσεπτ που χρησιμοποιούσε γιά όλους τους αγαπημένους της μουσικούς. Είχε δε αυτή την καμπάνια με τα χιλιάδες δολλάρια, ώστε να μας κάνει άμεσα mini rock stars". Μέσα στις αρχές του 1968, η μπάντα έγραψε και βελτίωσε τα τραγούδια της και το καλοκαίρι οδηγήθηκε στην Elektra, στα ολοκαίνουρια στούντιο για να δουλέψει με τον μηχανικό John Haeny (και τον Rothchild σαν παραγωγό) και έβγαλαν αρκετό υλικό για το ντεμπούτο άλμπουμ τους μέσα σε οκτώ ημέρες. Ακούγοντας αυτό το άλμπουμ σήμερα, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι το γκρουπ ήταν ικανό να δώσει τέτοιο απίστευτο αποτέλεσμα σε τόσο μικρή περίοδο. Παρά τον τρόπο που το γκρουπ σχηματίστηκε, υπάρχει μία απίστευτη χημεία στο groove του. Κατά ένα τρόπο ο δυναμικός συνδυασμός των soul καταβολών και της hard rock κάνει την μπάντα να ακούγεται σαν να ήταν χρόνια μαζί, παρά μόνο μερικούς μήνες. Δύο από τα κομμάτια που είναι πιό φανερό αυτό, είναι βερσιόν τραγουδιών που εμφανίστηκαν σε ένα άλμπουμ του Little Richard. Το "You're My Girl", που αργότερα θα διασκευαζόταν από τον Rod Stewart και το "I Need Love" του Larry Williams.
I Need Love (1968)
Και τα δύο τα σύστησε στο γκρουπ ο Billy Mundi. Φτιαγμένα live στο στούντιο (όπως όλα τα τρακς) υπάρχει μία αλληλεγγύη στην παρουσίαση και ακρίβεια στις κιθάρες των Hasting και Weis, στο heavy drumming του Mundi-ένα χρόνο πριν ο John Bonham δώσει τον ορισμό της τεχνικής-και ιδιαίτερα στο εκτυφλωτικό λευκό funk στυλ του lead singer John Finley. Η μπάντα επίσης καθιερώθηκε ως άριστη στην γραφή επίσης, όπως αποδείχτηκε από τα άλμπουμ, εντυπωσιάζοντας με το hard rock/soul άνοιγμα με το "When You Say You're Sorry", γραμμένο από τον Αlan Gerber και το "I Will Serenade You" μία soulful, θρηνητική μπαλάντα από τον Finley. Αυτό το τραγούδι αργότερα θα διασκευαζόταν από τους Three Dog Night, που συγκέντρωναν τους πόρους τους την ίδια περίοδο, με ελαφρά πιό επιτυχημένα εμπορικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με τον John Finley, "Ήταν σχέδιο του Paul Rothchild από την έναρξη να ηχογραφήσει την μπάντα live χωρίς overdubs".
When You Say You're Sorry (1968)
Ο Danny Weis συζήτησε αυτό το κόνσεπτ με τον John Mars στο περιοδικό Blitz το 1980: "Εκείνο τον καιρό όλα τα μεγάλα γκρουπ όπως οι Cream και Jimmy Hendrix Experience έκαναν overdumbs σε όλα τους τα τραγούδια με κάτι σαν εννέα κιθάρες να πηγαινοέρχονται στα ηχεία σε κάθε τρακ. Ήμουν ο πρώτος στους Rhinoceros που ήθελα να προσπαθήσω για live ήχο με όλα τα πλεονεκτήματα του στούντιο. Ο Michael Fontara επίσης σκέφτηκε ότι ήταν καλή ιδέα επίσης και αργότερα όλα τα υπόλοιπα μέλη το βρήκαν ένα καλό στοίχημα. Έκανε αίσθηση να παίζουμε έτσι το υλικό μας τότε". Και πραγματικά έκανε αίσθηση και η απόδειξη είναι στα grooves. Ο συνδυασμός του όλου ήχου της μπάντας, με την θαυμαστή ηχητική έκσταση του νέου στούντιο, δοσμένη με την άψογη επαγγελματική κατάρτιση του John Haeny, έφερνε μία νέα πιό σοφιστικέ εικόνα στον ακροατή. Μουσικώς, το άλμπουμ είναι μία δραστική αναχώρηση από την ψυχεδελική υπερβολή της περιόδου, ενώ ακόμα διατηρεί μία λαμπερή αναπόφευκτη γοητεία. Στο τέλος το άλμπουμ φαίνεται να "γερνάει" πολύ καλύτερα από πιό θρυλικά σύγχρονά του. Τι πήγε στραβά; Ε αυτό αποτελεί από μόνο του μία ιστορία και συστήνεται στους αναγνώστες να τσεκάρουν το www.rhinoceros-group.com για την πλήρη τους ιστορία.
Find My Hand (1969)
Πολλά έχουν γίνει με τον όρο σούπεργκρουπ. Το 1969, ανάμεσα σε γκρουπ όπως οι CSN&Y, οι Blind Faith, οι Blood, Sweat &Tears (και κάποιοι άλλοι) ξεχύνονταν στην rock μουσική σκηνή σαν παλιρροϊκό κύμα. Μερικοί από αυτούς φτιαγμένοι μόνοι τους σαν γκρουπ, άλλοι προιόν της βιομηχανίας δίσκων. Οι Rhinoceros ήταν σε μεγάλη έκταση, μέρος της δεύτερης κατηγορίας. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το γκρουπ δεν είχε αληθινό ταλέντο και σίγουρα αξίζουν μία σωστή θέση πολύ πάνω από τα στάνταρντ ενός rock 'n' roll κοινού. Ακολουθώντας την κυκλοφορία του άλμπουμ και μία μακρά περίοδο περιοδείας, το γκρουπ χωρίστηκε σε δύο φατρίες. Ο Finley και ο Gerber ήθελαν να παραμείνουν στο Λος Άντζελες για να συνεχίσουν να δουλεύουν με τον Paul Rothchild. Οι υπόλοιποι ήθελαν να μετακινηθούν στην Νέα Υόρκη και μακριά από τον αυταρχικό έλεγχο του Rothchild για το follow up τους Satin Chickens.
Sweet, Nice 'N' High (1970)
Σε μία κρίσιμη συνάντηση του γκρουπ, ο Gerber αποφάσισε να πάει με την υπόλοιπη μπάντα και έτσι μετακόμισαν και άλλαξαν παραγωγό. Στο πνεύμα να διατηρήσει ενωμένη την μπάντα o Finley διστακτικά τους ακολούθησε στην Νέα Υόρκη. Το αποτέλεσμα ήταν δύο άλμπουμ το Satin Chickens και το Better Times Coming που έχουν μερικές καλές στιγμές, αλλά τους λείπει η συνοχή του ντεμπούτο άλμπουμ. Η αληθινή μαγεία όμως φαίνεται να είναι στο άλμπουμ με το οποίο συστήθηκαν, χωρίς να λείπουν οι λαμπρές στιγμές από τα δύο επόμενα.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου