FUZZY DUCK
Hard Rock Unknowns
Time Will Be Your Doctor (1971)
"Ωστόσο, πήγαμε για μία οντισιόν για το τηλεοπτικό σόου Opportunity Knocks στο Manchester και αργότερα την ίδια χρονιά πήγαμε στο τηλεοπτικό σόου".
Έχοντας αποτύχει να τους "χτυπήσει η ευκαιρία", το 1966 ο Colin και ο Grahame έπαιζαν σε μία παμπ στο Walton-on-Thames όταν ένας άνδρας που λεγόταν Tony Cartwright πλησίασε. Εξήγησε ότι δούλεψε με τον τραγουδοποιό και μάνατζερ Gordon Mills και ρώτησε αν θα τους ενδιέφερε να κάνουν backing σε ένα ανερχόμενο τραγουδιστή που λεγόταν Engelbert Humperdinck, με τον οποίο ο Mills είχε υπογράψει. Αυτοί αποδέχτηκαν και σύντομα έπαιζαν μαζί του live και στο στούντιο. Ο Mills είχε γεννηθεί στην Ινδία το 1935, αλλά μεγάλωσε στη Νότια Ουαλία, όπου είχε παίξει στις αρχές της δεκαετίας του '60, πριν ανακαλύψει τη φλέβα χρυσού το 1964, στο πρόσωπο του Tom Jones, για τον οποίο έγραψε αρκετά χιτ, συμπεριλαμβανομένου του "It’s Not Unusual".
Το καλοκαίρι του 1970, ο Mills είχε προσθέσει τον Gilbert O’Sullivan και αποφάσισε να ξεκινήσει την δική του εταιρεία (Management, Agency & Music), με την Decca στον τομέα των δίσκων. Η πρώτη τους κυκλοφορία ήταν το "I Hear You Knocking" του Dave Edmunds, που κυκλοφόρησε εκείνο τον Οκτώβριο και έφτασε νο1 τον Δεκέμβριο. Ανυπομονώντας να χτίσει σε αυτό τον θρίαμβο, ο Mills αποφάσισε να βγει επίσης στην πολύ επικερδή αγορά της heavy rock. Όπως το θέτει η χήρα του Grahame, Christine, "Το να κάνει backing σε pop τραγουδιστές δεν ήταν ότι ζητούσε ο Grahame. Του άρεσαν οι Deep Purple, ο Hendrix, ο Eric Clapton, ο Alvin Lee και ο Jimmy Page, όπως επίσης κάποια από τα παλιά pop, έτσι ο Gordon τον πήρε για να φτιάξουν μαζί τους Fuzzy Duck".
Με αποστολή να στρατολογήσει μέλη για την μπάντα, ο πρώτος σταθμός του Grahame, ήταν ο οργανίστας Roy Sharland, μία επαφή που έγινε από ένα roadie που ήξεραν και οι δύο και λεγόταν Francis Treason.
Γεννημένος στο Hampstead το 1950, ο Roy φαινόταν να προορίζεται να γίνει μουσικός. "Η μητέρα μου ήταν φανταστική παίκτρια στο πιάνο-βγήκε για να παίξει ακόμα κι όταν ήταν 8 μηνών έγκυος σε μένα, έτσι βρέθηκα μέσα στην μουσική πριν ακόμα γεννηθώ. Ξεκίνησα τυπική κλασική εκπαίδευση στην ηλικία των 6 χρόνων μου και στα 12 άρχισα να ανακαλύπτω όλους τους Αμερικανούς παίκτες της jazz-Jimmy Smith, Shirley Scott, Richard Holmes, κλπ. Μετά οι Beatles και οι Stones ξεκίνησαν όταν ήμουν στον πρώτο χρόνο στο senior school. Μισούσα την κλασική μουσική, αλλά μου άρεσε η jazz και το rock’n’roll πήγε χέρι-χέρι μαζί της".
Ο Roy έπαιζε μπάσο σε σχολικές μπάντες, αλλά η σχέση του με αυτό έφτασε σε ένα ξαφνικό τέλος:"Έχτιζα ένα σωρό, αλλά η μητέρα μου αηδίασε από όλο το χαμό στο μπροστινό δωμάτιο, έτσι μου πούλησε τον εξοπλισμό και μου αγόρασε το πρώτο μου όργανο (Hammond). Ήταν ένα είδος έκπληξης!" Δεν ήταν μόνο το φημισμένο στούντιο της Decca στο τέλος του δρόμου που γεννήθηκε ο Roy, αλλά ήταν και το φημισμένο nightclub Klooks Kleek. "Πήγα στο Klooks πολλές φορές", λέει ο Roy. "Θυμάμαι να βλέπω τον Brian Auger εκεί-τι τύπος αλήθεια!" Καθώς η εφηβεία του προχωρούσε, ο Roy άρχισε να παίρνει την μουσική πιο σοβαρά. "Στα τέλη του '67 έμπλεξα με τον Bill Bruford, πριν φτιάξει τους Yes, αλλά η μπάντα μας δεν απογειώθηκε". Αντί γι αυτό έπαιξε για μία περίοδο με τον Ian Hunter (αργότερα των Mott The Hoople) και τον Mick Strode (πριν στους Band Of Joy του Robert Plant) σε ένα σχήμα που λεγόταν Pendulum. Μέσω διασυνδέσεων του Strode με τον Plant, το καλοκαίρι του 1968 είχε αναφερθεί ότι οι Pendulum θα πήγαιναν στην Αμερική και θα παρουσιάζονταν ως Τhe New Yardbirds, για να κλείσουν τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από το συμβόλαιο τους, αλλά δεν έγινε κάτι τέτοιο.
Αντί γι'αυτό ο Roy πήγε στους Piblokto, του Pete Brown, με το Beat Instrumental να αναφέρει τον Σεπτέμβριο του 1968 ότι ήταν ένας υπερήφανος κάτοχος ενός Hammond B2. "Οι Piblokto σχηματίστηκαν στο μπροστινό δωμάτιο της μητέρας μου", εξηγεί ο Roy. "Το πρώτο-πρώτο τζαμ ήμουν εγώ στο όργανο, ο Laurie Allen στα ντραμς και ο Pete Brown στην τρομπέτα". Όταν αυτό απέτυχε ο Roy είχε σύντομη θητεία σε ένα ή δύο άλλα σχήματα, πριν κάνει οντισιόν για τους Spice (που έκαναν εμφανίσεις γύρω από το Λονδίνο από το 1967) μέχρι το τέλος του 1969. "Χρειάζονταν έναν παίκτη του keyboard, αλλά το Hammond μου έπεσε κάτω από το πίσω μέρος του βαν και έσπασε στον δρόμο για την οντισιόν. Είπαν: ΄φτιάξτο και έλα ξανά΄-αλλά εκείνο τον χρόνο ο Ken Hensley πήρε την θέση αυτή για την παράσταση και οι Spice συνέχισαν για να γίνουν οι Uriah Heep…"
Mrs. Prout (1971)
O Roy πρότεινε να προσθέσουν τον Paul Francis, τον οποίο γνώριζε μέσω του Ian Buisel, πρώην lead guitarist των Tony Jackson & the Vibrations.
Τέτοια ήταν η πρόοδος του Paul που έγινε επαγγελματίας στα 15 του, λαμβάνοντας ειδική απαλλαγή να αφήσει το σχολείο πρόωρα. Έχοντας πάει στους Τhe Chessmen, που έπαιξαν σε στυλ Shadows, διασκευές ορχηστρικών και δημοφιλών rock’n’roll, στις αρχές του 1963, βρέθηκε σε μία περιοδεία να κάνει backing στον Rolf Harris, για το οποίο η μπάντα άλλαξε το όνομα της σε Τhe Diggeroos. (Παρεμπιπτόντως ο Paul δεν έχει να πει κακή κουβέντα για τον Harris). Όταν όλο αυτό ξεθύμανε, πήγε στο Barking για να βρει τους Bobby Cristo & the Rebels, που βιαστικά μετονομάστηκαν σε Bobby Rio & the Revelles: "Η μπάντα είχε μία συμφωνία με την Decca και ηχογράφησε τρία singles με τον Joe Meek. Κράτησε γύρω στους 18 μήνες". Τον Αύγουστο του 1964 πήγε στην νέα μπάντα του πρώην μπασίστα των Searchers, Tony Jackson, που έγινε γνωστή ως Tony Jackson & the Vibrations. Οι The Searchers ήταν τεράστιοι εκείνη την εποχή, κάνοντας αυτό το σχήμα μία απρόσμενη επιτυχία για τον νεαρό ντράμερ.
"Εκείνη ήταν η μέρα που όλα άλλαξαν για μένα", λέει ο Paul. "Την επόμενη εβδομάδα ήμουν στο στούντιο, με singles για να ηχογραφήσουμε και είχαμε κλείσει σε τηλεοπτικά σόου. Υπήρχαν πολλά κομμάτια στον μουσικό τύπο, το "Bye Bye Baby" έφτασε περίπου νο25 στα charts τον Οκτώβριο και κάναμε περιοδείες με ανθρώπους σαν τους Τhe Hollies. Η πρώτη περιοδεία ήταν απίστευτη-δεν ήμουν συνηθισμένος να βλέπω κορίτσια να στριγγλίζουν και ανθρώπους να προσπαθούν να πιάσουν τα ρούχα μου. Ήταν οι μέρες που δεν υπήρχε ασφάλεια και το κοινό θα μας τραβούσε κάτω από την σκηνή. Ήταν παράξενο, αλλά είχε μεγάλη πλάκα". Παρά τις υστερικές έφηβες και κάποια επιτυχία στην χώρα, τα επτά singles που ακολούθησαν, όλα απέτυχαν να πάρουν θέση στα chart στην Αγγλία και διαλύθηκαν το 1967. Ο Paul τότε πήγε σε ένα soul σχήμα που λεγόταν Τhe Stewart James Inspiration για δυο χρόνια, κυκλοφορώντας ένα single ως Pepper τον Ιούλιο του 1968 ("We’ll Make It Together" / "(Look Out) I’m On The Way Down", Pye 7N 17569-και οι δυο πλευρές γραμμένες από τον Harry Vanda και τον George Young των Τhe Easybeats).
Afternoon Out (1971)
Είχαν πιάσει δουλειές ως μπάντα δημοφιλών κλαμπ της Μαδρίτης, έκαναν μία θητεία 6 εβδομάδων στην Ίμπιζα, κάνοντας backing στον τοπικό σταρ Miguel Rios στο LP του Unidos και ηχογράφησαν το δικό τους LP Coming On Again για την τοπική δισκογραφική Hispavox, αλλά καθώς το 1970 έφτανε στο τέλος του, μία αίσθηση έλλειψης ενδιαφέροντος υπέβοσκε.
O Grahame είχε βρει έναν υπέροχο οργανίστα και ντράμερ με ευκολία, αλλά το να εντοπίσει ένα κατάλληλο μπασίστα δεν ήταν τόσο εύκολο. Επομένως έβαλε μία αγγελία στα πίσω φύλλα της Melody Maker στα τέλη του 1970 και μία ανταπόκριση ήρθε από τον Mick Hawkesworth.
"Το μεγαλύτερο μέρος της οικογένειας μου (από την γενιά των γονιών μου) έπαιζαν κάτι", λέει ο Mick, ο οποίος γεννήθηκε στο Clapham το 1948. "Ο θείος μου είχε ένα κατάστημα και πουλούσε δίσκους και μουσικά όργανα."
Αν και μελετηρός μαθητής που αρίστευσε στην μηχανική (και κέρδισε το παρατσούκλι ΄Doc΄), ο Mick άφησε το σχολείο στα 15 του. "Δεν μπορώ να θυμηθώ σε ποιά ηλικία βρισκόμουν όταν αγόρασα την πρώτη μου κιθάρα-πιθανόν στα 16. Ένας Ιταλός που λεγόταν Guy Mascolo ζούσε στον ίδιο δρόμο όπως οι φίλοι μου και συνήθιζε να κάνει εξάσκηση με ένα φίλο του που λεγόταν David Montague. Αγόρασα μία κιθάρα και είπαν, ΄μην παίζεις αυτό το πράγμα-παίξε αυτό΄ και μου έδωσε ένα μπάσο. Από εκείνη την στιγμή, ήμουν προορισμένος να γίνω μπασίστας".
Σχετικά με τις επιρροές του, ο Mick λέει "Μεγάλωσα με το είδος της μουσικής που δεν μου άρεσε! Δεν ενδιαφερόμουν για το rock’n’roll πλην του Eddie Cochran. Μου άρεσαν οι Beatles ωστόσο δεν τρελαινόμουν κιόλας γι'αυτούς, αλλά όταν οι Stones εμφανίστηκαν η ωμή τους ενέργεια μου έκανε αίσθηση. Με έκανε να παίζω blues". Ο Mick σχημάτισε την πρώτη του μπάντα, τους Mailtown Blues, με τους παλιούς συμμαθητές του Dick Hannay, Dave Rhymer, Jim Rhymer και Sid Perry. "Συνήθιζα να κάνω εξάσκηση στο μπάσο ίσως για 4 ώρες την νύχτα. Είχα μία ακόρεστη όρεξη για να μάθω και ήταν ένα μακρύ ταξίδι γεμάτο ανακαλύψεις. Άρχισα να πηγαίνω στην πόλη να βλέπω διάφορους ανθρώπους να παίζουν και δεχόμουν συνέχεια επιρροές. Όταν πρωτο-άκουσα τον Jack Bruce, έμεινα με ανοιχτό το στόμα. Πίστεψα ότι ήταν θαυμάσιος, αρχικά επειδή ήταν ο πρώτος τύπος που ανέλαβε ένα ρόλο, που δεν ήταν απλά το μπάσο στο background. Θυμάμαι ένα τραγούδι που τραγούδησε, το "Early In The Morning" (μιλάει για το τρακ στον δίσκο των Graham Bond Organisation, The Sound Of 65 που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1965), ήταν μία αποκάλυψη σε όρους του μπάσου που ήταν τόσο συνεπές στην μίξη. Μπορούσε να είναι πολύ μελωδικό όπως επίσης ρυθμικό και αυτό έκανε στ'αλήθεια αίσθηση. Πίστεψα ότι αυτό έπρεπε να κάνω".
Όταν ο κιθαρίστας Dick Hannay άφησε τους Mailtown Blues, ο John Cann έκανε οντισιόν για την θέση. Αυτός και ο Mick έγιναν γρήγορα φίλοι και το 1967 πήγε να ζήσει με τον Mick στο πατρικό του στο Clapham. Το μουσικό ζευγάρι άρχισε να σχεδιάζει να κάνει τζαμ και να ηχογραφούν μαζί και δύο πράγματα επέζησαν από εκείνο τον καιρό-ένα δισκάκι των Mailtown Blues που παρουσιάζει το "I Will Girl" και το "South Bound" και άλλο ένα που πιστώνεται στους Light (οι οποίοι αποτελούνταν σχεδόν από τους ίδιους μουσικούς), που περιείχε τα "I Just Wanna Live My Life" και "Fred The Mouse".
Country Boy (1971)
Οι The Attack επίσης διαλύθηκαν το καλοκαίρι του 1968, ωθώντας τον Mick και τον John Cann να πάρουν μέρος σε ένα session ηχογράφησης με τους παιδικούς φίλους του Mick, Guy Mascolo και David Montague. "Μας πλησίασαν και μας ρώτησαν αν φανταζόμασταν να ηχογραφούσαμε ένα άλμπουμ με τα τραγούδια τους", λέει ο Mick. "Εμείς είπαμε, ότι θα το κάνουμε το session, αλλά όχι σαν να έχει κυκλοφορήσει με το όνομα μας, επειδή είναι εντελώς αντίθετο με ότι θέλαμε να κάνουμε! Ηχογραφήσαμε ολόκληρο το άλμπουμ σε μία μέρα και φαίνεται!" Το αποτέλεσμα πιστώθηκε στους Five Day Week Straw People και εμφανίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1968 στην Saga, το οποίο η Melody Maker καταδίκασε ως ΄μονότονο φωνητικά και βαρετό γκρουπ΄. Απτόητοι, τον Οκτώβριο, ο Mick and John σχημάτισαν τους Andromeda μαζί, αρχικά με τον Jack McCulloch στα ντραμς.
Δίνοντας επίμονα παραστάσεις, το τρίο προσέλκυσε την προσοχή του John Peel, που θεωρείται ότι υπέγραψε μαζί τους στην δική του εταιρεία Dandelion, μόνο για να χάσει το ενδιαφέρον του όταν ο McCulloch έφυγε και πήγε στη θέση του ο Ian McLane. Η μπάντα τελικά υπέγραψε στην RCA και κυκλοφόρησε ένα single τον Ιούνιο του 1969 ("Go Your Way" / "Keep Out Cos I’m Dying", RCA 1854), ακολουθούμενο από ένα ομότιτλο άλμπουμ τον Σεπτέμβριο. Ωστόσο, η έλλειψη άμεσης επιτυχίας έφερε σύγχυση στον John: "Μετά το άλμπουμ ακόμα δίναμε μικρές παραστάσεις και άρχισε να γίνεται ανήσυχος και νευρικός. Κάναμε όλα τα είδη γελοίου διαφορετικού στυλ υλικού και σκεφτόμουν ΄γιατί να μην μπορείς να είσαι λιγάκι πιο υπομονετικός;΄ Για μόνο ένα άλμπουμ που είχαμε βγάλει, πίστευα ότι ήταν εντάξει, αλλά αυτός έμοιαζε να λιγουρεύεται επιτυχία από την μια μέρα στην άλλη".
Έτσι, ο Gerry Conway τον έφερε σε επαφή με τον Jonathan Xavier Coudrille. "Είμαι από την Κορνουάλη, αλλά μετακόμισα στο Λονδίνο στα μέσα του '60 και παντρεύτηκα μία Αμερικανίδα", λέει. "Αρχικά έλαβα εκπαίδευση ως καλλιτέχνης και αποβλήθηκα από δύο art schools. Όταν ο Poli Palmer αποφάσισε να αφήσει τους Eclection, μπήκα για να αναλάβω τα keyboards και ο Gerry ήταν ένας υπέροχος ντράμερ. Μετά από αυτό έγινα μουσικός διευθυντής της παλαιάς Southern Television Company, αλλά επίσης έπαιξα κλασική κιθάρα, έτσι ο Mick τηλεφώνησε και ρώτησε αν ήθελα να παίξω μαζί του σε μία νέα rock μπάντα. Μου ζήτησε να περιγράψω τον εαυτό μου και ήταν πολύ ανακουφισμένος όταν έμαθε ότι είχα μακριά μαλλιά και μούσια! Προσπαθήσαμε να κάνουμε κάτι με τον Rod Price, που έπαιξε κιθάρα με τους Black Cat Bones και τους Foghat και τον θαυμάσιο Tony Fernandez, ο οποίος συνέχισε για να παίξει ντραμς στους Τhe Strawbs και στον Rick Wakeman. Αποκαλούσαμε την μπάντα μας Late November ή Late November Nose. Τους χρησιμοποίησα σε μερικά sessions για την τηλεόραση, έτσι ηχογραφήσαμε πολύ στο Southampton, αλλά δυστυχώς δεν μας δόθηκε κανένα δισκογραφικό συμβόλαιο". Ο Mick προσθέτει, "Κάναμε πρόβες και λίγο ηχογραφήσαμε, αλλά ήταν δύσκολο να κάνουμε οτιδήποτε, επειδή δεν είχαμε όλο τον εξοπλισμό, δεν είχαμε μάνατζερ ή ενδιαφέρον από δισκογραφική. Έγινε παύση, αλλά ο Jonathan και εγώ παραμείναμε σε επαφή". Ήταν σε αυτή τη συγκυρία που ο Mick εντόπισε την αγγελία του Grahame στην Melody Maker. Όπως θυμάται ο Roy, "Ένα ταξί εμφανίστηκε και ο Mick βγήκε έξω με όλο του το υλικό για το πρώτο τζαμ που θα είχαμε με τους Fuzzy Duck".
More Than I Am (1971)
Η πρώτη κυκλοφορία του Gilbert O’Sullivan στην MAM, "Nothing Rhymed", είχε φτάσει στα top ten τον Δεκέμβριο του 1970 και-ίσως κυκλοφορώντας αυτό είχε σταθεί τυχερός με ένα ρυθμικό μέρος δυναμίτη-ο Mills έστειλε τον Mick και τον Paul να παίξουν στο επόμενο single του, "Underneath The Blanket Go". "Ο Mills ήταν απίστευτος", λέει ο Mick. "Προσπαθούσαμε να ΄βρεθούμε΄ μέσα στα τραγούδια, αλλά μέσα σε 20 δευτερόλεπτα θα τον ακούγαμε από την ενδοσυννενόηση να μας λέει ότι δεν ήταν σωστό. Μου ζήτησε να παίξω με πένα, του είπα ότι δεν μπορούσα και είχαμε ένα άγριο τσακωμό. Αλήθεια μας έκανε μπούλινγκ". Ο Paul τον θυμάται ως "ένα πρακτικό και σοβαρό τύπο, τελείως ΄μαύρο ή άσπρο΄ όσον αφορά στις απόψεις του. Είχε πολύ μεγάλη επιτυχία και ζούσε σε ένα εκθαμβωτικό σπίτι στο Weybridge που είχε ακόμα και ιδιωτικό ζωολογικό κήπο στον κήπο του μαζί με προσωπικό! Θυμάμαι να πηγαίνω σπίτι του για μία συνάντηση ένα βράδυ και αυτόν να μου λέει, ΄συγγνώμη, κάτι μου έτυχε και πρέπει να βγω έξω-σε πειράζει να προσέχεις την κόρη μου για δυο ώρες;΄"
In Our Time (1971)
Μόνο τρεις μήνες αφού έσμιξαν, τον Απρίλιο του 1971, οι Fuzzy Duck ηχογράφησαν το άλμπουμ τους στο μικρότερο δωμάτιο των Olympic με τον Mills μόνο κατ'όνομα στην παραγωγή. (Οι The Who δούλευαν το Who’s Next στο μεγαλύτερο στούντιο τον ίδιο χρόνο). "Το Led Zeppelin III ήταν έξω και πιστεύαμε ότι θα ευνοούσαμε την τύχη μας να πούμε ότι θέλαμε να ηχογραφήσουμε στο στούντιο που είχε ηχογραφηθεί κι αυτό", λέει ο Mick. "Δεν νομίζω ο Mills να έριξε πολλά χρήματα ωστόσο-πηγαίναμε νωρίς το βραδάκι και συνεχίζαμε ως τις μικρές ώρες. Την πρώτη μέρα ηχογραφούσαμε το "Time Will Be Your Doctor" και αυτός έκανε το ίδιο πράγμα όπως στα session του Gilbert O’Sullivan-μας σταμάτησε στα μισά και μας έκανε μπούλινγκ. Δεν κάναμε τίποτα την πρώτη μέρα εκτός του να τον ΄γράφουμε΄ εντελώς, έτσι έφυγε και είπε να το κάνουμε μόνοι μας".
Αφημένοι στις δικές τους τακτικές, στην παραγωγή βοήθησε ο μηχανικός Keith Harwood και τρεις τεχνικοί, τους οποίους ομόφωνα η μπάντα επαινεί. "Είχαμε τον απόλυτο έλεγχο, αλήθεια-εμείς κάναμε την παραγωγή", λέει ο Paul. "Ο Gordon πρότεινε κάποια πράγματα, αλλά ακούστηκαν απαίσια έτσι κατά κάποιο τρόπο μας άφησε. Ο Keith ήταν ευφυΐα στο να βρίσκει τον σωστό ήχο. Μας άρεσε τόσο πολύ". Παρόλα αυτά προσπαθώντας να βρουν τον σωστό ήχο της κιθάρας για τον Grahame δυσκόλεψαν τα sessions. "Ίσως προσπαθούσε να εμφανιστεί με ένα δικό του ήχο, αλλά φαινόταν ότι δυσκολευόταν να τον βρει", σχολιάζει ο Mick. "Προσπαθήσαμε διάφορα πράγματα και ο ήχος που κατέληξε να ακούγεται ήταν πολύ καλός-πολύ περισσότερο καθαρός από αυτόν που έβγαζαν οι περισσότεροι κιθαρίστες της εποχής".
Ο Mick στο μεταξύ, έχει κρέντιτ ως παίκτης ΄cricket bat΄ στο "In Our Time". Αυτό ήταν στην πραγματικότητα ένα όργανο που είχε σχεδιάσει μόνος του το 1969 (σε συνάρτηση με το παρατσούκλι του ΄Doc΄).
Just Look Around You (1971)
Με το άλμπουμ στο καλάθι, η μπάντα προετοιμάστηκε για live εμφανίσεις-αλλά, παράξενα, μόνο μία μπορεί να εντοπιστεί, καθώς η άνοιξη του 1971 έδινε την θέση της στο καλοκαίρι, στο κλαμπ London’s Bumpers στα μέσα Απριλίου. Ο Paul βρήκε αυτήν την έλλειψη δυναμικής ιδιαίτερα ανησυχητική, δοθέντος ότι είχε φύγει από τους Tucky Buzzard για αυτόν ακριβώς το λόγο και ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος να αποδεχτεί την πρόσκληση του Bill Wyman να πάνε με τον Grahame στη Γαλλία τον Μάιο και να παίξουν σε κάποια sessions που έκανε σαν παραγωγός για τον John Walker. "Ήταν το γαμήλιο πάρτι του Mick Jagger τότε", λέει ο Paul, "και πήγαμε με ένα ιδιωτικό αεροσκάφος με τον Paul McCartney και τον Ringo Starr. Μας πήγαν στην reception και εκεί ήταν ο Stephen Stills και ένας Θεός ξέρει ποιος άλλος. Αυτό φρίκαρε εντελώς τον Grahame!"
Double Time Woman (1971)
Χωρίς την γνώση του Grahame, τα άλλα μέλη άρχισαν να αναλογίζονται για να προσθέσουν κάποιον άλλο. "Ρίχναμε ιδέες, σκεπτόμενοι ότι ίσως έπρεπε να πάρουμε ένα πέμπτο μέλος", ανακαλεί ο Mick. "Αισθανθήκαμε ένοχοι που είπαμε στον Grahame ότι δεν θέλαμε να παίξει πια μαζί μας". Ο Paul λέει "Βασικά ψάχναμε κάποιον άλλον Steve Marriott". Ένας κατάλληλος υποψήφιος υλοποιήθηκε στο πρόσωπο του Garth Watt-Roy. "Κλείσαμε ένα μέρος για τις οντισιόν¨, λέει ο Mick. "Είχαμε έναν τύπο με καταπληκτικό παρουσιαστικό που έπαιζε σαν ηλίθιος και άλλον ένα που έμοιαζε σαν υπάλληλος τράπεζας και έπαιζε φανταστικά. Τελικά εμφανίστηκε ο Garth. Μπορούσε να παίξει πολύ καλά και είχε μία καλή φωνή. Έπιασε όλα τα προαπαιτούμενα, αλήθεια". Αν και είχαν βρει αντικαταστάτη, υπήρχε ακόμη κάποια σύγχυση για το ποιος ήταν στην μπάντα και ποιος όχι. Σύμφωνα με τον μάνατζερ των Fuzzy Duck, Barry ‘Stirling’ Nash, "Πήγα στο στούντιο με τον Garth να ακούσουμε τις κασέτες-και αν το άλμπουμ είχε βγει, δεν θα χρειαζόταν να πάμε στο στούντιο να το ακούσουμε. Τον θυμάμαι να λέει, ΄Τι είναι αυτό;', καθώς είχαν ήδη κιθαρίστα".
One More Hour (1971)
Ο Garth Watt-Roy γεννήθηκε στη Βομβάη το 1947 και μετακόμισε στην Αγγλία το 1954, ζώντας στο Highbury, στο Λονδίνο για 4 χρόνια πριν η οικογένεια του εγκατασταθεί στο Harlow, στο Essex. "Πρώιμες επιρροές ήταν οι Τhe Shadows και οι Τhe Beatles", λέει. "Άρχισα με ουκουλέλε, το οποίο μου δίδαξε ο πατέρας μου, μετά πήγα στην κιθάρα. Έχοντας καλό αυτί, μπορούσα να διδάξω τον εαυτό μου και να το προχωρήσω παραπέρα. Ήμασταν μία πολύ μουσική οικογένεια". Πραγματικά, ο αδελφός του Garth, ο Norman πήγε μαζί του στους Τhe Living Daylights, που κυκλοφόρησαν ένα 45άρι στην Philips το 1967 πριν μεταμορφωθούν στους Τhe Greatest Show On Earth, κυκλοφορώντας δύο LP στην Harvest τον Μάρτιο και τον Οκτώβριο του 1970. Αλλά το 1971 ο Garth δεν είχε τίποτα να κάνει και με χαρά αποδέχτηκε την προσφορά μίας θέσης στους Fuzzy Duck: "Είχα μετακινηθεί πίσω στο Βόρειο Λονδίνο και με τον Paul Francis ζούσαμε 10 λεπτά μακριά ο ένας από τον άλλο. Ποτέ δεν ήμουν στην μπάντα όταν ήταν ο Grahame". Για τον Mick, "Ήμασταν πολύ ευτυχείς με τον Garth, αλλά το υλικό που έγραψε ήταν μικρότερο και πιο δυναμικό και άρχισα να μην μπορώ να περιπλανιέμαι σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Θα ήταν σπουδαίο αν θα μπορούσαμε να συνδυάσουμε και τα δύο στοιχεία της μπάντας".
A Word From Big D (1971)
Το 45άρι κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1971. Η Α' πλευρά με το "Double Time Woman", γραμμένο από τον Garth και η Β' πλευρά "Just Look Around You", παρμένο από το μέχρι τότε ακυκλοφόρητο άλμπουμ. Για να το προωθήσουν, η MAM είχε την φαεινή ιδέα να πάει τα παιδιά σε μία φάρμα για φωτογράφηση. Το "Double Time Woman" παρουσιάστηκε στην έκδοση του Οκτωβρίου του Record Song Book, που τύπωσε τους στίχους μαζί με ένα μικρό μέρος της μπάντας, οι οποίοι επίσης ηχογράφησαν τρία τραγούδια για την εκπομπή Sounds Of The Seventies του BBC Radio 1, την 16 Αυγούστου. Αυτά ήταν το "Double Time Woman", το "Country Boy" (τραγουδισμένο από τον Grahame στο άλμπουμ και πιθανότατα δοσμένο από τον Garth εδώ) και ένα του Mick που ποτέ δεν ηχογραφήθηκε άλλη φορά, το "Time For Changes". Ο Paul θυμάται τον Noel Edmonds να διαφημίζει το τραγούδι καθημερινά στο σόου του Radio One, αλλά οι αναμενόμενες πωλήσεις δεν ακολούθησαν.
Το άλμπουμ εμφανίστηκε στα τέλη Αυγούστου με ένα εξώφυλλο σχεδιασμένο από τον παλαιό φίλο του Mick, Jonathan Xavier Coudrille.
Οι κριτικές ήταν σε μεγάλο μέρος θετικές. ΄Κάνουν πολύ ενεργητικό ήχο, πιο πολύ με την lead guitar και το όργανο΄, από την NME, ενώ το Beat Instrumental σημείωνε ότι ΄μοιάζει να έχουν αποφύγει τις περισσότερες παγίδες απομίμησης στις οποίες πέφτουν τα περισσότερα νέα γκρουπ΄. Για το Hi-Fi News, ΄Αυτή η τετράδα παίρνει μία θετική χαρά να δημιουργούν εγκάρδια, ζεστή rock, την οποία μοιράζουν με φανερό χιούμορ΄ και το Gramophone σχολίασε τον ΄δυναμικό ορχηστρικό ήχο του γκρουπ΄. Ωστόσο η Record Mirror επισήμανε το τρομερό όνομα και συμπλήρωσε ΄η μουσικότητα είναι αξιέπαινη, αλλά με τόσα πολλά καλά άλμπουμ τριγύρω μπορείς να το προσπεράσεις αυτό΄. Ήταν συμβουλή που οι αναγνώστες της πήραν πολύ ζεστά, αν και ο Mick σημειώνει, "Έκαναν 500 κόπιες και δεν θα τους ένοιαζε να τις βγάλουν, έτσι δεν είναι περίεργο που δεν πούλησε-κανείς δεν είχε ακούσει για εμάς! Δεν θα πίστευα ότι δεν θα μας διαφήμιζαν. Δεν υπάρχει περίπτωση να κάνεις ένα άλμπουμ και να περιμένεις να πουλήσει μόνο του. Ήταν τόσο ωραίο το εξώφυλλο επίσης. Αλλά ο Gordon Mills δεν θα γνώριζε ένα heavy rock σχήμα, αν πέρναγε από τα χέρια του. Μόνο να κοίταζε τις άλλες εταιρείες που είχαν να κάνουν με μπάντες όπως εμείς εκείνο τον καιρό, θα ήταν φανερό ότι έπρεπε να κάνει κάτι για να ΄σπρώξει΄. Τόσο κοντόφθαλμος".
Ο δίσκος κυκλοφόρησε στις 5 Νοεμβρίου και η εμφάνιση του γκρουπ εκείνη την νύχτα έμελλε να είναι η τελευταία τους. "Ήταν στο Chelsea Art School", λέει ο Roy. Χωρίς ραδιοφωνικό αέρα ή το ενδιαφέρον του τύπου και με ένα χαρτί με ελάχιστες παραστάσεις για να κάνουν, η μοίρα των Fuzzy Duck ήταν προδιαγεγραμμένη. "Όταν το "Big Brass Band" δεν έκανε τίποτα, όλα χάλασαν", λέει ο Paul. "Ο Gordon έχασε το ενδιαφέρον του και από τότε εμείς δεν μπορούσαμε οικονομικά να υποστηρίξουμε την προσπάθεια μας".
Για τον Mick, "Το single βγήκε και δεν συνέβη τίποτα. Ο Garth αποκαρδιώθηκε και έφυγε και αυτό ήταν και το τέλος της μπάντας". Ένα ακόμα τρακ από το δεύτερο lineup, "No Name Face", έχει επιπλεύσει από τότε, που δείχνει ότι η αναθεωρημένη μπάντα θα πρέπει να είχε στα σκαριά ένα δυνατό άλμπουμ, αλλά απλά δεν έγινε ποτέ.
Τα μέλη της μπάντας έκαναν το ασυνήθιστο βήμα να βάλουν στην Melody Maker τον Νοέμβριο του 1971 μία αγγελία, που ανακοίνωνε την διαθεσιμότητα του καθενός ξεχωριστά για προσφορές, με ένα σχέδιο του Jonathan Coudrille, που έδειχνε το πτώμα της πάπιας που άλλοτε κοσμούσε το εξώφυλλο του άλμπουμ τους.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου