Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020









QUINTESSENCE 








Hippie Indian Prog








Πολλοί δρόμοι στη ροκ και ποπ μουσική από τη δεκαετία του '60 οδηγούν πίσω στους Beatles και στη γόνιμη διασταύρωση της ινδικής μουσικής με το δυτικό ροκ. Αμέσως μετά την ιστορική και σύντομη διαμονή των Fab Four σε ένα κοινόβιο στην Ινδία με τον Maharishi Mahesh Yogi ως γκουρού τους, έγινε το μεγάλο “μπαμ”. Αλλά κι έπειτα, μόλις ο George Harrison ηχογράφησε το διάσημο "Within You Without You" στο άλμπουμ Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band, το τζίνι βγήκε έξω από το μπουκάλι: Ξαφνικά ο κάθε μουσικός ενσωμάτωσε κάποιο είδος ινδικής αναφοράς στη μουσική του. Όμως ενώ μερικοί ήταν ικανοποιημένοι με το να βρουν απλώς έναν πνευματικό γκουρού, άλλοι, όπως οι Quintessence, έδωσαν άλλη έκταση στο θέμα κι ανέπτυξαν ένα δικό τους μοναδικό μείγμα τζαζ και ψυχεδελικού ροκ με προοδευτικές πινελιές, όλες  με μουσικές επιρροές από την Ινδία, συμπεριλαμβανομένων αμιγώς ινδικών τραγουδιών και φυσικά με όργανα όπως το σιτάρ και τα χαρακτηριστικά κρουστά.

Notting Hill Gate (1969)   




Στα τέλη ακόμη των ΄60s και στις αρχές των '70s, το progressive rock δεν είχε βρει ακόμη τα στάνταρντ του και κινούνταν σε πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις. Υπήρχε πρώτα η υπερβολικά κλασική επιρροή των Emerson, Lake & Palmer, που τελικά  κατέληξε σε “υπερφυσικές” παραστάσεις, που όμως έγιναν πολύ περίπλοκες για να τις καταλαβαίνουν και να τις απολαμβάνουν οι περιστασιακοί ροκ φαν. Έπειτα υπήρχαν οι μπάντες που έγιναν βαρύτερες και πιο προσανατολισμένες στα hard rock τραγούδια όπως π.χ. οι Deep Purple. Τέλος υπήρξαν και τα συγκροτήματα που είχαν τη θρησκεία στο επίκεντρό τους - κυρίως ανατολικές θρησκείες – όπως οι Incredible String Band και οι Quintessence. Οι τελευταίοι ειδικά βρέθηκαν στο κέντρο αυτής της τελευταίας κατηγορίας, με όλα τα μέλη, εκτός από το κοινό ενδιαφέρον τους για την ινδική μουσική να δηλώνουν πιστοί του ινδουισμού, πράγμα αρκετά ασυνήθιστο εκείνη την εποχή για τους Δυτικούς.

Bliss Trip (1972) 





Οι ρίζες τους βρισκόταν στην κοινότητα των χίπις στο Ladbroke Grove στο Notting Hill. Αυτό το μέρος αποτελούσε για το Λονδίνο ό,τι περίπου το Haight-Ashbury στο Σαν Φρανσίσκο. Σχηματίστηκαν τον Απρίλιο του 1969 από τον Raja Ram (Ron Rothfield), έναν Αυστραλό τραγουδιστή κι εκπαιδευόμενο jazz φλαουτίστα. Αυτός είχε συναντήσει τον Αμερικανό μπασίστα Richard 'Shambhu Babaji' Vaughan στην Ελλάδα και μετά και οι δύο μετακόμισαν στο Λονδίνο το 1968. Από την άλλη υπήρχε και κάποιος Phil 'Shiva' Jones, επίσης Αυστραλός. Αυτός, με την επωνυμία Phil Jones & The Unknown Blues, είχε κάνει μια επιτυχία με το "If I had A Ticket" στο Festival Records το 1967, μαζί με το "Pick A Bale Of Cotton" του Leadbelly. Μετά από μερικά singles και δύο σόλο προσπάθειες το 1968, ήρθε στην Αγγλία, ακολουθώντας τα μονοπάτια ενός πνευματικού γκουρού. Αυτός ο τελευταίος, ήταν ο Swami Ambikananda, ο οποίος έδωσε στα μέλη των Quintessence τα πνευματικά τους ονόματα κι έπαιξε βασικό ρόλο στη φιλοσοφία και τον τρόπο ζωής τους καθ 'όλη τη διάρκειά τους.

Halleluja (1972) 





Ο Raja Ram, κάπου τον Μάρτη του ’69, είχε βάλει μια αγγελία στην Melody Maker, ψάχνοντας για μουσικούς με ειδίκευση στη jazz-rock. Δύο ήταν τα βασικά κριτήριά του για να στήσει την μπάντα των ονείρων του: το ένα ήταν η ψυχή τους, το άλλο ο… ταχυδρομικός κώδικάς τους ! «Ήθελα όλοι να ζουν στην ίδια περιοχή, από το Ladbroke Grove», είχε πει ο ίδιος, «καθώς υπάρχει μια υπέροχη ατμόσφαιρα γειτονιάς γύρω μου και ήθελα να το κρατήσω αυτό στην ομάδα. Ήθελα να είμαι σε θέση να τους συναντώ εύκολα και να μπαινοβγαίνω στα σπίτια τους… Πιστεύω ότι όλοι προσπαθούμε να βρούμε τον Θεό.  Ήθελα να ξεφύγω από τα εγκόσμια, την καθημερινή φασαρία…».Τελικά απάντησαν περίπου 200 άτομα. Ανάμεσά τους κι αυτά που χρειάστηκε ο Raja Ram: Πρώτα πρώτα ο Jeremy ‘Jake’ Milton, Καναδός ντράμερ, εξπέρ στη jazz, πρώην μέλος των Junior’s Eyes. Έπειτα ο Allan Mostert, ένα παιδί θαύμα στη lead κιθάρα από τον Μαυρίκιο καθώς και ένας Βρετανός - επιτέλους - ο Dave ‘Maha Dev’ Codling, παίκτης της ρυθμικής κιθάρας. Τέλος, το σχήμα θα έκλεινε με τον συμμαθητή του Allan, τον Sambhu Babaji (Baba) στο μπάσο. Αν προσθέσουμε και τον Phil 'Shiva' Jones στα φωνητικά /πλήκτρα / κρουστά και φυσικά τον Raja Ram, σε φλάουτο /βιολί / κρουστά, το σεξτέτο ήταν έτοιμο. Τόσο έτοιμο, που ύστερα από κάποιες πρόβες ήρθαν αμέσως οι πρώτες συναυλίες και σχεδόν ταυτόχρονα οι πρώτες ηχογραφήσεις για το δισκογραφικό τους ντεμπούτο !

 Pearl And Bird (1969) 





Μέχρι τη στιγμή της πρώτης συναυλίας τους, οι Quintessence - που διαφημίστηκαν αρκετά στον μουσικό τύπο τότε - είχαν ήδη υπογράψει στην ‘Island Records’, είχαν αγοράσει δικό τους βαν κι είχαν κλείσει ήδη τις επόμενες τους παραστάσεις με τεράστια ονόματα της εποχής, όπως με τους Free, τους Family, τους Mott The Hoople, ακόμη και με τους Pink Floyd. Σε λίγες εβδομάδες θα έμπαιναν στο στούντιο, να ηχογραφήσουν το πρώτο τους άλμπουμ, το In Blissful Company, με τον δικό τους George Martin: Έναν ταλαντούχο παραγωγό με το όνομα John Barham, ο οποίος αργότερα θα εργαζόταν και σε πολλά άλμπουμ του George Harrison. Το όνομα της μπάντας, επιλεγμένο από τον ιδρυτή της, τον Raja Ram, που αν και το συγκρότημα που αποτελείτο από έξι μέλη, παρέπεμπε σε κουιντέτο: “Quintessence”.

Manco Capac (1969)





Πριν το τέλος λοιπόν το 1969 κυκλοφορεί το ντεμπούτο τους. Το άλμπουμ περιείχε οκτώ κομμάτια – όλα προσανατολισμένα στη ροκ αλλά με συνδυασμό τζαζ και ινδικών στοιχείων. “Indo-rock”, το χαρακτηρίζουν πολλοί, καθώς κυριαρχεί μεταξύ άλλων το σιτάρ, το φλάουτο και τα χαρακτηριστικά “ινδικά” κρουστά. Οι κιθάρες προσφέρουν τον κατάλληλο ρυθμό για  ροκ καταστάσεις ενώ περιστασιακά ξεσπούν σε σόλο, όπως π.χ. ακούγεται στο "Manco Capac". Επίσης ένα κομμάτι το οποίο βρήκε μεγαλύτερη απήχηση ήταν αυτό με τίτλο "Notting Hill Gate", το οποίο αργότερα κυκλοφόρησε κι ως single.  Ένα αφιέρωμα στην κοινότητα των hippie. Μια δυτικότροπη ινδική ψυχεδέλεια. Ομοίως και το τελευταίο  κομμάτι της Α’ πλευράς, το "Chant", οδηγεί τον ακροατή σε ένα ψυχεδελικό ταξίδι, σε ένα άσραμ για μοναδικό μουσικό διαλογισμό.

Chant (1969) 





Το "Giants" που ανοίγει το άλμπουμ παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον μείγμα ινδικής ψυχεδελικής ποπ. Σίγουρα ένα από τα πιο “δύσκολα” μέρη του άλμπουμ. Μια κοινή σύνθεση από τον Raja Ram, τον Shiva και τον Stanley Barr, αποτέλεσε το “μανιφέστο” των Quintessence σε τεσσεράμισι λεπτά. Ένα ανατριχιαστικό, χαρούμενο μπουκέτο δυναμικής ενέργειας και επιβλητικής αλληλεπίδρασης κιθάρας μεταξύ Dave και Alan. Λυρικά, βρίσκεται σε ένα μυστικιστικό παρελθόν, όπου οι “υπεράνθρωποι” γίγαντες περιπλανήθηκαν, μια υπαινιγμό της Παλαιάς Διαθήκης Νεφίλιμ ή οι αρχαίοι “Entish”, οι γίγαντες της Βρετανίας που αναφέρονται κι από τον JRR Tolkien στους γνωστούς ήρωες της Μέσης Γης. Αμέσως, ο κόσμος των Quintessence μετατρέπεται εξαρχής σε μία περιπέτεια μυστηρίου, ίντριγκας και ενθουσιασμού.

Giants (1969) 





Ο παραγωγός John Barham θα ήταν αναπόσπαστο κομμάτι τους στα δυόμισι (!) από τα τρία Island LP της μπάντας. Ήταν αυτός που θα απεικόνιζε τη μαγεία τους στη σκηνή, στις υπέροχες στούντιο ηχογραφήσεις, με εμπνευσμένες πινελιές - όπως στο πρώτο άλμπουμ - την προσθήκη του oboe και της γυναικείας χορωδίας ("Chant") και πολλά άλλα τέτοια κόλπα. «Ο John ήταν ακριβώς αυτό που χρειάστηκε το συγκρότημα για να εκφράσει τα καλύτερα τους Quintessence», λέει ο Phil. «Η εξαιρετική ικανότητά του να ανακτά και να δημιουργεί ήχους από τους αιθέρες πήγε τη μουσική μας σε μια υπερβατική διάσταση. Ήταν μια τεράστια ώθηση στην παραγωγή μας και παραμένει καλός φίλος μου μέχρι σήμερα ».
Το Blissful Company θα ήταν από κάθε άποψη, ένα επίτευγμα ορόσημο. Συνοδευόμενο με μία ακριβή συσκευασία του άλμπουμ. Εσωτερικά με φωτογραφίες Ινδών θεών και το οραματιζόμενο άσραμ της μπάντας. Οι Quintessence αντιπροσώπευαν πλέον στο κοινό έναν εναλλακτικό τρόπο ύπαρξης.
Το επόμενο άλμπουμ θα το κυκλοφορήσουν το 1970 και θα έχει ως τίτλο το όνομά τους. Εδώ υπάρχει μια σαφής τάση και μια πνευματική προσπάθεια για προσηλυτισμό, κάτι όχι τόσο συνηθισμένο στην ποπ μουσική, ακόμη και σε εκείνη την εποχή των χίπις. Τα καλά σημεία; Μια ανεξέλεγκτη, γνήσια επιθυμία να αντικατοπτρίζει τα ιδανικά της εποχής και να χρησιμοποιεί τη μουσική της ως εργαλείο για την επίτευξή τους, καθώς και την προθυμία να συνδυάσει πτυχές της τζαζ, της ινδικής μουσικής και της θρησκευτικής επίκλησης σε μια συνολική ψυχεδελική-προοδευτική ροκ δομή (εμφανής ο συνδυασμός φλάουτου και acid rock κιθάρας). Τα κακά σημεία; Η απουσία συμβατικών μορφών τραγουδιού, που επιδεινώθηκε από την τάση του συγκροτήματος να αγωνίζεται σε άμορφα περάσματα με τζαμαρίσματα, αν και στην πραγματικότητα κανένα από τα κομμάτια εδώ δεν ξεπερνά τα έξι λεπτά. Σίγουρα είναι εκλεκτικό, με μια ατμόσφαιρα υπερβατισμού, αν και η ηχογράφηση είναι αρκετά επαγγελματική. Χαρακτηριστικό τραγούδι το εναρκτήριο "Jesus, Buddha, Moses, Gauranga".

Jesus, Buddha, Moses, Gauranga (1970) 





To όραμα της μπάντας κι ο διαρκής πόθος τους ήταν να κάνουν κάποτε μία όπερα / ορατόριο, όπου θα έπαιζε μία ινδική ορχήστρα συνοδευόμενη από Θιβετιανούς μουσικούς. Θα ήταν βασισμένο σε ένα πνευματικό ταξίδι από το Ladbroke Grove προς την Ανατολή. Αυτό προσπαθούσαν να εκπληρώσουν στις παραστάσεις τους, αλλά δεν έγινε ποτέ ολοκληρωμένα. Το κομμάτι "High on Mt. Kailash (Excerpt From Opera)" ήταν ό,τι πιο κοντά σε αυτό – τουλάχιστον σε studio version – κι ένα από τα πιο υποσχόμενα του L.P.

High on Mt. Kailash (1970) 






Το Dive Deep, το τρίτο τους άλμπουμ, ηχογραφήθηκε στα στούντιο της Island, σε μια εποχή που οι Led Zeppelin δούλευαν στο τέταρτο άλμπουμ τους. Θα ήταν μία επιτυχημένη δουλειά τους. Κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1971, και προωθήθηκε με μια παράσταση στο δημαρχείο, μια ραδιοφωνική συναυλία (sessions) στο BBC και μια άλλη εμφάνιση στην τηλεόραση. Εν τω μεταξύ πρωτύτερα, μία ακόμη συναυλία στο Δημαρχείο του St Pancras - με τους Pete Townshend και Keith Moon στο κοινό - ηχογραφήθηκε από την Island και γυρίστηκε για την εκπομπή Disco 2 του BBC. Ένα απόσπασμα από αυτή την παράσταση θα επιλεγεί προσεκτικά από τον John Barham για να το κυκλοφορήσει με το το δεύτερο LP τους. Εκείνη την περίοδο επίσης οι Quintessence είχαν ανοίξει συναυλίες των CCR στο Albert Hall, των Who στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ και των Grateful Dead στην πρώτη τους συναυλία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Πάντως η αλήθεια είναι ότι έπαιρναν μέρος σε πολλά φεστιβάλ, σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων του Montreux, του “Dutch Woodstock” στο Kralingen, καθώς και σε πολλές ραδιοφωνικές εκπομπές του BBC.

St. Pancras (Live) (1971) 





Το άλμπουμ ήταν ίσως περισσότερο ουσιαστικό από τα προηγούμενα, με μακριά ορχηστρικά περάσματα, κάποτε με καθορισμένα θέματα ενώ άλλες φορές ακούγονταν σαν το συγκρότημα να είχε κάποιο σκοπό βαθύτερο. Δεν φοβόταν αυτή τη φορά  να “τεντώσουν” τα τραγούδια τους στα όρια των δέκα λεπτών. Υπάρχουν μόνο έξι κομμάτια, από τα οποία το "Epitaph for Tomorrow" να έχει ένα  σόλο κιθάρας να τρέχει μέσα του και το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο πρόδρομος των Tubular Bells. Επίσης ακούμε στο τελευταίο κομμάτι, το "Sri Ram Chant," να γίνεται εκτεταμένη αλλά αριστουργηματική χρήση του σιτάρ. Γενικά ακούμε πολύ φλάουτο, ινδικούς ρυθμούς και “μάντρα” που αναφέρουν τον Κρίσνα σε κάθε ευκαιρία. Πολύ απλούστερο το κομμάτι του τίτλου, το "Dive Deep", το οποίο ανοίγει το άλμπουμ και αφιερώνεται περισσότερο στους χίπις της δεκαετίας του '60, αλλά και  στην prog και στην θρησκευτική ροκ. Αυτό οδήγησε στο 11-λεπτο κομμάτι "Dance for the One" με έξι λεπτά εισαγωγή φλάουτου, χωρίς ποτέ να ακουστεί μια γνωστή - στους δυτικούς τουλάχιστον - μελωδία. Το ‘Dive Deep’, ήταν το τελευταίο τους άλμπουμ με την Island πριν δοκιμάσουν την τύχη τους στη νεοσύστατη ‘Neon’ (μέρος του ομίλου RCA).

Dive Deep (1971) 





Αλλά και τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους οι Quintessence “άνοιξαν” ένα μικρό φεστιβάλ - το πρώτο - στην περιοχή του Glastonbury. Αν και το πρώτο όνομα θα ήταν οι Kinks, τελικά στη θέση τους ήρθε ο Marc Bolan. Περίπου 1500 άτομα εμφανίστηκαν τότε. Την επόμενη χρονιά όμως , στην εκδήλωση – η οποία κινηματογραφήθηκε ως ταινία με τίτλο “Glastonbury Fayre” – θα ήταν παρόντα περίπου 12.000 άτομα, και για άλλη μια φορά θα έπαιζαν οι Quintessence. Ο Phil «Shiva» Jones θυμάται: «Οι δύο πρώτες συναυλίες του Glastonbury ήταν καταπληκτικές. Χιλιάδες άνθρωποι ταξίδεψαν από κοντά ή και από αρκετά μακριά, για να είναι μέρος αυτών των εκδηλώσεων. Και είχα την ευκαιρία να επιστρέψω για την 40η επέτειό του, ως οι μοναδικοί καλλιτέχνες που έκαναν την πρώτη, δεύτερη και 40η. Θα ήταν μια μεγάλη τιμή». Έτσι μπόρεσε τελικά επανενωθεί με τον John Barham στη συναυλία και μετά να κάνουν το live άλμπουμ Rebirth: Live At Glastonbury.

Giants (live at Glastonbury, 1971) 






Το Νοέμβριο του 1971 θα γίνει η κυκλοφορία του single "Sweet Jesus", ένα απίθανο ντεμπούτο για την RCA, με b-side το "You Never Stay The Same". Αυτό θα εμφανιζόταν ξανά ως "Vishnu Narain" στο επόμενο LP τους Self, μέσω της RCA, το οποίο κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1972. O Raja Ram είχε αποκαλύψει στο NME, τον Νοέμβριο του '71: «Έχουμε ήδη εργαστεί ( στο Self) για περίπου ένα χρόνο, επειδή ξεκινήσαμε να το ηχογραφούμε πριν από το Dive Deep. Πιστεύουμε ότι δεν έπρεπε να βιαστούμε γιατί θέλαμε να το κάνουμε καλύτερο ...». Υπήρχαν στούντιο (στα Olympic Studios) και live κομμάτια. Το μισό άλμπουμ είχε ηχογραφηθεί στο Πανεπιστήμιο του Έξετερ, τον Δεκέμβριο του ‘71. Από εκεί π.χ. έχουμε τα "Freedom"  και "Water Goddess".

Water Goddess - LIVE (1972) 






Αναμφίβολα το πιο γνωστό και δημοφιλές τραγούδι του άλμπουμ ήταν το εναρκτήριο "Cosmic Surfer". Ωστόσο η μπάντα είχε ήδη αρχίσει να παραπαίει και να δημιουργούνται εντάσεις. Αυτή η μη αδειοδότηση μέσω των δισκογραφικών τους για συναυλίες στην Αμερική – πράγμα που ίσως τους άλλαζε ολόκληρη την καριέρα τους – τους είχε τελικά αποβεί μοιραία…

Cosmic Surfer (1972) 






Με τον καιρό, η μαγική αύρα που κάποτε περιέβαλε την μπάντα είχε εξαφανιστεί εδώ και πολύ καιρό. Κι ένα ακόμη άλμπουμ, όπως το Self δεν επρόκειτο να διορθώσει την παρακμή τους. Το Indweller της ίδιας χρονιάς (1972) θα ήταν το πέμπτο και τελευταίο τους άλμπουμ, και μάλιστα χωρίς τους Maha Dev και Shiva Jones οι οποίοι είχαν ήδη αποχωρήσει.  Ένα κύκνειο άσμα όπου οι υπόλοιποι τέσσερις αναλαμβάνουν όλο το βάρος. Αλλά τα πράγματα προς την οριστική διάλυση είχαν πάρει τον δρόμο τους.

Indweller (1972) 






Οι προαναφερόμενοι Phil και ο Dave, εν τω μεταξύ, είχαν ήδη δημιουργήσει από κοινού ένα νέο συγκρότημα: τους Kala. Αυτοί ηχογράφησαν μέσα στο 1973 ένα άλμπουμ, ένα single και μερικά live κομμάτια στο ‘Marquee’. Αργότερα σε συνέντευξή του ο Phil έλεγε: « Με βάση όσα έχουν μοιραστεί οι άνθρωποι μαζί μου με την πάροδο των ετών, οι Quintessence υπήρξαν για αυτούς ένας καταλύτης που βοήθησε στην επέκταση των πνευματικών τους οριζόντων. Πολλοί θαυμαστές μου έχουν πει ότι αυτή η μπάντα τους άλλαξε κυριολεκτικά τη ζωή τους. Δυστυχώς το να κοιτάς τώρα πίσω και να βλέπεις πόσα άτομα εμπνεύστηκαν και ακολούθησαν τους Quintessence είναι πραγματικά ταπεινωτικό. Αναμφίβολα ήταν το έντονο πάθος και η αφοσίωση του πνευματικού μας δασκάλου Swami Ambikananda αυτό που μας ενέπνευσε και μας επέτρεψε να βγούμε στο mainstream ροκ μουσικό χώρο και να εκφράσουμε λυρικά την αναζωογονητική ιδέα της πνευματικής αυτοπραγμάτευσης».

Midnight Mode (1969) 






Για κάποιους που θα ήθελαν να ξεκινήσουν άμεσα με αυτή την μπάντα, υπάρχει μια ανθολογία, μία πολύ καλή συλλογή, η Move Into The Light (Complete Island Recordings 1969-1971) του 2017, με επιλογές από  τα τρία πρώτα τους άλμπουμ. Σε διπλό CD με αρκετά εύστοχες επιλογές, bonus tracks καθώς και ακυκλοφόρητα singles.  Ίσως ένας ανυποψίαστος ακροατής, στο πρώτο του άκουσμα να υποστεί ένα πολιτισμικό σοκ.






Είναι αξιοσημείωτο πώς η μουσική που γράφτηκε πριν από μισό αιώνα μπορεί να ακούγεται τόσο φρέσκια ​​και πρωτότυπη σήμερα. Εκπλήσσει ότι οι Quintessence ακούγονται τόσο ευχάριστα ακόμη και στις μέρες μας. Κι αν νομίζετε ότι ένα μείγμα ινδικής μουσικής και ψυχεδέλειας θα σας ταίριαζε μουσικά, πρέπει σίγουρα να τους ανακαλύψετε.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαβάστε/Ακούστε επίσης