Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020









GENESIS









Gabriel Era








Στην αντίληψη της σύγχρονης νεολαίας, οι Genesis ταυτίζονται με τον Phil Collins να τραγουδάει μελιστάλαχτα, να χορεύει ξένοιαστα και να το παίζει χαριτωμένος. Λάθος μεγάλο. Στα πρώτα και σημαντικότερα χρόνια τους, ο κύριος αυτός δεν ήταν παρά ο - εξαίρετος άλλωστε - drummer, και έπρεπε να περάσουν κοντά δέκα χρόνια από το ξεκίνημα της μπάντας για να αξιωθεί να αναλάβει - επίσης επάξια - και τον ρόλο του τραγουδιστή. Χώρια που δεν ήταν μαζί τους από την αρχή...
Στην ουσία, το όνομα Genesis εξακολουθεί και σήμερα να υφίσταται – αν και όσοι ζούνε, έχουνε γεράσει -  με την έννοια ότι αφορά σε ένα group που υπάρχει και δεν υπάρχει, γράφει και δεν γράφει, παίζει και δεν παίζει και, εν τέλει, μπορεί ανά πάσα στιγμή να βγάλει καινούργιο δίσκο, για να περιέλθει αμέσως μετά και επ’ αόριστον στην κατάσταση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Το μόνο σίγουρο πάντως είναι ότι το όνομα αυτό άλλα πράγματα σημαίνει για τους νεόκοπους οπαδούς τους και εντελώς άλλες μνήμες εγείρει στους παλαιούς πιστούς εκείνης της θρυλικής πρώτης τους φάσης, στην οποία ανατρέχουμε εδώ. Είναι η διαφορά ανάμεσα στο ανάλαφρο καθημερινό νεανικό στολίδι και στο βαρύτιμο βραδινό κόσμημα από τη μπιζουτιέρα της γιαγιάς. Μόνο που είναι εξαιρετικά σπάνιο να συναντήσεις και τις δύο αυτές ιδιότητες στην ίδια φίρμα και από τον ίδιο σχεδιαστή.

In the Beginning (1969) 





Από τη Γένεση στην Αναγέννηση

Μιλώντας για την αρχή των Genesis, αυτή τοποθετείται πίσω στις εφηβικές μέρες των Peter Gabriel. Michael Rutherford και Tony Banks. Τότε που γνωρίστηκαν σε μια σχολή τέχνης και ανακάλυψαν ότι τους ένωνε μια κοινή αγάπη για την pop μουσική. Τα art schools υπήρξαν μέγιστο φυτώριο για τα αγγλικά pop groups των ’60s. Καλλι­τεχνικές φύσεις γαρ, που σκότωναν εκεί την ώρα τους ελλείψει φιλοδοξιών ή ικανοτήτων για ανώτερες πανεπιστημιακές σπουδές. Σχεδόν όλοι μοιάζει να ξεκίνησαν από εκεί - εκτός από τους Rolling Stones ! Κρίνοντας όμως από τις ηλικίες τους γεννήθηκαν κι οι τρεις το 1950. Ο Gabriel στις 13 Μαΐου, ο Rutherford στις 2 Οκτωβρίου και ο Banks στις 27 Μαρτίου - όπως άλλωστε κι ο κατοπινός τους κιθαρίστας Steve Hackett, στις 12 Φεβρουάριου. Κι από τη στιγμή που το πρώτο τους δισκάκι κυκλοφόρησε στις αρχές του ’68, αναγκάζεται κανείς να θεωρήσει την πηγή που αναφέρει τα παραπάνω αναξιόπιστη, καθώς ήταν φύσει αδύνατον να φοιτούσαν πριν κλείσουν τα δεκαοκτώ τους χρόνια. Μια άλλη πηγή, ο δημοσιογράφος Chris Welch συγκεκριμένα, αναφέρει ως “έναρξη εργασιών” τα μέσα του 1966 και ως τόπο ένα κρατικό λύκειο στα περίχωρα του Λονδίνου, πράγμα που ταιριάζει περισσότερο με τα γεγονότα. Οι σημειώσεις στην πρώτη έκδοση του πρώτου Ip μπερδεύουν ελαφρώς τα πράγματα, καθώς λένε: “To group ξεκίνησε ως Genesis πριν κάτι βιβλικούς αιώνες. Η μοίρα όμως παρενέβη, άλλα συγκροτήματα έγιναν Genesis και ποιοι ήμασταν εμείς να τα βάλουμε μαζί τους... Αλλάξαμε λοιπόν στην Αμερική το όνομά μας σε Revelation. Εν ριπή οφθαλμού, κάποιοι άλλοι Revelation έσκασαν μύτη. Τώρα είμαστε το group δίχως όνομα, αλλά έχουμε έτοιμο έναν δίσκο και θέλουμε να σας τον προσφέρουμε, με ή δίχως όνομα. ” Και συνεχίζουν οι σημειώσεις: “ Ήταν ένας ήχος δύσκολος να συγκροτηθεί, που συνελήφθη μέσα σε ένα διάστημα κάμποσων μηνών, με ουράνια τόξα μουσικού χρώματος να φιλτράρονται μέσα από γυάλινα θραύσματα ” κλπ. κλπ. Πότε στην ευχή πρόλαβαν τρία μαθητούδια να τα υποστούν όλα αυτά;

A Winter’s Tale (1968) 






Πάντως, όταν λέμε “pop μουσική”, κυριολεκτούμε: Τα πρώτα δείγματα δουλειάς των Genesis, έτσι όπως κατοπτρίζο­νται στο πρώτο τους σινγκλάκι “The Silent Sun ”/“That’s Me”, είναι καθαρή και τυπικότατα βρετανική pop, κεντραρισμένη στα κλασικότροπα keyboards του Tony Banks, σύμφωνα με την ακμαιότατη τότε παράδοση των Procol Harum. Για λόγους εντελώς ανεξήγητους για τα δεδομένα της εποχής - τι στην ευχή, ολόκληρο Revolver είχε ήδη δημιουργηθεί -  ο δί­σκος ήταν... μονοφωνικός ! Κυκλοφόρησε στις 22 Φε­βρουάριου 1968, ακολουθούμενος, τον Μάιο, από το πανομοιότυπου ύφους δεύτερο single “A Winter’s Tale”/“One Eyed Hound”. To group είχε ήδη αποκτήσει και κιθαρίστα, τον Anthony Phillips, κλασικά σπουδαγμένο και με μεγάλη κλίση στη folk μουσική, ενώ τις πρώτες εκείνες μέρες δούλευαν με drummer τον John Silver.

The Silent Sun (1968) 






Με τη σύνθεση αυτή και με παραγωγό πάντα τον Jonathan King, ο οποίος τους είχε υπογράψει συμβόλαιο με την Decca, έκαναν το πρώτο τους Ip From Genesis To Revelation, που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1969 (από το οποίο βγήκε ένα single, το “Where The Sour Turns To Sweet”/”In Hiding”). Όσο απέχει το συγκεκριμένο άλμπουμ να αποτελεί ισάξιο μέλος της οικογένειας των δίσκων των Genesis, άλλο τόσο απέχει από το να θεωρηθεί κακό. Τα περισσότερα τραγούδια διαθέτουν μια ομορφιά αφοπλιστική στην απλότητά της - ιδίως το "Silent Sun" στη... στερεο­φωνική επιτέλους εκδοχή του - και σίγουρα απαρτίζουν ένα σύνολο με ύφος ενιαίο και κλάση διακριτή. Ήταν όμως φανερό ότι οι Genesis επιθυμούσαν να ανταγωνιστούν ευθέως τα λυρικά pop φαινόμενα της εποχής, επιλέγοντας να σταθούν έξω από το ψυχεδελικό πανόραμα που χρωμάτιζε τότε σχεδόν τα πάντα. Ακόμη και στιχουργικά, ακολουθούν τα νεφελώδη πρότυπα του Keith Reid, του ποιητή των Procol Harum, δίχως όμως να πλησιάζουν ούτε τον λεκτικό του πλούτο, ούτε τη "μεταφυσική" περιγραφικότητα του. Από την άποψη αυτή, ο στόχος βάρυνε υπερβολικά επί της ελευθερίας της έμπνευσης και το μουσικό τους δυναμικό καθηλώθηκε αντί να απογειωθεί. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το ότι όσοι άκουσαν το From Genesis To Revelation, αφού προηγουμένως είχαν απολαύσει τα κατοπινά LPs των Genesis, πολύ δύσκολα αναγνώρισαν σε αυτό το γνώριμο τους group. Ακόμη κι η φωνή του Peter Gabriel ηχεί διαφορετική - πιο νεανική εννοείται, άρα και λιγότερο βαθύχρωμη και μεστή. Όπως ακριβώς δηλαδή και η μουσική.

In Hiding (1969) 






Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που ο δίσκος δεν πήγε καλά στην αγορά, ούτε γιατί η εταιρεία (η Decca) τους "αποδέσμευσε από τις υποχρεώσεις τους", τους σχόλασε δηλαδή. Δεν πειράζει καλό τους έκανε. Γιατί τότε ήταν που το συγκρότημα άρχισε να κάνει τα πρώτα θετικά βήματα στο να βρει τον πραγματικό του εαυτό.

In the Wilderness (1969)  






Δίχως τoν John Silver και με καινούργιο drummer τον John Mayhew, οι Genesis προχώρησαν σε ριζικές αλλαγές ήχου και μουσικής κατεύθυνσης. Τις συνοψίζουμε σε δυο σημεία: την απαλλαγή τους από τον μπαμπούλα της pop μουσικής και την ανάπτυξη μιας δημιουργικής συνείδησης καθαρά καλλιτεχνι­κής. Εννοούμε με αυτά ότι δεν επέτρεπαν πλέον στις μελωδικές pop συμβάσεις και πολύ λιγότερο στις οργανικές pop προδιαγραφές να καθορίζουν τη γραφή τους (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έγραψαν πολλά και εξαίρετα pop τραγούδια, αλλά με τον δικό τους τρόπο) και, παραπέρα, ότι δεν δίσταζαν να προβάλλουν τις ιδιαιτερότητες του ήχου τους και της αισθητικής τους, αντί να τις καλύπτουν κάτω από το παρεΐστικο πέπλο του pop group. Στο εξώφυλλο του δεύτερου τους Ip Tresspass, που ήταν και το πρώτο που υπέγραφαν ως Genesis το 1970 - αλήθεια, πώς ξεπεράστηκαν τα νομικά; - αναγράφουν λεπτομερειακώς τι κάνει ο καθένας τους στο group. Και έκαναν πολλά. Peter Gabriel: πρώτη φωνή, φλάουτο, ακορντεόν, ταμπουρίνο και μπάσο κρουστό, Anthony Phillips: ακουστική δωδεκάχορδη κιθάρα, lead ηλεκτρική κιθάρα, σαντούρι, Anthony Banks: όργανο, πιάνο, mellotron, κιθάρα, Michael Rutherford: ακουστική δωδεκάχορδη και νάιλον κιθάρα, ηλεκτρικό μπάσο, τσέλο, John Mayhew: drums, κρουστά και όλοι τους ανεξαιρέτως φωνητικά. Το μήνυμα ήταν σαφές: Δεν επρόκειτο πλέον για ένα pop συγκρότημα, αλλά για ένα μουσικό σχήμα με λυρική δημιουργική βάση και καλλιτεχνικά κίνητρα, που συνέπεσε απλώς να λειτουργεί υπό το ευρύτερο πλέγμα της pop μουσικής - και τόσο το καλύτερο γι’ αυτήν. Και για τους Genesis βεβαίως, που είχαν το προνόμιο να απευθυνθούν σε ένα ακροατήριο διψασμένο για νέες προτάσεις υπό το φως των νεότερων ηχητικών εξελίξεων και απείρως ευρύτερο από αυτό της “λόγιας” μουσικής (η κλασική επίδραση είχε ήδη αρχίσει να παρεισφρύει σε βάθος στη συνθετική τεχνοτροπία ή και νοοτροπία των pop σχημάτων, αρχής γενομένης από τους Nice, που δεν περιορίζονταν στο να ενσωματώσουν απλώς το κλασικό συναίσθημα, αλλά τολμούσαν και να το μπολιάσουν βιαίως με σπέρματα από jazz αυτοσχεδιασμό), αλλά και την πρόκληση να ενσταλάξουν στην ψυχή των ακροατών αυτών ένα νέο καλλιτεχνικό ήθος, με την έννοια ότι η τέχνη τους δεν πατούσε ούτε σε ογκώδεις ηλεκτρικές ελεγείες, ούτε σε εκρηκτικά παραμορφωτικά εφέ, ούτε σε φιγουρατζίδικους αυτοσχεδιασμούς. Η νέα τους άποψη ήταν αυτό που θα αποκαλούσαμε Λυρική, με κεφαλαίο “Λ”. Και ήταν μια αισθητική βάση από την οποία ουδέποτε απομακρύνθηκαν στα χρόνια της δημιουργικής τους ακμής. H οποία, διόλου τυχαία, συμπίπτει με τη φιλοξενία τους από την Charisma, μια εταιρεία διάσημη για το γούστο και τη συνέπεια των παραγωγών της και αξιοθαύμαστη για την επιμονή με την οποία υπεράσπισε τις εκλεκτικές επιλογές της, κόντρα σε κάθε εμπορευματική λογική.

White Mountain (1970) 






Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Genesis καλλιέργησαν ένα “βουκολικό” ύφος. Κάθε άλλο. Κάθε νέα τους δουλειά εμφανιζόταν όλο και πιο φορτισμένη από την έξαρση και το πνεύμα του ηλεκτρικού ήχου. Ούτε αυτόν άφησαν όμως να καπελώσει τη μούσα τους, ούτε τον ακουστικό folk “αντίποδα” του. Αυτό που επιχείρησαν και βεβαίως πέτυχαν οι Genesis με το Trespass και με τους λαμπερούς διαδόχους του, ήταν να επανεξετάσουν τους τρόπους με τους οποίους προσεγγίζεται τόσο η “λόγια” όσο και η “λαϊκή” μουσική, να μετα­κινήσουν τον αισθητικό άξονα αμφοτέρων από τη φορμαλιστική μνήμη στην εν δυνάμει ή και εμπράκτως ανατρεπτική πρόταση και να βρουν ένα νέο σημείο αναφοράς, στο οποίο η έντεχνη και η παρορμητική γραφή να συναντιούνται, να συνδιαλέγονται, να επιχει­ρηματολογούν, να αντιμάχονται και να αλληλοσυμπληρώνονται, καταλήγοντας στην ουσία σε μια “μετακυλιόμενη” αρμονία, της οποίας οι όροι θα υπαγορεύονται κάθε φορά και από διαφορετικές εκφραστικές συλλήψεις, είτε "λόγιες προθέσεις" αποτελούν αυτές είτε... "λαϊκές ανάγκες".

Visions Of Angels (1970) 






To Trespass διαφέρει από τα επόμενα albums των Genesis. Είναι το πλέον ακουστικό που έκαναν ποτέ. Η αιτία δεν μπορεί παρά να είναι μία: η πρωτοκαθε­δρία στην τότε κατεύθυνσή τους του κιθαρίστα Anthony Phillips, ο οποίος πήρε πάνω του το κυρίως βάρος της ηχητικής ταυτότητας του άλμπουμ, όσο κι αν το συνάγει κανείς αυτό από το συνολικό ύφος της μουσικής και δεν το διαπιστώνει χειροπιαστά από τα credits, καθώς οι Genesis επέμεναν να αποδίδουν τα κομμάτια τους στο group ως σύνολο, αποφεύγοντας δια ροπάλου να αναφέρουν ονόματα συνθετών και στιχουργών. Όπως έγινε εμφανές αργότερα και από τις προσωπικές ηχογρα­φήσεις του, ο εξαίρετος αυτός μουσικός έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία στην αίσθηση που δημιουργούσε ο ακουστικός ήχος και στα μυστικά της δόμησής του.Έχοντας μελετήσει κλασική, προκλασική και μεσαιωνική βρετανική μουσική αλλά εμφορούμενος και από ένα ρομαντικό πνεύμα, ο Phillips εμπλούτισε τις περισσότερες συνθέσεις του δίσκου με εύθραυστη εσωτερική μελωδικότητα, που ερχόταν σε βίαιη όσο και γόνιμη αντι­παράθεση τόσο με χείμαρρους συμφωνικού κλασικισμού όπως το υποβλητικό “Visions Of Angels", όσο και με ηλεκτρικές ελεγείες όπως το φινάλε “The Knife ", όπου οι Genesis κάνουν, συν τοις άλλοις, επίδειξη του δεξιοτεχνικού δυναμικού τους σε δύσκολες αρμονίες και σε περίεργους συγκοπτόμενους ρυθμούς - ας μην ξεχνάμε ότι το 1970 ήταν η χρονιά των Emerson, Lake &Palmer, το ξεκίνημα της τεχνοκρατίας δηλαδή. Αυτές οι τεράστιες αντιθέσεις είναι ίσως και το μόνο αδύναμο σημείο του Trespass, καθώς έπρεπε να υποταχθούν σε μια αισθητικώς συμπαγή πρόταση, αντί να αφεθούν ελεύθερες να εκραγούν με όλη την ένταση της υφολογικής τους διαφοράς. Ήταν όμως μια αδυναμία με ημερομηνία λήξεως:  Την επόμενη χρονιά και το αμέσως επόμενό τους LP.

The Knife (1970) 





Όλος ο Κόσμος μια Σκηνή

Υπό το πνεύμα αυτής της παρατήρησης, μπορούμε να πούμε ότι η πραγματικά παρεμβατική δράση των Genesis αρχίζει το 1971, με την αποχώρηση του Anthony Phillips, όταν η διάσταση των απόψεων του από αυτές των άλλων μελών του group κατέστη πλέον σαφής. Ήταν μια διαπίστωση που αφενός εντάθηκε από το γεγονός ότι το Trespass, το πρώτο LP της νέας καλλιτεχνικής πορείας τους, δεν ευτύχησε στην αγορά - και πώς άλλωστε, με τις τόσο λεπτές όσο και ασταθείς ισορροπίες που είχε επιβάλλει ο Phillips ανάμεσα στο λυρικό και στο τεχνοκρατικό ύφος - και αφετέρου πιστοποιήθηκε οριστικά από τη ροπή του επόμενού τους δίσκου προς μια αφειδώς - αν και ελεγχόμενα - ηλεκτρισμένη ηχητική περιοχή. Μπορούμε να πούμε όμως και ότι η στροφή θα είχε ίσως καταλήξει σε αδιέξοδο, αν τη θέση του Phillips δεν καταλάμβανε ο Steve Hackett, κιθαρίστας εξίσου καταρτισμένος και ευρηματικός, αλλά πολύ πιο ευφάνταστος και ανοιχτός σε άδηλες έως και ανατρεπτικές προοπτικές. Και οφείλουμε έτσι κι αλλιώς να πούμε ότι το πράγμα σίγουρα θα είχε καταλήξει σε φιάσκο, αν ο μέτριων ικανοτήτων John Mayhew δεν παρέδιδε τη σκυτάλη των drums στον Phil Collins, τον “πιτσιρικά” του group (γεννήθηκε το 1951, πρώην μέλος των Flaming Youth), ο οποίος έδωσε νέα πνοή στον ήχο τους και συνέβαλε ώστε το Nursery Cryme να γίνει πράγματι αυτό που είχαν οραματιστεί οι Genesis: το πλέον φιλόδοξο και περιπετειώδες Ip τους. Μέχρι τότε, εννοείται.

The Musical Box (1971) 






Αν βάλετε τον δίσκο δίπλα στον προηγούμενο κι αναζητήσετε σημάδια εξέλιξης, τραγούδι προς τραγούδι, θα δυσκολευτείτε να εξαγάγετε σαφή συμπεράσματα. Γιατί καθένας τους έχει κι από κάτι που ο άλλος το διαθέτει σε μικρότερο βαθμό και τούμπαλιν. Η συνολική αίσθηση του Nursery Cryme είναι που σε βεβαιώνει ότι οι Genesis είναι πλέον ένα πιο ώριμο, πιο τολμηρό και πιο προχωρημένο group σε σχέση με το άμεσο παρελθόν τους. Το δεκάλεπτο εισαγωγικό "The Musical Box", για παράδειγμα, υπερβαίνει τον περιπετειώδη παράπλου του οποιουδήποτε πρότερο ηχητικό ταξίδι τους, ενώ το καταληκτικό "The Fountain Of Salmacis"σε παγιδεύει αναπόδραστα στη βαθύχρωμη, αριστοκρατική υποβολή του. Το στοιχείο της δομικής πολυπλοκότητας φαντάζει εδώ πιο έντονο και ίσως πιο εξεζητημένο από πριν, (ιδιαίτερα δύσκολα ακούει κάποιος  το "The Return Of 7 Giant Hogweed"), ενώ στο "Seven Stones"είναι σαφής η νύξη μιας συνθετικής μεστότητας που απέμενε να κατακτηθεί την επόμενη χρονιά. Με δυο λόγια, ένα άλμπουμ πλήρως μεταβατικό, με όλες τις καλλιτεχνικές κι επαγγελματικές συνέπειες που μπορεί να συνεπάγεται αυτό. Αν και – κακά τα ψέματα - λίγοι κατάλαβαν, λιγότεροι το εκτίμησαν κι ακόμη πιο λίγοι το αγόρασαν…

Seven Stones (1971) 





Αυτό σίγουρα το πέτυχαν, εγκαινιάζοντας και την εποχή των μεγάλων τους επιδόσεων στο studio και επί σκηνής. Το “άλλο” όμως, την εμπορική επιτυχία δηλαδή, ακόμη να το εξασφαλίσουν. Ήταν όμως σε καλό δρόμο και δεν υπήρχε λόγος για περαιτέρω αλλαγές ή δισταγμούς. Πόσο μάλλον όταν μια νέα προοπτική ανοιγόταν, γκρίζα και θαμπή στην αρχή, πολύχρωμη, ανάγλυφη κι ολόφωτη στη συνέχεια: η καθαρά σκηνική.

The Return Of 7 Giant Hogweed (Live - 1972)  






Μεγάλη είσοδος στο σκηνικό του Peter Gabriel, ο οποίος ως το 1972 δεν ήταν παρά ο τραγουδιστής, γράφοντας βεβαίως τους γεμάτους μεταφυσικές ανησυχίες και οπτασιακές αναφορές σε παλιούς μύθους ποιητικούς στίχους και παίζοντας και τα δευτερευούσης σημασίας όργανα που του επέτρεπε ο ρόλος του ερμηνευτή. Φλάουτο, όμποε, κάποια φορητά κρουστά... Μια πρωτοφανής μορφή performer αναδύεται όμως μέσα από τις δαιδαλώδεις συλλήψεις του Foxtrot, χαρ
ζοντας στους Genesis μια καλλιτεχνική οντότητα διαφορετική, εκείνη του σκηνικά πλέον ευφάνταστου, τολμηρού και ευρηματικού σχήματος της έντεχνης βρετανικής rock σχολής. Ναι μεν υπήρξαν και πριν συναυλίες που προκάλεσαν μπόλικες συζητήσεις με τις καινοφανείς τους πράξεις (ο Frank Zappa, οι Pink Floyd και οι Emerson, Lake & Palmer έρχονται αμέσως στο νου), ποτέ όμως πριν δεν είχε προταθεί ένα πολυθέαμα με καθαρά θεατρική δομή, στο οποίο η σκηνική δράση να αποτελεί αναπόσπαστο συμπλήρωμα της ηχητικής και οι δραματικές ερμηνευτικές φορτίσεις να μην φαντάζουν ως εφέ εντυπωσιασμού, αλλά ως συλλήψεις αλληλένδετες με το μουσικό θέμα που παρουσιάζουν και που αναδύθηκαν στη φαντασία των δημιουργών τους ταυτόχρονα με αυτό.

Get 'Em Out By Friday (Live - 1973 ) 






Τα εύσημα αυτού του αισθητικού θριάμβου τα διεκδικεί ο Gabriel σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα. Γιατί όσο και αν είναι εμφανές ότι ούτε οι Genesis ούτε η μουσική τους ούτε η καλλιτεχνικά πολυδιάστατη πρότασή τους θα υφίστατο δίχως τη σύμπραξη και των πέντε μουσικών, είναι ακόμη εμφανέστερο ότι ουδείς άλλος εκτός από τον Gabriel θα μπορούσε να φέρει σε πέρας τόσο αποτελεσματικά το έργο της ζωντανής μεταφοράς του πολύτροπου πολυθεάματος που συνιστούσε τη σκηνική παρουσίαση του Foxtrot και των δυο μετέπειτα έργων του group. Και όταν λέμε αποτελεσματικά, εννοούμε τόσο στο θέατρο του αισθητικού συγκλονισμού, όσο και στην επαγγελματική αρένα. Εκείνη την εποχή ήταν που οι Genesis έσπαγαν δια παντός το φράγμα του αρτιστικού πλην “cult” φαινομένου, για να περάσουν στο προσκήνιο των επιτυχημένων ονομάτων που χαρακτηρίζουν ανεξίτηλα μια εποχή. Με δυο λόγια, οι δίσκοι τους άρχισαν να κινούνται σοβαρά στην αγορά.

 Watcher Of The Skies (1972) 






To "Watcher Of The Skies" είναι ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο και πολυθεματικό επτάλεπτο κομμάτι, με αρκετές αλλαγές χρόνου, πυκνότητας, μελωδίας, αρμονίας, ακόμη και ύφους. Παρόλα αυτά, οι οπαδοί των Genesis πετάγονται μέχρι το ταβάνι - αν υπάρχει - με το που διαγράφονται στον ηχητικό ορίζοντα ο πρώτες γλυκές ανταύγειες του. Αυτό νομίζω λέει τα πάντα για το τέταρτο album των Genesis, αλλά και για την όλο και υψηλότερη θέση που κατακτούσαν οι ίδιοι, σταθερά και διόλου αργά πλέον, στην εκτίμηση του με γάλου κοινού. Ανάλογη υποδοχή απολάμβανε και το τραχύ έως δύστροπο "Get 'em Out By Friday", κάτι που αποκαλύπτει πολλά, όχι μόνο για τι status των Genesis, αλλά ακόμη περισσότερο για την εποχή που τους ανέδειξε, που ήταν δεκτική απέναντι ακόμη και στο αντικομφορμιστικό. Μουσικά και στιχουργικά, το Foxtrot ήταν ένα λίαν ανορθόδοξο και ενίοτε σκοτεινό άλμπουμ (τσεκάρετε το “Can-Utility And The Coastliners") με βαθιά ποιητικούς συμβολισμούς και έντονα θεατρική δομή, που αποδείχτηκε το πιο σύνθετο και ακραίο που έκαναν ποτέ (όχι όμως και το πλέον απαιτητικό, να εξηγούμεθα. Θα περιμένουμε λίγους ακόμη μήνες γι' αυτό). Φανταστείτε ότι το αποχαιρετιστήριο κομμάτι είναι ένας επταμερής 23λεπτος λαβύρινθος, που η μπάντα μοντάρισε επι­στρατεύοντας όλες τους τις ικανότητες στους τομείς της pop, της ηλεκτρονικής και της κλασικής σύνθεσης. Και όλη τη σκηνική φαντασία του βεβαίως, καθώς το "Sυρρers…” κατοπτρίζει το τότε απόγειο της συναυλιακής τέχνης των Genesis, εκτοξεύοντας τους στην κορυφή των ζωντανών φαινομένων. Διόλου τυχαία, είναι το πρώτο όπου εμφανίζονται επιτέλους οι φατσούλες τους. Μια χαρά παιδιά και οι πέντε-έξι, μαζί με τον Richard MacPhail, που χαίρει τιμών πλήρους μέλους, ως τεχνικός ζω­ντανού ήχου και φωτιστικών, εκτός από τον Peter Gabriel, που φωτογρα­φίζεται με ένα πελώριο ξυρισμένο χάσμα στο πάνω μέρος της κεφαλής του. Ας μην γελιόμαστε. Ήταν πλέον ο σταρ του group...

Supper's Ready (Live - 1972) 





Το μέγα μπαμ ακούστηκε στον αέρα στο κλείσιμο του 1973, αφού προηγουμένως το - μουσικά αδιάφορο - ‘Genesis Live’ είχε κάνει καλή δουλειά κρατώντας στην τσίτα τους οπαδούς και σκορπώντας στην ατμόσφαιρα τη φήμη ενός “συναυλιακά καταπληκτικού group”. Ήταν η στιγμή να αποδείξουν οι Genesis πραγματικά το μεγαλείο τους. Και το έκαναν με έναν δίσκο ιστορικό, ο οποίος όχι μόνο θεωρείται από πολλούς ο κορυφαίος τους και όχι μόνο θριάμβευσε εμπορικά, αλλά επιπλέον αναθεώρησε την έννοια του prog rock (προτιμούμε “της έντεχνης pop μουσικής” ως στιλιστικό προσδιορι­σμό), θέτοντας αισθητικά στάνταρ τόσο υψηλά, που... δεν ξέρουμε αν έκαναν εν τέλει καλό ή κακό. Γιατί ουδείς μπορούσε πια να διανοηθεί να προσεγγίσει το κλασικά επηρεασμένο rock δίχως να έχει ως συνειδητή ή υποσυνείδητη αναφορά τις λαμπρές κατακτήσεις του Selling England By The Pound. Γι’ αυτό και οι “προοδευτικοί” άρχισαν έκτοτε να αραιώνουν διακριτικά από την κυκλοφορία, μέχρι που τους κατάπιε το 1977 και το punk.

The Cinema Show (1973) 






To νέο τους αυτό άλμπουμ ήταν η απόλυτη κατάθεση των Genesis. Συ­γκεντρώνει όλες τις αιτίες της κορυφαίας φήμης τους και κάτι παραπάνω: την αίσθηση του απρόβλεπτου, αυτού που απομένει να ανακαλυφθεί. Το πετυχαίνουν αυτό με τον απλούστερο και, συνάμα, δυσκολότερο τρόπο - με την έννοια ότι πρέπει να το 'χεις μέσα σου για να το βγάλεις και εκτός - αφήνοντας δηλαδή τον εαυτό τους να αποδεσμευτεί εντελώς από την ίδια τους την εικόνα και να αναζητήσει τα, ένθεν και ένθεν, όρια της τέχνης τους. Στο Selling England By The Pound συναντάμε το αμεσότερο pop τραγούδι που έκαναν ποτέ στην πρώτη τους περίοδο ("I Know What I Like") και την πιο δύστροπη ηχητικά και περίπλοκη μελωδικά σύνθεσή τους ("The Battle Of Epping Forest", κομμάτι έντονα θεατρικό).

The Battle Of Epping Forest (1973) 






Τους αντικρίζουυε να μας υποδέχονται με μια γιορτή ανοιχτόκαρδη όσο και μεγαλόπρεπη (“Dancing With The Moonlit Knight") και να μας ξεπροβοδίζουν μέσα σε σεπτή περισυλλογή (“Aisle Of Plenty"). Τους απολαμβάνουμε να παιχνιδίζουν με τις κλασικές φόρμες και τα χαμογελαστά φωνητικά, όπως το “After The Ordeal" και “More Fool Me ", όπου ντεμπουτάρει ως "συμβασιούχος" τραγουδιστής ο Phil Collins - πού να 'ξερε ότι τρία χρόνια μετά έμελλε να “μονιμοποιηθεί". Μένουμε αποσβολωμένοι μπροστά στο ανεξάντλητο των μελωδικών τους ευρημάτων και στην ομορφιά των αχανών μα τόσο συγκροτημένων ηχητικών διαφυγών τους, έτσι όπως ξετυλίγονται στα “Firth Of Fifth" και "The Cinema Show", τις πιο ελεύθερες και περίτεχνες οργανικές τους στιγμές. Και συνειδητοποιούμε ότι η αόριστη αλλά μαγευτική υπόσχεση του λεγόμενου "τεχνο-rock" είχε μόλις πραγματοποιηθεί. Και ο κόσμος ανταποκρίθηκε σ’ αυτήν με ενθουσιασμό…

Firth Of Fifth (1973) 





Γ κ ρ α ν  Φινάλε

Ένα μέτρο της βαρύτητας που άσκησε το Selling England By The Pound στα μουσικά πράγματα του μέσου των ’70s, το δίνουν οι ίδιοι οι Genesis, κάνοντας ενάμιση χρόνο να βγάλουν καινούργιο άλμπουμ. (Τόσο πυκνοί ήταν οι ρυθμοί τότε. Μην κοιτάτε σήμερα, που τα τέσσερα χρόνια θεωρούνται λογικό διάστημα ανάμεσα σε δυο δισκογραφικά εγχειρήματα). Βέβαια, υπάρχουν ενδεχομένως κάποιες "πρακτικές" εξηγήσεις σχετικά με αυτό. Πρώτον, το Selling England αποδείχτηκε ο πιο πετυχημένος εμπορικά δίσκος τους και, εννοείται, ο πλέον συζητημένος και έκριναν ίσως ότι δεν θα ’πρεπε να ανακόψουν τόσο σύντομα την πορεία του.

Dancing with the Moonlit Knight (1973) 






Έπειτα, ο όγκος του επερχόμενου project δεν ήταν και τόσο συνηθισμένος: To The Lamb Lies Down On Broadway κατέληξε ένα διπλό album που συγκέντρωνε είκοσι τρεις συνθέσεις εκτεινόμενες επί μιάμιση ώρα. Μετά, η υφή του σχεδίου: ένα συνολικό concept με αρχή, μέση και τέλος, και ενδιάμεσα με δραματικές μεταπτώσεις ικανές να κρατούν την πλοκή εν κινήσει, δίχως να προδικάζουν την εξέλιξη, αλλά και δίχως να επιτρέπουν στην προσοχή να χαλαρώσει ή να εκτραπεί. Το σημαντικότερο, το επίπεδο στο οποίο συντελείται η προσπάθεια (γιατί περί πραγματικής προσπάθειας πρόκειται, και όχι περί κεκτημένης φόρας ή περί ρουτίνας) και που απαιτεί κυριολεκτικά το αδύνατο: να απογειώσουν οι Genesis τόσο τη δεινότητα τους στη σύνθεση όσο και το μελωδικό τους ταλέντο, αντιπαραθέτοντας τεχνική μεγάλων απαιτήσεων με έμπνευση μεγάλων συγκινήσεων. Τέλος, οι μεταξύ τους σχέσεις, που ίσως και να μην ήταν απόλυτα αρμονικές. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η μετέπειτα εξέλιξη της ιστορίας τους… Δυστυχώς…

The Lamb Lies Down On Broadway (1974)  






Κι όμως, με αυτή την κυκλοφορία, πλέον, οι Genesis ηγούντο των μουσικών πραγμάτων στην Αγγλία και στην Ευρώπη, με τις ΗΠΑ έτοιμες και αυτές να υποκύψουν To The Lamb Lies Down On Broadway δεν είναι μόνο το πιο φιλόδοξο και ογκώδες έργο τους, αλλά και ένας εξαιρετικά περιεκτικός δίσκος, διεκδικώντας - μαζί με το προηγούμενο - τις δάφνες της κορυφαίας τους στιγμής. Δίχως να καταφεύγουν στην ευκολία κάποιων εκτεταμένων και εντυπω­σιακών οργανικών παραλλαγών, που θα δικαιολογούσε τόσο η έκταση του project όσο και η πολυθεματική του υφή, οι Genesis δομούν με θαυμαστή ακρίβεια, λεπτότητα και φαντασία μια σαγηνευτική ακολουθία θεμάτων, από την οποία εξέχει δραματικά η εσωστρεφής προσωπικότητα των "Carpet Crawl" και "The Lamia", των βαθύτερων ίσως μελωδιών που έγραψαν ποτέ, είτε κατ’ ιδίαν, είτε ως group. Αλλού η φόρμα δίνει τη θέ­ση της άλλοτε στη ρομαντική φαντασία ("Silent Sorrow In Empty Boats") και άλλοτε στην ατονική ελευθερία ("The Waiting Room"), ενώ καθόλη τη ροή η ένταση της πυκνής ηλεκτρικής δόμησης ισορροπεί με την αιθέρια λυρική συγκίνηση στην κόψη του στιλιστικού ξυραφιού. To "Lilywhite Lilith"αναλαμβάνει εδώ το δύσκολο έργο να εκπροσωπήσει την pop πλευρά ενός σχήματος που είχε πια χωθεί πολύ βαθιά στα άδυτα του εκλεκτισμού, δίχως όμως να παραχωρεί στιγμή από τη σοβαρότητά του στη σοβαροφάνεια. To LP The Lamb Lies Down On Broadway είναι μια αποθέωση της φωτεινής ενόρασης της μουσικής τέχνης κι είναι πραγματικά κρίμα που έμελλε να είναι το τελευταίο της κλασικής περιόδου του group.

The Lamia (1974) 






To φευγιό του Peter Gabriel, το καλοκαίρι του 1975, έρχεται να ταρακουνήσει τα νερά του τότε μουσικού κόσμου. Φαντάζει ως μια πράξη ανήκουστη και βαθιά τραυματική, καθώς οι Genesis είχαν αγγίξει με το The Lamb Lies Down On Broadway ένα ιλιγγιώδες και αξεπέραστο κορύφωμα και όλος ο κόσμος δεν περίμενε από αυτούς παρά τη συνέχεια, σαν μια μορφή δικαίωσης όσων είχαν πιστέψει, κόντρα στις μανιασμένες αντιρρήσεις των rock καθαρολόγων (οι οποίοι δεν άκουγαν εκείνη την εποχή παρά Lou Reed και New York Dolls) ότι το έντεχνο rock αποτελούσε φυσική εξέλιξη του “κλασικού” και έπρεπε να έχει την ίδια τύχη με αυτό. Πότε εντός και πότε εκτός προσκηνίου δηλαδή, πάντα όμως κάπου εκεί κοντά, να εκπροσωπεί μια ψυχική και κοινωνική ανάγκη και όχι μια διανοουμενίστικη εκτροπή.  Αν και τελικά, είχαν δίκιο και οι μεν και οι δε, αν κρίνουμε από την εκτίμηση που χαίρουν σήμερα σχήματα, αντλώντας στάση και από την παρορμητική και από την τεχνοκρατική ερμηνεία της ηλεκτρικής τέχνης και της αντίστοιχης ζωής - αν υπάρχει κάτι τέτοιο φυσικά.

In the Cage (1974) 






Η τροπή που πήραν μετά τα πράγματα επιβεβαιώνει αυτό που οι πιστοί του group ήδη γνώριζαν. Δεν ήταν ούτε τυχαία, ούτε εποχική, ούτε επαναλήψιμη η περίπτωση των Genesis. Αντίθετα, ήταν προϊόν μιας χρυσής σύνθεσης, ένα σπάνιο blend που βασιζόταν τόσο στη σύμπνοια των δημιουργικών οραμάτων όσο και στη μακρόχρονη φιλία. Αν κάτι από τα δύο χανόταν, το όνειρο και μαζί και η υπόστασή τους έσβηναν δια παντός. Τελικά φαίνεται ότι αυτό που χάθηκε ήταν το δεύτερο, η φιλία. Ο Peter Gabriel προχώρησε από το ’77 και μετά με μερικά άλλοτε εξαιρετικά και άλλοτε προβλέψιμα άλμπουμ, κανένα από τα οποία όμως δεν κατάφερε να διαφοροποιηθεί ριζικά από αυτό που έκανε με τους παλιούς του συνεργάτες (οι διεθνιστικές τάσεις του άργησαν να φανούν). Οι δε τέσσερις εναπομείναντες Genesis έδωσαν το 1976 το A Trick Of The Tail, ένα μεστό και ωραιότατο άλμπουμ, που όμως του έλειπε η τρέλα της παρουσίας του Gabriel, καθώς και κάτι ακόμη πιο σημαντικό: Η αίσθηση ότι πέρα από την έμφυτη λεπτότητα και την αδιαμφισβήτητη κλάση τους, κυοφορούσε μια μουσική πρόταση προορισμένη να εκπλήξει, να προκαλέσει και όχι απλώς να τέρψει μια ομήγυρη ήδη μυημένων ακροατών.
Είναι μια αίσθηση που ακολουθεί αμφότερες τις "πλευρές" μέχρι και σήμερα, σε μια μακριά, τιμημένη, αλλά ανεκπλήρωτη μουσική διαδρομή.


.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαβάστε/Ακούστε επίσης