Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Σάββατο 15 Ιουνίου 2019




BEACON STREET UNION 



Psychedelic Unknowns




Τη δεκαετία του ΄60, τη δεκαετία των μεγάλων μουσικών πειραματισμών, σε όλο το Δυτικό κόσμο, συντελούνταν μια κοσμογένεση σε ό,τι αφορούσε τα μουσικά πράγματα. Χιλιάδες μικρά και μεγάλα συγκροτήματα γεννιόταν ή “έσβηναν” καθημερινά, αφήνοντας, για λίγο ή πολύ, το στίγμα τους. Ειδικά στην Αμερική, ως πιο αχανής χώρα με πολλές “κλειστές” κοινωνίες, κάθε πόλη και περιοχή “έχτιζε” τον δικό της ήχο και είχε το δικό της μουσικό προσανατολισμό. Έτσι για παράδειγμα είχαμε τον ήχο της East Coast, του Texas ή τον περίφημο San Francisco Sound. Από αυτό δεν θα μπορούσε να λείψει και η περιοχή της Βοστώνης.
       Εκεί λοιπόν, στο δεύτερο μισό των ΄60ς, δημιουργείται ο λεγόμενος Bosstown Sound ή αλλιώς Boston Sound. Επρόκειτο βασικά για μια στρατηγική προώθησης underground μουσικών καλλιτεχνών και συγκροτημάτων από αυτή την πόλη. Η ιδέα άνηκε στον ανεξάρτητο παραγωγό Alan Lorber, με την φιλοδοξία του να μπορέσει να ανταγωνιστεί τον δημοφιλή – για εκείνη την εποχή – “Sound of San Francisco”. Πατώντας πάνω στην ψυχεδέλεια και το acid rock, κατάφερε τελικά να προσελκύσει μεγάλο μέρος της τοπικής νεολαίας, με μπάντες όπως οι Ultimate Spinach, οι Chameleon Church, οι Phluph και οι Orpheus. Σε αυτό όμως το άρθρο θα ασχοληθούμε με ένα άλλο γκρουπ, αρκετά σημαντικό κι αξιόλογο της εποχής εκείνης. Τους Beacon Street Union (BSU).


Beautiful Delilah (1968)



Παρακάτω θα δούμε την πορεία τους, τα singles και τα albums που κυκλοφόρησαν. Επίσης θα μάθουμε από πρώτο χέρι αρκετές ιστορίες για αυτούς, μέσα από μία συνέντευξη του ντράμερ της μπάντας, Dick Weisberg.
      Η μπάντα βασικά ‘στήθηκε’ από τον κιμπορντίστα Bob (Rhodes) Rosenblatt, το καλοκαίρι του 1966. Επιστράτευσε δύο φίλους του από το κολλέγιο, τους Wayne Ulaky (μπάσο) και John Lincoln Wright (φωνητικά). Επίσης πήρε μαζί του τους παλιούς τους φίλους Paul Tartachny (κιθάρα) και Dick Weisberg (ντραμς). “Εγώ, ο Bob και ο Paul πηγαίναμε μαζί στο Γυμνάσιο του Malden”, λέει σε συνέντευξή του ο Dick Weisberg. “To Malden είναι μια πόλη περίπου 9 μίλια βόρεια της Βοστώνης. Ο John καταγόταν από το Sanford – Maine ενώ ο Wayne από το Salem του New Hampshire. ‘Ολοι όμως είχαμε ως έδρα τη Βοστώνη”. “O Bob ήταν αυτός που μας ένωσε όλους. Είχε μεγάλο όραμα για την μπάντα μας. Όλοι φυσικά παίζαμε προτύτερα σε μικρές μπάντες, αλλά όχι τόσο στα σοβαρά όσο είχε οραματιστεί ο Bob. Είχε θέσει τον πήχυ αρκετά ψηλά”. Η μουσική τους στην αρχή περιοριζόταν σε διασκευές γνωστών επιτυχιών. Όμως η κοινή τους αγάπη: τα blues. Οι επιρροές τους πολλές. Αρχικά οι Yardbirds με το άλμπουμ τους Little Games. Όπως και οι τοπικοί hard rock ήρωες The Remains, αλλά και οι “γείτονες” (από την Ν. Υόρκη) The Blues Project. Χωρίς να ξεχνούν φυσικά τα στάνταρντς των Kinks, των Beatles και των Stones. Μεγάλο ρόλο επίσης έπαιξαν και οι υπνωτικοί ρυθμοί των Velvet Underground και σίγουρα όλοι οι πειραματισμοί της εποχής με την ψυχεδέλεια.

Blue Avenue (1968)



      Ακόμη και το όνομα του γκρουπ έχει να κάνει με τον τόπο τους. “Θέλαμε ένα όνομα που να αντιπροσωπεύει την Βοστώνη αλλά και αυτό που ήμασταν”, θυμάται ο Dick. “Beacon Street ονομάζεται μια μεγάλη οδός στην πόλη αυτή. Επίσης μας άρεσε το ‘Union’ με τη διπλή του σημασία: της δυνατής φιλίας αλλά και κέντρο δράσης του τοπικού κολλεγίου. Τέσσερις από εμάς ήμασταν φοιτητές στη Βοστώνη εκείνη την εποχή, οπότε το όνομα μας φάνηκε πολύ …δίκαιο”.

Green Destroys the Gold (1968)


       Οι πρώτες τους παραστάσεις γινόταν σε μπαράκια της Βοστώνης. Όμως, το κοινό των μπαρ επιδείκνυε πολύ μικρή ανοχή για τους μουσικούς πειραματισμούς που έκανε η μπάντα. Έτσι, με τον καιρό, άρχισαν να βρίσκουν πιο ενθουσιώδες το κοινό στα καμπ των κολλεγίων.  Έπαιζαν επίσης και σε ολοένα και μεγαλύτερες αίθουσες και κλαμπ. Άνοιγαν τώρα συναυλίες των Buffalo Springfield, των Blues Project και του Jerry Lee Lewis. Ήταν αυτοί που προσλήφθηκαν ως  ‘backing  band’  του Chuck Berry αλλά και του Screaming Jay Hawkins, όταν κάποτε αυτοί προσκλήθηκαν στην πόλη τους. Έχοντας γίνει γνωστοί ως οι τοπικοί μύστες της ψυχεδελικής και πειραματικής σκηνής, βρήκαν μάλιστα μόνιμο ‘κατάλυμα’ στο ‘Boston Tea Party’, στην πρώτη ψυχεδελική αίθουσα χορού της πόλης, όπως τροποποιήθηκε μια εγκαταλελλημένη συναγωγή στην οδό East Berkeley. Ένα θρυλικό κλαμπ, απ΄όπου πέρασαν πολλά μεγάλα αστέρια της εποχής, τοπικά και μη.
        Με τον καιρό η μπάντα άρχισε να μην παίζει μόνο διασκευές κι άρχισε να πειραματίζεται με δικό της υλικό. “Ο Wayne ήταν ο πρώτος που έφερε για πρόβα ένα δικό του κομμάτι. Νομίζω ήταν το ‘Green Destroys The Gold’. Ήταν πολύ υπερήφανος για αυτό ”, μας λέει ο Weisberg. “Και φυσικά όλοι μας ενθουσιαστήκαμε. Ήταν μια καλή αρχή για να δείξουμε ποιοί πραγματικά ήμαστε. Είχαμε τώρα μια ευκαιρία να αποδείξουμε μόνοι μας τι αξίζουμε. Έτσι και στα live μας βγαίναμε με άλλον αέρα. Αυτό μας διαφοροποιούσε πλέον από άλλα γκρουπάκια που έπιαζαν μόνο διασκευές. (…) Ο Wayne ήταν αυτός που έγραφε αρχικά τα περισσότερα τραγούδια, όπως πχ. και το ‘My Love Is’. Οι υπόλοιποι ανταποκρινόμασταν αμέσως με εξαιρετικά ομαδικό πνεύμα. Πολλές φορές είχαμε κι εμείς κάποιες ιδέες και γενικά ο καθένας μας συνέσφερε με όποιον τρόπο μπορούσε. Με μια ιδέα, με ένα riff, με ένα ρυθμικό παίξιμο. Με τον καιρό άρχισε να βοηθά στους στίχους και ο John”, ήταν τα λόγια του Dick.

My Love Is (1968)


       Tον Ιούνιο του 1967 η μπάντα αποφασίζει να ανοίξει τα φτερά της, σκεπτόμενη πλέον επαγγελματικά. Μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, όπου το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να βρει μέρη να παίξει ώστε να γίνει γνωστή. Έτσι παίζει σε clubs όπως τα ‘The Bitter End’, ‘Café Wha’ και ‘The Scene’. Στο τελευταίο μάλιστα, μετά από πέντε εβδομάδες συνεχών παραστάσεων, συναντούν τον ανεξάρτητο παραγωγό κι ατζέντη Wes Farrell, ο οποίος δείχνει εντονότατο ενδιαφέρον για τη μουσική τους. Έτσι τα μέλη της σύντομα βρίσκονται σε στούντιο, δουλεύοντας πάνω σε υλικό που θα προοριζόταν για το πρώτο τους άλμπουμ. Ο Farrell είχε ήδη συμφωνήσει για την μπάντα με την ‘MGM Records’ και τους έβαλε να υπογράψουν, δελεάζοντάς τους με το ντεμπούτο άλμπουμ τους. Δεν ήξεραν όμως ότι η MGM θα τους “έκανε πακέτο” με δύο άλλα βοστωνέζικα γκρουπ, τους Orpheus και τους Ultimate Spinach. Και τα δύο αυτά βρισκόταν κάτω από τον παραγωγό-ατζέντη Alan Lorber. “Δεν  είχαμε ιδέα”, έλεγε ο Dick. “Νομίζαμε ότι θα πορευόμασταν ή θα διαφημιζόμασταν ως ανεξάρτητη μπάντα. Όταν καταλάβαμε τι έγινε, ήταν αργά. Δεν ήμασταν καθόλου χαρούμενοι για αυτό”.

Sportin' Life (1968)


       Άρχισαν λοιπόν να ηχογραφούν αρχικά στα Mirasound Studios και κατόπιν στα Mayfair Studios της Ν. Υόρκης. Ο Weisberg θα πει αργότερα: “Ο Farrell ήταν ο παραγωγός μας κι είχε τον απόλυτο έλεγχο. Εμείς τότε δεν είχαμε ιδέα για τις διαδικασίες της παραγωγής και της ηχογράφησης. Ενώ είχαμε συνηθίσει να ήμαστε μια live μπάντα, εντούτοις αναγκαζόμασταν να ηχογραφούμε ένας ένας με το όργανό του. Η αλήθεια είναι ότι το τελικό αποτέλεσμα, ο παραγόμενος ήχος, δεν μας ενθουσίασε. Το αντίθετο μάλιστα”. Παρόλα αυτά, τον Γενάρη του 1968 κυκλοφορεί το πολυαναμενόμενο ντεμπούτο άλμπουμ τους, το The Eyes of the Beacon Street Union. (Σημείωση: ακριβώς μόλις πριν το πρώτο άλμπουμ των Ultimate Spinach). Κι ως μέλος του “Bosstown Sound” και της προώθησης που είχε από την MGM, η μπάντα τουλάχιστον απολαμβάνει μεγάλη διαφήμιση και δημοτικότητα, σε εθνικό πλέον δίκτυο. Αρκετά τοπικά περιοδικά της εποχής κάνουν στο άλμπουμ διθυραμβικές κριτικές. Παίζει σε πολλά ραδιόφωνα σε αρκετές πολιτείες: Cleveland, Philadelphia, Washington, Miami και Detroit – ειρωνικά, όχι τόσο στην Βοστώνη. Μια σειρά παραστάσεων, σε διάφορα μέρη, αρχίζουν να λαμβάνουν χώρα. Σε όλη τη Βόρεια Αμερική μέχρι και τον Καναδά, παράλληλα με εμφανίσεις στην τηλεόραση. “Στα πλαίσια της υποστήριξης του άλμπουμ η MGM μας πήγε παντού”, λέει ο Dick.  Πρώτη μας στάση ήταν το Detroit, όπου παίξαμε μαζί με τους MC5. Επίσης πήγαμε στο Chicago, στο Miami, στο  Los Angeles, στο Seattle, στο Vancouver και στην Washington, όπου ‘ανοίξαμε’ για τους Who. Τελικά επιστρέψαμε στη Νέα Υόρκη και στο ‘The Scene’ του Steve Paul, εκεί που μας βρήκε ο Farrell”.

Mystic Mourning (1968)


       Εμπορικά, το άλμπουμ πήγε σχετικά καλά, με ικανοποιητικές πωλήσεις. Έφτασε μέχρι το Νο. 75, την άνοιξη του ΄68. Μουσικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν μία μίξη από hard rock με blues/jazz στοιχεία και αρκετή ψυχεδέλεια. Η πιο “κακή” κριτική θα έρθει από το περιοδικό “Rolling Stone”: “Στο άλμπουμ οι περισσότερες αρετές του γκρουπ έχουν χαθεί και μας δίνεται μερικό πολύ αδέξιο υλικό, που από ερμηνεία και παραγωγή είναι πολύ φτωχό” (6/4/1968).  Κατά τα άλλα, για τον ακροατή, νομίζω ότι ο ήχος τους μπορεί και ενθουσιάζει. Τα κομμάτια είναι αρκετά αξιόλογα και το καθένα έχει την δική του ‘προσωπικότητα’. Έτσι στο γλυκόπικρο "My Love Is", αν και αρχίζει με όμορφη, τέλεια αρμονία, μετά τα τύμπανα τινάζονται μπρος-πίσω ανάμεσα στα ηχεία για να γαργαλήσουν το αφτί του ακροατή. Το "Beautiful Delilah" αρχίζει με φωνητικά στο αριστερό ηχείο, μετά το γυρίζει στο δεξί, ενώ ο ρυθμός και το πιάνο εξοστρακίζονται δεξιά και αριστερά. Θυμίζει έντονα Chuck Berry με τόνους των Kinks. Το "Sportin' Life" παρουσιάζει μία αργή, σκοτεινή κιθάρα, είναι ένας bluesy ήχος που μετακινείται από δεξιά στα αριστερά και πίσω πάλι. Γενικά παίζουν πολύ με τα δίδυμα στέρεο ηχεία και ο ήχος τους είναι πολύ φρέσκος (ίσως ο πιό φρέσκος από την στιγμή που οι Hendrix Experience και οι Cream έφεραν τον ήχο του τρίο σε ακρόαση), δείχνοντας μερικές επιρροές. Το "Mystic Mourning" ξεκινά με ένα σόλο μπάσο αλά Jefferson Airplane. Ίσως όμως σε κάποιους να θυμίζει και τους The 13th Floor Elevators. Το "Green…" είναι ένα γρήγορο, hard rock θέμα που δείχνει ότι ο νέος ήχος έχει τις ρίζες του στα παλιά. Το "Sportin' Life" είναι ένα slow, hard blues, που έχει αληθινές σχέσεις στο background του με την folk. Φτάνει στο απόγειό του με το "South End Incident”. Προσωπικά όμως θεωρώ καλύτερο κομμάτι του δίσκου το υποβολιμαίο και υπνωτικό "The Prophet".

The Prophet (1968)


      Τον Απρίλη της ίδιας χρονιάς οι BSU κυκλοφορούν σε single μία διασκευή του “Blue Suede Shoes”, του Carl Perkins. Σε δυναμικό κι ωμό rock ‘n’ roll στιλ. Εδώ δείχνουν καθαρά το πώς θα μπορούσε να είναι πραγματικά ο ήχος τους, αφού αυτή τη φορά ο Wes Farrell τους άφησε να δημιουργήσουν μόνοι τους, χωρίς τα δικά του “κόλπα”.

Blue Suede Shoes (1968) 




      Μετά την επιστροφή, από τα συνεχόμενα live, στην Νέα Υόρκη, η μπάντα αναγκάζεται, κατά κάποιο τρόπο, να μπει ξανά στο στούντιο Record Plant στο Manhattan, για να ηχογραφήσει άρον άρον το δεύτερο άλμπουμ της. Χωρίς καθόλου ξεκούραση αρχίζουν την δουλειά, αυτή τη φορά με μηχανικό ήχου τον Eddie Kramer. Λόγω έλλειψης επαρκούς υλικού, από τη μια η μπάντα προσπαθεί να ‘στήσει’ γρήγορα μικρής διάρκειας τραγουδάκια, με μια session αισθητική. Από την άλλη ο Farrell, έχοντας αποτύχει το αρχικό του σχέδιο για ένα concept album, καταφεύγει σε παλαιότερο ηχογραφημένο υλικό του γκρουπ. Ένα τέτοιο ήταν και η εκτέλεση της – πριν 4 ετών – επιτυχίας των Them, “Baby, Please Dont Go”. Εδώ η μπάντα δείχνει τα δόντια της και δίνει ένα στίγμα του τι ενέργεια μπορεί να βγάλει πάνω στη σκηνή.

Baby, Please Don’t Go (1968)


      Με τίτλο The Clown Died in Marvin Gardens κυκλοφορεί τον Αύγουστο του ΄68 και το δεύτερο άλμπουμ της μπάντας. Οι BSU που έκαναν καλή είσοδο στα chart με το ντεμπούτο τους, έχουν εδώ ένα ακόμη καλύτερο. O ήχος σύγχρονος για την εποχή του, όπως μαρτυρά και το αρχικό, ομώνυμο κομμάτι με έντονο jazzy στυλ. Ξεχωρίζουν στον δίσκο, εκτός από το 16λεπτο “Baby, Please Dont Go”, δύο ορχηστρικά κομμάτια: Το  "Clown's Overture" και η δραματική μπαλάντα, σχετικά με την απώλεια της παιδικής ηλικίας, το "Angus of Aberdeen". Πιο ενδιαφέρον, ίσως, το απολύτως εξωγήινο "May I Light Your Cigarette?". Ένας μονόλογος, αλά Morrison, του Wright, που όμως δεν βγάζει πουθενά.

The Clown Died in Marvin Gardens (1968)


       Ας σημειωθεί εδώ  μία extra λεπτομέρεια, όσον αφορά το εξώφυλλο του δίσκου: Ο “Clown” που είναι στη φωτογραφία είναι ο ίδιος που χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες του άλμπουμ  ‘Strange Days’ των Doors, από τον φωτογράφο Joel Brodsky.

The Clown's Overture (1968)


        Το 1969, με ακόμη ένα άλμπουμ στα σκαριά, οι BSU ετοιμάζονται να ξαναμπούνε στο στούντιο. Αυτή τη φορά είναι αποφασισμένοι να επιστρέψουν στις ‘ρίζες’ τους, καθώς πάντα νιώθουν ότι είναι μια live ροκ μπάντα. Το υλικό τους έτοιμο, λιτό κι απέριττο. Μία πρώτη ηχογράφηση που τολμούν, το “ Kickin’ It Back To You”, σύνθεση των Wright/Rhodes/Ulaky, αποτελεί και την τελευταία τους ως Beacon Street Union. Και αυτό για τον εξής λόγο: Θέλοντας να κρατήσουν αποστάσεις από το πατρονάρισμα “Bosstown” και να προσπαθήσουν να αποστασιοποιηθούν από τον επιβαλλόμενο ήχο, τα μέλη του γκρουπ αποφάσισαν να “αλλάξουν ταυτότητα”, να αναγεννηθούν δηλαδή, αρχίζοντας από την αλλάγή του ονόματός τους. Έτσι διαλύονται ως Beacon Street Union και ξαναδημιουργούνται αυτή τη φορά ως Eagle ! Κι αυτή δεν ήταν η μοναδική αλλαγή. Την άνοιξη του ΄69, ο Bob “Rhodes” Rosenblatt αποφασίζει να γυρίσει στο κολλέγιο και να τελειώσει τη Νομική. Ο Paul Tartachny επίσης έφυγε κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων. Μια κίνηση που έκανε τον Wayne Ulaky να έρθει στις κιθάρες και να προσλάβει ως νέο μπασίστα τον Άγγλο Bobby Hastings. Με αυτό το line-up και με καινούριο όνομα οι Eagle γίνονται πλέον αυτό που πάντα ήθελαν να είναι: Μια μπάντα με καθαρόαιμο ροκ ήχο που θα αποφεύγει πια τις ‘περίεργες’ ενορχηστρώσεις και τα εφέ στο στούντιο, που τους επέβαλλε ο Farrell στα προηγούμενά τους άλμπουμ.

Eagle - Kickin’ It Back To You (1970)



       Ακολουθούν αρκετές συναυλίες ώστε να γίνουν αποδεκτοί με το νέο τους όνομα. Σε μία από αυτές, τον Αύγουστο του 1970, οι Eagle ανοίγουν την συναυλία της Janis Joplin, στο Harvard. Έμελλε να ήταν και η τελευταία εμφάνισή της, πριν τον θάνατό της, τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς.   Εντωμεταξύ είχε ήδη κυκλοφορήσει και το νέο τους άλμπουμ, το πρώτο  και το τελευταίο, υπό το όνομα Eagle. To Come Under Nancy's Tent. Εδώ παρουσιάζονται αρκετά απελευθερωμένοι από το προηγούμενο όνομα και τις συνοδευτικές υποχρεώσεις στον Bosstown ήχο, δηλαδή την ανάγκη να ακούγονται σαν ψυχεδελική μπάντα της Δυτικής Ακτής. Έγιναν η rock 'n' roll μπάντα που πάντα ήταν και δημιούργησαν όχι μόνο το καλύτερο άλμπουμ τους αλλά πιθανώς το καλύτερο άλμπουμ της Βοστώνης εκείνη την περίοδο. Αυτό είναι μία φυσική προέκταση του garage rock σε απλό και απέρριτο rock 'n' roll. Ακούγεται σαν 50ς, 60ς και 70ς χωρίς να είναι δήθεν.

City Girl (1970)


       Μουσικά το άλμπουμ αποτελεί αληθινά μια αξιολογότατη προσπάθεια. Τα τραγούδια έχουν επιτέλους έναν καθαρό στόχο, χωρίς τα απαραίτητα – όπως συνέβαινε παλαιότερα – ψυχεδελικά τελειώματα. Υπάρχει μία νύξη των τοπικών θρύλων (όπως των The Remains), αλλά αυτό ροκάρει πιο… hard. Από το "Pack Up", εμπνευσμένο από τον Bo Diddley (που περιλαμβάνει wah-wah, υστερικά φωνητικά και τρελό παίξιμο μπάσο), στο με πνευστά απομίμηση των 50ς "Dance On Little Beauty", στο "Snake in the Grass" και επιπλέον συμπεριλαμβανομένων δύο folky rock τραγουδιών, το άλμπουμ αυτό είναι γεμάτο αδρεναλίνη, όπως κάθε punk ή hard rock άλμπουμ και χωρίς καθόλου παραμόρφωση στην κιθάρα. Είναι επίσης ένα από τα ελάχιστα άλμπουμ με ρίζες από την παράδοση που επιτυγχάνει ολοκληρωτικά με ορίτζιναλ κομμάτια. Ένας συναρπαστικός και με ποικιλία δίσκος. Το κομμάτι που ανοίγει "Come in, It's All For Free" είναι ένα ωμό pop-rock, ένα στυλ που ελάχιστες μεγάλες μπάντες προσπαθούσαν να πιάσουν εκείνη την περίοδο (βλέπε Cherokee). Το άλμπουμ περιέχει blue-eyed soul ("Kicking It Back"), δυναμικά pop ("Separated") και χαριτωμένα country-rock ("Brown Hair").


Pack Up (1970)


        Τα τελευταία τους single που ηχογράφησαν ήταν τα  "Lord Why Is it So Hard" και "Can’t Find My Fingers" (1970), με τον Charlie Vatalaro στο σαξόφωνο. Μέσα στο ίδιο έτος η μπάντας μοιραία διαλύθηκε. Ο καθένας πήρε το δρόμο του. Όμως είτε ως Eagle είτε ως Beacon Street Union άφησαν το στίγμα τους στη μουσική. Υπήρξαν μια πραγματική ροκ μπάντα, με τα καλά και τα κακά τους. Είχαν μεταξύ τους μια χημεία που ίσως δεν ήταν πάντα τόσο αρμονική αλλά σίγουρα ήταν έντονη, ήταν αληθινή. Μάλωναν και διαφωνούσαν μεταξύ τους, μερικές φορές αποξενώνονταν εντελώς αλλά πάντα ήταν αφοσιωμένοι στην αποστολή τους: να ροκάρουν δυνατά και να μην κοιτούν πίσω.  Όπως έλεγε κι ο Dick Weisberg : “Συνεχώς είχαμε διαφωνίες για τα μουσικά στυλ και διαπραγματευόμασταν για κάθε ‘κατεύθυνση’ στο κάθε κομμάτι. Μερικές φορές μαλώναμε κιόλας, την ώρα μάλιστα που παίζαμε. Το ζητούμενο όμως ήταν πάντα η ίδια η μουσική κι αυτό νομίζω το καταφέραμε καλά. Παίζαμε μαζί με τεράστια ενέργεια και …ξεδιάντροπη αυτοπεποίθηση. Ήμασταν νέοι και ήμασταν αλαζόνες. Είχαμε ένα όνειρο και …σχεδόν… έγινε πραγματικότητα”.

Beacon Street Union

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαβάστε/Ακούστε επίσης