Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020






AYNSLEY DUNBAR






The Hawk






Ο Aynsley Dunbar (προφέρεται Έινσλει Ντάνμπαρ) ή "The Hawk", συνδύασε την παρέα και την διασκέδαση παίζοντας μαζί με καλλιτέχνες όπως οι John Mayall, Jeff Beck, Rod Stewart, Peter Green και Frank Zappa. Στην διάρκεια της μακράς καριέρας του, έχει ανταμειφθεί με πάνω από 30 χρυσούς και πλατινένιους δίσκους από τα πάνω από 110 άλμπουμ στα οποία έχει παίξει. Αλλά ο ανοιχτόμυαλος ντράμερ με την jazz επιρροή, αναζήτησε επίσης έναν ήχο και μία ταυτότητα αποκλειστικά δικά του. Αυτή του την φιλοδοξία την συνειδητοποίησε με την μπάντα που έφτιαξε στα τέλη του 1967, τους με βάση τα blues, Aynsley Dunbar Retaliation, με την οποία έκανε τέσσερα άλμπουμ πριν διαλυθούν το 1970.

Till' Your Lovin' Makes Me Blue (1968)






Ο Dunbar μια φορά περιέγραψε την μουσική προσέγγιση του γκρουπ στην Record Mirror: "Δεν υπάρχει αρκετό συναίσθημα σε ότι παίζεται στην pop σήμερα-όταν παίζεις πρέπει να αισθάνεσαι και να το εννοείς. Και υπάρχουν κάποιοι που δεν το κάνουν".
Γεννημένος την 10 Ιανουαρίου του 1946 στο Λίβερπουλ, ο Aynsley Dunbar άρχισε να παίζει βιολί στα 9 χρόνια του, αλλά στα 12 το γύρισε στα ντραμς. Άφησε το σχολείο στα 15 του και αμέσως έφτιαξε ένα τρίο με ένα σαξοφωνίστα και ένα παίκτη του keyboard για να παίζουν σε χοροεσπερίδες. Στα 16, πήγε στους Merseysippi Jazz Band, που έπαιξαν trad jazz. Οι αρχικές του επιρροές ήταν κυρίως jazz ντράμερ: Art Blakely, Max Roach, Elvin Jones, Louie Bellson, Joe Morello (Dave Brubeck Quartet), Gene Krupa και Buddy Rich. Τον Αύγουστο του 1963, ο Dunbar πήγε στους Derry Wilkie and the Pressmen. O Wilkie ήταν πρώην μέλος των Howie Casey and the Seniors, με τους οποίους ηχογράφησε το Twist at the Top (U.K./Fontana TFL 5108). Η κυκλοφορία αυτού του άλμπουμ το 1962 ήταν η πρώτη που έγινε από γκρουπ του Λίβερπουλ.
Τον Ιανουάριο του 1964, οι Pressmen διαλύθηκαν. Ο Dunbar έμεινε με τέσσερα από τα μέλη της μπάντας και μετονομάστηκαν στους The Flamingos. Το όνομα αυτό αναμφίβολα δόθηκε με σκοπό να κεφαλαιοποιήσει την φήμη που είχαν κτίσει ένα δημοφιλές γκρουπ, οι Faron's Flamingos τα μέλη των οποίων είχαν εγκαταλείψει το όνομα για να αναζητήσουν άλλα ενδιαφέροντα. Όχι πολύ μετά, ο Dunbar πήγε στη Γερμανία με τους Flamingos για να παίξουν στο Tanz Club στο Αμβούργο. Ενώ ήταν εκεί, ηχογράφησαν ένα single για την Γερμανική αγορά, το "Gluecklich Wie Noch Nieu" με Β' πλευρά το "Mein Beatle Baby" (D/Vogue DV 14158).

Die Flamingos - Gluecklich Wie Noch Nieu (1964)






Κατά την επιστροφή τους στην Αγγλία, οι The Flamingos έσμιξαν με τον τραγουδιστή Freddie Starr τον Απρίλιο του 1964 και έγιναν η backing μπάντα του. Ο Starr είχε επίσης βρεθεί με τους Howie Casey and the Seniors όταν ηχογράφησαν το Twist at the Top και η προηγούμενη backing μπάντα του, The Midnighters, περιλάμβανε τον ντράμερ Keef Hartley. Oι Freddy Starr and the Flamingos επέστρεψαν στην Γερμανία και έμειναν μαζί για λίγους μήνες, αλλά τα έσπασαν προς το τέλος του 1964, αν και ο Dunbar δεν έμεινε να δει την οριστική διάλυση τους. Εκείνη την περίοδο είχε αναμιχθεί επίσης σε ένα το ίδιο ασήμαντο γκρουπ, τους The Excheckers.
Το επόμενο πρότζεκτ του Dunbar τον έφερε σε επαφή με υψηλού κύρους μουσικούς. Οι The Mojos ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή 'Merseybeat' γκρουπ, με τρία singles να μπαίνουν στα UK charts το 1964:"Everything's Alright" (#9), "Why Not Tonight" (#25) και "Seven Daffodils" (#30). Ακόμα και με τα επιτυχημένα singles, ασυμφωνία χαρακτήρων και αρτιστικές διαφωνίες έκαναν το ορίτζιναλ lineup να διαλυθεί στα τέλη του 1964. Διαμάχες σχετικά με το ποιος θα συνέχιζε να χρησιμοποιεί το όνομα της μπάντας, κράτησε το γκρουπ έξω από τα φώτα της δημοσιότητας για δύο μήνες, αλλά τελικά ο τραγουδιστής Stu James και ο κιθαρίστας Nicky Crouch επανενώθηκαν με ένα νέο σετ των The Mojos, που τώρα περιλάμβανε τον Dunbar και τον μπασίστα Lewis Collins. Ο Dunbar έμεινε με το γκρουπ, που τώρα αποκαλούνταν Stu James and the Mojos, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1966, ηχογραφώντας δύο singles με την μπάντα: το "Comin' On to Cry" / "That's the Way It Goes" και το "Wait a Minute" / "Wonder If She Knows". Ενώ ήταν στους The Mojos o Dunbar μετακόμισε στο Λονδίνο, αλλά όταν οι σχέσεις του γκρουπ άρχισαν να χειροτερεύουν, τους άφησε και για δύο εβδομάδες έμεινε άεργος. Ο Alexis Korner τον προσκάλεσε να πάρει μέρος σε μία παράσταση που έδινε και ακόμα κι αν δεν πήγε πολύ καλά, ο John Mayall ήταν στο κοινό και τον προσκάλεσε να πάει στους Bluesbrakers. Αν και ο Dunbar ποτέ δεν είχε ακούσει για τον Mayall μέχρι τότε, αποδέχτηκε την πρόσκληση και την επόμενη μέρα ήταν ένας Bluesbraker. 

Journey's End (1969)






Οι Bluesbrakers την εποχή που ο Dunbar πήγε σ'αυτούς, αποτελούνταν από τον Mayall, τον John McVie (μπάσο) και τον Peter Green (κιθάρα). Ενώ ήταν στους Bluesbrakers, o Dunbar για πρώτη φορά έδειξε ενδιαφέρον στα blues, αν και ακόμα ενσωμάτωνε jazz επιρροές στο παίξιμο του. "Ο John Mayall με έβαλε στα blues", είπε αργότερα ο Dunbar στο Beat Instrumental. "Tα blues με διαμόρφωσαν, επειδή έπαιζα με άριστους μουσικούς και άκουγα όλους τους τύπους των blues. Όταν άκουσα γι'αυτόν, μου είπαν ότι έπαιζε μόνο country blues. Σκέφτηκα ΄Θεέ μου, ξεκινάμε λοιπόν'".
Όσο ήταν με τους Bluesbrakers, o Dunbar έκανε οντισιόν για τους The Jimi Hendrix Experience. Αφού o Dunbar και ο Mitch Mitchell έκαναν τζαμ με τον Hendrix και με τον μπασίστα Noel Redding, o μάνατζερ Chas Chandler και ο Hendrix δεν μπορούσαν να αποφασίσουν ανάμεσα στους δύο ντράμερ. Ωστόσο ο Dunbar ζήτησε 30 λίρες την εβδομάδα και η αμοιβή μπορούσε να είναι 20 λίρες, έτσι η θέση του ντράμερ καλύφθηκε από τον Mitchell.
Οι ηχογραφήσεις του Dunbar με τους Bluesbrakers αποτελούντο από δύο singles: "Looking Back" / "So Many Roads" και "Sitting in the Rain" / "Out of Reach", όπως επίσης και ένα LP (A Hard Road) με τον John Mayall. Και ένα EP, το John Mayall's Bluesbrakers with Paul Butterfield. Κατά την διάρκεια της θητείας του στους Bluesbrakers, ο Dunbar εμφανίστηκε επίσης στο άλμπουμ του Eddie Boyd, Eddie Boyd & His Blues Band, που παρουσίαζε και τα υπόλοιπα μέλη των Bluesbrakers. Άλλα τραγούδια που ηχογράφησε με τον Mayall εμφανίστηκαν στα LP, Raw Blues και Thru the Years, συλλογές από σπάνια τραγούδια.

Downhearted (1970)






Παρά τις σημαντικές δεξιότητες του Dunbar ως ντράμερ, ο Mayall τον άφησε να φύγει το Μάρτιο του 1967, επειδή το στυλ του ήταν ΄τόσο προηγμένο΄ σε σχέση με ότι ήθελε ο Mayall για τους Bluesbrakers. Ο χωρισμός ήταν αναπόφευκτος ωστόσο, όπως θυμάται ο Dunbar αργότερα. "Ήμουν ευγνώμων στον John. Με σύστησε στους μουσικούς που ήθελα να παίξω μαζί τους, αν και τελικά πήρα πόδι επειδή έπαιζα πολύ προχωρημένα. Με ήθελε να κάθομαι στο background και απλά να παίζω απόμακρα. Δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να λειτουργεί έτσι, ώσπου έφυγα".
Ο Dunbar ανέκαμψε για να πάει στους Jeff Beck Group στα μέσα Απριλίου του 1967. Αυτό το εντυπωσιακό lineup περιλάμβανε τον Beck στην κιθάρα, τον Ronnie Wood στο μπάσο, τον Rod Stewart στα φωνητικά και τον Dunbar. Έμεινε με τους Jeff Beck Group αρκετά για να ηχογραφήσουν το single "Tallyman" / "Rock My Plimsoul", το οποίο κυκλοφόρησαν τον Ιούλιο. Ο Dunbar δεν ήταν ικανοποιημένος να παίζει σε μπάντες άλλων, ούτε του άρεσε να βρίσκεται πίσω από το όραμα κάποιου άλλου ωστόσο και στο πρώτο βήμα του να φτιάξει το δικό του γκρουπ, προειδοποίησε τον Beck τον μήνα που κυκλοφόρησε το single τους ότι πρόκειται να φύγει, αλλά συμφώνησαν να μείνει μαζί τους, μέχρι να βρουν αντικαταστάτη.

Rock My Plimsoul (1968)






Ακόμα και πριν αυτήν την προειδοποίηση για την αναχώρηση του ο Dunbar είχε προσπαθήσει να ανακαλύψει τον δικό του ήχο και είχε ψάξει για μουσικούς με τα ίδια ΄μυαλά΄ για βοήθεια. Είπε στο Beat Instrumental τι είχε οραματιστεί για το γκρουπ που είχε στο μυαλό του να φτιάξει: "Το γκρουπ μου θα παίζει το στυλ των blues του Σικάγο, αλλά θα μετακινηθούμε προς ένα πιο μοντέρνο ρυθμό. Όχι προς την jazz, πρέπει να παραμείνουμε εμπορικοί. Αυτό είναι πολύ σημαντικό".
Στα μέσα του 1967, ο Dunbar έστησε ένα session ηχογράφησης με τον Rod Stewart στα φωνητικά, τον Peter Green στην κιθάρα και τον Jack Bruce στο μπάσο. Σε παραγωγή Mike Vernon, αυτό το session απόδωσε μία διασκευή του "Stone Crazy" του Buddy Guy-ένα τρακ που θα κυκλοφορούσε πολύ αργότερα στο άλμπουμ History of British Blues, από την Sire.






Peter Green-Rod Stewart-Jack Bruce & Aynsley Dunbar - Stone Crazy (1967)






Αφού έδωσε το μήνυμα στον Beck, ο Dunbar άρχισε να μαζεύει άλλους παίκτες, εμφανιζόμενος τελικά με τον Victor Brox στα φωνητικά, keyboards, cornet και βιολί, τον John Moorshead (γνωστό και ως Jon Morshead) στην κιθάρα και τον Keith Tillman στο μπάσο.
Ο Brox είχε πριν ηγηθεί του δικού του γκρουπ, The Victor Brox Blues Train, το οποίο είχε σχηματίσει το 1964. Η μπάντα έπαιξε κυρίως σε κλαμπ και κολέγια στην βόρεια Αγγλία. Οι Blues Train άλλαζαν πολύ εύκολα προσωπικό, αλλά περιλάμβαναν την μελλοντική σύζυγο του Annette Reis στα φωνητικά και τον μπασίστα Tillman. Επιπροσθέτως ο Brox και ο Reis παρουσίαζαν ως folk-blues ντουέτο και η Fontana έκανε ένα single του ντουέτου το 1965: "I've Got the World in a Jug" / "Wake Me and Shake Me" (UK-Fontana TF 536).
Μετά την αποφοίτηση του από το πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, στην φιλοσοφία ο Brox είχε αρχίσει να δουλεύει σαν δάσκαλος ενώ παράλληλα είχε και τους Blues Train. Μετά παράτησε την δουλειά σαν δάσκαλος για να δουλέψει σαν ντουέτο με τον Alexis Korner για εννέα μήνες μέχρι αρχές του 1968. Κατά την διάρκεια εκείνης της περιόδου, η Melody Maker τον χαιρέτησε ως "ένας από τους πιο υποτιμημένους τύπους". Μόνο τρία τραγούδια που ηχογράφησαν με τον Korner έχουν κυκλοφορήσει-το "Corina Corina" και το "The Love You Save (May Be Your Own)" στο Bootleg Him-Alexis Korner και το "Louisiana Blues" στο Alexis Korner And. Και τα τρία κομμάτια ηχογραφήθηκαν τον Νοέμβριο του 1967, αφού ο Brox είχε γίνει μέλος των Retaliation.

Memory of Pain (1968)






Η πρώτη γνωστή μπάντα του Jon Moorshead ήταν οι The Moments, στους οποίους είχε πάει τον Αύγουστο του 1964, αντικαθιστώντας τον John Weider (που είχε πάει στους Johnny Kidd's Pirates). Οι The Moments αποτελούνταν από τον Moorshead στην κιθάρα, τον Steve Marriott στην κιθάρα και στα φωνητικά, τον Jimmy Winston στο μπάσο και τον Kenny Rowe στα ντραμς. Ηχογράφησαν ένα single που κυκλοφόρησε στην Αμερική το 1964 (ίσως με τον Weider στο γκρουπ), μία διασκευή του "You Really Got Me" των The Kinks (στην άλλη πλευρά το "Money Money" (US-World Artist 1032). Στα τέλη του 1964, οι The Moments διαλύθηκαν. Τον Σεπτέμβριο του 1965, ο Moorshead είχε βρει τον δρόμο για τους Johnny Kidd and the Pirates, αντικαθιστώντας ξανά τον John Weider (ο οποίος θα επανενώνονταν με τον Jimmy Winston στους Jimmy Winston's Reflections). Ο Moorshead έμεινε με τους Johnny Kidd μέχρι τον Απρίλιο του 1966, όταν αυτός και άλλοι δύο από τους Pirates άφησαν τον frontman τους για να διαμορφώσουν την δική τους ταυτότητα. Ως The Pirates ηχογράφησαν ένα single, το "Shades of Blue" / "Can't Understand" (Polydor BM 56712), αλλά διαλύθηκαν μετά από μόλις τρεις μήνες, όπου σε αυτό το σημείο ο Moorshead πήγε στους Shotgun Express (αντικαθιστώντας τον Peter Green στην κιθάρα). Έμεινε με τους Shotgun Express, των οποίων το lineup περιλάμβανε τον Rod Stewart στα φωνητικά, μέχρι τον Νοέμβριο του 1966, όταν έφυγε για να πάει στους Julian Covey and the Machine. Ο Covey γνωστός πιο πολύ ως Phil Kinorra, ήταν ιδρυτικό μέλος των Brian Auger Trinity. Κατά την διάρκεια της θητείας του Moorshead με τους Machine, ένα single προέκυψε το 1967, το "A Little Bit Hurt" / "Sweet Bacon" (U.K./Island 6009). O Moorshead που συν-έγραψε την Β' πλευρά, ήταν με τους Machine μέχρι που πήγε στους The Aynsley Dunbar Retaliation.
Ο Keith Tillman είχε προηγουμένως υπάρξει μέλος των Stone's Masonry, που είχαν κάνει ένα single στην Purdah του Mike Vernon, αρχές του 1967, το "Flapjacks" / "Hot Rock" (U.K./Purdah 3504). Oι Stone's Masonry διαλύθηκαν όταν ο κιθαρίστας τους Martin Stone , έφυγε για να πάει στους Savoy Brown.

Warning (1967)






Οι The Aynsley Dunbar Retaliation έκαναν το ντεμπούτο τους στο Seventh National Jazz and Blues Festival στο Windsor την 12 Αυγούστου του 1967. Σε αυτό το φεστιβάλ έκανε και ο Dunbar την τελευταία του εμφάνιση με τους Jeff Beck Group, μετά από την οποία αντικαταστάθηκε από τον Mickey Waller.
Τον επόμενο μήνα, οι The Aynsley Dunbar Retaliation ηχογράφησαν το πρώτο τους single "Warning" / "Cobwebs", σε παραγωγή του Mike Vernon για την Blue Horizon Records. Κάπου τότε, ο Alex Dmochowski (δηλαδή ο Alex Paris) αντικατέστησε τον Tillman στο μπάσο, ο οποίος είχε φύγει για να πάει στους Bluesbreakers. Ο γεννημένος στην Πολωνία Dmochowski είχε υπάρξει για λίγο μέλος των Neil Christian's Crusaders το 1965-την ίδια εποχή που μέλη ήταν επίσης ο Mick Abrahams (Jethro Tull, Bloodwyn Pig) και ο Carlo Little (βλέπε Cyril Davies)-και ήταν επίσης μέλος των Jimmy Winston's Fumbs. O Dmochowski έπαιξε στο single των Jimmy Winston's Fumbs "Real Crazy Apartment" / "Snow White" (U.K./RCA 1612), που βγήκε τον Ιούλιο του 1967.
Στις εσωτερικές σημειώσεις του History of British Blues, o Mike Vernon γράφει ότι έκανε τρεις αποτυχημένες προσπάθειες να ηχογραφήσει τους The Aynsley Dunbar Retaliation live στο The Blue Horizon Club. Κάθε προσπάθεια αποτύγχανε από δυσκολίες που έσπρωξαν εντελώς το πρώτο τους LP στον επόμενο Ιούλιο.
Η μπάντα υπέγραψε ένα δισκογραφικό συμβόλαιο με την Liberty Records, που ανέθεσε στον Ian Samwell την παραγωγή και όρισε τον Victor Gann ως μηχανικό. Από τα εννέα τρακς του άλμπουμ του 1968, The Aynsley Dunbar Retaliation, τα επτά είχε συνθέσει το γκρουπ ή μεμονωμένα τα μέλη, ενώ μόνο δύο ήταν συνθέσεις άλλων.
Οι κριτικές ήταν ενθαρρυντικές. Η New Musical Express έγραψε ότι οι The Aynsley Dunbar Retaliation είχαν προσφέρει "κάποια πάρα πολύ ελκυστικά blues, ιδιαίτερα στο ακανόνιστο, συναρπαστικό ορχηστρικό "Sage of Sydney Street" και στο μεγάλο σε διάρκεια "Mutiny", με το δυναμικό ντράμινγκ. Υπάρχει soulful τραγούδι στο "My Whiskey Head Woman" (με την τρομπέτα να κυριαρχεί) και στο "Memory Pain' ". H Record Mirror συνέστησε να δοθεί προσοχή στο 'πολύ όμορφο και με ποικιλία υλικό΄ και έγραψε ΄απαιτεί πολύ προσοχή. Αν του δοθεί, αυτό το άλμπουμ θα έχει ιδιαίτερα καλές πωλήσεις΄". Η Melody Maker εστίασε στον ίδιο τον Dunbar γράφοντας, "Ένα ξεχωριστό ντεμπούτο από τον πρώην ντράμερ του John Mayall, ο οποίος προφανώς δεν φοβάται να πειραματιστεί μέσα στις δομές των blues. Συνιστώμενο με πάθος".

My Whiskey Head Woman (1968)






Η Liberty ταίριαξε το κομμάτι που ανοίγει το άλμπουμ, "Watch 'n' Chain" με ένα άλλο τρακ του άλμπουμ το "Roamin' and Ramblin'" και τα προόρισε ως το επόμενο single του γκρουπ. Το άτυπο "Watch 'n' Chain" πήγαινε με έναν ρυθμό από Αφρο-Κουβανέζικα κρουστά πάνω από φωνές που άλλαζαν τόνο και σφύριγμα. Η Beat Instrumental είδε το single ως "μία πολύ ασυνήθιστη και μάλλον έξυπνη παρουσίαση", προσθέτοντας "Ακόμα κι αν δεν τα καταφέρει ως single θα βοηθήσει να μπουστάρει το άλμπουμ που πήρε το όνομα του γκρουπ".
Οι παίκτες επίσης πήραν ένα μπουστάρισμα, όταν ο John Mayall, μέντορας των blues για τον Dunbar, είπε στην Melody Maker, "Οι Retaliation είναι μία καλή μπάντα. Είναι μία από τις ελάχιστες Αγγλικές μπάντες που παίζουν σύγχρονα blues, αντανακλώντας την σημερινή κοινωνία και όχι αναπαράγοντας blues από τα παλιά που ο κόσμος ήδη έχει σε δίσκους". Περισσότεροι έπαινοι ήρθαν από το Beat Instrumental, που παρατήρησε. "Το γκρουπ έχει εξελιχθεί σε ένα από τα πιο τρομερά και ορίτζιναλ blues γκρουπ της Αγγλίας".
Κατά την διάρκεια εκείνης της εποχής, ο Dunbar προσκλήθηκε να πάει στους The Yardbirds στο τελευταίο στάδιο της ύπαρξης τους. Όπως εξήγησε σε μία συνέντευξη στο περιοδικό Modern Drummer, "Είχα μία προσφορά να πάω στους The Yardbirds, με τον Jimmy Page, όταν έκαναν την τελευταία τους περιοδεία, αλλά μόλις είχα αρχίσει με τους Retaliation. Δεν θα μπορούσα να αφήσω τους ανθρώπους στην μπάντα μου για να πλανιέμαι στην περιοδεία, αν και θα οδηγούσε στους Led Zeppelin, που επίσης μου είχαν προσφέρει θέση".
Η μπάντα κυκλοφόρησε το δεύτερο άλμπουμ της Doctor Dunbar's Prescription, τον Νοέμβριο του 1968. Ξανά σε παραγωγή Ian Samwell, αυτή την φορά χρησιμοποιήθηκε για μηχανικός ο Phillip Wade. Παρά αρκετά δυνατά κομμάτια-σημειωτέα τα "The Fugitive" και "Call My Woman"-το άλμπουμ δέχθηκε ανάμικτες κριτικές. Το Beat Instrumental το απεκάλεσε "άλλο ένα σετ από white blues" και επισήμανε ότι η μπάντα ήταν "πολύ πιο δεμένη τώρα, με την ατομικότητα να αρχίζει να φαίνεται έντονα". Και ενώ η Record Mirror έδωσε πέντε αστέρια στην κυκλοφορία, η Melody Maker, μέσω Chris Welch εξέφρασε απογοήτευση με τον δίσκο, αποκαλώντας τον "unmoving", κριτικάροντας την σκηνή των Αγγλικών blues γενικά, προκαλώντας "όλες τις μπάντες που πρόκειται να αφιερωθούν στα blues να ακούσουν καλά την δουλειά τους, ίσως και η μία την δουλειά της άλλης και να αναρωτηθούν αν θα γίνουν μέρος μίας σκηνής που καταντάει το πιο βαρετό πράγμα της εποχής". Περιέργως, έξι από τις δέκα συνθέσεις του άλμπουμ αποδόθηκαν στον ΄Hickley΄ σαν γραφή ή συν-γραφή. Όπως αποδείχτηκε αυτό ήταν το ψευδώνυμο του Victor Brox.

Call My Woman (1968)






Παρά την επίπληξη του Chris Welch της Melody Maker, η Melody Maker κάλυψε σε μεγάλο μέρος το Αγγλικό κίνημα των blues, ακόμα και με το να γίνει σπόνσορας σε ένα ημερήσιο φεστιβάλ που έγινε την 16 Νοεμβρίου του 1968 στο London Royal Festival Hall. Με το όνομα "The Blues Scene '68", τα κονσέρτα είχαν πρώτα ονόματα τους Muddy Waters και John Mayall και παρουσίαζαν τον Champion Jack Dupree και τους The Aynsley Dunbar Retaliation. Τα κονσέρτα ήταν πολύ επιτυχημένα, με ένα αμφιθέατρο 3000 θέσεων να γεμίζει γρήγορα και εκατοντάδες φαν να μην χωράνε και να φεύγουν. Ο Tony Wilson που έγραφε στην Melody Maker, περιέγραψε την παράσταση των The Aynsley Dunbar Retaliation: "Ο ντράμερ / ηγέτης Dunbar έβαλε γερά θεμέλια για να χτίσουν πάνω, ο Victor Brox στα φωνητικά και στο όργανο, ο John Moorshead στην κιθάρα και ο Alex Dmochowski. Ο Brox κατηύθυνε το γκρουπ στο "Low Gear Man" και στο "Call My Woman", που παρουσιάζει τον John Moorshead στην κιθάρα και στα φωνητικά στην δική του σύνθεση "I Tried", όλα από το νέο άλμπουμ Dr. Dunbar's Prescription και το "Double Loving". Ένα συναρπαστικό "Everyday I Have the Blues"-με τον Brox να κάνει ένα σόλο με την pocket cornet και τον Dmochowski επίσης να κάνει ένα διάλειμμα-έφερε το σετ των Retaliation στο τέλος του".

Tuesday's Blues (1968)






Με την επιτυχία των Blues Scene '68, η Melody Maker έγινε ένας από τους σπόνσορες μίας 6ήμερης περιοδείας των κορυφαίων Αμερικανών και Άγγλων blues καλλιτεχνών τον Φεβρουάριο του 1969. Κάνοντας περιοδεία ως Blues Scene '69, το lineup αποτελούνταν από τους John Lee Hooker, Champion Jack Dupree, Jo Ann Kelly, The Groundhogs και τους The Aynsley Dunbar Retaliation.
Τον Μάρτιο του 1969, το γκρουπ πήγε σε μία περιοδεία 6 εβδομάδων στην Αμερική, που περιλάμβαναν 4 παραστάσεις στο Fillmore West από 10 έως 13 Απριλίου, σαν support στους Country Joe and the Fish. Ο οργανίστας Mick Weaver (αποκαλούμενος και Wynder K. Frogg) συνόδευε το γκρουπ. Ωστόσο η συμμετοχή του Mick ήταν βραχύβια και με την επιστροφή του γκρουπ στην Αγγλία, αντικαταστάθηκε από τον Tommy Eyre. Ο Eyre ήταν γνωστός περισσότερο για την δουλειά του με τους Joe Cocker's Band και για την συμμετοχή του στο χιτ "With a Little Help from My Friends". Αυτή η προσθήκη επέτρεψε στον Victor Brox να συγκεντρωθεί στα φωνητικά, το ηλεκτρικό πιάνο, την 12χορδη και την pocket cornet.

The Aynsley Dunbar Retaliation




Την 9 Αυγούστου, οι The Aynsley Dunbar Retaliation πήραν μέρος στο Ninth Jazz and Blues Festival στο Sussex. Ο Chris Welch κάλυψε το γεγονός για την Melody Maker, παραδεχόμενος, "Οι Αγγλικές blues μπάντες έχουν γίνει κοινότοπος τελευταία και πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο ήχος έχει γίνει βαρετός. Σε χέρια γκρουπ όπως οι The Aynsley Dunbar Retaliation και οι Chicken Shack, διατηρεί πολύ δύναμη και εξουσία, αλλά κανένα γκρουπ δεν ήταν κάτι το ξεχωριστό". Τελειώνοντας με μία θετική μνεία για την μπάντα που "έπαιξαν ένα hard, επιθετικό σετ που περιείχε ένα πολύ δυναμικό παίξιμο στα ντραμς".
Την ίδια χρονιά το γκρουπ επίσης έκανε backing στον βετεράνο bluesman Champion Jack Dupree για μερικά sessions που τελικά το 1972 κατέληξαν στην Γαλλική δισκογραφική BYG ως The Heart of the Blues Is Sound.

The Devil Drives (1968)






Ακόμα κι αν και τα δύο άλμπουμ πούλησαν καλά, ο Dunbar είπε στην Melody Maker ότι το επόμενο άλμπουμ τους θα "είναι πιο προχωρημένο", εξηγώντας, "είναι μία πάλη επειδή στην Αγγλία οι φαν των blues περιμένουν να παίξεις δυνατά, αλλιώς δεν είναι blues. Στην Αμερική πρέπει να είσαι προχωρημένος. Ίσως οι φαν εδώ να το γουστάρουν περισσότερο στο τέλος". Η Liberty έβγαλε το άλμπουμ To Mum from Aynsley and the Boys, τον Σεπτέμβριο. Το εξώφυλλο απεικόνιζε την μπάντα με φανταχτερά ρούχα των 50'ς και Πομπαντούρ. Σε παραγωγή του John Mayall, έλαβε καλές κριτικές, με το Disk and Music Echo να σχολιάζει, "Το τρίτο LP του Dunbar στην Liberty είναι αναμφίβολα το καλύτερο του...παρά τον περιορισμένο αριθμό των οκτώ κομματιών, υπάρχει κάτι για κάθε φαν των blues εδώ, από το πολύ R&B "Sugar on the Line" μέχρι το ψευτο-κλασικό "Journey's End", που αρχίζει με μία φούγκα του Μπαχ". Ο κριτικός της Melody Maker έγραψε ότι ήταν "μία σπουδαία εξέλιξη σε σχέση με τα προηγούμενα άλμπουμ του...με καλύτερη ποιότητα ηχογράφησης και πιο ορίτζιναλ ιδέες. Γενικά πλήρως ικανοποιητικό για τους εραστές των heavy blues".
Τον Νοέμβριο του 1969, ο Dunbar και ο Eyre απροσδόκητα άφησαν το γκρουπ για να φτιάξουν τους Aynsley Dunbar's Blue Whale. Ο Dunbar εξήγησε τους λόγους για την διάλυση χρόνια αργότερα στο Modern Drummer:"Ο εγωισμός της μπάντας έφτασε τόσο ψηλά για μένα και δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα. Δεν μπορούσαν να δουν πέρα από εκεί που βρίσκονταν. Νόμιζαν ότι επειδή είχαμε φτάσει στο σημείο που πουλάγαμε και κάναμε λίγα χρήματα, ήμασταν και stars. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος να τους πω ότι είχαμε ανέβει μόλις ένα σκαλοπάτι και είχαμε τόσα πολλά ακόμα μπροστά μας. Ενεργούσαν ήδη σαν stars. Έτσι αποφάσισα ότι ήταν καιρός να ξεφορτωθώ αυτή την μπάντα και να ξεκινήσω μία άλλη".

Don't Take the Power Away (1969)






Ο Dunbar ήθελε επίσης να ενσωματώσει ένα τμήμα χάλκινων στις συνθέσεις και τον Ιανουάριο του 1970 πίστεψε ότι είχε βρει τον σωστό συνδυασμό παικτών για τους Blue Whale, που περιλάμβανε τον Tommy Eyre (πιάνο, όργανο), τον Paul Williams (φωνητικά), τον Ivan Zagni (lead guitar), τον Roger Sutton (μπάσο), τον Pat Hicks (τρομπέτα), τον Norman Leppard (σαξόφωνο) και τον Edward Reay-Smith (τρομπόνι). Το γκρουπ αναχώρησε για μία 5ήμερη περιοδεία στην Σκανδιναβία, αρχίζοντας την 1 Ιανουαρίου του 1970, εμφανίστηκαν στην Βελγική τηλεόραση και μετά έκαναν στις 20 Ιανουαρίου το ντεμπούτο τους στο Marquee στο Λονδίνο. Ο συνδυασμός των παικτών αποδείχτηκε ασταθής ωστόσο και πριν τον δεύτερο μήνα, ο Peter Friedberg είχε προστεθεί στο μπάσο, ο Roger Sutton είχε γίνει δεύτερη κιθάρα ο Charles Greetham είχε αντικαταστήσει τον Norman Leppard στο σαξόφωνο και ο Pat Hicks είχε διωχθεί. Ωστόσο, ο συνδυασμός ποτέ στ'αλήθεια δεν κόλλησε και έτσι ο Dunbar διάλυσε την μπάντα μετά από σχεδόν δύο μήνες για να πάει στον Frank Zappa and the Mothers στα τέλη του Φεβρουαρίου του 1970. Είπε στην Melody Maker ότι ένας από τους κύριους λόγους για την διάλυση του γκρουπ ήταν "δυσκολίες στο να βρεθούν παίκτες στα χάλκινα". Στην μικρή διάρκεια που βρέθηκαν μαζί, ηχογράφησαν ένα άλμπουμ, το Blue Whale, το οποίο η Warner Brothers κυκλοφόρησε μετά την διάλυση τους. Το Disk and Music Echo παραπονέθηκε για το LP,"Τα περισσότερα από τα τραγούδια είναι μεγάλα σε διάρκεια, βαρετά τζαμ γύρω από φτωχές συνθέσεις". Σε πλήρη αντίθεση η Record Mirror απεκάλεσε τον δίσκο "δημιουργικό και συγκριτικά φρέσκο".

It's Your Turn (1970)






Το 1970, η Liberty κυκλοφόρησε ένα τελευταίο άλμπουμ, το Remains to Be Heard, χρησιμοποιώντας το όνομα των The Aynsley Dunbar Retaliation. Σε παραγωγή Victor Brox, αποτελείτο συνολικά από πράγματα που είχαν κοπεί από τις προηγούμενες δουλειές, με τον Dunbar να εμφανίζεται σε τέσσερα μόνο από τα δέκα τρακς με την ισορροπία να έρχεται από πιο πρόσφατες ηχογραφήσεις του τρίο που είχε παραμείνει και της Annette Brox. 

The Aynsley Dunbar Retaliation - I'm Tore Down (Live) (1968)






Ο Aynsley Dunbar παρέμεινε με τον Frank Zappa μέχρι τέλη του 1972 ηχογραφώντας 6 άλμπουμ. Επίσης καθιερώθηκε ως φημισμένος session ντράμερ, δουλεύοντας με τους The Bonzo Dog Doo Dah Band, Flo and Eddie, Nils Lofgren, Lou Reed, Poco, David Bowie, Mick Ronson και Sammy Hagar, ανάμεσα σε διάφορους άλλους.
Το 1974 οι Journey τον έπεισαν να πάει σε αυτούς, μία συνεργασία που διήρκεσε 4 χρόνια και έδωσε 4 άλμπουμ, μέχρι που του ζητήθηκε να φύγει, λίγο πριν πιάσουν οι Journey το στάτους των star. Ο πικρόχολος αυτός χωρισμός προκάλεσε μία αγωγή εκ μέρους του Aynsley (3.250.000 δολαρίων). Ο Dunbar γρήγορα βρήκε νέα στέγη, αντικαθιστώντας τον John Barbata στους Jefferson Starship, στους οποίους παρέμεινε ως το 1982.
Το επόμενο μεγάλο πρότζεκτ του εμφανιζόταν στο ομότιτλο άλμπουμ των Whitesnake το 1987, που εκτοξεύθηκε στο νο2 στην Αμερική και παρέμεινε το πιο καλοπουλημένο άλμπουμ της μπάντας. Επίσης δούλεψε με τους Pat Travers and Mogg/Way, μία μπάντα με ηγέτες τους Phil Mogg και Pete Way, δύο από τα ιδρυτικά μέλη των UFO. Το 1996, ο Dunbar έσμιξε με τον Eric Burdon, τον Alvin Lee και άλλους βετεράνους Άγγλους bluesmen για μία περιοδεία με τίτλο "Best of British Blues". Μετά πήγε στους Eric Burdon and the New Animals.
O Victor Vox μετά την διάλυση των The Aynsley Dunbar Retaliation σχημάτισε μία νέα μπάντα, τους βραχύβιους Ring of Truth, οι οποίοι διαλύθηκαν την άνοιξη του 1970. Ακολούθως έφτιαξε ξανά τους Victor Brox Blues Train με την σύζυγο του Annette. Εμφανίστηκε στο Jesus Christ Superstar τραγουδώντας το μέρος που είχε ο ρόλος του Καΐάφα. Το 1974 οι Brox εμφανίστηκαν στο LP The International Blues Rock Revue, της μπάντας Main Squeeze, μέσα στους οποίους περιλαμβανόταν κι ο Dick Heckstall-Smith (Graham Bond Organization, Colosseum).

Now That You've Lost Me (1968)






Η επόμενη εξόρμηση των Moorshead και Dmochowski ήταν οι μυστηριώδεις Heavy Jelly, μία εικονική μπάντα, της οποίας το εικονικό άλμπουμ έλαβε κριτική από το underground περιοδικό Time Out. Αυτή έλεγε ότι "το έχουν γυρίσει στο acid-rock" και περιείχε λεπτομερείς περιγραφές των τραγουδιών. Στο επόμενο τεύχος το περιοδικό είχε μία ολοσέλιδη διαφήμιση για το εικονικό γκρουπ με μία φωτογραφία του John Moorshead και μερικών φίλων του.
Αν και η πρόθεση για αυτό το γκρουπ ήταν μόνο ένα ανέκδοτο και δεν ξεκίνησε στα σοβαρά (γι'αυτό και είπα εικονικό), η κριτική και η διαφήμιση δημιούργησε τόσο ενδιαφέρον για τους Heavy Jelly, που δύο ανταγωνιστές σχημάτισαν γκρουπ για να κεφαλοποιήσουν την δημοφιλία του ονόματος. Ένα γκρουπ στην Island Records (στην πραγματικότητα οι Skip Bifferty), έκαναν ένα single, "I Keep Singing the Same Old Song" / "Blue", αλλά τους μπλόκαρε το άλλο γκρουπ στην Head Records (με τον Moorshead, Dmochowski και Carlo Little στα ντραμς). Αυτοί έκαναν ένα άλλο single τo "Time Out Chewn in" / "The Long Wait" τον Ιούλιο του 1969. Προς το τέλος του χρόνου, ο τραγουδιστής Jackie Lomax και ο πρώην ντράμερ των Animals, Barry Jenkins πήγαν στους Heavy Jelly. Ένα άλμπουμ ηχογραφήθηκε, αλλά η μπάντα διαλύθηκε και το άλμπουμ δεν κυκλοφόρησε επισήμως.
Ο Alex Dmochowski πήγε στους John Mayall's Bluesbrakers τον Φεβρουάριο του 1970. Ακολούθως έκανε session δουλειές με τους Graham Bond (Holy Magick), Peter Green (The End of the Game) και Frank Zappa (Waka/Jawaka και The Grand Wazoo). Στα άλμπουμ του Zappa, που έσμιξε ξανά με τον Aynsley Dunbar, ο Dmochowski έχει credit ως "Erroneous".
Το τρακ "Warning" διασκεύασαν οι Black Sabbath για το ντεμπούτο άλμπουμ τους και είναι αυτό που κλείνει τον δίσκο τους.
Το προσωπικό του site βρίσκεται εδώ: http://www.aynsleydunbar.com/

Aynsley Dunbar


Aynsley with Journey (1977)


From the left: Dunbar-Beck-Stewart-Wood (The Jeff Beck Group) (1967)


Aynsley with Frank Zappa and the Mothers (1970)


Bowie-Ronson-Dunbar (1973)

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαβάστε/Ακούστε επίσης