TIM BUCKLEY
Folk-Rock Innovators
Ανάμεσα στο 1966 και στο 1970, ο Tim Buckley όχι μόνο είχε ΄καταπιεί΄ τόσους στιλιστικούς χώρους μουσικά, όσο κανείς άλλος cult rocker της εποχής του. Αναμφίβολα εξόρμησε σε τόσες πολλές περιοχές, με τέτοια επιτυχία, όσο κανένας μουσικός της rock οποιασδήποτε εποχής μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και σε τόσο νεαρή ηλικία. Σε συνάρτηση με το ποιο άλμπουμ-ή ακόμα και τραγούδι-έφερε στα αυτιά σας τον Buckley πρώτα-πρώτα, θα σας δικαιολογούσα εάν του βάζατε ταμπέλα ως folk-rocker ή ψυχεδελικός τραγουδοποιός / τραγουδιστής, ένας χαλαρός τραγουδιστής της jazz, ένας blue-eyed τραγουδιστής της soul ή ένας avant-garde ερμηνευτής δυσνόητων τραγουδιών, αποφασισμένος να προκαλέσει ή και να απομακρύνει το κοινό του.
Τέτοιος εκλεκτισμός δεν θα μπορούσε να έχει πετύχει χωρίς υποστήριξη και ο Buckley ήταν ευλογημένος να έχει την πιο ευέλικτη φωνή της γενιάς του. Η φωνή του δεν ήταν τόσο μία φωνή που έπαιζε το ρόλο οργάνου. Η έκταση των τεσσάρων οκτάβων του περιελάμβανε χαμηλά, μπλουζ γρυλίσματα, μελωμένα τενορικά jazz φωνητικά και δυνατές στριγκλιές, που θα ενέπνεαν τρόμο ανακατεμένο με ευχαρίστηση. Ήταν επίσης και συνθέτης υπέροχων και φιλόδοξων μελωδιών και συχνά υποστηρίζονταν από έναν στιχουργό και επίσης καλύτερο του φίλο, που έμοιαζε σαν ηθοποιός του σινεμά και κάποιους από τους καλύτερους και πιο υποστηριγκτικούς μουσικούς σαν backing διαθέσιμους στα live, αλλά και στο στούντιο. Ηχογράφησε για δύο από τις πιο progressive εταιρείες της εποχής-εταιρείες που ήταν ανάμεσα σε αυτές που είχαν την πρόθεση να παραχωρήσουν στα σχήματα τους αρτιστική ελευθερία.
Pleasant Street (1967)
Στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα, πολλά έχουν γίνει από τους δαίμονες και την ψυχολογική σύγχυση που πιθανώς έδωσαν κίνητρο σε μεγάλο μέρος της καλύτερης δουλειάς του και επίσης πιθανώς συνέβαλαν στον πρόωρο χαμό του. Η αποτυχία του να φτάσει σε μαζικό κοινό, ωστόσο δεν ήταν αποκλειστικά εξαιτίας της απρόβλεπτης συμπεριφοράς, των σε λάθος χρόνο κυκλοφοριών των δίσκων και του τέλους του από ατύχημα. Η μουσική του Buckley ήταν του είδους που παίρνει κάποιο χρόνο για να ΄χωνευθεί΄ και δεκαετίες ίσως για να κατανοηθεί πλήρως και να εκτιμηθεί δεόντως, ακόμα κι από ακροατές που άκουσαν τους δίσκους του από όταν πρωτο-κυκλοφόρησαν. Ο Buckley δεν θα μπορούσε να χτίσει ένα κοινό, τουλάχιστον εν μέρει, λόγω της αδιάκοπης μετακίνησης που σήμερα μας εντυπωσιάζει, εγκαταλείποντας μία σκέψη για μία άλλη, απλά σαν να ήταν στα πρόθυρα του να καθιερωθεί σαν master του συγκεκριμένου είδους.
Ο Buckley πιο συχνά κατηγοριοποιείται ως folk-rock τραγουδοποιός / τραγουδιστής και ενώ αρίστευσε σε αυτό το στυλ, για να τον κατατάξεις σε οποιοδήποτε γένος πρέπει να αρνηθείς το υπερφυσικό εύρος των υφών και των καλλιτεχνών που είχε αγκαλιάσει πριν καν ασχοληθεί με ηχογραφήσεις. Σαν έφηβος μεγάλωσε στο Orange County, έπαιξε folk και country και με τους The Bohemians έπαιξε rock. Το πρώιμο ρεπερτόριο του περιλάμβανε αγαπημένους της folk, όπως οι Leadbelly, o Pete Seeger, η Odetta και η Joan Baez, αλλά επίσης το "One For My Baby" του Frank Sinatra, το "Big River" του Johnny Cash, το "Drifting Blues" του Ray Charles και σύγχρονες συνθέσεις από τραγουδοποιούς / τραγουδιστές που ξεπετάγονταν, όπως οι Fred Neil, Donovan, Tim Hardin και Bob Dylan (του οποίου το ακυκλοφόρητο "Quit Your Low Down Ways" ο Buckley έμαθε από μία τυπωμένη βερσιόν στο περιοδικό Sing Out!)
It Happens Every Time (1966)
Ο Beckett θα έπαιζε ντραμς στους The Bohemians, που σχηματίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του '60, που περιλάμβαναν επίσης τον μπασίστα Jim Fielder (αργότερα πήγε σε διάφορα άλλα γκρουπ με κυριότερο τους Blood, Sweat & Tears) και τον κιθαρίστα Brian Hartzler. Στην αρχή ούτε ο Buckley ούτε ο Beckett συνέθεταν τραγούδια, αν και ο Beckett ήδη έγραφε ποιήματα. Ωστόσο, με τους Beatles και τον Dylan σαν έμπνευση, σημειώνει ο Larry, "Βελτιωνόμασταν αλήθεια πολύ γρήγορα μαζί σαν τραγουδοποιοί και μετακινηθήκαμε από εκείνο το είδος των pop φθηνο-μπαλάντων σε μάλλον ποιητική έκφραση". Όπως παραδέχεται ο Beckett ήταν η όμορφη, ευέλικτη τενορική φωνή του Tim που ασκούσε την έλξη τότε, όχι το υλικό. "Θα γράφαμε τα αδύναμα pop τραγούδια μας, αυτός θα στεκόταν και θα άρχιζε να τα τραγουδάει και όλοι θα έλεγαν ΄Ω Θεέ μου!΄ Το ίδιο θα έλεγαν και όταν τραγουδούσε folk τραγούδια μόνος του με την κιθάρα. Ήταν ο ήχος της φωνής του. Σίγουρα σε εκείνο το σημείο δεν μέτραγαν καθόλου οι στίχοι μου".
Ήταν επίσης το πιθανότερο η φωνή του Tim, που τράβηξε την προσοχή του ντράμερ των Mothers of Invention, Jimmy Carl Black, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με τον μάνατζερ των Mothers, Herbie Cohen. Ως μάνατζερ του Fred Neil, της Judy Henske και των The Modern Folk Quartet, o Cohen ήταν καλά ενήμερος για τον ενθουσιασμό που υπήρχε, καθώς οι τραγουδοποιοί / τραγουδιστές έκαναν την απροσδόκητη μετάβαση στην ηλεκτρική μουσική στα μέσα της δεκαετίας του '60, παίρνοντας την πνοή από την ακουστική folk σκηνή, διοχετεύοντας την στην folk-rock μέσα σε ένα διάστημα μηνών. Ένα demo των Bohemians-συχνά αναφερόμενο ως six songs, αν και ο Beckett θυμάται να υπάρχουν μόνο τέσσερα-έφτασε στα αυτιά του προέδρου της Elektra Records, Jac Holzman. Αν και σύμφωνα με τον Beckett μόνο ένα από εκείνα τα demo ("She Is") επανηχογραφήθηκε για το πρώτο άλμπουμ του Buckley, ο Holzman, σε ένα δελτίο τύπου της Elektra, ισχυρίστηκε ότι ερωτεύθηκε αμέσως τον τραγουδιστή:
"Ο Herb μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι είχε ένα νέο καλλιτέχνη, που νόμιζε ότι ήμασταν η καλύτερη εταιρεία γι'αυτόν και ότι έστελνε σε εμάς και σε κανέναν άλλο ένα demo δίσκο με γύρω στα έξι τραγούδια. Δεν έπρεπε να παίξω παραπάνω από μία φορά το δίσκο, αλλά νομίζω ότι πρέπει να τον άκουγα το λιγότερο δυο φορές την μέρα για μία εβδομάδα...όποτε για οποιοδήποτε λόγο έπεφτα ψυχολογικά θα έτρεχα να ακούσω τον Buckley. Ήταν αναζωογονητικός. Ζήτησα από τον Herb να κανονίσει μία συνάντηση, αλλά ήδη είχα διαμορφώσει γνώμη. Περάσαμε ένα απόγευμα μαζί και η πεποίθηση μου για τον Tim επιβεβαιώθηκε με το παραπάνω. Του εξήγησα ότι η Elektra αναπτυσσόταν σε μία δημιουργική κατεύθυνση εκείνη την εποχή και ότι ήταν ακριβώς το είδος του καλλιτέχνη με το οποίο θέλαμε να αναπτυχθούμε-νέος, και στην διαδικασία της ανάπτυξης, με υπερφυσικά και μοναδικά χαρίσματα και τόσο ΄άτυπος΄ που δεν υπήρχε φόρμουλα ή κανόνας στον οποίο θα τον έβαζε κάποιος. Ο Tim αντιλήφθηκε ότι καταλάβαμε και ήξερε ότι τον θέλαμε για τον σωστό λόγο".
She Is (1966)
Το άλμπουμ Tim Buckley, που κυκλοφόρησε στα τέλη του 1966, έχει κάποιες φορές υποτιμηθεί από τους κριτικούς σαν υπανάπτυκτο άλμπουμ της folk-rock περιόδου. Ενώ υπήρχε μία αβέβαιη αίσθηση στις διαδικασίες που υπονοούσαν ανεκμετάλλευτη δυναμική-ο Buckley εξάλλου ήταν μόνο 19 χρονών-ήταν ωστόσο ένας πολύ καλός δίσκος, ξεχειλισμένος από μαγευτικές μελωδίες που μετέφεραν τα συνηθισμένα folk και blues σε ένα πιο μπαρόκ πεδίο. Η μπαρόκ ποιότητα ενισχυόταν από την κρυστάλλινη παραγωγή, τυπική των rock άλμπουμ της Elektra, που επέβλεπε ο Paul Rothchild, ο οποίος πήρε τα ηνία της παραγωγής σε διάφορες από τις ωραιότερες κυκλοφορίες της Elektra (συμπεριλαμβανομένων των περισσοτέρων δίσκων των The Doors) και από τον ίδιο τον Jac Holzman. Ο Jack Nitzsche, διάσημος για τις συνθέσεις του στα sessions του Phil Spector, έκανε τις συνθέσεις των εγχόρδων. Ο cult τραγουδιστής Van Dyke Parks πρόσθεσε harpsichord, πιάνο και celeste. Και ο Lee Underwood, ίσως ο πιο συμπαθής από όλους τους μουσικούς που θα προσλάμβανε ο Buckley για μερικά από τα επόμενα χρόνια, συνεισέφερε στην lead guitar. Οι δομές και οι συνθέσεις αντηχούσαν jazz και κλασική μουσική, ακόμα κι αν η folk και η rock αποτελούσαν τα θεμέλια. Οι αλλόκοτες παραμορφώσεις στην κιθάρα στο "Song of the Magician" και στο "Song Slowly Song" υπαινίσσονταν ένα παραλίγο ψυχεδελικό μυστήριο. Τα τέμπο που άλλαζαν στο "Strange Street Affair Under Blue" σε μία καρναβαλική ατμόσφαιρα και οι πιο στάνταρ συνθέσεις όπως το "Song For Jainie" ήταν σχεδόν mainstream folk-rock.
Strange Street Affair Under Blue (1966)
Αν και το άλμπουμ Tim Buckley δεν μπήκε στα charts, κέρδισε καλή φήμη και κριτικές ανάμεσα στο αναπτυσσόμενο underground κοινό. Για το δεύτερο άλμπουμ του ο Buckley θα δούλευε με τον παραγωγό Jerry Yester και ίσως ήταν ότι η Elektra είχε πιο εμπορικά σχέδια για το προϊόν του Buckley, από ότι το LP θα εκπλήρωνε. "Η Elektra μου έκανε ένα είδος οντισιόν σαν παραγωγό και ήθελε να δω που πήγαινε ο Tim μετά το πρώτο άλμπουμ του", θυμάται ο Yester. "Έτσι κάναμε δύο single και ήταν πολύ περισσότερο rock 'n' roll. Στην Elektra ήθελαν να κάνουν ένα χιτ single. Υπήρχε ένα τραγούδι που λεγόταν "Once Upon a Time" και ένα άλλο το "Lady Give Me Your Key". Πάντα μου άρεσαν και τα δύο. Μετά η Elektra τα άκουσε και είπε, ΄εντάξει, σε πιστεύουμε, ας κάνουμε το άλμπουμ, ξέχνα τα αυτά τα δύο τραγούδια. Θέλουμε να συνεχίσεις και να κάνεις το πιο σοβαρό υλικό΄. Μετά από αυτό πέσαμε με τα μούτρα για να κάνουμε το άλμπουμ".
Song Slowly Song (1966)
Hallunications (1967) - Live at Troubadour
Όσο για την παραγωγή, σημειώνει ο Yester, "Ενδιαφερόμουν να δουλέψω γύρω από ό,τι έκανε ο Tim με την κιθάρα του και όχι να τον προσαρμόσω σε μία μπάντα, αλλά να προσαρμόσω ό,τι άλλο υπήρχε στο δίσκο σε αυτόν. Η ποικιλία των τραγουδιών που είχαν αυτός και ο Larry ήταν τόσο καλή, που απλά απαιτούσε μία ποικιλία από μουσικούς να την πλαισιώσουν. Κάθε τραγούδι είχε κάτι το διαφορετικό". Οι συνθέσεις ήταν επομένως αρκετά πιο πολύπλοκες και σε κάποιο βαθμό πιο ψυχεδελικές σε σχέση με εκείνες που υπάρχουν στο άλμπουμ Tim Buckley, με αρκετούς κιθαρίστες και ένα ευρύτερο πεδίο κρουστών με την προσθήκη του Carter C. C. Collins στα κόνγκας και το πρώην μέλος των Kingston Trio, Dave Guard στην kalimba. O Don Randi και ο ίδιος ο Yester έπαιξαν διάφορα keyboards, συμπεριλαμβανομένης harpsichord, harmonium και Hammond.
Phantasmagoria In Two (1967)
Η πιο σοβαρή διάθεση του Goodbye and Hello ήταν φανερή από την αρχή του πρώτου τρακ: η έκρηξη της ατομικής βόμβας που άνοιγε το "No Man Can Find the War", τραγουδισμένου με την λυπημένη φωνή του Buckley (και ολοκληρώνοντας με ακόμα μία ατομική έκρηξη, αυτή την φορά ανάποδα). Ο Beckett εξηγεί, "Όλη η χώρα ήταν κολλημένη με το Βιετνάμ, ιδιαίτερα η ουτοπιστική γενιά μας. H ιδέα μου ήταν ότι ο καθένας πάντα σκέφτεται όταν βρίσκεται σε πόλεμο-ακόμα και τώρα!-θα ισοπεδώσουμε το Βελιγράδι ή όχι; Αλλά δεν είναι αυτός ο πραγματικός πόλεμος. Ο πραγματικός πόλεμος είναι, από που έρχονται αυτοί οι άνθρωποι που μπορούν να μεταχειρίζονται έτσι άλλους ανθρώπους; Εκείνος είναι ο πραγματικός πόλεμος, από μέσα, που κανένας ούτε καν συζητάει. Όλοι μιλάνε για το πόσοι άνθρωποι σκοτώθηκαν από κάθε πλευρά και αυτά τα νούμερα συνήθως παραχαράσσονται. Ήταν μέρος της σύγχυσης μου τότε και τώρα, ότι οι άνθρωποι τελειώνουν τον πόλεμο και θεραπεύουν το σύμπτωμα, ενώ η ασθένεια ανθίζει".
No Man Can Find the War (1967)
Ελάχιστα από τα τραγούδια ήταν τραγούδια αγάπης (και πραγματικά ακόμα και τα τραγούδια αυτά δεν ήταν τόσο ξεκάθαρα) και οι στίχοι ήταν γεμάτοι με συγκεκριμένες εικόνες και δυσνόητη ποίηση που ήταν πολύ πιο ενθυμητική, αν και μερικές φορές το παράκανε, ακόμα κι από την πιο ψυχεδελική rock του 1967. Υπήρχε ο απελπισμένος τραγουδιστής και ο κλόουν στο "Carnival Song". Το εκτεταμένο ρομαντικό αριστούργημα "I Never Asked to Be Your Mountain" (που παρεμπιπτόντως μοιάζει να μοιρολογεί μία χαμένη υπόθεση και να ανακοινώνει την ανάγκη για ανεξαρτησία). Και το ελεγειακό "Morning Glory", με τον διάλογο ανάμεσα στον αφηγητή και έναν αλήτη, ο οποίος δεν μοιάζει αντάξιος των προσδοκιών του τραγουδιστή (με τον τίτλο "Hobo", η Linda Ronstadt ηχογράφησε αυτό το κομμάτι δύο φορές, πρώτα στα τέλη της δεκαετίας του '60 σαν μέλος των Stone Poneys και έπειτα στα μέσα της δεκαετίας του '70 σαν σόλο).
I Never Asked to Be Your Mountain (1967)
Πουθενά δεν ρίσκαρε περισσότερο από ότι στο 8λεπτο ομότιτλο κομμάτι, με τους ανθρώπους στα μπουντρούμια, τους στρατηγούς, το βασιλιά, τη βασίλισσα και τον μάγο τους να παρελαύνουν-μερικές φορές βίαια-μέσω ενός σύγχρονου δικτύου από αυτοκινητόδρομους, διαφημιστικές πινακίδες και διαλυμένους γάμους. Αυτό το φαινομενικό κατηγορητήριο της τρέλας του κόσμου εναλλάσσεται με πιο αισιόδοξους, ήρεμους στίχους, που καθρεφτίζουν την πάλη ανάμεσα στην κοινωνική ελίτ και την αντικουλτούρα στα τέλη της δεκαετίας του '60. Αν και ο Beckett το είχε οραματιστεί σαν ένα κομμάτι στο οποίο δύο φωνές θα τραγουδούσαν διαφορετικούς στίχους (μέρος των οποίων ακόμα φαίνονται σε διαφορετικές στήλες στο εξώφυλλο του άλμπουμ) με δύο μελωδικές γραμμές (αντίστιξη), ο Buckley κατέληξε απλά να εναλλάσσει τις μελωδικές γραμμές από τα δύο σετ της πρόζας. Παράλληλα με την περίτεχνη ενορχήστρωση, είχε περισσότερα κοινά με Ευρωπαϊκή θεατρική δημιουργία από συνθέτες όπως ο Jacques Brel, παρά με την rock.
Αυτό και το άλμπουμ ως σύνολο, μπορεί να μην ήταν ότι είχε κατά νου η Elektra, αλλά όπως σημειώνει ο Beckett, "Η Elektra ήταν στ'αλήθεια καλή με όλο αυτό. Όλος ο αισθητικός έλεγχος είχε παραδοθεί στον καλλιτέχνη, πράγμα σπανιότατο εκείνες τις μέρες". Όχι ότι ο ενθουσιασμός τους ήταν άοκνος. Όπως θυμάται ο Yester, καθώς το κομμάτι "Goodbye and Hello" προετοιμαζόταν, "Ο Jac Holzman με κάλεσε στο τηλέφωνο και είπε, ΄Ώστε, ακούω ότι έχετε ορχήστρα. Αν υπάρχει οποιοσδήποτε τρόπος να ακυρώσω αυτά τα sessions θα το έκανα΄. Εγώ απάντησα ΄Χριστός και Παναγία Jac΄. Αυτός είπε, ΄Γιατί δεν με ενημερώσατε;' και απάντησα ΄Απλά συνέβη τόσο γρήγορα που δεν έκρινα ότι έπρεπε να σε καλέσω να στο πω΄. ΄Ωραία, αν θα μπορούσα να το ματαιώσω, θα το έκανα΄. Και έκλεισε με βία το ακουστικό. Την επόμενη φορά που τον είδα ήταν όταν κάναμε τις μίξεις και είπε, ΄Αυτό είναι το καλύτερο κομμάτι που έχω ακούσει ποτέ μου΄ απλά επαινώντας μας".
Goodbye and Hello (1967)
Υπάρχουν ενδείξεις ότι ανάμεσα στο δεύτερο και τρίτο άλμπουμ του έψαχνε και πιθανώς πάλευε για νέους ήχους και ιδέες. Ένα άρθρο στο Hit Parader ανέφερε ότι δύο εβδομάδες με sessions στην Νέα Υόρκη έμειναν απλά αχρησιμοποίητες στις αρχές του 1968. Τέσσερα τραγούδια από τότε, που παρουσιάζουν μόνο τον Buckley, τον Underwood και έναν άγνωστο μπασίστα (πιθανώς τον Jimmy Bond), εμφανίστηκαν στην κυκλοφορία του 1999 Works in Progress, συμπεριλαμβάνοντας το ωραίο "Danang" και μία βερσιόν του "Song to the Siren" (το οποίο θα ξανα-ηχογραφείτο για το άλμπουμ του 1970 Starsailor). Το Works in Progress επίσης έχει τραγούδια από το καλοκαίρι του '68, συμπεριλαμβανομένων εναλλακτικών βερσιόν από μερικά τραγούδια που θα κατέληγαν στο τρίτο LP και στο επόμενο Blue Afternoon, όπως επίσης και διασκευές από άλλο υλικό, όπως το folk "Wayfaring Stranger" και το "Hi Lily, Hi Lo".
Ο Beckett προσθέτει ότι δεν ήταν μόνο εκείνες οι ακυκλοφόρητες κασέτες από τα αρχικά χρόνια, που δείχνουν τον Buckley να παίζει με διαφορετικά πράγματα.
Morning Glory (1967)
Το Happy Sad ήταν κατά μία αίσθηση ένα βήμα πίσω προς ένα πιο βασικό ήχο, χρησιμοποιώντας μόνο τέσσερις άλλους μουσικούς και λιγότερο επίπονο όσον αφορά στο πόσες φορές έκαναν κάθε τρακ και στα overdubs, αλλά υπήρχαν άλλες μνημειώδεις αλλαγές επίσης. Πρώτον υπήρχε (προσωρινά όπως κατέληξε) η συνεργασία στην γραφή των τραγουδιών των Buckley-Beckett. Ο Beckett ήταν για να παρουσιαστεί στον στρατό και απολύθηκε ένα χρόνο μετά ως ακατάλληλος. Νομίζει ότι η απουσία του στοίχισε στον ίδιο και στον Tim την ευκαιρία να γράψουν το μουσικό θέμα για το Midnight Cowboy, το οποίο ο Herbie Cohen έσπρωξε στον Nilsson που κατέληξε να τραγουδήσει το "Everybody Talkin" του Fred Neil για την ταινία, κάνοντας το τεράστιο χιτ.
Love from Room 109 at the Islander (On Pacific Coast Highway) (1969)
Αν και το Happy Sad ήταν μία ουσιαστική μεταφορά από το Goodbye and Hello, ήταν αρκετά προσβάσιμο που δεν παραξένεψε τους φαν του Buckley, τους οποίους είχε κερδίσει με τα δύο αρχικά LP. Ο Buckley τώρα προτιμούσε τα jazzy grooves-όλα εκτός από ένα, από τα έξι τραγούδια ήταν μεγαλύτερα των πέντε λεπτών και δύο ξεπερνούσαν τα δέκα.
Dream Letter (1969)
Το άλμπουμ ανέβαινε από τον λήθαργο που ήταν με το ξεσηκωτικό "Gypsy Woman", με το νευρικό ΄χτύπημα΄στη funky κιθάρα και τα congas του Carter C.C. Collins να καταλήγουν σε ξέφρενο ρυθμό. Το όμορφο κομμάτι που ολοκλήρωνε "Sing a Song For You", ήταν το μόνο τραγούδι που πιθανώς ταίριαζε στις προηγούμενες ηχογραφήσεις, με την απλή ακουστική κιθάρα που κυριαρχούσε. Στο "Dream Letter" ο Underwood επινόησε μία προσέγγιση στην κιθάρα στην οποία χρησιμοποίησε τα δάχτυλα και των δύο χεριών στην ταστιέρα για να παίξει συγχορδίες και μελωδίες ταυτόχρονα. Θα συνέχιζε να την χρησιμοποιεί και στα επόμενα άλμπουμ του Buckley, Lorca και Starsailor.
Strange Feelin' (1969)
Ένα μαγικό κολπάκι της παραγωγής ήταν απαραίτητο για να σώσεις μία προσπάθεια της μπάντας και πραγματικά κατέληξε να ενισχύσει το mood του "Love from Room 109 at the Islander (On Pacific Coast Highway)", με τα κύματα του ωκεανού να σκάνε στην ακτή. Κατά λάθος ηχογραφήθηκε με τα Dolby στο ΄Play΄ (αντί στο ΄record΄ που ήταν το σωστό), πράγμα που δημιούργησε σφύριγμα.
Yester: "Είπα, ΄έχουμε πρόβλημα σε αυτό, μπορείτε να το κάνετε ξανά παιδιά;΄ Η μπάντα ήταν σαν να τους είχα καταβρέξει με παγωμένο νερό. Ο Tim μπήκε στη μέση σε μία έκρηξη θυμού. Η φωνή του αντήχησε κάπου τρεις οκτάβες ή κάτι τέτοιο, σχεδόν εκτός ακουστού φάσματος. Δεν γέλασα, αλλά ήταν όλα όσα μπορούσα να κάνω το να μην γελάσω. Αλλά ήταν τόσο δυσαρεστημένος από όλο αυτό. Το ακούσαμε ξανά και ήταν μία πράγματι καλή προσπάθεια. Αυτοί ήταν ανένδοτοι, δεν επρόκειτο να το κάνουν ξανά. Είπα, ΄Άκου το σφύριγμα. Είμαστε μόλις ένα σπίτι από τον παραλιακό αυτοκινητόδρομο. Πώς θα σου φαινόταν να ηχογραφήσουμε κάποιο surf και να το βάλουμε μέσα; Ο ήχος του surf είναι ίδια συχνότητα όπως το σφύριγμα και θα το καλύψει πολύ καλά΄. Βρήκε ένα σπίτι στο κύμα που το surf στέγνωνε έξω από αυτό. Έβαλε άνθρωπο να κρεμάσει δύο μικρόφωνα, το ένα στην έξω πλευρά και το άλλο στην εσωτερική πλευρά του σπιτιού. Έτσι κατέγραψε τον ήχο. Το έφερε στο στούντιο, το ενσωματώσαμε και ακούστηκε πολύ ωραία".
Gypsy Woman (1969)
Πρώτα, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι όλη η μουσική που έκανε ή έγραψε ο Buckley στα τέλη των 60'ς δεν κατέληξε στα τρία άλμπουμ που εμφανίστηκαν. Είναι ένα μέτρο των ικανοτήτων του και της δημιουργικής του ποικιλίας ότι δύο live άλμπουμ που δεν εμφανίστηκαν μέχρι τα 90'ς δεν ήταν τόσο πολύ ένα είδος ντοκουμέντων ή σουβενίρ, όσο δουλειές που αποκαλύπτουν εντελώς νέες πλευρές του στυλ και του ρεπερτορίου του. Το διπλό CD Dream Letter, που περιέχει ένα κονσέρτο στο Λονδίνο τον Οκτώβριο του 1968, ήταν ο Buckley unplugged (πολύ-πολύ πριν ο όρος γίνει δημοφιλής από το MTV), χωρίς ντραμς. Μόνο κιθάρες, βιμπράφωνο και ο Danny Thompson των Pentangle στο ακουστικό μπάσο. Παρόμοιο με το Happy Sad όσον αφορά στα όργανα, είναι πιο λιτό, πιο jazz και πιο μινιμαλιστικό, συμπεριλαμβανομένου ενός αριθμού αισθησιακών blues-jazz-folk τραγουδιών (ορίτζιναλ και διασκευές) που δεν περιέλαβε σε στούντιο άλμπουμ. Αν και η σχέση με τον Thompson ήταν σύντομη, έχει αναφερθεί πώς το ζευγάρι αυτοσχεδίασε σε ένα από τα τραγούδια του Buckley για πάνω από μία ώρα σε μία πρόβα στην τηλεόραση, με την παρουσία μόνο τριών ακροατών. O Clive Selwood της Αγγλικής Elektra, ένας από τους τρεις, το περιγράφει στο MOJO ως "η πιο εξουθενωτικά μαγική παράσταση που έχω βρεθεί".
Πιο δύσκολο από το Dream Letter, αλλά πιο περιπετειώδες και ικανοποιητικό είναι το Live at the Troubadour 1969. Σε αυτή την ηχογράφηση ο Buckley μπορεί να ακουστεί να γυρίζει από γλυκιά jazz-folk σε free-form jazz, με τη φωνή του όχι τόσο σαν όχημα για τους στίχους, όσο ένα από τα όργανα. Υπήρχε επίσης ένα ακυκλοφόρητο soundtrack που ηχογράφησε για την ταινία Changes, με αποσπάσματα φωνητικά και ορχηστρικά που θύμιζαν το Happy Sad, χρησιμοποιώντας κιθάρα, βιμπράφωνο και congas.
Buzzin' Fly (Live in London) (1968)
"Ο Tim ήταν έτοιμος σε κάθε περίπτωση να βγάλει ένα σετ από πέντε άλμπουμ", ισχυρίζεται ο Beckett. "Αγαπούσε τόσα πολλά είδη μουσικής και ήταν τόσο καλός σε αυτό που περιορίζοντας τον στις δύο πλευρές ενός LP ήταν σχεδόν γελοίο. Ακόμα και δημόσια, όπως βλέπετε στο live υλικό, καθώς αρχίζει να κυκλοφορεί, θα άρχιζε να απομακρύνεται. Κατ'ιδίαν θα απομακρυνόταν ακόμα περισσότερο και θα έπαιζε και θα τραγουδούσε όλα τα είδη υλικού, ορίτζιναλ και διασκευές, που δεν ήταν σαν οτιδήποτε άλλο. Εννοώ ότι απλά ήταν παράξενα, αλλόκοτα".
Sing a Song for You (1969)
Anonymous Proposition (1970)
Το Lorca δεν θα κυκλοφορούσε μέχρι τις αρχές του 1970, καθώς αρκετά πρότζεκτ και ενδιαφέροντα άρχισαν να συγκρούονται σε μία μόδα που παραμένει μπερδεμένη και στις μέρες μας και θα βοηθούσε να απορριφθεί η εμπορική βιωσιμότητα του Buckley. Η ακριβής ακολουθία των γεγονότων έχει αναφερθεί διαφορετικά, αλλά γύρω στην ίδια περίοδο που ο Buckley έκανε το Lorca, ηχογράφησε επίσης και το Blue Afternoon, ένα πολύ πιο συμβατικό σετ.
I Had a Talk With My Woman (1970)
Με κάποιο τρόπο, το Blue Afternoon κυκλοφόρησε πρώτο, στις αρχές του 1970, με το Lorca να εμφανίζεται μόλις ένα μήνα αργότερα. Όχι μόνο αυτό, αλλά εμφανίστηκαν σε διαφορετικές εταιρείες, το Lorca στην Elektra και το Blue Afternoon στην θυγατρική της Warner του Herbie Cohen, Straight.
Blue Melody (1970)
Chase The Blues Away (1970)
Με backing ελεύθερο αυτοσχεδιασμό από την νέα μπάντα του, ο Buckley παρουσίαζε λίγο σεβασμό ή κατανόηση στον Ken Nordine πετσοκόβοντας την δουλειά του, αλλάζοντας τόνο και αψηφώντας τις λεπτομέρειες. Στο ίδιο κονσέρτο, ο Buckley έμπλεξε παλαιότερο υλικό με ένα εικοσάλεπτο και βάλε "Gypsy Woman", σύμφωνα με τον ρεπόρτερ Michael Cuscuna, "με ασυνάρτητες αλλαγές στο τέμπο, χορωδίες που αυτοσχεδίαζαν, εκτεταμένη χρήση του γκονγκ, ξύλινα φλάουτα, κουδούνια και άλλα μικρά κρουστά την στιγμή που ο Buckley ούρλιαζε, έβγαζε λαρυγγισμούς και φώναζε".
"Αυτός είναι ο λόγος που δεν έζησε πέρα από τα εικοσιοκτώ του" λέει ένας συμφιλιωμένος με την ιδέα Beckett σήμερα. "Παλιά, θα έκανε-όπως στο Troubadour-ένα χαρισματικό, στοιχειωτικό σετ και θα κατέβαινε από την σκηνή. Κάποιος θα τον πλησίαζε και θα του έλεγε, ΄Θεέ μου! Υπέροχο Tim!΄ και αυτός θα έλεγε, ΄Ω, μαλακία ήταν΄. Αποτέλεσμα ήταν το πρόσωπο που του έκανε το κομπλιμέντο να παρερμηνεύσει την παράσταση. Επειδή είχε λάθος. Δεν ήταν μαλακία. Ήταν αλήθεια καλός. Αλλά πολλές φορές δεν μπορούσε να το αισθανθεί και κατέκρινε τον εαυτό του. Αυτό ήταν η αρχική εκδήλωση του. Αργότερα ήταν που θεωρούσε το κοινό σαν ένα τσούρμο ηλίθιους. Τους είχε δώσει το παρατσούκλι Lobo, από το Lobotomy. Εννοώντας ΄αυτοί οι άνθρωποι που πλήρωσαν για να με δουν, που χειροκροτούν, δεν έχουν ιδέα από μουσική, δεν μπορούν να με ακολουθήσουν, ποτέ δεν έχουν ακούσει το όνομα Kristof Penderecki και δεν θα μπορούσαν να σκεφθούν μέτρο 15/17. Λοιπόν ποιος είναι ο σκοπός τους;΄ Πραγματικά σκεφτόταν έτσι εχθρικά".
The Train (1970)
Το Rolling Stone σημείωσε ότι σύμφωνα με ένα δελτίο τύπου της Straight, το δεύτερο άλμπουμ του Buckley για την εταιρεία επρόκειτο να είναι "μία Afro-Cuban-jazz-Motown εκτεταμένη σουίτα".
Song to the Siren (1970)
Σε κάποιες από τις πιο δύσκολες συνθέσεις, όπως στο ομότιτλο τραγούδι-που δεν είχε λιγότερα από 16 φωνητικά overdubs, δημιουργώντας μία άυλη συμπαγή μουσική δίνη-δεν ακουγόταν τόσο πολύ σαν ένας rock τραγουδιστής, αλλά σαν κάποιος που του βγάζουν αργά-αργά το συκώτι. Ο Buckley είπε για αυτήν την σύνθεση στην συγγραφέα Susan Ahrens: "Ο Larry Beckett και εγώ γράψαμε όλο αυτό σαν μία άποψη του σύμπαντος μέσα από τα μάτια μίας μέλισσας". Το troubadour του 1966 και 1967 είχε εξαφανιστεί. "Εμπνεόταν από το ενδιαφέρον του John Balkin στην μοντέρνα κλασική μουσική", σχολιάζει ο Beckett, που είχε επιστρέψει από το στρατό, γράφοντας με τον Tim στα μισά κομμάτια, μετά από την απουσία του στα προηγούμενα τρία άλμπουμ. "Το Starsailor είναι πιο πολύ σαν Ligeti από οτιδήποτε άλλο".
I Woke Up (1970)
Starsailor (1970)
Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον Buckley και τον Davis ωστόσο, είναι ότι ο Miles είχε ήδη αναπτύξει ένα μεγάλο κοινό πριν πηδήξει στην ηλεκτρική jazz-rock fusion με το Bitches Brew. Αν και απομάκρυνε πολλούς από τους παλαιούς ακροατές του, πολλοί θα έμεναν μαζί του και σε συνδυασμό με τους νέους που μαζεύονταν, κατάφερε να περάσει μπροστά και να έχει ικανοποιητική υποστήριξη και πωλήσεις, που του επέτρεπαν να συνεχίσει τον πειραματισμό του. Ο Buckley δεν ήταν ούτε κάποιος σαν τον Jackson Browne, που επίσης άρχισε να παίζει folk-rock σαν έφηβος στο Orange County στα μέσα της δεκαετίας του '60 και που σταθερά έχτισε ένα σημαντικό κοινό τελειοποιώντας ένα σταθερό στυλ. Ο Buckley είχε ένα cult κοινό μόνο για να πούμε στην αρχή και τον καιρό του Starsailor, είχε φύγει μεγάλο μέρος κι από αυτό το κοινό (παρά την άριστη κριτική στο jazz περιοδικό Downbeat), μη ενδιαφερόμενο να διαπραγματευτεί τον μουσικό όγκο που ακολουθούσε ο Buckley. Ούτε ευαπόδεικτα, ήταν θέμα μάνατζερ ή δισκογραφικής, που στην περίπτωση του Buckley ήταν δύο σε ένα.
Moulin Rouge (1970)
Για λίγο ο Buckley κράτησε ένα χαμηλό μουσικό προφίλ. Έπαιξε live μερικές φορές με ένα γκρουπ που περιλάμβανε τον Emmett Chapman, εφευρέτη του Chapman stick (ένα όργανο σαν κιθάρα που παιζόταν με τα δύο χέρια και είχε δέκα χορδές αντί έξι). Έγραψε ένα ακατανόητο άρθρο για τον Μπετόβεν στους New York Times (του οποίου η υπογραφή συντάκτη έλεγε μάλλον λανθασμένα ΄Tim Buckley, rock star΄. Μέρος του άρθρου έλεγε, "Φυσικά ο Μπετόβεν θα μπορούσε να έχει γίνει ο τέλειος pop σταρ. Βέβαια θα ήταν λιγάκι πιο δαπανηρό να βγει όλη η κουστωδία στον δρόμο". Δούλεψε σε ένα παράξενο σενάριο ταινίας, στο οποίο έπαιζε ένα ρόλο μουσικού που ξεσήκωνε ένα θέατρο γεμάτο φαν που ζητούσαν παλαιά τραγούδια και είχε για φίλο ένα όρνεο που παιζόταν από ένα καρτούν. Πίσω στο 1969 είχε πει στους New York Times για την πρόθεση του να παίξει έναν Αμερικανό Ινδιάνο που λεγόταν Fender Guitar σε μία ταινία με το όνομα Wild Orange και του δόθηκε η ευκαιρία να παίξει με τον O.J. Simpson στην ακυκλοφόρητη ταινία του 1971, Why? Μία άλλη συμπρωταγωνίστρια στο Why? η Linda Gillen, είπε στο MOJO ότι η ταινία "δεν είχε σεξ, βία ή συγκρούσεις με αυτοκίνητα. Ούτε γυμνό. Απλά ένα τσούρμο περίεργους τύπους να κάθονται σε ένα πάγκο και να μιλούν για τα προβλήματα τους. Χωρίς να δίνεται καμία λύση!"
Move With Me (1972)
Devil Eyes (1972)
Sweet Surrender (1972)
Because of You (1973)
Look at the Fool (1974)
Αντίθετα με ό,τι ακουγόταν, η φιλοδοξία του Buckley παρέμεινε άθικτη. Συζητούσε για ένα διπλό live LP αποτελούμενο από ηχογραφήσεις του αγαπημένου υλικού του από τα προηγούμενα άλμπουμ, ισχυριζόμενος στην Melody Maker, "Σκοπεύω να χρησιμοποιήσω κάθε μουσικό που έχουμε δουλέψει μαζί σε αυτό το άλμπουμ". Στον Michael Davis σε μία συνέντευξη που κυκλοφόρησε στο Goldmine, μίλησε ότι έκανε μία συμφωνία, που θα του επέτρεπε να ηχογραφήσει και εμπορική και κλασική μουσική.
Ο Beckett επιβεβαιώνει ότι "τον μήνα πριν το θάνατο του, είχαμε πιάσει να δημιουργήσουμε μαζί ένα καινούριο κομμάτι, που επρόκειτο να είναι song cycle κάτι που μας είχε από την αρχή αρέσει να κάνουμε. Ένα σετ τραγουδιών που έδεναν μαζί περιγραφικά, που λεγόταν ΄The Outcast of the Islands΄, βασισμένο στην δεύτερη νουβέλα του Joseph Conrad. Ήταν να έχει έναν ήχο, που δεν θα μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί. Όχι pop ή jazz ή κλασική ή οτιδήποτε, αλλά κάτι σαν όλα αυτά μαζί. Αυτή ήταν η κατεύθυνση που πήγαινε, σε μία ακόμη πιο φιλόδοξη, ακόμη πιο ανοιχτή σε όλους μουσική. Είχα την αίσθηση ότι χωρίς να έχουμε την δισκογραφική να παρεμβαίνει, θα μπορούσε να συμβεί αμέσως, χωρίς να αναβάλλεται εξαιτίας εκείνων των άλμπουμ". Στον Michael Davis, o Buckley αποκάλυψε, "Γράψαμε διαφορετικά τραγούδια για κάθε έναν από τους οκτώ χαρακτήρες και στο τέλος των οκτώ τραγουδιών καταλαβαίνει κανείς όλη την ιστορία".
Driftin' (Live at the Troubadour) (1969)
Η ζωή του Buckley πάντοτε αντανακλούσε την εσωτερική αναστάτωση που εξέφραζε στην μουσική του. Πίσω στο 1968, ο David Anderle, διευθυντής του γραφείου της Elektra στην Δυτική Ακτή είχε πει στον Jerry Hopkins, ΄Είναι ένας μοναχικός τύπος. Ήρθε σε αυτό τον κόσμο για να υποφέρει επειδή δεν μπορεί να κάνει παρέα με κανένα. Δεν είναι εδώ σαν κάποιος που θα εξιτάρει τα πλήθη, αλλά απλά σαν χρονογράφος΄. Εκ των υστέρων, κάτι τέτοιο δεν ήταν κάτι που μία δισκογραφική θα επιθυμούσε να διαφημίσει και οι ανασφάλειες του Buckley αντανακλούσαν επίσης σε κάποιες συνεντεύξεις του. Αν και φλύαρος αυτά πρέπει να κριθούν προσεκτικά εξαιτίας της τάσης του να ωραιοποιεί, ακόμα και να επινοεί πράγματα, όπως ο λανθασμένος ισχυρισμός του ότι έχει παίξει τα κιθαριστικά μέρη του Roger McGuinn στους αρχικούς δίσκους των Byrds. "Δεν ήταν πολύ υπεύθυνος με την αλήθεια" παραδέχεται ο Beckett. "Είχε κατά βάθος μία αδυναμία που την αντιστάθμιζε με την γλώσσα".
Η αναγέννηση του Buckley έχει φτάσει αργά, αν και είχε ξεκινήσει από τα 80'ς. Στα μέσα της δεκαετίας του '80 οι This Mortal Coil διασκεύασαν το "Song of the Siren", με την Elizabeth Fraser των Cocteau Twins στα φωνητικά και έγινε ένα μικρό Αγγλικό χιτ single.
Μία Ελβετική μπάντα, οι Comebuckley, αφιέρωσαν ολόκληρο το ομότιτλο άλμπουμ τους το 1989 στα τραγούδια του Buckley. Το 1990, κυκλοφόρησε το Dream Letter και ενώ δεν ήταν μέσα στις καλύτερες δουλειές του Buckley, αφύπνισε ξανά την εκτίμηση για αυτόν, ανοίγοντας τον δρόμο για την κυκλοφορία έως τότε live υλικού, που δεν είχε φτιαχτεί για να κυκλοφορήσει. Ένα tribute κονσέρτο στον Buckley οργανώθηκε από τον παραγωγό Hal Willner το 1991, που παρουσίαζε avant-rockers, όπως οι κιθαρίστες Robert Quine και Elliot Sharp. H Chrissie Hynde, φαν του Buckley από εποχή Happy Sad, που του είχε πάρει συνέντευξη το 1974 για το New Musical Express στις μέρες που ήταν κριτικός της rock, έγραψε μία αποτίμηση για το MOJO. Και πάνω απ'όλα ο τραγουδοποιός / τραγουδιστής Jeff, γιος του Tim-που σχεδόν δεν γνώρισε τον πατέρα του-ήταν στον δρόμο προς την δόξα του star με μία παρόμοια φωνή, αν και όχι τρομερά παρόμοιο υλικό, όταν κι αυτός πέθανε νέος, από πνιγμό στον ποταμό Mississippi στην ηλικία των 30 χρόνων του, το 1997.
Jeff |
ΣΥΝΙΣΤΩΜΕΝΕΣ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΕΙΣ
Tim Buckley (1966, Elektra)
Αν και ο Buckley μερικές φορές μπαίνει στην ταμπέλα των folk-rockers το ντεμπούτο άλμπουμ του είναι το μοναδικό που ταιριάζει σε αυτή την εταιρεία άνετα. Η φωνή του και το υλικό είχαν ακόμα καιρό για να ωριμάσουν, αλλά είναι ελκυστικά εύθραυστο και όμορφα τραγουδισμένο με μία λαμπρή παραγωγή.
Goodbye and Hello (1967, Elektra)
Το καλύτερο και πιο γνωστό άλμπουμ του. Ποιητικοί στίχοι, φωνητικά που ακούγονται με ευχαρίστηση, ασυνήθιστες μελωδίες και φιλόδοξες συνθέσεις είναι μαζί εδώ πιο αποτελεσματικά από οποιαδήποτε άλλη κυκλοφορία του. Σχεδόν κάθε τραγούδι ξεχωρίζει, με το σοβαρό "No Man Can Find the War", το σαν σε έκσταση "Hallunications", το συμφωνικό "Goodbye and Hello" και το "Morning Glory" να συγκαταλέγονται στις καλύτερες δουλειές του.
Dream Letter: Live in London 1968 (1990, Manifesto)
Ένα διπλό CD, από κονσέρτα που παρουσιάζει απλά κιθάρες, ακουστικό μπάσο και βιμπράφωνο πίσω από τον Buckley, καθώς ερμηνεύει κομμάτια από τα άλμπουμ του στα τέλη της δεκαετίας, όπως επίσης μερικά ορίτζιναλ και διασκευές που ποτέ δεν κυκλοφόρησαν αλλού. Η ατμόσφαιρα είναι πραγματικά λίγο πιο γλυκιά, σχεδόν υπνωτική, αλλά μας δίνει την ευκαιρία να ακούσουμε μία διαφορετική διάσταση του καλλιτέχνη από αυτή που συνήθως παρουσίαζαν οι παραγωγές στο στούντιο.
Once I Was (1999, Strange Fruit, U.K.)
Σε μεγάλο μέρος παρμένο από εκπομπές του BBC του 1968 από live βερσιόνς των τραγουδιών του Goodbye and Hello, έχει συνθέσεις χωρίς ντραμς παρόμοιες με εκείνες που ακούγονται στο Dream Letter, αλλά από ζωηρότερες εμφανίσεις. Επίσης περιλαμβάνει μία 12λεπτη live βερσιόν του 1968 από το "I Don't Need It to Rain" και δύο τρακ από εκπομπές στο BBC του 1974.
Happy Sad (1969, Elektra)
Η καλύτερη μίξη folk-rock και jazz κυριαρχείται από κάποιες από τις πιο μακρές και ονειρικές του συνθέσεις, όπως το "Strange Feelin'" και το "Love from Room 109 at the Islander (On Pacific Coast Highway)". Σε αντίθεση το "Gypsy Woman" ξεδιπλώνεται με περισσότερο ρυθμική ένταση από οτιδήποτε έχει κάνει και το "Sing a Song for You"΄είναι μία από τις πιο συγκινητικές του ωδές.
Works in Progress (1999, Rhino Handmade)
Κάτι σαν μία εναλλακτική βερσιόν του Happy Sad, με ακυκλοφόρητο υλικό από το 1968, που περιλαμβάνει διαφορετικές προσπάθειες που έγιναν σε τραγούδια του Happy Sad, μερικά τραγούδια που θα ξαναέμπαιναν στο Blue Afternoon και στο Starsailor, κάποια που θα είχαν μέρη του "Love from Room 109 at the Islander (On Pacific Coast Highway)" και ένα λυπητερό θέμα ("Father Song") από το soundtrack του Changes. Αυτό μόνο για τους φανατικούς οπαδούς.
Live at the Troubadour 1969 (1994, Manifesto)
Ένας χαμένος κρίκος ανάμεσα στην folk-rock του στην Elektra και στους επακόλουθους jazz αυτοσχεδιασμούς, αυτό το δισκάκι των 78 λεπτών περιέχει live από υλικό των τελών της δεκαετίας του '60 και άλλα τραγούδια, τα οποία απέρριψε για να μπουν σε LP τότε. Αν και μερικές φορές τυχαία, είναι επίσης εντυπωσιακή απόδειξη της ικανότητας του Buckley για live φωνητικές ασκήσεις και αυτοσχεδιασμό, φτάνοντας στο peak του με το 14λεπτο "Gypsy Woman".
Blue Afternoon (1970, Straight)
Λιγάκι σαν παιδί του Happy Sad, αλλά ο συνδυασμός των-με μουρμουρητό-φωνητικών του Buckley και των ευκολοάκουστων μελωδιών είναι δελεαστικός. Το "Happy Time" και το "Blue Melody" είναι ανάμεσα στα πιο ελκυστικά του τραγούδια και το 8λεπτο "The Train" που κλείνει το δίσκο, προσφέρει μία ματιά στα εκκεντρικά φωνητικά πειράματα που θα άνθιζαν στο Starsailor.
Lorca (1970, Elektra)
Το ομότιτλο με το άλμπουμ κομμάτι είναι ένα από τα λιγότερο προσβάσιμα, θαυμαστό για την τόλμη του και σαν το επόμενο κομμάτι "Anonymous Proposition", περιστασιακά κουραστικό για να αντέξει. Για όσους δεν μπορούν να το χειριστούν, τα υπόλοιπα τρία κομμάτια είναι πολύ πιο προσβάσιμα, αν και μακρά αναμασήματα jazz-funk-folk-rock-blues.
Starsailor (1970, Straight)
Η αποκορύφωση της διάθεσης του Buckley για τεχνικό, δύσκολο υλικό, με μίξεις γενών και δοκιμές των ορίων του τι ήταν ικανή να κάνει μία ανθρώπινη φωνή. Ενώ σε κάποιες στιγμές είναι παρόμοιο σε μοντέρνα κλασική μουσική παρά σε pop ή rock, ποτέ δεν γίνεται λιγότερο ενδιαφέρον.
Greetings from L.A. (1972,Straight)
Οι funk-rock συνθέσεις και το μέτριο υλικό συχνά απογοητεύουν. Τα φωνητικά του Buckley παραμένουν εντυπωσιακά δυναμικά και το "Hong Kong Bar" το λιγότερο θαμπώνει την λουστραρισμένη παραγωγή για κάποια γήινα ακουστικά folk-blues. Για live ντοκουμέντο από εκείνη την περίοδο, η Manifesto έκανε ένα κονσέρτο τον Νοέμβριο του 1973 το Honeyman. Ενώ γενικά είναι μία έτσι κι έτσι μπάντα και κάποια κάτω του ΄καλά τραγούδια΄, εδώ βρίσκεται μία ωραιότατη διασκευή του "Dolphins".
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου