Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Σάββατο 28 Μαρτίου 2020






DAVEY GRAHAM





Folk Music / Rock Attitude





Δεν θα μπορούσατε, όσο κι αν τεντώνατε την φαντασία σας να αποκαλέσετε τον Davey Graham κιθαρίστα της rock. Αλλά το γεγονός είναι ότι δεν θα μπορούσατε να τον αποκαλέσετε ούτε κιθαρίστα των blues, ούτε της folk ή της jazz. Γιατί είναι όλα αυτά που προαναφέρθηκαν. Ή κανένα από αυτά.

Goin' Down Slow (1965)





Ό,τι έκανε ο Graham την δεκαετία του '60, ήταν ότι έφερε ένα ανυπέρβλητο εκλεκτισμό, όσον αφορά στην τέχνη του να παίζει κάποιος βιρτουόζος κιθάρα. Εννοώ ότι ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης δεν ήταν ένας συνηθισμένος παίκτης κιθάρας. Ήταν ο καλύτερος παίκτης της εποχής εκείνης και μάλλον λίγα λέω. Ήταν αυτός που έπαιζε και που επηρέασε την Αγγλική ψυχεδελική rock, την blues-rock και την folk-rock σκηνή σε τέτοια έκταση και που είναι θλιβερά υποτιμημένος μέχρι τις μέρες μας. Σαν τους Αμερικανούς cult κιθαρίστες John Fahey και Sandy Bull, η επιρροή που άσκησε δεν ήταν τόσο πολύ στον ήχο που έβγαζε, όσο στην τόσο ανοιχτόμυαλη προσέγγιση του. Όπως προεξοφλούσε ο τίτλος του καλύτερου άλμπουμ του, ο Graham έπαιξε "Folk Blues and All Points in Between". Σαν τον Fahey και τον Bull, ο Graham ήταν ένας από τους πρώτους Δυτικούς κιθαρίστες κάθε είδους, που ενσωμάτωσε ήχους που συναντάμε στην Μέση Ανατολή καθώς και Ινδική raga στην μουσική του. Αντίθετα με τον Fahey και τον Bull ωστόσο, ο Graham είναι άγνωστος στον περισσότερο κόσμο της Αμερικής, ακόμα και σε cult επίπεδο, καθώς οι περισσότεροι δίσκοι του δεν κυκλοφόρησαν ποτέ εκεί.
Φυσικά αυτό ήταν επειδή ο Graham δεν ηχογράφησε από το 1970 και μετά. Μέχρι εκείνο τον καιρό ωστόσο, η επιρροή του είχε ήδη κάνει αίσθηση στον Bert Jansch και στον John Renbourn, το κιθαριστικό δίδυμο του πιο φιλόδοξου Αγγλικού folk-rock-jazz υβριδίου που λεγόταν Pentangle. Ο Paul Simon, ο οποίος συνάντησε τον Graham στα μέσα της δεκαετίας του '60, ενώ έπαιζε σε χώρο στην Αγγλία, του ζήτησε να πάει μαζί του για συνοδεία στην κιθάρα. Όταν ακούτε τον Jimmy Page να παίζει πολύπλοκα ακουστικά guitar leads στις πιο ήσυχες στιγμές των Led Zeppelin ή τον Richard Thompson να πηδάει από την folk στα blues και αλλού, τότε ακούτε την κληρονομιά που τους έδωσε ο Graham. Ακούστε για παράδειγμα τον Graham να παίζει την εισαγωγή του "Cry Me a River". Μετά μπορείτε να την συγκρίνετε με την εισαγωγή του "Stairway to Heaven".

Cry Me a River (1959)





Ο Άγγλος τραγουδοποιός Pete Brown, που συν-έγραψε αρκετά κλασικά των Cream με τον Jack Bruce, αποκαλεί τον Graham "one of the first world musicians" και τον βλέπει σαν την αρχή ενός είδους που αφορά όλα τα μουσικά γένη και εκτείνεται ιδιαιτέρως διαμέσου των Renbourn, Jansch και Thompson.
Δύσκολος για να δώσει συνέντευξη, μιας και χρόνια χρήσης ναρκωτικών και ψυχολογικών προβλημάτων σημαίνει ότι θα είχε τις καλές και τις κακές του μέρες. Και ένα μυστικό κοινό στον κύκλο των βετεράνων εκείνης της εποχής: ΄Μην αναφέρεις μπροστά του το όνομα Bert Jansch΄.
Ο Graham ήταν ακόμα ενεργός και παρουσίαζε το 2007, ένα χρόνο πριν το θάνατο του, όμως παρέμενε ένα αίνιγμα.
Ξέρουμε τα εξής: Ο Davey Graham γεννήθηκε το 1940 από Σκωτσέζο πατέρα και μητέρα από το Georgetown της Guyana. Έπαιξε ένα μικρό ρόλο στην σκηνή των blues, αρχές της δεκαετίας του '60, έχοντας μία θέση κιθαρίστα στο σχήμα Blues Incorporated, του Alexis Korner, που έδωσε δευτερογενώς προσωπικό στους The Rolling Stones, Cream, Manfred Mann και πολλούς άλλους. Επίσης για λίγο έπαιξε κιθάρα με έναν άλλο νονό των blues στην Αγγλία, τον John Mayall, δυο χρόνια ή κάτι τέτοιο πριν ο Eric Clapton πάει στους Bluesbreakers.
Είχε ακόμη ηχογραφήσει ένα EP με τον Korner το 1962, το 3/4 AD, αλλά η συνεργασία τους έμελλε να είναι βραχύβια. "Με τον Alexis ήμασταν πολύ φίλοι", εξήγησε στον Spencer Leigh στις σημειώσεις στο εξώφυλλο της επανέκδοσης του Folk Blues and All Poins in Between, "αλλά υπήρχε μία ένταση σε ότι κάναμε. Όταν ήμασταν μαζί στους Blues Incorporated, ο Alexis ήθελε να είναι και τραγουδιστής και lead κιθαρίστας πράγμα (το δεύτερο) που ήθελα κι εγώ".

Sally Free and Easy (1965)





Σε κάθε περίπτωση, μοιάζει αμφίβολο ότι ο Graham θα ήταν ευτυχής να περιοριστεί στα blues ή στην blues-rock, προς την οποία ο Mayall και άλλοι προχωρούσαν. Είχε μία εξαιρετικά μακρά και ευρεία λίστα από ήρωες του και επιρροές, που περιλάμβαναν τον Leadbelly, τον Big Bill Broonzy, τον κλασικό κιθαρίστα Andres Segovia, τον Sonny Rollins, τον Ali Akhbar Khan, τον Ravi Shankar, τον Charles Mingus, τον Ornette Coleman και τον Άγγλο γίγαντα της folk Martin Carthy (τον οποίο ο Graham συνάντησε στα τέλη της δεκαετίας του '50). Ο Graham δεν σκεφτόταν αποκλειστικά σε όρους ήχων από κιθάρα μόνο, σημειώνοντας "πήρα πολλά από τα riff μου από παίκτες του φλάουτου και από πνευστούς, τρομπετίστες και σαξοφωνίστες".
Αν και το ντεμπούτο του το 1963 The Guitar Player, ήταν μία πιο συμβατική προσπάθεια από αυτά που έκανε αργότερα, ήδη ήταν αποφασισμένος να αναμίξει τα στυλ της ακουστικής folk με την ευαισθησία των blues και το στυλ της jazz. "Όταν ο κόσμος με ρωτάει τι είδους κιθάρα παίζω", έγραψε στις σημειώσεις του εξωφύλλου, "συνήθως λέω 'blues, bits and pieces'. Τα κομμάτια σε αυτό το άλμπουμ είναι μία ανάμιξη jazz και folk επιρροών. Νομίζω ότι κάθε κομμάτι έχει το δικό του ιδιαίτερο mood. Πριν παίξω δεν ξέρω ακριβώς τι νότες θα προκύψουν, αλλά ξέρω το mood που μου προξενεί κάθε κομμάτι, έτσι σε ένα πλαίσιο ας πούμε 12-bar blues με σλόου τέμπο και σε μινόρε, μπορώ να κάνω την κιθάρα να κλαίει κουρδίζοντας τις χορδές.
"Για εμένα ο πλούτος της κιθάρας σαν σόλο όργανο ή συνοδευτικό στον τραγουδιστή βρίσκεται στις πολλές φωνές και moods που μπορώ να δημιουργήσω". Περισσότερο από οτιδήποτε στο The Guitar Player, αυτό το είδος του pro-world fusion επιτυγχάνονταν στο ορχηστρικό "Anji" από το EP με τον Alexis Korner.

Anji (1963)





Επηρεασμένο από την μουσική της Μέσης Ανατολής, στην οποία εντρύφησε ενώ ταξίδευε στο Μαρόκο και σε άλλα μέρη, το κομμάτι έγινε δημοφιλές αρκετά χρόνια αργότερα και από τον Bert Jansch και από τους Simon & Garfunkel, που το συμπεριέλαβαν στο άλμπουμ τους Sounds of Silence. (Το EP 3/4 AD έχει επανεκδοθεί ως μπόνους κομμάτια στην επανέκδοση σε CD του The Guitar Player στην See For Miles στην Αγγλία).
Πριν κάνει ένα πιο τολμηρό βήμα για να αναμίξει διάφορα στυλ, ο Graham συνεργάστηκε με την Αγγλίδα τραγουδίστρια της folk Shirley Collins στο άλμπουμ του 1964 Folk Routes, New Routes. Χαιρετίστηκε σε ορισμένες περιοχές σαν ιδρυτικό άλμπουμ της Αγγλικής folk-rock, ιδιαιτέρως χάρη στα φωνητικά της Collins, τα οποία το πιο πιθανό επηρέασαν τραγουδίστριες όπως η Sandy Denny των Fairport Convention και η Jacqui McShee των Pentangle. Επίσης επιδραστικό ήταν το ακομπανιαμέντο του Graham, στο οποίο έπαιζε ακουστική κιθάρα με ένα τρόπο, που χρωστούσε τόσο στo ρυθμό και στο στυλ στα blues και στην jazz, όσο και στην folk.

Dearest Dear (1964)





"Η πρόκληση της πολύ καθαρής ερμηνείας της Shirley, όχι αισθησιακής με την νορμάλ έννοια, σήμαινε ότι έπρεπε να προσπαθήσω και να ταιριάξω μία πλήρη σύνθεση στο background που θα την άφηνε ελεύθερη να τραγουδήσει και να εκφραστεί με τον συνηθισμένο τρόπο της", εξήγησε ο Graham στην Melody Maker το 1980. "Έπρεπε να προσπαθήσω να κάνω την κιθάρα να ακουστεί σαν ορχήστρα την στιγμή που δεν γνώριζα πώς να κάνω ενορχήστρωση και να κάνω κάθε τραγούδι να ακούγεται διαφορετικό".
O Graham στην πραγματικότητα ξεκίνησε μόνος του το 1965, με το Folk Blues and All Points in Between, στο οποίο επίσης άρχισε να τραγουδάει, αλλά και να παρουσιάζει ορχηστρικά. Τα φωνητικά του Davey πάντα θα ήταν το αδύνατο σημείο του, με μία περιορισμένη έκταση και εκφραστικότητα που ήταν ικανοποιητική μόνο στα καλύτερα του. Το παίξιμο του σου έκοβε την ανάσα ωστόσο-επιδέξιο και να κυλάει, με μία παθιασμένη φαντασία. Ο Graham έδειχνε ότι ήταν δυνατόν να παίξει ακουστική κιθάρα που μπορούσε να ταλαντεύεται σε υλικό από Big Bill Broonzy, Leadbelly, Charles Mingus και άλλους. Τα blues ήταν το κυρίαρχο στυλ, αλλά το πιο γρήγορο κομμάτι, "Maajun (A Taste of Tangier)", ήταν το πρώτο κομμάτι του που εξερευνούσε πλήρως την Μέση Ανατολή και Ινδία, μήνες πριν οποιοσδήποτε διανοηθεί να κάνει το ίδιο στην rock ή στην pop.

Maajun (A Taste of Tangier) (1965)





To Folk Blues and All Points in Between ήταν το πρωταρχικό άλμπουμ του για την σειρά των άλμπουμ στην Decca την δεκαετία του '60, στο οποίο άρχισε να ακουμπάει λιγότερο στα blues και περισσότερο στις Ανατολίτικες επιρροές. Όχι ότι θα εγκατέλειπε ποτέ τα blues, τη folk ή την jazz. Σποραδικά μόνο συνθέτης, η συγκεκριμένη ευφυΐα του ήταν η ικανότητα του να ξαναφτιάχνει στάνταρ της jazz και των blues με τέτοιο τρόπο που να ακούγονται εξωτικά και φρέσκα. Ένα ειδικά λαμπρό παράδειγμα είναι η αναβάθμιση του "Both Sides Now" της Joni Mitchell, το 1968, που μετακινείται από μία περισσότερο ή λιγότερο κανονική Ινδική raga σε ένα εκρηκτικό folk-jazz.

Both Sides Now (1968)





Το ορχηστρικό "Blue Raga", επίσης από το 1968, ήταν πιθανώς η πιο καθοριστική του δήλωση σε όρους φιλοδοξίας, όπως δείχνει και ο τίτλος του τραγουδιού, να αναμίξει blues με raga, σε ένα περισσότερο ή λιγότερο folk πλαίσιο.

Blue Raga (1968)





Στο Midnight Man (1966), o Graham μετακινήθηκε σε ένα πιο σκληρό, γεμάτο ήχο, μερικές φορές με μπόνγκος και επίσης εισήγαγε την σειρά των διασκευών του από Lennon-McCartney και Paul Simon (κίνηση κάπως ασυνήθιστη εκείνες τις μέρες στους κύκλους της folk). Σε κομμάτια όπως η διασκευή του στο "The Fakir" του Lalo Schifrin, θα προσέγγιζε ακόμα και την avant-garde, παντρεύοντας μία υπνωτική raga με μέρη στο μπάσο σαν αυτό που ακούς στον Mingus.

The Fakir (1966)





Εκείνες οι διασκευές των Beatles και Paul Simon ξεκαθάρισαν ότι άκουγε rock, αλλά το πιο κοντινό στη rock που έκανε ήταν το Large as Life and Twice as Natural το 1968, στο οποίο backing έκανε ο Danny Thompson (Pentangle) και ο ντράμερ Jon Hiseman και ο σαξοφωνίστας Dick Heckstall-Smith (και οι δύο είχαν παίξει blues-rock με τον Graham Bond και στους Colosseum).
Αν και τα LP του Graham στην Decca δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν rock, ασκούν μία σημαντική έλξη στους λάτρεις της rock της δεκαετίας του '60 με την σχεδόν ψυχεδελική αίσθηση της απροσδόκητης εξερεύνησης και του εκλεκτισμού. Ο Graham ποτέ δεν κόλλησε σε ένα στυλ. Οι folk μπαλάντες θα ακολουθούσαν ragas, τα blues θα ακολουθούσαν τόνους των Beatles και οι μακρές, σαν Ινδική raga συνθέσεις του, θα τέντωναν τα όρια των ορχηστρικών ακουστικών κιθαριστικών θεμάτων.
Ο Graham παραδέχτηκε ότι είχε δημιουργικές ιδέες σε μουσικούς όρους, "Υποθέτω είδα τον εαυτό μου σαν τον Μάρκο Πόλο. Επειδή ήθελα να τα έχω καλά και με τον Πάπα και με τον Τζένγκις Χαν".
Τέτοια ευελιξία, ωστόσο πιθανώς λίγο καλό του έκανε σε εμπορικούς όρους. Αν ήταν τα φωνητικά του καλύτερα, αναμφίβολα θα είχε το λιγότερο κερδίσει folk στάτους σταρ, στο επίπεδο ας πούμε του Bert Jansch. Όπως συνέβαινε όμως τότε, ήταν πολύ πιο περιπετειώδης για τα folk κυκλώματα και όχι τόσο ηλεκτρικός για τον κόσμο της pop.

Stormy Monday (1966)





Έφτασε στο peak του το 1968, με το Large as Life and Twice as Natural, αν και τα τρία άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 1969 και 1970 ήταν σχεδόν το ίδιο καλά. Τα δύο άλμπουμ του το 1970 πιστώθηκαν και στη σύζυγο του εκείνη την εποχή, την Αμερικανίδα Holly Gwyn, που διέθετε καλύτερη φωνή από τον Graham, αλλά τίποτα το τόσο ενδιαφέρον. Το Godington Boundry ωστόσο, θα αποδεικνυόταν η τελευταία του (υψηλού επιπέδου) ηχογράφηση, καθώς ο Graham βρέθηκε χωρίς συμβόλαιο για το περισσότερο μέρος της δεκαετίας του '70. Σύμφωνα με μία πληροφορία, είπε στον Spencer Leigh, "O Paul Simon μου ζήτησε να παίξω μαζί του...αλλά το απέρριψα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ήταν ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που έκανα".
Ο Graham αφιερώθηκε κατά την δεκαετία του '70 σε μεγάλο μέρος να μελετάει κλασική κιθάρα και έκανε δύο άλμπουμ για την Αμερικανική Kicking Mule στα τέλη της δεκαετίας, όπως επίσης να παρουσιάζει με τους Αμερικανούς κιθαρίστες της folk, Stefan Grossman και Duck Baker.

Worksong (1970)





Μη ταιριάζοντας ποτέ ιδιαίτερα στον κόσμο της pop, στα 80'ς έβγαζε τα προς το ζην ως δάσκαλος της κιθάρας μάλλον, παρά σαν καλλιτέχνης από ηχογραφήσεις και εμφανίσεις. "Μελετούσα κλασικούς όπως ο Bach και έπαιζα κάποια κομμάτια του στο ρεπερτόριο μου στα κλαμπ", λέει. "Ο κόσμος δεν ενθουσιάστηκε. Ήθελαν να δουν ένα blues καλλιτέχνη, ιδιαίτερα εάν αυτός (εννοεί τον εαυτό του) εκείνη την εποχή καταστρεφόταν κάνοντας κάτι τέτοιο. Αυτή είναι η ανθρώπινη φύση".
Μαζί με τον Bert Jansch και τον Martin Carthy, o Graham έβαλε ένα χεράκι σε ένα CD που λεγόταν Acoustic Roots και επίσης επέστρεψε στην ηχογράφηση σαν σόλο καλλιτέχνης με το Playing in Traffic σε μία μικρή δισκογραφική. Πολύς χρόνος του εκείνες τις μέρες, λέει, πέρασε παίζοντας Balkan music με μία μπάντα που λεγόταν Doppelganger.

All of Me (Live) (1981)





Είναι δύσκολο να κρίνεις αν αισθανόταν αγνοημένος από την ιστορία ή και αν ακόμη θυμόταν εκείνους τους τρομερούς δίσκους της δεκαετίας του '60 καθαρά. Μοιάζει εξίσου πιθανόν ότι εκείνοι οι δίσκοι είναι μέρος μίας αναζήτησης ζωής, να εξερευνήσει όλα τα είδη των νέων ήχων που μπορούσε να παίξει μία κιθάρα-είτε έτυχε να βρίσκεται στο στούντιο είτε όχι.

ΣΥΝΙΣΤΩΜΕΝΕΣ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΕΙΣ

Folk Blues and All Points in Between (1965, See For Miles, UK)




To πρώτο του άλμπουμ σαν σόλο καλλιτέχνης. Η επανέκδοση σε CD είναι σαν να έχεις ένα best-of μιας και έχουν προστεθεί κάποια από τα καλύτερα τραγούδια του από τα άλμπουμ του στα τέλη του '60.

Midnight Man (1966, Decca, UK)




Μία πιο δυναμική προσέγγιση, με δυο διαμαντάκια, το ορχηστρικό jazz-raga "The Fakir" και το σαγηνευτικό jazz-folk-samba "Hummingbird".

Large as Life and Twice as Natural (1968, Decca, UK)




Ίσως η πιο προσβάσιμη προσπάθεια του για folk προσανατολισμένους ακροατές, με backing από μέλη των Pentangle και Colosseum και αρκετά raga-folk fusion, ιδιαίτερα το "Blue Raga" και η τολμηρή διασκευή του "Both Sides Now" της Joni Mitchell.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαβάστε/Ακούστε επίσης