DAVEY GRAHAM
Folk Music / Rock Attitude
Goin' Down Slow (1965)
Φυσικά αυτό ήταν επειδή ο Graham δεν ηχογράφησε από το 1970 και μετά. Μέχρι εκείνο τον καιρό ωστόσο, η επιρροή του είχε ήδη κάνει αίσθηση στον Bert Jansch και στον John Renbourn, το κιθαριστικό δίδυμο του πιο φιλόδοξου Αγγλικού folk-rock-jazz υβριδίου που λεγόταν Pentangle. Ο Paul Simon, ο οποίος συνάντησε τον Graham στα μέσα της δεκαετίας του '60, ενώ έπαιζε σε χώρο στην Αγγλία, του ζήτησε να πάει μαζί του για συνοδεία στην κιθάρα. Όταν ακούτε τον Jimmy Page να παίζει πολύπλοκα ακουστικά guitar leads στις πιο ήσυχες στιγμές των Led Zeppelin ή τον Richard Thompson να πηδάει από την folk στα blues και αλλού, τότε ακούτε την κληρονομιά που τους έδωσε ο Graham. Ακούστε για παράδειγμα τον Graham να παίζει την εισαγωγή του "Cry Me a River". Μετά μπορείτε να την συγκρίνετε με την εισαγωγή του "Stairway to Heaven".
Cry Me a River (1959)
Δύσκολος για να δώσει συνέντευξη, μιας και χρόνια χρήσης ναρκωτικών και ψυχολογικών προβλημάτων σημαίνει ότι θα είχε τις καλές και τις κακές του μέρες. Και ένα μυστικό κοινό στον κύκλο των βετεράνων εκείνης της εποχής: ΄Μην αναφέρεις μπροστά του το όνομα Bert Jansch΄.
Ο Graham ήταν ακόμα ενεργός και παρουσίαζε το 2007, ένα χρόνο πριν το θάνατο του, όμως παρέμενε ένα αίνιγμα.
Ξέρουμε τα εξής: Ο Davey Graham γεννήθηκε το 1940 από Σκωτσέζο πατέρα και μητέρα από το Georgetown της Guyana. Έπαιξε ένα μικρό ρόλο στην σκηνή των blues, αρχές της δεκαετίας του '60, έχοντας μία θέση κιθαρίστα στο σχήμα Blues Incorporated, του Alexis Korner, που έδωσε δευτερογενώς προσωπικό στους The Rolling Stones, Cream, Manfred Mann και πολλούς άλλους. Επίσης για λίγο έπαιξε κιθάρα με έναν άλλο νονό των blues στην Αγγλία, τον John Mayall, δυο χρόνια ή κάτι τέτοιο πριν ο Eric Clapton πάει στους Bluesbreakers.
Είχε ακόμη ηχογραφήσει ένα EP με τον Korner το 1962, το 3/4 AD, αλλά η συνεργασία τους έμελλε να είναι βραχύβια. "Με τον Alexis ήμασταν πολύ φίλοι", εξήγησε στον Spencer Leigh στις σημειώσεις στο εξώφυλλο της επανέκδοσης του Folk Blues and All Poins in Between, "αλλά υπήρχε μία ένταση σε ότι κάναμε. Όταν ήμασταν μαζί στους Blues Incorporated, ο Alexis ήθελε να είναι και τραγουδιστής και lead κιθαρίστας πράγμα (το δεύτερο) που ήθελα κι εγώ".
Sally Free and Easy (1965)
Αν και το ντεμπούτο του το 1963 The Guitar Player, ήταν μία πιο συμβατική προσπάθεια από αυτά που έκανε αργότερα, ήδη ήταν αποφασισμένος να αναμίξει τα στυλ της ακουστικής folk με την ευαισθησία των blues και το στυλ της jazz. "Όταν ο κόσμος με ρωτάει τι είδους κιθάρα παίζω", έγραψε στις σημειώσεις του εξωφύλλου, "συνήθως λέω 'blues, bits and pieces'. Τα κομμάτια σε αυτό το άλμπουμ είναι μία ανάμιξη jazz και folk επιρροών. Νομίζω ότι κάθε κομμάτι έχει το δικό του ιδιαίτερο mood. Πριν παίξω δεν ξέρω ακριβώς τι νότες θα προκύψουν, αλλά ξέρω το mood που μου προξενεί κάθε κομμάτι, έτσι σε ένα πλαίσιο ας πούμε 12-bar blues με σλόου τέμπο και σε μινόρε, μπορώ να κάνω την κιθάρα να κλαίει κουρδίζοντας τις χορδές.
"Για εμένα ο πλούτος της κιθάρας σαν σόλο όργανο ή συνοδευτικό στον τραγουδιστή βρίσκεται στις πολλές φωνές και moods που μπορώ να δημιουργήσω". Περισσότερο από οτιδήποτε στο The Guitar Player, αυτό το είδος του pro-world fusion επιτυγχάνονταν στο ορχηστρικό "Anji" από το EP με τον Alexis Korner.
Anji (1963)
Πριν κάνει ένα πιο τολμηρό βήμα για να αναμίξει διάφορα στυλ, ο Graham συνεργάστηκε με την Αγγλίδα τραγουδίστρια της folk Shirley Collins στο άλμπουμ του 1964 Folk Routes, New Routes. Χαιρετίστηκε σε ορισμένες περιοχές σαν ιδρυτικό άλμπουμ της Αγγλικής folk-rock, ιδιαιτέρως χάρη στα φωνητικά της Collins, τα οποία το πιο πιθανό επηρέασαν τραγουδίστριες όπως η Sandy Denny των Fairport Convention και η Jacqui McShee των Pentangle. Επίσης επιδραστικό ήταν το ακομπανιαμέντο του Graham, στο οποίο έπαιζε ακουστική κιθάρα με ένα τρόπο, που χρωστούσε τόσο στo ρυθμό και στο στυλ στα blues και στην jazz, όσο και στην folk.
Dearest Dear (1964)
O Graham στην πραγματικότητα ξεκίνησε μόνος του το 1965, με το Folk Blues and All Points in Between, στο οποίο επίσης άρχισε να τραγουδάει, αλλά και να παρουσιάζει ορχηστρικά. Τα φωνητικά του Davey πάντα θα ήταν το αδύνατο σημείο του, με μία περιορισμένη έκταση και εκφραστικότητα που ήταν ικανοποιητική μόνο στα καλύτερα του. Το παίξιμο του σου έκοβε την ανάσα ωστόσο-επιδέξιο και να κυλάει, με μία παθιασμένη φαντασία. Ο Graham έδειχνε ότι ήταν δυνατόν να παίξει ακουστική κιθάρα που μπορούσε να ταλαντεύεται σε υλικό από Big Bill Broonzy, Leadbelly, Charles Mingus και άλλους. Τα blues ήταν το κυρίαρχο στυλ, αλλά το πιο γρήγορο κομμάτι, "Maajun (A Taste of Tangier)", ήταν το πρώτο κομμάτι του που εξερευνούσε πλήρως την Μέση Ανατολή και Ινδία, μήνες πριν οποιοσδήποτε διανοηθεί να κάνει το ίδιο στην rock ή στην pop.
Maajun (A Taste of Tangier) (1965)
Both Sides Now (1968)
Blue Raga (1968)
The Fakir (1966)
Αν και τα LP του Graham στην Decca δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν rock, ασκούν μία σημαντική έλξη στους λάτρεις της rock της δεκαετίας του '60 με την σχεδόν ψυχεδελική αίσθηση της απροσδόκητης εξερεύνησης και του εκλεκτισμού. Ο Graham ποτέ δεν κόλλησε σε ένα στυλ. Οι folk μπαλάντες θα ακολουθούσαν ragas, τα blues θα ακολουθούσαν τόνους των Beatles και οι μακρές, σαν Ινδική raga συνθέσεις του, θα τέντωναν τα όρια των ορχηστρικών ακουστικών κιθαριστικών θεμάτων.
Ο Graham παραδέχτηκε ότι είχε δημιουργικές ιδέες σε μουσικούς όρους, "Υποθέτω είδα τον εαυτό μου σαν τον Μάρκο Πόλο. Επειδή ήθελα να τα έχω καλά και με τον Πάπα και με τον Τζένγκις Χαν".
Τέτοια ευελιξία, ωστόσο πιθανώς λίγο καλό του έκανε σε εμπορικούς όρους. Αν ήταν τα φωνητικά του καλύτερα, αναμφίβολα θα είχε το λιγότερο κερδίσει folk στάτους σταρ, στο επίπεδο ας πούμε του Bert Jansch. Όπως συνέβαινε όμως τότε, ήταν πολύ πιο περιπετειώδης για τα folk κυκλώματα και όχι τόσο ηλεκτρικός για τον κόσμο της pop.
Stormy Monday (1966)
Ο Graham αφιερώθηκε κατά την δεκαετία του '70 σε μεγάλο μέρος να μελετάει κλασική κιθάρα και έκανε δύο άλμπουμ για την Αμερικανική Kicking Mule στα τέλη της δεκαετίας, όπως επίσης να παρουσιάζει με τους Αμερικανούς κιθαρίστες της folk, Stefan Grossman και Duck Baker.
Worksong (1970)
Μαζί με τον Bert Jansch και τον Martin Carthy, o Graham έβαλε ένα χεράκι σε ένα CD που λεγόταν Acoustic Roots και επίσης επέστρεψε στην ηχογράφηση σαν σόλο καλλιτέχνης με το Playing in Traffic σε μία μικρή δισκογραφική. Πολύς χρόνος του εκείνες τις μέρες, λέει, πέρασε παίζοντας Balkan music με μία μπάντα που λεγόταν Doppelganger.
All of Me (Live) (1981)
ΣΥΝΙΣΤΩΜΕΝΕΣ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΕΙΣ
Folk Blues and All Points in Between (1965, See For Miles, UK)
To πρώτο του άλμπουμ σαν σόλο καλλιτέχνης. Η επανέκδοση σε CD είναι σαν να έχεις ένα best-of μιας και έχουν προστεθεί κάποια από τα καλύτερα τραγούδια του από τα άλμπουμ του στα τέλη του '60.
Midnight Man (1966, Decca, UK)
Μία πιο δυναμική προσέγγιση, με δυο διαμαντάκια, το ορχηστρικό jazz-raga "The Fakir" και το σαγηνευτικό jazz-folk-samba "Hummingbird".
Large as Life and Twice as Natural (1968, Decca, UK)
Ίσως η πιο προσβάσιμη προσπάθεια του για folk προσανατολισμένους ακροατές, με backing από μέλη των Pentangle και Colosseum και αρκετά raga-folk fusion, ιδιαίτερα το "Blue Raga" και η τολμηρή διασκευή του "Both Sides Now" της Joni Mitchell.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου