Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020






THE DILS






Punk Rock Pioneers (Part 5)







Καθώς η ιστορία της punk rock έχει πλέον εδραιωθεί, το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη κυριαρχούν σε ένα εξωφρενικά μεγάλο μέρος στην κάλυψη του χώρου αυτού. Οι ανυποψίαστοι θα μπορούσαν εύκολα να πιστέψουν ότι δεν έτρεχε τίποτα έξω από τις μεγάλες αυτές μητροπόλεις. Η punk στην California-μία ακόμα πιο κτηνώδης παραλλαγή-θεωρείται μερικές φορές ότι έχει ξεκινήσει μόνο αφού οι Sex Pistols και οι Clash έφτασαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αλήθεια είναι κάπως πιο πολύπλοκη από αυτή την θεωρία. Πριν ακόμα και οι Sex Pistols και οι Clash να βγάλουν δίσκους, υπήρχαν Καλιφορνέζικα γκρουπ που σκόρπιζαν με δύναμη μικρά σοκ στον κόσμο, παίζοντας βασισμένη στην κιθάρα punk. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν υπήρχε δίκτυο ανεξαρτήτων εταιρειών που να εγγυηθούν ικανοποιητική εκπροσώπηση για τέτοιου είδους μπάντες να ηχογραφήσουν. Οι μεγάλες εταιρείες σίγουρα δεν ενδιαφέρονταν-δεν κυκλοφορούσαν ούτε τους δίσκους των  Clash και των X-Ray Spex το 1978. Ονόματα όπως οι Nuns, οι Crime, οι The Weirdos, οι The Zeros και οι The Screamers τώρα έρχονται στην μνήμη κυρίως ως ονόματα σε πρόχειρα, χοντροκομένα πόστερ ή για τα βασικά lo-fi ανεξάρτητα singles που κάποιοι ήταν αρκετά τυχεροί για να ηχογραφήσουν. 


I Hate the Rich (1977)





Οι The Dils δεν ήταν τόσο τυχεροί σαν κάποιους από αυτούς, αλλά πάντως ήταν πιο τυχεροί από τους περισσότερους. Το 1977, κατάφεραν να μαζέψουν όπως-όπως δύο 45άρια, το "I Hate the Rich" και το "Class War", που ταίριαζαν στην ενέργεια σε οτιδήποτε είχαν βγάλει οι Ramones ή οι Clash, αν και η ασυμβίβαστα αντι-μεγαλοαστική τους άποψη θα μπορούσε να έχει περισσότερες ομοιότητες με τους δεύτερους. Συνέχισαν να παίζουν αδιάκοπα για τα επόμενα λίγα χρόνια-άνοιξαν ακόμα και για τους Clash μία φορά. Αλλά κανένας δίσκος δεν θα ακολουθούσε μέχρι το 1980, όταν ένα EP αποτελούμενο από τρία τραγούδια, τους βρήκε να έχουν ήδη αρχίσει να μετακινούνται πέρα από την punk. Αυτά τα τρία τραγούδια θα ήταν ο τελικός απολογισμός των επίσημων κυκλοφοριών κατά την διάρκεια της ζωής των The Dils. Ένα άλμπουμ; Ξεχάστε το, αν και δύο (μετά θάνατον) κυκλοφορίες συναρμολογήθηκαν με την προσθήκη πρόχειρων, πιστότητας bootleg, κασετών από live. "Που είναι κρίμα", συμφωνεί ο τραγουδιστής και κιθαρίστας Chip Kinman, ο οποίος μαζί με τον αδελφό του μπασίστα Tony Kinman, σχημάτισαν τον πυρήνα των The Dils. "Ακούω αυτά τα bootlegs και τις live ηχογραφήσεις και πράγματι είναι σπουδαία τραγούδια. Νομίζω θα είχε γίνει κλασικό, όπως ήδη είναι κλασικά τα singles μας στον μικρόκοσμο των κλασικών της punk rock".


Class War (1977)





Ακόμα και πριν την έλευση της punk rock, οι The Dils δεν ήταν ευτυχισμένοι με το να είναι απλά, μία ακόμα μπάντα. Σαν έφηβοι στο Carlsbad της California, κοντά στο San Diego, τα περισσότερα από τα γκρουπ από το high school ήταν μπάντες της hard rock/metal που έκαναν διασκευές. Ο Chip κι ο Tony προτίμησαν να γράψουν το δικό τους υλικό (επιπλέον όπως λένε και οι ίδιοι δεν αισθάνονταν τόσο καλοί ώστε να διασκευάζουν κομμάτια). Οι Kinman μετακόμισαν στο San Francisco το 1976, όπου εκεί είδαν ένα πόστερ για μία συναυλία των The Nuns και εμφανίστηκαν στον χώρο εκείνο μόνο για να μάθουν από τον ιδιοκτήτη ότι το σόου είχε ακυρωθεί, αν και οι The Nuns του είχαν ζητήσει να μεταφέρει στο κοινό ότι δέχονταν επισκέπτες στον χώρο όπου έκαναν πρόβες. Οι Kinman ήταν οι μοναδικοί που αποδέχτηκαν την πρόσκληση και εμφανίστηκαν στο χώρο που έκαναν πρόβες οι The Nuns, πράγμα που σου δίνει μία ένδειξη του πόσο μικρός ήταν εκείνες τις μέρες ο κόσμος της punk rock. 


You're Not Blank (1977)





Ο Chip παραδέχεται ότι εκείνη την εποχή, πίστευε ότι μπάντες όπως οι The Nuns και οι The Weirdos ήταν καλύτεροι από αυτούς. "Ακούγονταν πιο ατόφιοι, ήταν πιο κοντά στο καλό στυλ της punk rock στα τέλη των 70'ς. Ενώ οι The Dils ήταν πιο γρήγοροι. Αν αυτό κάνει αίσθηση, ήμασταν στον ίδιο χρόνο πιο μελωδικοί και στον ίδιο χρόνο λιγάκι πιο παράφωνοι. Εγώ κι ο Tony προσπαθήσαμε να μην απομακρυνόμαστε από την βασική δομή της pop σε όλες τις μπάντες μας και είχαμε αυτή την βασική δόμηση των τραγουδιών της pop πάντοτε στο μυαλό μας. 






Νομίζω ότι αυτό έτεινε να ξεχωρίσει την μουσική μας από των υπολοίπων, επειδή είχαμε στην πραγματικότητα γέφυρες και όλα αυτά τα riff και τα ρεφρέν και όλο αυτό που περιείχε η μουσική μας. Και δεν ακουγόταν βεβιασμένο. Ενώ πολλές μπάντες, όταν αποφάσισαν ότι ήθελαν να είναι λίγο πιο ΄μουσικοί΄ με την punk rock, ακούγονταν σαν μία πρόφαση για μελωδία. Ε, καλά τώρα δεν είναι έτσι ρε παιδιά. Ήμασταν απλά τόσο άγριοι και γρήγοροι και δυνατοί όσο κάθε μία από εκείνες τις μπάντες, αλλά ήμασταν λιγάκι πιο ΄μουσικοί΄, πράγμα που βοήθησε την μουσική μας να στέκεται λιγάκι πιο διαχρονική. Επειδή δεν είναι όλα οργή. Η οργή από μόνη της δεν στέκεται καλά, εκτός κι αν κάτι την στηρίζει". 


Mr. Big (1977)






Παρόλα αυτά, υπήρχε πολύ οργή στο ντεμπούτο single τους, "I Hate the Rich / You're Not Blank", που ηχογραφήθηκε το 1977, με το μεγαλειώδες ποσό των 60 δολαρίων (δανεικών από την μάνα τους). "I hate the rich, I hate the poor", ούρλιαζαν οι Kinman κατά την διάρκεια της ενάμιση λεπτού έκρηξης. Συναισθήματα που θα έμοιαζαν να καλύπτουν τις περισσότερες από τις επαναστατικές τους βάσεις, αν και μία pop ευαισθησία ήταν παρούσα ακόμα και στα πιο άγρια και ακατέργαστα τραγούδια τους. Έχοντας φτιαχτεί στην λιλιπούτεια δισκογραφική What το 1977, ήταν ένα από τα πιο αρχικά 45άρια της punk από την California και ένα από τα πιο αξιοσέβαστα σε όλο το γένος της punk από τους συλλέκτες. Το session δεν ήταν μία συνηθισμένη κατάσταση ντεμπούτο ηχογράφησης. "Ήταν αστείο, επειδή ο τύπος που έκανε χρέη μηχανικού ήταν χίπι. Έμοιαζε σαν να αναρωτιέται, ω Θεέ μου τι συμβαίνει εδώ; Πιθανώς ποτέ πριν δεν είχε ακούσει punk rock. Πήγαμε λοιπόν εκεί, και παίξαμε και αυτός απλά μας είπε ΄ωραία εδώ αυτός είναι ο δίσκος σας΄". Όταν το τραγούδι πήγε για να γίνουν τα master tapes, όλο κι όλο 100 δευτερόλεπτα, κόπηκε ακόμα περισσότερο από κάποιους υπερβολικά ενθουσιώδεις τεχνικούς. "Ήταν τόσο νωρίς για την punk που οι άνθρωποι που έκαναν αυτή την δουλειά στα τραγούδια δεν είχαν ιδέα τι συνέβαινε. Του έκαναν fade out, ενώ το τραγούδι είχε πολύ συγκεκριμένο τέλος. Με τον Tony είχαμε μείνει κάγκελο. Φυσικά μετά από το σοκ τους είπαμε, "Ε, αφήστε τον δίσκο να φτάσει στο τέλος του".


Sound of the Rain (1979)






Για τον ακροατή που ακούει πρώτη φορά, το "I Hate the Rich" μοιάζει να περιέχει συγκεκριμένους απόηχους από Clash και Ramones. Ο Chip ωστόσο είναι προσεκτικός ώστε να αναφέρει ότι οι The Dils δεν είχαν ακούσει καμία Αγγλική punk μπάντα τότε, με πιθανή εξαίρεση τους Buzzcocks και τους Damned. "Αν υπήρχε κάποια επιρροή, είναι πιθανώς απλά επειδή πήγαμε στις ίδιες πηγές με τους Clash και όλες αυτές τις μπάντες. Ακούσαμε ρέγγε και rock, rockabilly και όλα αυτά. Δεν χρειαζόταν να κλέψουμε τους Clash, τη στιγμή που θα μπορούσαμε να κλέψουμε τον Buddy Holly", λέει γελώντας. Ένα δεύτερο παρόμοια εύλογο punk/pop single, το "Class War" / "Mr. Big", εμφανίστηκε στην δισκογραφική Dangerhouse το 1977. Από τους τίτλους και μόνο είναι φανερό ότι οι The Dils πήραν την πάνκικη επαναστατική ρητορική στα σοβαρά. Ο Tony αποκαλούσε τον εαυτό του σοσιαλιστή σε μία συνέντευξη στο περιοδικό της punk, Slash. O Chip φορούσε ένα T-shirt με σφυροδρέπανο στη σκηνή. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που ο Greg Shaw της Bomp Records, που κυκλοφόρησε αρκετά single από την punk σκηνή της California, είπε στην μπάντα ότι ήταν πολύ σοβαροί, αν και ένας απολογισμός σε όλο το ρεπερτόριο των The Dils αποκαλύπτει ότι τραγουδούσαν για τον πόλεμο των τάξεων και την πολιτική σε λίγο μόνο μέρος της δουλειάς τους. "Πρόσκαιρα ήταν κάτι στο οποίο πιστεύαμε" λέει ο Chip. "Πιστεύαμε ότι κάτι ακούγεται καλό, κάτι όχι, ότι κάτι έπρεπε να αλλάξουμε και έτσι πήγαινε το πράγμα. Όχι ότι αποκλείσαμε τα κορίτσια, τα αμάξια και το σεξ από τα τραγούδια μας...Μετά από δυο χρόνια αρχίσαμε να διαβάζουμε όλο και περισσότερο για τον κομμουνισμό και την αριστερά γενικά, αντιληφθήκαμε ότι οι κομμουνιστές ήταν απαίσιοι και το σύστημα τρομερό, πόσα εκατομμύρια έχουν πεθάνει. Και αποφασίσαμε ότι δεν ήταν τόσο καλή ιδέα. "Δεν ήταν ατύχημα. Ήμασταν εκεί έξω στην πρώτη γραμμή. Αλλά ποτέ δεν συνεργαστήκαμε με κάποια τοπική ή εθνική κομμουνιστική παράταξη. Πάντα προσπαθούσαν να σφετεριστούν ότι κάναμε και ποτέ δεν θα τους αφήναμε να το κάνουν. Είπαμε , κοίταξε όλα αυτά τα παιδιά έρχονται εδώ να μας δουν επειδή παίζουμε αυτή τη μουσική, όχι λόγω της ανόητης εφημερίδας σου. Έτσι όχι, δεν θα έρθεις στο δικό μας σόου να στήσεις το περίπτερο σου ή κάτι τέτοιο. Έτσι όλοι μας μισούσαν".


It's Not Worth It (1979)




Compilation άλμπουμ που κυκλοφόρησαν μετά το τέλος της μπάντας με live υλικό αποκαλύπτουν ότι οι The Dils είχαν ένα σωρό τραγούδια που ποτέ δεν ηχογράφησαν στο στούντιο. Αν είχαν ηχογραφήσει ακόμα και σε υποτυπώδεις στουντιακές συνθήκες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα είχαν μείνει στην μνήμη του κοινού ανάμεσα στις πιο σταθερές Αμερικανικές punk κυκλοφορίες, συνδυάζοντας την ξέφρενη ενέργεια με ένα ταλέντο στα pop μέρη που αιχμαλωτίζουν το αυτί και στις αρμονίες. Είναι δύσκολο να κρίνεις την λυρική τους αξία σε μερικές περιπτώσεις, ωστόσο, δοθέντος ότι τα φωνητικά από τα live που αποτυπώθηκαν, ήταν τόσο αχνά ηχογραφημένα. Αλλά αν πρέπει να πιστέψουμε τον Chip, κάτι τέτοιο θα άκουγες σε ένα live τους. "Εκείνες τις μέρες-δεν ξέρω γιατί έγινε αυτό", εξομολογείται. "Αλλά παίζαμε με τους ενισχυτές μας στο 10. Όλα ήταν στην τσίτα, έκρηκτικά. Ακόμα και στους Blackbird, που ήταν στα 80'ς η πιο θορυβώδης μπάντα μας, δεν μπορούσα να ανεβάσω πάνω από το 3 τον ενισχυτή μου χωρίς οι τεχνικοί να ξεριζώσουν τα μαλλιά τους. Ουρλιάζαμε στα μικρόφωνα. Πιστεύω ότι πολύ από αυτό είχε να κάνει και μόνο από την παρουσίαση του όλου πράγματος και αυτός είναι ο λόγος που σε κάποιες από αυτές τις ηχογραφήσεις των live δεν είναι δυνατόν να ακουστούν τα φωνητικά, επειδή με δυσκολία θα μπορούσε και στην πραγματικότητα να ακούσει ο καθένας. Αλλά είναι κρίμα σε πολλά τραγούδια, επειδή κάναμε κάποιες πολύ καλές φωνητικές αρμονίες".


Red Rockers (1979)





Προβάροντας μία σειρά από ντράμερ τα επόμενα χρόνια οι The Dils ποτέ δεν κατάφεραν να ηχογραφήσουν σωστά το μεγαλύτερο μέρος από το υλικό τους (αν και μέχρι πρόσφατα οι Kinman αξιολογούσαν προσφορές ώστε να καταφέρουν τελικά να κάνουν τα κομμάτια αυτά στουντιακά). Στα 90'ς, με δεκάδες indie κυκλοφορίες να βγαίνουν κάθε εβδομάδα, είναι δύσκολο να θυμάσαι πόσο μικρό ενδιαφέρον υπήρχε από τις εταιρείες για την εναλλακτική rock στα τέλη των 70'ς. "Κανείς δεν πέταγε τα λεφτά του για τους The Dils και δεν ήθελαν να ηχογραφήσουν κανένα δίσκο", σημειώνει ο Chip. "Σίγουρα δεν είχαμε τα προς το ζην. Ήμασταν φτωχοί! Έπρεπε να παίρνω κουπόνια σίτισης κάποιες φορές. Δεν είχαμε χρήματα. Έτσι δεν μπορούσαμε να πάμε μόνοι μας για να κάνουμε ηχογράφηση". Οι The Dils μερικές φορές έδειξαν τάσεις προς την παράδοση, διασκευάζοντας τραγούδια του Buddy Holly και του Roy Orbison. Κάποια ψήγματα folk/pop ευαισθησίας άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους σαν ταμπέλα για τους country/folk ήχους της επόμενης μπάντας των Kinman, Rank & File. "Οι The Dils ήταν μία από τις ελάχιστες punk μπάντες που θα έπαιζαν μπαλάντες", λέει ο Chip. "Οι περισσότερες μπάντες δεν θα το έκαναν, αλλά εμείς πιστεύαμε ότι ήταν μία σημαντική μας δυνατότητα, να βγάλουμε κάτι τέτοιο προς τα έξω. Πιστεύαμε πως το να επιβραδύνεις ήταν το ίδιο ριζοσπαστικό, όπως το να παίζεις γρήγορα. Σε εκείνο το σημείο του χρόνου όλοι προσπαθούσαν να γίνουν γρηγορότεροι. Έτσι εμείς απλά διευρύναμε τον ήχο λιγάκι, προσθέτοντας ακουστική κιθάρα και επιβραδύναμε. Το "It's Not Worth It" (από το τελευταίο single) αρχικά ήταν σαν ένα κανονικό punk rock τραγούδι, αλλά το επιβραδύναμε τελείως και έγινε θαύμα, υπάρχει μία αλήθεια ωραία μελωδία. Και το να προσθέσουμε την ακουστική κιθάρα ήταν ασφαλώς για τα τότε δεδομένα εξωφρενικό".


Rank & File - Sundown (1982)





Στα 80'ς, σε κάθε περίπτωση η μουσική των Kinman εξελισσόταν πέρα από τα όρια της punk. "Τότε, η punk rock γινόταν hardcore. Έγινε κώδικας με κανόνες, ότι για να είσαι μπάντα punk rock έπρεπε να είσαι έτσι hardcore. Εμείς αλήθεια δεν ενδιαφερόμασταν για κάτι τέτοιο και συμπεράναμε ότι οι The Dils είχαν πει όλα όσα είχαν να πουν. Ήταν καιρός να μετακινηθούμε μουσικά". Το τελευταίο 7-ιντσο των 3 τραγουδιών κατέληξε ένα είδος γέφυρας προς τους Rank & File, όπου γυρίσαμε εντελώς στην παράδοση". Περισσότερες απροσδόκητες αλλαγές βρέθηκαν στον δρόμο των αδελφών Kinman. Αφού έπαιξαν στην country/folk/rock μπάντα των Rank & File για μερικά χρόνια, πήγαν στην σχεδόν industrial rock με ένα drum machine με τους Blackbird


Blackbird - What Goes on (1989)





Πιο μετά έπαιξαν καουμπόικη μουσική με τους Cowboy Nation. Διεστραμμένο; Σας αφήνω να βγάλετε συμπέρασμα.

"Ο Tony και γω πάντα πηγαίναμε αντίθετα στο ρεύμα. Όταν παίξαμε punk rock, ήταν ενάντια στο ρεύμα. Όταν το επιβραδύναμε, ήταν ενάντια στο ρεύμα της punk. Όταν το πήγαμε στην country ήταν ενάντια στο ρεύμα της punk. Όταν γίναμε πιο θορυβώδεις ήταν ενάντια στo ρεύμα της country. Σχεδόν σε κάθε αλλαγή μας κάναμε το κοινό μας να αηδιάζει".


Quicksand (1993)






Μισούσαν ακόμα τους πλούσιους; Είναι δίκαιο να πούμε ότι ποτέ τους δεν έγιναν πλούσιοι. "Δεν ήμασταν πολύ καλοί για να γίνουμε συνέταιροι κανενός από αυτά τα είδη", λέει ο Chip χαρούμενα, χωρίς ίχνος μετάνοιας. "Ποτέ δεν ήμασταν". 


ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαβάστε/Ακούστε επίσης