TRACY NELSON (MOTHER EARTH)
Blues Rock Explosion
Bill Wyman, μπασίστας στους Rolling Stones, 1977
Εδώ έχουμε αφήσει την Αγγλία και έχουμε περάσει στην Αμερική. Όπως μας λέει στην εισαγωγή ο Bill Wyman τα blues ωρίμασαν στην Αγγλία, χώρα που ήταν έξω από την Αμερικανική πραγματικότητα σχετικά με την μουσική των νέγρων και κατάφεραν να "πουλήσουν" στην χώρα από όπου κατάγονταν (Διαβάστε όλη την στήλη Blues Rock Explosion-Απρίλιος 2019). Μόνο που η συγκεκριμένη μπάντα δεν είναι καθόλου συνηθισμένη, πολύ περισσότερο η lead singer τους, που είχε την ευκαιρία να γνωριστεί με θρύλους των blues. Ενώ πολλοί θα περίμεναν ότι η Tracy Nelson θα απολάμβανε τεράστια οικονομικά οφέλη με τους Mother Earth, ποτέ δεν στάθηκε δυνατόν να καταφέρει εκτεταμένη επιτυχία. Ίσως οι επιρροές της και το γούστο της ήταν απλά τόσο εκλεκτικά για mainstream rock κοινό, αφήνοντας την Nelson και την μπάντα της Mother Earth, συχνά να διαπρέπουν σε κριτικές, αλλά να αγνοούνται εμπορικά. Ή ίσως η γιγαντιαία σκιά της θρυλικής Janis Joplin έπεφτε τόσο μακριά, για να επιτρέψει στην Nelson να αναμετρηθεί με τους δικούς της όρους. Ωστόσο για όσους, όπως συμβαίνει με εμένα, απολαμβάνουν τους Mother Earth, η soulful, βραχνή φωνή της Nelson και το πάθος της για καταιγιστικούς, γκόσπελ και country τόνους ήταν το καθοριστικό συστατικό που αιχμαλώτισε την προσοχή μας σε κάθε άλμπουμ. Σήμερα η Nelson φέρνει αυτή την ίδια ποιότητα στην ανανεωμένη σόλο καριέρα της. "Πάντα ήξερα γιατί δεν έγινα πιό διάσημη" είπε κάποτε η Nelson στην The Washington Post. "Μερικώς ήταν καπρίτσιο της δουλειάς. Το περισσότερο όμως ήταν προσωπικές μου επιλογές-μετακομίζοντας στο Tennessee, μη έχοντας πολύ σκηνική παρουσία, με το να μην είμαι πολύ δραστήρια, επιλέγοντας συγκεκριμένα είδη μουσικής από άλλα. Και απλά με το να είμαι ένα τεμπέλικο παλιοθήλυκο".
Mother Earth (1968)
Η Nelson γεννήθηκε την 27 Δεκεμβρίου του 1944 στο French Camp της Καλιφόρνια και μεγάλωσε στο Shorewood Hills του Ουισκόνσιν. Έχοντας εκτεθεί στην folk και στα blues από νωρίς, άρχισε να παίζει πιάνο στα πέντε της χρόνια και μέχρι τα 13 είχε πιάσει την κιθάρα. Η Nelson ανακαλεί τις πρώτες μουσικές εμπειρίες της στο Hit Parader: "Όλη μου η οικογένεια είναι μουσική. Ο πατέρας μου έχει μία υπέροχη μπάσα φωνή, ο αδελφός μου είναι τενόρος και η μητέρα μου μία καλή σοπράνο. Έκανα εξάσκηση στην δεύτερη φωνή με την μητέρα μου τον καιρό που ήμουν 6 χρόνων. Όλοι μας τραγουδούσαμε πολύ".
Στο Γυμνάσιο τραγουδούσε με την χορωδία και με τους Fuller Woods Trio, ένα folk γκρουπ το οποίο εκδηλώθηκε στο είδος των Peter, Paul and Mary. Ενώ φοιτούσε στο πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν, η Nelson εμφανίστηκε με τους The Fabulous Imitations, μία R&B μπάντα το lineup της οποίας περιλάμβανε τον Ben Sidran στο πιάνο. Καθώς το γκρουπ έπαιζε στα πάρτυ και στα καφέ της περιοχής, η Nelson τραγούδησε το ρεπερτόριο της Irma Thomas, συμπεριλαμβανομένων του "Time Is on My Side", του "Cry On" και του "I Did My Part".
Όταν η Nelson ήταν 20 χρόνων, ο διακεκριμένος συγγραφέας των blues Sam Charters ήρθε στο Ουισκόνσιν και την ανακάλυψε καθώς εμφανιζόταν σε ένα μαθητικό πάρτυ. Εντυπωσιασμένος κανόνισε για αυτήν να ηχογραφήσει ένα άλμπουμ για την Prestige Records. Σε παραγωγή του Charters και ηχογραφημένο στο Σικάγο, το Deep Are the Roots έγινε το 1965. Ο παίκτης της φυσαρμόνικας Charlie Musselwhite, που σύντομα έγινε το αγόρι της, βοήθησε στην blues προσανατολισμένη προσπάθεια, όπως έκανε ο Harvey Smith στο πιάνο και ο Peter Wolfe στην κιθάρα.
The House of the Rising Sun (1965)
Το περιοδικό Downbeat που ήταν αφιερωμένο στην jazz, blues και άλλα είδη, αγάπησε το άλμπουμ, βραβεύοντας το με τέσσερα αστέρια και επαινώντας την Nelson για τα υπέροχα φωνητικά. "Με στοιχειώδη ευκολία και φυσικότητα, προσθέτει μία φωνή που απλά αναβλύζει-όχι με τον ακατανίκητο τρόπο της Bessie Smith ή της Ma Rainey, αλλά με την ευθύτητα μίας ερμηνεύτριας που ξέρει τι κάνει και ότι μπορεί να το κάνει".
Η Nelson ανακαλεί την περίοδο αυτή της ζωής της με μεγάλη τρυφερότητα. Ο Musselwhite, θυμάται, την σύστησε σε μερικούς από τους μεγαλύτερους μουσικούς των blues του Σικάγο της εποχής. Ένα βράδυ που δεν ξεχνιέται ο Musselwhite την πήγε σε ένα κλαμπ και κατέληξε σε ένα τραπέζι με τον Musselwhite, τον Otis Spann και τον Muddy Waters, που της αφιέρωσε το "Nineteen Years Old" στο σετ τραγουδιών που είχε να πει. "Ήμουν απλά τόσο ευτυχισμένη όλο τον αναθεματισμένο χρόνο και τριγυρνούσα με ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπό μου. Ήταν στιγμή αγνής ευτυχίας και δεν είναι πολλές αυτές οι στιγμές στη ζωή σου".
Το 1966 η Nelson μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο για να ακολουθήσει μία καριέρα στη μουσική. Εκεί, ο Steve Miller την σύστησε στoν Ira Kamin, ένα παίκτη του keyboard από το Σικάγο, ο οποίος προσπαθούσε να φτιάξει ένα γκρουπ με τον συνθέτη/ερμηνευτή και παίκτη της φυσαρμόνικας R. Powell St. John. O St. John ήταν στους Waller Creek Boys (ένα folk γκρουπ του Ώστιν που περιλάμβανε την Janis Joplin) και ήταν ένας αξιοσημείωτος τραγουδοποιός-ο συνθέτης του "Bye Bye Baby" (το οποίο η Joplin ηχογράφησε με τους Big Brother and the Holding Company) και (σαν John St. Powell) σε αρκετά τραγούδια που ηχογράφησαν οι the 13th Floor Elevators. Στο γκρουπ μάνατζερ ήταν ο Travy Rivers, εκδότης της The San Francisco Oracle και το πρόσωπο που του χρεώνεται η ανακάλυψη της Janis Joplin και στο ότι την έφερε στο Σαν Φρανσίσκο. Ο Rivers, στρατολόγησε μερικούς μουσικούς-τον πιανίστα/τραγουδιστή Wayne Talbert, τον ντράμερ George Rains, τον μπασίστα Jance Garfat και τον κιθαρίστα Herbert Thomas. Ονομάζοντάς τους Mother Earth από ένα τραγούδι του Memphis Slim, το σχήμα έγινε ενεργό στο κύκλωμα των σκηνών του Σαν Φρανσίσκο. Περιστασιακά, ο σαξοφωνίστας Martin Fierro, ο οποίος είχε την δική του μπάντα, καθόταν μαζί τους.
Marvel Group (1968)
Το 1968, οι Mother Earth είχαν ήδη ανακατευτεί μέσα από έναν αριθμό μουσικών. Ο John "Toad" Andrews είχε αντικαταστήσει τον Thomas στην κιθάρα και ο Bob Arthur αντικατέστησε τον Garfat στο μπάσο. Ο Andrews και ο Arthur ήταν πριν μέλη των Wig, ενός από τα μακροβιότερα R&B γκρουπ, που επίσης περιλάμβαναν τον Boz Scaggs, τον Benny Rowe και για λίγο τον Steve Miller. Ο Andrews, ο οποίος πήρε το παρατσούκλι "Toad", πηδώντας γύρω-γύρω στη σκηνή ενώ έπαιζε lead guitar με τα δόντια, ήταν το μοναδικό μέλος του γκρουπ που θα έμενε με την Nelson καθ'όλη την διάρκεια ζωής του γκρουπ. Επιπροσθέτως ο Ira Kamin και ο Wayne Talbert άφησαν το γκρουπ και ο keyboard player Mark Naftalin (που μόλις είχε αφήσει τους Paul Butterfield Blues Band) μπήκε για να συνθέσει τα κομμάτια και να προβάρει με την μπάντα για το επερχόμενο άλμπουμ τους.
Με τα νέα μέλη στην θέση τους, οι Mother Earth έκαναν την ντεμπούτο ηχογράφησή τους συνεισφέροντας τρία τραγούδια στο soundtrack της ταινίας Revolution, περιλαμβάνοντας μία διασκευή του soulful "Stranger in My Home Town" του Percy Mayfield. Επίσης σε αυτή την ταινία του 1968 είχαν συνεισφέρει οι Steve Miller Band και οι Quicksilver Messenger Service. Τον καιρό που κυκλοφόρησε το soundtrack στα μέσα του 1968, οι Mother Earth είχαν υπογράψει ένα συμβόλαιο για ηχογράφηση με την Mercury. Το πρώτο τους άλμπουμ στην Mercury, Living with the Animals εμφανίστηκε αργότερα μέσα στον χρόνο. Τα credits για την παραγωγή περιλάμβαναν τον Barry Goldberg, τον Mark Naftalin, τον Dan Healy, τον Martin Fierro και το γκρουπ μαζί σαν συμπαραγωγή. To Living with the Animals (U.S. #144) επίσης περιλάμβανε βιολί από τον Spencer Perskin (βλέπε Shiva's Headband) και φωνητικά από τις Earthettes, ένα τρίο που αποτελείτο από την Sylvia Caldwell, την Linda Tillery (frontwoman στο γκρουπ της the Loading Zone) και την Nelson, που χρησιμοποίησε το όνομα Shalimar Samuelson. Τα highlights του άλμπουμ περιλάμβαναν τις συνθέσεις της Nelson, "Down So Low" (το τραγούδι σήμα κατατεθέν της, που έγραψε για τον χωρισμό της με το όχι διάσημο τότε αγόρι της, Steve Miller). [Αυτό το τραγούδι διασκευάστηκε από τις Linda Ronstadt, Etta James, Diamanda Galás, Dee Dee Warwick, Ellen McIlwaine, Maria Muldaur και την Cyndi Lauper.]
Down So Low (1968)
μία διασκευή του "Cry On" του Allen Toussaint καθώς και το slow blues "Mother Earth" (τρακ εισαγωγής του παρόντος άρθρου) με guest σόλο κιθάρας από τον Makal Blumfeld (δηλ. τον Mike Bloomfield). H Nelson τραγούδησε lead σε μιά σειρά επιπρόσθετων τραγουδιών, αλλά εμφανώς πολύ ελάχιστα για να ικανοποιήσει το περιοδικό Rolling Stone, που παραπονέθηκε για το μοίρασμα των lead vocals ανάμεσα στην Nelson και στον St. Powell. Αφού επαίνεσε την δυναμική φωνή της Nelson, το περιοδικό δυσφήμισε τα φωνητικά του St. John, ως τρεμάμενα και λεπτά και κατά την άποψή του "Η αβέβαιη ερμηνεία του καταστρέφει κάθε κομμάτι που τραγουδάει". Από την άλλη μεριά το Guitar Player συνέστησε το άλμπουμ γενικά, χρίζοντάς το ως "Ένα από τα καλύτερα blues άλμπουμ που εμφανίζεται μετά από πολύ καιρό". Το Hit Parader εστίασε στην Nelson, γράφοντας "Σκέψου την αγαπημένη σου τραγουδίστρια: Grace Slick, Mama Cass, Janis Joplin. Είναι καλές, αλλά η Tracy Nelson από τους Mother Earth είναι πάνω από όλες. Επίσης είναι βαθύτερα στις ρίζες από όλες". Ακολουθώντας την ηχογράφηση του Living with the Animals, οι Mother Earth ταρακουνήθηκαν από περισσότερες αλλαγές προσωπικού: ο Ronald Stallings εμφανίστηκε στο σαξόφωνο και στα φωνητικά, ο Lonnie Castille ανέλαβε στα ντραμς και ο Clayborne Butler Cotton (πρώην μέλος των Charlie Musselwhite's Band) κάλυψε την θέση του keyboard player. Οι κριτικές για το νέο lineup ήταν διθυραμβικές, με αναπόφευκτες συγκρίσεις ανάμεσα στην Nelson και στην Janis Joplin. Το Cash Box παρατήρησε, "Λόγω της δυνατής και αισθαντικής φωνής της Tracy Nelson, μίας από τους lead singers του γκρουπ, η σύγκριση με την Janis και τους τώρα ανενεργούς Big Brother είναι αναπόφευκτη. Η Tracy είναι πολύ καλή και κατέχει μία φωνή που θα κυρίευε και τον διάβολο, αλλά η Janis είναι μεγάλη και επιπρόσθετα στην φωνή της μοιάζει να εκπέμπει ενθουσιασμό. Όσο για τους υπόλοιπους Mother Earth είναι πολύ πιό διασκεδαστικοί να τους ακούς σε σχέση με τους Big Brother και θα μπορούσαν να κάνουν ένα στάτους σταρ μόνοι τους, αλλά η Tracy είναι το κερασάκι στην τούρτα".
Cry On (1968)
Παρομοίως το Downbeat εστίασε στις ομοιότητες με την Joplin σε μία κριτική μιάς παράστασης στο κλαμπ Boston Tea Party, τον Μάρτιο του 1969, προβλέποντας "Αυτή η μπάντα πρόκειται να γίνει πολύ πολύ μεγάλη. Της αξίζει να γίνει. Όταν συμβεί θα είναι αρχικά λόγω της δύναμης της Miss Nelson, μίας δυναμικής, γουστόζικης rock vocalist και η μόνη εκτός της Janis Joplin, που έχει αφομοιώσει το ιδίωμα των μαύρων χωρίς νύξη προσποίησης". Επίσης επαίνεσε την "ιδιαίτερα ικανή μπάντα", για τα ντραμς του Castille και τα soulful φωνητικά του Stallings. Η Nelson ανταποκρίθηκε στις συγκρίσεις ανάμεσα σε αυτήν και στην πιό διάσημη σύγχρονή της στο τεύχος του Ιουνίου του Hit Parader το 1969: "Πιθανώς να υπάρξουν κριτικές συγκρίσεις ανάμεσα στην Janis Joplin και σε εμένα. Το μόνο πράγμα που μπορείς να πεις είναι ότι και οι δύο είμαστε κορίτσια που τραγουδούν. Θα το θεωρούσα κοπλιμέντο αν συνέβαινε ωστόσο, επειδή ο κόσμος θα με έπαιρνε στα σοβαρά και θα με τοποθετούσε δίπλα σε μία φτασμένη τραγουδίστρια. Αλλά αυτό είναι μόνο εικασίες επειδή η Janis και εγώ δεν θα μπορούσαμε να είμαστε πιό αντίθετες. Οι προσεγγίσεις μας στη μουσική είναι εντελώς διαφορετικές. Επίσης, διαλέξαμε διαφορετικό υλικό. Η Janis και εγώ δεν είμαστε καθόλου διανοούμενες στην μουσική και είναι αδύνατον να κριτικάρουμε το τι κάνουμε. Η μουσική μας είναι άκρως συναισθηματική...Αλήθεια ελπίζω ο κόσμος να κρατήσει την Janis και μένα χωριστά επειδή οι συγκρίσεις δεν θα είναι έγκυρες. Η Janis είναι κοντά στην Etta James, νομίζω και εγώ την γκόσπελ αλλά όχι από την θρησκευτική πλευρά. Καθαρά συναισθηματικά".
Tracy Nelson |
Soul of A Man (1969)
I Need Your Love So Bad (1969)
I Can't Go On Loving You (1969)
Ειρωνικά, ακόμα και με τους κριτικούς να φωνάζουν για την εξαιρετική φωνή της Nelson, η ίδια σταθερά μοιραζόταν τα φωνητικά με τους Stallings, St. John και Robert Arthur. Ως αποτέλεσμα, το μεγαλύτερο περιουσιακό στοιχείο των Mother Earth-η πλούσια blues φωνή της Nelson-είχε αποδυναμωθεί. Τελικά η Nelson είπε στο Circus, "Πριν, ο καθένας ήθελε να τραγουδήσει και έγινε παράλογο επειδή αυτό είναι που κάνω εγώ. Τραγουδάω". Έτσι ύστερα από την κυκλοφορία του Mother Earth Presents Tracy Nelson Country, η Nelson ανασχημάτισε την όλη μπάντα, διατηρώντας μόνο τον "Toad" Andrews. Το νέο lineup περιλάμβανε τον κιθαρίστα Jimmy Day (πρώην Hank Williams Band), τον μπασίστα Tim Drummond (τα credits του οποίου περιλαμβάνουν περιοδείες με Conway Twitty και James Brown και session δουλειές με τον Neil Young και τον Ray Buchanan), τον ντράμερ Karl Himmel (που είχε κάνει περιοδείες με τους Bill Halley, Joe Tex, Johnny Cash, Bob Dylan, Earl Scruggs και Doug Kershaw), τον παίκτη του keyboard Andrew McMahon και τον κιθαρίστα ρυθμικής κιθάρας Bob Cardwell (πρώην West Coast Pop Art Experimental Band). Ακόμα και αυτές οι αλλαγές απέτυχαν να αλλάξουν τις λιμνάζουσες εμπορικές προοπτικές του γκρουπ. Το επόμενο άλμπουμ τους Satisfied, ζορίστηκε και εμπορικά, αλλά και λόγω κριτικών. Για αυτή την κυκλοφορία το γκρουπ έφυγε από τις πρόσφατες country υφές προς μία αναμιγμένη με γκόσπελ rock προσέγγιση. Το Rolling Stone σχολίασε ότι το άλμπουμ ήταν "σχεδόν συνεπές στο σημείο να αναμίξει στυλ σε ένα από πολύ καιρό αναμενόμενο τόνο".
This Feeling (1970)
Μη μπορώντας να φτάσουν ένα ευρύ κοινό με τις κυκλοφορίες από την Mercury, το γκρουπ στράφηκε στην Reprise. Η συνεργασία αυτή κράτησε για δύο άλμπουμ, το Bring Me Home (1971, U.S. #199) και το Tracy Nelson/Mother Earth (1972).
I'll Be Long Gone (1971)
Καθένα από τα άλμπουμ κέρδισε κριτική αναγνώριση-το Rolling Stone απεκάλεσε το Bring Me Home, "μακράν ό,τι καλύτερο έχουν κάνει"-αλλά η εμπορική αδιαφορία ακολούθησε (κανένα από τα δύο άλμπουμ δεν μπήκε στα chart) και η δισκογραφική δεν μπόρεσε να ανανεώσει την καριέρα του γκρουπ.
I Want To Lay Down Beside You (1972)
Οι Mother Earth μετακινήθηκαν στην Columbia το 1973 για ένα άλμπουμ, το Poor Man's Paradise, ως Tracy Nelson/Mother Earth. Ήταν η τελευταία κυκλοφορία των Mother Earth. Η Nelson μετά υπέγραψε στην Atlantic Records για την κυκλοφορία του Tracy Nelson (1974), το οποίο περιλάμβανε ένα υποψήφιο για Grammy ντουέτο με τον Willie Nelson, "After the Fire Is Gone". Oι επόμενες ηχογραφήσεις της ήταν για την MCA: Sweet Soul Music (1975) και Time Is on My Side (1976). Ακολούθησαν κυκλοφορίες, που περιλάμβαναν το Doin' It My Way (1978), Homemade Songs (1978) και Come See About Me (1980) και που κυκλοφόρησαν από μικρότερες δισκογραφικές. Μία διακοπή δεκατριών χρόνων τελικά κατέληξε στην κυκλοφορία στην Rounder Records του In the Here and Now (1993), νικητή στην απονομή για το καλύτερο blues άλμπουμ του Nashville. Ακολούθως έγιναν και άλλες ηχογραφήσεις στην Rounder, συμπεριλαμβανομένων του I Feel So Good (1995) και Move On (1996), το οποίο κέρδισε στον ίδιο διαγωνισμό στο Nashville
ως το καλύτερο R&B άλμπουμ. Το 1998, η Nelson κυκλοφόρησε το Sing Out μία υποψήφια για Grammy συνεργασία με την Marcia Ball και την μεγάλη της γκόσπελ και R&B Irma Thomas. Το επόμενο άλμπουμ της Ebony & Irony κυκλοφόρησε το 2000. Σειρά είχε το You'll Never Be a Stranger At My Door (2007) και τέλος η πιό πρόσφατη δουλειά της Victim of the Blues (2011), η οποία βρίσκει την ηρωίδα μας να έχει στραφεί εκεί απ'όπου ξεκίνησε. Στα blues!
One More Mile (2011)
Αυτή ήταν η ιστορία της Tracy Nelson, μίας από τις πιό δυναμικές παρουσίες και φωνές στο χώρο των blues, η οποία τραγούδησε πολύ πειστικά διάφορα μουσικά γένη. Αυτή ήταν και η ιστορία μίας πρωτοπόρου μπάντας στο χώρο, που με τις όποιες ανακατατάξεις, κατάφερε να υποστηρίξει ότι έχει μείνει γνωστό ως Mother Earth. Μία μπάντα με πολύ καλές κριτικές, αλλά χωρίς μεγάλη εμπορική επιτυχία.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου