Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Σάββατο 14 Απριλίου 2018



the BEAU BRUMMELS

Two-Shot Wonders?


Ένας από τους σκοπούς της ακαδημαικής ανάλυσης της ιστορίας της rock μουσικής είναι να διαψεύδει τις λανθασμένες υποθέσεις που γίνονται από rock συγγραφείς αλλά και ακροατές. Ένα από τα πιο κοινά τέτοια λάθη που γίνονται, είναι ότι τα rock γκρουπ που είναι γνωστά για ένα ή δύο single, συγκεντρώνουν όλη την τέχνη τους γύρω από αυτά τα single και τίποτα δεν αξίζει περαιτέρω τα χρήματα και το χρόνο κάποιου. Αυτό είναι στην πραγματικότητα σωστό εν μέρει για πολλούς τέτοιους καλλιτέχνες, όμως σε κάποιες περιπτώσεις το θέμα είναι ότι αυτά τα single, είναι η κορυφή του παγόβουνου που από κάτω κρύβει ένα τεράστιο όγκο ποιοτικής δουλειάς, συμπεριλαμβανομένων άλμπουμ αλλά και solo παραγωγών, που ποτέ δεν έλαβαν την έκθεση που άξιζαν. Οι Beau Brummels είχαν δυο μεγάλα χιτ, για τα οποία θα τους θυμούνται οι άνθρωποι, ιδιαίτερα το πρώτο τους το "Laugh, Laugh". Και επίσης θα μείνουν στην μνήμη σαν ένα από τα πρώτα-πρώτα Αμερικανικά γκρουπ που αντέγραψαν επιτυχώς τον εισαγόμενο από την Αγγλική εισβολή ήχο. Στην πραγματικότητα όταν το τραγούδι πρωτοβγήκε στον αέρα πολλοί ακροατές απλά υπέθεσαν ότι οι μουσικοί είναι Άγγλοι, που με το "ψωνισμένο" όνομα και τις μελωδικές αρμονίες έφερναν στο μυαλό Beatles, Kinks και άλλα Αγγλικά γκρουπ που έκαναν χιτ στα μέσα του '60.

Laugh Laugh (1965)


Θα μπορούσες να πεις ότι λίγες μπάντες υπήρξαν που αντιμετωπίστηκαν πιο ωμά από την συμβατική rock ιστορία από ότι αυτοί. Ήταν το πρώτο σημαντικό γκρουπ του Σαν Φραντζισκο που οι γλυκόπικροι τόνοι του έστρωσαν τον δρόμο για τα folk-rock και ψυχεδελικά γκρουπ, καθώς και για την εθνικής εμβέλειας έκρηξη που ακολούθησε. Ήταν γενικά ένα από τα πρώτα γκρουπ, παγκόσμια που έπαιξαν folk-rock, πριν ακόμα και από τους Byrds. Μερικά χρόνια μετά το εμπορικό τους ξεκίνημα, βοήθησαν το πρωτοπόρο country rock. Διέθεταν έναν από τους καλύτερους lead singers της rock, όμως και αυτός που έγραφε τα τραγούδια τους τύχαινε να είναι ένας από τους πιο υποτιμημένους συγγραφείς. Δεν είχαν μόνο τα δύο κλασικά χιτ, είχαν άλμπουμ ποιότητας, συχνά εξαιρετικά, μερικά από τα οποία δεν είδαν το φως της δημοσιότητας μέχρι το 1990. Η ιστορία τείνει να ξεχάσει τα περισσότερα από όλα αυτά, μειώνοντάς τους σε υποσημείωση ή σχεδόν σε μια καινοτόμα περίπτωση γκρουπ που ξεγέλασε τους ακροατές κάνοντάς τους να νομίζουν ότι ήταν μια Αγγλική μπάντα πριν καλύτερες μπάντες από το Σαν Φραντζίσκο ή αλλού λάβουν θέση στο μουσικό τραπέζι της εποχής. Η καμπάνια για την αποκατάσταση της φήμης τους ωστόσο, δεν θα ηγηθεί από κανέναν από τους δύο πυλώνες του γκρουπ, τον τραγουδιστή Sal Valentino και τον κιθαρίστα/συγγραφέα Ron Elliott, που και οι δύο είναι χαμηλών τόνων, σε σημείο να θεωρείται κουσούρι, σχεδόν να αυτο-δυσφημούνται για την μουσική που έκαναν μαζί το '60. Όταν ξεκίνησαν να ηχογραφούν το 1964, υπήρχαν μερικές μόνο rock μπάντες στο Σαν Φραντζίσκο που έγραφαν και τραγουδούσαν δικό τους υλικό. Όποιο "νεύρο" υπήρχε στην τοπική μουσική σκηνή τότε,οφειλόταν στις ρηξικέλευθες προσπάθειες του Tom Donahue, που ήταν DJ στον σταθμό KYA. Με τον συνεργάτη του Bob Mitchell, έφτιαξαν την εταιρεία Autumn Records για να ηχογραφήσουν τοπικές μπάντες. Με την έλευση των Beatles στην Αμερική, όπως και οι περισσότερες εταιρείες, έτσι και αυτοί γύρευαν μια Αμερικανική απάντηση στην Αγγλική εισβολή. Και ήταν αρκετά τυχεροί ώστε να σκοντάψουν πάνω στην πρώτη καλή μπάντα των the Beau Brummels. Όπως οι πρώιμες φωτογραφίες τους μαρτυρούν, κανένας τους δεν είχε το στυλ μαλλιών των Beatles. Είχαν ωστόσο κάποια προσόντα που λίγες άλλες Αμερικανικές μπάντες είχαν εκείνη την εποχή. Ο κιθαρίστας τους Declan Mulligan είχε μεταναστεύσει από την Ιρλανδία στην Αμερική στις αρχές του '60. Αλλά ακόμα ένα ακόμη ισχυρότερο "όπλο¨ ήταν αυτός που κυρίως έγραφε τα τραγούδια τους, ο Ron Elliott, ο οποίος είχε το χάρισμα να γράφει τραγούδια που ακούγονταν σαν τους Beatles στις πρώιμες, πιο folk προσπάθειές τους όπως το "I'll Be Back" ή το "Things We Said Today" ή το "I'll Follow the Sun", χωρίς να ακούγονται σαν να έχουν ξαναπαιχτεί. O Elliott παραδόξως λίγο ενδιαφέρον είχε για την rock μέχρι που οι Beau Brummels σχηματίστηκαν. Οι επιρροές του ήταν θεατρικοί συνθέτες όπως ο George Gershwin, o Jerome Kern, oι Ρodgers and Hammerstein καθώς και η country μουσική του Lefty Frizzell. "Δεν άκουγα ποτέ αλήθεια δημοφιλή μουσική, μέχρι που αρχίσαμε να φτιάχνουμε την μπάντα μας. Το πρώτο πράγμα που άκουσα όταν άνοιξα το ράδιο να ακούσω μουσική ήταν οι Four Seasons. Και έκλεισα το ράδιο και έγραψα το "Laugh Laugh". Τώρα βέβαια αυτό κάθε άλλο παρά Four Seasons ακούγεται ή σαν Gershwin. Περισσότερο σαν Beatles ακούγεται με τις επιδέξιες εναλλαγές σε μινόρε και ματζόρε συγχορδίες, την απόκοσμη φυσαρμόνικα και τις βαθιές φωνητικές αρμονίες. To "Laugh Laugh", αλλά και ό,τι θα ηχογραφούσαν οι Beau Brummels τα επόμενα δυο χρόνια δεν ήταν απλά μια φωτοκόπια των τεσσάρων φανταστικών. Ήταν μια υπερβολή ποθητής μελαγχολίας, υπογραμμισμένης από λυπητερές μελωδίες και τεταμένες αρμονίες που έκαναν την μπάντα αμέσως αναγνωρίσιμη και την απομάκρυναν από τις στρατιές των φωτοαντιγράφων των Beatles που ξεπετάγονταν και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Ήταν επίσης η τρεμάμενη, αλλά γεμάτη φωνή του Sal Valentino, ενός από τους λίγους τραγουδιστές που ήταν ικανός να τραγουδά με την ίδια αντήχηση στο χαμηλό ρετζίστρο, όσο στις ψηλές του νότες. Βοηθούμενο, το πιο πιθανόν, από την (κατανοητή) αντίληψη μιας μεγάλης μερίδας κοινού ότι ήταν μια Αγγλική μπάντα, το "Laugh Laugh" ανέβηκε στο νο15 στα Εθνικά charts αρχές του '65. Το Introducing the Beau Brummels, που την παραγωγή έκανε ο νεαρός Sly Stone (lead singer των Sly and the Family Stone), αποτελούνταν από πρωτότυπα κομμάτια του Elliott και υπαινισσόταν το βάθος ενός γκρουπ, που μόλις ξεκίναγε να στέκεται στα πόδια του. Το εκκολαπτόμενο "They'll Make You Cry" ήταν ένα εμβρυικό folk-rock με μια αξιόλογη ακουστική κιθάρα και μοναχική φυσαρμόνικα, ενώ το "Not Too Long Ago" πρόδιδε το χρέος του Elliott στην country μουσική με τον περιγραφικό του τόνο και τις κλειστές αρμονίες/συγχορδίες. Το άλμπουμ είχε επίσης το δεύτερο και μεγαλύτερο χιτ τους "Just a Little", το οποίο έφερε στο εναρκτήριο folk-rock στυλ τους την ωριμότητα. Συστηνόμενο από μια κιθάρα που σε στοιχειώνει και ανοδικές μινόρε συγχορδίες, εκρήγνυται με την ξεσηκωτική χορωδία και με τρεμοπαίζουσες ηλεκτρικές κιθάρες συνδυάζει τα καλύτερα από folk και rock μουσική.
Με τα φωνητικά να μπλέκουν με ηλεκτρικές και ακουστικές κιθάρες εκτιμάται σαν την επίσημη γέννηση της folk-rock και συχνά προσάπτεται σε απομίμηση των Byrds στο "Mr. Tambourine Man", το οποίο όμως εισήλθε στα charts ένα μήνα μετά το "Just a Little".

Just a Little (1965)


O Roger McGuinn (Byrds) πάντως δεν είχε και την καλύτερη γνώμη για τους Brummels λέγοντας ότι έχουν ένα μικρό πρόβλημα να τραγουδάνε μέσα στον τόνο. O Elliott βλέπει την ταμπέλα folk-rock που επισυνάφθη σε κάποιες ηχογραφήσεις τους ως προιόν ατυχήματος παρά σαν αξιολόγηση της μουσικής τους. "Είχαμε μόνο ακουστική και ηλεκτρική κιθάρα, έτσι κάθε ευκαιρία που είχαμε ήταν να προσπαθούμε να προσθέτουμε κάποια ποικιλία. Δεν μπορούσαμε να παίξουμε με διαφορετικά στυλ επειδή ο καθένας μας είχε περιορισμένες ικανότητες συμπεριλαμβανομένου και εμένα". Δεν ήμασταν επαγγελματίες κατ'αυτή την έννοια, να μπορούμε να παίζουμε από ένα στυλ σε άλλο ή κάτι τέτοιο. Ο μόνος μας τρόπος για διαφοροποίηση ήταν να βάλουμε φυσαρμόνικα στο κομμάτι. Έπρεπε να απλοποιήσω την μουσική μου, να την κάνω απλούστερη ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε τον ήχο δημοφιλή. Δεν ήμασταν μουσικοί πρώτης κατηγορίας. Ήμασταν όμως απλοί και ατόφιοι. Κι όταν έχεις μια τέτοια σύνθεση, πάντοτε ακούγεται folky γιατί δεν έχει κάτι πάνω της να ξεχωρίζει με την λάμψη του". Ο Sal Valentino από την μεριά του αισθάνεται ότι οι Byrds κατείχαν την folk καλύτερα από αυτούς. "Δεν ξέρω αν ο Elliott την ήξερε επίσης τόσο καλά". Μια μεγάλη ώθηση στις πρώιμες ηχογραφήσεις τους ήταν ο παραγωγός Sly Stone, μόλις είκοσι και κάτι χρόνων τότε. Λαμβάνοντας υπόψη τι έγινε με τους Family Stone, ίσως ήταν δύσκολο να φανταστεί τις κραυγαλέες, ψυχεδελικές, πιασάρικες απομιμήσεις της Αγγλικής εισβολής και της πρώιμης folk-rock. Ο Elliott ωστόσο νομίζει ότι κράταγε δεμένο το γκρουπ τους. "Ήταν ο πιο ταλαντούχος μουσικός στο δωμάτιο. Ήταν απόλαυση, ήταν διασκέδαση να είσαι μαζί του. Θα χόρευε στο στούντιο καθώς εμείς παίζαμε. Θα έπαιζε επίσης πολύ, γνώριζε πολύ πράγμα. Η επιρροή του ήταν πολύ θετική. Και εκείνο τον καιρό ήταν με πολύ καθαρή σκέψη". Εκ των υστέρων θα συμβουλεύονταν να αποκλείσουν ένα υπέροχο τραγούδι του Elliott το "Sad Little Girl" σαν το τρίτο τους single. "Θα μπορούσε να είναι πανίσχυρο τραγούδι" λέει ο Elliott. Ο Valentino δεν είναι σίγουρος για το λόγο της απόρριψης του κομματιού, αλλά τελικά το τραγούδι βγήκε εκτός για το χαμηλότερων τόνων "You Tell Me Why", ένα κομμάτι που νόμιζε ότι θα ήταν επίσης τέλειο. Τελικά μπήκε στα top 40 και ακολούθως έκανε πτώση στις πωλήσεις.

You Tell Me Why (1965)


Μουσικά οι Beau Brummels συνέχιζαν να ωριμάζουν κατά την διάρκεια του 1965, όπως αποδεικνύεται από το δεύτερο άλμπουμ τους, με τον όχι και τόσο ευφάνταστο τίτλο Volume 2. Επιπροσθέτως του "You Tell Me Why", περιελάμβανε το "Don't Talk to Strangers", το οποίο ήταν πολύ κοντά στο τραγούδι "The Bells of Rhymney" των Byrds. Το "I Want You" επίσης ήταν κοντά στα folk-rock ακούσματα, από ότι οι πρώιμες ηχογραφήσεις τους. Ενώ δεν ήταν και τόσο καλό άλμπουμ, όσο αυτά των Byrds του '65 και '66, το Volume 2 δεν ήταν και πολύ χειρότερο, αν και η εμπλοκή του Sly Stone είχε μειωθεί αισθητά σε σημείο που Elliott και Valentino να μην θυμούνται παραγωγό.
Don't Talk to Strangers (1965)


Η έλλειψη σταθερής παραγωγής στο Volume 2 ήταν ενδεικτική μιας γενικής φθοράς του γκρουπ το 1965, σε όρους δουλειάς, αν όχι και σε μουσικούς όρους. Γύρω στα μέσα του χρόνου, ο Dec Mulligan φεύγει, μειώνοντας την μπάντα σε κουαρτέτο. Ο Ron Elliott είχε διαβήτη με αποτέλεσμα οι περιοδείες του γκρουπ να καθίστανται δύσκολες, ιδιαιτέρως τον καιρό εκείνο, που συχνά λίγο ενδιαφέρον υπήρχε για την συνέχιση της καριέρας ενός one-or two-hit γκρουπ από μάνατζερ ή δισκογραφικές. Έτσι οι Brummels έπρεπε να νοικιάζουν αντικαταστάτες για τις περιοδείες τους, αν και ο Elliott συνέχιζε να παίζει σε όλες τις στούντιο ηχογραφήσεις. Επίσης η Autumn Records γινόταν ολοένα και πιο αδιάφορη στο να προμοτάρει αυτούς αλλά και οποιονδήποτε άλλον. Φήμες ήθελαν τα αφεντικά της εκείνο τον καιρό να ξοδεύουν τον χρόνο και τα χρήματά τους περισσότερο στις ιπποδρομίες. Παρά τον αναβρασμό, ο Elliott συνέχισε να γράφει με ταχύτητα. Οι Beau Brummels ήταν μόνο ενάμιση χρόνο στην Autumn, όμως ο Elliott είχε βγάλει περισσότερες από σαράντα συνθέσεις και μόνο μισές περίπου μπήκαν στα δυο πρώτα LP τους. Τραγούδια όπως το "I Grow Old" και το "Gentle Wandering Ways" κινήθηκαν σε πιο σκοτεινά, περίπλοκα και φιλοσοφικά μονοπάτια του μυαλού από ότι τα πρώιμα τραγούδια του. To πιο λαμπερό "Dream On" είχε ωραιότατες αρμονίες που υπαινίσσονταν καθαρά country-rock, μια μίξη που θα ήθελε δύο ή τρία χρόνια για να μπει σε "ταμπέλα" από τα μέσα της εποχής. Όλα αυτά τα τραγούδια θα μπορούσαν κάλιστα να μπουν σε ένα τρίτο άλμπουμ και ο Valentino πίστευε πως θα μπορούσαν να έχουν μια μίξη "σκοτεινού" και πιο "λαμπερού" υλικού. Επιπρόσθετα ο Valentino ξεκίνησε να γράφει ποιοτικά τραγούδια όπως το "Love Is Just a Game", "This Is Love" και "Hey Love", που θύμιζαν έντονα Elliott στην μελωδία και στον τόνο αν και περισσότερο ρομαντικά.
Το τρίτο άλμπουμ δεν συνέβη. Λίγο μετά την τελική ηχογράφηση στην Autumn αρχές του '66, το χαλί τραβήχτηκε κάτω από τα πόδια τους. Όλη η σύνθεση της Autumn πέρασε στην Warner Brothers. Οι Brummels ξαφνικά βρέθηκαν να ηχογραφούν χωρίς δική τους επιλογή ένα άλμπουμ που περιείχε αποκλειστικά διασκευές όλων των χιτ της εποχής εκείνης. "Ο Donahue (ιδιοκτήτης της Autumn) ήταν υπεύθυνος κατά ένα μεγάλο μέρος που δεν τα καταφέραμε επειδή όταν ξεκινήσαμε στην Autumn, θα μπορούσαμε να είχαμε ξεκινήσει και στην Warner. Αλλά αυτός μας πούλησε στην Warner, πούλησε τις ηχογραφήσεις μας σε άλλον, και τα εκδοτικά δικαιώματα αλλού".
Σαν πιο πικρό επακόλουθο αυτής της διαίρεσης, η Warner δεν ήθελε το γκρουπ να ηχογραφεί δικά του κομμάτια, δηλαδή τραγούδια που δεν είχε το δικαίωμα να ελέγξει την έκδοσή τους μιας και τα εκδοτικά δικαιώματα ανήκαν σε άλλον. O Valentino λέει για αυτή την καταστροφή: "Όταν πήγαμε στην Warner, ήταν τόσο ανήσυχοι για να βγάλουν δίσκο μας, να χρηματοδοτήσουν την επιτυχία που είχαμε. Αυτός ο δίσκος ήταν το λάθος που έγινε εκείνη την περίοδο. Είχαμε ένα τρίτο άλμπουμ και δεν ήθελαν με τίποτα να το ηχογραφήσουν. Και η Warner Brothers δεν ήταν ακόμα η δισκογραφική που έγινε μετά από μια δεκαπενταετία. Τότε ακόμα ήταν για γέλια". "Όταν η εταιρεία μας είπε την ιδέα τους να βγάλουμε αυτό τον δίσκο νόμιζα ότι ήξεραν τι έκαναν. Είμαι σίγουρος ότι ο Ron έφερε αντιρρήσεις σε όλο αυτό".
Beau Brummels '66 (1966)


Έτσι οι Beau Brummels έχασαν πολύ έδαφος το 1966 και όχι μόνο λόγω του άλμπουμ της Warner. Τα rock γκρουπ του Σαν Φραντζίσκο, έκαναν σεισμό στα τοπικά δεδομένα, καθώς οι Jefferson Airplane ξεκίνησαν την ηχογράφηση και γκρουπ όπως οι Grateful Dead, οι Big Brother & the Holding Company και οι Quicksilver Messenger Service αποκτούσαν τοπικό cult κοινό που σύντομα θα τους οδηγούσε σε εθνική έκθεση και σε συμβόλαια με μεγαλύτερες δισκογραφικές.
Μερικά από αυτά τα γκρουπ όπως οι Grateful Dead, η Grace Slick (όταν ήταν στους Great Society) και ο Sly Stone είχαν συμβόλαια επίσης στην Autumn. Θα μπορούσαν λοιπόν να βρίσκονται κι αυτοί εκεί, να μοιραστούν τον πλούτο της rock σκηνής του Σαν Φραντζίσκο. Αν και επιφανειακά η μουσική τους διέφερε από αυτήν των ψυχεδελικών γκρουπ του Σαν Φραντζίσκο, δεν θα ήταν αναίτια η πρόβλεψη ότι οι Beau Brummels, αντί των Jefferson Airplane ή των Charlatans (ένα γκρουπ που συχνά επισημαίνεται ως το πρώτο hippie γκρουπ), θα ήταν οι προπάτορες του ήχου του Σαν Φραντζίσκο. Τουλάχιστον στα μέσα του '60 καθώς η folk-rock κινούνταν προς την ψυχεδέλεια, είχαν κοινά τις γλυκόπικρες μελωδίες, τις αρμονίες που συχνά προέρχονταν από την folk και την μετατόπιση από τα στάνταρ lovesongs της εποχής σε πιο σοβαρούς στίχους. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά ήταν σε αφθονία στους Brummels, στις ηχογραφήσεις τους στα μέσα της δεκαετίας και δεν απείχαν από τα folk-rock τραγούδια που επικράτησαν στο πρώιμο ρεπερτόριο των Jefferson Airplane. Οι Brummels ωστόσο θεωρήθηκαν σχετικά ασήμαντοι στην αντι-κουλτούρα,  μερικώς διότι είχαν ήδη μεγάλα hit, αλλά επίσης επειδή δεν μπορούσαν να παίξουν πολύ στην πόλη, χάριν του φρενήρους προγράμματος των περιοδειών τους. Όσο για την αποτυχία τους να μπουν στο τότε "στα σπάργανα" ψυχεδελικό κύκλωμα, ο Elliott λέει ότι η καλύτερη εξήγηση που είχε ακούσει ήταν ότι ο Donahue (Autumn records) με τον Bill Graham (ιμπρεσάριος και χρηματοδότης για παραστάσεις rock στο Σαν Φραντζίσκο) δεν τα είχαν καλά μεταξύ τους. "Όταν λοιπόν ο Graham έγινε δημοφιλής δεν ήμασταν στη λίστα του". "Βγήκαμε πριν η ψυχεδελική σκηνή εμφανιστεί. Και ήμασταν στην περιφέρειά της όχι στο κέντρο της. Πιστεύω το επίπεδο των μελών του γκρουπ δεν ήταν για το Fillmore. Παίζαμε πολύ απλούστερη μουσική-στην πραγματικότητα πολύ περίπλοκη μουσική με πολύ απλή έκφραση. Δεν υπήρχαν φλας, ψυχεδελικά riff, κάτι για να εκστασιάσει το κοινό. Πιθανότατα ο Graham σκεφτόταν ότι δεν ταιριάζαμε στο προφίλ του".
"Όταν είδα τους Great Society νόμισα ότι ήταν ένα μάτσο ταλαντούχων ανθρώπων που ήθελαν να γίνουν γκρουπ". σχολιάζει ο Valentino. "Δεν είχα την αίσθηση ότι ήταν μουσικοί στην διαδρομή για να γίνουν αρτίστες, διασκεδαστές. Και για εμάς βέβαια την ίδια αίσθηση είχα, αλλά δεν ήταν σε αυτή την κατεύθυνση όλες οι μπάντες. Ήταν για να πουλάνε δίσκους, να πουλάνε πολλούς δίσκους. Ήμουν λίγο ζηλόφθων ομολογώ για την σκηνή του Σαν Φραντζίσκο. Όταν θα επέστρεφα**, θα πήγαινα στο Fillmore ή στο Avalon για να δω την κοινωνία να μεγαλώνει με αυτή την μουσική ή την μουσική να μεγαλώνει με αυτή την κοινωνία".
Και πράγματι οι Brummels δεν ήταν αυστηρά μια μπάντα του Σαν Φραντζίσκο, μιας και o Elliott και ο Valentino είχαν μετακομίσει** στο Λος Άντζελες τo 1966, αν και το υπόλοιπο γκρουπ έμεινε βόρεια. Ευτυχώς, μετά την πανωλεθρία τους το 1966, βρήκαν ένα ευήκοο αυτί στην Warner, στον παραγωγό Lenny Waronker, ο οποίος έκανε την παραγωγή των δύο επόμενων άλμπουμ τους και επέτρεψε στο γκρουπ να συνεχίσουν να ηχογραφούν δικό τους υλικό. Τον καιρό του Triangle το 1967, η αποχώρηση του ντράμερ John Petersen (που έμοιαζε εμφανισιακά με τον Brian Jones, τους μείωσε σε τρεις (Valentino, Elliott και Ron Meagher, που συμπληρώνονταν από στούντιο μουσικούς, όπως ο Van Dyke Parks που έπαιξε harpsichord στο "Magic Hollow". Το beat γκρουπ της εποχής στην Autumn έίχε παρέλθει, αντικαθιστάμενο από πιο τεχνικές ενορχηστρώσεις και τραγούδια με αραχνούφαντη έως ντροπαλή αύρα. Τα παλαιά στοιχεία τους είχαν αντικατασταθεί από ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για την country και την western μουσική, ιδιαίτερα έκδηλο στην ακουστική κιθάρα του Ron Elliott. Για πρώτη τους φορά Elliott και Valentino συνεργάστηκαν τόσο στο γράψιμο των τραγουδιών, αν και ο Ron έγραψε μερικά με τον Bob Durand, συνθέτη που δούλευαν μαζί περιστασιακά. Ο Elliott αποκαλεί αυτό το άλμπουμ "ένα είδος της διάθεσης που επικρατούσε στον κόσμο που βρίσκονταν γύρω μας εκείνο τον καιρό. Έμοιαζε να διαλύεται μέσα στις "ουσίες" (drugs) της εποχής. Γι'αυτό και έγινε τόσο αιθέριο, μυστικιστικό και μυστηριώδες". Το άλμπουμ αυτό επέτρεψε και στην πάντα εξέχουσα φωνή του Valentino να φτάσει νέα επίπεδα έκφρασης, ειδικά στις χαμηλές νότες και να μεταδίδει θαμπούς, όμως αξέχαστους στίχους όπως στο "The Wolf of Velvet Fortune", "Only Dreaming Now" και "Magic Hollow".

Magic Hollow (1967)


"Αυτό ήρθε με το γράψιμο του Ron" διαβεβαιώνει ο Valentino. "ο Ron έπαιζε καταπληκτικά στο χαμηλό ρετζίστρο και ήξερε να γράφει στις καλύτερες τονικότητες για τη φωνή μου. Αν ακούσει κάποιος το υλικό της επόμενης μπάντας του (Stoneground) είναι διαφορετικός, διαφορετικά τραγούδια, διαφορετικά στυλ. Μερικοί άνθρωποι δεν σκέφτονται πολύ όλο αυτό, ειδικά άνθρωποι στους οποίους αρέσει η φωνή μου στα αρχικά μου τραγούδια. Από όταν ξεκίνησα να τραγουδάω σε μπάντες δεν τραγούδησα αλήθεια τόσο πολύ τραγούδια άλλων, όσο του Ron. Ε αυτό ήταν και καθοριστικό στον τρόπο που θα τραγούδαγα από εκεί και μετά". O Elliott λέει για το τραγούδι του Valentino: "Νομίζω βοήθησα τον Sal πολύ, επειδή με το θεατρικό μου υπόβαθρο θα του έλεγα να μην είναι τόσο ελεύθερος με την διατύπωση ή κάτι τέτοιο ή να κολλάει σε μια μελωδία. Ήμασταν τόσο συμβατοί εκείνη την εποχή, δουλεύαμε τόσο πολύ μαζί και ο Sal ήθελε να τραγουδάει. Και το έκανε συνέχεια και συνέχεια και συνέχεια". Το Triangle έδωσε κάποια εύσημα στους Brummels, αν και κατατάχθηκε στο νο197 στο Top 200. Για την συνέχεια ο Elliott ανακαλεί: "Ο Waronker ήθελε να πάμε στο Nashville να γράψουμε ένα άλμπουμ. Νόμιζε ότι η εξοχή ήταν ένα καλό περιβάλλον για εμάς να δοκιμάσουμε. Έτσι πήγαμε και γράψαμε στο Bradley's Barn ένα από τα κορυφαία στούντιο του Nashville που πήρε το όνομά του από τον Owen Bradley παραγωγό. Και είχε πολύ πλάκα αυτό. Δεν απείχε πολύ από το Triangle. Δεν προσπαθούσαμε να παίξουμε country. Προσπαθούσαμε να κάνουμε τους Beau Brummels country πράγμα τελείως διαφορετικό. Όμως δεν έπιασε". Ο Valentino συμφωνεί: "Κάναμε ένα άλμπουμ με τον Ron να γράφει και να παίζει κι εμένα να τραγουδάω. Δεν ήταν "Πάμε μέσα και κάνουμε ένα country-rock άλμπουμ". Η ιδέα ήταν βασικά να κάνουμε ένα δίσκο εκεί. Και δούλεψε. Μια ακόμη φορά μέσα από όλο αυτό τον χρόνο προσπαθούσαμε να βγάλουμε ένα σινγκλ. Με αυτό το άλμπουμ (Bradley's Barn) και το Triangle σκεφτόμασταν ότι θα είχαμε ένα. Αλλά ποτέ δεν βγήκε για κάποιο λόγο".

Turn Around (1968)


Την εποχή του Bradley's Barn (1968) ο Ron Meagher είχε φύγει και έμειναν δυό μόνο από το original line up του γκρουπ, συνοδευόμενοι για ηχογραφήσεις από μουσικούς πρώτης ποιότητας, όπως ο Kenneth Buttrey (φημισμένος για την συμμετοχή του στους δίσκους του Bob Dylan από το 1966 έως το 1969, ή ο κιθαρίστας Jerry Reed. Το άλμπουμ ήταν ένα από τα καλύτερα πρώιμα country. Στο "Bless You California" μπορεί να ακούσει κανείς την συγκρατημένη θεατρικότητα του Elliott να βγαίνει μπροστά. Μια ευτυχής συγκυρία για τον Elliott ήταν που συστήθηκε από τον Waronker στους the Everly Brothers. Αυτό τέλειωσε με τον Elliott να γράφει, να παίζει κιθάρα και να ενορχηστρώνει στο σινγκλ τους "Empty Boxes" (1968), όπως επίσης να γράφει δυο τραγούδια στο άλμπουμ τους, του 1968 Roots. Αλήθεια το Roots και το Bradley's Barn ακούγονται παρόμοια, πράγμα που δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς και τα δυό ήταν παραγωγές του Waronker. Και επίσης κανένα από τα δυο δεν πούλησε καλά, αν και καθυστερημένα αναγνωρίστηκαν ως ποιοτικά country-rock άλμπουμ. Οι Beau Brummels τελικά διαλύθηκαν τέλη του '60, μην καταφέρνοντας ποτέ να κάνουν ακόμα ένα χιτ
μετά το 1965 παρά την συνεχιζόμενη διαδικασία αύξησης της μουσικότητάς τους. Για τον Elliott δουλεύοντας χαλαρά στο Candlestick Maker (1970), έφερε μια ιδιαίτερη ικανοποίηση, αν και ακούστηκε από λίγο κόσμο. "Η μια πλευρά του άλμπουμ είναι σουίτα. Χρόνια μετά, κάποιος τύπος με πλησίασε μετά από μια εμφάνισή μου. Είπε ότι βρισκόταν στο Βιετνάμ, έπαιζε αυτό το άλμπουμ κάθε μέρα και του είχε σώσει την ζωή. Πάντα πίστευα ότι θα μπορούσε να είναι ένα ντοκυμαντέρ για το Βιετνάμ ή κάτι τέτοιο, για βετεράνους, γιατί αυτό ήταν. Είναι μια ιστορία για τον χασάπη (butcher), τον φούρναρη (baker), τον τεχνίτη κηροπηγίων (candlestick maker) και εμένα. Όλες αυτές οι δυνάμεις γύρω από αυτόν τον τύπο τον βοήθησαν να επουλώσει την πληγή που του είχε προκαλέσει όλη αυτή η τρέλλα. Αλλά δυστυχώς παραμένει ένα άλμπουμ όχι γνωστό".

Ron Elliott - The Candlestick Maker Suite (1970)


O Elliott και ο Valentino διέθεταν ένα χαμηλό προφίλ καθ'όλο το '70. Ο Valentino τραγούδησε στους Stoneground για λίγο και ο Elliott έκανε session δουλειές συμπεριλαμβανομένων τραγουδιών με τον Randy Newman, τον Van Dyke Parks, τον Van Morrison και τους Little Feat.

Stoneground - Colonel Chicken Fry (1970)


Υπήρξε ακόμα ένα άλμπουμ το 1975 σαν reunion του γκρουπ, αλλά κατά την γνώμη του Valentino ήταν εκτός χρόνου με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αποδώσουν.

Down to the Bottom (1975)


Ο Elliott έκανε ένα άλμπουμ με τους Giants το 1976, όμως σταμάτησε τελείως να παίζει μουσική το δεύτερο μισό της ζωής του αποτέλεσμα του διαβήτη από τον οποίο έπασχε. "Καθώς περνούν τα χρόνια και παίρνεις ινσουλίνη καταστρέφονται τα νεύρα σου. Βαθμιαία η μουσική μέσα μου άρχισε να ξεθωριάζει και τώρα έφυγε τελείως.Στην θέση των τραγουδιών πια έχω την ζωγραφική και την τέχνη. Περνάω δίπλα από την κιθάρα μου εικοσι φορές τη μέρα, αλλά καμιά φορά δεν μπαίνω στον κόπο να την σηκώσω και να παίξω". Αν και ακόμα περήφανος, σε μέτριο βαθμό, του τι έκανε με τους Beau Brummels και άλλους μουσικούς συνειδητοποιεί ότι ποτέ δεν ταίριαζε στο rock 'n' roll, μερικώς λόγω των προβλημάτων στην υγεία του, και μερικώς λόγω άποψης. "H μουσική βιομηχανία διευθύνεται από "κουφούς" πωλητές παπουτσιών" υποστηρίζει. "Είναι σπουδαίοι επαγγελματίες. Αλλά οι περισσότεροι δεν έχουν καμία γνώση πάνω στη μουσική. Οι στίχοι είναι γι'αυτούς το 80% ενός τραγουδιού, έτσι η μουσική πάντοτε καπελώνεται. Πιστεύω θα είχα μεγαλύτερη επιτυχία μένοντας στα μετόπισθεν και όχι προσπαθώντας να είμαι παίκτης. Επέμενα στους προιστάμενους στις δισκογραφικές: Εεε, είμαι τραγουδοποιός. Και αυτοί μου απαντούσαν: Είσαι κιθαρίστας. Χρειάζονταν ένα κιθαρίστα, αυτό ήθελαν να είμαι. Ήμουν αρκετά ικανοποιητικός ως κιθαρίστας. Δεν ήμουν τεράστιος. Αλλά ήμουν καλός τραγουδοποιός. Από την στιγμή που άκουγαν στίχους και όχι μουσική, δεν είχαν τρόπο να το μάθουν ή να ενδιαφερθούν γι'αυτό".
O Elliott υπολειπόταν στις κοινωνικές σχέσεις για να κάνει τις μουσικές διασυνδέσεις που θα τον είχαν βοηθήσει αρχικά ως συγγραφέα και σαν μέλος του γκρουπ στο στούντιο χωρίς να παίζει live, αλα Nilson. "Έπρεπε να με βάζουν μαζί με άλλους ανθρώπους" λέει ο Elliott. "Εκτός κι αν όταν γνώριζα κάποιον και είχα μαζί την κιθάρα μου τότε θα του έπαιζα κάτι ειδάλλως ποτέ δεν περιφερόμουν στο πλήθος. Αλλιώς δεν θα μίλαγα σε κανένα και κανείς δεν θα με ήξερε. Επειδή ή θα έγραφα ή θα ρύθμιζα το ζάχαρο στο αίμα μου. Μετά από μια εμφάνιση, δεν είχα κοινωνική ζωή ούτε πάρτυ, ούτε τίποτα. Αν εξακολουθούσα να είχα τις αισθήσεις μου θα έγραφα. Εκτός αυτού του ρυθμού ζωής ήμουν ξένος. Πάντοτε προσπαθούσα να γράψω καλούς στίχους. Όμως δεν ήμουν και τρομερός στιχουργός. Θα εκστασιαζόμουν με κάποιον αληθινά μάγο των λέξεων, έναν πραγματικά ποιοτικό στιχουργό, θα καθόμασταν να γράψουμε μαζί. Και δεν θα πετύχαινε. Στην πραγματικότητα κάποτε πέτυχε. Συνάντησα ένα τέτοιο τύπο από το Όρεγκον, γράψαμε μαζί ένα τραγούδι και το δώσαμε στον Perry (Richard, παραγωγός δίσκων). Τότε έκανε παραγωγή στην Barbra Streisand. Άκουσε το τραγούδι και είπε: η Barbra θα το λάτρευε αυτό το τραγούδι. Θα το έκανε αμέσως. Γι'αυτό δεν θα της το δείξω. Επειδή δεν θέλω να κάνει τέτοιο υλικό". (Γελάει). "Αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου". O Sal Valentino παίρνει μια πιο ευδιάθετη, χαρούμενη αν και εξίσου ρεαλιστική εκδοχή στην άποψη του για την πορεία του γκρουπ. "΄Κάναμε ότι κάναμε στην Warner Brothers, αλλά νομίζω ότι ήταν το λάθος μέρος να το κάνουμε".



Προσωπική άποψη του γράφοντος είναι ότι οι the Beau Brummels προσπάθησαν να φαίνονται και να ακούγονται παλαιομοδίτες αλλά και προχωρημένοι ταυτόχρονα. Ήταν λίγο μπροστά ή λίγο πίσω από την εποχή τους. Χωρίς να παίζει ρόλο από ποιά εποχή τους βλέπει κανείς.

Beau Brummel

Βασίλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαβάστε/Ακούστε επίσης