WISHBONE ASH
"...And turn my weary eyes for home..."
Υπάρχουν συγκροτήματα που από την ώρα του σχηματισμού τους έχουν ένα δημιουργικό όραμα στο μυαλό τους. Υπάρχουν και ορισμένα που ξεκινούν με άλλα δεδομένα και αλλιώς καταλήγουν στην πορεία. Οι Wishbone Ash ανήκουν στη δεύτερη περίπτωση. Τον αρχικό πυρήνα του group αποτελούσαν η ρυθμική βάση των Martin Turner σε μπάσο και φωνή, και Steve Upton στα κρουστά. Η πρώτη τους επιδίωξη ήταν να αποτελέσουν ένα (ακόμα;) κουαρτέτο με την προσθήκη ενός κιθαρίστα και ενός keyboardίστα. Όταν όμως η αναζήτησή τους κατέληξε στους δύο επικρατέστερους, Ted Turner (απλή συνωνυμία με τον Martin) και Andy Powell, που μπορούσαν και οι δύο εξίσου καλά να καλύψουν τη θέση του κιθαρίστα αλλά και του δεύτερου τραγουδιστή, τα σχέδιά τους άλλαξαν. Η φράση "ας μην έχουμε πλήκτρα και ας κρατήσουμε και τους δύο να δούμε πως θα είναι" θα πρέπει να γραφτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία του ροκ καθώς μέσα από τον τυχαίο πειραματισμό δημιουργήθηκε ο ήχος που θα μείνει γνωστός ως twin lead guitars. Oι μόνοι σύγχρονοί τους που είχαν την ίδια πρακτική, ήταν οι Allman Brothers στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και με αρκετά διαφορετική προσέγγιση. Το όνομά τους επιλέχθηκε από το συνδυασμό των λέξεων “Wishbone” (το κόκαλο από το στήθος της κότας- το "γιάντες") και “Ash”(η στάχτη), που περιλαμβάνονταν σε μία λίστα προτεινόμενων ονομάτων. Η τύχη τους χτύπησε την πόρτα όταν στις αρχές του 1970 κατάφεραν να εμφανιστούν ως support στους Deep Purple. Ο 19χρονος τότε Andy Powell, κατά τη διάρκεια του soundcheck του Blackmore ανέβηκε θρασύτατα, έβαλε στο βύσμα την κιθάρα του και ξεκίνησε να τζαμάρει μαζί του. Είτε επειδή οι Purple δεν ήταν ακόμα τόσο μεγάλο όνομα (το In Rock θα έβγαινε αργότερα την ίδια χρονιά), είτε επειδή έτυχε να έχει τα κέφια του, ο συνήθως δύστροπος Blackmore, όχι μόνο δεν τον έδιωξε με τις κλοτσιές, αλλά εντυπωσιάστηκε αρκετά ώστε να συστήσει το group στον παραγωγό Derek Lawrence και να τους βοηθήσει να υπογράψουν συμβόλαιο με την Decca/MCA. Ο πρώτος δίσκος με τίτλο το όνομά τους δεν άργησε να έρθει το 1970. Με εξώφυλλο ένα καμένο wishbone και περιεχόμενο ένα μίγμα blues, progressive, jazz και folk rock, εντυπωσίασε εξαρχής. Ακόμα και αν δεν είχαν ηχογραφήσει τίποτα άλλο, θα αρκούσε ο δίσκος αυτός για να διεκδικήσουν ένα κομμάτι μουσικής ιστορίας. Οι διπλές κιθάρες ακούγονται για πρώτη φορά και συνδυάζονται με τα διπλά ή τριπλά φωνητικά του Martin Turner με τον Powell ή και τον Ted Turner ανά περίσταση. Η μελωδικότητα και η αρμονία ξεχειλίζουν σε όλα τα τραγούδια, από τα οποία ξεχωρίζουν η ..."φολκίζουσα" μπαλάντα “Errors Of My Ways”, αλλά κυρίως το επικό 10λεπτο "Phoenix", που έγινε για χρόνια συνώνυμο των Ash, αποτελώντας την επιτομή του ήχου τους και παραμένοντας μέχρι τώρα το αγαπημένο συναυλιακό τραγούδι τους.
Phoenix
Τα μέλη της μπάντας, μετά τη σχετική επιτυχία του πρώτου τους άλμπουμ, καταφέρνουν να αγοράσουν καινούργια όργανα, καθώς μέχρι τότε έπαιζαν με ...ιδιοκατασκευές. Ο Powell θα επιλέξει την Gibson Flying V, που με τον καιρό θα γίνει το σήμα κατατεθέν του και ο ίδιος ένας βασικός συντελεστής στη διάδοσή της. Η δισκογραφική συνέχεια θα έρθει την επόμενη χρονιά με το Pilgrimage, το οποίο θα εγκαινιάσει και μία μακρόχρονη συνεργασία με την γνωστή εταιρία Hipgnosis. Κινούμενο σε πιο jazz μονοπάτια και με ακόμα λιγότερους στίχους, αποτελεί έναν ακόμα σπουδαίο δίσκο, ο οποίος όμως πρόδιδε και μία σύγχυση. Το συγκρότημα έδειχνε να μην έχει κατασταλάξει ακόμα στην κατεύθυνση που θέλει να ακολουθήσει με το αποτέλεσμα να καταλήγει εν μέρει άνισο. Δίπλα στις πιο πειραματικές στιγμές συνυπάρχει ένα δεκάλεπτο live boogie jam που, αν και εντυπωσιάζει μεμονωμένα, δείχνει εκτός θέσης στο σύνολο (μιλάω για το "Where Are You Tomorrow").
Το κρίσιμο τρίτο άλμπουμ λοιπόν θα έδειχνε αν ήταν φτιαγμένοι για μεγάλα πράγματα. Όπως αποδείχθηκε, ήταν φτιαγμένοι για επικών διαστάσεων πράγματα. Η επόμενη κυκλοφορία τους δεν είναι άλλη από το ανεπανάληπτο Argus, ένα από τα καλύτερα άλμπουμ που γέννησε η δεκαετία του ’70. Εμπνευσμένο από την Αργοναυτική Εκστρατεία και με το διάσημο πλέον εξώφυλλο (της Hipgnosis και πάλι) του πολεμιστή, αποτελεί υπόδειγμα επικής και συνάμα λυρικής γραφής που ποτέ δεν καταντάει γραφική. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στον Martin Turner, ο οποίος εκτός από αξιόπιστος τραγουδιστής και μπασίστας αποδεικνύεται και εξαιρετικός στιχουργός.
Ο δίσκος έχει μία εκπληκτική εσωτερική ροή από τραγούδι σε τραγούδι και, αν και δεν είναι, έχει το feeling του concept άλμπουμ. Δεν ξεχωρίζει κανένα τραγούδι γιατί απλούστατα όλα είναι υπέροχα. Τα περισσότερα έγιναν αυτοστιγμεί κλασικά και περιλαμβάνονταν στις συναυλίες τους ενώ το “Time Was” αποτελεί τη συνέχεια του “Phoinix” στα 10λεπτα έπη, με το ήπιο ξεκίνημα και την σταδιακή επιτάχυνση μέχρι το τελικό κρεσέντο. Τα riffs δίνουν και παίρνουν, το δέσιμο του group είναι καλύτερο από κάθε προηγούμενη φορά ενώ η παραγωγή του δίδυμου Derek Lawrence και Martin Birch είναι μαγική. Δεν ήταν καθόλου περίεργο ότι το Argus αποθεώθηκε από κοινό και κριτικούς. Ό,τι και να πει κανεις είναι λίγο...
Sometime World
Το ερώτημα που γεννιέται πάντα μετά από τέτοιους δίσκους- ορόσημα είναι πώς προχωράς. Επιχειρείς τη συνέχειά τους ή δημιουργείς κάτι διαφορετικό;
Το Wishbone Four (1973) είναι για τους Wishbone Ash ότι το III για τους Led Zeppelin. Ένα άλμπουμ δημιουργημένο στην εξοχή, από μία μπάντα που έψαχνε να βρει το επόμενο βήμα της μετά την ξαφνική επιτυχία. Η παραγωγή πλέον έχει περάσει στο ίδιο το γκρουπ, κάτι που αποδείχθηκε λανθασμένη κίνηση και στοίχισε σε ένα βαθμό στον ήχο των τραγουδιών. Με ακόμα πιο έντονο το folk στοιχείο, υποβοηθούμενο από την έντονη παρουσία της lap steel του Ted Turner (είχε κάνει την εμφάνισή της για πρώτη φορά στο “Blowin’ Free” του Argus) ανέδειξε δύο ακόμα κλασικά τραγούδια, το υπέροχο “Ballad Of The Beacon” και το “Rock n Roll Widow”. Δυστυχώς όμως δεν έλαβε την αναγνώριση που του άξιζε, χαρακτηριζόμενο ως αποτυχημένος διάδοχος του Argus.
Κάπου εδώ είχε έρθει η ώρα για αναδίπλωση αλλά και κεφαλαιοποίηση της επιτυχίας τους. Αυτό θα γίνει με την κυκλοφορία του διπλού Live Dates (1973) που θα αποτελέσει και την καλύτερη, αλλά και μοναδική επίσημη καταγραφή της μπάντας με την πρώτη της σύνθεση.
Λίγο μετά η πορεία της τετράδας θα κλονιστεί από την ξαφνική αποχώρηση του Ted Turner από τον χώρο της μουσικής. Αποσύρθηκε στο Περού όπου αγόρασε δύο γάιδαρους (!!!) και περιπλανήθηκε για έξι μήνες στις Άνδεις και τις αρχαίες φυλές που ζούσαν ακόμα εκεί. Η καλύτερη κίνηση που έχει κάνει στη ζωή του, όπως έχει ο ίδιος ισχυριστεί. Πίσω στον rock n roll κόσμο όμως, οι εναπομείναντες τρεις αντιμετωπίζουν μία μεγάλη δυσκολία: Πώς θα αντικαταστήσουν ένα τόσο βασικό κομμάτι του ήχου τους. Η απάντηση θα έρθει από τον Laurie Wisefield που αποδείχθηκε άξιος αντικαταστάτης, σε βαθμό μάλιστα που να έχει συνδέσει πλέον το όνομά του με το group όσο και ο προκάτοχός του. Τόσο καλή είναι η χημεία που αναπτύχθηκε με τον νέο κιθαρίστα, που το There’s The Rub του 1974 είναι μία απευθείας επιστροφή στις ρίζες τους και το πρώτο LP τους.
Εδώ αναδεικνύεται η «φολκίζουσα» μπαλάντα “Persephone”.
Persephone
Συνεχίζοντας τις ηχογραφήσεις στην Αμερική, κάτι που ξεκίνησαν από τον προηγούμενο ήδη δίσκο, θα εκδώσουν έναν από τους χειρότερους δίσκους της καριέρας τους. Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς με τι κληρονομιά είχε να συγκριθεί, η απογοήτευση είναι μεγάλη. Από το Locked In (1976) διασώζεται μόνο το εναρκτήριο “Rest In Peace” που ξεχωρίζει σα τη μύγα στο γάλα. Επίσης οι συνθέσεις τους και με μεμονωμένα ονόματα αντί του συνόλου των μελών. Σε αυτό το σημείο αρχίζει συνήθως και ο αφορισμός ότι από τους Wishbone Ash αξίζουν μόνο οι 4-5 πρώτοι δίσκοι τους. Μέγα σφάλμα καθώς η συνέχεια επιφυλάσσει αρκετά ακόμα ύψη, αλλά βεβαίως και βάθη στην καριέρα τους. Αρχικά έρχεται η επιστροφή στον ήχο που τους καθιέρωσε με το πολύ καλό New England (1976), με σφραγίδα πλέον U.S.A. όπου διέμεναν μόνιμα πλέον. Η αλληλουχία μέτριος δίσκος – καλός δίσκος θα συνεχιστεί με ένα ακόμα δίπολο. Το Front Page News (1977) τους βρίσκει σε AOR μονοπάτια ενώ αντίθετα το No Smoke Without Fire (1978) αποτελεί άλλη μία συνειδητή επιστροφή στον ήχο με τον οποίο μεγαλούργησαν και που, όποτε εμπιστεύτηκαν, δεν τους πρόδωσε ποτέ. Η επιστροφή του παραγωγού Derek Lawrence έπαιξε μεγάλο ρόλο σ΄αυτό. Σε κάθε περίπτωση, το εκπληκτικό “The Way Of The World”, χωρισμένο σε δύο μέρη, αποτελεί τον άξιο διάδοχο της οικογένειας του “Phoenix”. Αργό, με ατμοσφαιρικό ξεκίνημα και εκρηκτικό φινάλε. Οι Wishbone Ash θα κάνουν δυστυχώς πολύ καιρό να ξανακουστούν έτσι. Στο Just Testing του 1980 κυριαρχούσαν οι συνθέσεις του M. Turner. Παρά το αξιοπρεπές αποτέλεσμα του δίσκου, ήταν φανερό πως η κατεύθυνση που έπαιρναν οι Wishbone Ash ήταν τελείως διαφορετική από το όραμα που είχαν όταν ξεκίνησαν. Στα πλάνα αυτά δε χωρούσε ο Turner, ο οποίος δεν μπορούσε να γράφει "χιτάκια" και επίσης θεωρήθηκε ότι έπρεπε να παραχωρήσει τη θέση του τραγουδιστή σε κάποιον ικανότερο και να περιοριστεί σε αυτή του μπασίστα. Υπό τη νέα αυτή λογική, το ιδρυτικό μέλος και βασικός συνθέτης και στιχουργός στους περισσότερους δίσκους των Wishbone Ash τελικά αποχωρεί. Η κυκλοφορία του Live Dates II (1980) θα αποτελέσει την τελευταία με την ΜΚ ΙΙ σύνθεση κατά τον ίδιο τρόπο που το Live Dates σφράγισε το τέλος της MK I. Ταυτόχρονα θα σημάνει και την αρχή της χειρότερης περιόδου για το συγκρότημα. Μην ξεχνάμε ότι πλέον μπαίνουμε για τα καλά στα '80s,... το ναρκοπέδιο από το οποίο ελάχιστα συγκροτήματα της προηγούμενης δεκαετίας γλίτωσαν. Aπό το live αυτό άλμπουμ το δεκάλεπτο "The Way of the World" αποτελεί μία από τις καλύτερες στιγμές του.
The Way of the World
Η δεκαετία του ΄80 βρίσκει την μπάντα να πελαγοδρομεί και τα προβλήματα όλο και να αυξάνονται. Βγάζουν μερικούς δίσκους, όπως: Number the Brave (1981), Twin Barrels Burning (1982), Raw to the Bone (1985 - ίσως ό,τι χειρότερο έχουν βγάλει), αλλά όχι μόνο δεν καταφέρνουν να κάνουν νέους φίλους αλλά χάνουν και τους παλιούς. Στην καταλληλότερη στιγμή έρχεται ως μάννα εξ ουρανού από τον πρώτο τους μάνατζερ Miles Copeland, μία πρόταση "που δεν μπορούσαν να αρνηθούν", όπως ισχυρίζονται, για επανασύνδεση των αυθεντικών 4 μελών με σκοπό την ηχογράφηση ενός εξ ολοκλήρου ορχηστρικού δίσκου. Το 1987 λοιπόν, 7 χρόνια μετά την αποχώρηση του M. Turner, και 14 (!) από την αποχώρηση του T. Turner, η τετράδα βρίσκεται και πάλι μαζί. Ο καρπός της επανασύνδεσής τους ονομάζεται Nouveau Calls και αποτελεί ένα ικανοποιητικό comeback. Μετά από την ανέλπιστη επιτυχία αποφασίζουν να συνεχίσουν με την ηχογράφηση και ενός «κανονικού» άλμπουμ, το οποίο τελικά κυκλοφορεί το 1990 με τίτλο Here To Hear. Στα πλαίσια της περιοδείας για την προώθησή του πέρασαν και από το ιστορικό Ρόδον, στην Αθήνα, το οποίο είχε κατακλυστεί από τις ορδές των… 300 φίλων του γκρουπ !!!
Lost Cause in Paradise
Η τελευταία κυκλοφορία των Wishbone Ash ως συγκρότημα είναι ουσιαστικά το Strange Affair. Ο drummer Steve Upton έχει αποχωρήσει από τη μουσική σκηνή και αφήνει ουσιαστικά τον Powell ως το μόνο μουσικό παρόντα σε όλους τους δίσκους τους. Έχοντας μείνει μοναδικός κληρονόμος του ονόματος, ο Andy Powell συγκεντρώνει session μουσικούς και εν μέσω οικονομικών δυσκολιών ηχογραφεί διαδοχικά τα εξαιρετικά Illuminations (1996), Bona Fide (2002), Clan Destiny (2006) και The Power Of Eternity (2007), αλλά και τα πιο πρόσφατα Elegant Stealth (2011) και Blue Horizon (2014). Ταυτόχρονα, αν και χωρίς δισκογραφική παρουσία, ο Martin Turner συνεχίζει κατά καιρούς να περιοδεύει ως Martin Turner’s Wishbone Ash με την προσθήκη session μουσικών, κρατώντας κι αυτός ζωντανό το μύθο. Σε μία από αυτές τις περιπτώσεις επισκέπτεται και την Ελλάδα με σκοπό να αποδώσει σε όλο του το μεγαλείο τον ακρογωνιαίο λίθο που ακούει στο όνομα “Argus” αλλά και μερικά ακόμα επιλεγμένα τραγούδια. Τον χειμώνα που μας πέρασε ήρθε μάλιστα ξανά – τυχεροί όσοι πήγαμε.
The King Will Come
Πριν το τέλος του αφιερώματος δύο παρατηρήσεις:
α) Υπήρξε ένα από τα λίγα συγκροτήματα των ‘70s ΧΩΡΙΣ frontman, που όμως με τις κιθάρες του, τις άλλοτε εξωστρεφείς και κελαηδιστές, άλλοτε αχνές και οραματικές, υπήρξε κατά σημαντικό μέρος υπεύθυνο για το πώς εντυπώθηκε η ηχητική ταυτότητα του rock ‘n’ roll της δεύτερης γενιάς, στο μουσικό αισθητήριο των γενεών που ακολούθησαν.
β) Ίσως να μην υπάρχει υπάρχει άλλη διάσημη μπάντα στον πλανήτη που να συνδύασε τόσο ευέλικτα – αλλά και ουσιαστικά – μουσικά ιδιώματα όπως η ηλεκτρική jazz, το προοδευτικό (progressive) και το southern rock, παραμένοντας όμως …σκληροί σαν πέτρα (hard as a rock). Κι εννοούμε να συνδυάζει ΚΑΙ τα τέσσερα παραπάνω χαρακτηριστικά, όχι δύο ή τρία. Ψάξτε το κι εσείς…
ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
Studio albums:
1970 Wishbone Ash
1971 Pilgrimage
1972 Argus
1973 Wishbone Four
1974 There's the Rub
1976 Locked In
New England
1977 Front Page News
1978 No Smoke Without Fire
1980 Just Testing
1981 Number the Brave
1982 Twin Barrels Burning
1985 Raw to the Bone
1987 Nouveau Calls
1989 Here to Hear
1991 Strange Affair
1996 Illuminations
1997 Trance Visionary
1998 Psychic Terrorism
2002 Bona Fide
2006 Clan Destiny
2007 Power of Eternity
2011 Elegant Stealth
2014 Blue Horizon
Live:
Live from Memphis (1972)
Live Dates (1973)
Live in Tokyo (1979)
Live Dates 2 (1980)
Hot Ash (1981)
The Ash Live in Chicago (1992)
Live in Geneva (1995)
Live Timeline (1997)
Their Greatest Hits (1998)
The King Will Come (1999)
Live Dates 3 (2000)
Almighty Blues: London and Beyond (2003)
Live on XM Satellite Radio (2005)
Live in Hamburg (2008)
Argus "Then Again" Live (2008)
Wishbone Ash: 40 Live In London (2009)
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου