CAN
From the Continent (Part 2)
προβλήματα μουσικώς", "όπως όλοι μας" βιάζεται να προσθέσει. "Και όλοι ήμασταν από την Γερμανία μια χώρα που δεν είχε καμία rock μπάντα μέχρι τότε με διεθνή επιρροή". "Όταν ίδρυσα το γκρουπ, δεν είχα στο μυαλό μου καθόλου ένα rock σχήμα", παραδέχεται ο Schmidt. "Η ιδέα μου ήταν να ενώσω ένα μάτσο ανθρώπους από διαφορετικές κατευθύνσεις, new music, jazz και κλασική. Ήθελα έναν από τους τύπους που μπορούσαν να παίξουν rock με την κιθάρα τους. Ήθελα κάποιον σαν τον Jaki που ήταν μουσικός της jazz. Ο όρος "new music" είναι ένα πολύ στενό "κλισέ" για μένα. Ήθελα κάτι πιο ευρύ. Πάνω απ'όλα να κάνω αυθόρμητη μουσική, η οποία δημιουργείται από την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και όχι από εμένα μόνο".
Mother Sky (1970)
Οι Can ήταν ένα από τα πολύ πρώτα rock γκρουπ, που το αφορούσε η διάθεση και οι ηχητική υφή πιο πολύ από τα συμβατικά τραγούδια με τις ομοιοκαταληξίες, τις χορωδίες και τους στίχους. Η πειραματική, σχεδόν ευκαιριακή φύση των συνθέσεών τους, με σπάνιες εξαιρέσεις εναντιωνόταν στην αποδοχή από το κοινό. Σαν να μην ήταν αυτό αρκετό για να εγγυηθεί ένα εξεζητημένο κοινό, επέλεξαν να δουλέψουν με δύο από τους πιο παράξενους lead singers στην rock ιστορία. Έναν Αφρο-αμερικανό ζωγράφο/γλύπτη που αυτοσχεδίαζε με ακατέργαστα παραληρήματα πάνω από τους παλλόμενους ρυθμούς των Can και έναν περιπλανώμενο Ιάπωνα που δύσκολα θα μιλούσε Αγγλικά (τη γλώσσα που οι Can είχαν επιλέξει να συνθέτουν τα τραγούδια τους). Ακόμα και σήμερα οι Can λατρεύονται ως ένα από τα πιο επιδραστικά γκρουπ του '70, πρωτοπόροι της σημερινής ambient, techno και ηλεκτρονικής rock με τις πριονωτές, επίμονες παραφωνίες και τα επαναλαμβανόμενα riff. Υπερβολές θα σκεφτούν κάποιοι. Ίσως...
Halleluhwah (1971)
Αν και οι μουσικοί είχαν σπουδάσει πάνω στην σοβαρή σύνθεση, το πνεύμα των καιρών στα τέλη του '60 τους έσπρωχνε προς την rock. Οι Beatles και ο Jimmy Hendrix είχαν ενσωματώσει ιδέες από την avant-garde σε τεράστιας δημοφιλίας rock δίσκους ωστόσο. Πιο συνειδητά πειραματικά σχήματα όπως οι Velvet Underground και οι Mothers of Invention δανείζονταν θέματα και προσεγγίσεις από την σύγχρονη σύνθεση. Όλοι οι παραπάνω καλλιτέχνες υπήρξαν επιρροή για τους Can στην ανάμιξη του Stockhausen και της rock. Όμως το τελικό συστατικό δεν θα παρεχόταν μέχρι να επισκεφτεί την μπάντα στην Κολωνία ο νέγρος Αμερικανός Malcolm Mooney. Ο Mooney, όπως ο Schmidt θυμάται επισκεπτόταν ένα φίλο του συνθέτη στο Παρίσι και ήταν εκεί που η σύζυγος του Schmidt, Hildegard (που τελικά έγινε μάνατζερ των Can) τον προσκάλεσε στην Κολωνία. "Δεν ήρθε για να μπεί στο γκρουπ", λέει ο Schmidt. "Ήρθε στο στούντιο και αυθόρμητα τραγούδησε. Εμείς είπαμε, κοίταξε, γιατί δεν έρχεσαι να μείνεις και να τραγουδάς μαζί μας; Έμεινε λοιπόν. Η ερμηνεία του έβαλε όλο το σκηνικό στην πλευρά της rock. Ένα από τα πρώτα μέλη ο David Johnson (που έπαιζε φλάουτο) έφυγε, αφού αισθάνθηκε ότι το πράγμα γινόταν πολύ rock για αυτόν". Η εμφάνιση του Mooney ήταν ιδιαίτερα συμπτωματική στο ότι η αυθόρμητη προσέγγισή του στο τραγούδι, καθώς και η έλλειψη σε οτιδήποτε θύμιζε ένα στερεό υπόβαθρο στην rock μουσική (πράγματι ο Mooney δεν είχε εμπειρία στο να τραγουδάει), ταίριαξε καλά στο modus operandi του γκρουπ. "Δεν θέλαμε να διαβάζουμε μουσική μέσα από παρτιτούρες" λέει ο Czukay ανακαλώντας τις μέρες των Can. "Προσπαθούσαμε αλήθεια να κάνουμε συνθέσεις άμεσα από το αρχικό μας ξεκίνημα. Ο Malcolm ήταν ένα τεράστιο ταλέντο. Ήταν μια ατμομηχανή!. Ήταν ο σωστός τραγουδιστής από το ξεκίνημά μας καθώς αυτό ήταν το αδύνατο σημείο μας. Αυτό σημαίνει ότι χρειαζόμασταν κάποιον που θα μας έσπρωχνε προς τον ρυθμό και θα μας έδινε την αίσθηση ότι αυτό είναι που πρέπει να κάνουμε. Αυτός ήταν ο Malcolm Mooney και αφομοιώθηκε τόσο πολύ σε ότι οι υπόλοιποι μουσικοί κάναμε. Νομίζω ήταν ο σωστός τραγουδιστής, στο σωστό μέρος στον σωστό χρόνο". Αν και πρώτη τους δουλειά ήταν το Delay (1968),
Little Star of Bethlehem (1968)
καμία δισκογραφική τότε δεν αναλάμβανε, με αποτέλεσμα να πάνε σε κάτι πιο προσβάσιμο. Το πρώτο στουντιακό άλμπουμ των Can, Monster Movie (1969), έχει περιγραφεί σαν ένα είδος άγριων Velvet Underground, μια κάπως παραπλανητική ταμπέλα, καθώς οι Can ήταν πολύ λιγότερο συνειδητοποιημένοι στην κατασκευή τραγουδιών, στα οποία οι λέξεις και τα φωνητικά ήταν καίριας σημασίας.
Yoo Doo Right (part I) (1969)
Πιο κατάλληλο είναι να πούμε ότι οι Can ακολούθησαν την γραμμή των Velvets στο να δημιουργήσουν συμπλέγματα βόμβων/βουητών, ταυτόχρονα υπνωτικά και παράφωνα. Οι περιορισμένες ικανότητες των παικτών στα rock όργανα-ο Czukay συχνά έπαιζε επαναλαμβανόμενα riff από δύο νότες, ενώ ο Schmidt έμαθε να παίζει rock σε ένα σπασμένο keyboard-διαβεβαίωσαν σε ένα ακριβή βαθμό ότι η μουσική θα ήταν ταυτόχρονα μινιμαλιστική και πειραματική. Τα ατονικά φωνητικά του Mooney πρέπει να ειπωθεί ότι πολλοί τα βρίσκουν να είναι λιγότερο του γούστου τους, καθώς είναι πολύ περισσότερο χρωματισμένα με ενέργεια και ρυθμό από ότι οι κλασικοί ήχοι. Η συμπεριφορά του Mooney είχε γίνει πολύ απρόβλεπτη στα τέλη του 1969. Θα εξαφανιζόταν μερικές φορές στα μέσα κάποιας συναυλίας ή δεν θα εμφανιζόταν καθόλου. Με την συμβουλή ενός ψυχίατρου επέστρεψε στην Αμερική. Για μήνες το γκρουπ ήταν χωρίς μόνιμο lead singer ένα δίλημμα που θα λυνόταν τον Μάιο του '70 όταν ο Czukay εντόπισε ένα Ιάπωνα μουσικό του δρόμου σε ένα καφέ στο Μόναχο. Εκείνη ακριβώς τη νύχτα ο 21-χρονος Damo Suzuki έδωσε το πρώτο του κονσέρτο με τους Can. ο Suzuki ήταν ακόμα πιο ασυνήθιστος frontman από τον Mooney. Τραγουδούσε στα Αγγλικά, αλλά έμοιαζε ότι δεν ήξερε τις έννοιες των λέξεων μουρμουρίζοντας τους στίχους σαν να τραγουδούσε μόνος του.
Soup (1972)
Σε οποιαδήποτε άλλη μπάντα αυτό θα ήταν ένα σοβαρό εμπόδιο. Αλλά για τους Can που είχαν τον lead singer, ως ακόμα ένα όργανο παρά σαν κυρίαρχη φωνή, ήταν θεόσταλτος. Ο Mooney και ο Suzuki ήταν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, κατάλληλοι για την αποστολή των Can, αν και πιθανόν κανένας από τους δύο δεν θα πήγαινε σε άλλη μπάντα που είχε τον ίδιο προσανατολισμό με τους Can. O Czukay συμφωνεί ότι τα μονοπάτια των Mooney και Suzuki διασταυρώθηκαν με αυτό της μπάντας με κάποια άνωθεν παρέμβαση. Οι περισσότεροι φαν της μπάντας θεωρούν τα μετέπειτα λίγα χρόνια σαν την καλύτερη περίοδο των Can. Η φωνή του Suzuki ήταν σαν παραισθησιογόνο συστατικό, επιπλέοντας στα τραγούδια με τρόπο μαζί ενθυμητικό αλλά και γελοίο. Στο Tago Mago (1971) το γκρουπ καθιέρωσε το groove της trance-rock με κομμάτια όπως τα "Oh Yeah", "Aumgn" και "Halleluhwah", που περιγράφονται στο The Rough Guide to Rock ως αναγκαστικό πάντρεμα της μπάντας του James Brown και των Velvets να παίζουν το "Sister Ray". Το Future Days (1973) σε αντίθεση ήταν μοντέρνα ψυχεδελική μουσική, με την ληθαργική του ατμόσφαιρα. Η μουσική των Can ήταν ιδιαιτέρως καλά φτιαγμένη για ταινία και στα πρώιμα χρόνια τους συνεισέφεραν σε αρκετά σάουντρακ. Ακολουθεί απόσπασμα/τραγούδι από την ταινία Kamasutra: Vollendung Der Liebe, όνομα που χρησιμοποιούσε το γκρουπ στα πολύ πρώιμα στάδια (εδώ και ο David Johnson από τα πρώτα μέλη στο φλάουτο). Πριν την περίοδο των πειραματισμών.
I'm Hiding My Nightengale (1969)
Το Αμερικανικό κοινό θα είναι περισσότερο εξοικειωμένο με αυτήν την πλευρά της δουλειάς τους για την μουσική τους στην ταινία του 1974 Alice in the Cities, η οποία αλήθεια παρουσιάζει μόνο τον Karoli στην κιθάρα και τον Schmidt στο πιάνο. Δυστυχώς αυτές οι κόπιες του σάουντρακ είναι τώρα χαμένες. Οι περισσότεροι φαν του γκρουπ βρίσκουν δύσκολο να σταματήσουν με δύο ή τρία άλμπουμ, επειδή με την ευφυή ιδέα τους για "άμεση σύνθεση" στο στούντιο, όπως και στη σκηνή, κάθε δίσκος ήταν μια μη αναμενόμενη άφιξη από τις προηγούμενες προσπάθειες του γκρουπ. Με δεδομένες τις προτιμώμενες μεθόδους δουλειάς, οι Can ήταν τυχεροί να μπορούν να ηχογραφούν με τον δικό τους ρυθμό, στο δικό τους στούντιο. Κατά την διάρκεια των πρώτων χρόνων αυτό ήταν ένα two-track recording, που τα μέλη πιστεύουν ενίσχυσε την δημιουργικότητά τους, ωθώντας τους να δημιουργήσουν πολύπλοκους ήχους με περιορισμένες εγκαταστάσεις. "Παίζαμε μαζί live στο στούντιο όπως θα κάναμε και στην σκηνή, χωρίς κοινό" σημειώνει ο Czukay. "Συνέχεια όταν ξεκινούσαμε ένα νέο δίσκο πάντα κατέληγε να παίρνει μια καινούρια κατεύθυνση" λέει ο Schmidt. "Θέλαμε να εκπλήξουμε τους ίδιους μας τους εαυτούς, στη σκηνή, στην ηχογράφηση και ο ένας τον άλλον".
Future Days (1973)
Το γκρουπ ήταν πράγματι στα πιο απρόβλεπτά του στα κονσέρτα, όπου θα μπορούσαν να παίζουν ένα κομμάτι 90 λεπτών χωρίς να σταματήσουν ("σαν μια μεγάλη συμφωνία" σύμφωνα με τον Schmidt) και να αυτοσχεδιάσουν κατά τρόπο που εντοπίζεται πολύ περισσότερο στις free jazz μπάντες, παρά στις rock μπάντες. Όταν μια πτώση τάσης διέκοψε ένα σόου στις Βρυξέλλες, ο Liebezeit (ένας από τους πιο καταρτισμένους ντράμερ που έχουν περάσει ποτέ, κατά τη γνώμη του γράφοντος), γέμισε τον χώρο με ένα 20-λεπτο σόλο στα ντραμς. Όπως λέει με υπερηφάνεια ο Czukay, "Νομίζω ότι ήταν κάτι σχετικό με το ποδόσφαιρο. Δεν μπορείς σίγουρα να πεις που θα βρίσκεται η μπάλα στο επόμενο λεπτό. Μια ομάδα που παίζει γνωρίζει πως να παίξει, όπως γνωρίζει και τις στρατηγικές γύρω από το παιχνίδι. Όμως πραγματικά δεν μπορείς να πείς εξ ορισμού πότε θα είναι η μπάλα στη μία ή στην άλλη περιοχή. Το ίδιο είναι και με την μουσική των Can. Γνωρίζουμε πως να το κάνουμε όλο αυτό, αλλά ο πραγματικός ήχος και η εξέλιξή του δεν μπορεί να προβλεφθεί". Κατά την άποψη του Czukay η ηχογράφηση πολλαπλών ηχητικών πηγών μπορεί να λειτούργησε αντίθετα στις δυνάμεις του γκρουπ. "Θεωρώ ότι τα πρώτα-πρώτα άλμπουμ είναι τα πιο σημαντικά, καθώς οι Can ήταν πιο "άβγαλτοι" εκείνο τον καιρό. Αν ένα γκρουπ είναι καινούριο, νέο και ξεκινάει για πρώτη φορά, πραγματικά δεν μπορείς να κάνει τίποτα λάθος. Τα λάθη τα κάνεις καθώς μαθαίνεις. Όταν μεγαλώσεις και αποκτήσεις εμπειρία, τότε είναι και ο καιρός που μπορείς να κάνεις κάποια λάθη. Στην αρχή ηχογραφούσαμε πάνω σε δύο κομμάτια. Μετά είχαμε ένα χιτ στην Γερμανία και μπορούσαμε να "αντέξουμε" την αγορά ενός multitrack μηχανήματος. Από εκείνη τη στιγμή μπορείς να πεις ότι ήταν η αρχή του τέλους για τους Can. Σε ένα τέτοιο γκρουπ, ο καθένας πρέπει να κριτικάρει τον άλλο για τα λάθη του. Αλλά όταν το μηχάνημα αυτό ήρθε, ήταν κάπως έτσι: "Θέλω να ακούσω την κιθάρα" ή "Θέλω να ακούσω το μπάσο, ποιός έκανε το λάθος;" Ο μουσικός φοβάται λιγάκι και λέει "Εντάξει, κάνω το δικό μου μέρος τώρα όσο μπορώ καλύτερα". Οι άλλοι όμως δεν θα είναι εκεί επειδή αυτό τον κάνει νευρικό. Το γκρουπ λοιπόν παύει ξαφνικά να είναι τόσο δυνατό". Το γκρουπ έχασε μια χειροπιαστή του περιουσία, όταν ο Suzuki έφυγε τον Σεπτέμβριο του 1973, όταν παντρεύτηκε μια Γερμανίδα και έγινε Μάρτυς του Ιεχωβά. "Δοκιμάσαμε ένα σωρό τραγουδιστές" μοιρολογεί o Schmidt. "Tότε αντιληφθήκαμε πόσο σπάνια θα ταίριαζε ένας τραγουδιστής στους Can. Οι Suzuki - Mooney είχαν κάτι κοινό ωστόσο δύσκολο να εξηγήσεις τι. Είχαν το ίδιο είδος μυστηρίου γύρω τους".
Dizzy Dizzy (1974) {Live From 1977}
Λέει ο Czukay: "Το πρόβλημα ήταν όταν ο Damo εξαφανίστηκε. Οι Can ήταν τώρα χωρίς τραγουδιστή. Ξαφνικά αισθανθήκαμε ένα κενό, μια τρύπα στην μουσική μας. Ο Michael τραγουδούσε αλλά δεν είναι...ένας παίκτης της κιθάρας πραγματικά δεν τραγουδάει, εκτός αν μιλάμε για τον Jimmy Hendrix ή κάτι τέτοιο. Ένας κιθαρίστας πρέπει να παίζει κιθάρα. Δοκιμάσαμε τόσους πολλούς τραγουδιστές τότε. Και αλήθεια κανείς δεν ταίριαξε στο γκρουπ ξανά". Εμπορικά οι Can ξεκινούσαν να κάνουν μεγάλες δρασκελιές. Υπέγραψαν στην Virgin μια δισκογραφική, που στα πρώτα χρόνια της κυκλοφόρησε μερικές Γερμανικές rock δουλειές. Έμπαιναν βαθύτερα στο funk και στους έθνικ ρυθμούς. Στην Αμερική, όπου αρκετοί δίσκοι των Can ποτέ δεν είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε, έμειναν τόσο underground-σχεδόν αόρατοι. Ειρωνικά ο Czukay λέει, "Πάντοτε σκεφτόμουν ότι εάν οι Can τα καταφέρουν, αυτό θα γίνει στην Αμερική. Σκεφτόμουν ότι ο τρόπος που παίζαμε live, ο τρόπος που πήγαινε ο ρυθμός θα ταίριαζε περισσότερο στην Αμερική από ότι στην Ευρώπη". O Schmidt μοιάζει λίγο αβέβαιος. "Ο ρυθμός μας ήταν πολύ κοντύτερα ας πούμε στον Sly Stone όταν έπαιζε live, παρά σε οπιαδήποτε Ευρωπαική μπάντα. Αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι οι Αμερικανοί θα ήταν έτοιμοι για τέτοια avant-garde τρέλα. Όποτε ήμουν στην Αμερική και άκουγα οποιοδήποτε κονσέρτο σε πανεπιστήμια ή άλλους μεγάλους χώρους, ήταν πολύ περισσότερο πολιτισμένα αυτά που παίζανε από οτιδήποτε παίζαμε εμείς. Όλοι όσοι ήρθαν στην Γερμανία, Αγγλία ή Γαλλία από την Αμερική για να μας ακούσουν, και μάλιστα άνθρωποι της δουλειάς δεν περίμεναν ότι θα "πιάναμε" στην Αμερική".
Unfinished (1975)
Στα τέλη του 1970 ο Czukay άφησε το μπάσο για έναν αόριστο ρόλο ως "sound editor". Εικάζει "Ήξερα ποιό ήταν το αδύνατο σημείο των Can. Αντιμετώπιζαν πολύ τους ίδιους τους εαυτούς τους. Τίποτα από έξω, μόνο τους εαυτούς τους. Άρχισα λοιπόν να χρησιμοποιώ το ραδιόφωνο, το τηλέφωνο και όλα αυτά τα είδη των συσκευών τότε. Αυτό σημαίνει ότι ξαφνικά παίρνεις πληροφορίες απέξω βγαίνεις από την ρουτίνα, ανανεώνεσαι. Αλλά ίσως στα άλλα μέλη δεν άρεσε η ιδέα τόσο πολύ. Αυτός ήταν και ο λόγος που βγήκα εκτός και ξεκίνησα μόνος μου, προς το τέλος των Can".
Flow Motion (1976)
Η διάλυση το 1978, δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί πικρόχολη, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα μέλη της μπάντας συνέχισαν να παίζουν μεταξύ τους σε αρκετές σόλο ή κοινές παραγωγές. Ο Czukay θεωρείται στο πιο υψηλό προφίλ, συνεργαζόμενος με τον David Sylvian (Japan) και τον Jah Wobble (μπασίστας των Public Image Limited) και κυνηγώντας ethnic-world-music-pop-πειραματικούς συνδυασμούς. Ο Schmidt έμεινε πολύ ενεργός στις δουλειές στις ταινίες. Αυτός, ο Karoli και ο Liebezeit συνέχισαν να ηχογραφούν. Στο άλμπουμ Out of Reach (1978) συμμετέχουν τα πρώην μέλη των Traffic, Rosko Gee (φωνητικά) και Rebop Kwaku Baah (percussion).
Like Inobe God (1978)
Ένα σταθερό ρεύμα από υλικό των Can αναδύεται από τα αρχεία και στα τέλη του '80 το γκρουπ κάνει ένα άλμπουμ με τον Malcolm Mooney. "Μερικές φορές ήταν δύσκολο επειδή είχε περάσει τόσος καιρός από τότε που ήμασταν όλοι μαζί", λέει ο Schmidt, που συχνά δούλευε με τον Karoli και τον Liebezeit σε παραγωγές ( όχι των Can). "Το να κάνεις αυτό το είδος της αυθόρμητης μουσικής είναι πολύ εξαρτημένο από την τηλεπάθεια. Τον περισσότερο χρόνο ήταν πολύ διασκεδαστικό. Πάντα είναι όμορφο να παίζω μαζί τους".
Movin' Right Along (1989)
Ο Holger Czukay βλέπει ένα σύνδεσμο ανάμεσα στους πειραματισμούς των Can και στην σημερινή ambient-techno σκηνή. "Αυτή η ανοιχτόμυαλη επινόηση που οι Can εγκαθίδρυσαν είναι ένας καλός δρόμος να ελέγξεις το μέλλον. Μπορώ να το δω αυτό τώρα δουλεύοντας με νέους ανθρώπους της ηλεκτρονικής σκηνής. Με καταλαβαίνουν τέλεια και υπάρχει άμεση διάδραση. Η μουσική τους με όλες αυτές τις συσκευές, είναι τέλεια σχεδιασμένη για τον ηλεκτρονικό χώρο. Είναι πολύ ζωντανή ηλεκτρονική μουσική. Και τίποτα δεν είναι μεμπτό σε αυτό".
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η μουσική των Can με τον αλλόκοτο, ανατριχιαστικό ηλεκτρονικό εκλεκτισμό, μερικές φορές μοιάζει περισσότερο να είναι σκηνικό του σήμερα, παρά της δεκαετίας του '70. Πολλοί επηρεασμένοι new wave μουσικοί, συμπεριλαμβανομένων των Julian Cope, Pete Shelley (Buzzcocks) και Mark E. Smith (Fall) δεν κρύβουν την τεράστια αγάπη και εκτίμησή τους στους Can, αν και δεν αποδυκνείεται πάντοτε στην μουσική τους. Ίσως κάποιοι διαφωνήσουν για την επιλογή των Can με δεδομένο την ύπαρξη επίσης πολύ ενδιαφέροντων γκρουπ όπως οι Faust ή οι Tangerine Dream, όμως θα έχουμε την ευκαιρία να αναφερθούμε και σε αυτά τα γκρουπ στο μέλλον. Οι Can πιθανώς έκαναν περισσότερα από οποιονδήποτε στο να εγκαθιδρύσουν την Γερμανική, ηλεκτρονική progressive rock ως διεθνή επιρροή.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Συνιστώμενο βιβλίο
The Can Book των Pascal Bussy & Andy Hall (1989)
Συνιστώμενη δισκογραφία
Anthology: 25 Years (1994)
Η εκτεταμμένη δισκογραφία των Can δεν μπορεί να συγχωνευθεί σε ένα διπλό CD. Και αν επίσης δεν έχει κανείς ακούσει ξανά την μουσική τους, αυτός είναι ο μόνος τρόπος να πάρει μια περίληψη από τις ποικίλες επιτυχίες τους.
Tago Mago (1971)
To πιο ενεργητικό άλμπουμ της περιόδου του Suzuki, που περιλαμβάνει τα "Oh Yeah", "Halleluhwah" και το σχετικά συνοπτικό "Mushroom".
Future Days (1973)
Το αγαπημένο άλμπουμ των Can πολλών ψυχεδελικά προσανατολισμένων ακροατών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου