Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024




FRUUPP



Modern Masquerades



Οι Fruupp ήταν μία μπάντα της συμφωνικής progressive rock, η οποία κυκλοφόρησε 4 άλμπουμ στην Dawn, από το 1973 έως το 1975. Η μπάντα σχηματίστηκε το 1971, όταν ο κιθαρίστας Vincent McCusker προσέλαβε τον τραγουδιστή και μπασίστα Peter Farrelly, τον κιμπορντίστα Stephen Houston και τον ντράμερ Martin Foye, για να κάνουν ένα μουσικό σχήμα. Όλοι είχαν κλασική εκπαίδευση. Το καλοκαίρι εκείνου του έτους, ξεκίνησαν να κάνουν πρόβες σε ένα παλαιό σπίτι στο Belfast, το οποίο υποτίθεται ότι στοίχειωνε ένα φάντασμα το οποίο είπαν Fruupp και έδωσαν το όνομα αυτό και στο σχήμα. Μάνατζερ τους ήταν ο Paul Charles, ο οποίος έκανε και χρέη roadie όπως και στιχουργού περιστασιακά.

Gormenghast





Κατά την διάρκεια των επόμενων δύο χρόνων οι Fruupp ξεκίνησαν μία αλυσίδα live εμφανίσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν κοινές εμφανίσεις με τους Budgie, Curved Air, Genesis, Quiver, Stackridge και Supertramp. Ανέπτυξαν πολύ υλικό γραμμένο κυρίως από τον Vincent McCusker, και τον Μάρτιο του 1973 έκαναν ντέμο, το οποίο κατέληξε στα χέρια της Pye Records, η οποία και υπέγραψε με την μπάντα στην θυγατρική της, στο πεδίο της progressive rock, την Dawn. Τα τρία πρώτα άλμπουμ των Fruupp, το Future Legends το 1973 και τα Seven Secrets και The Prince of Heaven's Eyes το 1974, έγιναν με όλα τα μέλη της μπάντας και για πολλούς φαν κατατάσσονται με την αντίθετη σειρά στην προτίμηση τους. 

Fruupp – Modern Masquerades (Dawn ‎– DNLS 3070) 1975

Εδώ επίλεξα να παρουσιάσω το 4ο άλμπουμ τους, το οποίο έγινε με την αποχώρηση του κιμπορντίστα Stephen Houston (για να γίνει κληρικός) και την προσθήκη του κιμπορντίστα John Mason, στον οποίο πιστώνεται το πιο μακροσκελές κομμάτι της μπάντας, το εκπληκτικό "Gormenghast" (10:47). Αρχές του 1975, οι Fruupp προσέλαβαν τον κιμπορντίστα John Mason, ο οποίος έπαιζε και βιμπράφωνο. 

Το 4ο άλμπουμ τους, με τίτλο Modern Masquerades, εμφανίστηκε τον Νοέμβριο του '75 στην Dawn, όπως και τα τρία προηγούμενα. Ο Vincent McCusker επιβεβαίωσε τον ρόλο του σαν δημιουργός των περισσοτέρων κομματιών του γκρουπ, με την γραφή τριών μακροσκελών θεμάτων, τα "Misty Morning Way", "Masquerading With Dawn" και "Mystery Might". Μαζί με τον Paul Charles έγραψαν το "Janet Planet" και το επικό κομμάτι που κλείνει το άλμπουμ "Sheba’s Song". 

Οι Fruupp ηχογράφησαν το Modern Masquerades εκείνο το καλοκαίρι, υπό την παραγωγή του Ian McDonald, της φήμης των King Crimson, ο οποίος παίζει και σαξόφωνο και κρουστά σε κάποια περάσματα. Αυτός επίσης μαζί με τον John Mason χειρίστηκαν τις συνθέσεις στο Γαλλικό κόρνο.

Masquerading With Dawn





Το εξώφυλλο του δίσκου επιμελήθηκε ο καλλιτέχνης Robert Howe. Απεικονίζει ένα Αναγεννησιακό συμπόσιο με πλήθος κόσμου γύρω από ένα τραπέζι με φαγητά, όλοι τους φορώντας μάσκες. Ο γελωτοποιός που κάθεται φαίνεται να του έχουν πέσει σταφύλια στο πάτωμα, ενώ ένα πουλί έρχεται να αρπάξει ένα κομμάτι ψωμί. Το οπισθόφυλλο είναι μία φωτογραφία που δείχνει τους Fruupp μπροστά από ένα τζάκι σε ένα κλασικό living room. 




Η φωτογραφία είναι του Martyn Goddard και είναι το πρώτο του credit σε άλμπουμ. Σύντομα οι φωτογραφίες του θα εμφανίζονταν σε άλμπουμ από The Jam, Lene Lovich, The Real Thing κ.α. Αμέσως μετά οι Fruupp ξεκίνησαν μία περιοδεία στην Αγγλία από Δεκέμβριο έως Φεβρουάριο, την οποία προόριζαν να αποτυπωθεί σε ένα live άλμπουμ. Οι ηχογραφήσεις αργότερα χάθηκαν σε πυρκαγιά στο διαμέρισμα τους.

Sheba's Song




Πριν τελειώσουν το 5ο άλμπουμ, το οποίο είχαν σκοπό να κάνουν, οι Fruupp είχαν διαλυθεί στα τέλη του 1976. Από τα μέλη των Fruupp, o John Mason έχει credit μαζί με τον Αμερικανό συνθέτη Craig Pruess και την μπάντα του στο Cain!, ένα διπλό κόνσεπτ άλμπουμ του 1976 με θρησκευτικά θέματα. 

Why



 


 Η έκρηξη της punk βύθισε όλα τα υπόλοιπα γένη στη λησμονιά και εξαιτίας πολύ χαμηλών πωλήσεων οι Fruupp, όπως και πολλά άλλα γκρουπ εκείνης της εποχής ξεχάστηκαν για να αναβιώσουν την δεκαετία του '90 και μετά. Το 2007 ο Αμερικανός ράπερ Talib Kweli χτύπησε νο2 στα Billboard 200 με το χιτ "Soon the New Day", βασισμένο εξ'ολοκλήρου στο φανταστικό "Sheba’s Song". 

Misty Morning Way






Ο καλύτερος τρόπος να συστηθούν στους όψιμους φαν τους, είναι το compilation CD "Songs for a Thought" (Sequel Records, '92), που περιέχει 14 κομμάτια και από τα τέσσερα άλμπουμ τους. Η σύγκριση που γίνεται συνήθως, είναι με τα γκρουπ της progressive rock, Druid και England, αν και οι Fruupp παραμένουν μοναδικοί και ονειρικοί.


ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2024




KESTREL



THE BIRD CAPTURED IN TIME NOW FLIES AGAIN



Οι Kestrel σχηματίστηκαν στην παραλιακή πόλη Whitley Bay το καλοκαίρι του 1971. Ο κιθαρίστας και ιδρυτικό μέλος Dave Black ήταν η κύρια μουσική δύναμη της μπάντας, αν και η συνεισφορά του Jοhn Cook στα keyboards ήταν πολύ σημαντική για την τελική "γεύση" του άλμπουμ. Ο Cook ήταν το μοναδικό μέλος που προερχόταν από μουσικό κολλέγιο, ενώ οι υπόλοιποι ήταν αυτοδίδακτοι και ο Black "δανείστηκε" την γνώση του στις συγχορδίες και στις αναστροφές, για να δημιουργήσει αυτό το παράξενο μίγμα progressive rock με jazz υπαινιγμούς. Ο Cook πήρε credit για ένα μόνο τραγούδι, το "End of the Affair", αλλά ο Black παραδέχεται ότι θα μπορούσε να είχε credit για την δημιουργία και άλλων τραγουδιών και ιδιαιτέρως του "Acrobat".

The Acrobat



Kestrel - Kestrel (Merry Go Round - MGRL) 2003

Ο Tom Knowles μεταφέρθηκε από τα keyboards στα φωνητικά όταν ο προηγούμενος lead singer  και αδελφός του o Mike Knowles θεωρήθηκε ότι δεν είχε το στυλ που απαιτούνταν. Ο Tom Knowles παρέδωσε καθήκοντα στον Jοhn Cook και αφοσιώθηκε στα φωνητικά, τα οποία και χειρίστηκε πολύ ικανοποιητικά. Ο Tom ήταν επίσης ένας πολύ επιδέξιος ντράμερ και αυτό του αποδείχτηκε πολύτιμο μερικά χρόνια αργότερα. Ο David Whittaker στα ντραμς ήταν το μεγαλύτερο μέλος της μπάντας και το άλμπουμ που έκανε με τους Kestrel ήταν το δεύτερο άλμπουμ του. Το πρώτο άλμπουμ είχε κάνει με το γκρουπ από το Newcastle, Ginhouse, που έχουμε παρουσιάσει παλαιότερα. Τέλος μπάσο αλλά και φλάουτο έπαιζε ο παλιός σχολικός φίλος του Black, Fenwick Moir. Αυτός είχε ένα ασυνήθιστο στυλ, ανεπιτήδευτο και μελωδικό, το οποίο συμπλήρωνε τέλεια όλα τα τραγούδια τους.





Wind Cloud



Οι επιρροές της γραφής του Black ήταν πολυποίκιλες, περιλαμβάνοντας τους Yes, Genesis, ELP, Beatles, Santana και τους Ολλανδούς Focus. Αλήθεια αν ακούσει κανείς την εισαγωγή της κιθάρας στο "I Believe in You" και την συγκρίνει με το "Sylvia" των Focus, θα αντιληφθεί τις ομοιότητες, πράγμα που δείχνει ότι ο Black δεν είχε πρόβλημα να ρίχνει μερικές "δανεικές" πινελιές εδώ κι εκεί.

August Carol



Αρχές του 1973 η μπάντα εντοπίστηκε από τον τραγουδοποιό, παραγωγό και κυνηγό ταλέντων John Worth, ο οποίος γύριζε σε διάφορα μέρη για να εντοπίζει νέα ταλέντα. Ο John Worth είχε καθοριστικό ρόλο στο να υπογράψει η μπάντα με την Cube Records και είχε την παραγωγή στο μοναδικό, εξαιρετικά σπάνιο και τόσο ακριβό στις μέρες μας άλμπουμ τους, το καλοκαίρι του 1974. Ο John Worth, ένας παραγωγός της παλιάς σχολής, ήδη στα σαράντα του, τη στιγμή που Cook και Black ήταν μόλις στα 21 χρόνια τους, αλλά η συνεργασία δούλεψε πολύ καλά γιατί ο παραγωγός είχε αγαπήσει αυτή τη μπάντα. 

Last Request



Η μπάντα έκανε πολλές συναυλίες και εμφανίστηκε και στην τηλεόραση κάποιες φορές, αλλά δυστυχώς το άλμπουμ χάθηκε χωρίς να αφήσει ίχνη στα τέλη του 1974. Ο Black προσχώρησε σε όσους είχαν απομείνει στην μπάντα του Bowie, the Spiders From Mars, αντικαθιστώντας τον Mick Ronson, ενώ Moir και Cook σχημάτισαν μία μπάντα που είπαν Poke. Οι Whittaker και Knowles επέστρεψαν στο Newcastle-upon-Tyne. Το 1976 ο Black ενώθηκε εκ νέου με τον Knowles, που τώρα είχε καθήκοντα ντράμερ, στην μπάντα Goldie που είχε ένα τεράστιο χιτ το 1978, το "Making Up Again". Δυστυχώς αποδείχτηκε μπάντα one hit wonder.

In the War



Ο Dave Black είναι τώρα σόλο, ένας session κιθαρίστας, τραγουδοποιός και περιστασιακά μέλος ενός R 'n' B σχήματος, των Brendan Healey Band. Ζει σε μία φάρμα κοντά στο Whitley Bay. Ο Jοhn Cook εργάζεται ως μηχανικός ήχου στο ITV και παράλληλα γράφει σήματα για πολλά τηλεοπτικά προγράμματα. Επίσης κατέχει δικό του στούντιο ηχογράφησης. Ο Tom Knowles εργάζεται στην οικογενειακή του επιχείρηση, άσχετη με την μουσική, ενώ ο David Whittaker ακόμα παίζει ντραμς σε κλαμπ γύρω από το Newcastle με διάφορες μπάντες. Ο Fenwick Moir μετακόμισε στα τέλη της δεκαετίας του '70 στην Γαλλία και μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστο το που βρίσκεται.

End of the Affair



Στη φωτογραφία φαίνονται:

Πάνω σειρά από αριστερά:

John Cook - sax and keyboards

Fenwick Moir  - bass/flute and violin

Tom Knowles - vocals

Howard Harding - Cube Records

David Whittaker  - drums

Κάτω σειρά από αριστερά:

John Worth - producer

Dave Black - lead and rhythm guitar

Olav Wyper - managing director Cube Records

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Κυριακή 19 Μαΐου 2024




AQUILA




Progressive Rock Obscurities




Οι Aquila ήταν ένα πενταμελές progressive rock συγκρότημα από την Αγγλία που, στον καιρό τους μέσα σε εκείνη την υπέροχα δημιουργική και ανερχόμενη prog σκηνή, μας άφησαν δυστυχώς μόνο μια κυκλοφορία του 1970, στην RCA. Το φλάουτο, το σαξόφωνο και το Hammond επαυξάνουν το κλασικό rock υπόβαθρο μπάσου-ντραμς-κιθάρας, δίνοντας έναν ήχο jazz-rock, όχι πολύ διαφορετικό από τις παραγωγές των δισκογραφικών Neon, Dawn και Transatlantic εκείνης της εποχής.

Change Your Ways



Aquila - Aquila (RCA Victor – SF8126) 1970

Οι Aquila συχνά αναφέρονται ως ένα γκρουπ από την Ουαλία, κάτι που είναι λάθος. Αυτό το λάθος πιθανώς να προέρχεται από το προηγούμενο συγκρότημα του κιθαρίστα Ralph Denyer, τους hard rock Blonde on Blonde, οι οποίοι ήταν κατά κύριο λόγο Ουαλοί. Ο οργανίστας Martin Woodward άρχισε να μαθαίνει πιάνο σε ηλικία περίπου 6 ετών. Οι μεγαλύτερες επιρροές του ήταν o "Brother" Jack McDuff και ο Jimmy Smith, όπως επίσης ο Graham Bond. Τα αγαπημένα του συγκροτήματα ήταν οι Shadows, οι Graham Bond Organisation, οι Animals, οι Zombies, οι Moody Blues και οι Yardbirds — συν, φυσικά, οι Beatles και οι Stones. Είχε τη μεγάλη τύχη και χαρά να παρακολουθήσει την πρώτη συναυλία των Led Zeppelin στο Marquee Club του Λονδίνου, όταν αρχικά είχαν το όνομα The New Yardbirds. Αμέσως πριν από τους Aquila, δούλεψε με τον ντράμερ James Smith σε ένα soul συγκρότημα που ονομάζονταν The Fantastics από τους οποίους αποχώρησαν για να σχηματίσουν τους Aquila με τον μπασίστα Phil Childs —ο οποίος είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με τον James— και βρήκαν τον Ralph μέσω μιας διαφήμισης στη Melody Maker. Ο πνευστός George Lee ήρθε λίγο αργότερα. Παρόλο που ο George ήταν ο τελευταίος που εντάχθηκε στους Aquila, ήταν ακόμα πολύ νωρίς, λίγες μόλις εβδομάδες αφότου είχαν ξεκινήσει τις πρόβες. Οι πρώτες πρόβες τους είχαν πάει φανταστικά, αλλά ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι κάτι έλειπε—δηλαδή ο George που βρήκαν μέσω της Melody Maker. Ο George ταίριαξε σαν γάντι αμέσως. 

How Many More Times




Έχοντας ολοκληρώσει το line-up τους, αρχικά έκαναν πολύ αξιόλογες διασκευές, τις οποίες αργότερα θα εύχονταν να είχαν κρατήσει. Στη συνέχεια πήγαν στη Ρώμη για λίγο και έπιασαν δουλειά στο Piper Club - στο οποίο δούλεψαν το υλικό τους για το άλμπουμ. Ο Ralph Denyer έγραψε το υλικό, αλλά οι συνθέσεις ήταν όλων των μελών. Αργότερα, μετά από διάφορες περιπέτειες θα επέστρεφαν στο Piper Club στη Ρώμη ως Aquila, κάνοντας εξ ολοκλήρου το δικό τους υλικό.

First Movement: Aquila (Introduction), Flight Of The Golden Bird




Οι Aquila πριν πάρουν το όνομα αυτό είχαν παίξει έχοντας διαφορετικά ονόματα και σχεδόν είχαν καταλήξει στο όνομα Animal Farm. Το όνομα Aquila προέρχεται από αστερισμό και λατινικά σημαίνει αετός, που αναπαριστά τον αετό που μετέφερε μαζί με τους κεραυνούς του ο Δίας κατά την Ελληνορωμαική μυθολογία. Tο εξώφυλλο του άλμπουμ, ήταν στην πραγματικότητα ένα σχέδιο της Goldie, του χρυσαετού που εκείνη την εποχή βρισκόταν στον ζωολογικό κήπο του Λονδίνου και ήταν αρκετά διάσημος. Αρχικά ήθελαν ένα κλάμα αετού στην αρχή του άλμπουμ και ο Ralph πήγε στον ζωολογικό κήπο του Λονδίνου και ρώτησε τον φύλακα αν μπορούσε να ηχογραφήσει την Goldie. Ο φύλακας του κήπου είπε, «Μπορείς να δοκιμάσεις αν θέλεις φίλε μου, αλλά είμαι εδώ 30 χρόνια και δεν τον έχω ακούσει ακόμα να βγάζει κανένα ήχο», οπότε εγκατέλειψαν την ιδέα.

Second Movement: Cloud Circle, The Hunter, The Kill




Οι Aquila ήταν σε διαπραγματεύσεις με κάποιες δισκογραφικές εταιρείες και ήταν η πρώτη φορά που έβγαλαν κάποια χρήματα από προκαταβολές. Τελικά τους ανέλαβε η RCA Victor. Στην καρέκλα της παραγωγής ήταν ο Patrick Campbell-Lyons (από το γκρουπ των Nirvana) και ένας Αμερικανός υπάλληλος της RCA, ο Lou Reizner, ως εκτελεστικός παραγωγός (στα οικονομικά). Το στούντιο που χρησιμοποίησαν ήταν οι νέες εγκαταστάσεις του Manfred Mann στο Old Kent Road. Οι τελικές μίξεις έγιναν από τους Patrick, Lou και Ralph. 

Third Movement: Where Do I Belong, Aquila (Conclusion)




Οι Aquila δεν διαλύθηκαν με την κυριολεκτική έννοια της λέξης. Κανείς δεν είπε στην πραγματικότητα, «Αυτό ήταν. Τελειώσαμε.". Η RCA δεν έκανε τίποτα για την εξέλιξη τους και ο κύριος λόγος που τελείωσαν σαν γκρουπ ήταν η έλλειψη κεφαλαίων ή μάλλον η έλλειψη συναυλιών (που ισοδυναμεί με το ίδιο πράγμα). Όλα τα μέλη κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια και σκληρή δουλειά για το υλικό και το ίδιο το άλμπουμ. Και όταν το άλμπουμ δεν απογειώθηκε, ήταν πολύ απογοητευτικό για αυτούς.

While You Were Sleeping



Παρόλα αυτά, το άλμπουμ έτυχε αρκετά καλής υποδοχής στις επόμενες γενιές. Η Α'πλευρά παρουσίαζε τέσσερα κομμάτια ανεξάρτητα μεταξύ τους, ενώ η Β'πλευρά παρουσίαζε την μακροσκελή σουίτα "The Aquila Suite" σε τρία μέρη, που σαφώς είναι ο λόγος που πρέπει κάποιος να αγοράσει αυτό τον δίσκο. Το άλμπουμ κέρδισε μεγάλη προβολή στο Radio Luxembourg και αργότερα έγινε συλλεκτικό κομμάτι της Αγγλικής prog rock σκηνής της δεκαετίας του '70. 

Οι Aquila ήταν:

Ralph Denyer — Φωνητικά, ηλεκτρικές και ακουστικές κιθάρες

Phil Childs — Fender μπάσο, πιάνο

George Lee—Φλάουτο, άλτο, σοπράνο, τενόρος και βαρύτονα σαξόφωνα

Martin Woodward — Όργανο Hammond

James Smith—Τύμπανα, timpani και διάφορα κρουστά


ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Δευτέρα 15 Απριλίου 2024



SUPERSISTER



Dutch Golden Age / Prog Rock Legends



Το 1970 υπήρξε μία καλή χρονιά για τους Supersister. Η μπάντα ήταν κάτι σαν φαινόμενο, καθώς αποτελούσε το πρώτο ανάμεσα στα Ολλανδικά γκρουπ που έκανε μεγάλο αντίκτυπο στην Αγγλία, όπου ο DJ John Peel ήταν ένας σταθερός υποστηριγκτής των δίσκων τους στο σόου του, Radio One στο BBC. Η μουσική που έπαιζαν, τους έκανε να ξεχωρίζουν από τις άλλες μπάντες. Με επιρροές που κυμαίνονταν από τους Soft Machine και τον Frank Zappa με τους Mothers στην μουσική του Erik Satie και την κλασική, οι Supersister απολάμβαναν να δομούν μακρά, ορχηστρικά κομμάτια με πολλά σόλο που διακόπτονταν από μικρά, συχνά αστεία ιντερμέτζο. Τραγούδια ερμηνευμένα στα Αγγλικά για κάποιο μη υπαρκτό κορίτσι που λεγόταν Νάνσυ ή για μία κούπα τσάι με τον νάνο που ζει σε ένα ελικοειδές κλιμακοστάσιο, αποκάλυψαν ότι το πνεύμα ήταν ένα βασικό συστατικό της δουλειάς τους ως μπάντα, μαζί βεβαίως με την ανάλογη αφοπλιστική ορίτζιναλ μουσική. Οι Supersister ήταν μία μπάντα που συμβάδιζε πολύ με το πνεύμα της εποχής της.


She Was Naked





Supersister - To the Highest Bidder - Dandelion Records – 2310 146 (1971)

Η κυκλοφορία του σινγκλ "She Was Naked" είχε φέρει την μπάντα στα ώτα ενός ευρύτερου κοινού από το καλοκαίρι του 1970 και η κυκλοφορία του ντεμπούτο τους Present From Nancy, ηχογραφημένο υπό τις οδηγίες της παραγωγής που είχε ο Hans van Oosterhout, επιδείκνυε ότι οι Robert-Jan Stips, Sacha van Geest, Ron van Eck και Marco Vrolijk ήταν καινοτόμοι μουσικοί με τόσα πολλά να προσφέρουν. Το ντεμπούτο άλμπουμ κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1970 ως Polydor 2441016. Μέσα σε ένα απαστράπτον μαύρο εξώφυλλο, με μία φωτογραφία της μπάντας σε ένα δάσος πρόσφατα καμμένο εξαιτίας του Ολλανδικού στρατού, το άλμπουμ ξεχώρισε στα ράφια των δισκοπωλείων. Το εσωτερικό του αναδιπλώμενου εξώφυλλου ήταν περίτεχνα ζωγραφισμένο με σλόγκαν όπως "We're not perfect, we're not original, so if I were you I shouldn't buy this record". Ο συνδυασμός πολύ καινοτόμου μουσικής και εξωφύλλου έφτιαξε ένα κλασικό άλμπουμ που πρόθυμα υιοθετήθηκε από το underground κοινό της Ολλανδίας. Οι Supersister αγκάλιασαν την νέα progressive άποψη που επικρατούσε στην ροκ μουσική και δημιούργησαν μεγάλης διάρκειας θέματα που πρόσφεραν ποικιλία, ενώ αλλάζοντας συνεχώς χρόνο, αναζητούσαν τρόπο να τεντώσουν μουσικά και κοινωνικά όρια. Η κοινωνική συνείδηση των Supersister έκανε αντανάκλαση στο μεγάλο κοινό που είχαν συγκεντρώσει ανάμεσα στους Ολλανδούς μαθητές. Πράγματι, οι Supersister παρουσίασαν σε διάφορα κονσέρτα και σε αντιπολεμικές εκδηλώσεις. Πέρα από τα κονσέρτα, η μπάντα έκανε περιοδείες στην Ολλανδία τακτικά, παρουσιάζοντας σε κάθε μεγάλη σκηνή. Ήταν κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου που επινοήθηκε το τρακ τους "Wow". Οι Supersister είχαν καλλιεργήσει τη φήμη μίας ευφυούς μπάντας, πλην όμως μίας μπάντας στο προσκήνιο μίας αντίδρασης ενάντια στoν διανoουμενισμό, ο οποίος κατείχε σημαντική δύναμη στην Ολλανδία. Αυτό ακριβώς επέδειξαν σε ένα τραγούδι γραμμένο για να έχει αντίκτυπο στο κοινό τους. Το "Wow" έγινε ένα highlight στα κονσέρτα των Supersister, με τον Robert-Jan Stips να κανονίζει με τους υπεύθυνους της διοργάνωσης των κονσέρτων με μία απλή εισαγωγή, πληροφορώντας τους κυνικά ότι "Οι στίχοι αυτού του ευφυούς τραγουδιού είναι πολύ διανοουμενίστικοι και απλά παρουσιάζουν τις λέξεις "Wow", "Wow", "Wow"..."wow"!" Η αντίδραση σε αυτό το τραγούδι ανάμεσα στο κοινό τους ήταν να σηκώνονται από το πάτωμα όπου κάθονταν με σταυρωμένα πόδια και να ξεσαλώνουν. Οι Supersister είχαν αρχίσει να φαντάζουν σαν φορείς της εναλλακτικής ταμπέλας στην Ολλανδία, με ένα σχόλιο σε ένα μουσικό περιοδικό, ότι τα μέλη της μπάντας είχαν "τα μακρύτερα μαλλιά από όλα τα Ολλανδικά γκρουπ". Η "κακοφημία" τους αυτή οδήγησε σε μία εμφάνιση στην Ολλανδική τηλεόραση τον Φεβρουάριο του 1971. Ο Ολλανδικός δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός VPRO ηχογράφησε τους Supersister live σε κονσέρτο στο κάστρο Groeneveld στο Baarn. Το κονσέρτο ήταν μέρος των μουσικών δρώμενων που έβγαιναν στον τηλεοπτικό αέρα κάθε Πέμπτη βράδυ. Το γκρουπ παρουσίασε το κλασικό του υλικό, όπως το "Introduction", το "Present From Nancy", αλλά παρουσίασε επίσης ένα νέο θέμα, το "A Girl Named You".


A Girl Named You



 

Πριν την εμφάνιση του στο δεύτερο άλμπουμ των Supersister, η Polydor της Ολλανδίας επέμενε ότι η μπάντα έπρεπε να κεφαλαιοποιήσει την ανερχόμενη φήμη της με ένα σινγκλ. Οι Supersister δεν πείστηκαν ότι ένα σινγκλ ήταν απαραίτητο, βλέποντας το μέλλον τους ως μία μπάντα προσανατολισμένη σε άλμπουμ. Παρόλα αυτά η πίεση της Polydor αυξήθηκε και μετά από κάποιες διαβουλεύσεις κυκλοφόρησε ένα νέο σινγκλ, "A Girl Named You"/"Missing Link". Ακόμα και αν κάποιος το κοιτάξει υπό το φως που έριξαν τα χρόνια που πέρασαν από τότε και τα δυό τραγούδια ήταν παράξενες επιλογές για να κυκλοφορήσουν ως 45άρι. Ίσως να ταίριαζε πολύ περισσότερο να συμπεριληφθούν σε ένα άλμπουμ. Ωστόσο, με την κυκλοφορία του σινγκλ, οι Supersister είχαν την ευκαιρία να συγκεντρωθούν στην ηχογράφηση του δεύτερου άλμπουμ τους. Ηχογραφημένο τον Ιούνιο και Ιούλιο του 1970 το δεύτερο άλμπουμ των Supersister, To the Highest Bidder, θα αποτελούσε ένα κομβικό σημείο στην καριέρα του γκρουπ. Με τον  Hans van Oosterhout στην καρέκλα της παραγωγής για ακόμη μία φορά, το άλμπουμ θα παρουσίαζε τέσσερα αυθεντικά εκλεπτυσμένα κομμάτια. Μία 10λεπτη εκδοχή του "A Girl Named You" άνοιγε τις διαδικασίες προσέγγισης και έθετε αμέσως τους τόνους του άλμπουμ. Η χαρακτηριστική ρυθμική επιδεξιότητα των Supersister σύστησε το κομμάτι με μία σύνθεση που παρουσίαζε σόλο φλάουτο, ξυλόφωνο και harpsichord και διακριτική χρήση μέλοτρον σε ένα αποτελεσματικό ambient τμήμα ενός κατά τα άλλα επηρεασμένου από την τζαζ κομματιού. Το "No Tree Will Grow (On Too High A Mountain)" θα έμενε στην μνήμη ως highlight, αν όχι ο απόλυτος κανόνας της μουσικής τους. Αρχίζοντας και τελειώνοντας με σοβαρό ηλεκτρονικό ήχο, αποτελεί προιόν σκοτεινής μουσικής ευφυίας. 

Life is no good friend / Good friendship never ends

The more you feel you've grown / The more you feel alone

Start boasting your friends away / You think that is life "your way"

Though you know No tree will grow on too high a mountain

Αυτός ο λυρικός πεσσιμισμός επικράτησε καθόλη την διάρκεια του άλμπουμ.


No Tree Will Grow (On Too High A Mountain)




Η δεύτερη πλευρά του άλμπουμ άρχιζε με το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του δίσκου "Energy (Out of Future)". Ένα τυπικό κομμάτι των Supersister που ξεκινούσε με ένα πολύπλοκο χρόνο δίνοντας το βήμα σε ένα μουσικό μοτίβο με ανεβασμένο ρυθμό και σκοτεινότερους στίχους. Το κομμάτι παρουσίαζε ένα τρομερό σόλο στο όργανο από τον Robert-Jan Stips και κορυφωνόταν με ηλεκτρονικούς ήχους θυμίζοντας περισσότερο τον αυτοσχεδιασμό των Γερμανών Tangerine Dream, διανθισμένο με ένα μικρό απόσπασμα του "She Was Naked", πριν την μετάβαση στο "Higher", ένα πιο ελαφρύ και μελωδικό κομμάτι. Έχοντας κυκλοφορήσει το φθινόπωρο του 1971, το To the Highest Bidder ήταν ακόμα μία αξιόλογη δουλειά, ίσως διαφημίζοντας την προχωρημένη μουσική ωριμότητα που δεν ήταν παρούσα στο ντεμπούτο άλμπουμ τους, χάρη εν μέρει στον χρόνο που τους δόθηκε για να συνειδητοποιήσουν τις ιδέες τους και να αισθανθούν πιο άνετα στο στούντιο ηχογράφησης. Στολισμένο με ένα απαστράπτον αναδιπλώμενο εξώφυλλο, που απεικόνιζε δύο μάτια, το άλμπουμ έλαβε μία ώθηση όταν ο Άγγλος ραδιοφωνικός παραγωγός John Peel το κυκλοφόρησε στην δισκογραφική του Dandelion, που εκείνο τον καιρό προωθείτο από την Polydor στην Αγγλία, προσθέτοντας το "She Was Naked" στην λίστα των τραγουδιών. Γι'αυτό μόνο η Αγγλική ορίτζιναλ κόπια περιλαμβάνει και αυτό το κομμάτι, που μάλιστα ανοίγει το άλμπουμ. Για να βοηθήσει στις πωλήσεις στην Ολλανδία, η Polydor κυκλοφόρησε ως σινγκλ ένα τροποποιημένο "No Tree Will Grow (On Too High A Mountain)" και το "The Groupies of the Band", μία χιουμοριστική ματιά σε συγκεκριμένους ακόλουθους της μπάντας. Παρά την αρτιότητα των σινγκλ, κανένα δεν είχε αντίκτυπο στις λίστες των chart. 


Energy (Out of Future)




Σε συνέντευξη του για την προώθηση του To the Highest Bidder, ο Robert-Jan Stips ανακοίνωσε: "Όταν γράφουμε μουσική, η διαδικασία ξεκινάει με θέματα που έχω γράψει εγώ. Τα άλλα μέλη φέρνουν τις ιδέες τους και στο τέλος όλο αυτό δένει μαζί. Μερικές φορές είναι δύσκολο επειδή διαφέρουμε πολύ σαν άτομα, αλλά στο τέλος πάντα λειτουργεί. Έχουμε μάθει να ζούμε χωρίς να έχουμε lead singer. Από την άλλη μεριά, για εμάς το ορχηστρικό τμήμα είναι περισσότερο σημαντικό". O Sacha van Geest πρόσθεσε: "Αλήθεια παίζουμε αυτό το είδος μουσικής απλώς επειδή μας αρέσει. Το 75% από ότι κάνουμε γίνεται για να ικανοποιούμαστε εμείς, ενώ το υπόλοιπο 25% γίνεται με το κοινό στο μυαλό μας. Εάν το κοινό δείξει ότι του αρέσουν κάποια κομμάτια, τα παίζουμε συχνότερα. Φυσικά είναι πολύ ωραία όταν τους αρέσει ό,τι αρέσει και σε εμάς." Ο Stips συμπλήρωσε: "Είδαμε το Present From Nancy ως το τέλος μίας περιόδου, ένα σταθμό στην πρόοδο μας σε αυτό που παίζουμε τώρα. Το νέο άλμπουμ είναι πιο ισορροπημένο, πιο σοβαρό, με λιγότερο χιούμορ. Η pop μουσική είναι μία αντανάκλαση της κοινωνίας, ίσως γι'αυτό ο νέος δίσκος μας είναι έτσι." 

Μετά από μία σειρά κονσέρτων στην Ολλανδία, οι Supersister παρουσίασαν έξω από την πατρίδα τους, αναλαμβάνοντας live δουλειές στην Γαλλία, Ιταλία και Αγγλία. Τον Οκτώβριο η μπάντα είχε την ευκαιρία να δουλέψει με μία ορχήστρα, ως μέρος μίας σειράς Γερμανικών κονσέρτων. Το Γερμανικό τηλεοπτικό κανάλι NDR ζήτησε μία παρουσίαση μαζί με την Γερμανική ορχήστρα χορού και ψυχαγωγίας υπό την διεύθυνση του Alfred Hause. Ο Ron van Eck και ο Robert-Jan Stips έγραψαν και έκαναν την σύνθεση σε μερικά καινούρια κομμάτια για αυτή την ειδική περίσταση της οποίας ένα μέρος συμπεριελήφθη στο περιορισμένης έκδοσης CD Memories Are New. Με την θετική ανταπόκριση της συνεργασίας με μία ορχήστρα, ο Stips σύντομα ανακοίνωσε μία συνεργασία ανάμεσα στους Supersister και στην Nederlands Danstheater (Ολλανδική εταιρεία σύγχρονου χορού), ένα μοντέρνο μπαλέτο που παρουσίαζε σε μουσική που είχαν γράψει και παίξει οι Supersister. Η μουσική αυτή θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην δημιουργία του τρίτου άλμπουμ της μπάντας. Κάπου εκείνη την περίοδο δημιουργήθηκαν φήμες ότι οι Supersister πρόκειτο να πάρουν στο lineup τους τον πρώην κιθαρίστα των Brainbox, John Schuursma. Παρά τις συζητήσεις, ο Schuursma δεν μπήκε στο γκρουπ, αν και αυτό το γεγονός γέννησε ιδέες για την προσθήκη νέων οργάνων στην μπάντα. Αποτέλεσμα ήταν ο Sacha van Geest να τελειοποιήσει το τενόρο σαξόφωνο και να αρχίσει να παίζει στα live. Σύντομα θα αξιοποιούσε το όργανο στο επόμενο άλμπουμ τους. 


Higher




Με το φανταστικό To the Highest Bidder οι Supersister εδραιώθηκαν ως ένα αξιοσέβαστο γκρουπ, που έκανε άλμπουμ και όχι σινγκλ. Παρά το γεγονός ότι είχε προταθεί, το άλμπουμ απέτυχε να κερδίσει το υψηλού κύρους βραβείο Edison (το αντίστοιχο Ολλανδικό Grammy). Ωστόσο, το γεγονός ότι οι Supersister θεωρήθηκαν φαβορί για το βραβείο, απήχησε τον αντίκτυπο που είχαν στην Ολλανδία, το προιόν τόσης σκληρής δουλειάς και ένα πόθο να γίνονται καλύτεροι με κάθε νέα ηχογράφηση. Η καινοτομία αυτή θα οδηγούσε σε ακόμα ένα αξιόλογο άλμπουμ και περαιτέρω προοδευτική (progressive) μουσική.




ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024



ECLECTION



Obscure Folk Rock Gems



Το σπάνιο, μοναδικό και ομότιτλο άλμπουμ των Eclection ήταν μία από τις ωραιότερες υποτιμημένες folk rock ηχογραφήσεις των 60's και ίσως το καλύτερο σχετικά άγνωστο Αγγλικό folk rock άλμπουμ της εποχής εκείνης. Η μπάντα διέθετε ένα πραγματικό οπλοστάσιο: τέσσερις δυνατούς τραγουδιστές για τα φωνητικά, πλούσιες φωνητικές αρμονίες, δυνατό ορίτζιναλ υλικό με την συνδρομή δύο μελών στην σύνθεση, μίξη από ηλεκτρική και ακουστική κιθάρα και πλούσια ενορχήστρωση που με χάρη ενίσχυε τις γλυκόπικρες μελωδίες και την ανάμιξη των γυναικείων και των αντρικών φωνών. Ήταν επίσης ένα από τα ελάχιστα Αγγλικά σχήματα που υπέγραψε στην Electra Records, την πιο μοντέρνα ανεξάρτητη Αμερικανική εταιρεία της εποχής. Τίποτα από τα παραπάνω όμως δεν μεταφράστηκε σε πωλήσεις ή σε μεγαλύτερη φήμη. Οι  Eclection, γεμάτοι υποσχέσεις σε αυτό το άλμπουμ του 1968, είχαν διαλυθεί κάπου στα τέλη του 1969, μη έχοντας ποτέ κυκλοφορήσει άλλο άλμπουμ.  

        In Her Mind            



Eclection - Eclection (Elektra - EKS 74023) 1968

Μουσικά οι Eclection θα μπορούσαν να χωρέσουν μιά χαρά στην απέρριτη ταμπέλα “Αγγλική folk rock μπάντα”. Τόσο καλά, όσο καλύτερα θα μπορούσε να γίνει. Κι όμως με μία πιο διερευνητική ματιά αυτή η ταμπέλα αδυνατεί να καλύψει την πολυπλοκότητα αυτού του αινιγματικού γκρουπ. Γιατί η Αγγλική αυτή μπάντα δεν είχε παρά ένα πραγματικά μέλος από Αγγλία, με το υπόλοιπο γκρουπ να προέρχεται από την Νορβηγία, την Αυστραλία και τον Καναδά. Επιπλέον, όταν το κορίτσι από την Αυστραλία άφησε το γκρουπ, αντικαταστάθηκε από μία Αμερικανίδα. Το γκρουπ συνδέεται στενά με το οικογενειακό δέντρο των Fairport Convention, μέσω της μελλοντικής παρουσίας δύο μελών της στην μπάντα των Fairport, αν και κανένα από τα δύο αυτά μέλη δεν έγραψε υλικό και δεν ανέλαβε εξέχοντα ρόλο στα φωνητικά στο άλμπουμ των Eclection. Παρά την σύνδεση με τους Fairport, τις folk καταβολές κάποιων μελών και τα φανερά φωνητικά και ορχηστρικά folk rock στοιχεία, δεν λογάριαζαν τους εαυτούς τους ως folk rockers. Επίσης, αυτό το Αγγλικό άλμπουμ, ηχογραφημένο στο Λονδίνο κυρίως από μη Άγγλους μουσικούς, ακουγόταν περισσότερο σαν ένα προιόν από την Καλιφόρνια, όσο κανένα άλλο Αμερικανικό άλμπουμ της εποχής, παρά την απουσία κάθε Αμερικανού στην ηχογράφηση. Όλα αυτά έδεναν μαζί κάτω από την παραγωγή, στην καρέκλα της οποίας καθόταν η ... απίθανη φιγούρα του Ossie Byrne, που έμεινε γνωστός για την επίβλεψη του στα πρώτα διεθνή χιτ των Bee Gees. Ο Byrne επίσης, βεβαίως και δεν ήταν Άγγλος αλλά Αυστραλός.

Another Time Another Place




Το όνομα Eclection λοιπόν, ήταν ένα πολύ εύστοχο όνομα για ένα γκρουπ του οποίου τα μέλη είχαν καταγωγή από τόσο διαφορετικές περιοχές. Ο Georg Hultgreen, o οποίος έγραψε εννέα από τα δώδεκα τραγούδια του άλμπουμ και έπαιξε δωδεκάχορδη ηλεκτρική και ακουστική κιθάρα, γεννήθηκε στην Νορβηγία. Γιός του Ρώσου πρίγκηπα Paulo Tjegodiev Sakonski και της Φινλανδής γλύπτριας Johanna Kajanus, μετακόμισε στο Παρίσι μόλις πριν εισέλθει στην εφηβεία. Λίγο αργότερα μετακόμισε με την οικογένεια του στο Quebec, όπου έμαθε Αγγλικά και δούλεψε ως σχεδιαστής βιτρώ παραθύρων, πριν καταλήξει στην Αγγλία. Ο Mike Rosen, ο οποίος έγραψε τα υπόλοιπα τρία τραγούδια του άλμπουμ και έπαιξε τρομπέτα και επιπλέον εξάχορδη ακουστική και ηλεκτρική κιθάρα, ήταν από τον Καναδά. Η τραγουδίστρια Kerrilee Male από την Αυστραλία, είχε τραγουδήσει στα μέσα της δεκαετίας του '60 στους Dave's Place Group, ένα σχήμα που παρουσίαζε το Αυστραλιανό τηλεοπτικό μουσικό σόου Dave's Place και παρουσίαζε τον Dave Guard, πρώην κιθαρίστα στους Kingston Trio, που με κάποιο τρόπο είχε καταλήξει να ζει στο Σίδνευ. Ο Trevor Lucas είχε την μεγαλύτερη εμπειρία στην δισκογραφία από κάθε άλλο μέλος, έχοντας ήδη κυκλοφορήσει δύο αρκετά σπάνια folk άλμπουμ, όπως επίσης είχε συνεισφέρει στο ΕΡ The Folk Attick Presents, κάνοντας backing φωνητικά στον Άγγλο θρύλο της folk, A.L. Lloyd. Το απίθανο κουιντέτο συμπλήρωνε το μοναδικό μέλος από Αγγλία, ο ντράμερ Gerry Conway, ο οποίος μόλις είχε αφήσει την εφηβεία πίσω του. Ο Conway είχε παίξει στο γκρουπ του μουσικού γίγαντα Alexis Korner, η μπάντα του οποίου ήταν φημισμένη για την βοήθεια σε πολυάριθμους μετέπειτα Άγγλους ροκ σταρς, συμπεριλαμβανομένων μελών των Rolling Stones, Cream και Led Zeppelin. Κι αν φαίνεται λιγάκι απίθανη η μετάβαση από ένα blues προσανατολισμένο σχήμα, όπως αυτό του Korner στην pop/folk rock των Eclection, ας θυμηθούμε ότι η μπάντα του Korner ήταν αυτή που έδωσε βήμα στον Danny Thompson και στον Terry Cox, δηλαδή το ρυθμικό τμήμα ενός από τα πιο πετυχημένα Αγγλικά folk rock γκρουπ, των Pentangle.

Morning Of Yesterday




O Conway θυμάται ότι τα άλλα τέσσερα μέλη των Eclection έγραφαν και πρόβαραν ήδη, όταν τον σύστησαν στην μπάντα και πήγε σε ένα διαμέρισμα του Λονδίνου για να τους συναντήσει και ακολούθως να μπει στο line-up. Δεν χαρακτηρίζει τον ήχο τους ως folk rock, αλλά μάλλον ως progressive. Όπως παρατηρεί “Δεν νομίζω ότι εκείνο τον καιρό είμασταν σε κάποιο μουσικό γένος. Αλλά όπως θυμάμαι, μας χαρακτήριζαν ως prog rock μπάντα”. H Electra εκείνη την περίοδο είχε κάνει μερικές ηχογραφήσεις Άγγλων καλλιτεχνών, από τις οποίες αυτές που ξεχώριζαν ήταν άλμπουμ των Incredible String Band. “Ήταν πολύ ασυνήθιστο για Αγγλική μπάντα να είναι στην Electra” συμφωνεί ο Conway. “Νομίζω αισθανόμασταν κάποιο είδος ικανοποίησης που συνέβαινε αυτό”. Ο Conway αισθανόταν επίσης ικανοποιημένος, καθώς, με δεδομένο ότι  ο μάνατζερ των Eclection δούλευε στην Electra, η μπάντα μπορούσε να κάνει πρόβες όσο χρόνο χρειαζόταν σε μία αποθήκη της εταιρείας. “Θυμάμαι στίβες δίσκων παντού. Θυμάμαι να τον ρωτάω αν μπορούσα να πάρω μερικούς και ήμουν πολύ ευτυχής που μου έκανε το χατίρι”. 

Η ηχογράφηση του άλμπουμ στα στούντιο IBC του Λονδίνου, όπως θυμάται ο Conway ήταν πολύ εύκολη και άμεση. "Τα τραγούδια “περίμεναν” ακριβώς όπως τα είχαμε αφήσει στις πρόβες. Δεν υπήρξε πολύπλοκη διαδικασία, αν  και είμαι σίγουρος ότι όλες οι φωνητικές αρμονίες έγιναν με overdub αργότερα”. Όπως έγινε και με τις επιδέξιες ορχηστρικές συνθέσεις από τον Phil Dennys, ο οποίος είχε αναλάβει το ίδιο έργο στους πρώτους δίσκους των Bee Gees, που ο Byrne βρισκόταν στην παραγωγή. “Ήταν πάντοτε το συναρπαστικό μέρος στο φτιάξιμο ενός άλμπουμ, να πάμε αργότερα και να ακούσουμε τα έγχορδα και να τα προσαρμόσουμε στα ρυθμικά κομμάτια που είχαμε κάνει”, λέει με ενθουσιασμό ο Conway. Ο συνδυασμός αντρικών και γυναικείων φωνητικών, οι οπτιμιστικοί στίχοι με σκιές ρομαντικής ψυχεδέλειας, οι folk rock μελωδίες, οι συνδυασμοί 6χορδων και 12χορδων ακουστικών και ηλεκτρικών κιθάρων και η στρατοσφαιρική ενορχήστρωση δεν θα μπορούσαν παρά να φέρουν στο μυαλό παρόμοια Καλιφορνέζικα pop/folk rock γκρουπ από τα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του '60. “Αν είναι έτσι, τότε πρόκειται για μία ευτυχή συγκυρία”, λέει ο Conway, “δεδομένου ότι η μπάντα ποτέ δεν έπαιξε στην Αμερική”.

                                                        
                                                                   Will Tomorrow Be the Same




“Ήταν μία μουσική περιπέτεια της εποχής εκείνης, μία μπάντα ριζικά διαφορετική από τις άλλες μπάντες”, συνεχίζει. “Το line-up ήταν δραματικά διαφορετικό σε σχέση με τα στάνταρ εκείνων των ημερών, έχοντας ένα είδος ηλεκτρικής 12χορδης μαζί με ακόμη μία ηλεκτρική κιθάρα. Ο Mike έπαιξε τρομπέτα επίσης. Η Kerrilee ήταν μία πολύ δυνατή τραγουδίστρια, πάντοτε διακρινόταν”. Και πράγματι ήταν η φωνή της τόσο καθοριστική στους Eclection, που θύμιζε τα γυναικεία μέρη των γυναικών folk rockers της Δυτικής Ακτής, σε σχήματα όπως οι We Five και οι πρώιμοι Airplane, όπως επίσης οι Seekers, αν και πιο μοντέρνοι από τους We Five ή τους Seekers. “Η φωνή της σου έκοβε το μυαλό σαν ακονισμένο μαχαίρι”, έγραψε η Lillian Roxon στην ροκ εγκυκλοπαίδεια της. Οι διαδράσεις αντρικών και γυναικείων φωνητικών έφτιαχναν επιδέξια μοτίβο που κάπου-κάπου ήταν στο στυλ των Mamas and the Papas, καταφέρνοντας ένα κλασικό μεγαλείο ιδιαιτέρως στο ένδοξο fade του “Still I Can See” και μία γενική ποιότητα στα τμήματα που μιμούνται τα μουσικά όργανα με την φωνή τους στο “In Her Mind”.

Still I Can See




Οι φαν των Fairport Convention είναι συνήθως ενήμεροι για το άλμπουμ, πρωταρχικά λόγω της σχετικά “διακριτικής” συμμετοχής του μπασίστα Trevor Lucas σε αυτό. Έκανε lead vocals μόνο στο “In the Early Days” και δεν έγραψε κανένα τραγούδι. Το μεγαλύτερο μέρος των αντρικών φωνητικών ανέλαβε ο Rosen, αν και ο Hultgreen είχε το δικό του lead στο “Morning of Yesterday”. Ενώ θα έμοιαζε λογικό να δει κανείς τον Hultgreen ως την πρώτη δημιουργική φιγούρα των Eclection, καθώς έγραψε τα περισσότερα από τα τραγούδια τους, ο Conway αισθάνεται ότι ο Lucas είχε μία δυνατή παρουσία μέσα στο γκρουπ. “Νομίζω ότι ο κόσμος τον έβλεπε σαν ηγέτη του γκρουπ”, λέει. Οι Eclection ήταν ένα δημοφιλές live σχήμα στο κύκλωμα των κολλεγίων και πανεπιστημίων. Ο Conway θυμάται το “Nevertheless” του Rosen-η φανερή επιλογή για να αποτελέσει το πρώτο σινγκλ, με την California sunshine pop, με τις ομοιότητες με τους Mamas and the Papas στο έπακρο-να αποκτά λίγο ραδιοφωνικό αέρα στην Αγγλία, αν και δεν έπιασε θέση στα chart.

Nevertheless




O Gerry αναφέρει άλλο ένα τραγούδι του Rosen, το “St. Georg & The Dragon (Up the Night)”, ως ένα τραγούδι που πήγε ιδιαίτερα καλά στα κονσέρτα τους. Κι όμως το άλμπουμ-ολοκληρωμένο με αναδιπλώμενο εξώφυλλο και με τους στίχους και με μία ψυχεδελική φωτο στο εξώφυλλο (από τον Joel Brodsky, διακεκριμένο για τις φωτο του στα πρώτα εξώφυλλα των Doors) με κούκλες, συμπεριλαμβανομένων κάποιων προκλητικά γυμνών γυναικείων-δεν πούλησε τόσο καλά. Iδιαιτέρως στην Αμερική είναι κατόρθωμα να βρει κανείς μία ορίτζιναλ κόπια σε κάποιο σταντ με μεταχειρισμένους δίσκους.

St. Georg & The Dragon (Up the Night)




“Αγαπούσα αυτό το γκρουπ” ανακοινώνει ο πρόεδρος και ιδρυτής της Electra, Jac Holzman. “Ήταν ένα συναρπαστικό γκρουπ, μία υπέροχη μπάντα και νομίζω ο δίσκος τους ήταν ένα θαύμα. Νομίζω ότι το λάθος μας ήταν ότι δεν τους φέραμε στην Αμερική, καθώς αλήθεια το χρειάζονταν να βγουν έξω από την Αγγλία. Υπήρχε τόσο πολύ ανταγωνισμός στην Αγγλία, ενώ στην Αμερική θα είχαμε πιο εύκολο δρόμο. Δεν ξέρω γιατί δεν τους φέραμε. Νομίζω ότι αν τους είχαμε να παίζουν στις κατάλληλες σκηνές και τους παρείχαμε περισσότερη βοήθεια, θα είχε αποτέλεσμα”. Ακόμα ένα μεγάλο χτύπημα στην μακροβιότητα των Eclection ήταν η αναχώρηση της Male στα τέλη του 1968. “Με το που αρχίσαμε να παίζουμε live, πολύ σύντομα έγινε φανερό ότι η Kerrilee δεν ήθελε να συνεχίσει” λέει ο Conway. “Νομίζω αποφάσισε ότι δεν ήθελε να είναι πια στον κόσμο της μουσικής. Με το που έφυγε, η μπάντα αργά αλλά σίγουρα άλλαξε, με διαφορετικά μέλη να φεύγουν. Καταλήξαμε μίλια μακριά από εκεί που είχαμε ξεκινήσει”.

Violet Dew




Η αντικαταστάτρια της Male ήταν η φίλη του Lucas, Dorris Henderson, μία μαύρη Καλιφορνέζα που είχε μετακομίσει στην Αγγλία στα μέσα της δεκαετίας του '60. Είχε ήδη εδραιωθεί ως αξιοσημείωτη τραγουδίστρια της folk, ιδιαιτέρως με το πρώτο της άλμπουμ, There You Go!, το 1965, μία συνεργασία με τον κορυφαίο Άγγλο κιθαρίστα John Renbourn. Το νέο line-up έκανε ένα σινγκλ, το “Please (Mk. II)", μία εκφραστική διασκευή ενός τραγουδιού των Καλιφορνέζων Kaleidoscope. “Αλλά καθώς ο χρόνος περνούσε, δεν ήμασταν πια μία μπάντα της progressive rock”  λέει ο Conway. "Στα τελευταία ήταν περισσότερο ένα είδος jazz/blues μπάντας”. Μετά από αρκετές αλλαγές προσωπικού-μία προσθήκη ήταν ο κρουστός Poli Palmer, πριν στους ψυχεδελικούς Blossom Toes και αργότερα στους Family-”απλά αποφασίσαμε τελικά ότι στ'αλήθεια αυτό που κάναμε δεν οδηγούσε πουθενά”.            

In the Early Days




Μετά από σχεδόν ένα χρόνο που έπαιξαν με τα line-up μετά την Kerrilee Male, οι Eclection διαλύθηκαν στα τέλη του 1969 (αν και η Henderson ηγήθηκε μίας ανανεωμένης εκδοχής της μπάντας στα μέσα των 70'ς). Οι Lucas και Conway συνέχισαν για να σχηματίσουν το ρυθμικό τμήμα των Fotheringay, που παρουσίαζαν την φιλενάδα του Trevor (και αργότερα σύζυγο του) Sandy Denny, η οποία μόλις είχε εδραιώσει τον εαυτό της ως η καλύτερη folk rock τραγουδίστρια της Αγγλίας, με τους Fairport Convention. Οι Fotheringay έκαναν ένα πολύ ωραίο folk rock άλμπουμ το 1970 πριν η Denny ξεκινήσει μία σόλο καριέρα. Ο Lucas και η Denny θα έπαιζαν ξανά μαζί στους Fairport Convention στα μέσα της δεκαετίας του '70, αν και η Denny είχε ένα πρώιμο τραγικό τέλος το 1978, ενώ ο Lucas απεβίωσε το 1989. Η μακρά καριέρα του Conway διαμορφώθηκε μέσα από θητείες στους Jethro Tull και στους Pentangle, όπως επίσης και ηχογραφήσεις με τους John Cale, Sandy Denny, Joan Armatrading, the Everly Brothers, Cat Stevens, Richard Thompson, Al Stewart και με πολλούς άλλους. Το 2001 ήταν ντράμερ των Fairport Convention, ένα γκρουπ-θεσμός που κράτησε γερά περισσότερα από 30 χρόνια μετά την σύσταση τους.

Confusion




Όσο για τους υπόλοιπους, o Hultgreen, υπό το όνομα Georg Kajanus, πήγε στους Sailor, που είχαν δύο από τα Top Ten Αγγλικά σινγκλς στα μέσα των 70's. Ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης όπως επίσης και μουσικός, ζούσε όπως έλεγε ο Conway στο Παρίσι. Ο Rosen έπαιξε αργότερα με το δυσδιάκριτο progressive rock γκρουπ Mogul Thrash, που επίσης περιλάμβανε το μελλοντικό στους Family/King Crimson/Asia μέλος John Wetton. Ο Conway είδε τελευταία τον Mike Rosen στις αρχές της δεκαετίας του '80 στον Καναδά, ενώ περιόδευε με τον Richard Thompson. Έχασε δε κάθε επαφή με την Kerrilee Male, για την οποία πίστευε ότι επέστρεψε στην Αυστραλία αφού άφησε τους Eclection. “Τέλειωσε ακριβώς όπως άρχισε, πιστεύω”, λέει κρυφογελώντας ο Conway. “Όλοι τους εξαφανίστηκαν πίσω στις τέσσερις γωνιές της γης, απ'όπου είχαν έλθει”.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2024




PLUM NELLY



Deceptive Lines




From the depths of Minnetta and Lane, through the cellars of the two Maltese Falcons come yesterday's, today's and tomorrow's most stately primeval instinct. Strong armed missionaires with Thorlike visions of resounding plumage mark the way for this solitary bird of prey who can be found locked in his own sinister maze of music. Spiritually breaking the chains that bind and surround angels and demons alike, these very same constituents remain to this date perceptive in feeling, redundant in anguish yet still deceptive in line. Undaunted by virgin lambs, states of moral creeds, autumn stones and among other things one another, they continue to clinically await. Until then, they artfully succeed in existing as Plum Nelly as their sound approaches midnight, the devilish beginning. 

Patrick Salvo


Deception

                                  

Plum Nelly - Deceptive Lines (Capitol Records – ST-692) 1971

Ίσως ήταν το πρώτο κύμα της Αγγλικής ροκ που έσπειρε τους σπόρους για να δημιουργηθεί το hard rock γκρουπ που έμελλε να ονομαστεί Plum Nelly. Πέντε νέοι μουσικοί χτυπήθηκαν από το μικρόβιο της ροκ μουσικής κάπου στο 1965 και το πλήγμα ήταν μοιραία μη αναστρέψιμο. 
Γεννημένος στο Queens και μεγαλωμένος στο Brooklyn ο Ric Prince προσποιείτο τον σκληρό στα μαθητικά του χρόνια, για να επιβιώσει από τις κακόφημες συμμορίες που δρούσαν στην περιοχή του. Η μητέρα του τραγουδούσε επαγγελματικά και της άρεσε πολύ η rock 'n' roll, στην οποία τον σύστησε στην τρυφερή ηλικία των 3 ετών. Ποιητές όπως ο Dylan και ο Poe τον τρόμαζαν. Παράλληλα όμως αυτό ήταν και κάτι που τον εξίταρε. Μουσική για αυτόν ήταν ό,τι μετέδιδαν ο Lennon, o Bowie ή οι Stooges, αλλά επίσης του άρεσαν πολύ οι Γερμανοί και οι Ρώσοι κλασικοί συνθέτες, πράγματα ασυμβίβαστα μεταξύ τους. Από τα 12 χρόνια του έπαιζε μουσική με παιδιά από την γειτονιά του, περισσότερο στα υπόγεια των σπιτιών τους. Χωρίς τυπική εκπαίδευση, αν εξαιρέσεις κάποια μαθήματα κιθάρας. Αργότερα άρχισε να κάνει παρέα με την δημοφιλή τοπική μπάντα, που λεγόταν Creedmore State. Αυτοί όταν έπαιζαν λεγόταν ότι ήταν σαν να άκουγες Cream. Εκτιμώντας την τεράστια φωνητική του δυνατότητα, του ζήτησαν να γίνει lead singer τους. Όλοι ήταν έφηβοι και είχαν πολύ μακριά μαλλιά. Έγραφαν τραγούδια, έκαναν πρόβες και προετοιμάζονταν να κάνουν κάτι μεγάλο. Οι Creedmore State αντανακλούσαν τα συναισθήματα και τις απόψεις των νέων εκείνα τα χρόνια. Δεν προσποιούνταν όταν έπαιζαν και δεν έκαναν καμία προσπάθεια να ηχογραφήσουν ή να παίξουν οτιδήποτε που δεν θα μπορούσε να παιχτεί ακριβώς το ίδιο live. Η ιδεολογία τους ήταν ότι αν έχει κάποιος μουσικός την ενέργεια και την δημιουργικότητα, αυτό μπορεί να φανεί μέσα από την μουσική του. Οι Creedmore State είχαν και την ενέργεια και την δημιουργικότητα. Και αυτό μπορεί ήδη να το ακούτε.

Demon

                                  

Ο Ric Prince στα φωνητικά και στα keyboards έγινε ένας από τους κύριους γραφείς του γκρουπ. Την τεράστια φωνητική ικανότητα του Prince συμπλήρωνε ένας συναρπαστικός παίκτης ο John (Earl) Walker, ο οποίος φανερά αισθανόταν ότι το μόνο πράγμα για το οποίο είχε έρθει σε αυτόν τον κόσμο ήταν για να παίζει κιθάρα. Στην σκηνή φαινόταν τελείως βυθισμένος στο μουσικό του όργανο. Την δεύτερη κιθάρα υπηρετούσε ο Steve Ress, ο οποίος έκανε και φωνητικά. Ο Ress, ένας υπέρμαχος των country blues και της hard rock, έπαιζε επίσης εξάχορδη ακουστική και slide. Αυτός που κρατούσε "μαζί" το γκρουπ ήταν ο Peter Harris, ο οποίος έπαιζε μπάσο και παρείχε επιπλέον φωνητικά. Ο Harris ένας φανταστικός μπασίστας, αισθανόταν ότι το μπάσο θα έπρεπε να μιλάει, τόσο χαρακτηριστικά, όσο κάθε όργανο μέσα στο γκρουπ. Φρόντιζε πολύ τα δικά του μέρη σε κάθε τραγούδι και ήταν κατά κάποιο τρόπο επηρεασμένος από την Ανατολίτικη μουσική. Επιπλέον έπαιζε κόντρα μπάσο, εξάχορδο και οκτάχορδο μπάσο. Τέλος, ντραμς έπαιζε ο Christopher Lloyd. Όπως και τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ ήταν επηρεασμένος από την καλύτερη Αγγλική ροκ. Επιπρόσθετα έπαιζε chimes, conga και timbales. Στην ουσία μπορούσε χτυπώντας κι ένα πλαστικό κύπελλο να το κάνει να ακούγεται ευχάριστα. 

Sail Away

                                 

Αυτό το πενταμελές σχήμα λοιπόν δεν γνώριζε όρια είτε στο στούντιο είτε στην σκηνή. Ο Ric Prince γνώριζε τους ιδιοκτήτες (τα αδέλφια Arnie και Nicky Ungano) ενός τόσο θρυλικού κλαμπ της εποχής, που διάσημα ονόματα συνωστίζονταν για να παρουσιάσουν σε αυτό. Όταν τους άκουσαν να παίζουν τα αδέλφια Ungano τους πρότειναν να γίνουν οι μάνατζερ τους. Και για να έχουν την ευκαιρία να τους ακούσουν οι δισκογραφικές, τους έκαναν και μπάντα του κλαμπ. Θα έπαιζαν μπροστά σε διάσημα ονόματα της ροκ από όλο τον κόσμο, καθώς και σε επικεφαλής των μεγαλυτέρων δισκογραφικών. Σούπερ σταρς, όπως μέλη των Beatles και Led Zeppelin θα πήγαιναν εκεί για να ακούσουν τα αγαπημένα τους γκρουπ. Έτσι το γκρουπ μας βρέθηκε να παρουσιάζει με ονόματα όπως Rod Stewart & The Faces, Alice Cooper, Buddy Guy, Savoy Brown, Mountain, Black Sabbath, King Crimson, Kinks, Fleetwood Mac, Deep Purple, Jimi Hendrix, Iggy Pop & The Stooges, B.B. King, Joe Cocker, Spooky Tooth, Bo Diddley, Muddy Waters, Allman Brothers, Free, Van Morrison και άλλους. Κι όλα αυτά μέσα σε ένα μικρό σκοτεινό κλαμπ, κάτι που φαντάζει εντελώς απίθανο στις μέρες μας. Ο Ahmet Ertegün, πρόεδρος της Atlantic και o Robert Stigwood, της φήμης των Cream και των Bee Gees, έκαναν ένα ταξίδι για να τους δουν και να τους προτείνουν ένα συμβόλαιο. Όπως έκανε και η A&M Records και η Columbia, όμως τελικά υπέγραψαν με την Capitol Records.

Carry On

                                   

Έπειτα από μερικούς μήνες γεμάτους εμπειρία, είχαν πια τα τραγούδια που χρειάζονταν για να ηχογραφήσουν ένα άλμπουμ. Τότε έγινε και η αλλαγή του ονόματος τους σε Plum Nelly. Τον Νοέμβριο του 1970 μπήκαν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το Deceptive Lines. Κατά το πρώτο μέρος της δεκαετίας του εβδομήντα περιόδευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζοντας συγκροτήματα όπως οι Bo Diddley, BB King, Buddy Guy, The Kinks, Savoy Brown, John Mayall, Fleetwood Mac, Rod Stewart and The Faces, Joe Cocker, Muddy Waters, Terry Reid και μοιράστηκαν την σκηνή στο Carnegie Hall, στο οποίο κατέληξε μία περιοδεία που έκαναν με τον Joe Walsh και τους The James Gang. Το Deceptive Lines δυστυχώς ήταν η μόνη κληρονομιά που μας άφησαν. Ηχογραφημένο στα Capitol East Studios, μας προσφέρει έξι hard rock συνθέσεις με κάποιες progressive αποχρώσεις. Το άλμπουμ ξεκινά με το "Deception" με τον θρύλο του jazz φλάουτου Jeremy Steig να τους ενισχύει. Γενικά όπου ακούμε φλάουτο παίζει ο Steig. Το τραγούδι ταλαντεύεται ανάμεσα σε Led Zeppelin, για τη φωνητική προσέγγιση, και πρώιμους Crimson, για το βουκολικό φλάουτο. Το "Carry On" ήταν ένα καθαρό hard rock θέμα με εξαιρετική κιθάρα και διάφορες εναλλαγές ρυθμού. Για το "Demon" δεν μπορεί να πει κανείς αρκετά. Σου δημιουργεί την αίσθηση ότι το ήξερες από πάντα. Το "Lonely Man's Cry", είναι μια μπαλάντα που περιλαμβάνει τη συμμετοχή των The Sweet Inspirations, ενός φωνητικού γκρουπ με επικεφαλής την Cissy Houston, μητέρα της Whitney, το οποίο υποστήριξε μουσικούς όπως ο Elvis Presley (από το 1968 έως το θάνατό του το 1977), η Aretha Franklin, ο Wilson Pickett, ο Herbie Mann, η Nina Simone, ο Solomon Burke και ο Chuck Jackson.

Lonely Man's Cry

                                   

Το "Sail Away" επιστρέφει στα hard rock riff με πολυάριθμες ρυθμικές αλλαγές. Το άλμπουμ κλείνει με το «Never Done», το πιο εμπορικό τραγούδι της ηχογράφησης. Από εκείνα τα χρόνια το άλμπουμ Deceptive Lines έχει γίνει λιγάκι θρυλικό στους συλλεκτικούς κύκλους. Το γκρουπ το 1974 μετακόμισε στο Λος Άντζελες, με τον Peter Harris να αντικαθίσταται από τον Bob Feit που θα έμενε για μερικούς μήνες μέχρι να έρθει ο John Murphy. Ο τελευταίος θα άφηνε το συγκρότημα στα τέλη του '75 με την είσοδο του Rick Rheinish. Το συγκρότημα θα διαλυθεί το 1976 και ο John Earl Walker θα σχηματίσει αργότερα τους The John Earl Walker Band. Ο Ric Prince, που είχε ήδη αντικατασταθεί από τον Kenny Kerr, θα προσέφερε τα πολύτιμα φωνητικά του στους Black Widow, ένα ακόμα hard rock γκρουπ των αρχών της δεκαετίας του '70 και στους "unsung heroes" Pandora, των οποίων το υλικό που είχαν ηχογραφήσει από το 1974, θάφτηκε για πολλά χρόνια, μέχρι να βγει στην επιφάνεια.

Never Done

                                    

Τίποτα το παραπλανητικό δεν υπάρχει σε αυτό το άλμπουμ παρά μόνο ο τίτλος του. Επίσης παραπλανητική φαντάζει η πληροφορία ότι ένα τόσο μεγάλης αξίας γκρουπ σε ταλέντο αλλά και σε μουσικότητα, έκανε μόνο ένα άλμπουμ, μέσα στο οποίο υπάρχει υλικό μόνο ορίτζιναλ και λαμπρό, παρά τις hard (σαν γρανίτης) rock ρίζες του.



ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2024

 


MASTER'S APPRENTICES



CHOICE CUTS



Υπήρξε ίσως ένα από τα πιο εμβληματικά άλμπουμ που κυκλοφόρησαν παγκοσμίως, τότε που το ημερολόγιο έγραφε 1971. Το θρυλικό Choice Cuts, όπως κυκλοφόρησε στην Αυστραλία ή Master's Apprentices για την Ευρώπη, όπου και ηχογραφήθηκε. Στο μεγαλύτερο μέρος του ένα hard rock άλμπουμ με κάποια ψυχεδελικά στοιχεία και κάποιες μικρές progressive επιρροές.


Because I Love You



Οι Master's Apprentices στο άλμπουμ αυτό συνδύαζαν την επιθετική ροκ και R&B που έπαιζαν οι Pretty Things με τις μινόρε μελωδικές των Yardbirds. Μία ορίτζιναλ κόπια αυτού του άλμπουμ στις μέρες μας στοιχίζει άνω των 250 ευρω, ανεξάρτητα χώρας προέλευσης (Αυστραλία-Αγγλία-Γαλλία).

Master's Apprentices - Master's Apprentices (Regal Zonophone – 2C 062 - 04714 Y) 1971

Οι Masters (όπως οι φαν τους αποκαλούν) ήταν πολύ δημοφιλείς σε όλη την Αυστραλία, δημιούργησαν μία σειρά από χιτ και πάντα λογαριάζονταν ως ένα από τα καλύτερα σχήματα της Αυστραλίας τόσο στα live όσο και στις δουλειές που ηχογραφούσαν. 

Ξεκίνησαν σαν garage μπάντα στην Αδελαΐδα το 1964, άρχισαν να αποκτούν δημοσιότητα στα μέσα της δεκαετίας του '60, μεταπήδησαν στην ψυχεδέλεια αλλά και στην pop, βρίσκοντας τελικά τον προορισμό τους ως ένα από τα πρώτα και καλύτερα Αυστραλιανά progressive/hard rock γκρουπ στις αρχές της δεκαετίας του '70. 

Βίωσαν πολλές αλλαγές στο line-up τους, με μοναδικό σταθερό μέλος τον Jim Keays, που έκανε τα φωνητικά. Τα μέλη τους δεν ήταν παρά ένα στιγμιότυπο των περίπλοκων συσχετίσεων ανάμεσα σε τόσες Αυστραλιανές μπάντες της εποχής. Έπαιξαν κυρίως δικά τους ορίτζιναλ θέματα. 

Η δαιδαλώδης καριέρα τους μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους: Το ορίτζιναλ line-up με ηγέτη τον Mick Bower (1965-1967), την μεταβατική περίοδο (1967-1968) και το κλασικό line-up (1969-1972).


Michael



Το Choice Cuts είναι ένας εμβληματικός δίσκος, γιατί με αυτόν το γκρουπ άλλαξε τον προσανατολισμό του, αλλά επιπλέον συστήθηκε και έξω από την Αυστραλία, πράγμα που ελάχιστα Αυστραλιανά γκρουπ κατάφεραν στον καιρό τους ή και αργότερα. Η επιτυχία του Choice Cuts που ηχογραφήθηκε στο Λονδίνο, υπέδειξε και ξεσήκωσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον για τους Master's Apprentices, ενός γκρουπ που προερχόταν από την μακρινή Αυστραλία, κάτι καθόλου συνηθισμένο για εκείνη την εποχή. Δεν ήταν το ντεμπούτο άλμπουμ για το γκρουπ, αλλά το τρίτο άλμπουμ τους. Από το garage και μετά την ψυχεδέλεια που σταδιακά έπαιξαν, εδώ σε αυτό το άλμπουμ στρέφονται σε άλλη κατεύθυνση. Για να γίνει το άλμπουμ αυτό, δεν μπήκαν σε στούντιο με υλικό που δούλευαν καιρό πριν, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του έγραψαν και πρόβαραν μέσα στο πλοίο, κατά την διάρκεια του 6μηνου ταξιδιού τους από την Αυστραλία στην Αγγλία. Αυτό το άλμπουμ έγινε στα θρυλικά Abbey Road studios και ήταν το πρώτο άλμπουμ τους που παρουσίαζε αυτό που θεωρείται το κλασικό line-up των Masters: Jim Keays (φωνητικά), Doug Ford (κιθάρα), Glenn Wheatley (μπάσο) και Colin Burgess (ντραμς). Με την καθοδήγηση του Jeff Jarratt, μηχανικού σε ένα αριθμό ηχογραφήσεων των Beatles και των Pink Floyd στο ντεμπούτο τους Piper At The Gates Of Dawn, οι Masters ηχογράφησαν ένα άλμπουμ που ήταν επηρεασμένο από Hendrix, King Crimson και Free όσον αφορά τον heavy rock χαρακτήρα και από Donovan και Van Morrison όσον αφορά στο ακουστικό αποτέλεσμα. Το "Michael" και το "Easy To Lie" είναι δύο κομμάτια με progressive αιχμές. Και στα δύο ο Doug Ford παίζει την κιθάρα με τέτοιο τρόπο που φέρνει στο μυαλό τους Uriah Heep. 


Rio De Camero



Συμπληρώνονται από το κάπως ψυχεδελικό "Our Friend Owsley Stanley III" (μία ευθεία αναφορά στην κουλτούρα του LSD που υπήρχε εκείνη την περίοδο), το αφιέρωμα στον δολοφονημένο Martin Luther King με το "Death Of A King", καθώς και το αφιέρωμα στον Jimi Hendrix, που είχε εκείνη την εποχή βρεθεί νεκρός με το "Song For A Lost Gypsy". Τα χιτ από το άλμπουμ αυτό ήταν η μπαλάντα "Because I Love You" και το "Rio De Camero". Το "Because I Love You" παρουσίαζε τον Jeff Jarratt να παίζει πιάνο στο θρυλικό πιάνο που έπαιζε ο Paul McCartney και μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν έγινε ένα μεγάλο κλασικό, χάρη στο τόσο ενθυμητικό του ρεφρέν “Do What You Wanna Do Be What You Wanna Be, Yeah”. Το δε "Rio De Camero", που γράφτηκε την τελευταία στιγμή για να γεμίσει το άλμπουμ με κάποια ελάχιστα λεπτά δεν έγινε τότε χιτ, αλλά τo 1974, όταν κυκλοφόρησε ως σινγκλ για να προμοτάρει τo "Best Of" άλμπουμ τους Now That It's Over


Easy to Lie



Το πώς ακριβώς πήραν τα εισιτήρια για να ταξιδέψουν ως την Αγγλία είναι ασαφές. Το αποδεκτό σενάριο είναι ότι κέρδισαν το ταξίδι επειδή ήρθαν δεύτεροι σε διαγωνισμό γκρουπ της χώρας τους, που λεγόταν Hoadleys Battle of the Sounds. Ωστόσο ο Glenn Wheatley λέει ότι επικοινώνησε με τον καλλιτεχνικό διευθυντή, ο οποίος προσφέρθηκε να τους δώσει πρόσβαση στην Αγγλία, με αντάλλαγμα απλά να προσφέρουν διασκέδαση με την μουσική τους. Στο ταξίδι τους δεν μπλέχτηκαν με άλλους επιβάτες τόσο πολύ, αλλά έκαναν φιλία με δύο νεαρούς Αυστραλούς τον Daryl Peters και τον Joey Powers (το "Song For Joey", ήταν γραμμένο για τον Joey Powers). Ολόκληρο το άλμπουμ ηχογραφήθηκε, έγιναν οι μίξεις και όλες οι διαδικασίες μέσα σε ένα μήνα και η μπάντα δικαίως ενθουσιάστηκε με το αποτέλεσμα. Το πρώτο σινγκλ "Because I Love You", ένα πανέμορφο τραγούδι αγάπης, χωρισμού και ανεξαρτησίας ήταν προφανές χιτ και πράγματι αποτελεί ό,τι πιο ενθυμητικό για τους Masters. Για να το προωθήσουν στην πατρίδα τους αποφάσισαν να κάνουν ένα βιντεοκλιπ. Γυρισμένο ένα παγωμένο φθινοπωρινό πρωινό στο πάρκο Hampstead Heath στο Λονδίνο, ήταν πολύ απλό αλλά και πολύ αποτελεσματικό (το βιντεοκλιπ του άρθρου).


Our Friend Owsley Stanley III



Το εμβληματικό εξώφυλλο του άλμπουμ έχει από τότε γίνει τόσο κλασικό όσο τα τραγούδια του δίσκου. Απεικονίζει μία πολυτελή πολυθρόνα σε ένα δωμάτιο, με ένα μυστηριώδες χέρι χωρίς σώμα, που επιπλέει πάνω από το μπράτσο της πολυθρόνας, να κρατάει ένα τσιγάρο. Δημιουργήθηκε από τον φημισμένο οίκο Hipgnosis, που ήταν υπεύθυνος για πολύ φημισμένα εξώφυλλα για τους Pink Floyd, 10CC, Led Zeppelin και πολλούς άλλους. Καθώς το 1970 έβαινε προς το τέλος του, είχαν ένα καλό άλμπουμ φτιαγμένο και όπως όλα έδειχναν ονειρικά πλασμένα, τους ήρθε ξαφνικό όταν ανακάλυψαν ότι δεν υπήρχαν άλλα χρήματα ώστε να παρατείνουν την παραμονή τους στην Αγγλία. Σκόπευαν να μείνουν και να επιχειρήσουν το peak της καριέρας τους, που μόλις είχε γνωρίσει την αναγνώριση σε ένα ξένο μέρος με τεράστια ιστορία στην μουσική, αλλά χρειάζονταν περισσότερα χρήματα. Ένα τηλεφώνημα στην ΕΜΙ της Αυστραλίας για να τους βοηθήσει αποδείχτηκε άκαρπο, έτσι η επιστροφή στην πατρίδα τους ήταν μονόδρομος, ώστε με περιοδείες να μαζέψουν χρήματα και να γυρίσουν πάλι στην Αγγλία.


Catty



Το ταξίδι μας στο παρελθόν φτάνει στο τέλος του κάπου εδώ, αν και οι Masters κατάφεραν μετά από μεγάλη περιπέτεια να ξαναγυρίσουν στην Αγγλία για να κάνουν το επόμενο άλμπουμ τους, περνώντας από τον Παναμά, όπου επιδόθηκαν στην θρυλική τοπική μαριχουάνα, όπως είχαν κάνει και την πρώτη φορά που πήγαν. Από εκεί πήρε και το όνομα το επερχόμενο progressive άλμπουμ-αριστούργημα, A Toast to Panama Red, το οποίο ακολούθησε και αντίθετα με το Choice Cuts δεν πούλησε όπως θα έπρεπε. Ο φόβος της πτώσης και της λησμονιάς κυρίευσε το γκρουπ, και-σταδιακά αποχωρώντας κάθε μέλος-αποφάσισαν να δώσουν ένα τέλος σαν γκρουπ, όσο ακόμα βρίσκονταν στην κορυφή.


Death of A King


 

Οι Masters ήταν φημισμένοι αλλά άτυχοι πίσω στις αρχές της δεκαετίας του '70 και τελικά διαλύθηκαν σε ξένο μέρος μακριά από την πατρίδα τους, απένταροι μετά από χρόνια στην κορυφή. Ωστόσο άθελα τους αποτέλεσαν το μπούσουλα για όσους θα ακολουθούσαν την πορεία που χάραξαν και ζουν ακόμα στην μνήμη του κόσμου χάρη στον ύμνο τους: "Do what you want to do, be what you want to be, yeah".



ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Διαβάστε/Ακούστε επίσης