BLACK WIDOW
SACRIFICE
"Είχαμε γυμνό επάνω στη σκηνή και σαφώς οι παραστάσεις μας βασίζονταν στην μαύρη μαγεία", ανακαλεί ο Clive Jones, που έπαιζε σαξόφωνο και φλάουτο. "Στις μέρες που ζούμε, αυτό που κάναμε τότε θα έμοιαζε αρκετά βαρετό. Αλλά πίσω στις αρχές του 1970, ήταν κάτι πρωτόγνωρο, άσε που προκαλούσε οργή". Ο Jones θυμάται την πρώτη φορά που η μπάντα του έπαιξε μπροστά σε κοινό. "Είχαμε κλείσει στο Lyceum Ballroom στο Λονδίνο, στο οποίο διευθυντής ήταν τότε ο Eric Morley, ο ίδιος που οργάνωνε τους διαγωνισμούς Miss World. Συμφώνησε να παίξουμε, μόνο και αν του δίναμε την εγγύηση μας ότι η κοπέλα που έκανε την παράσταση δεν θα έμενε γυμνή στο τέλος, πράγμα το οποίο και είχαμε σχεδιάσει. Αλλά μάντεψε τι συνέβη...Στ'αλήθεια έμεινε τελείως γυμνή και τότε απελευθερώθηκε η κόλαση. Οι πορτιέρηδες σκαρφάλωναν στη σκηνή προσπαθώντας να την καλύψουν, ενώ άλλοι προσπαθούσαν να εμποδίσουν το κοινό να πάρει φωτογραφίες". Οι προσπάθειες αυτές βέβαια αποδείχτηκαν μάταιες, καθώς ο Geoff Griffith (ο οποίος αντικατέστησε τον Bob Bond λίγο μετά την ηχογράφηση του ντεμπούτο άλμπουμ τους) συνεχίζει: "Κάποιος από την εβδομαδιαία εφημερίδα News of the World ήταν στην παράσταση και κατάφερε να βγάλει στα κλεφτά μία φωτογραφική μηχανή. Έτσι την επόμενη εβδομάδα υπήρχε μια φωτογραφία από την σκηνή με μια παρακίνηση με πηχυαία γράμματα προς τους γονείς: DON'T LET YOUR KIDS SEE THIS BAND! Αναμφισβήτητα αυτό δούλεψε υπέρ μας, καθώς έβαλε στο τρυπάκι τα παιδιά να μας τσεκάρουν. Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν να αποκλειστούμε από όλες τις σκηνές που ανήκαν στην Mecca, την εταιρεία του Eric Morley".
In Ancient Days (Η Εισαγωγή)
Black Widow - Sacrifice (CBS – S 63948) 1970
Όλο αυτό μοιάζει πολύ μακρινό σε σχέση με το πώς ξεκίνησε η μπάντα στο Leicester, με το διαφορετικό όνομα Pesky Gee, από το 1966 με ένα line-up αποτελούμενο από τους Kay Garrett (lead vocals), Kip Trevor (lead vocals, guitar, harmonica), Chris Dredge (guitar), Bob Bond (bass), Zoot Taylor (organ), Clive Box (drums, piano) και Clive Jones. Είχαν κυκλοφορήσει ένα μόνο άλμπουμ το Exclamation Mark το 1969. Αν οι Αμερικανοί Coven τα ξεκίνησαν όλα με το πρωτοποριακό άλμπουμ τους "Witchcraft Destroys Minds and Reaps Souls", οι Black Widow ήταν τα νεότερα ξαδέρφια τους από την Αγγλία. Και τα δύο συγκροτήματα τραγουδούσαν για παρόμοια θέματα και, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους, έγιναν πρωτοπόροι της αποκρυφιστικής ροκ (occult rock), έχοντας παράλληλα τους δικούς τους πολύ μοναδικούς αλλά δυνατούς ήχους. Αλλά εκεί που διέφεραν τα δύο συγκροτήματα ήταν ότι ενώ η σκηνική παράσταση των Coven βασιζόταν στην αόριστη αντίληψη του κοινού για μια σατανική παράσταση που συνέβαινε, η σκηνική παράσταση που ανέπτυξαν οι Black Widow βασιζόταν σε αυθεντικές απόκρυφες τελετουργίες παρμένες από αρχαία κείμενα και σε αντίθεση με τα μελλοντικά συγκροτήματα που απλώς τραγουδούσαν για τον διάβολο, τα μέλη των Black Widow έπαιρναν αυτό που έκαναν στη σκηνή αρκετά σοβαρά. Τόσο σοβαρά, που ακόμη και η εκκλησία της Αγγλίας το πρόσεξε, φοβούμενη ότι οι Black Widow ίσως να είχαν τη δύναμη να κάνουν πραγματική επίκληση ενός δικού τους δαίμονα.Way to Power (Τα Βιβλία της Απόκρυφης Γνώσης)
Ενδιαφερόμενοι και οι δύο για τον Αποκρυφισμό και τη Μαύρη Μαγεία, ο κιθαρίστας Jim Gannon και ο Kip Trevor άρχισαν να συνδέονται εξαιτίας της γοητείας που τους προκαλούσαν οι σκοτεινές τέχνες και στη διαδικασία, άλλαξαν την κατεύθυνση του συγκροτήματος. Κάποτε μια straight rock μπάντα με πρότυπο τους The Who ή τους The Yardbirds, ο Gannon είχε την ιδέα να συνδυάσει τη ροκ και την τελετουργία, διευθύνοντας μια πραγματική μαύρη λειτουργία στη σκηνή με την ψυχή του Kip να κρέμεται από μια κλωστή. Ο Gannon, ο οποίος ήταν ένας πολύ δημιουργικός στιχουργός, συμβουλεύτηκε το είδωλο του αποκρυφισμού της δεκαετίας του 1960, τον αρχιερέα της Wicca, Alex Sanders, για να γράψει το σατανικό μουσικό του έργο - ένα concept άλμπουμ που θα αφηγούνταν την ιστορία της αναζήτησης των Black Widow για μαγική γνώση, στο οποίο προσκαλούν τον ακροατή να παρευρεθεί στην μεσονύκτια συγκέντρωση τους (Sabbat), όπου ο Kip επικαλείται τον θηλυκό δαίμονα Astaroth, δαιμονική θεότητα του έρωτα και του σεξ. Ο Gannon έγραψε την ιστορία σε επτά τραγούδια και το concept ντεμπούτο άλμπουμ των Black Widow, Sacrifice, κυκλοφόρησε αθόρυβα από την CBS Records το 1970. Ωστόσο, η σκηνική παράσταση που ανέπτυξαν για να παρουσιάσουν και να υποστηρίξουν το άλμπουμ δεν ήταν τόσο αθόρυβη και θα προκαλούσε αντιδράσεις και πρωτοσέλιδα όταν το συγκρότημα έφερε την παράστασή του σε περιοδεία στo Isle of Wight εκείνο το καλοκαίρι.
Come to the Sabbat (Το Κάλεσμα)
Με έναν πιο βαρύ ήχο να βγαίνει από υπόγεια και χώρους που γίνονταν πρόβες σε όλη την Αγγλία, η Αγγλική Εισβολή έφτανε στο τέλος της και η εποχή του heavy metal ήταν έτοιμη να ανατείλει. Ενώ οι Black Widow σίγουρα είχαν έναν heavy ήχο, όπως και οι Coven πριν από αυτούς, δεν ήταν ακριβώς heavy metal. Οι Black Widow είχαν περισσότερο prog rock ήχο, βασιζόμενοι σε μεγάλο βαθμό σε όργανo, φλάουτα και αυλούς, τα οποία δημιουργούσαν μια μυθική αίσθηση που συνέπιπτε με τη μαγεία και το μυστήριο του τελετουργικού τους περιεχομένου. Οι Black Widow είχαν επίσης μερικά πραγματικά τρομερά σόλο σαξοφώνου μέσω του Clive Jones, κάτι που θα ήταν εντελώς ακατάλληλο για ένα heavy metal άλμπουμ. Αλλά ενώ η μουσική μπορεί να μην ήταν metal, η μαγεία ήταν σίγουρα μαύρη.
Conjuration (Η Επίκληση)
Η παράσταση ξεκινούσε με τους Black Widow να καλωσορίζουν το κοινό στην παράσταση προσκαλώντας τους να φωνάξουν «Come, come, come to the Sabbat. Come to the Sabbat. Satan's there». Καθώς τραγουδούσε τα εναρκτήρια τραγούδια, ο Kip Trevor δημιουργούσε έναν προστατευτικό κύκλο στη σκηνή και στεκόταν μέσα σε αυτόν, πριν στα μισά της παράστασης ενωθεί με την δαίμονα Astaroth, ενσαρκωμένη σε μια νεαρή όμορφη κοπέλα ντυμένη με μια φαρδιά λευκή ρόμπα μεσαιωνικού στιλ. Μια μάχη θα ξεκινούσε με την Astaroth να προσπαθεί να αποπλανήσει τον Kip παρασύροντας τον έξω από τον κύκλο και τον Kip να προσπαθεί να την τραβήξει μέσα σε αυτόν. Στον αγώνα τους για κυριαρχία, η Astaroth αιχμαλώτιζε τον Kip με ένα μαστίγιο, όμως ο Kip ανακτούσε τον έλεγχο, έχοντας υποκύψει στην δαιμονική θεότητα να του δώσει την απαγορευμένη γνώση που ήθελε, με αντάλλαγμα την θυσία της κοπέλας. Καθώς ο Clive Jones αντικαθιστούσε το σαξόφωνό του με ένα κλαρινέτο, το συγκρότημα θα ξεκινούσε το 11-λεπτο φινάλε τους «Sacrifice», όπου ο Kip αφαιρούσε την λευκή ρόμπα από την αναίσθητη κοπέλα που το σώμα της είχε μόλις αφήσει η δαιμονική θεότητα και την άφηνε γυμνή στο πάτωμα της σκηνής. Κραδαίνοντας ένα σπαθί, θα εκινείτο αδέξια πριν τελειώσει τους τελευταίους στίχους του τραγουδιού, και καθώς παίζονταν οι τελευταίες συγχορδίες, θα "κάρφωνε" τη λεπίδα πάνω στην αναίσθητη γυμνή κοπέλα προτού τα φώτα της σκηνής σκοτεινιάσουν.
Seduction (Η Αποπλάνηση)
Προφανώς, ο συνδυασμός γυμνού, σεξ, σατανισμού και τελετουργιών προκάλεσε την έκπληξη του κοινού, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που η shock rock ερχόταν στην Αγγλία. Ο Arthur Brown έκανε εμφανίσεις ως ο Άρχοντας της φωτιάς της κολάσεως με δική του πατέντα με αναμμένη φωτιά στο κεφάλι του από το 1968. Αλλά υπήρχε κάτι πιο σκοτεινό και ύπουλο στην εμφάνισή των Black Widow, και το συγκρότημα ήταν ειλικρινές στην εκδήλωσή του. Δεν επρόκειτο για shock rock ή τέχνη. Ήταν μια περίπτωση μελέτης στη δαιμονολογία. Γρήγορα, περίεργοι θεατές άρχισαν να σπεύδουν στις συναυλίες των Black Widow, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουν ότι δεν επρόκειτο απλώς για ερωτικό θέαμα. Οι Black Widow ήταν στην πραγματικότητα ένα τρομερό συγκρότημα, και ως άλμπουμ, το Sacrifice ήταν εξαιρετικά δυνατό. Παρά τη μικρή προώθηση από την εταιρεία, την έλλειψη ραδιοφωνικής αναμετάδοσης, λόγω του ότι τίποτα στο άλμπουμ δεν ήταν έστω και λίγο φιλικό προς το ραδιόφωνο και αγνοημένο από το "Top of the Pops", το Sacrifice κατάφερε να σκαρφαλώσει στην 32η θέση στα UK Album Charts. Όχι άσχημα για ένα άλμπουμ που δεν είχε ποτέ επιτυχία στο Billboard Top 100. Ενώ όμως η δισκογραφική εταιρεία δεν προώθησε το άλμπουμ, ο τύπος γύρω από την πλέον διαβόητη παράσταση επί σκηνής το έκανε. Τα Βρετανικά μέσα ακολουθούσαν τους Black Widow από πόλη σε πόλη, γράφοντας για την ηδονιστική και τελετουργική τους παράσταση και σπέρνοντας φόβο στους γονείς που παρακολουθούσαν τα παιδιά τους να ανταποκρίνονται στο κάλεσμα τους "Come to the Sabbat. Satan's there". Αλλά ακόμα πιο περίεργο ήταν ότι η ίδια η εκκλησία της Αγγλίας ανησυχούσε για την πιθανή αυθεντικότητα των τελετουργικών ενεργειών στη σκηνή, και άρχισαν να εμφανίζονται αναφορές για πραγματικούς κληρικούς που στάλθηκαν σε συναυλίες των Black Widow να παρακολουθήσουν για πραγματική δαιμονική δραστηριότητα. Καμία μπάντα σε καμία πλευρά του Ατλαντικού δεν είχε προκαλέσει ποτέ πριν ή και μετά αυτό το επίπεδο ανησυχίας στην εκκλησία.
Attack of the Demon (Η Επίθεση του Δαίμονα)
Μέχρι το τέλος του 1970, οι Black Widow είχαν δημιουργήσει μια ισχυρή φήμη ως ένα από τα πιο διαβόητα νέα συγκροτήματα της Αγγλίας. Με ένα άλμπουμ που κυριαρχούσε, μια ισχυρή παρουσία στον τύπο και ένα προϊόν πλούσιο σε περιεχόμενο και δημιουργικότητα, καθώς το συγκρότημα προετοιμαζόταν για το επόμενο άλμπουμ του, το προφανές επόμενο βήμα τους ήταν να κατακτήσουν την Αμερική. Ωστόσο, ο μάνατζέρ τους στην Worldwide Artists είχε κάποιες ανησυχίες. Είπε στο συγκρότημα ότι ένιωθε ότι η σατανική τους σκηνική παράσταση θα ήταν αντιδημοφιλής στην Αμερική, όπου ο κόσμος ήταν ακόμα σε σοκ μετά τις δολοφονίες από τους ακόλουθους του Charles Manson και τους έπεισε να ηρεμήσουν και να εγκαταλείψουν τον αποκρυφισμό. Οι Black Widow είχαν τις επιφυλάξεις τους, γνωρίζοντας ότι κρατούσαν κάτι μοναδικό στα χέρια τους, αλλά αναζητούσαν επίσης τη μεγάλη αμερικανική πρόκληση, οπότε εμπιστεύτηκαν τον μάνατζέρ τους. Αυτό ήταν και το μεγάλο τους λάθος. Ο μάνατζέρ τους, ένας παραγωγός ονόματι Patrick Meehan, είχε ένα άλλο συγκρότημα που ανέβαζε εκείνη την εποχή. Αυτό το συγκρότημα ήταν οι Black Sabbath. Μέχρι την κυκλοφορία του επόμενου άλμπουμ των Black Widow, οι Black Sabbath είχαν αφήσει το στίγμα τους εισάγοντας τη heavy metal στον κόσμο, και ο Meehan δεν είχε κανένα πρόβλημα να τους στείλει στην Αμερική. Η κληρονομιά των Black Widow επισκιάστηκε από την τεράστια δημοτικότητα των Sabbath. Μια ευνουχισμένη εκδοχή των Black Widow κυκλοφόρησε το δεύτερο άλμπουμ τους χωρίς φανφάρες το 1971 και το γκρουπ πέρασε μια σειρά από εναλλαγές του προσωπικού, πριν διαλυθούν το 1972, αφού η CBS Records τους απέλυσε.
Sacrifice (Το Αντάλλαγμα)
Οι Black Widow επανενώθηκαν πολλές φορές κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών και επέστρεψαν στο στούντιο το 1998 με ένα νέο άλμπουμ με τίτλο "Return to the Sabbat". Καθώς το σύγχρονο κοινό άρχισε να ανακαλύπτει ξανά τους Black Widow, μια εκτίμηση για αυτό που παρήγαγαν στο Sacrifice άρχισε να αναδύεται από το black metal κίνημα στην Ευρώπη και την goth κουλτούρα στη Βόρεια Αμερική. Αν και ποτέ δεν κέρδισαν την mainstream δημοσιότητα που τους άξιζε, οι Black Widow τελικά ανέπτυξαν το δικό τους ισχυρό cult κοινό. Περισσότερες κυκλοφορίες έγιναν με το όνομα των Black Widow, συμπεριλαμβανομένων κομματιών από ένα ακυκλοφόρητο άλμπουμ που ηχογράφησαν το 1972 και ένα live άλμπουμ το 2008, πριν κυκλοφορήσουν δύο ακόμα άλμπουμ το 2011 και το 2012. Οι Black Widow βρέθηκαν πίσω στο ευρωπαϊκό μουσικό κύκλωμα, φέρνοντας το σατανικό τους τελετουργικό σε metal φεστιβάλ παντού, συχνά βρίσκοντάς τους στο ίδιο πρόγραμμα με το αδελφό τους συγκρότημα Coven, χέρι-χέρι ανακτώντας την κληρονομιά τους ως οι δημιουργοί της οccult rock.
Αν και ποτέ δεν γνώρισαν τόσο μεγάλη αναγνώριση όσο οι Black Sabbath - εκείνο το άλλο συγκρότημα των Midlands με «black» στο όνομα, αλλά χωρίς ενδιαφέρον για τις μαύρες τέχνες (και με τον ίδιο μάνατζερ)- παρόλα αυτά οι Black Widow άσκησαν κάποια επιρροή στο μέλλον της ροκ και της goth κατά τη διάρκεια της σύντομης ιστορίας τους με το παράξενα σαγηνευτικό μείγμα hard rock, progressive πειραματισμού και ποιμενικών ιντερλούδιων - δεν έχουν περιγραφεί τυχαία «Όταν οι Black Sabbath συναντούν τους Jethro Tull», ένας χαρακτηρισμός κατάλληλος για τον τρόπο που κιθάρα/μπάσο/ντραμς αναμειγνύονταν με έγχορδα, ξύλινα πνευστά και mellotron. Το να ακούς τους Black Widow είναι σαν να παίζεις πινγκ-πονγκ ανάμεσα σε δύο εποχές, με διαφορά αιώνων - τον σύγχρονο κόσμο της metal και τον μεσαιωνικό κόσμο των λαούτων και των φλάουτων.
Ήταν το Sacrifice που είδε την πρώτη άνθιση του σατανικού μεγαλείου και της μελωδικής ευρηματικότητας των Black Widow, για να μην αναφέρω την λυρική εμμονή με όλα τα σκοτεινά και καταστροφικά πράγματα. Το εναρκτήριο κομμάτι "In Ancient Days" έκανε μια αναδρομή σε αρχαίους πολιτισμούς - τους Βαβυλώνιους, τους Ετρούσκους και τους Αιγύπτιους - ενώ αφηγείτο την λαχτάρα των ανθρώπων από τα πανάρχαια χρόνια για απόκτηση της απόκρυφης γνώσης για να κάνουν τις επιθυμίες τους πραγματικότητα. Εν τω μεταξύ, η μουσική περιλάμβανε ένα ευρύ φάσμα στυλ, από midtempo rock, σε μεγάλο βαθμό στο ύφος των συναδέλφων prog rockers Genesis, ELP και Yes. Το "The Way to Power" έκανε σαφή την τάση του συγκροτήματος για μαγεία, ενώ ανέφερε για τα απόκρυφα βιβλία. Το "Come to the Sabbat" περιείχε συνθήματα που ήταν τόσο ενοχλητικά όσο και (ακούσια) διασκεδαστικά. Το "Conjuration" υποστηριζόταν από έναν εκπληκτικό και επιβλητικό πολεμικό παιάνα. Το "Seduction" ήταν παραπλανητικά και επικίνδυνα σαγηνευτικό. Τέλος, το "Attack Of The Demon" ήταν ένα έπος με πλήκτρα που θύμιζε τον πρώιμο ήχο των Deep Purple που στροβιλιζόταν από όργανο. Αν και δεν έγινε ποτέ δημοφιλές στην Αμερική, το "Sacrifice" δεν είναι μόνο ένα από τα πιο αυθεντικά αποκρυφιστικά (occult) άλμπουμ, αλλά είναι και ένα από τα καλύτερα. Στιχουργικά δυνατό, έξυπνα γραμμένο και με φαντασία ερμηνευμένο, το "Sacrifice" είναι ένα άλμπουμ αριστούργημα πραγματικό για να το ακούσει κανείς και παρόλο που οι στίχοι μπορεί να είναι εμποτισμένοι με σατανισμό, αξίζει πραγματικά να το ανακαλύψετε. Απλώς προσέξτε πώς θα ακουμπήσετε τη βελόνα στο βινύλλιο για να μην γίνει καμία επίκληση καταλάθος.


























