Αποποίηση Ευθύνης

Δηλώνεται ότι η ευθύνη των αναρτήσεων, καθώς και του περιεχομένου αυτών ανήκει αποκλειστικά στους συντάκτες τους, ρητώς αποκλειόμενης κάθε ευθύνης σχετικά του ιστότοπου. Το αυτό ισχύει και για τα σχόλια που αναρτώνται από τους χρήστες σε αυτό.

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020






AYNSLEY DUNBAR






The Hawk






Ο Aynsley Dunbar (προφέρεται Έινσλει Ντάνμπαρ) ή "The Hawk", συνδύασε την παρέα και την διασκέδαση παίζοντας μαζί με καλλιτέχνες όπως οι John Mayall, Jeff Beck, Rod Stewart, Peter Green και Frank Zappa. Στην διάρκεια της μακράς καριέρας του, έχει ανταμειφθεί με πάνω από 30 χρυσούς και πλατινένιους δίσκους από τα πάνω από 110 άλμπουμ στα οποία έχει παίξει. Αλλά ο ανοιχτόμυαλος ντράμερ με την jazz επιρροή, αναζήτησε επίσης έναν ήχο και μία ταυτότητα αποκλειστικά δικά του. Αυτή του την φιλοδοξία την συνειδητοποίησε με την μπάντα που έφτιαξε στα τέλη του 1967, τους με βάση τα blues, Aynsley Dunbar Retaliation, με την οποία έκανε τέσσερα άλμπουμ πριν διαλυθούν το 1970.

Till' Your Lovin' Makes Me Blue (1968)






Ο Dunbar μια φορά περιέγραψε την μουσική προσέγγιση του γκρουπ στην Record Mirror: "Δεν υπάρχει αρκετό συναίσθημα σε ότι παίζεται στην pop σήμερα-όταν παίζεις πρέπει να αισθάνεσαι και να το εννοείς. Και υπάρχουν κάποιοι που δεν το κάνουν".
Γεννημένος την 10 Ιανουαρίου του 1946 στο Λίβερπουλ, ο Aynsley Dunbar άρχισε να παίζει βιολί στα 9 χρόνια του, αλλά στα 12 το γύρισε στα ντραμς. Άφησε το σχολείο στα 15 του και αμέσως έφτιαξε ένα τρίο με ένα σαξοφωνίστα και ένα παίκτη του keyboard για να παίζουν σε χοροεσπερίδες. Στα 16, πήγε στους Merseysippi Jazz Band, που έπαιξαν trad jazz. Οι αρχικές του επιρροές ήταν κυρίως jazz ντράμερ: Art Blakely, Max Roach, Elvin Jones, Louie Bellson, Joe Morello (Dave Brubeck Quartet), Gene Krupa και Buddy Rich. Τον Αύγουστο του 1963, ο Dunbar πήγε στους Derry Wilkie and the Pressmen. O Wilkie ήταν πρώην μέλος των Howie Casey and the Seniors, με τους οποίους ηχογράφησε το Twist at the Top (U.K./Fontana TFL 5108). Η κυκλοφορία αυτού του άλμπουμ το 1962 ήταν η πρώτη που έγινε από γκρουπ του Λίβερπουλ.
Τον Ιανουάριο του 1964, οι Pressmen διαλύθηκαν. Ο Dunbar έμεινε με τέσσερα από τα μέλη της μπάντας και μετονομάστηκαν στους The Flamingos. Το όνομα αυτό αναμφίβολα δόθηκε με σκοπό να κεφαλαιοποιήσει την φήμη που είχαν κτίσει ένα δημοφιλές γκρουπ, οι Faron's Flamingos τα μέλη των οποίων είχαν εγκαταλείψει το όνομα για να αναζητήσουν άλλα ενδιαφέροντα. Όχι πολύ μετά, ο Dunbar πήγε στη Γερμανία με τους Flamingos για να παίξουν στο Tanz Club στο Αμβούργο. Ενώ ήταν εκεί, ηχογράφησαν ένα single για την Γερμανική αγορά, το "Gluecklich Wie Noch Nieu" με Β' πλευρά το "Mein Beatle Baby" (D/Vogue DV 14158).

Die Flamingos - Gluecklich Wie Noch Nieu (1964)






Κατά την επιστροφή τους στην Αγγλία, οι The Flamingos έσμιξαν με τον τραγουδιστή Freddie Starr τον Απρίλιο του 1964 και έγιναν η backing μπάντα του. Ο Starr είχε επίσης βρεθεί με τους Howie Casey and the Seniors όταν ηχογράφησαν το Twist at the Top και η προηγούμενη backing μπάντα του, The Midnighters, περιλάμβανε τον ντράμερ Keef Hartley. Oι Freddy Starr and the Flamingos επέστρεψαν στην Γερμανία και έμειναν μαζί για λίγους μήνες, αλλά τα έσπασαν προς το τέλος του 1964, αν και ο Dunbar δεν έμεινε να δει την οριστική διάλυση τους. Εκείνη την περίοδο είχε αναμιχθεί επίσης σε ένα το ίδιο ασήμαντο γκρουπ, τους The Excheckers.
Το επόμενο πρότζεκτ του Dunbar τον έφερε σε επαφή με υψηλού κύρους μουσικούς. Οι The Mojos ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή 'Merseybeat' γκρουπ, με τρία singles να μπαίνουν στα UK charts το 1964:"Everything's Alright" (#9), "Why Not Tonight" (#25) και "Seven Daffodils" (#30). Ακόμα και με τα επιτυχημένα singles, ασυμφωνία χαρακτήρων και αρτιστικές διαφωνίες έκαναν το ορίτζιναλ lineup να διαλυθεί στα τέλη του 1964. Διαμάχες σχετικά με το ποιος θα συνέχιζε να χρησιμοποιεί το όνομα της μπάντας, κράτησε το γκρουπ έξω από τα φώτα της δημοσιότητας για δύο μήνες, αλλά τελικά ο τραγουδιστής Stu James και ο κιθαρίστας Nicky Crouch επανενώθηκαν με ένα νέο σετ των The Mojos, που τώρα περιλάμβανε τον Dunbar και τον μπασίστα Lewis Collins. Ο Dunbar έμεινε με το γκρουπ, που τώρα αποκαλούνταν Stu James and the Mojos, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1966, ηχογραφώντας δύο singles με την μπάντα: το "Comin' On to Cry" / "That's the Way It Goes" και το "Wait a Minute" / "Wonder If She Knows". Ενώ ήταν στους The Mojos o Dunbar μετακόμισε στο Λονδίνο, αλλά όταν οι σχέσεις του γκρουπ άρχισαν να χειροτερεύουν, τους άφησε και για δύο εβδομάδες έμεινε άεργος. Ο Alexis Korner τον προσκάλεσε να πάρει μέρος σε μία παράσταση που έδινε και ακόμα κι αν δεν πήγε πολύ καλά, ο John Mayall ήταν στο κοινό και τον προσκάλεσε να πάει στους Bluesbrakers. Αν και ο Dunbar ποτέ δεν είχε ακούσει για τον Mayall μέχρι τότε, αποδέχτηκε την πρόσκληση και την επόμενη μέρα ήταν ένας Bluesbraker. 

Journey's End (1969)






Οι Bluesbrakers την εποχή που ο Dunbar πήγε σ'αυτούς, αποτελούνταν από τον Mayall, τον John McVie (μπάσο) και τον Peter Green (κιθάρα). Ενώ ήταν στους Bluesbrakers, o Dunbar για πρώτη φορά έδειξε ενδιαφέρον στα blues, αν και ακόμα ενσωμάτωνε jazz επιρροές στο παίξιμο του. "Ο John Mayall με έβαλε στα blues", είπε αργότερα ο Dunbar στο Beat Instrumental. "Tα blues με διαμόρφωσαν, επειδή έπαιζα με άριστους μουσικούς και άκουγα όλους τους τύπους των blues. Όταν άκουσα γι'αυτόν, μου είπαν ότι έπαιζε μόνο country blues. Σκέφτηκα ΄Θεέ μου, ξεκινάμε λοιπόν'".
Όσο ήταν με τους Bluesbrakers, o Dunbar έκανε οντισιόν για τους The Jimi Hendrix Experience. Αφού o Dunbar και ο Mitch Mitchell έκαναν τζαμ με τον Hendrix και με τον μπασίστα Noel Redding, o μάνατζερ Chas Chandler και ο Hendrix δεν μπορούσαν να αποφασίσουν ανάμεσα στους δύο ντράμερ. Ωστόσο ο Dunbar ζήτησε 30 λίρες την εβδομάδα και η αμοιβή μπορούσε να είναι 20 λίρες, έτσι η θέση του ντράμερ καλύφθηκε από τον Mitchell.
Οι ηχογραφήσεις του Dunbar με τους Bluesbrakers αποτελούντο από δύο singles: "Looking Back" / "So Many Roads" και "Sitting in the Rain" / "Out of Reach", όπως επίσης και ένα LP (A Hard Road) με τον John Mayall. Και ένα EP, το John Mayall's Bluesbrakers with Paul Butterfield. Κατά την διάρκεια της θητείας του στους Bluesbrakers, ο Dunbar εμφανίστηκε επίσης στο άλμπουμ του Eddie Boyd, Eddie Boyd & His Blues Band, που παρουσίαζε και τα υπόλοιπα μέλη των Bluesbrakers. Άλλα τραγούδια που ηχογράφησε με τον Mayall εμφανίστηκαν στα LP, Raw Blues και Thru the Years, συλλογές από σπάνια τραγούδια.

Downhearted (1970)






Παρά τις σημαντικές δεξιότητες του Dunbar ως ντράμερ, ο Mayall τον άφησε να φύγει το Μάρτιο του 1967, επειδή το στυλ του ήταν ΄τόσο προηγμένο΄ σε σχέση με ότι ήθελε ο Mayall για τους Bluesbrakers. Ο χωρισμός ήταν αναπόφευκτος ωστόσο, όπως θυμάται ο Dunbar αργότερα. "Ήμουν ευγνώμων στον John. Με σύστησε στους μουσικούς που ήθελα να παίξω μαζί τους, αν και τελικά πήρα πόδι επειδή έπαιζα πολύ προχωρημένα. Με ήθελε να κάθομαι στο background και απλά να παίζω απόμακρα. Δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να λειτουργεί έτσι, ώσπου έφυγα".
Ο Dunbar ανέκαμψε για να πάει στους Jeff Beck Group στα μέσα Απριλίου του 1967. Αυτό το εντυπωσιακό lineup περιλάμβανε τον Beck στην κιθάρα, τον Ronnie Wood στο μπάσο, τον Rod Stewart στα φωνητικά και τον Dunbar. Έμεινε με τους Jeff Beck Group αρκετά για να ηχογραφήσουν το single "Tallyman" / "Rock My Plimsoul", το οποίο κυκλοφόρησαν τον Ιούλιο. Ο Dunbar δεν ήταν ικανοποιημένος να παίζει σε μπάντες άλλων, ούτε του άρεσε να βρίσκεται πίσω από το όραμα κάποιου άλλου ωστόσο και στο πρώτο βήμα του να φτιάξει το δικό του γκρουπ, προειδοποίησε τον Beck τον μήνα που κυκλοφόρησε το single τους ότι πρόκειται να φύγει, αλλά συμφώνησαν να μείνει μαζί τους, μέχρι να βρουν αντικαταστάτη.

Rock My Plimsoul (1968)






Ακόμα και πριν αυτήν την προειδοποίηση για την αναχώρηση του ο Dunbar είχε προσπαθήσει να ανακαλύψει τον δικό του ήχο και είχε ψάξει για μουσικούς με τα ίδια ΄μυαλά΄ για βοήθεια. Είπε στο Beat Instrumental τι είχε οραματιστεί για το γκρουπ που είχε στο μυαλό του να φτιάξει: "Το γκρουπ μου θα παίζει το στυλ των blues του Σικάγο, αλλά θα μετακινηθούμε προς ένα πιο μοντέρνο ρυθμό. Όχι προς την jazz, πρέπει να παραμείνουμε εμπορικοί. Αυτό είναι πολύ σημαντικό".
Στα μέσα του 1967, ο Dunbar έστησε ένα session ηχογράφησης με τον Rod Stewart στα φωνητικά, τον Peter Green στην κιθάρα και τον Jack Bruce στο μπάσο. Σε παραγωγή Mike Vernon, αυτό το session απόδωσε μία διασκευή του "Stone Crazy" του Buddy Guy-ένα τρακ που θα κυκλοφορούσε πολύ αργότερα στο άλμπουμ History of British Blues, από την Sire.






Peter Green-Rod Stewart-Jack Bruce & Aynsley Dunbar - Stone Crazy (1967)






Αφού έδωσε το μήνυμα στον Beck, ο Dunbar άρχισε να μαζεύει άλλους παίκτες, εμφανιζόμενος τελικά με τον Victor Brox στα φωνητικά, keyboards, cornet και βιολί, τον John Moorshead (γνωστό και ως Jon Morshead) στην κιθάρα και τον Keith Tillman στο μπάσο.
Ο Brox είχε πριν ηγηθεί του δικού του γκρουπ, The Victor Brox Blues Train, το οποίο είχε σχηματίσει το 1964. Η μπάντα έπαιξε κυρίως σε κλαμπ και κολέγια στην βόρεια Αγγλία. Οι Blues Train άλλαζαν πολύ εύκολα προσωπικό, αλλά περιλάμβαναν την μελλοντική σύζυγο του Annette Reis στα φωνητικά και τον μπασίστα Tillman. Επιπροσθέτως ο Brox και ο Reis παρουσίαζαν ως folk-blues ντουέτο και η Fontana έκανε ένα single του ντουέτου το 1965: "I've Got the World in a Jug" / "Wake Me and Shake Me" (UK-Fontana TF 536).
Μετά την αποφοίτηση του από το πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, στην φιλοσοφία ο Brox είχε αρχίσει να δουλεύει σαν δάσκαλος ενώ παράλληλα είχε και τους Blues Train. Μετά παράτησε την δουλειά σαν δάσκαλος για να δουλέψει σαν ντουέτο με τον Alexis Korner για εννέα μήνες μέχρι αρχές του 1968. Κατά την διάρκεια εκείνης της περιόδου, η Melody Maker τον χαιρέτησε ως "ένας από τους πιο υποτιμημένους τύπους". Μόνο τρία τραγούδια που ηχογράφησαν με τον Korner έχουν κυκλοφορήσει-το "Corina Corina" και το "The Love You Save (May Be Your Own)" στο Bootleg Him-Alexis Korner και το "Louisiana Blues" στο Alexis Korner And. Και τα τρία κομμάτια ηχογραφήθηκαν τον Νοέμβριο του 1967, αφού ο Brox είχε γίνει μέλος των Retaliation.

Memory of Pain (1968)






Η πρώτη γνωστή μπάντα του Jon Moorshead ήταν οι The Moments, στους οποίους είχε πάει τον Αύγουστο του 1964, αντικαθιστώντας τον John Weider (που είχε πάει στους Johnny Kidd's Pirates). Οι The Moments αποτελούνταν από τον Moorshead στην κιθάρα, τον Steve Marriott στην κιθάρα και στα φωνητικά, τον Jimmy Winston στο μπάσο και τον Kenny Rowe στα ντραμς. Ηχογράφησαν ένα single που κυκλοφόρησε στην Αμερική το 1964 (ίσως με τον Weider στο γκρουπ), μία διασκευή του "You Really Got Me" των The Kinks (στην άλλη πλευρά το "Money Money" (US-World Artist 1032). Στα τέλη του 1964, οι The Moments διαλύθηκαν. Τον Σεπτέμβριο του 1965, ο Moorshead είχε βρει τον δρόμο για τους Johnny Kidd and the Pirates, αντικαθιστώντας ξανά τον John Weider (ο οποίος θα επανενώνονταν με τον Jimmy Winston στους Jimmy Winston's Reflections). Ο Moorshead έμεινε με τους Johnny Kidd μέχρι τον Απρίλιο του 1966, όταν αυτός και άλλοι δύο από τους Pirates άφησαν τον frontman τους για να διαμορφώσουν την δική τους ταυτότητα. Ως The Pirates ηχογράφησαν ένα single, το "Shades of Blue" / "Can't Understand" (Polydor BM 56712), αλλά διαλύθηκαν μετά από μόλις τρεις μήνες, όπου σε αυτό το σημείο ο Moorshead πήγε στους Shotgun Express (αντικαθιστώντας τον Peter Green στην κιθάρα). Έμεινε με τους Shotgun Express, των οποίων το lineup περιλάμβανε τον Rod Stewart στα φωνητικά, μέχρι τον Νοέμβριο του 1966, όταν έφυγε για να πάει στους Julian Covey and the Machine. Ο Covey γνωστός πιο πολύ ως Phil Kinorra, ήταν ιδρυτικό μέλος των Brian Auger Trinity. Κατά την διάρκεια της θητείας του Moorshead με τους Machine, ένα single προέκυψε το 1967, το "A Little Bit Hurt" / "Sweet Bacon" (U.K./Island 6009). O Moorshead που συν-έγραψε την Β' πλευρά, ήταν με τους Machine μέχρι που πήγε στους The Aynsley Dunbar Retaliation.
Ο Keith Tillman είχε προηγουμένως υπάρξει μέλος των Stone's Masonry, που είχαν κάνει ένα single στην Purdah του Mike Vernon, αρχές του 1967, το "Flapjacks" / "Hot Rock" (U.K./Purdah 3504). Oι Stone's Masonry διαλύθηκαν όταν ο κιθαρίστας τους Martin Stone , έφυγε για να πάει στους Savoy Brown.

Warning (1967)






Οι The Aynsley Dunbar Retaliation έκαναν το ντεμπούτο τους στο Seventh National Jazz and Blues Festival στο Windsor την 12 Αυγούστου του 1967. Σε αυτό το φεστιβάλ έκανε και ο Dunbar την τελευταία του εμφάνιση με τους Jeff Beck Group, μετά από την οποία αντικαταστάθηκε από τον Mickey Waller.
Τον επόμενο μήνα, οι The Aynsley Dunbar Retaliation ηχογράφησαν το πρώτο τους single "Warning" / "Cobwebs", σε παραγωγή του Mike Vernon για την Blue Horizon Records. Κάπου τότε, ο Alex Dmochowski (δηλαδή ο Alex Paris) αντικατέστησε τον Tillman στο μπάσο, ο οποίος είχε φύγει για να πάει στους Bluesbreakers. Ο γεννημένος στην Πολωνία Dmochowski είχε υπάρξει για λίγο μέλος των Neil Christian's Crusaders το 1965-την ίδια εποχή που μέλη ήταν επίσης ο Mick Abrahams (Jethro Tull, Bloodwyn Pig) και ο Carlo Little (βλέπε Cyril Davies)-και ήταν επίσης μέλος των Jimmy Winston's Fumbs. O Dmochowski έπαιξε στο single των Jimmy Winston's Fumbs "Real Crazy Apartment" / "Snow White" (U.K./RCA 1612), που βγήκε τον Ιούλιο του 1967.
Στις εσωτερικές σημειώσεις του History of British Blues, o Mike Vernon γράφει ότι έκανε τρεις αποτυχημένες προσπάθειες να ηχογραφήσει τους The Aynsley Dunbar Retaliation live στο The Blue Horizon Club. Κάθε προσπάθεια αποτύγχανε από δυσκολίες που έσπρωξαν εντελώς το πρώτο τους LP στον επόμενο Ιούλιο.
Η μπάντα υπέγραψε ένα δισκογραφικό συμβόλαιο με την Liberty Records, που ανέθεσε στον Ian Samwell την παραγωγή και όρισε τον Victor Gann ως μηχανικό. Από τα εννέα τρακς του άλμπουμ του 1968, The Aynsley Dunbar Retaliation, τα επτά είχε συνθέσει το γκρουπ ή μεμονωμένα τα μέλη, ενώ μόνο δύο ήταν συνθέσεις άλλων.
Οι κριτικές ήταν ενθαρρυντικές. Η New Musical Express έγραψε ότι οι The Aynsley Dunbar Retaliation είχαν προσφέρει "κάποια πάρα πολύ ελκυστικά blues, ιδιαίτερα στο ακανόνιστο, συναρπαστικό ορχηστρικό "Sage of Sydney Street" και στο μεγάλο σε διάρκεια "Mutiny", με το δυναμικό ντράμινγκ. Υπάρχει soulful τραγούδι στο "My Whiskey Head Woman" (με την τρομπέτα να κυριαρχεί) και στο "Memory Pain' ". H Record Mirror συνέστησε να δοθεί προσοχή στο 'πολύ όμορφο και με ποικιλία υλικό΄ και έγραψε ΄απαιτεί πολύ προσοχή. Αν του δοθεί, αυτό το άλμπουμ θα έχει ιδιαίτερα καλές πωλήσεις΄". Η Melody Maker εστίασε στον ίδιο τον Dunbar γράφοντας, "Ένα ξεχωριστό ντεμπούτο από τον πρώην ντράμερ του John Mayall, ο οποίος προφανώς δεν φοβάται να πειραματιστεί μέσα στις δομές των blues. Συνιστώμενο με πάθος".

My Whiskey Head Woman (1968)






Η Liberty ταίριαξε το κομμάτι που ανοίγει το άλμπουμ, "Watch 'n' Chain" με ένα άλλο τρακ του άλμπουμ το "Roamin' and Ramblin'" και τα προόρισε ως το επόμενο single του γκρουπ. Το άτυπο "Watch 'n' Chain" πήγαινε με έναν ρυθμό από Αφρο-Κουβανέζικα κρουστά πάνω από φωνές που άλλαζαν τόνο και σφύριγμα. Η Beat Instrumental είδε το single ως "μία πολύ ασυνήθιστη και μάλλον έξυπνη παρουσίαση", προσθέτοντας "Ακόμα κι αν δεν τα καταφέρει ως single θα βοηθήσει να μπουστάρει το άλμπουμ που πήρε το όνομα του γκρουπ".
Οι παίκτες επίσης πήραν ένα μπουστάρισμα, όταν ο John Mayall, μέντορας των blues για τον Dunbar, είπε στην Melody Maker, "Οι Retaliation είναι μία καλή μπάντα. Είναι μία από τις ελάχιστες Αγγλικές μπάντες που παίζουν σύγχρονα blues, αντανακλώντας την σημερινή κοινωνία και όχι αναπαράγοντας blues από τα παλιά που ο κόσμος ήδη έχει σε δίσκους". Περισσότεροι έπαινοι ήρθαν από το Beat Instrumental, που παρατήρησε. "Το γκρουπ έχει εξελιχθεί σε ένα από τα πιο τρομερά και ορίτζιναλ blues γκρουπ της Αγγλίας".
Κατά την διάρκεια εκείνης της εποχής, ο Dunbar προσκλήθηκε να πάει στους The Yardbirds στο τελευταίο στάδιο της ύπαρξης τους. Όπως εξήγησε σε μία συνέντευξη στο περιοδικό Modern Drummer, "Είχα μία προσφορά να πάω στους The Yardbirds, με τον Jimmy Page, όταν έκαναν την τελευταία τους περιοδεία, αλλά μόλις είχα αρχίσει με τους Retaliation. Δεν θα μπορούσα να αφήσω τους ανθρώπους στην μπάντα μου για να πλανιέμαι στην περιοδεία, αν και θα οδηγούσε στους Led Zeppelin, που επίσης μου είχαν προσφέρει θέση".
Η μπάντα κυκλοφόρησε το δεύτερο άλμπουμ της Doctor Dunbar's Prescription, τον Νοέμβριο του 1968. Ξανά σε παραγωγή Ian Samwell, αυτή την φορά χρησιμοποιήθηκε για μηχανικός ο Phillip Wade. Παρά αρκετά δυνατά κομμάτια-σημειωτέα τα "The Fugitive" και "Call My Woman"-το άλμπουμ δέχθηκε ανάμικτες κριτικές. Το Beat Instrumental το απεκάλεσε "άλλο ένα σετ από white blues" και επισήμανε ότι η μπάντα ήταν "πολύ πιο δεμένη τώρα, με την ατομικότητα να αρχίζει να φαίνεται έντονα". Και ενώ η Record Mirror έδωσε πέντε αστέρια στην κυκλοφορία, η Melody Maker, μέσω Chris Welch εξέφρασε απογοήτευση με τον δίσκο, αποκαλώντας τον "unmoving", κριτικάροντας την σκηνή των Αγγλικών blues γενικά, προκαλώντας "όλες τις μπάντες που πρόκειται να αφιερωθούν στα blues να ακούσουν καλά την δουλειά τους, ίσως και η μία την δουλειά της άλλης και να αναρωτηθούν αν θα γίνουν μέρος μίας σκηνής που καταντάει το πιο βαρετό πράγμα της εποχής". Περιέργως, έξι από τις δέκα συνθέσεις του άλμπουμ αποδόθηκαν στον ΄Hickley΄ σαν γραφή ή συν-γραφή. Όπως αποδείχτηκε αυτό ήταν το ψευδώνυμο του Victor Brox.

Call My Woman (1968)






Παρά την επίπληξη του Chris Welch της Melody Maker, η Melody Maker κάλυψε σε μεγάλο μέρος το Αγγλικό κίνημα των blues, ακόμα και με το να γίνει σπόνσορας σε ένα ημερήσιο φεστιβάλ που έγινε την 16 Νοεμβρίου του 1968 στο London Royal Festival Hall. Με το όνομα "The Blues Scene '68", τα κονσέρτα είχαν πρώτα ονόματα τους Muddy Waters και John Mayall και παρουσίαζαν τον Champion Jack Dupree και τους The Aynsley Dunbar Retaliation. Τα κονσέρτα ήταν πολύ επιτυχημένα, με ένα αμφιθέατρο 3000 θέσεων να γεμίζει γρήγορα και εκατοντάδες φαν να μην χωράνε και να φεύγουν. Ο Tony Wilson που έγραφε στην Melody Maker, περιέγραψε την παράσταση των The Aynsley Dunbar Retaliation: "Ο ντράμερ / ηγέτης Dunbar έβαλε γερά θεμέλια για να χτίσουν πάνω, ο Victor Brox στα φωνητικά και στο όργανο, ο John Moorshead στην κιθάρα και ο Alex Dmochowski. Ο Brox κατηύθυνε το γκρουπ στο "Low Gear Man" και στο "Call My Woman", που παρουσιάζει τον John Moorshead στην κιθάρα και στα φωνητικά στην δική του σύνθεση "I Tried", όλα από το νέο άλμπουμ Dr. Dunbar's Prescription και το "Double Loving". Ένα συναρπαστικό "Everyday I Have the Blues"-με τον Brox να κάνει ένα σόλο με την pocket cornet και τον Dmochowski επίσης να κάνει ένα διάλειμμα-έφερε το σετ των Retaliation στο τέλος του".

Tuesday's Blues (1968)






Με την επιτυχία των Blues Scene '68, η Melody Maker έγινε ένας από τους σπόνσορες μίας 6ήμερης περιοδείας των κορυφαίων Αμερικανών και Άγγλων blues καλλιτεχνών τον Φεβρουάριο του 1969. Κάνοντας περιοδεία ως Blues Scene '69, το lineup αποτελούνταν από τους John Lee Hooker, Champion Jack Dupree, Jo Ann Kelly, The Groundhogs και τους The Aynsley Dunbar Retaliation.
Τον Μάρτιο του 1969, το γκρουπ πήγε σε μία περιοδεία 6 εβδομάδων στην Αμερική, που περιλάμβαναν 4 παραστάσεις στο Fillmore West από 10 έως 13 Απριλίου, σαν support στους Country Joe and the Fish. Ο οργανίστας Mick Weaver (αποκαλούμενος και Wynder K. Frogg) συνόδευε το γκρουπ. Ωστόσο η συμμετοχή του Mick ήταν βραχύβια και με την επιστροφή του γκρουπ στην Αγγλία, αντικαταστάθηκε από τον Tommy Eyre. Ο Eyre ήταν γνωστός περισσότερο για την δουλειά του με τους Joe Cocker's Band και για την συμμετοχή του στο χιτ "With a Little Help from My Friends". Αυτή η προσθήκη επέτρεψε στον Victor Brox να συγκεντρωθεί στα φωνητικά, το ηλεκτρικό πιάνο, την 12χορδη και την pocket cornet.

The Aynsley Dunbar Retaliation




Την 9 Αυγούστου, οι The Aynsley Dunbar Retaliation πήραν μέρος στο Ninth Jazz and Blues Festival στο Sussex. Ο Chris Welch κάλυψε το γεγονός για την Melody Maker, παραδεχόμενος, "Οι Αγγλικές blues μπάντες έχουν γίνει κοινότοπος τελευταία και πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο ήχος έχει γίνει βαρετός. Σε χέρια γκρουπ όπως οι The Aynsley Dunbar Retaliation και οι Chicken Shack, διατηρεί πολύ δύναμη και εξουσία, αλλά κανένα γκρουπ δεν ήταν κάτι το ξεχωριστό". Τελειώνοντας με μία θετική μνεία για την μπάντα που "έπαιξαν ένα hard, επιθετικό σετ που περιείχε ένα πολύ δυναμικό παίξιμο στα ντραμς".
Την ίδια χρονιά το γκρουπ επίσης έκανε backing στον βετεράνο bluesman Champion Jack Dupree για μερικά sessions που τελικά το 1972 κατέληξαν στην Γαλλική δισκογραφική BYG ως The Heart of the Blues Is Sound.

The Devil Drives (1968)






Ακόμα κι αν και τα δύο άλμπουμ πούλησαν καλά, ο Dunbar είπε στην Melody Maker ότι το επόμενο άλμπουμ τους θα "είναι πιο προχωρημένο", εξηγώντας, "είναι μία πάλη επειδή στην Αγγλία οι φαν των blues περιμένουν να παίξεις δυνατά, αλλιώς δεν είναι blues. Στην Αμερική πρέπει να είσαι προχωρημένος. Ίσως οι φαν εδώ να το γουστάρουν περισσότερο στο τέλος". Η Liberty έβγαλε το άλμπουμ To Mum from Aynsley and the Boys, τον Σεπτέμβριο. Το εξώφυλλο απεικόνιζε την μπάντα με φανταχτερά ρούχα των 50'ς και Πομπαντούρ. Σε παραγωγή του John Mayall, έλαβε καλές κριτικές, με το Disk and Music Echo να σχολιάζει, "Το τρίτο LP του Dunbar στην Liberty είναι αναμφίβολα το καλύτερο του...παρά τον περιορισμένο αριθμό των οκτώ κομματιών, υπάρχει κάτι για κάθε φαν των blues εδώ, από το πολύ R&B "Sugar on the Line" μέχρι το ψευτο-κλασικό "Journey's End", που αρχίζει με μία φούγκα του Μπαχ". Ο κριτικός της Melody Maker έγραψε ότι ήταν "μία σπουδαία εξέλιξη σε σχέση με τα προηγούμενα άλμπουμ του...με καλύτερη ποιότητα ηχογράφησης και πιο ορίτζιναλ ιδέες. Γενικά πλήρως ικανοποιητικό για τους εραστές των heavy blues".
Τον Νοέμβριο του 1969, ο Dunbar και ο Eyre απροσδόκητα άφησαν το γκρουπ για να φτιάξουν τους Aynsley Dunbar's Blue Whale. Ο Dunbar εξήγησε τους λόγους για την διάλυση χρόνια αργότερα στο Modern Drummer:"Ο εγωισμός της μπάντας έφτασε τόσο ψηλά για μένα και δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα. Δεν μπορούσαν να δουν πέρα από εκεί που βρίσκονταν. Νόμιζαν ότι επειδή είχαμε φτάσει στο σημείο που πουλάγαμε και κάναμε λίγα χρήματα, ήμασταν και stars. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος να τους πω ότι είχαμε ανέβει μόλις ένα σκαλοπάτι και είχαμε τόσα πολλά ακόμα μπροστά μας. Ενεργούσαν ήδη σαν stars. Έτσι αποφάσισα ότι ήταν καιρός να ξεφορτωθώ αυτή την μπάντα και να ξεκινήσω μία άλλη".

Don't Take the Power Away (1969)






Ο Dunbar ήθελε επίσης να ενσωματώσει ένα τμήμα χάλκινων στις συνθέσεις και τον Ιανουάριο του 1970 πίστεψε ότι είχε βρει τον σωστό συνδυασμό παικτών για τους Blue Whale, που περιλάμβανε τον Tommy Eyre (πιάνο, όργανο), τον Paul Williams (φωνητικά), τον Ivan Zagni (lead guitar), τον Roger Sutton (μπάσο), τον Pat Hicks (τρομπέτα), τον Norman Leppard (σαξόφωνο) και τον Edward Reay-Smith (τρομπόνι). Το γκρουπ αναχώρησε για μία 5ήμερη περιοδεία στην Σκανδιναβία, αρχίζοντας την 1 Ιανουαρίου του 1970, εμφανίστηκαν στην Βελγική τηλεόραση και μετά έκαναν στις 20 Ιανουαρίου το ντεμπούτο τους στο Marquee στο Λονδίνο. Ο συνδυασμός των παικτών αποδείχτηκε ασταθής ωστόσο και πριν τον δεύτερο μήνα, ο Peter Friedberg είχε προστεθεί στο μπάσο, ο Roger Sutton είχε γίνει δεύτερη κιθάρα ο Charles Greetham είχε αντικαταστήσει τον Norman Leppard στο σαξόφωνο και ο Pat Hicks είχε διωχθεί. Ωστόσο, ο συνδυασμός ποτέ στ'αλήθεια δεν κόλλησε και έτσι ο Dunbar διάλυσε την μπάντα μετά από σχεδόν δύο μήνες για να πάει στον Frank Zappa and the Mothers στα τέλη του Φεβρουαρίου του 1970. Είπε στην Melody Maker ότι ένας από τους κύριους λόγους για την διάλυση του γκρουπ ήταν "δυσκολίες στο να βρεθούν παίκτες στα χάλκινα". Στην μικρή διάρκεια που βρέθηκαν μαζί, ηχογράφησαν ένα άλμπουμ, το Blue Whale, το οποίο η Warner Brothers κυκλοφόρησε μετά την διάλυση τους. Το Disk and Music Echo παραπονέθηκε για το LP,"Τα περισσότερα από τα τραγούδια είναι μεγάλα σε διάρκεια, βαρετά τζαμ γύρω από φτωχές συνθέσεις". Σε πλήρη αντίθεση η Record Mirror απεκάλεσε τον δίσκο "δημιουργικό και συγκριτικά φρέσκο".

It's Your Turn (1970)






Το 1970, η Liberty κυκλοφόρησε ένα τελευταίο άλμπουμ, το Remains to Be Heard, χρησιμοποιώντας το όνομα των The Aynsley Dunbar Retaliation. Σε παραγωγή Victor Brox, αποτελείτο συνολικά από πράγματα που είχαν κοπεί από τις προηγούμενες δουλειές, με τον Dunbar να εμφανίζεται σε τέσσερα μόνο από τα δέκα τρακς με την ισορροπία να έρχεται από πιο πρόσφατες ηχογραφήσεις του τρίο που είχε παραμείνει και της Annette Brox. 

The Aynsley Dunbar Retaliation - I'm Tore Down (Live) (1968)






Ο Aynsley Dunbar παρέμεινε με τον Frank Zappa μέχρι τέλη του 1972 ηχογραφώντας 6 άλμπουμ. Επίσης καθιερώθηκε ως φημισμένος session ντράμερ, δουλεύοντας με τους The Bonzo Dog Doo Dah Band, Flo and Eddie, Nils Lofgren, Lou Reed, Poco, David Bowie, Mick Ronson και Sammy Hagar, ανάμεσα σε διάφορους άλλους.
Το 1974 οι Journey τον έπεισαν να πάει σε αυτούς, μία συνεργασία που διήρκεσε 4 χρόνια και έδωσε 4 άλμπουμ, μέχρι που του ζητήθηκε να φύγει, λίγο πριν πιάσουν οι Journey το στάτους των star. Ο πικρόχολος αυτός χωρισμός προκάλεσε μία αγωγή εκ μέρους του Aynsley (3.250.000 δολαρίων). Ο Dunbar γρήγορα βρήκε νέα στέγη, αντικαθιστώντας τον John Barbata στους Jefferson Starship, στους οποίους παρέμεινε ως το 1982.
Το επόμενο μεγάλο πρότζεκτ του εμφανιζόταν στο ομότιτλο άλμπουμ των Whitesnake το 1987, που εκτοξεύθηκε στο νο2 στην Αμερική και παρέμεινε το πιο καλοπουλημένο άλμπουμ της μπάντας. Επίσης δούλεψε με τους Pat Travers and Mogg/Way, μία μπάντα με ηγέτες τους Phil Mogg και Pete Way, δύο από τα ιδρυτικά μέλη των UFO. Το 1996, ο Dunbar έσμιξε με τον Eric Burdon, τον Alvin Lee και άλλους βετεράνους Άγγλους bluesmen για μία περιοδεία με τίτλο "Best of British Blues". Μετά πήγε στους Eric Burdon and the New Animals.
O Victor Vox μετά την διάλυση των The Aynsley Dunbar Retaliation σχημάτισε μία νέα μπάντα, τους βραχύβιους Ring of Truth, οι οποίοι διαλύθηκαν την άνοιξη του 1970. Ακολούθως έφτιαξε ξανά τους Victor Brox Blues Train με την σύζυγο του Annette. Εμφανίστηκε στο Jesus Christ Superstar τραγουδώντας το μέρος που είχε ο ρόλος του Καΐάφα. Το 1974 οι Brox εμφανίστηκαν στο LP The International Blues Rock Revue, της μπάντας Main Squeeze, μέσα στους οποίους περιλαμβανόταν κι ο Dick Heckstall-Smith (Graham Bond Organization, Colosseum).

Now That You've Lost Me (1968)






Η επόμενη εξόρμηση των Moorshead και Dmochowski ήταν οι μυστηριώδεις Heavy Jelly, μία εικονική μπάντα, της οποίας το εικονικό άλμπουμ έλαβε κριτική από το underground περιοδικό Time Out. Αυτή έλεγε ότι "το έχουν γυρίσει στο acid-rock" και περιείχε λεπτομερείς περιγραφές των τραγουδιών. Στο επόμενο τεύχος το περιοδικό είχε μία ολοσέλιδη διαφήμιση για το εικονικό γκρουπ με μία φωτογραφία του John Moorshead και μερικών φίλων του.
Αν και η πρόθεση για αυτό το γκρουπ ήταν μόνο ένα ανέκδοτο και δεν ξεκίνησε στα σοβαρά (γι'αυτό και είπα εικονικό), η κριτική και η διαφήμιση δημιούργησε τόσο ενδιαφέρον για τους Heavy Jelly, που δύο ανταγωνιστές σχημάτισαν γκρουπ για να κεφαλοποιήσουν την δημοφιλία του ονόματος. Ένα γκρουπ στην Island Records (στην πραγματικότητα οι Skip Bifferty), έκαναν ένα single, "I Keep Singing the Same Old Song" / "Blue", αλλά τους μπλόκαρε το άλλο γκρουπ στην Head Records (με τον Moorshead, Dmochowski και Carlo Little στα ντραμς). Αυτοί έκαναν ένα άλλο single τo "Time Out Chewn in" / "The Long Wait" τον Ιούλιο του 1969. Προς το τέλος του χρόνου, ο τραγουδιστής Jackie Lomax και ο πρώην ντράμερ των Animals, Barry Jenkins πήγαν στους Heavy Jelly. Ένα άλμπουμ ηχογραφήθηκε, αλλά η μπάντα διαλύθηκε και το άλμπουμ δεν κυκλοφόρησε επισήμως.
Ο Alex Dmochowski πήγε στους John Mayall's Bluesbrakers τον Φεβρουάριο του 1970. Ακολούθως έκανε session δουλειές με τους Graham Bond (Holy Magick), Peter Green (The End of the Game) και Frank Zappa (Waka/Jawaka και The Grand Wazoo). Στα άλμπουμ του Zappa, που έσμιξε ξανά με τον Aynsley Dunbar, ο Dmochowski έχει credit ως "Erroneous".
Το τρακ "Warning" διασκεύασαν οι Black Sabbath για το ντεμπούτο άλμπουμ τους και είναι αυτό που κλείνει τον δίσκο τους.
Το προσωπικό του site βρίσκεται εδώ: http://www.aynsleydunbar.com/

Aynsley Dunbar


Aynsley with Journey (1977)


From the left: Dunbar-Beck-Stewart-Wood (The Jeff Beck Group) (1967)


Aynsley with Frank Zappa and the Mothers (1970)


Bowie-Ronson-Dunbar (1973)

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Σάββατο 28 Μαρτίου 2020






DAVEY GRAHAM





Folk Music / Rock Attitude





Δεν θα μπορούσατε, όσο κι αν τεντώνατε την φαντασία σας να αποκαλέσετε τον Davey Graham κιθαρίστα της rock. Αλλά το γεγονός είναι ότι δεν θα μπορούσατε να τον αποκαλέσετε ούτε κιθαρίστα των blues, ούτε της folk ή της jazz. Γιατί είναι όλα αυτά που προαναφέρθηκαν. Ή κανένα από αυτά.

Goin' Down Slow (1965)





Ό,τι έκανε ο Graham την δεκαετία του '60, ήταν ότι έφερε ένα ανυπέρβλητο εκλεκτισμό, όσον αφορά στην τέχνη του να παίζει κάποιος βιρτουόζος κιθάρα. Εννοώ ότι ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης δεν ήταν ένας συνηθισμένος παίκτης κιθάρας. Ήταν ο καλύτερος παίκτης της εποχής εκείνης και μάλλον λίγα λέω. Ήταν αυτός που έπαιζε και που επηρέασε την Αγγλική ψυχεδελική rock, την blues-rock και την folk-rock σκηνή σε τέτοια έκταση και που είναι θλιβερά υποτιμημένος μέχρι τις μέρες μας. Σαν τους Αμερικανούς cult κιθαρίστες John Fahey και Sandy Bull, η επιρροή που άσκησε δεν ήταν τόσο πολύ στον ήχο που έβγαζε, όσο στην τόσο ανοιχτόμυαλη προσέγγιση του. Όπως προεξοφλούσε ο τίτλος του καλύτερου άλμπουμ του, ο Graham έπαιξε "Folk Blues and All Points in Between". Σαν τον Fahey και τον Bull, ο Graham ήταν ένας από τους πρώτους Δυτικούς κιθαρίστες κάθε είδους, που ενσωμάτωσε ήχους που συναντάμε στην Μέση Ανατολή καθώς και Ινδική raga στην μουσική του. Αντίθετα με τον Fahey και τον Bull ωστόσο, ο Graham είναι άγνωστος στον περισσότερο κόσμο της Αμερικής, ακόμα και σε cult επίπεδο, καθώς οι περισσότεροι δίσκοι του δεν κυκλοφόρησαν ποτέ εκεί.
Φυσικά αυτό ήταν επειδή ο Graham δεν ηχογράφησε από το 1970 και μετά. Μέχρι εκείνο τον καιρό ωστόσο, η επιρροή του είχε ήδη κάνει αίσθηση στον Bert Jansch και στον John Renbourn, το κιθαριστικό δίδυμο του πιο φιλόδοξου Αγγλικού folk-rock-jazz υβριδίου που λεγόταν Pentangle. Ο Paul Simon, ο οποίος συνάντησε τον Graham στα μέσα της δεκαετίας του '60, ενώ έπαιζε σε χώρο στην Αγγλία, του ζήτησε να πάει μαζί του για συνοδεία στην κιθάρα. Όταν ακούτε τον Jimmy Page να παίζει πολύπλοκα ακουστικά guitar leads στις πιο ήσυχες στιγμές των Led Zeppelin ή τον Richard Thompson να πηδάει από την folk στα blues και αλλού, τότε ακούτε την κληρονομιά που τους έδωσε ο Graham. Ακούστε για παράδειγμα τον Graham να παίζει την εισαγωγή του "Cry Me a River". Μετά μπορείτε να την συγκρίνετε με την εισαγωγή του "Stairway to Heaven".

Cry Me a River (1959)





Ο Άγγλος τραγουδοποιός Pete Brown, που συν-έγραψε αρκετά κλασικά των Cream με τον Jack Bruce, αποκαλεί τον Graham "one of the first world musicians" και τον βλέπει σαν την αρχή ενός είδους που αφορά όλα τα μουσικά γένη και εκτείνεται ιδιαιτέρως διαμέσου των Renbourn, Jansch και Thompson.
Δύσκολος για να δώσει συνέντευξη, μιας και χρόνια χρήσης ναρκωτικών και ψυχολογικών προβλημάτων σημαίνει ότι θα είχε τις καλές και τις κακές του μέρες. Και ένα μυστικό κοινό στον κύκλο των βετεράνων εκείνης της εποχής: ΄Μην αναφέρεις μπροστά του το όνομα Bert Jansch΄.
Ο Graham ήταν ακόμα ενεργός και παρουσίαζε το 2007, ένα χρόνο πριν το θάνατο του, όμως παρέμενε ένα αίνιγμα.
Ξέρουμε τα εξής: Ο Davey Graham γεννήθηκε το 1940 από Σκωτσέζο πατέρα και μητέρα από το Georgetown της Guyana. Έπαιξε ένα μικρό ρόλο στην σκηνή των blues, αρχές της δεκαετίας του '60, έχοντας μία θέση κιθαρίστα στο σχήμα Blues Incorporated, του Alexis Korner, που έδωσε δευτερογενώς προσωπικό στους The Rolling Stones, Cream, Manfred Mann και πολλούς άλλους. Επίσης για λίγο έπαιξε κιθάρα με έναν άλλο νονό των blues στην Αγγλία, τον John Mayall, δυο χρόνια ή κάτι τέτοιο πριν ο Eric Clapton πάει στους Bluesbreakers.
Είχε ακόμη ηχογραφήσει ένα EP με τον Korner το 1962, το 3/4 AD, αλλά η συνεργασία τους έμελλε να είναι βραχύβια. "Με τον Alexis ήμασταν πολύ φίλοι", εξήγησε στον Spencer Leigh στις σημειώσεις στο εξώφυλλο της επανέκδοσης του Folk Blues and All Poins in Between, "αλλά υπήρχε μία ένταση σε ότι κάναμε. Όταν ήμασταν μαζί στους Blues Incorporated, ο Alexis ήθελε να είναι και τραγουδιστής και lead κιθαρίστας πράγμα (το δεύτερο) που ήθελα κι εγώ".

Sally Free and Easy (1965)





Σε κάθε περίπτωση, μοιάζει αμφίβολο ότι ο Graham θα ήταν ευτυχής να περιοριστεί στα blues ή στην blues-rock, προς την οποία ο Mayall και άλλοι προχωρούσαν. Είχε μία εξαιρετικά μακρά και ευρεία λίστα από ήρωες του και επιρροές, που περιλάμβαναν τον Leadbelly, τον Big Bill Broonzy, τον κλασικό κιθαρίστα Andres Segovia, τον Sonny Rollins, τον Ali Akhbar Khan, τον Ravi Shankar, τον Charles Mingus, τον Ornette Coleman και τον Άγγλο γίγαντα της folk Martin Carthy (τον οποίο ο Graham συνάντησε στα τέλη της δεκαετίας του '50). Ο Graham δεν σκεφτόταν αποκλειστικά σε όρους ήχων από κιθάρα μόνο, σημειώνοντας "πήρα πολλά από τα riff μου από παίκτες του φλάουτου και από πνευστούς, τρομπετίστες και σαξοφωνίστες".
Αν και το ντεμπούτο του το 1963 The Guitar Player, ήταν μία πιο συμβατική προσπάθεια από αυτά που έκανε αργότερα, ήδη ήταν αποφασισμένος να αναμίξει τα στυλ της ακουστικής folk με την ευαισθησία των blues και το στυλ της jazz. "Όταν ο κόσμος με ρωτάει τι είδους κιθάρα παίζω", έγραψε στις σημειώσεις του εξωφύλλου, "συνήθως λέω 'blues, bits and pieces'. Τα κομμάτια σε αυτό το άλμπουμ είναι μία ανάμιξη jazz και folk επιρροών. Νομίζω ότι κάθε κομμάτι έχει το δικό του ιδιαίτερο mood. Πριν παίξω δεν ξέρω ακριβώς τι νότες θα προκύψουν, αλλά ξέρω το mood που μου προξενεί κάθε κομμάτι, έτσι σε ένα πλαίσιο ας πούμε 12-bar blues με σλόου τέμπο και σε μινόρε, μπορώ να κάνω την κιθάρα να κλαίει κουρδίζοντας τις χορδές.
"Για εμένα ο πλούτος της κιθάρας σαν σόλο όργανο ή συνοδευτικό στον τραγουδιστή βρίσκεται στις πολλές φωνές και moods που μπορώ να δημιουργήσω". Περισσότερο από οτιδήποτε στο The Guitar Player, αυτό το είδος του pro-world fusion επιτυγχάνονταν στο ορχηστρικό "Anji" από το EP με τον Alexis Korner.

Anji (1963)





Επηρεασμένο από την μουσική της Μέσης Ανατολής, στην οποία εντρύφησε ενώ ταξίδευε στο Μαρόκο και σε άλλα μέρη, το κομμάτι έγινε δημοφιλές αρκετά χρόνια αργότερα και από τον Bert Jansch και από τους Simon & Garfunkel, που το συμπεριέλαβαν στο άλμπουμ τους Sounds of Silence. (Το EP 3/4 AD έχει επανεκδοθεί ως μπόνους κομμάτια στην επανέκδοση σε CD του The Guitar Player στην See For Miles στην Αγγλία).
Πριν κάνει ένα πιο τολμηρό βήμα για να αναμίξει διάφορα στυλ, ο Graham συνεργάστηκε με την Αγγλίδα τραγουδίστρια της folk Shirley Collins στο άλμπουμ του 1964 Folk Routes, New Routes. Χαιρετίστηκε σε ορισμένες περιοχές σαν ιδρυτικό άλμπουμ της Αγγλικής folk-rock, ιδιαιτέρως χάρη στα φωνητικά της Collins, τα οποία το πιο πιθανό επηρέασαν τραγουδίστριες όπως η Sandy Denny των Fairport Convention και η Jacqui McShee των Pentangle. Επίσης επιδραστικό ήταν το ακομπανιαμέντο του Graham, στο οποίο έπαιζε ακουστική κιθάρα με ένα τρόπο, που χρωστούσε τόσο στo ρυθμό και στο στυλ στα blues και στην jazz, όσο και στην folk.

Dearest Dear (1964)





"Η πρόκληση της πολύ καθαρής ερμηνείας της Shirley, όχι αισθησιακής με την νορμάλ έννοια, σήμαινε ότι έπρεπε να προσπαθήσω και να ταιριάξω μία πλήρη σύνθεση στο background που θα την άφηνε ελεύθερη να τραγουδήσει και να εκφραστεί με τον συνηθισμένο τρόπο της", εξήγησε ο Graham στην Melody Maker το 1980. "Έπρεπε να προσπαθήσω να κάνω την κιθάρα να ακουστεί σαν ορχήστρα την στιγμή που δεν γνώριζα πώς να κάνω ενορχήστρωση και να κάνω κάθε τραγούδι να ακούγεται διαφορετικό".
O Graham στην πραγματικότητα ξεκίνησε μόνος του το 1965, με το Folk Blues and All Points in Between, στο οποίο επίσης άρχισε να τραγουδάει, αλλά και να παρουσιάζει ορχηστρικά. Τα φωνητικά του Davey πάντα θα ήταν το αδύνατο σημείο του, με μία περιορισμένη έκταση και εκφραστικότητα που ήταν ικανοποιητική μόνο στα καλύτερα του. Το παίξιμο του σου έκοβε την ανάσα ωστόσο-επιδέξιο και να κυλάει, με μία παθιασμένη φαντασία. Ο Graham έδειχνε ότι ήταν δυνατόν να παίξει ακουστική κιθάρα που μπορούσε να ταλαντεύεται σε υλικό από Big Bill Broonzy, Leadbelly, Charles Mingus και άλλους. Τα blues ήταν το κυρίαρχο στυλ, αλλά το πιο γρήγορο κομμάτι, "Maajun (A Taste of Tangier)", ήταν το πρώτο κομμάτι του που εξερευνούσε πλήρως την Μέση Ανατολή και Ινδία, μήνες πριν οποιοσδήποτε διανοηθεί να κάνει το ίδιο στην rock ή στην pop.

Maajun (A Taste of Tangier) (1965)





To Folk Blues and All Points in Between ήταν το πρωταρχικό άλμπουμ του για την σειρά των άλμπουμ στην Decca την δεκαετία του '60, στο οποίο άρχισε να ακουμπάει λιγότερο στα blues και περισσότερο στις Ανατολίτικες επιρροές. Όχι ότι θα εγκατέλειπε ποτέ τα blues, τη folk ή την jazz. Σποραδικά μόνο συνθέτης, η συγκεκριμένη ευφυΐα του ήταν η ικανότητα του να ξαναφτιάχνει στάνταρ της jazz και των blues με τέτοιο τρόπο που να ακούγονται εξωτικά και φρέσκα. Ένα ειδικά λαμπρό παράδειγμα είναι η αναβάθμιση του "Both Sides Now" της Joni Mitchell, το 1968, που μετακινείται από μία περισσότερο ή λιγότερο κανονική Ινδική raga σε ένα εκρηκτικό folk-jazz.

Both Sides Now (1968)





Το ορχηστρικό "Blue Raga", επίσης από το 1968, ήταν πιθανώς η πιο καθοριστική του δήλωση σε όρους φιλοδοξίας, όπως δείχνει και ο τίτλος του τραγουδιού, να αναμίξει blues με raga, σε ένα περισσότερο ή λιγότερο folk πλαίσιο.

Blue Raga (1968)





Στο Midnight Man (1966), o Graham μετακινήθηκε σε ένα πιο σκληρό, γεμάτο ήχο, μερικές φορές με μπόνγκος και επίσης εισήγαγε την σειρά των διασκευών του από Lennon-McCartney και Paul Simon (κίνηση κάπως ασυνήθιστη εκείνες τις μέρες στους κύκλους της folk). Σε κομμάτια όπως η διασκευή του στο "The Fakir" του Lalo Schifrin, θα προσέγγιζε ακόμα και την avant-garde, παντρεύοντας μία υπνωτική raga με μέρη στο μπάσο σαν αυτό που ακούς στον Mingus.

The Fakir (1966)





Εκείνες οι διασκευές των Beatles και Paul Simon ξεκαθάρισαν ότι άκουγε rock, αλλά το πιο κοντινό στη rock που έκανε ήταν το Large as Life and Twice as Natural το 1968, στο οποίο backing έκανε ο Danny Thompson (Pentangle) και ο ντράμερ Jon Hiseman και ο σαξοφωνίστας Dick Heckstall-Smith (και οι δύο είχαν παίξει blues-rock με τον Graham Bond και στους Colosseum).
Αν και τα LP του Graham στην Decca δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν rock, ασκούν μία σημαντική έλξη στους λάτρεις της rock της δεκαετίας του '60 με την σχεδόν ψυχεδελική αίσθηση της απροσδόκητης εξερεύνησης και του εκλεκτισμού. Ο Graham ποτέ δεν κόλλησε σε ένα στυλ. Οι folk μπαλάντες θα ακολουθούσαν ragas, τα blues θα ακολουθούσαν τόνους των Beatles και οι μακρές, σαν Ινδική raga συνθέσεις του, θα τέντωναν τα όρια των ορχηστρικών ακουστικών κιθαριστικών θεμάτων.
Ο Graham παραδέχτηκε ότι είχε δημιουργικές ιδέες σε μουσικούς όρους, "Υποθέτω είδα τον εαυτό μου σαν τον Μάρκο Πόλο. Επειδή ήθελα να τα έχω καλά και με τον Πάπα και με τον Τζένγκις Χαν".
Τέτοια ευελιξία, ωστόσο πιθανώς λίγο καλό του έκανε σε εμπορικούς όρους. Αν ήταν τα φωνητικά του καλύτερα, αναμφίβολα θα είχε το λιγότερο κερδίσει folk στάτους σταρ, στο επίπεδο ας πούμε του Bert Jansch. Όπως συνέβαινε όμως τότε, ήταν πολύ πιο περιπετειώδης για τα folk κυκλώματα και όχι τόσο ηλεκτρικός για τον κόσμο της pop.

Stormy Monday (1966)





Έφτασε στο peak του το 1968, με το Large as Life and Twice as Natural, αν και τα τρία άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 1969 και 1970 ήταν σχεδόν το ίδιο καλά. Τα δύο άλμπουμ του το 1970 πιστώθηκαν και στη σύζυγο του εκείνη την εποχή, την Αμερικανίδα Holly Gwyn, που διέθετε καλύτερη φωνή από τον Graham, αλλά τίποτα το τόσο ενδιαφέρον. Το Godington Boundry ωστόσο, θα αποδεικνυόταν η τελευταία του (υψηλού επιπέδου) ηχογράφηση, καθώς ο Graham βρέθηκε χωρίς συμβόλαιο για το περισσότερο μέρος της δεκαετίας του '70. Σύμφωνα με μία πληροφορία, είπε στον Spencer Leigh, "O Paul Simon μου ζήτησε να παίξω μαζί του...αλλά το απέρριψα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ήταν ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που έκανα".
Ο Graham αφιερώθηκε κατά την δεκαετία του '70 σε μεγάλο μέρος να μελετάει κλασική κιθάρα και έκανε δύο άλμπουμ για την Αμερικανική Kicking Mule στα τέλη της δεκαετίας, όπως επίσης να παρουσιάζει με τους Αμερικανούς κιθαρίστες της folk, Stefan Grossman και Duck Baker.

Worksong (1970)





Μη ταιριάζοντας ποτέ ιδιαίτερα στον κόσμο της pop, στα 80'ς έβγαζε τα προς το ζην ως δάσκαλος της κιθάρας μάλλον, παρά σαν καλλιτέχνης από ηχογραφήσεις και εμφανίσεις. "Μελετούσα κλασικούς όπως ο Bach και έπαιζα κάποια κομμάτια του στο ρεπερτόριο μου στα κλαμπ", λέει. "Ο κόσμος δεν ενθουσιάστηκε. Ήθελαν να δουν ένα blues καλλιτέχνη, ιδιαίτερα εάν αυτός (εννοεί τον εαυτό του) εκείνη την εποχή καταστρεφόταν κάνοντας κάτι τέτοιο. Αυτή είναι η ανθρώπινη φύση".
Μαζί με τον Bert Jansch και τον Martin Carthy, o Graham έβαλε ένα χεράκι σε ένα CD που λεγόταν Acoustic Roots και επίσης επέστρεψε στην ηχογράφηση σαν σόλο καλλιτέχνης με το Playing in Traffic σε μία μικρή δισκογραφική. Πολύς χρόνος του εκείνες τις μέρες, λέει, πέρασε παίζοντας Balkan music με μία μπάντα που λεγόταν Doppelganger.

All of Me (Live) (1981)





Είναι δύσκολο να κρίνεις αν αισθανόταν αγνοημένος από την ιστορία ή και αν ακόμη θυμόταν εκείνους τους τρομερούς δίσκους της δεκαετίας του '60 καθαρά. Μοιάζει εξίσου πιθανόν ότι εκείνοι οι δίσκοι είναι μέρος μίας αναζήτησης ζωής, να εξερευνήσει όλα τα είδη των νέων ήχων που μπορούσε να παίξει μία κιθάρα-είτε έτυχε να βρίσκεται στο στούντιο είτε όχι.

ΣΥΝΙΣΤΩΜΕΝΕΣ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΕΙΣ

Folk Blues and All Points in Between (1965, See For Miles, UK)




To πρώτο του άλμπουμ σαν σόλο καλλιτέχνης. Η επανέκδοση σε CD είναι σαν να έχεις ένα best-of μιας και έχουν προστεθεί κάποια από τα καλύτερα τραγούδια του από τα άλμπουμ του στα τέλη του '60.

Midnight Man (1966, Decca, UK)




Μία πιο δυναμική προσέγγιση, με δυο διαμαντάκια, το ορχηστρικό jazz-raga "The Fakir" και το σαγηνευτικό jazz-folk-samba "Hummingbird".

Large as Life and Twice as Natural (1968, Decca, UK)




Ίσως η πιο προσβάσιμη προσπάθεια του για folk προσανατολισμένους ακροατές, με backing από μέλη των Pentangle και Colosseum και αρκετά raga-folk fusion, ιδιαίτερα το "Blue Raga" και η τολμηρή διασκευή του "Both Sides Now" της Joni Mitchell.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020





SPRING 

OR 

AMERICAN SPRING







Soft-Pop Gem





Στα τέλη της άνοιξης του 1972 κυκλοφόρησε ένας υπέροχος soft-pop δίσκος με το όνομα Spring. Ήταν μία δουλειά του Brian Wilson, των θρυλικών The Beach Boys και είναι κάτι που μάλλον θα πέρασε απαρατήρητο, εκτός ίσως από τους φαν του ίδιου του Wilson. Στο άλμπουμ τραγουδούν η σύζυγος του τότε Marilyn και η αδελφή της Diane. Κάποτε μαζί με την φίλη τους Ginger Blake είχαν ένα γυναικείο γκρουπ τις The Honeys. Θα μπορούσαμε να τις αποκαλούσαμε και The Beach Girls.

Sweet Mountain (1972)



Spring (United Artists UAS 5571, με εσώφυλλο) 5/72




Τα τραγούδια όλα, εμπνέουν τον πόνο της απώλειας, μερικά από αυτά ένα γλυκό πόνο θα έλεγα. Ό,τι κυριαρχεί και ό,τι πετυχαίνουν επίμονα είναι το πάντρεμα της απώλειας αυτής με την ανεμελιά των 60'ς, που είναι τόσο ελκυστικό κοιτάζοντας το σαν μία αντανάκλαση σε ένα καθρέπτη. Με ορθάνοιχτα μάτια κοιτάζουν πίσω σε πιο απλά χρόνια. Όλα ελέγχονται με ιδιαίτερα ωραίο τρόπο-ο ακροατής αισθάνεται την ανάγκη να απελευθερωθεί-μέχρι το απίστευτο "Good Time", των Brian Wilson / Al Jardine...Εδώ βρίσκεται πολύ δεξιοτεχνία.

Good Time (1972)





Όπως έγραψε και το Rolling Stone την 17/8/72, "Αν οι The Beach Boys ήθελαν δύο νέα μέλη, γιατί δεν ρωτούσαν την Diane και την Marilyn;"






Αυτός ο πολύ αγαπημένος δίσκος θα είναι μία πολύ ευχάριστη έκπληξη για ανυποψίαστους φαν των The Beach Boys. Ο Brian Wilson έκανε την παραγωγή και την σύνθεση 12 τραγουδιών για τις The Honeys (την γυναίκα του Marilyn και την αδελφή της Diane). Όλα τα τραγούδια είναι διασκευές, κάποια από τραγούδια των The Beach Boys, αλλά είναι τέλεια φτιαγμένα, με ενδιαφέρουσες συνθέσεις και οπωσδήποτε πολύ καλά ερμηνευμένα.

Superstar (1972)




Θα μπορούσε άνετα να είναι η επιλογή μου ως το δεύτερο καλύτερο μου άλμπουμ από τους The Beach Boys. Ανοίγει με μία νοσταλγική, γοητευτική βερσιόν του "Tennessee Waltz" και τελειώνει με δύο άριστα κομμάτια της Carole King. Ανάμεσα υπάρχουν στανταράκια των The Beach Boys, όπως το "Darlin" και το "Thinkin' Bout You Baby" και ένας αριθμός από άλλα τραγούδια που ακούγονται κομμένα και ραμμένα για τον συνδυασμό των φωνών (με κάποια backing φωνητικά από τους ίδιους τους The Beach Boys).

This Whole World (1972)





Επιλέγω σαν highlight το "Superstar", που έχει μία αξιοσημείωτη ερμηνεία και πάει το κλασικό χιτ των The Carpenters σε άλλη διάσταση. Το "This Whole World" του Brian, είναι επίσης φανταστικό κομμάτι, με μία νύξη πόνου στην σύνθεση του. Το βλοσυρό, σκοτεινό εξώφυλλο (πιο πολύ κι από το Surf's Up) είναι μάλλον μία από τις αιτίες που οι πωλήσεις αυτού του άλμπουμ ήταν φτωχικές. Οι φωνές έχουν μία χροιά σαν να θρηνούν σχεδόν σε κάποια σημεία, αλλά το άλμπουμ είναι ουσιαστικά διασκεδαστικό.

Down Home (1972)





Κάθε κομμάτι του σαν να ακούς το Sunflower (1970) και ικανοποιητικό τεχνικά σαν το Surf's Up (1971). Μοιάζει σαν o Wilson να έβαλε πιο πολύ ψυχή σε αυτό το άλμπουμ παρά στα άλμπουμ της δικής του μπάντας (εκείνης της εποχής) και το αποτέλεσμα είναι συχνά εξαιρετικό. Στην Αγγλία, η μπάντα και το άλμπουμ μετονομάστηκαν σε American Spring αποφεύγοντας να δημιουργηθεί σύγχυση με την prog rock μπάντα των Spring, οπότε και το εξώφυλλο επανασχεδιάστηκε.






Οι αδελφές Rovell τραγούδησαν κάποια ωραία sufr κομμάτια ως The Honeys, αλλά το γεγονός είναι ότι τα φωνητικά τους ταίριαζαν καλύτερα στα surf-rock, παρά στην soft-pop που έχουμε εδώ και εάν δεν ήταν η παραγωγή και η γραφή του Brian Wilson θα είχαμε έναν ξεχασμένο από όλους δίσκο. Όμως ακόμα κι έτσι φαίνεται ότι ο δίσκος αυτός είναι γνωστός μόνο στους φαν των The Beach Boys. Ωστόσο, στα ικανά χέρια του Wilson το "Sweet Mountain" γίνεται μία μουσική εκδρομή σε ένα μαγεμένο μέρος. Ακούγεται γλυκανάλατο αλλά είναι αληθινό! Πρόταση που εμπεριέχει μεγάλο μέρος της δουλειάς του Wilson. Γλυκανάλατο αλλά αληθινό (ή ειλικρινές).

Thinkin' Bout You Baby (1972)





΄Στρώσεις΄ background αρμονίας και αλλόκοτες πινελιές από moog ανεβάζουν ένα παλαιό στάνταρ όπως το "Tennessee Waltz", κάνοντας το να ακούγεται ωραιότατα. Αλλά τα καλύτερα τραγούδια είναι οι συνθέσεις του Wilson (το προαναφερθέν "Sweet Mountain" και το "Thinkin' Bout You Baby" είναι ιδιαίτερα ευφυή), ένα άλλο παλαιό country θέμα το "Awake", το οποίο παρουσιάζει τα καλύτερα φωνητικά στο άλμπουμ και μία ξεσηκωτική ερμηνεία του "Now That Everything's Been Said" της Carole King.

Now That Everything's Been Said (1972)




Αν είσαι ένας από αυτούς που μένουν με ανοιχτό στόμα όταν ακούνε μουσική των Beach Boys στα τέλη 60'ς αρχές 70'ς θα το διασκεδάσεις. Αν σου αρέσει ένας ωραίος pop δίσκος, επίσης θα το απολαύσεις. Σίγουρα πάντως δεν άξιζε να μείνει ένα τέτοιο άλμπουμ στα σκοτάδια.


ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Διαβάστε/Ακούστε επίσης